Μορφολογία GRAM θετικός Βάκιλος. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΕΙΔΙΚΗ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑ & ΛΟΙΜΩΔΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΓΕΝΟΣ CLOSTRIDIUM ( κλωστρίδια) Φυσιολογική Ανθεκτικότητα στο Παθογόνος Μεταβολισμός Αναπτύσσεται σε απουσία Ο 2 (αναερόβιο βακτήριο). Σπορογονεί σε παρουσία Ο 2 (Σπορογόνο βακτήριο). Καταλάση αρνητικό. Δημιουργεί αποικίες με αιμολυτικές αποικίες. εντόπιση Παχύ έντερο ανθρώπου και ζώων. Απεκκρίνεται στο περιβάλλον με τα κόπρανα. περιβάλλον Ο βάκιλος ( βλαστική μορφή) είναι ευαίσθητος Οι σπόροι είναι ανθεκτικοί. δράση Σε φυσιολογικές συνθήκες τα κλωστρίδια δεν προκαλούν νόσημα. Σε μη φυσιολογικές συνθήκες( π.χ διαταραχή της βακτηριακής χλωρίδας, λύση συνεχείας ιστών, μόλυνση βαθέων τραυμάτων ) και σε πλήρη έλλειψη Ο 2 το βακτήριο παράγει εξωτοξίνες, οι οποίες ανάλογα με το είδος του κλωστηρίουπροσβάλουν: Εντερικό σωλήνα Μύες Νευρικό ιστό Αιμοποιητικό ιστό 1
Επιπρόσθετα μορφολογικά χαρακτηριστικά του είδους Φέρει έλυτρο Είναι ακίνητο ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΕΙΔΙΚΗ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑ & ΛΟΙΜΩΔΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΕΙΔΟΣ Clostridium perfringens Ιδιαιτερότητα μεταβολισμού Παράγει 13 εξωτοξίνες που ονομάζονται με τα γράμματα α-ν. Οι κυριότερες εξωτοξίνες είναι οι α,β,ε,και ι Επίσης παράγει μία ενδοτοξίνη Δεν είναι πλήρως αναερόβιο κλωστρίδιο ( Σε συνθήκες όπου υπάρχει 5-10% Ο 2 είναι δυνατή η παραγωγή εξωτοξινών και η πρόκληση νόσου ).. Ταξινόμηση Σε 5 τοξινικούς τύπους ανάλογα με τις εξωτοξίνες που παράγει Τύπος -α -β -ε -ι Α + Β + + + C + + D + + E + + Παθογόνος δράση:το βακτήριο αποτελεί μέλος της μικροβιακής χλωρίδας του εντέρου και υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν προκαλεί νόσο. Διάφοροι παράγοντες προκαλούν διαταραχή της μικροβιακής χλωρίδας και υπερανάπτυξη του C. perfrigens με αποτέλεσμα την παραγωγή τοξινών. Οι τοξίνες αρχικά προσβάλουν και αλλοιώνουν τον εντερικό βλεννογόνο. Ακολούθως διαχέονται στο αίμα ( τοξαιμία) και προσβάλλουν άλλα όργανα ( ήπαρ-νεφρόςκαρδιά). Παράγοντες που προδιαθέτουν στην παραγωγή τοξινών και στην πρόκληση νοσημάτων από το Clostridium perfringens. Ηλικία (τα νεαρά περισσότερο ευπαθή) Είδος (τα πρόβατα περισσότερο ευπαθή) Θρεπτική κατάσταση (αρρωσταίνουν τα πιο παχιά ζώα) Τροφή (απότομη αλλαγή σιτηρεσίου, μη ισορροπημένο σιτηρέσιο) Στρεσικοί παράγοντες (ανοσοκαταστολή) 2
Νοσήματα που προκαλούνται από τον τοξινικό τύπο Α του Clostridium perfringens Νόσημα Ευπαθής ομάδα Εκδήλωση του νοσήματος Νεκρωτική εντερίτιδα των πτηνών Broilers ηλικίας 2-5 εβδομάδων Αιφνίδιοι θάνατοι σε ποσοστό έως 50% των εκτρεφομένων πτηνών Σε σπάνιες περιπτώσεις παρατηρούμε πτηνά με αιμορραγική διάρροια Αιμορραγική διάρροια του χοίρου Χοιρίδια ηλικίας 20-30 ημερών Αιμορραγική διάρροια και θάνατος Κολίτιδα του αλόγου Αλογο άνω των 3 μηνών Σποραδικα κρούσματα με αιμορραγική διάρροια Νεκρωτική εντερίτιδα του σκύλου Σκύλος άνω των 5 μηνών Σποραδικά κρούσματα με αιμορραγική διάρροια Νοσήματα που προκαλούνται από τους τοξινικούς τύπους Β και C του Clostridium perfringens Νόσημα Ευπαθής ομάδα Εκδήλωση του νοσήματος Δυσεντερία των αμνών-εριφίων Αμνοί-ερίφια ηλικίας μέχρι 3 Αιφνίδιοι θάνατοι ( από τον τύποb) εβδομάδων Αμνοί με αιμορραγική διάρροια και θάνατος σε 2-5 μέρες Εντεροτοξιναιμία των μόσχων Μόσχοι ηλικίας μέχρι 4 εβδομάδων Ζώα με αιμορραγική διάρροια. Συχνά η νόσος είναι θανατηφόρα αλλά ( από τους τύπουςb καιc) παρατηρούνται και περιπτώσεις ίασης Εντεροτοξιναιμία των χοιριδίων Χοιρίδια ηλικίας μέχρι 5 ημερών Ζώα με αιμορραγική διάρροια. Τα περισσότερα πεθαίνουν σε 12 ώρες ( από τον τύπο B) Εντεροτοξιναιμία των πώλων Πώλοι ηλικίας μέχρι 5 ημερών Αιφνίδιοι θάνατοι ( από τον τύπο B) Εντεροτοξιναιμία των ενηλίκων Ενήλικα ζώα Αιφνίδιοι θάνατοι προβάτων-αιγών ( από τον τύπο C) Νοσήματα που προκαλούνται από τον τοξινικό τύπο D του Clostridium perfringens Νόσημα Ευπαθής ομάδα Εκδήλωση του νοσήματος Νόσος του πολτώδους νεφρού Προσβάλλονται πρόβατα και αίγες σπάνια αγελάδες Ζώα κάθε ηλικίας Συχνότερα τα ζώα ηλικίας μέχρι 2 εβδομάδων στα οποία χορηγούνται απότομα σιτηρέσια με υψηλή συγκέντρωση υδατανθράκων Αιφνίδιοι θάνατοι Ζώα με αιμορραγική ή χωρίς αίμα διάρροια. Ζώα με νευρικά συμπτώματα ( οπισθότονος-αταξία-τύφλωση) 3
Δειγματοληψία για αιτιολογική διάγνωση νοσημάτων, που οφείλονται στο Clostridiumper fringens Ιστός Απαραίτητη προϋπόθεση Τμήμα προσβεβλημένου εντέρου και μεσεντέρια λεμφογάγγλια Ήπαρ Η δειγματοληψία να γίνει σε πτώμα ζώου που πέθανε πρόσφατα ( το μέγιστο εντός 5 ωρών). Νεφρός Ήνυστρο με το περιεχόμενο του Εργαστηριακή διάγνωση νοσηµάτων των ζώων οφείλονται σε C. perfringens Η κλινική, η ενζωοτική και παθολογοανατοµική εικόνα, όλων των µορφών αυτών των λοιµώξεων δεν είναι πάντα χαρακτηριστικές και χρειάζεται να επιβεβαιωθεί από την εργαστηριακή διάγνωση. Για την εργαστηρκική διάγνωση απαραίτητη θεωρείται η εξέταση προσφάτως θανόντων ζώων ή καλύτερα ζώων που θυσιάστηκαν πριν καταλήξουν, διότι µετά το θάνατο του ζώου τα κλωστρίδια της φυσιολογικής χλωρίδας του εντέρου πολλαπλασιάζονται γρήγορα και η ερµηνεία των αποτελεσµάτων γίνεται προβληµατική. Επιχρίσµατα από το βλεννογόνο και το περιεχόµενο του λεπτού εντέρου, βάφονται. µε χρώση Gram. Είναι πλέον αποδεκτό ότι η ανεύρεση 10-12 ανά οπτικό πεδίο, στη µικροσκόπηση µε καταδυτικό φακό, υποδηλώνει κλωστριδιακή εντεροτοξιναιµία. Καλλιέργεια από παθολογικά υλικά, όπως περιεχόµενο λεπτού εντέρου, ήπαρ κλπ., σε ειδικά εκλεκτικά υποστρώµατα και επώαση σε αναερόβιες συνθήκες, στους 37 0C. 5 Ταυτοποίηση µε κλασικές βιοχηµικές δοκιµές είναι δύσκολη. Με την PCR, γίνεται ταυτοποίηση και ανίχνευση των γονιδίων που είναι υπεύθυνα για την παραγωγή των τοξινών. Τέλος η ανίχνευση των τοξινών στο περιεχόµενο του λεπτού εντέρου προσφάτως θανόντων ή/και άρρωστων ζώων γίνεται µε τη µέθοδο ELISA. Πρόληψη Επιτυγχάνεται µε τον εµβολιασµό των µητέρων 3-4 βδοµάδες προ τοκετού και το θηλασµό των νεογεννήτων µαζί µε χορήγηση αντιορού (αντιτοξίνες), µέσα στο πρώτο 12ωρο της ζωής τους. Για τον εµβολιασµό χρησιµοποιούνται εµβόλια C. perfringens που περιέχουν αδρανοποιημένες τοξίνες. Επιπλέον απαιτείται η χορήγηση ισορροπηµένου σιτηρεσίου µε σταδιακή µετάβαση σε συµπυκνωµένη τροφή και σωστή εφαρµογή των κανόνων υγιεινής 4
Ειδος:Clostridium chauvoei Μεγάλο, κινητό (περίτριχο), κλωστρίδιο που βρίσκεται στο έντερο βοοειδών και προβάτων (ζώα φορείς). Αποβάλλεται µε τα κόπρανα στο περιβάλλον. Παράγει τοξίνες µε αιµολυτική, νευροτοξική και δερµονεκρωτική δράση Νοσήµατα των ζώων που οφείλονται σε C. Chauvoei Το C. chauvoei προκαλεί µόνο στα µηρυκαστικά οξύ λοιµώδες νόσηµα γνωστό ως πνευµατάθρακας ή συµπτωµατικός άνθράκας, που χαρακτηρίζεται από αιφνίδιο θάνατο και αιµορραγική νέκρωση µεγάλων µυϊκών µαζών, όπως γλουτοί και τράχηλος, η οποία συνοδεύεται από παραγωγή αερίων. ΙΙροσβάλλονται κρεοπαραγωγά βοοειδή, συνήθως ηλικίας 6-24 µηνών. Τα πρόβατα, κάθε ηλικίας, είναι λιγότερο ευπαθή. Τα κρούσµατα είναι σποραδικά. Παθογένεια: Οι σπόροι του C. chauvoei επιζούν για µεγάλο χρονικό διάστηµα στο εδαφος. Τα ευπαθή ζώα, µολύνονται από τους σπόρους µέσω του πεπτικού και µε τη σειρά τους µολύνουν µε τα κόπρανά τους, το έδαφος. Το έδαφος µολύνεται επίσης και από τα πτώµατα των προσβεβληµένων ζώων. Η νόσος χαρακτηρίζεται ως ενδογενής, διότι δεν αρκεί η παρουσία του σπόρουστον οργανισµό του ζώου για την εκδήλωση του νοσήµατος, αλλά πρέπει να συντρέχουν και οι παράγοντες που ευνοούν τη βλάστησή του.οι σπόροι εισέρχονται από το πεπτικό. Κάποιος αριθµός σπόρων διαπερνούν το εντερικό τοίχωµα, και σε φυσιολογικές συνθήκες φαγοκυτταρώνονται. Όσοι διαφεύγουν τη φαγοκυττάρωση, φθάνουν στις µεγάλες µυικές µάζες, όπου µπορεί να παραµείνουν ανενεργοί για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Τραυµατισµός των µυών δηµιουργεί αναερόβιο περιβάλλον, απαραίτητο για τη βλάστηση των σπόρων και τον πολλαπλασιασµό των βλαστικών µορµών. Η τοπική νέκρωση που είναι συνέπεια της παραγωγής και της δράσης των τοξινών, οδηγεί περαιτέρω πολλαπλασιασµό του κλωστριδίου, µε αποτέλεσµα η νέκρωση των µυϊκών ινών και των τριχοειδών να επεκτείνεται και να οδηγεί στην εκδήλωση των συµπτωµάτων του νοσήµατος. Από τη ρήξη των τριχοειδών προκαλείται αιµορραγία από το µεταβολισµό του µικροοργανισµού (ζυµώσεις) αέρια. Οι τοξίνες προκαλούν αιµόλυση τοπικά και έντονη γενική αντίδραση. Λίγο πριν από το θάνατο σηµειώνεται βακτηριαιµία. Μετά το θάνατο η σήψη του πτώµατος είναι γρήγορη. 5
Δειγματοληψία για αιτιολογική διάγνωση του πνευματάνθρακα Ιστός Απαραίτητη προϋπόθεση Προσβεβλημένοι μύες Ήπαρ Η δειγματοληψία να γίνει σε πτώμα ζώου που πέθανε πρόσφατα ( το μέγιστο εντός 5 ωρών). Διάγνωση: Γίνονται επιχρίσµατα από τις αλλοιώσεις. Αναζητούνται Gram θετικά, µεγάλα κλωστρίδια, µεγέθους 3-8 0,5 µm,, µε σπόρους κεντρικούς που παραµορφώνουν το βακτηριακό κύτταρο. Καλλιέργεια σε κατάλληλα υποστρώµατα, από προσβεβληµένες µυϊκές µάζες και επώαση αναερόβια, στους 37ο C. Ανίχνευση του κλωστριδίου µπορεί να γίνει άµεσα από τους προσβεβληµένους µύες µε τη µέθοδο PCR. Πρόληψη Επιτυγχάνεται µε τον εµβολιασµό των ζώων δύο φορές το έτος. Για τον εµβολιασµό χρησιµοποιούνται εµβόλια Clostridium chauvoeiπου περιέχουν αδρανοποιημένες τοξίνες. Ο ΠΝΕΥΜΑΤΑΝΘΡΑΚΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΟΣΗΜΑ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ Είδος: Clostridium tetani Eίναι λεπτό, µακρύ κλωστρίδιο, µε σπόρο σφαιρικό τελικό που παραµορφώνει το βακτήριο. Εχει παγκόσµια εξάπλωση. Βρίσκεται στο έδαφος, όταν αυτό ρυπαίνεται µε κόπρανα ζώων, κυρίως ίππων. Οι σπόροι του είναι πολύ ανθεκτικοί στη θερµοκρασία και έχουν αποµονωθεί επίσης από τον αέρα, τη σκόνη, και από το περιβάλλον των νοσοκοµείων. Παράγει ισχυρή τοξίνη, την τετανική, που ελευθερώνεται µε τη λύση του βακτηρίου, Η τετανική τοξίνη αποτελείται από δύο τοξίνες, την τετανολυσίνη και την τετανοσπασµίνη. Η τετανολυσίνη είναι αιµολυσίνη ευαίσθητη στη θερµότητα και το οξυγόνο, και προκαλεί καταστροφή των ερυθρών και των λευκών αιµοσφαιρίων. Η τετανοσπασµίνη είναι η καθ αυτό τετανική τοξίνη µε ισχυρή ισχυρή νευροτοξική δράση. 6
Νοσήµατα των ζώων που οφείλονται σε C. tetani Τέτανος Τοξιναιµία που προκαλείται από την απορρόφηση της νευροτοξίνης που παράγεται,, τοπικά, σε βαθειά τραύµατα µολυσµένα από το C.tetani Χαρακτηρίζεται από έντονες συσπάσεις των µυών, µε συχνή κατάληξη το θάνατο. Προσβάλλονται όλα τα ζώα και ο άνθρωπος. Ευπαθέστερος όλων είναι ο ίππος, και ο άνθρωπος. Ευπαθή είναι επίσης τα µικρά µυρηκαστικά, κυρίως σι νεογέννητοι αµνοί, σι οποίοι µολύνονται από το οµφαλικό τραύµα. Παθογένεια: Τόσο τα ζώα άσο και ο άνθρωπος εµφανίζουν τα συµπτώµατα του νοσήµατος, όταν τραύµα µολυνθεί από σπόρους C.tetani. Ευνοϊκές προϋποθέσεις εξασφαλίζονται όταν το τραύµα είναι βαθύ ή όταν χώµα ή ξένη ύλη ή πυογόνα βακτήρια προκαλέσουν νέκρωση των ιστών. Σ αυτές τις περιπτώσεις ο µικροοργανισµός πολλαπλασιάζεται µόνο τοπικά, στο τραύµα, και παράγει τοξίνη. Τα συµπτώµατα του νοσήµατος, τα οποία εµφανίζονται συνήθως 1-3 εβδοµάδες µετά τον τραυµατισµό, οφείλονται στην τετανοσπασµίνη Μέρος της τοξίνης απορροφάται από τα περιφερικά νεύρα (κινητικές και αισθητικές ίνες) της περιοχής του τραύµατος και προχωρά κατά µήκος τους προς τον νωτιαίο µυελό. Η υπόλοιπη τοξίνη µεταφέρεται µε τη λέµφο και το αίµα προς το κεντρικό νευρικό σύστηµα και εγκαθίσταται στα νωτιαία γάγγλια και στο στέλεχος του εγκεφάλου. Η τετανοσπασµίνη εντοπίζεται στη συναπτική σχισµή των κινητικών νευρώνων µε αποτέλεσµα την ανεξέλεγκτη διαβίβαση νευρικών ώσεων από τις νευρικές στις µυικές ίνες και πρόκληση συνεχών συσπάσεων των σκελετικών γραµµωτών µυών. Δειγματοληψία για αιτιολογική διάγνωση του τετάνου Ορός αίματος από το μολυσμένο ζώο Εργαστηριακή διάγνωση Η εργαστηριακή διάγνωση θα βασιστεί σε επιχρίσµατα από το τραύµα, αν είναι ευδιάκριτο, και άµεση µικροσκόπηση για την αναζήτηση του χαρακτηριστικού, σε σχήµα πλήκτρου τύµπανσυ, µικροοργανισµού. Η καλλιέργεια είναι δύσκολη και συχνά αναποτελεσµατική. Ορός αίµατος από µολυσµένα ζώα χρησιµοποιείται για τον ενοφθαλµισµό πειραµατόζωων, συνήθως λευκού ποντικού, για την ανίχνευση της τοξίνης που βρίσκεται στο αίµα. Πρόληψη: Ενεργητική ανοσοποίηση των ζώων, κυρίως των ίππων, µε τετανική ανατοξίνη, η οποία επαναλαµβάνεται κάθε χρόνο. Σε περίπτωση τραυµατισµού εµβολιασµένου ζώου γίνεται µια αναµνηστική δόση του εµβολίου. Σε περίπτωση τραυµατισµού ανεµβολίαστου ζώου χορηγείται αντιτετανικός ορός (τετανική αντιτοξίνη), ο οποίος δίνει παθητική προστασία στο ζώο για δύο µε τρεις περίπου εβδοµάδες. Ακολουθεί ενεργητική ανοσοποίηση του ζώου. 7
Είδος Clostridium septicum Ευθύ, µεγαλo κλωστρίδιο το οποίο παράγει 4 τοξίνες. Η α- και δ- τοξίνες είναι αιµολυσίνες, η β- καταστρέφει τα λευκοκύτταρα και η γ- είναι υαλουρονιδάση. Παθογένεια: Ευαίσθητα είναι κυρίως τα ιπποειδή και ακολουθούν τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα, οι χοίροι και οι γάτες, στα οποία προκαλεί εµπύρετη οξεία τοξιναιµία, που ονοµάζεται αεριιγόνος γάγγραινα ή κακόηθες οίδηµα. Το νόσηµα χαρακτηρίζεται από εµφυσηµατώδεις διηθήσεις τραυµάτων στα οποία συνήθως υπάρχουν και άλλα κλωστρίδια, καθώς και κοινά αναερόβια βακτήρια. Το C. septicum είναι επίσης υπεύθυνο και για τη νόσο Braxy µια υπεροξεία λοίµωξη του ηνύστρου του προβάτου, γνωστή σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Η κατανάλωση παγωµένου χόρτου, κατά τη διάρκεια του χειµώνα, συµβάλει στην εκδήλωση του νοσήµατος. Διάγνωση: Γίνονται επιχρίσµατα από τις αλλοιώσεις. Αναζητούνται µεγάλα κλωστρίδια, µεγέθους 4-9 0,5 µιιι, µε σπόρους κεντρικούς που παραµορφώνουν το βακτηριακό κύτταρο. Καλλιέργεια: από τις αλλοιώσεις σε κατάλληλα υποστρώµατα και επώαση αναερόβια, στους 37 oc. Πρόληψη: Άσηπτες επεµβάσεις, περιποίηση τραυµάτων. Όπου υπάρχει πρόβληµα χορηγούνται µικτά εµβόλια, που περιέχουν αντιγόνα για περισσότερα κλωστρίδια, οποία δίνουν καλά αποτελέσµατα. Είδος: Clostridium botulinum Κινητό (περίτριχο) κλωστρίδιο που διατάσσεται σε ζεύγη ή µικρές αλυσίδες. Αποικίζει το έντερο των ζώων και µε τα κόπρανα απεκκρίνεται στο περιβάλλον. Καταστρέφεται γρήγορα σε όξινο ph και από την παρουσία NaCl. Προκαλεί την αλλαντίαση, νόσο που εκδηλώνεται µε προοδευτική παράλυση και θάνατο. Οι σπόροι του µικροοργανισµού µπορεί να βρεθούν σε τρόφιµα ζωικής και φυτικής προέλευσης, όπως χόρτο λιβαδιών σανός, λαχανικά, φρούτα και σε κρέατα, ψάρια και άλλα προϊόντα που έρχονται σε επαφή µε το έδαφος ή/και ρυπαίνονται από κόπρανα ζώων. Οι συνηθέστερες πηγές τοξίνης, για τα ζώα, είναι πτώµατα ζώων σε κατάσταση αποσύνθεσης. Στα πτώµατα αυτά εξασφαλίζεται αναερόβιο περιβάλλον, µε αποτέλεσµα τη βλάστηση των σπόρων, διασπορά των βλαστικών µορφών του µικροοργανισµού σε όλο το πτώµα και παραγωγή τοξίνης. Συχνή πηγή τοξίνης αποτελούν, επίσης, τα κακώς ενσιρωµένα χόρτα, καθώς και ενσιρώµατα στα οποία υπάρχουν πτώµατα πτηνών ή/και τρωκτικών Για τα υδρόβια πτηνά συχνή πηγή τοξίνης είναι χόρτα σε κατάσταση αποσύνθεσης, ασπόνδυλα σε αποσύνθεση και ψάρια. Η εργαστηριακή διάγνωση της αλλαντίασης Θα βασιστεί στην ανίχνευση της τοξίνης στην ύποπτη τροφή ή καλύτερα στο περιεχόµενο του λεπτού εντέρου ή/και στον ορό του αίµατος του πάσχοντος. 8