ΣΧΟΛΙΑ Ιστορικό πλαίσιο Πρόσωπα Η χρονολογία μάς επιτρέπει να ταυτίσουμε το βασιλέα Αντίοχο που αναφέρεται στο στ. 11 με τον Αντίοχο Γ το Μέγα (243 187 π.χ.). Πρόκειται για έναν από τους πλέον δραστήριους και δυναμικούς βασιλείς της δυναστείας (Grainger 1997: 15 22 Sherwin White Kuhrt 1993: 188 216), μετά τον ιδρυτή της Σέλευκο Α Νικάτορα (358 281 π.χ.). Το συγκεκριμένο έγγραφο γράφτηκε το 193 π.χ., δηλ. την παραμονή της σύγκρουσης του Αντιόχου με τη Ρώμη (Grainger 2002). Ο Μενέδημος, προς τον οποίο γράφει ο Αντίοχος (στ. 11), πρέπει μάλλον να ταυτισθεί με το Μενέδημο από τα Αλάβανδα, στέλεχος στο στρατό του Αντιόχου (Grainger 1997: 104). Σύμφωνα με την επιγραφή που εξετάζουμε, το 193 π.χ. τον βρίσκουμε επικεφαλής της σατραπείας της Μηδίας, ενώ μία αναθηματική επιγραφή που χρονολογείται στο 182 π.χ. πάλι από τη Λαοδίκεια της Μηδίας τον αναφέρει ως επικεφαλής των ἄνω σατραπειῶν (I.Estremo Oriente 279). Ο Απολλόδοτος (Robert 1967: 290 σημ. 4), στον οποίο με τη σειρά του γράφει ο Μενέδημος (στ. 1 2), θα πρέπει να είναι ο βασιλικός αντιπρόσωπος στη Λαοδίκεια, γνωστός ως ἐπιστάτης (για το αξίωμα αυτό βλ. Sherwin White Kuhrt 1993: 165 166). Η βασίλισσα Λαοδίκη, την οποία και αφορά το διάταγμα (στ. 12 13), ήταν κόρη του βασιλέα Μιθριδάτη Β του Πόντου και παντρεύτηκε τον Αντίοχο Γ το 222 π.χ. στη Σελεύκεια Ζεύγμα (Grainger 1997: 49 Bielman 2002: 43 47). Είναι αποδέκτης τιμών από αρκετές ελληνικές πόλεις, συνήθως μαζί με το σύζυγό της (βλ. παρακ.). Η Λαοδίκη που διορίζεται αρχιέρεια της συνονόματης βασίλισσας στη Μηδία (στ. 27 Grainger 1997: 48) έχει ταυτισθεί με την κόρη του Αντιόχου Γ και της βασίλισσας Λαοδίκης (Robert 1949: 18 αντίθετη άποψη Edson 1954: 114 116). Είναι φυσικό οι αρχιέρειες της λατρείας ενός μέλους της βασιλικής οικογένειας να ανήκουν στις οικογένειες της αριστοκρατίας ή και στην ίδια τη βασιλική οικογένεια (για τη Λαοδίκη αλλά και τη Βερενίκη, που ορίζεται αρχιέρεια της λατρείας στο αντίγραφο της επιστολής που βρέθηκε στη Φρυγία, βλ. Iossif Lorber 2007: 64). Η λατρεία της Λαοδίκης Στην επιγραφή που εξετάζουμε ο Αντίοχος Γ ιδρύει τη λατρεία της συζύγου του, βασίλισσας Λαοδίκης. Η λατρεία των ηγεμόνων αποτελεί μία από τις
πλέον ενδιαφέρουσες και σύνθετες εξελίξεις στην ελληνιστική εποχή. 1 Οι διάδοχοι και επίγονοι του Αλεξάνδρου στράφηκαν σε αυτήν αναζητώντας ερείσματα νομιμότητας, ενώ οι ελληνικές πόλεις βρήκαν στην απόδοση θεϊκών τιμών ένα μέσο διαπραγμάτευσης με τους ελληνιστικούς ηγεμόνες που μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου ήταν πλέον οι ρυθμιστές των πολιτικών εξελίξεων του ελληνιστικού κόσμου. Σημαντικό ρόλο στη διάδοση και εδραίωση αυτής της λατρείας έπαιξε επιπλέον το γεγονός ότι οι κατακτημένοι πληθυσμοί της Αιγύπτου και της Περσίας συνέδεαν παραδοσιακά τον εκάστοτε ηγεμόνα τους με το θείο (αν και οι συνδέσεις αυτές διαφοροποιούνταν ως προς το περιεχόμενο και το βαθμό). Η λατρεία των ελληνιστικών ηγεμόνων διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: τη λατρεία που τους προσφέρουν οι πόλεις και αυτή που διοργανώνουν οι ίδιοι στην επικράτειά τους για τους εαυτούς τους, τα μέλη της οικογένειάς τους και εν γένει τη δυναστεία τους (τη διάκριση αυτή παρουσιάζει αναλυτικά ο Walbank 1987: 365 382, όπου και παλαιότερη βιβλιογραφία). Η επιγραφή που εξετάζουμε εντάσσεται στη δεύτερη κατηγορία. Ενδιαφέρον έχει η αιτιολόγηση της ίδρυσης της λατρείας της Λαοδίκης από τον Αντίοχο Γ : διὰ τὸ μὴ μόνον ἡμῖν φιλοστόργως καὶ κηδεμονικῶς αὐτὴν συμβιοῦν, [ἀλ]λὰ καὶ πρὸς τὸ θεῖον εὐσεβῶς διακεῖσθαι (στ. 15 17). Η στοργή και η μέριμνα για την οικογένεια αλλά και η ευσέβεια προς το θείο αποτελούν τις βασικές αξίες, για τις οποίες επαινούνται και τιμώνται οι ελληνιστικές βασίλισσες. 2 Από την αρχή της δυναστείας η σύζυγος του Σελευκίδη βασιλέα κατείχε περίοπτη θέση δίπλα του στηρίζοντας την πολιτική του, προσφέροντας ευεργεσίες εκ μέρους του και δίνοντας με την ευσέβειά της κύρος και νομιμότητα στη βασιλική οικογένεια ως μητέρα των παιδιών και διαδόχων του θρόνου (Sherwin White Kuhrt 1993: 127 128). O όρος τιμαί που περιγράφει τις περιποιήσεις προς τη Λαοδίκη (στ. 13) παραπέμπει άμεσα στα ψηφίσματα με τα οποία οι ελληνικές πόλεις αποδίδουν κοσμικές ή λατρευτικές τιμές στους ελληνιστικούς ηγεμόνες. Οι τιμές αυτές αποτελούν ανταπόδοση για τις οικονομικές δωρεές και άλλου 1 Από την πλουσιότατη βιβλιογραφία για το θέμα ας αναφερθεί το εκτενές λήμμα του Thesaurus Cultus et Rituum Antiquorum (Buraselis Aneziri 2004), όπου συγκεντρώνεται η προγενέστερη βιβλιογραφία. Το ζήτημα συζητάται επίσης σε γενικά βιβλία περί ελληνιστικής εποχής: Walbank 1993: 295 305 Gehrke 2000: 85 86, 239 240 βλ. και Chaniotis 2003. 2 Bλ. Kotsidu, 1999: 39 45. Γενικά για τις ελληνιστικές βασίλισσες βλ. Savalli Lestrade 1994: 415 432 και Savalli Lestrade 2003: 59 76. Πρβλ. επίσης Ε13.
τύπου ευεργεσίες που προσφέρουν οι βασιλείς στις πόλεις και δίνουν κίνητρο για περαιτέρω παραχωρήσεις, οι οποίες θα φέρουν με τη σειρά τους μεγαλύτερες τιμές. 3 Αρκετές ελληνικές πόλεις της σελευκιδικής επικράτειας αποδίδουν με δική τους απόφαση λατρευτικές τιμές στο Σελευκίδη ηγεμόνα και στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του (Bikerman 1938: 243 246 Van Nuffelen 2004) ειδικά η Λαοδίκη δέχεται μαζί με το σύζυγό της τιμές θρησκευτικού χαρακτήρα από τις Σάρδεις (213 π.χ.), την Τέω (περ. 203 π.χ.) και την Ιασό (196 π.χ. βλ. Ma 1999: 285 287 αρ. 2, 308 321 αρ. 17 19, 329 335 αρ. 26). Αλλά η οργάνωση της δυναστικής λατρείας των Σελευκιδών (και ειδικότερα της Λαοδίκης) από τον Αντίοχο Γ δεν φαίνεται να έχει σχέση με αυτές τις κατά τόπους λατρευτικές τιμές που απέδιδαν στους Σελευκίδες ηγεμόνες οι ελληνικές πόλεις. Μια ένδειξη για αυτό είναι η μη χρήση του αρχιερέα της δυναστικής λατρείας ως επωνύμου στα έγγραφα των πόλεων (βλ. παρακ.). 4 Τα κίνητρα του Αντιόχου Γ για την καθιέρωση της λατρείας της συζύγου του δεν είναι ξεκάθαρα, καθώς οι πηγές που διαθέτουμε δεν μας βοηθούν να την εντάξουμε σε μία συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Βέβαια το 193 π.χ., καθώς ο Αντίοχος Γ βρισκόταν στα πρόθυρα της σύγκρουσης με τη Ρώμη (Grainger 2002: 142 143), ήταν έντονη η ανάγκη ενίσχυσης και αποδοχής της εξουσίας του και ίσως σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε τη θεοποίηση της Λαοδίκης. 5 3 Τις μαρτυρίες αυτού του δοῦναι και λαβεῖν συγκεντρώνουν οι Bringmann Ameling Schmidt Dounas 1995 και Kotsidu 2000. Η αποτίμηση από τον Bringmann 2000. Για το πολύπλοκο φαινόμενο του ευεργετισμού γενικά βλ. Ε3 με σημ. 22. Για την εικόνα των Σελευκιδών ως ευεργετών πόλεων βλ. Ma 1999: 194 201. 4 Κατά τον Ph. Gauthier (I.Sardes σ. 77) η δημιουργία της λατρείας της Λαοδίκης από τον Αντίοχο Γ είναι το επιστέγασμα των λατρειών που είχαν ιδρύσει οι πόλεις για τη βασίλισσα. 5 Ενδιαφέρον είναι ότι μία χρονιά αργότερα, το 192 π.χ., κατά την παραμονή του στην Ελλάδα στο πλαίσιο του πολέμου με τη Ρώμη (192 188 π.χ.), ο Αντίοχος Γ συνάπτει δεύτερο γάμο με μία νεαρή γυναίκα από τη Χαλκίδα, στην οποία δίνει το όνομα Εύβοια (Πολύβιος 20.8 Grainger 2002: 219 220). Η έρευνα είχε υποθέσει ότι, όταν έγινε αυτός ο γάμος, η Λαοδίκη είχε πεθάνει, ώσπου ανακαλύφθηκε μία απελευθερωτική επιγραφή από τα Σούσα, που χρονολογείται το 177 π.χ., επί βασιλείας του Σελεύκου Δ, και αναφέρει σε αποσπασματικά σωζόμενο τμήμα της τη μητέρα του βασιλέα, Λαοδίκη, ως ζωντανή (I.Estremo Oriente 191). Επομένως, η Λαοδίκη παρέμεινε πιθανόν στην αυλή μετά το δεύτερο γάμο του συζύγου της και επανήλθε στο προσκήνιο μετά το θάνατο του Αντιόχου Γ, όταν ανήλθε στο θρόνο ο γιος της Σέλευκος Δ.
Αρχιερείς, αρχιέρειες και δυναστική λατρεία στο βασίλειο των Σελευκιδών Το πρόσταγμα ορίζει να διορισθούν σε όλη την επικράτεια του βασιλείου αρχιέρειες της Λαοδίκης (στ. 22 23). Επιπλέον, μαθαίνουμε ότι υπάρχουν αρχιερείς για τη λατρεία των προγόνων του Αντιόχου, αλλά και αρχιερείς για τη λατρεία του ιδίου (στ. 21, 25 26). 6 Οι αρχιερείς που διορίζονται γι αυτές τις λατρείες έχουν υπό τον έλεγχό τους περισσότερα ιερά σε μια ευρύτερη περιοχή. 7 Οι αρχιερείς και οι αρχιέρειες ανήκαν προφανώς στις αριστοκρατικές οικογένειες που αποτελούσαν το περιβάλλον του ηγεμόνα ή στην ίδια τη βασιλική οικογένεια. Στο αντίγραφο της Μηδίας που πραγματευόμαστε η αρχιέρεια Λαοδίκη (στ. 27) έχει ταυτισθεί με την κόρη του Αντιόχου Γ (βλ. παραπ.). Στο αντίγραφο της Φρυγίας (I.Estremo Oriente 452) αρχιέρεια διορίζεται η Βερενίκη, κόρη του Πτολεμαίου (στ. 4), ο οποίος ήταν δυνάστης της Τελμησσού και συγγενής του Αντιόχου (για την ταύτιση του Πτολεμαίου βλ. RC σ. 161 162 και Grainger 1997: 115). Από μία επιγραφή που χρονολογείται στο 209 π.χ. και αφορά την τοποθέτηση του Νικάνορα ως αρχιερέα των ιερών στις περιοχές πέρα από τον Ταύρο (Ma 1999: 288 292 αρ. 4), μαθαίνουμε ότι τέτοιου τύπου διορισμοί ίσχυαν ως ανταμοιβή προσώπων που αποτελούσαν το περιβάλλον του ηγεμόνα (φίλοι τοῦ βασιλέως, βλ. Ε5), στελέχωναν τη βασιλική διοίκηση και ήταν γνωστοί για την αφοσίωση (πίστιν) και την καλή τους διάθεση (εὔνοιαν) απέναντι στο βασιλέα. 8 Από την ίδια επιγραφή προκύπτει ότι οι αρμοδιότητες ενός αρχιερέα είχαν να κάνουν 6 Η χρήση του ενεστώτα ἀποδείκνυνται (στ. 21) έχει ερμηνευθεί ότι δηλώνει τον ταυτόχρονο διορισμό αρχιερέων για τη λατρεία του Αντιόχου και αρχιερειών για τη λατρεία της Λαοδίκης. Κάτι τέτοιο όμως δεν ευσταθεί: η αναφορά των αρχιερέων του Αντίοχου Γ μαζί με αυτούς τῶν προ[γόνων] στο στ. 25, υποδεικνύει ότι αυτοί είχαν προηγηθεί χρονικά. Κατά τον Van Nuffelen 2004: 286 πάλι δεν έχουμε να κάνουμε με τρεις αρχιερείς (των προγόνων, του ζώντος βασιλέα και της βασίλισσας) αλλά με δύο: η αρχιερωσύνη των προγόνων και του Αντίοχου Γ αποτελεί κατά την άποψή του ενιαίο αξίωμα. 7 Για το θεσμό του αρχιερέα γενικά βλ. Müller 2000 για τους αρχιερείς στους Σελευκίδες βλ. Ma 1999: 145 147 για τις αρχιέρειες βλ. Bielman 2002: 45, 48. 8 Οι Iossif Lorber 2007, 64 βλέπουν ειδικότερα στην τοποθέτηση της Βερενίκης ως αρχιέρειας στη σατραπεία της Καρίας ʺone of the purposes of the royal cult, to cement the loyalty of powerful dynasts and high officials in border regions of the kingdom, by flattering them with honors and involving them in public displays of devotion to the king and his familyʺ.
με την εποπτεία των θυσιών στα ιερά της ευθύνης του και με τον έλεγχο των οικονομικών τους. Από το φρυγικό αντίγραφο του προστάγματος του Αντίοχου Γ για τη λατρεία της Λαοδίκης μαθαίνουμε ότι η Βερενίκη διορίζεται αρχιέρεια τῶν ἐν τῆι σατραπείαι. Στο αντίγραφο του προστάγματος, που προέρχεται από τη Μηδία, οι αρχιερείς και οι αρχιέρειες του Αντιόχου και της Λαοδίκης αντίστοιχα διορίζονται ἐν τοῖς αὐτοῖς τό[ποι]ς (στ. 22), ενώ ο χώρος ευθύνης του Μενέδημου δηλώνεται ως ὑπὸ σ[ὲ τό]ποις (στ. 27). 9 Το πρόσταγμα ορίζει ότι οι αρχιέρειες θα φορούν χρυσά στεφάνια που θα έχουν επάνω την εικόνα της Λαοδίκης (Robert 1930: 262 267 SEG XLVI 2381) και ότι τα ονόματά τους μαζί με αυτά των αρχιερέων της λατρείας των προγόνων και του Αντιόχου Γ θα αναγράφονται ως χρονολόγηση στα δημόσια έγγραφα και συγκεκριμένα στα συμβόλαια (στ. 24). 10 Η απουσία της αναφοράς των αρχιερέων της δυναστικής λατρείας σε έγγραφα σφηνοειδούς γραφής από τη Βαβυλώνα δείχνει ότι η διάταξη αυτή πιθανόν αφορούσε μόνο τα έγγραφα σε ελληνική γλώσσα. Η διάταξη προφανώς δεν αφορούσε ούτε τις ελληνικές πόλεις της σελευκιδικής επικράτειας: σύμφωνα με τις μαρτυρίες που διαθέτουμε, οι πόλεις δεν είναι υποχρεωμένες να χρησιμοποιούν ως επώνυμους τους ιερείς της δυναστικής λατρείας, ενώ αντίθετα χρονολογούν ενίοτε με βάση τους ιερείς των βασιλικών λατρειών που έχουν ιδρύσει οι ίδιες (πρβλ. Van Nuffelen 2004: 280 281, 298 300). Φαίνεται, λοιπόν, ότι εξαιρούνταν από τη χρήση των αρχιερέων ως χρονολογικού στοιχείου περιοχές υπήκοων πληθυσμών που διέθεταν κάποιο βαθμό αυτονομίας από την κεντρική διοίκηση. Η από το κέντρο εκπορευόμενη λατρεία των προγόνων και των ζώντων βασιλέων απευθυνόταν ενδεχομένως στα στελέχη της διοίκησης και στο στρατό, τα φυσικά στηρίγματα ενός Σελευκίδη ηγεμόνα, προκειμένου να διατηρεί τον έλεγχο του κράτους του (για τη διοίκηση του Σελευκιδικού κράτους βλ. Ma 1999: 108 149). 9 Οι τόποι, λοιπόν, απαρτίζουν μάλλον τις εκάστοτε σατραπείες. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Van Nuffelen 2004: 286 287 δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι η Λαοδίκη ʺfût nommée grande prêtresse pour lʹensemble des satrapies orientales, et non pas seulement la Médie, celles ci étant en effet perçues comme une unité propreʺ. 10 Πρόκειται για μία πρακτική ιδιαίτερα γνωστή στην Αίγυπτο, όπου όλα τα δημόσια έγγραφα της πτολεμαϊκής διοίκησης χρονολογούνται με βάση τους ιερείς της δυναστικής λατρείας (Clarysse Van der Veken 1983).
Πάντως, όσο μας επιτρέπει να κρίνουμε ο αποσπασματικός χαρακτήρας των πηγών που διαθέτουμε, μέχρι της βασιλείας του Αντιόχου Γ δεν υπήρχε προσπάθεια για συνολική ρύθμιση της δυναστικής λατρείας από την πλευρά της κεντρικής εξουσίας, αν και η λατρεία των νεκρών βασιλέων είχε θεσμοθετηθεί από νωρίς στο βασίλειο των Σελευκιδών. Το 280 π.χ. ο Αντίοχος Α έθαψε τον ιδρυτή της δυναστείας Σέλευκο Α στη Σελεύκεια Πιερία, όπου του αφιέρωσε ναό και τέμενος (Αππιανός, Συριακή 63). Η επόμενη μαρτυρία βρίσκεται σε μία επιγραφή από την Αντιόχεια στην Περσίδα, που χρονολογείται το 205 π.χ. (δηλ. επί Αντιόχου Γ ) και αναφέρει έναν ιερέα των Σελεύκου Νικάτορος καὶ Ἀντιόχου Σωτῆρος καὶ Ἀντιόχου Θεοῦ καὶ Σελεύκου Καλλινίκου καὶ βασιλέως Σελεύκου καὶ βασιλέως Ἀντιόχου καὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ βασιλέως Ἀντιόχου (I.Estremo Oriente 252 στ. 2 5). Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο Αντίοχος Γ είχε ήδη το 205 π.χ. συνδέσει τη δική του λατρεία καθώς και αυτή του συμβασιλέα γιου του Αντιόχου (Grainger 1997: 36), με τη λατρεία όλων των θεοποιημένων προγόνων της δυναστείας. Αν, ωστόσο, δεχτούμε ότι στην επιγραφή που εξετάζουμε υπάρχουν διαφορετικές ιερωσύνες για τους προγόνους και για τον Αντίοχο Γ (βλ. παραπ. με σημ. 75), πρέπει να υποθέσουμε αναδιοργάνωση της δυναστικής λατρείας με την τοποθέτηση ξεχωριστών ιερέων για τους νεκρούς βασιλείς από τη μία και για τους ζώντες ηγεμόνες από την άλλη μεταξύ 205 π.χ. και 193 π.χ. 11 Όπως προκύπτει από το ίδιο μας το κείμενο, στην αναδιοργάνωση αυτή έχουν προηγηθεί οι αρχιερείς του Αντιόχου Γ, των οποίων το μοντέλο ακολουθούν οι αρχιερείς της Λαοδίκης. Πιθανότατα ο Αντίοχος Γ αναδιοργάνωσε τη δυναστική λατρεία ως προς το σκέλος το δικό του και των προγόνων του μετά το 204 π.χ., όταν βρισκόταν στο απόγειο της ισχύος του μετά την εκστρατεία που διεξήγαγε στις ανατολικές περιοχές προκειμένου να τις επαναφέρει υπό τον έλεγχό του (Sherwin White Kuhrt 1993: 197 201). 11 Το μοντέλο της διάκρισης νεκρών και ζώντων επιβεβαιώνεται και από μία επιγραφή από τη Σελεύκεια Πιερία που αφορά, ωστόσο, λατρεία ιδρυμένη από την πόλη (187 175 π.χ.): εδώ αναφέρονται δύο ξεχωριστοί ιερείς, ένας για τη λατρεία των νεκρών προγόνων, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο Αντίοχος Γ ως Μέγας, και ένας για τη λατρεία του ζώντος ηγεμόνα Σελεύκου Δ (IGLS III 1184 στ. 10 20).