1 ΟΤΙΑΣΙΚΑ Α' ΚΛΙΗ ΟΤΙΑΣΙΚΩΝ την πρώτη κλίση ανήκουν : Αρσενικά ασυναίρετα σε ας και ης : ὁ ταμίας / ὁ μαθητής Αρσενικά συνηρημένα σε ᾛς : ὁ Ἑρμᾛς Θηλυκά ασυναίρετα σε α και η : ἡ χώρα / ἡ τιμή Θηλυκά συνηρημένα σε α και η : ἡ μν / ἡ συκᾛ ΑΤΝΑΙΡΕΣΑ ΑΡΕΝΙΚΟ/ΘΗΛΤΚΟ Ονομ. ας, ης α, η Γεν. ου, ου ας/ης, ης Δοτ. ᾳ, ᾙ ᾳ/ᾙ, ᾙ Αιτ. αν, ην αν, ην Κλητ. α, ᾰ/η α, η ΑΡΕΝΙΚΟ/ΘΗΛΤΚΟ αι ων αις ας αι ΤΝΗΡΗΜΕΝΑ Έχουν τις καταλήξεις των ασυναίρετων(εκτός των σε αςαρσενικών).σονίζονται στη λήγουσα και σε όλες τις πτώσεις περισπώνται.εξαίρεση: ὁ βορέας ὁ βορρς. ΚΑΝΟΝΕ Γενικοί i. Η γενική πληθυντικού και στα αρσενικά και στα θηλυκά τονίζεται στη λήγουσα και παίρνει περισπωμένη. Εξαιρούνται και τονίζονται στην παραλήγουσα τα : αἱ αἱτησίαι > αἱτησίων, ὁ χρήστης > χρήστων ii. Η κατάληξη ας και στα δυο γένη και στους δυο αριθμούς είναι πάντοτε "μακρόχρονη". π.χ. τοὺς στρατιώτας, τὰς γλώσσας Κανόνες Αρσενικών i. έχουν τη γενική ενικού σε ου ii. έχουν τη κλητική ενικού σε ᾰ και το α βραχύχρονο, όσα λήγουν σε : τηςαρχηςπώληςτρίβηςμέτρηςώνηςλάτρης τα εθνικά > π.χ. ὁ Πέρσης > (ὦ) Πέρσα ΠΑΡΑΣΗΡΗΗ: Σο όνομα "δεσπότης" στην κλητική ενικού ανεβάζει τον τόνο > (ὦ) δέσποτα. iii. Εχουν τα δίχρονα φωνήεντα α, ι, υ: βραχύχρονα όσα λήγουν σε: ῠτης ( προερχόμενα απο ρήματα π.χ. λύτης ) ῐδης (εὐπατρίδης ) ᾰτης (ἁμαξηλάτης )
2 μακρόχρονα όσα λήγουν σε: ῑτης ( τεχνίτης ) ᾱδης (όσα δηλώνουν καταγωγή: Ἐλεάτης ) ῡτης (οσα δεν προέρχονται από ρήματα π.χ. πρεσβύτης) Κανόνες Θηλυκών σε α: i. όταν πριν από το α υπάρχει φωνήεν ή ρ το ᾱ λέγεται καθαρό και διατηρείται σ' όλες τις πτώσεις. Σο α αυτό είναι μακρόχρονο. Εξαιρούνται και έχουν τo α βραχύχρονο τα: o γαῖα / γραῖα o μαῖα / μυῖα / μοῖρα o πεῖρα / πρρα o σπεῖρα / σφαῖρα / σφῦρα o και τα προπαροξύτονα: π.χ. ἡ εὐγένεια ii. όταν πριν από α υπάρχει σύμφωνο, εκτός του ρ, το ᾰ λέγεται μη καθαρό, είναι βραχύχρονο και μετατρέπεται στη γεν. / δοτική ενικού σε η και το α. Παράδειγμα: o ἡ θύελλα / τᾛς θυέλλης / τᾜ θυέλλη o ἡ γλῶσσα / τᾛς γλώσσης / τᾜ γλώσσᾙ iii. στην αιτιατική και την κλητική ενικού το α είναι ό,τι και στην ονομαστική. Παράδειγμα: o ἡ ἱέρειᾰ > βραχύ > άρα: τὴν ἱέρειᾰν / ὦ ἱέρειᾰ o ἡ σημαίᾱ > μακρό > άρα: τὴν σημαίαν / ὦ σημαία iv. στη γενική πληθυντικού τονίζονται στη λήγουσα και παίρνουν περισπωμένη. Παράδειγμα: o τῶν θαλασσῶν o τῶν ἐνεργειῶν o τῶν σφαιρῶν α. ΑΡΕΝΙΚΩΝ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΣΑ ΑΤΝΑΙΡΕΣΩΝ ΟΤΙΑΣΙΚΩΝ Α ΚΛΙΗ Ονομ. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ τοῦ τ τὸν (ὦ) ταμίας ταμίου ταμίᾳ ταμίαν ταμία πολίτης πολίτου πολίτᾙ πολίτην πολῖτα μαθητὴς μαθητοῦ μαθητᾜ μαθητὴν μαθητὰ Ατρείδης Ατρείδου Ατρείδᾙ Ατρείδην Ατρείδη Ονομ. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ τῶν τοῖς τοὺς (ὦ) ταμίαι πολῖται μαθηταὶ ταμιῶν πολιτῶν μαθητῶν ταμίαις πολίταις μαθηταῖς ταμίας πολίτας μαθητὰς ταμίαι πολῖται μαθηταὶ Ατρεῖδαι Ατρειδῶν Ατρείδαις Ατρείδας Ατρεῖδαι
3 β. ΘΗΛΤΚΩΝ σε α > γεν. ας Ονομ. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ἡ τᾛς τᾜ τὴν (ὦ) γενεὰ γενες γενεᾶ γενεὰν γενεὰ σημαία σημαίας σημαίᾳ σημαίαν σημαία ἐνέργεια ἐνεργείας ἐνεργείᾳ ἐνέργειαν ἐνέργεια μοῖρα μοίρας μοίρᾳ μοῖραν μοῖρα Ονομ. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. αἱ τῶν ταῖς τὰς (ὦ) σημαῖαι γενεαὶ σημαιῶν γενεῶν σημαὶαις γενεαῖς σημαὶας γενεὰς σημείαι γενεαὶ ἐνὲργειαι ἐνεργειῶν ἐνεργεὶαις ἐνεργεὶας ἐνὲργειαι μοῖραι μοιρῶν μοὶραις μοὶρας μοῖραι γ. ΘΗΛΤΚΩΝ σε α >γεν. ης, η >γεν. ης Ονομ. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ἡ τᾛς τᾜ τὴν (ὦ) θύελλα γλῶσσα θυέλλης γλώσσης θυέλλᾙ γλώσσᾙ θύελλαν γλῶσσαν θύελλα γλῶσσα νίκη νίκης νίκᾙ νίκην νίκη ψυχὴ ψυχᾛς ψυχᾜ ψυχὴν ψυχὴ Ονομ. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. αἱ τῶν ταῖς τὰς (ὦ) θύελλαι γλῶσσαι θυελλῶν γλωσσῶν θυέλλαις γλώσσαις θυέλλας γλώσσας θύελλαι γλῶσσαι νῖκαι νικῶν νίκαις νίκας νῖκαι ψυχαὶ ψυχῶν ψυχαῖς ψυχὰς ψυχαὶ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΣΑ ΤΝΗΡΗΜΕΝΩΝ ΟΤΙΑΣΙΚΩΝ Α' ΚΛΙΗ Ονομ. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ τοῦ τ τὸν (ὦ) Ἑρμᾛς ἡ ἀμυγδαλᾛ Ἑρμοῦ τᾛς ἀμυγδαλᾛς Ἑρμᾜ τᾜ ἀμυγδαλᾜ Ἑρμᾛν τὴν ἀμυγδαλᾛν Ἑρμᾛ (ὦ) ἀμυγδαλᾛ μν μνς μνᾶ μνν μν Ονομ. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. Ἑρμαῖ αἱ Ἑρμῶν τῶν Ἑρμαῖς ταῖς Ἑρμς τὰς Ἑρμαῖ (ὦ) οἱ τῶν τοῖς τοὺς (ὦ) ἀμυγδαλαῖ ἀμυγδαλῶν ἀμυγδαλαῖς ἀμυγδαλς ἀμυγδαλαῖ μναῖ μνῶν μναῖς μνς μναῖ
4 ΠΑΡΑΣΗΡΗΗ: Σα συνηρημένα: Ἑρμὲας > ᾛς και ἀμυγδαλέα > ᾛ διατηρούν σ' όλες τις πτώσεις και μετά την συναίρεση τις καταλήξεις των ασυναίρετων. Εξαιρείται το ουσιαστικό βορὲας που έχει διπλούς τύπους και συνηρημένους και ασυναίρετους. Όταν όμως είναι συνηρημένο έχει διπλό ρ: ὁ βορρς, ενώ ασυναίρετο έχει ένα ρ: βορέας. Έχει δε μόνο ενικό αριθμό. Επίσης μόνο ενικό έχει το θηλυκό συνηρημένο: γᾛ. ΑΤΝΑΙΡΕΣΑ Β ΚΛΙΗ ΟΤΙΑΣΙΚΩΝ Ονομ. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. Αρσενικά / θηλυκά ος ου ῳ ον ε Ουδέτερ α ον ου ῳ ον ον Ονομ. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. Αρσενικά / θηλυκά Ουδέτε ρα οι α ων ων οις οις ους α οι α ΚΑΝΟΝΕ Σα δευτερόκλιτα ασυναίρετα ουσιαστικά είναι αρσενικά και θηλυκά σε ος και έχουν τις ίδιες καταλήξεις σε ενικό και πληθυντικό αριθμό. χηματίζουν την κλητική ενικού χωρίς κατάληξη > π.χ. (ὦ) ἄνθρωπε. Σα ουδέτερα ασυναίρετα ουσιαστικά έχουν τρεις πτώσεις όμοιες (ον.αιτ.κλ.) και στους δύο αριθμούς. Οι άλλες δύο πτώσεις είναι κοινές με τα αρσενικά και θηλυκά. Σο α των ουδετέρων στη β κλίση είναι βραχύχρονο > π.χ. τὰ δῶρᾰ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΣΑ Ονομ. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ τοῦ τ τὸν (ὦ) καρπὸς ἡ νᾛσος καρποῦ τᾛς νήσου καρπ τᾜ νήσῳ καρπὸν τὴν νᾛσον καρπὲ (ὦ) νᾛσε τὸ τοῦ τ τὸ (ὦ) μνημεῖον μνημείου μνημείῳ μνημεῖον μνημεῖον Ονομ. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ τῶν τοῖς τοὺς (ὦ) καρποὶ αἱ νᾛσοι καρπῶν τῶν νήσων καρποῖς ταῖς νήσοις καρποὺς τὰς νήσους καρποὶ (ὦ) νᾛσοι τὰ τῶν τοῖς τὰ (ὦ) μνημεῖα μνημείων μνημείοις μνημεῖα μνημεῖα
5 ΤΝΗΡΗΜΕΝΑ Ονομάζονται τα δευτερόκλιτα ουσιαστικά που είχαν άλλο ο ή ε πριν το χαρακτήρα ο και συναιρέθηκαν σ'όλες τις πτώσεις π.χ. ὁ πλόος > πλοῦς, το ὀστέον ὀστοῦν Ονομ. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. Αρσενικά / θηλυκά Ουδέτερα ους ουν ου ου ῳ ῳ ουν ουν ου ουν Αρσενικά / θηλυκά Ουδέτερα Ονομ. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οι ων οις ους οι α ων οις α α ΚΑΝΟΝΕ Οι καταλήξεις των συνηρημένων διαφέρουν απο των ασυναίρετων στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού. τις πτώσεις αυτές το ο και το ε συναιρούνται με το χαρακτήρα ο > σε ου Σα απλά συνηρημένα παίρνουν στη λήγουσα παντού περισπωμένη. Αν όμως είναι σύνθετα τονίζονται στην παραλήγουσα διατηρώντας τον τονισμό της ονομαστικής ενικού > π.χ. ὁ ἔκπλους > τοῦ ἔκπλου ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΣΑ Ονομ. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ τοῦ τ τὸν (ὦ) ἡ τᾛς τᾜ τὴν (ὦ) περίπλους περίπλου περίπλῳ περίπλουν περίπλου πρόχους πρόχου πρόχῳ πρόχουν πρόχου τὸ τοῦ τ τὸ (ὦ) ὀστοῦν ὀστοῦ ὀστ ὀστοῦν ὀστοῦν Ονομ. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ τῶν τοῖς τοὺς (ὦ) περίπλοι αἱ πρόχοι περίπλων τῶν πρόχων περίπλοις ταῖς πρόχοις περίπλους τὰς πρόχους περίπλοι (ὦ) πρόχοι τὰ τῶν τοῖς τὰ (ὦ) ὀστ ὀστῶν ὀστοῖς ὀστ ὀστ
6 ΑΣΣΙΚΗ Β ΚΛΙΗ (ΑΣΣΙΚΟΚΛΙΣΑ ΟΤΙΑΣΙΚΑ) Ονομ. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. Αρσενικά / θηλυκά ως ω ῳ ων / ω ως Ουδέτερα ων ω ῳ ων ων Ονομ. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. Αρσενικά / θηλυκά Ουδέτερα ῳ ω ων ων ῳς ῳς ως ω ῳ ω ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ἡ τᾛς τᾜ τὴν (ὦ) Ονομ. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ἅλως ἅλω ἅλῳ ἅλων /ω ἅλως Ονομ. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. αἱ τῶν ταῖς τὰς (ὦ) ἅλῳ ἅλων ἅλῳς ἅλως ἅλῳ ΠΑΡΑΣΗΡΗΕΙ: i. H κλητική ενικού είναι όμοια με την ονομαστική. ii. Tο ω υπάρχει σ' όλες τις καταλήξεις. iii. Yπάρχει ῳ όπου στα ασυναίρετα υπάρχουν καταλήξεις : ῳ και οι. iv. O τονισμός των πτώσεων ακολουθεί την ονομαστική. v. Όσα τονίζονται στη λήγουσα, οξύνονται (εξαιρούνται : ἡ Κῶς, ὁ ὀρφῶς, ὁ λαγῶς).
7 Γ ΚΛΙΗ ΟΤΙΑΣΙΚΩΝ Σα ουσιαστικά της γ κλίσης διακρίνονται: α) ως προς την κατάληξη σε: καταληκτικά και ακατάληκτα Καταληκτικά λέγονται τα ουσιαστικά που στην ονομαστική ενικού έχουν κατάληξη ς. Ακατάληκτα λέγονται τα ουσιαστικά που στην ονομαστική ενικού δεν έχουν κατάληξη. β) ως προς το θέμα σε: μονόθεμα και διπλόθεμα Μονόθεμα λέγονται τα ουσιαστικά που διατηρούν το αρχικό τους θέμα σε όλες τις πτώσεις. Διπλόθεμα λέγονται τα ουσιαστικά που παρουσιάζουν δυο θέματα κατά την κλίση τους. γ) ως προς τον χαρακτήρα του θέματος (δηλαδή το τελευταίο γράμμα πρίν την κατάληξη) σε: φωνηεντόληκτα συμφωνόληκτα Υωνηεντόληκτα λέγονται τα ουσιαστικά που έχουν χαρακτήρα θέματος φωνήεν. υμφωνόληκτα λέγονται τα ουσιαστικά που έχουν χαρακτήρα θέματος σύμφωνο. ημείωση: Δεν υπάρχουν ενρινόληκτα με χαρακτήρα μ ΚΑΣΑΛΗΞΕΙ ΣΩΝ ΟΤΙΑΣΙΚΩΝ ΣΗ Γ ΚΛΙΗ ΑΡΕΝΙΚΑ ΚΑΙ ΘΗΛΤΚΑ ΟΤΔΕΣΕΡΑ ΑΡΕΝΙΚΑ ΚΑΙ ΘΗΛΤΚΑ ΟΤΔΕΣΕΡΑ Ον. ς ή ες α Γεν. ος ή ως ος ή ως ων ων Δοτ. ι ι σι(ν) σι(ν) Αιτ. α ή ν ας ή ς α Κλητ. ς ή ες α ΓΕΝΙΚΕ ΠΑΡΑΣΗΡΗΕΙ ΣΗ Γ ΚΛΙΗ ΟΤΙΑΣΙΚΩΝ 1. Αρσενικά και θηλυκά της γ κλίσης ουσιαστικών έχουν τις ίδιες καταλήξεις σε όλες τις πτώσεις. 2. Σο ι και το α στη λήγουσα των ονομάτων της γ κλίσης είναι πάντα βραχύχρονα: π.χ. ἡ γνῶσις, τ ἀγῶνι, τὸ γᾛρας Επομένως και η κατάληξη σι της δοτικής πληθυντικού και ας της αιτιατικής πληθυντικού είναι βραχύχρονες: π.χ. ταῖς ἀκτῖσι(ν), τὰς ἀκτῖνας
τοῖς παισι(ν), τοὺς παινας τοῖς χειμῶσι(ν), τοὺς χειμῶνας 3. Περισπωμένη παίρνουν: α) Οι μονοσύλλαβοι τύποι της ονομαστικής, αιτιατικής και κλητικής που έχουν χαρακτήρα ι και υ: π.χ. ὁ κῖς, τὸν κῖν, (ὦ) κῖ ὁ βοῦς, τὸν βοῦν, (ὦ) βοῦ β) Η αιτιατική πληθυντικού των ονομάτων σε υς, όταν τονίζεται στη λήγουσα: π.χ. τοὺς ἰχθῦς, τὰς κλιτῦς, τὰς πιτῦς γ) Η ονομαστική, αιτιατική και κλητική των «πῦρ» και «οὖς»: π.χ. τὸ πῦρ, τὸ πῦρ, ὦ πῦρ τὸ οὖς, τὸ οὖς, ὦ οὖς δ) Η ονομαστική και κλητική ενικού του θηλυκού «ἡ γλαῦξ»: π.χ ἡ γλαῦξ, (ὦ) γλαῦξ ε) Η κλητική ενικού των ονομάτων σε ευς: π.χ. (ὦ) βασιλεῦ, (ὦ) γονεῦ, (ὦ) ἱερεῦ 4. Σα μονοσύλλαβα ουσιαστικά της γ κλίσης στη γενική και τη δοτική ενικού και πληθυντικού τονίζονται στη λήγουσα: π.χ. ἡ φλόξ, τᾜ φλογί, τῶν φλογῶν, ταῖς φλοξί Εξαιρούνται και δεν τονίζονται στη λήγουσα: ὁ θὼς, τῶν θώων τὸ οὖς, τῶν ὤτων ὁ παῖς, τῶν παίδων ὁ Σρὼς, τῶν Σρώων ἡ δᾲς, τῶν δᾴδων τὸ φῶς, τῶν φώτων 8 Σα φωνηεντόληκτα λήγουν σε: ως, ωος ῡς, υος ις, εως υς, εως υ, εως εὺς, έως αῦς, αὸς ὼ, οῦς οῦς, οὸς ΥΩΝΗΕΝΣΟΛΗΚΣΑ
9 Παραδείγματα: Καταληκτικά μονόθεμα σε ως, οως Ον. ὁ δμώς οἱ δμῶες Γεν. τοῦ δμωός τῶν δμωῶν Δοτ. τ δμωί τοῖς δμωσί Αιτ. τὸν δμῶα τοὺς δμῶας Κλητ. (ὦ) δμώς (ὦ) δμῶες Καταληκτικά μονόθεμα σε υς, υος Ον. ὁ ἰχθύς οἱ ἰχθύες Γεν. τοῦ ἰχθύος τῶν ἰχθύων Δοτ. τ ἰχθύϊ τοῖς ἰχθύσι Αιτ. τὸν ἰχθύν τοὺς ἰχθῦς Κλητ. (ὦ) ἰχθύ (ὦ) ἰχθύες Καταληκτικά μονόθεμα σε εύς, έως Ον. ὁ γονεύς οἱ γονεῖς Γεν. τοῦ γονέως τῶν γονέων Δοτ. τ γονεῖ τοῖς γονεῦσι Αιτ. τὸν γονέα τοὺς γονέας Κλητ. (ὦ) γονεῦ (ὦ) γονεῖς
10 Καταληκτικά μονόθεμα σε ους, οός Ον. ὁ βοῦς οἱ βόες Γεν. τοῦ βοός τῶν βοῶν Δοτ. τ βοΐ τοῖς βουσί Αιτ. τὸν βοῦν τοὺς βοῦς Κλητ. (ὦ) βοῦ (ὦ) βόες Καταληκτικά μονόθεμα σε αῦς, αός Ον. ἡ γραῦς αἱ γρες Γεν. τᾛς γραὸς τῶν γραῶν Δοτ. τᾜ γραῒ ταῖς γραυσὶ(ν) Αιτ. τὴν γραῦν τὰς γραῦς Κλητ. (ὦ) γραῦ (ὦ) γρες Καταληκτικά διπλόθεμα αρσενικά και θηλυκά σε ις, εως Ον. ἡ κρίσις αἱ κρίσεις Γεν. τᾛς κρίσεως τῶν κρίσεων Δοτ. τᾜ κρίσει ταῖς κρίσεσι(ν) Αιτ. τὴν κρίσιν τὰς κρίσεις Κλητ. (ὦ) κρίσι (ὦ) κρίσεις
11 Καταληκτικά διπλόθεμα αρσενικά και θηλυκά σε υς, εως Ον. ὁ πήχυς οἱ πήχεις Γεν. τοῦ πήχεως τῶν πήχεων Δοτ. τ πήχει τοῖς πήχεσι Αιτ. τὸν πᾛχυν τοὺς πήχεις Κλητ. (ὦ) πᾛχυ (ὦ) πήχεις Καταληκτικά διπλόθεμα ουδέτερα σε υ, εως Ον. τό ἄστυ τά ἄστη Γεν. τοῦ ἄστεως τῶν ἄστεων Δοτ. τ ἄστει τοῖς ἄστεσι(ν) Αιτ. τὸ ἄστυ τὰ ἄστη Κλητ. (ὦ) ἄστυ (ὦ) ἄστη Ακατάληκτα διπλόθεμα σε ώ, οῦς Ον. ἡ λεχὼ ἡ πειθὼ (αἱ λεχοί) (Δεν έχει) Γεν. τᾛς λεχοῦς τᾛς πειθοῦς (τῶν λεχῶν) Δοτ. τᾜ λεχοῖ τᾜ πειθοῖ (ταῖς λεχοῖς) Αιτ. τὴν λεχὼ τὴν πειθὼ (τὰς λεχοὺς) Κλητ. (ὦ) λεχοῖ (ὦ) πειθοῖ ((ὦ) λεχοί)
12 Παρατηρήσεις στα φωνηεντόληκτα: 1. τα καταληκτικά μονόθεμα σε υς, υος: α) η κλητική ενικού σχηματίζεται χωρίς κατάληξη π.χ. (ὦ) κλιτύ, στάχυ, πληθύ, ἰχθύ β) όλοι οι μονοσύλλαβοι τύποι, όταν τονίζονται στη λήγουσα, παίρνουν περισπωμένη π.χ. ἡ δρῦς, τὴν δρῦν, ὦ δρῦ, τὰς δρῦς γ) στην αιτιατική πληθυντικού, όταν τονίζονται στη λήγουσα, παίρνουν περισπωμένη π.χ. τοὺς ἰχθῦς, τὰς κλιτῦς, τὰς ἰσχῦς δ) η αιτιατική ενικού λήγει σε ν π.χ. τὸν ἰχθύν, τὴν κλιτύν και η αιτιατική πληθυντικού λήγει σε ς και όχι ας π.χ. τοὺς βότρυς, τὰς ὀσφῦς. 2. τα καταληκτικά διπλόθεμα αρσενικά και θηλυκά σε ις, εως και στα καταληκτικά διπλόθεμα αρσενικά και θηλυκά σε υς, εως: α) η γενική ενικού και πληθυντικού τονίζονται στην προπαραλήγουσα π.χ. τῶν πόλεων, τῶν πελέκεων, τῶν δυνάμεων β) σχηματίζουν την αιτιατική ενικού σε ν και την κλητική χωρίς κατάληξη π.χ. τὴν πρξιν, (ὦ) πρξι, τὴν φύσιν, (ὦ) φύσι, τὴν βάσιν, (ὦ) βάσι 3. τα καταληκτικά διπλόθεμα αρσενικά και θηλυκά σε υς, εως: α)η κλητική ενικού είναι όμοια με το θέμα χωρίς την κατάληξη π.χ.(ὦ) βασιλεῦ, γραμματεῦ β) η αιτιατική πληθυντικού λήγει σε ας π.χ. τοὺς βασιλέας, γονέας, γραμματέας 4. Σα ακατάληκτα διπλόθεμα σε ώ, οῦς α) δεν έχουν κανονικά πληθυντικό αριθμό, αν όμως χρειαστεί να τον σχηματίσουν, κλίνονται κατά την β κλίση π.χ. ἡ λεχώ, αἱ λεχοἰ β) σχηματίζουν την κλητική ενικού σε οῖ και τονίζονται αναλογικά με την δοτική π.χ. τᾜ πειθοῖ, ὦ πειθοῖ ΤΜΥΩΝΟΛΗΚΣΑ α. Αφωνόληκτα Σα αφωνόληκτα λήγουν σε: αρσενικά και θηλυκά ουδέτερα Ουρανικόληκτα Φειλικόληκτα Οδοντικόληκτα ξ, κος ξ, γος ξ, χος ψ, πος ψ, βος ψ, φος ς, τος ς, δος ς, θος ας, αντος ων, οντος α, ατος
13 Παραδείγματα: Ουρανικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα Ον. ὁ ὄνυξ οἱ ὄνυχες Γεν. τοῦ ὄνυχος τῶν ὀνύχων Δοτ. τ ὄνυχι τοῖς ὄνυξι Αιτ. τὸν ὄνυχα τοὺς ὄνυχας Κλητ. (ὦ) ὄνυξ (ὦ) ὄνυχες Φειλικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα Ον. ὁ λίψ οἱ λίβες Γεν. τοῦ λιβός τῶν λιβῶν Δοτ. τ λιβί τοῖς λιψί Αιτ. τὸν λίβα τοὺς λίβας Κλητ. (ὦ) λίψ (ὦ) λίβες Οδοντικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα με χαρακτήρα τ, δ, θ Ον. ὁ τάπης οἱ τάπητες Γεν. τοῦ τάπητος τῶν ταπήτων Δοτ. τ τάπητι τοῖς τάπησι Αιτ. τὸν τάπητα τοὺς τάπητας Κλητ. (ὦ) τάπης (ὦ) τάπητες
14 Οδοντικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα σε ας, αντος Ον. ὁ ἱμάς οἱ ἱμάντες Γεν. τοῦ ἱμάντος τῶν ἱμάντων Δοτ. τ ἱμάντι τοῖς ἱμσι Αιτ. τὸν ἱμάντα τοὺς ἱμάντας Κλητ. (ὦ) ἱμάς (ὦ) ἱμάντες Οδοντικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα σε ους, οντος Ον. ὁ ὁδούς οἱ ὁδόντες Γεν. τοῦ ὁδόντος τῶν ὁδόντων Δοτ. τ ὁδόντι τοῖς ὁδοῦσι Αιτ. τὸν ὁδόντα τοὺς ὁδόντας Κλητ. (ὦ) ὁδούς (ὦ) ὁδόντες Οδοντικόληκτα ακατάληκτα διπλόθεμα σε ων, οντος Ον. ὁ γέρων οἱ γέροντες Γεν. τοῦ γέροντος τῶν γερόντων Δοτ. τ γέροντι τοῖς γέρουσι(ν) Αιτ. τὸν γέροντα τοὺς γέροντας Κλητ. (ὦ) γέρον (ὦ) γέροντες
15 Οδοντικόληκτα ουδέτερα ακατάληκτα μονόθεμα σε α, ατος Ον. τὸ κτᾛμα τ κτήματα Γεν. τοῦ κτήματος τῶν κτημάτων Δοτ. τ κτήματι τοῖς κτήμασι Αιτ. τὸ κτᾛμα τὰ κτήματα Κλητ. (ὦ) κτᾛμα (ὦ) κτήματα Παρατηρήσεις στα αφωνόληκτα: 1. Σα βαρύτονα (δηλαδή τα ουσιαστικά που δεν τονίζονται στη λήγουσα) οδοντικόληκτα σε ις, ιδος / ιτος / ιθος σχηματίζουν την αιτιατική σε ν και την κλητική ενικού όμοια με το θέμα χωρίς την κατάληξη. Ενδεικτικά : Ον. ὁ ὄρνις οἱ ὄρνιθες Γεν. τοῦ ὄρνιθος τῶν ὀρνίθων Δοτ. τ ὄρνιθι τοῖς ὄρνισι Αιτ. τὸν ὄρνιν τοὺς ὄρνιθας Κλητ. (ὦ) ὄρνι (ὦ) ὄρνιθες 2. Σο οξύτονο (δηλαδή το ουσιαστικό που τονίζεται στη λήγουσα) ουσιαστικό «ἡ τυραννίς» και «τὸ παῖς» σχηματίζουν την κλητική ενικού χωρίς κατάληξη. Έτσι προκύπτει: Ον. ἡ τυραννίς αἱ τυραννίδες Γεν. τᾛς τυραννίδος τῶν τυραννίδων Δοτ. τᾜ τυραννίδι ταῖς τυραννίσι Αιτ. τὴν τυραννίδα τὰς τυραννίδας Κλητ. (ὦ) τυραννί (ὦ) τυραννίδες
16 Ον. ὁ παῖς οἱ παῖδες Γεν. τοῦ παιδός τῶν παίδων Δοτ. τ παιδί τοῖς παισί Αιτ. τὸν παῖδα τοὺς παῖδας Κλητ. (ὦ) παῖ (ὦ) παῖδες 3. Σα οξύτονα σε ας σχηματίζουν την κλητική ενικού όμοια με το ασθενές θέμα: π.χ. ὁ γίγας, (ὦ) γίγαν. 4. Σα οδοντικόληκτα βαρύτονα σε ων, οντος σχηματίζουν την κλητική ενικού σε ον, όπως το ασθενές θέμα, ενώ τα οξύτονα σε ῶν π.χ. ὁ γέρων, (ὦ) γέρον ὁ Ξενοφῶν, (ὦ) Ξενοφῶν 5. Σα μονοσύλλαβα ουσιαστικά στη γενική και τη δοτική του ενικού και πληθυντικού τονίζονται στη λήγουσα. Εξαιρούνται στη γενική «ὁ παῖς» και «το φῶς» π.χ. ἡ φλόξ, τῶν φλογῶν, ταῖς φλοξί ὁ παῖς, τῶν παίδων, τοῖς παισί τὸ φῶς, τῶν φώτων β. Ημιφωνόληκτα Σα ημιφωνόληκτα λήγουν σε: αρσενικά και θηλυκά ουδέτερα Ενρινόληκτα Τγρόληκτα υγκοπτόμενα: ις, ῖνος αν, νος ην, ηνος ην, ενος ων, ωνος ων, ονος ηρ, ηρος ὴρ, έρος ωρ, ωρος ωρ, ορος αρ, αρος ηρ, ρος ιγμόληκτα ης, ους ος, ους κλᾛς, κλέους ας, ως ὼς, οῦς ας, ατος
17 Παραδείγματα: Ενρινόληκτα: Μονόθεμα καταληκτικά σε ις, ῖνος Ον. ἡ δελφίς αἱ δελφῖνες Γεν. τᾛς δελφῖνος τῶν δελφίνων Δοτ. τᾜ δελφῖνι ταῖς δελφῖσι Αιτ. τὴν δελφῖνα τὰς δελφῖνας Κλητ. (ὦ) δελφίς (ὦ) δελφῖνες Μονόθεμα ακατάληκτα σε αν, νος Ον. ὁ παιάν οἱ παινες Γεν. τοῦ παινος τῶν παιάνων Δοτ. τ παινι τοῖς παισι Αιτ. τὸν παινα τοὺς παινας Κλητ. (ὦ)παιάν (ὦ) παινες Μονόθεμα ακατάληκτα σε ην, ηνος Ον. ὁ σωλήν οἱ σωλᾛνες Γεν. τοῦ σωλᾛνος τῶν σωλήνων Δοτ. τ σωλᾛνι τοῖς σωλᾛσι Αιτ. τὸν σωλᾛνα τοὺς σωλᾛνας Κλητ. (ὦ) σωλήν (ὦ) σωλᾛνες
18 Διπλόθεμα ακατάληκτα σε ην, ενος Ον. ὁ αὐχήν οἱ αὐχένες Γεν. τοῦ αὐχένος τῶν αὐχένων Δοτ. τ αὐχένι τοῖς αὐχέσι Αιτ. τὸν αὐχένα τοὺς αὐχένας Κλητ. (ὦ) αὐχήν (ὦ) αὐχένες Μονόθεμα ακατάληκτα σε ων, ωνος Ον. ὁ ἀγών οἱ ἀγῶνες Γεν. τοῦ ἀγῶνος τῶν ἀγώνων Δοτ. τ ἀγῶνι τοῖς ἀγῶσι Αιτ. τὸν ἀγῶνα τοὺς ἀγῶνας Κλητ. (ὦ) ἀγών (ὦ) ἀγῶνες Διπλόθεμα ακατάληκτα σε ων, ονος Ον. ὁ πνεύμων οἱ πνεύμονες Γεν. τοῦ πνεύμονος τῶν πνευμόνων Δοτ. τ πνεύμονι τοῖς πνεύμοσι Αιτ. τὸν πνεύμονα τοὺς πνεύμονας Κλητ. (ὦ) πνεῦμον (ὦ) πνεύμονες
Παρατηρήσεις 1. Σα φωνήεντα ι και α εμπρός από τον χαρακτήρα ν των μονόθεμων καταληκτικών σε ις, ῖνος και των μονόθεμων ακατάληκτων σε αν, νος είναι μακρόχρονα. 2. Σα ενρινόληκτα ουσιαστικά της γ κλίσης έχουν την κλητική ενικού όμοια με την ονομαστική, εκτός από τα βαρύτονα διπλόθεμα σε ων, ονος που σχηματίζουν κλητική όμοια με το ασθενές θέμα: π.χ. ὁ δαίμων, (ὦ) δαῖμον ὁ τέκτων, (ὦ) τέκτον Τγρόληκτα: Μονόθεμα ακατάληκτα σε ηρ, ηρος 19 Ον. ὁ νιπτήρ οἱ νιπτᾛρες Γεν. τοῦ νιπτᾛρος τῶν νιπτήρων Δοτ. τ νιπτᾛρι τοῖς νιπτᾛρσι Αιτ. τὸν νιπτᾛρα τοὺς νιπτᾛρας Κλητ. (ὦ) νιπτήρ (ὦ) νιπτᾛρες Διπλόθεμα ακατάληκτα σε ὴρ, έρος Ον. ὀ ἀθὴρ οἱ ἀθέρες Γεν. τοῦ ἀθέρος τῶν ἀθέρων Δοτ. τ ἀθέρι τοῖς ἀθέρσι Αιτ. τὸν ἀθέρα τοὺς ἀθέρας Κλητ. (ὦ) ἀθήρ (ὦ) ἀθέρες
20 Μονόθεμα ακατάληκτα σε ωρ, ωρος Ον. ὁ ἰχώρ οἱ ἰχῶρες Γεν. τοῦ ἰχῶρος τῶν ἰχώρων Δοτ. τ ἰχῶρι τοῖς ἰχῶρσι Αιτ. τὸν ἰχῶρα τοὺς ἰχῶρας Κλητ. (ὦ) ἰχώρ (ὦ) ἰχῶρες Διπλόθεμα ακατάληκτα σε ωρ, ορος Ον. ὁ ἐκλέκτωρ οἱ ἐκλέκτορες Γεν. τοῦ ἐκλέκτορος τῶν ἐκλεκτόρων Δοτ. τ ἐκλέκτορι τοῖς ἐκλέκτορσι Αιτ. τὸν ἐκλέκτορα τοὺς ἐκλέκτορας Κλητ. (ὦ) ἐκλέκτορ (ὦ) ἐκλέκτορες Μονόθεμα ακατάληκτα ουδέτερα σε αρ, αρος Ον. τὸ νέκταρ Γεν. τοῦ νέκταρος Δοτ. τ νέκταρι Αιτ. τὸ νέκταρ Κλητ. (ὦ) νέκταρ
21 υγκοπτόμενα διπλόθεμα ακατάληκτα σε ηρ, ερος Ον. ὁ πατήρ οἱ πατέρες Γεν. τοῦ πατρός τῶν πατέρων Δοτ. τ πατρί τοῖς πατράσι Αιτ. τὸν πατέρα τοὺς πατέρας Κλητ. (ὦ) πάτερ (ὦ) πατέρες Παρατηρήσεις 1. Σα υγρόληκτα ουσιαστικά γ κλίσης έχουν την κλητική ενικού όμοια με την ονομαστική εκτός από τα βαρύτονα διπλόθεμα σε ωρ, ορος τα οποία σχηματίζουν κλητική όμοια με το ασθενές θέμα: π.χ. ὁ πράκτωρ, (ὦ) πράκτορ 2. Σα συγκοπτόμενα ουσιαστικά της γ κλίσης «ὁ πατήρ», «ἡ μήτηρ», «ἡ θυγάτηρ», «ἡ γαστήρ» στη γενική και τη δοτική του ενικού τονίζονται στη λήγουσα ενώ το «ἡ Δημήτηρ» τονίζεται στην προπαραλήγουσα, σε όλες τις πτώσεις εκτός από την ονομαστική που τονίζεται στην παραλήγουσα. 3. Σα συγκοπτόμενα ουσιαστικά της γ κλίσης σχηματίζουν την κλητική ενικού όμοια με το ασθενές θέμα και τονίζονται στην αρχική συλλαβή. Εξαιρείται το ουσιαστικό «ἡ γαστήρ» που σχηματίζει την κλητική όμοια με την ονομαστική: ὦ γαστήρ 4. Προσοχή στην κλίση του συγκοπτόμενου ουσιαστικού «ὁ ἀνὴρ» το οποίο στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και σε όλο τον πληθυντικό αναπτύσσει μπροστά από το χαρακτήρα ένα δ. π.χ. Ον. ὁ ἀνήρ οἱ ἄνδρες Γεν. τοῦ ἀνδρός τῶν ἄνδρῶν Δοτ. τ ἀνδρί τοῖς ἄνδράσι Αιτ. τὸν ἄνδρα τοὺς ἄνδρας Κλητ. (ὦ) ἄνερ (ὦ) ἄνδρες
22 ιγμόληκτα: Αρσενικά ακατάληκτα σε ης, ους Ον. ὁ Ἀριστοτέλης οἱ Ἀριστοτέλαι Γεν. τοῦ Ἀριστοτέλους τῶν Ἀριστοτελῶν Δοτ. τ Ἀριστοτέλει τοῖς Ἀριστοτέλαις Αιτ. τὸν Ἀριστοτέλη τοὺς Ἀριστοτέλας Κλητ. (ὦ) Ἀριστότελες (ὦ) Ἀριστοτέλαι Αρσενικά ακατάληκτα σε κλᾛς, κλέους Ον. ὁ Προκλᾛς οἱ Προκλεῖς Γεν. τοῦ Προκλέους τῶν Προκλέων Δοτ. τ Προκλεῖ Αιτ. τὸνπροκλέα τοὺς Προκλεῖς Κλητ. (ὦ) Πρόκλεις (ὦ) Προκλεῖς Θηλυκά ακατάληκτα σε ὼς, οῦς Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ἡ αἰδώς τᾛς αἰδοῦς τᾜ αἰδοῖ τὴν αἰδῶ (ὦ) αἰδώς
23 Ουδέτερα ακατάληκτα σε ος, ους Ον. τὸ ἔθνος τὰ ἔθνη Γεν. τοῦ ἔθνους τῶν ἐθνῶν Δοτ. τ ἔθνει τοῖς ἔθνεσι Αιτ. τὸ ἔθνος τὰ ἔθνη Κλητ. (ὦ) ἔθνος (ὦ) ἔθνη Ουδέτερα ακατάληκτα σε ας, ως Ον. τὸ κρέας τὰ κρέα Γεν. τοῦ κρέως τῶν κρεῶν Δοτ. τ κρέα τοῖς κρέασι Αιτ. τὸ κρέας τὰ κρέα Κλητ. (ὦ) κρέα (ὦ) κρέα Ουδέτερα ακατάληκτα σε ας, ατος Ον. τὸ πέρας τἁ πέρατα Γεν. τοῦ πέρατος τῶν περάτων Δοτ. τ πέρατι τοῖς πέρασι Αιτ. τὸ πέρας τἁ πέρατα Κλητ. (ὦ) πέρας (ὦ) πέρατα
Παρατηρήσεις 1. Σα κύρια ονόματα σε ης, κλᾛς στην κλητική ενικού ανεβάζουν τον τόνο. 2. Σα ουδέτερα σιγμόληκτα σε ος σχηματίζουν την ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού σε η. Όσα όμως λήγουν σε εος σχηματίζουν αυτές τις πτώσεις σε α. 3. Σα ουσιαστικά «ἡ αἰδὼς» και «ἡ ἠὼς» δεν σχηματίζουν πληθυντικό. 4. Σο ουσιαστικό «τὸ πέρας» κλίνεται κατά τα οδοντικόληκτα σε α, ατος όπως «τὸ κτᾛμα», εκτός από την ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού που τις σχηματίζει από σιγμόληκτο θέμα σε ας, ως όπως «τὸ κρέας». 5. Σα ουσιαστικά «τὸ γέρας» και «τὸ γᾛρας» κλίνονται όπως «τὸ κρέας». Προσοχή: «τὸ γᾛρας» δεν έχει πληθυντικό. 6. Σο ουσιαστικό «τὸ κέρας» κλίνεται σύμφωνα με τα σιγμόληκτα («τὸ κρέας») αλλά και σύμφωνα με τα οδοντικόληκτα («τὸ πέρας»). 7. Σο ουσιαστικό «τὸ τέρας» κλίνεται κατά «τὁ πέρας» και στον πληθυντικό κλίνεται και κατά «τὸ κρέας». 24
25 ΑΝΩΜΑΛΑ ΟΤΙΑΣΙΚΑ Σα ουσιαστικά της αρχαίας ελληνικής που δεν κλίνονται ομαλά διακρίνονται σε: 1. Ετερόκλιτα. 2. Μεταπλαστά. 3. Ανώμαλα κατά το γένος. 4. Ιδιόκλιτα. 5. Άκλιτα. 6. Ελλειπτικά. 1. Ετερόκλιτα Ορισμός: Ετερόκλιτα ονομάζονται τα ανώμαλα ουσιαστικά τα οποία: α) σχηματίζονται στον πληθυντικό κατά διαφορετική κλίση. π.χ.: (ενικ.:) ὁ πρεσβευτής (πληθ.:) οἱ πρέσβεις. β) σχηματίζουν μερικές πτώσεις κατά διαφορετική κλίση ή συγχρόνως κατά την ίδια και κατά διαφορετική κλίση. π.χ.: (ονομ.) ὁ Οἰδίπους (γεν.) τοῦ Οἰδίποδος / τοῦ Οἰδίπου. Σα συνηθέστερα ετερόκλιτα ουσιαστικά είναι τα εξής: ὁ υἱός, ὁ πρεσβευτής, ἡ γυνή, τὸ πῦρ, ὁ χρὼς (= το δέρμα, η επιδερμίδα), ὁ Ἄρης και κλίνονται κατά τον ακόλουθο τρόπο: Ον. ὁ υἱὸς τὸ πῦρ οἱ υἱοὶ / υἱεῖς τὰ πυρὰ Γεν. τοῦ υἱοῦ / υἱέος τοῦ πυρὸς τῶν υἱῶν / υἱέων τῶν πυρῶν Δοτ. τ υἱ / υἱεῖ τ πυρὶ τοῖς υἱοῖς / υἱέσι τοῖς πυροῖς Αιτ. τὸν υἱὸν τὸ πῦρ τοὺς υἱοὺς / υἱέας / υἱεῖς τὰ πυρὰ Κλητ. (ὦ) υἱὲ (ὦ) πῦρ (ὦ) υἱοὶ / υἱεῖς (ὦ) πυρὰ Ον. ἡ γυνὴ ὁ πρεσβευτὴς αἱ γυναῖκες οἱ πρέσβεις Γεν. τᾛς γυναικὸς τοῦ πρεσβευτοῦ τῶν γυναικῶν τῶν πρέσβεων Δοτ. τᾜ γυναικὶ τ πρεσβευτᾜ ταῖς γυναιξὶ τοῖς πρέσβεσι Αιτ. τὴν γυναῖκα τὸν πρεσβευτὴν τὰς γυναῖκας τοὺς πρέσβεις Κλητ. (ὦ) γύναι (ὦ) πρεσβευτὰ (ὦ) γυναῖκες (ὦ) πρέσβεις
26 Ον. ὁ χρὼς ὁ Ἄρης Γεν. τοῦ χρωτὸς τοῦ Ἄρεως Δοτ. τ χρωτὶ / χρ τ Ἄρει Αιτ. τὸν χρῶτα τὸν Ἄρη / Ἄρην Κλητ. (ὦ) (ὦ) Ἄρες Παρατήρηση: το ουσιαστικό «ὁ χρὼς» και το κύριο όνομα «ὁ Ἄρης» σχηματίζουν μόνο ενικό αριθμό. 2. Μεταπλαστά Ορισμός: Μεταπλαστά ονομάζονται τα ανώμαλα ουσιαστικά τα οποία κλίνονται σε όλες τις πτώσεις κατά μία ορισμένη κλίση αλλά το θέμα τους μεταβάλλεται μεταπλάσσεται σε ορισμένες πτώσεις. Σα συνηθέστερα μεταπλαστά ουσιαστικά είναι τα εξής: ἡ ναῦς, ἡ χείρ, ἡ κλείς, ὁ μάρτυς, ὁ, ἡ κύων, ὁ Ζεύς, τὸ οὖς, τὸ ὕδωρ, τὸ δόρυ, τὸ φρέαρ και κλίνονται κατά τον ακόλουθο τρόπο: Ον. ἡ ναῦς ἡ χεὶρ ἡ κλεὶς αἱ νᾛες αἱ χεῖρες αἱ κλεῖδες Γεν. τᾛς νεὼς τᾛς χειρὸς τᾛς κλειδὸς τῶν νεῶν τῶν χειρῶν τῶν κλειδῶν Δοτ. τᾜ νηὶ τᾜ χειρὶ τᾜ κλειδὶ ταῖς ναυσὶ(ν) ταῖς χερσὶ(ν) ταῖς κλεισὶ(ν) Αιτ. τὴν ναῦν τὴν χεῖρα τὴν κλεῖδα / κλεῖν τὰς ναῦς τὰς χεῖρας τὰς κλεῖδας / κλεῖς Κλητ. (ὦ) ναῦ (ὦ) χεὶρ (ὦ) κλεὶς (ὦ) νᾛες (ὦ) χεῖρες (ὦ) κλεῖδες
27 Ον. ὁ μάρτυς ὁ, ἡ κύων ὁ Ζεὺς οἱ μάρτυρες οἱ, αἱ κύνες Γεν. τοῦ μάρτυρος τοῦ, τᾛς κυνὸς τοῦ Διὸς τῶν μαρτύρων τῶν κυνῶν Δοτ. τ μάρτυρι τ, τᾜ κυνὶ τ Διὶ τοῖς μάρτυσι τοῖς, ταῖς κυσὶ(ν) Αιτ. τὸν μάρτυρα τὸν, τὴν κύνα τὸν Δία τοὺς μάρτυρας τοὺς, τὰς κύνας Κλητ. (ὦ) μάρτυς (ὦ) κύον (ὦ) Ζεῦ (ὦ) μάρτυρες (ὦ) κύνες Ον. τὸ οὖς τὸ ὕδωρ τὸ δόρυ τὰ ὦτα τὰ ὕδατα τὰ δόρατα Γεν. τοῦ ὠτὸς τοῦ ὕδατος τοῦ δόρατος τῶν ὤτων τῶν ὑδάτων τῶν δοράτων Δοτ. τ ὠτὶ τ ὕδατι τ δόρατι τοῖς ὠσὶ(ν) τοῖς ὕδασι(ν) τοῖς δόρασι(ν) Αιτ. τὸ οὖς τὸ ὕδωρ τὸ δόρυ τὰ ὦτα τὰ ὕδατα τὰ δόρατα Κλητ. (ὦ) οὖς (ὦ) ὕδωρ (ὦ) δόρυ (ὦ) ὦτα (ὦ) ὕδατα (ὦ) δόρατα Ον. τὸ φρέαρ τὰ φρέατα Γεν. τοῦ φρέατος τῶν φρεάτων Δοτ. τ φρέατι τοῖς φρέασι(ν) Αιτ. τὸ φρέαρ τὰ φρέατα Κλητ. (ὦ) φρέαρ (ὦ) φρέατα Παρατήρηση: το κύριο όνομα «ὁ Ζεὺς» σχηματίζει μόνο ενικό αριθμό
28 3. Ανώμαλα κατά το γένος Ορισμός: Ετερογενή ονομάζονται τα ανώμαλα ουσιαστικά που έχουν: α) στον πληθυντικό αριθμό διαφορετικό γένος από ό,τι στον ενικό. π.χ.: (ενικ.:) ὁ λύχνος (πληθ.:) τὰ λύχνα. β) δύο γένη στον πληθυντικό αριθμό. π.χ.: (ενικ.:) ὁ σταθμὸς (πληθ.:) οἱ σταθμοὶ και τὰ σταθμά. Ετερογενή ουσιαστικά είναι τα παρακάτω, τα οποία σχηματίζουν ενικό και πληθυντικό ως εξής: ὁ λύχνος ὁ σῖτος ὁ δεσμὸς ὁ σταθμὸς τὸ στάδιον τὰ λύχνα τὰ σῖτα οἱ δεσμοὶ και τὰ δεσμὰ οἱ σταθμοὶ και τὰ σταθμὰ τὰ στάδια και οἱ στάδιοι Ορισμός: Διπλογενή ονομάζονται τα ουσιαστικά που έχουν δύο γένη στον ενικό αριθμό. π.χ.: (ενικ.:) ὁ ζυγὸς και τὸ ζυγὸν (πληθ.:) τὰ ζυγά. 4. Ιδιόκλιτα Ορισμός: Ιδιόκλιτα ονομάζονται τα ανώμαλα ουσιαστικά τα οποία δεν κλίνονται σύμφωνα με μία από τις τρεις κλίσεις αλλά κλίνονται με ιδιαίτερο τρόπο. 5. Άκλιτα Ορισμός: Άκλιτα ονομάζονται τα ανώμαλα ουσιαστικά τα οποία δεν κλίνονται, διατηρούν δηλαδή σε όλες τις πτώσεις τον ίδιο τύπο. 6. Ελλειπτικά Ορισμός: Ελλειπτικά ονομάζονται τα ανώμαλα ουσιαστικά τα οποία είναι εύχρηστα μόνο σε ορισμένες πτώσεις.
29 ΔΕΤΣΕΡΟΚΛΙΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ ΓΕΝΙΚΕ ΠΑΡΑΣΗΡΗΕΙ ΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ Σα επίθετα της αρχαίας ελληνικής διακρίνονται: α) ως προς τον αριθμό των γενών σε: τριγενήδιγενή Σριγενή ειναι τα επίθετα που έχουν τρία γένη (αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο). Διγενή ειναι τα επίθετα που έχουν δυο μόνο γένη το αρσενικό και το θηλυκό. β) ως πρός τον αριθμό των καταλήξεων σε: τρικατάληκταδικατάληκταμονοκατάληκτα Σρικατάληκτα ειναι τα επίθετα που έχουν τρεις διαφορετικές καταλήξεις, μια για κάθε γένος (αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο). Δικατάληκτα ειναι τα επίθετα που έχουν δὐο μόνο καταλήξεις, μια κοινή για το αρσενικό και το θηλυκό και μια για το ουδέτερο. Μονοκατάληκτα ειναι τα επίθετα που έχουν μια μόνο κατάληξη για το αρσενικό και το θηλυκό και ειναι διγενή. ΓΕΝΙΚΕ ΠΑΡΑΣΗΡΗΕΙ ΣΑ ΔΕΤΣΕΡΟΚΛΙΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ 1. Σα επίθετα της β κλίσης είναι δύο ειδών: α) τριγενή και τρικατάληκτα με καταλήξεις ος, η (ή α), ον και β) τριγενή και δικατάληκτα με καταλήξεις ος (αρσενικό και θηλυκό), ον (ουδέτερο). 2. Σο αρσενικό και το ουδέτερο γένος των δευτερόκλιτων επιθέτων κλίνονται όπως ακριβώς και των ουσιαστικών της β κλίσης στο αντίστοιχο γένος, ενώ η κλίση του θηλυκού γένους των δευτερόκλιτων τρικατάληκτων επιθέτων είναι ακριβώς η ίδια με αυτή των ουσιαστικών της α κλίσης. 3. Σα θηλυκά των δευτερόκλιτων επιθέτων διαφοροποιούνται μόνο στη γενική πληθυντικού, όπου τονίζονται στην ίδια συλλαβή που τονίζεται και το αρσενικό και όχι όπως τα θηλυκά ουσιαστικά της α κλίσης, τα οποία τονίζονται πάντα στη λήγουσα και παίρνουν πάντα περισπωμένη.
30 Καταλήξεις των δευτερόκλιτων επιθέτων Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. Αρσενικά Θηλυκά Ουδέτερα ος η α ον ου ης ας ου ῳ ᾙ ῳ ον ην αν ον ε η α ον Αρσενικά Θηλυκά Ουδέτερα Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οι ων οις ους οι αι ῶν αις ας αι α ων οις α α
31 ΑΤΝΑΙΡΕΣΑ ΔΕΤΣΕΡΟΚΛΙΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ Παραδείγματα α) Σρικατάληκτα με τρία γένη σε ος, η, ον Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ σοφὸς ἡ σοφὴ τοῦ σοφοῦ τᾛς σοφᾛς τ σοφ τᾜ σοφᾜ τὸν σοφὸν τὴν σοφὴν (ὦ) σοφὲ (ὦ) σοφὴ τὸ σοφὸν τοῦ σοφοῦ τ σοφ τὸ σοφὸν (ὦ) σοφὸν Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ σοφοὶ αἱ σοφαὶ τὰ σοφὰ τῶν σοφῶν τῶν σοφῶν τῶν σοφῶν τοῖς σοφοῖς ταῖς σοφαῖς τοῖς σοφοῖς τοὺς σοφοὺς τὰς σοφὰς τὰ σοφὰ (ὦ) σοφοὶ (ὦ) σοφαὶ (ὦ) σοφὰ σε ος, α, ον Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ δίκαιος ἡ δικαία τοῦ δικαίου τᾛς δικαίας τ δικαίῳ τᾜ δικαίᾳ τὸν δίκαιον τὴν δικαίαν (ὦ) δίκαιε (ὦ) δικαία τὸ δίκαιον τοῦ δικαίου τ δικαίῳ τὸ δίκαιον (ὦ) δίκαιον Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. αἱ δίκαιαι τῶν δικαίων ταῖς δικαίαις τὰς δικαίας (ὦ) δίκαιαι οἱ δίκαιοι τῶν δικαίων τοῖς δικαίοις τοὺς δικαίους (ὦ) δίκαιοι τὰ δίκαια τῶν δικαίων τοῖς δικαίοις τὰ δίκαια (ὦ) δίκαια ΠΑΡΑΣΗΡΗΕΙ: Σο θηλυκό των τρικατάληκτων επιθέτων σε ος: 1. λήγει σε η, αν πριν από την κατάληξη ος του αρσενικού υπάρχει σύμφωνο εκτός από το ρ: ἀγαθός, ἀγαθή πιστός, πιστή λήγει σε α, αν πριν από την κατάληξη ος του αρσενικού υπάρχει φωνήεν ή ρ: ἅγιος, ἁγία γενναῖος, γενναία (εκτός ἀπὸ τὸ ὄγδοος, ὀγδόη). 2. στην ονομαστική, γενική και κλητική του πληθυντικού τονίζεται όπου και όπως τονίζεται στις ίδιες πτώσεις το αρσενικό: ἡ ἁγία αἱ ἅγιαι, τῶν ἁγίων, (ὦ) ἅγιαι (όπως οἱ ἅγιοι, τῶν ἁγίων, (ὦ) ἅγιοι).
32 σε ος, ον β) Δικατάληκτα μὲ τρία γένη Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ, ἡ ἄφθονος τοῦ, τᾛς ἀφθόνου τ, τᾜ ἀφθόνῳ τὸν, τὴν ἄφθονον (ὦ) ἄφθονε τὸ ἄφθονον τοῦ ἀφθόνου τ ἀφθόνῳ τὸ ἄφθονον (ὦ) ἄφθονον οἱ, αἱ ἄφθονοι τὰ ἄφθονα τῶν ἀφθόνων τῶν ἀφθόνων τοῖς, ταῖς ἀφθόνοις τοῖς ἀφθόνοις τοὺς, τὰς ἀφθόνους τὰ ἄφθονα (ὦ) ἄφθονοι (ὦ) ἄφθονα ΠΑΡΑΣΗΡΗΕΙ: Από τα δευτερόκλιτα επίθετα είναι δικατάληκτα: 1. τα περισσότερα από τα σύνθετα σε ος: ὁ, ἡ ἄγονος, τὸ ἄγονον ὁ, ἡ ἀθάνατος, τὸ ἀθάνατον ὁ, ἡ ἄκαιρος, τὸ ἄκαιρον ὁ, ἡ ἄκαρπος, τὸ ἄκαρπον ὁ, ἡ ἀξιόμαχος, τὸ ἀξιόμαχον ὁ, ἡ ἔνδοξος, τὸ ἔνδοξον κ.ά 2. τα απλά επίθετα: αἴθριος, αἰφνίδιος, βάναυσος, βάρβαρος, βάσκανος, βέβηλος, γαμήλιος, δόκιμος, ἕωλος (=παλιός), ἥμερος, ἤρεμος, ἥσυχος, κίβδηλος, λάβρος, λάλος, χέρσος, τιθασός (=εξημερωμένος, ήμερος) 3. μερικά επίθετα σε ος που χρησιμοποιούνται (στο αρσενικό και το θηλυκό) και ως ουσιαστικά: ὁ, ἡ ἀγωγός, τὸ ἀγωγόν (=αυτός που οδηγεί, που φέρνει) ὁ, ἡ βοηθός, τὸ βοηθόν (=αυτός που βοηθεί) ὁ, ἡ τιμωρός, τὸ τιμωρόν ὁ, ἡ τύραννος, τὸ τύραννον 4. τα περισσότερα που λήγουν σε: ειος, ιος, ιμος
ΤΝΗΡΗΜΕΝΑ ΔΕΤΣΕΡΟΚΛΙΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ Μερικά δευτερόκλιτα επίθετα, που πριν από το χαρακτήρα τους ο έχουν άλλο ο ή ε, συναιρούνται σε όλες τις πτώσεις. Σα επίθετα αυτά λέγονται συνηρημένα δευτερόκλιτα επίθετα. Από αυτά άλλα είναι τρικατάληκτα (με τρία γένη) και άλλα δικατάληκτα (με τρία γένη). Παραδείγματα α) Σρικατάληκτα μὲ τρία γένη σε οῦς, ᾛ, οῦν 33 Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ (χρυσέος) χρυσοῦς τοῦ (χρυσέου) χρυσοῦ τ (χρυσέῳ) χρυσ τὸν (χρύσεον) χρυσοῦν ἡ (χρυσέα) χρυσᾛ τᾛς (χρυσέας) χρυσᾛς τᾜ (χρυσέα) χρυσᾜ τὴν (χρυσέαν) χρυσᾛν τὸ (χρυσοῦν) χρυσοῦν τοῦ (χρυσέου) χρυσοῦ τ (χρυσέῳ) χρυσ τὸ (χρύσεον) χρυσοῦν Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ (χρύσεοι) χρυσοῖ αἱ (χρύσεαι) χρυσαῖ τῶν (χρυσέων) χρυσῶν τῶν (χρυσέων) χρυσῶν τοῖς (χρυσέοις) χρυσοῖς ταῖς (χρυσέαις) χρυσαῖς τοὺς (χρυσέους) χρυσοῦς τὰς (χρυσέας) χρυσς τὰ (χρύσεα) χρυσ τῶν (χρυσέων) χρυσῶν τοῖς (χρυσέοις) χρυσοῖς τὰ (χρύσεα) χρυσ σε ους, ουν β) Δικατάληκτα μὲ τρία γένη Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ, ἡ (εὔνοος) εὔνους τοῦ, τᾛς (εὐνόου) εὔνου τ, τᾜ (εὐνόῳ) εὔνῳ τὸν, τὴν (εὔνοον) εὔνουν τὸ (εὔνοον) εὔνουν τοῦ (εὐνόου) εὔνου τ (εὐνόῳ) εὔνῳ τὸ (εὔνοον) εὔνουν Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ, αἱ (εὔνοοι) εὖνοι τῶν (εὐνόων) εὔνων ταῖς, ταῖς (εὐνόοις) εὔνοις τοὺς, τὰς (εὐνόους) εὔνους τὰ (εὔνοα) εὔνοα τῶν (εὐνόων) εὔνων τοῖς (εὐνόοις) εὔνοις τὰ (εὔνοα) εὔνοα ΠΑΡΑΣΗΡΗΕΙ: Σα συνηρημένα δευτερόκλιτα επίθετα: 1. χηματίζονται όπως και τα αντίστοιχα συνηρημένα ουσιαστικά της β και α κλίσης 2. Δεν έχουν κλητική 3. τα τρικατάληκτα συνηρημένα επίθετα σε οῦς όλες οι πτώσεις και των τριών γενών τονίζονται στη λήγουσα, ακόμη και όταν δεν τονίζεται κανένα από τα φωνήεντα που συναιρούνται: (χρύσεος) χρυσοῦς 4. Η κατάληξη οι στην ονομαστική πληθυντικού είναι βραχύχρονη, παρόλο που προέρχεται από συναίρεση 5. το τέλος του πληθυντικού των ουδετέρων το οα μένει ασυναίρετο
34 ΑΣΣΙΚΟΚΛΙΣΑ ΔΕΤΣΕΡΟΚΛΙΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ Παραδείγματα Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ, ἠ ἵλεως τὸ ἵλεων τοῦ, τᾛς ἵλεω τοῦ ἵλεω τ, τᾜ ἵλεῳ τ ἵλεῳ τὸν, τὴν ἵλεων τὸ ἵλεων (ὦ) ἵλεως (ὦ) ἵλεων οἱ, αἱ ἵλεῳ τὰ ἵλεα τῶν ἵλεων τῶν ἵλεων τοῖς, ταῖς ἵλεῳς τοῖς ἵλεῳς τοὺς, τὰς ἵλεως τὰ ἵλεα (ὦ) ἵλεῳ (ὦ) ἵλεα ΠΑΡΑΣΗΡΗΕΙ: 1. Όλα τα αττικόκλιτα είναι δικατάληκτα εκτός από το επίθετο ὁ πλέως, ἡ πλέα, τὸ πλέων, τα σύνθετά του όμως σχηματίζονται με δύο καταλήξεις, π.χ. ὁ, ἡ ἔμπλεως, τὸ ἔμπλεον. 2. την ονομαστική, αιτιατική και κλητική του πληθυντικού του ουδετέρου, έχουν κατάληξη α, σύμφωνα με τα ουδέτερα της κοινής β' κλίσης.
35 ΣΡΙΣΟΚΛΙΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ Σα τριτόκλιτα επίθετα διαιρούνται κατά το χαρακτήρα τους, όπως και τα ουσιαστικά, σε φωνηεντόληκτα και συμφωνόληκτα. ΓΕΝΙΚΕ ΠΑΡΑΣΗΡΗΕΙ ΣΑ ΣΡΙΣΟΚΛΙΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ ε όλα τα τριτόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα το θηλυκό γένος: * Λήγει σε α βραχύχρονο: π.χ. ὁ βαθύς, ἡ βαθεῖα, ὁ πς, ἡ πσα, ὁ ἐκών, ἡ ἐκοῦσα, ὁ μέλας, ἡ μέλαινα * τη γενική του πληθυντικού τονίζεται πάντοτε στη λήγουσα: π.χ. τῶν βαθειῶν, τῶν πασῶν, τῶν ἑκουσῶν, τῶν μελαινῶν Παραδείγματα: α) Σρικατάληκτα σε υς, εια, υ Α. ΥΩΝΗΕΝΣΟΛΗΚΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ ΣΗ Γ ΚΛΙΗ Ον. ὁ βαθὺς ἡ βαθεῖα τὸ βαθὺ οἱ βαθεῖς αἱ βαθεῖαι τὰ βαθέα Γεν. τοῦ βαθέος τᾛς βαθείας τοῦ βαθέος βαθέων τῶν βαθειῶν τῶν βαθέων Δοτ. τ βαθεῖ τᾜ βαθείᾳ τ βαθεῖ βαθέσι ταῖς βαθείαις τοῖς βαθέσι Αιτ. τὸν βαθὺν τὴν βαθεῖαν τὸ βαθὺ βαθεῖς τὰς βαθείας τὰ βαθέα Κλητ. (ὦ) βαθὺ (ὦ) βαθεῖα (ὦ) βαθὺ (ὦ) βαθεῖς (ὦ) βαθεῖαι (ὦ) βαθέα Ον. ὁ θᾛλυς ἡ θήλεια τὸ θᾛλυ οἱ θήλεις αἱ θήλειαι τὰ θήλεα Γεν. τοῦ θήλεος τᾛς θηλείας τοῦ θήλεος τῶν θηλέων τῶν θηλειῶν τῶν θηλέων Δοτ. τ θήλει τᾜ θηλείᾳ τ θήλει τοῖς θήλεσι ταῖς θηλείαις τοῖς θήλεσι Αιτ. τὸν θᾛλυν τὴν θήλειαν τὸ θᾛλυ τοὺς θήλεις τὰς θηλείας τὰ θήλεα Κλητ. (ὦ) θᾛλυ (ὦ) θήλεια (ὦ) θᾛλυ (ὦ) θήλεις (ὦ) θήλειαι (ὦ) θήλεα
ΠΑΡΑΣΗΡΗΕΙ: Σα τριτόκλιτα επίθετα σε υς, εια, υ: 1. στο αρσενικό και στο ουδέτερο είναι: γενικώς οξύτονα: βαθύς, βαρύς, βραδύς, γλυκύς, δασύς, εὐθύς, εὐρύς, ἡδύς, θρασύς, ὀξύς, παχύς, ταχύς, τραχύς, κ.α, βαρύτονα είναι μόνο το θᾛλυς, θήλεια, θᾛλυ και το ἥμισυς, ἡμίσεια, ἥμισυ (τοῦ ἡμίσεος, της ἡμισείας, τοῦ ἠμίσεος) 2. παρουσιάζονται με δυο θέματα: το ένα σε υ, από το οποίο σχηματίζονται η ονομαστική, η αιτιατική και η κλητική του ενικού του αρσενικού και του ουδετέρου, και το άλλο σε ε, από το οποίο σχηματίζονται όλες οι άλλες πτώσεις και των τριών γενών. 3. συναιρούν το χαρακτήρα ε με το ακόλουθο ε ή ι σε ει, το ἥμισυς συναιρεί πολλές φορές και το ε με το α στο τέλος του ουδετέρου και σχηματίζει και δεύτερο τύπο σε η: τὰ ἡμίσεα και τὰ ἡμίση. 4. την κλητική του ενικού του αρσενικού τη σχηματίζουν χωρίς κατάληξη ς π.χ. (ὦ) βαθύ, (ὦ) ταχύ, (ὦ) θᾛλυ, (ὦ) ἥμισυ 5. την αιτιατική του πληθυντικού τη σχηματίζουν όμοια με την ονομαστική π.χ. τοὺς βαθεῖς, τοὺς ταχεῖς β) Δικατάληκτα σε υς, υ Κατά την γ κλίση κλίνονται και μερικά σύνθετα δικατάληκτα επίθετα με β συνθετικό ουσιαστικό φωνηεντόληκτο σε υς, που λήγουν στην ονομαστική το αρσενικό και το θηλυκό σε υς και το ουδέτερο σε υ και σχηματίζουν τη γενική σε υος ή εος. 36 Δικατάληκτα σε υς, υ, (γεν.υος) Παραδείγματα Ον. ὁ, ἡ εὔβοτρυς τὸ εὔβοτρυ οἱ, αἱ εὐβότρυες τὰ εὐβότρυα Γεν. τοῦ, τᾛς εὐβότρυος τοῦ εὐβότρυος τῶν εὐβοτρύων τῶν εὐβοτρύων Δοτ. τ, τᾜ εὐβότρυϊ τ εὐβότρυϊ τοῖς, ταῖς εὐβότρυσι τοῖς εὐβότρυσι Αιτ. τὸν, τὴν εὔβοτρυν τὸ εὔβοτρυ τοὺς, τὰς εὐβότρυς τὰ εὐβότρυα Κλητ. (ὦ) εὔβοτρυ (ὦ) εὔβοτρυ (ὦ) εὐβότρυες (ὦ) εὐβότρυα
37 Δικατάληκτα σε υς, υ, (γεν. εος) Ον. ὁ, ἡ δίπηχυς τὸ δίπηχυ οἱ, αἱ διπήχεις τὰ διπήχεα και διπήχη Γεν. τοῦ, τᾛς διπήχεος τοῦ διπήχεος τῶν διπηχέων τῶν διπηχέων Δοτ. τ, τᾜ διπήχει τῶ διπήχει τοῖς, ταῖς διπήχεσι τοῖς διπήχεσι Αιτ. τὸν, τὴν δίπηχυν τὸ δίπηχυ τοὺς, τὰς διπήχεις τὰ διπήχεα και διπήχη Κλητ. (ὦ) δίπηχυ (ὦ) δίπηχυ (ὦ) διπήχεις (ὦ) διπήχεα και διπήχη * Κατά το εὔβοτρυς (= αυτός που έχει αφθονα σταφύλια) κλίνονται: πολύιχθυς, φίλιχθυς, λεύκοθρυς, σύνοφρυς, ἄδακρυς, πολύδακρυς, φιλόδακρυς κ.α. * Κατά το δίπηχυς κλίνονται: τρίπηχυς, τετράπηχυς κτλ, διπέλεκυς, τριπέλεκυς κτλ. α) Σρικατάληκτα σε ας, ασα, αν B. ΤΜΥΩΝΟΛΗΚΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ ΣΗ Γ ΚΛΙΗ Παραδείγματα Αφωνόληκτα Ον. ὁ πς ἡ πσα τὸ πν οἱ πάντες αἱ πσαι τὰ πάντα Γεν. τοῦ παντὸς τᾛς πάσης τοῦ παντὸς τῶν πάντων τῶν πασῶν τῶν πάντων Δοτ. τ παντὶ τᾜ πάσᾙ τ παντὶ τοῖς πσι ταῖς πάσαις τοῖς πσι Αιτ. τὸν πάντα τὴν πσαν τὸ πν τοὺς πάντας τὰς πάσας τὰ πάντα Κλητ. (ὦ) πς (ὦ) πσα (ὦ) πν (ὦ) πάντες (ὦ) πσαι (ὦ) πάντα
38 Ον. ὁ χαρίεις ἡ χαρίεσσα τὸ χαρίεν οἱ χαρίεντες αἱ χαρίεσσαι τὰ χαρίεντα Γεν. τοῦ χαρίεντος τᾛς χαριέσσης τοῦ χαρίεντος τῶν χαριέντων τῶν χαριεσσῶν τῶν χαριέντων Δοτ. τ χαρίεντι τᾜ χαριέσσᾙ τ χαρίεντι τοῖς χαρίεσι ταῖς χαριέσσαις τοῖς χαρίεσι Αιτ. τὸν χαρίεντα τὴν χαρίεσσαν τὸ χαρίεν τοὺς χαρίεντας τὰς χαριέσσας τὰ χαρίεντα Κλητ. (ὦ) χαρίεν (ὦ) χαρίεσσα (ὦ) χαρίεν (ὦ) χαρίεντες (ὦ) χαρίεσσαι (ὦ) χαρίεντα * Κατά το χαρίεις, εσσα, εν (= γεμάτος χάρη, χαριτωμένος) κλίνονται επίθετα που σημαίνουν πλησμονή: ἀστερόεις, ἠνεμόεις, ἀνεμόεις (= αυτός που έχει πολύ άνεμο ή γρήγορος όπως ο άνεμος), ἰχθυόεις, ὑλήεις (= γεμάτος δράση), φωνήεις (= αυτὀς που έχει φωνή). σε ων, ουσα, ον Ον. ὁ ἄκων ἡ ἄκουσα τὸ ἆκον οἱ ἄκοντες αἱ ἄκουσαι τὰ ἄκοντα Γεν. τοῦ ἄκοντος τᾛς ἀκούσης τοῦ ἄκοντος τῶν ἀκόντων τῶν ἀκουσῶν τῶν ἀκόντων Δοτ. τ ἄκοντι τᾜ ἀκούσᾙ τ ἄκοντι τοῖς ἄκουσι ταῖς ἀκούσαις τοῖς ἄκουσι Αιτ. τὸν ἄκοντα τὴν ἄκουσαν τὸ ἆκον τοὺς ἄκοντας τὰς ἀκούσας τὰ ἄκοντα Κλητ. (ὦ) ἆκον (ὦ) ἄκουσα (ὦ) ἆκον (ὦ) ἄκοντες (ὦ) ἄκουσαι (ὦ) ἄκοντα * Κατά το ἄκων (= μη θέλοντας, ακούσιος) κλίνεται και το ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκὸν (= θέλοντας, εκούσιος) γεν. ἑκόντος, ἑκούσης, ἑκόντος κτλ. β) Δικατάληκτα Μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ κλίσης είναι τριγενή και δικατάληκτα. Αυτά είναι σύνθετα με β συνθετικό ουσιαστικό τριτόκλιτο αφωνόληκτο (χάρις, ἐλπίς, πούς, ὀδοὺς, κ.α) και κλίνονται όπως το β συνθετικό τους: ὁ, ἡ εὔχαρις, τὸ εὔχαρι Ον. ὁ, ἡ εὔχαρις τὸ εὔχαρι οἱ, αἱ εὐχάριτες τὰ εὐχάριτα Γεν. τοῦ, τᾛς εὐχάριτος τοῦ εὐχάριτος τῶν εὐχαρίτων τῶν εὐχαρίτων Δοτ. τ, τᾜ εὐχάριτι τ εὐχάριτι τοῖς, ταῖς εὐχάρισι τοῖς εὐχάρισι Αιτ. τὸν, τὴν εὔχαριν τὸ εὔχαρι τοὺς, τὰς εὐχάριτας τὰ εὐχάριτα Κλητ. (ὦ) εὔχαρις (ὦ) εὔχαρι (ὦ) εὐχάριτες (ὦ) εὐχάριτα
39 ὁ, ἡ εὔελπις, το εὔελπι Ον. ὁ, ἡ εὔελπις τὸ εὔελπι οἱ, αἱ εὐέλπιδες τὰ εὐέλπιδα Γεν. τοῦ, τᾛς εὐέλπιδος τοῦ εὔέλπιδος τῶν εὐελπίδων τῶν εὐελπίδων Δοτ. τ, τᾜ εὐέλπιδι τ εὐέλπιδι τοῖς, ταῖς εὐέλπισι τοῖς εὐέλπισι Αιτ. τὸν, τὴν εὔελπιν τὸ εὔελπι τοὺς, τὰς εὐέλπιδας τὰ εὐέλπιδα Κλητ. (ὦ) εὔελπις (ὦ) εὔελπι (ὦ) εὐέλπιδες (ὦ) εὐέλπιδα ὁ, ἡ δίπους, τὸ δίπουν Ον. ὁ, ἡ δίπους τὸ δίπουν οἱ, αἱ δίποδες τὰ δίποδα Γεν. τοῦ, τᾛς δίποδος τοῦ δίποδος τῶν διπόδων τῶν διπόδων Δοτ. τ, τᾜ δίποδι τ δίποδι τοῖς, ταῖς δίποσι τοῖς δίποσι Αιτ. τὸν, τὴν δίποδα (δίπουν) τὸ δίπουν τοὺς, τὰς δίποδας τὰ δίποδα Κλητ. (ὦ) δίπους (ὦ) δίπου (ὦ) δίποδες (ὦ) δίποδα ὁ, ἡ μονόδους, τὸ μονόδουν Ον. ὁ, ἡ μονόδους τὸ μονόδουν οἱ, αἱ μονόδοντες τὰ μονόδοντα Γεν. τοῦ, τᾛς μονόδοντος τοῦ μονόδοντος τῶν μονοδόντων τῶν μονοδόντων Δοτ. τ, τᾜ μονόδοντι τ μονόδοντι τοῖς, ταῖς μονόδουσι τοῖς μονόδουσι Αιτ. τὸν, τὴν μονόδοντα τὸ μονόδουν τοὺς, τὰς μονόδοντας τὰ μονόδοντα Κλητ. (ὦ) μονόδους (ὦ) μονόδουν (ὦ) μονόδοντες (ὦ) μονόδοντα
40 * Όμοια κλίνονται και τα: ἄχαρις, ἄπελπις, φέρελπις, ἄπους, μονόπους, τρίπους, κτλ. γ) Μονοκατάληκτα (με δυο γένη) Μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ κλίσης, απλά ή σύνθετα, είναι διγενή και μονοκατάληκτα. Αυτά κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ κλίσης: ὁ, ἡ βλάξ ὁ, ἡ κόλαξ ὁ, ἡ ἅρπαξ ὁ, ἡ γαμψῶνυξ ὁ, ἡ λογάς ὁ, ἡ μιγάς ὁ, ἡ φυγάς ὁ ἡ ἄπαις ὁ, ἡ πένης ὁ, ἡ ἡμιθνής ὁ,ἡ ἀγνὼς ὁ,ἡ φιλόγελως τοῦ, τᾛς βλακὸς κτλ. τοῦ, τᾛς κόλακος κτλ. τοῦ, τᾛς ἅρπαγος κτλ. τοῦ, τᾛς γαμψώνυχος κτλ. τοῦ, τᾛς λογάδος κτλ. τοῦ, τᾛς μιγάδος κτλ. τοῦ, τᾛς φυγάδος κτλ. τοῦ, τᾛς ἄπαιδος κτλ. τοῦ, τᾛς πένητος κτλ. τοῦ, τᾛς ἡμιθνᾛτος κτλ. τοῦ, τᾛς ἀγνῶτος κτλ. (= άγνωστος ή αυτός που αγνοεί), τοῦ, τᾛς φιλογέλωτος κτλ. (αλλά και κατά την αττική β κλίση: ὁ, ἡ φιλόγελως, γεν. φιλόγελω, δοτ. φιλόγελω κτλ.) α) Ενρικόληκτα Σρικατάληκτα Ενρικόληκτα Τγρόληκτα Ον. ὁ μέλας ἡ μέλαινα τὸ μέλαν οἱ μέλανες αἱ μέλαιναι τὰ μέλανα Γεν. τοῦ μέλανος τᾛς μελαίνης τοῦ μέλανος τῶν μελάνων τῶν μελαινῶν τῶν μελάνων Δοτ. τ μέλανι τᾜ μελαίνᾙ τ μέλανι τοῖς μέλασι ταῖς μελαίναις τοῖς μέλασι Αιτ. τὸν μέλανα τὴν μέλαιναν τὸ μέλαν τοὺς μέλανας τὰς μελαίνας τὰ μέλανα Κλητ. (ὦ) μέλαν (ὦ) μέλαινα (ὦ) μέλαν (ὦ) μέλανες (ὦ) μέλαιναι (ὦ) μέλανα * Όμοια κλίνεται και το επίθετο ὁ τάλας, ἡ τάλαινα, το τάλαν ( γεν. τοῦ τάλανος, τᾛς ταλαίνης, τοῦ τάλανος κτλ.)
41 σε ων, ον, (γεν. ονος) β) Ενρικόληκτα Δικατάληκτα Ον. ὁ, ἡ εὐδαίμων τὸ εὔδαιμον οἱ, αἱ εὐδαίμονες τὰ εὐδαίμονα Γεν. τοῦ, τᾛς εὐδαίμονος τοῦ εὐδαίμονος τῶν εὐδαιμόνων τῶν εὐδαιμόνων Δοτ. τ, τᾜ εὐδαίμονι τ εὐδαίμονι τοῖς, ταῖς εὐδαίμοσι τοῖς εὐδαίμοσι Αιτ. τὸν, τὴν εὐδαίμονα τὸ εὔδαιμον τοὺς, τὰς εὐδαίμονας τὰ εὐδαίμονα Κλητ. (ὦ) εὔδαιμον (ὦ) εὔδαιμον (ὦ) εὐδαίμονες (ὦ) εὐδαίμονα Ον. ὁ, ἡ σώφρων τὸ σῶφρον οἱ, αἱ σώφρονες τὰ σώφρονα Γεν. τοῦ, τᾛς σώφρονος τοῦ σώφρονος τῶν σωφρόνων τῶν σωφρόνων Δοτ. τ, τᾜ σώφρονι τ σώφρονι τοῖς, ταῖς σώφροσι τοῖς σώφροσι Αιτ. τὸν, τὴν σώφρονα τὸ σῶφρον τοὺς, τὰς σώφρονας τὰ σώφρονα Κλητ. (ὦ) σῶφρον (ὦ) σῶφρον (ὦ) σώφρονες (ὦ) σώφρονα * Όμοια κλίνονται τα επίθετα: ὁ, ἡ κακοδαίμων ὁ, ἡ ἀγνώμων ὁ, ἡ εὐσχήμων ὁ, ἡ μεγαλοπράγμων ὁ, ἡ ἐλεήμων ὁ, ἡ μνήμων ὁ, ἡ ἄφρων ὁ, ἡ μεγαλόφρων τὸ κακόδαιμον τὸ ἄγνωμον τὸ εὔσχημον τὸ μεγαλόπραγμον τὸ ἐλεᾛμον τὸ μνᾛμον τὸ ἄφρον τὸ μεγαλόφρον κ.α.
42 σε ην, εν, (γεν.ενος) Ον. ὁ, ἡ ἄρρην τὸ ἄρρεν οἱ, αἱ ἄρρενες τὰ ἄρρενα Γεν. τοῦ, τᾛς ἄρρενος τοῦ ἄρρενος τῶν ἀρρένων τῶν ἀρρένων Δοτ. τ, τᾜ ἄρρενι τ ἄρρενι τοῖς, ταῖς ἄρρεσι τοῖς ἄρρεσι Αιτ. τὸν, τὴν ἄρρενα τὸ ἄρρεν τοὺς, τὰς ἄρρενας τὰ ἄρρενα Κλητ. (ὦ) ἂρρεν (ὦ) ἄρρεν (ὦ) ἄρρενες (ὦ) ἄρρενα ΠΑΡΑΣΗΡΗΕΙ: 1. Σα σύνθετα σε ων, ον, (γεν. ονος) στη κλητική του ενικού του αρσενικού και του θηλυκού και στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού του ουδετέρου ανεβάζουν το τόνο, όχι όμως πιο πάνω από την τελευταία συλλαβή του α συνθετικού: π.χ. ὁ, ἡ εὐδαίμων, (ὦ) εὔδαιμον τὸ εὔδαιμον, ὁ, ἡ εὔγνώμων, (ὦ) εὔγνωμον τὸ εὔγνωμον, ὁ, ἡ μεγαλοπράγμων, (ὦ) μεγαλόπραγμον τὸ μεγαλόπραγμον αλλά: μεγαλόφρων, (ὦ) μεγαλόφρον τὸ μεγαλόφρον 2. Σα δικατάληκτα ενρινόληκτα επίθετα της γ κλίσης έχουν τη κλητική του ενικού όμοια με το αρχικό θέμα: (ὦ) ἐλεᾛμον, (ὦ) ἄρρεν σε ωρ, ορ (γεν. ορος): γ) Τγρόληκτα Δικατάληκτα Ον. ὁ, ἡ ἀπάτωρ τὸ ἀπάτορ οἱ, αἱ ἀπάτορες τὰ ἀπάτορα Γεν. τοῦ, τᾛς ἀπάτορος τοῦ ἀπάτορος τῶν ἀπατόρων τῶν ἀπατόρων Δοτ. τ, τᾜ ἀπάτορι τ ἀπάτορι τοῖς, ταῖς ἀπάτορσι τοῖς ἀπάτορσι Αιτ. τὸν, τὴν ἀπάτορα τὸ ἀπάτορ τοὺς, τὰς ἀπάτορας τὰ ἀπάτορα Κλητ. (ὦ) ἀπάτορ (ὦ) ἀπάτορ (ὦ) ἀπάτορες (ὦ) ἀπάτορα * Όμοια κλίνεται το επίθετο: ὁ, ἡ ἀμήτωρ, τὸ ἀμᾛτορ ΠΑΡΑΣΗΡΗΗ: Σα δικατάληκτα υγρόληκτα επίθετα της γ κλίσης έχουν τη κλητική του ενικού όμοια με το αρχικό θέμα: (ὦ) ἀπάτορ
43 δ) Ενρικόληκτα και Τγρόληκτα Μονοκατάληκτα Μερικά ενρικόληκτα και υγρόληκτα επίθετα της γ κλίσης είναι μονοκατάληκτα με δύο γένη. Αυτά είναι απλά ή σύνθετα με β συνθετικό τριτόκλιτο ενρινόληκτο ή υγρόληκτο και κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ κλίσης. Ον. ὁ, ἡ μάκαρ οἱ, αἱ μάκαρες Γεν. τοῦ, τᾛς μάκαρος τῶν μακάρων Δοτ. τ, τᾜ μάκαρι τοῖς, ταῖς μάκαρσι Αιτ. τὸν, τὴν μάκαρα τοὺς, τὰς μάκαρας Κλητ. (ὦ) μάκαρ (ὦ) μάκαρες * Όμοια κλίνονται: ὁ, ἡ ἄχειρ, γεν. ἄχειρος, δοτ. ἄχειρι, αιτ. ἄχειρα κτλ, ὁ, ἡ μακρόχειρ, γεν. μακρόχειρος, δοτ. μακρόχειρι, αιτ. μακρόχειρα κτλ, ὁ, ἡ ὑψαύχην, γεν. ὑψαύχενος, δοτ. ὑψαύχενι, αιτ. ὑψαύχενα κτλ. ιγμόληκτα δικατάληκτα Σα σιγμόληκτα δικατάληκτα επίθετα λήγουν στην ονομαστική του ενικού στο αρσενικό και το θηλυκό γένος σε ης και στο ουδέτερο γένος σε ες. οξύτονα σιγμόληκτα δικατάληκτα σε ης, ης, ες Ον. ὁ, ἡ ἀληθὴς τὸ ἀληθὲς οἱ, αἱ ἀληθεῖς τὰ ἀληθᾛ Γεν. τοῦ, τᾛς ἀληθοῦς τοῦ ἀληθοῦς τῶν ἀληθῶν τῶν ἀληθῶν Δοτ. τ, τᾜ ἀληθεῖ τ ἀληθεῖ τοῖς, ταῖς ἀληθέσι τοῖς ἀληθέσι Αιτ. τὸν, τὴν ἀληθᾛ τὸ ἀληθὲς τοὺς, τὰς ἀληθεῖς τὰ ἀληθᾛ Κλητ. (ὦ) ἀληθὲς (ὦ) ἀληθὲς (ὦ) ἀληθεῖς (ὦ) ἀληθᾛ * Κατά το ἀληθής κλίνονται πολλά οξύτονα: ἀγενής, ἀκριβής, ἀσεβής, ἀσθενής, ἀμελής, ἀτυχής, δυστυχής, ἐπιμελής, εὐγενής, εὐσεβής, εὐτυχής, σαφής, ψευδής, κ.α.
44 Βαρύτονα σιγμόληκτα δικατάληκτα σε ης, ης, ες Ον. ὁ, ἡ πλήρης τὸ πλᾛρες οἱ, αἱ πλήρεις τὰ πλήρη Γεν. τοῦ, τᾛς πλήρους τοῦ πλήρους τῶν πλήρων τῶν πλήρων Δοτ. τ, τᾜ πλήρει τ πλήρει τοῖς, ταῖς πλήρεσι τοῖς πλήρεσι Αιτ. τὸν, τὴν πλήρη τὸ πλᾛρες τοὺς, τὰς πλήρεις τὰ πλήρη Κλητ. (ὦ) πλᾛρες (ὦ) πλᾛρες (ὦ) πλήρεις (ὦ) πλήρη * Κατά το πλήρης κλίνονται επίθετα: 1. σε ήρης: ὁ, ἡ μονήρης, τὸ μονᾛρες, ὁ, ἡ ξιφήρης, τὸ ξιφᾛρες, 2. σε ώδης: ὁ, ἡ δυσώδης, τὸ δυσῶδες, ὁ, ἡ εὐώδης, τὸ εὐῶδες 3. σε ώλης: ὁ, ἡ ἐξώλης, τὸ ἐξῶλες (= εντελώς, χαμένος), ὁ, ἡ προώλης, τὸ προῶλες (= από πριν χαμένος, άξιος να χαθεί πριν από την ώρα του), ὁ, ἡ πανώλης, τὸ πανῶλες (= εντελώς χαμένος και με ενεργητική σημασία: αυτός που καταστρέφει τα πάντα) κ.α. Ον. ὁ, ἡ συνήθης τὸ σύνηθες οἱ, αἱ συνήθεις τὰ συνήθη Γεν. τοῦ, τᾛς συνήθους τοῦ συνήθους τῶν συνήθων τῶν συνήθων Δοτ. τ, τᾜ συνήθει τ συνήθει τοῖς, ταῖς συνήθεσι τοῖς συνήθεσι Αιτ. τὸν, τὴν συνήθη τὸ σύνηθες τοὺς, τὰς συνήθεις τὰ συνήθη Κλητ. (ὦ) σύνηθες (ὦ) σύνηθες (ὦ) συνήθεις (ὦ) συνήθη * Κατά το συνήθης κλίνονται επίθετα: 1. σε ηθης: ὁ, ἡ εὐήθης, τὸ εὔηθες (= αγαθός, απλοϊκός, ανόητος), ὁ, ἡ χρηστοήθης, τὸ χρηστόηθες κ.α 2. σε έθης: ὁ, ἡ εὐμεγέθης, τὸ εὐμέγεθες, ὁ, ἡ παμμεγέθης, τὸ παμμέγεθες κ.α, 3. σε άντης: ὁ, ἡ ἀνάντης, τὸ ἄναντες (= ανηφορικός ), ὁ, ἡ κατάντης, τὸ κάταντες (= κατηφορικός), ὁ, ἡ προσάντης, τὸ πρόσαντες (= ανηφορικός, απόκρημνος) κ.α 4. Επίσης τα επίθετα: ὁ, ἡ αὐθάδης, τὸ αὔθαδες, ὁ, ἡ αὐτάρκης, τὸ αὔταρκες κ.α
45 ΠΑΡΑΣΗΡΗΕΙ: 1. Σα σιγμόληκτα επίθετα της γ κλίσης σε ης, ες έχουν θέμα σε εσ. τα επίθετα αυτά: α) η ονομαστική του ενικού του αρσενικού και του θηλυκού γένους σχηματίζεται χωρίς κατάληξη, αλλά το βραχύχρονο φωνήεν ε που είναι πριν από το χαρακτήρα εκτείνεται σε η. Όλες οι άλλες πτώσεις και των τριων γενών σχηματίζονται από το θέμα εσ, αλλά ο χαρακτήρας σ ανάμεσα στα δυο φωνήεντα αποβάλλεται, και έτσι τα δυο αυτά φωνήεντα συναιρούνται. β) η κλητική του ενικού του αρσενικού και του θηλυκού γένους, καθώς και η ονομαστική, η αιτιατική και η κλητική του ενικού του ουδετέρου γένους είναι ίδιες με το θέμα (χωρίς κατάληξη) π.χ. (ὦ) ἀληθές, τὸ ἀληθές, τὸ ἀληθές, (ὦ) ἀληθές 2. Σα βαρύτονα σιγμόληκτα επίθετα της γ κλίσης σε ης, ες: α) αν είναι υπερδισύλλαβα ανεβάζουν τον τόνο στην κλητική του ενικού αριθμού του αρσενικού και του θηλυκού γένους και στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού αριθμού του ουδετέρου γένους: π.χ. ὁ, ἡ συνήθης, (ὦ) σύνηθες τὸ σύνηθες, ὁ, ἡ αὐθάδης, (ὦ) αὔθαδες τὸ αὔθαδες Εξαίρεση αποτελούν όσα λήγουν σε ώδης, ώλης, ήρης και κλίνονται κανονικά: π.χ. ὁ, ἡ εὐώδης, (ὦ) εὐῶδες, τὸ εὐῶδες, ὁ, ἡ ἐξώλης, (ὦ) ἐξῶλες, τὸ ἐξῶλες, ὁ, ἡ ποδήρης, (ὦ) ποδᾛρες, τὸ ποδᾛρες β) στη γενική του πληθυντικού τονίζονται στην παραλήγουσα αντίθετα με τον κανόνα από αναλογία προς τη γενική του ενικού: π.χ. τῶν συνήθων (όπως τοῦ συνήθους), τῶν πλήρων (όπως τοῦ πλήρους ), τῶν εὐώδων (όπως τοῦ εὐώδους)
ΠΑΡΑΘΕΣΙΚΑ Σα επίθετα, κλιτοί ονοματικοί τύποι που φανερώνουν την ιδιότητα ή την ποιότητα των προσδιοριζόμενων από αυτά όρων, σχηματίζουν τους λεγόμενους βαθμούς παράθεσης των επιθέτων. Ο συγκριτικός και ο υπερθετικός βαθμός ενός επιθέτου ονομάζονται παραθετικά του επιθέτου. Οι βαθμοί των επιθέτων είναι τρεις: Α) θετικός βαθμός, κατά τον οποίο το επίθετο φανερώνει απλώς την ιδιότητα ή την ποιότητα του προσδιοριζόμενου όρου, χωρίς σύγκριση προς κάποιο άλλο, π.χ. ὁ δίκαιος ἀνήρ. Β) συγκριτικός βαθμός, κατά τον οποίο το επίθετο φανερώνει ότι ο προσδιοριζόμενος όρος έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε βαθμό ανώτερο συγκριτικά προς έναν άλλο όρο ή και ένα σύνολο, π.χ. οὖτός ἐστι δικαιότερος ἐκείνου χρυσὸς κρείσσων πολλῶν χρημάτων. Γ) υπερθετικός βαθμός, κατά τον οποίο το επίθετο φανερώνει ότι ο προσδιοριζόμενος όρος έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε βαθμό ανώτερο από όλα τα άλλα και διακρίνεται σε: α) σχετικό υπερθετικό, (ο προσδιοριζόμενος όρος έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα στον μεγαλύτερο βαθμό συγκριτικά προς όλα τα άλλα του ίδιου είδους μαζί), π.χ. Ἀριστείδης ἦν δικαιότατος πάντων τῶν Ἀθηναίων. β) απόλυτο υπερθετικό, (ο προσδιοριζόμενος όρος έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα στον ανώτατο βαθμό, χωρίς να γίνεται σύγκριση προς άλλα), π.χ. οὖτός ἐστι δικαιότατος. ΦΗΜΑΣΙΜΟ ΠΑΡΑΘΕΣΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΣΩΝ Σα παραθετικά των επιθέτων σχηματίζονται είτε μονολεκτικά, είτε περιφραστικά. Α. ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΦΗΜΑΣΙΜΟ ΜΟΝΟΛΕΚΣΙΚΩΝ ΠΑΡΑΘΕΣΙΚΩΝ Σα μονολεκτικά παραθετικά των επιθέτων σχηματίζονται κανονικά προσθέτοντας στο θέμα του θετικού βαθμού του αρσενικού γένους τις παραθετικές καταλήξεις. Οι πιο συνηθισμένες είναι: για το συγκριτικό βαθμό: τερος, τέρα, τερον για τον υπερθετικό βαθμό: τατος, τάτη, τατον χηματίζουν με τις παραπάνω καταλήξεις τα παραθετικά τους τα παρακάτω επίθετα: α) δευτερόκλιτα, τριγενή και τρικατάληκτα, π.χ. πτωχόςήόν, πτωχότερος, πτωχοτέρα, πτωχότερον πτωχότατος, πτωχοτάτη, πτωχότατον β) τριτόκλιτα, τριγενή και τρικατάληκτα ή δικατάληκτα, π.χ. βαρύςεῖαύ βαρύτερος, βαρυτέρα, βαρύτερονβαρύτατος, βαρυτάτη, βαρύτατον ἀληθήςήςές ἀληθέστερος, ἀληθεστέρα, ἀληθέστερονἀληθέστατος, ἀληθεστάτη, ἀληθέστατον μέλαςαινααν μελάντερος, μελαντέρα, μελάντερονμελάντατος, μελαντάτη, μελάντατον χαρίειςεσσαεν χαριέστερος, χαριεστέρα, χαριέστερονχαριέστατος, χαριεστάτη, χαριέστατον 46
47 Παρατήρηση: Σα δευτερόκλιτα επίθετα σχηματίζουν παραθετικά με χαρακτήρα ο ή ω ως εξής: ΠΑΡΑΘΕΣΙΚΑ σε ότερος / ότατος 1. αν προηγείται συλλαβή φύσει μακρόχρονη, δηλαδή μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγος:η, ω,ου, ει, αι π.χ. ξηρός, ξηρότερος, ξηρότατος γενναῖος, γενναιότερος, γενναιότατος 2. αν προηγείται συλλαβή θέσει μακρόχρονη, δηλαδή βραχύχρονο φωνήεν και ακολουθούν δυο ή περισσότερα σύμφωνα ή ένα διπλό ξ, ψ π.χ. θερμός, θερμότερος, θερμότατος ἔνδοξος, ἐνδοξότερος, ἐνδοξότατος 3. όσα έχουν ως δεύτερο συνθετικό τις λέξεις: θυμός, κῦρος, λύπη, νίκη, τιμή, κίνδυνος, ψυχή π.χ. ἔγκυρος 4. τα επίθετα: ἀνιαρός, ἰσχυρός, ψιλός, πρᾱος, λιτός, φλύαρος ΠΑΡΑΘΕΣΙΚΑ σε ώτερος / ώτατος 1. αν προηγείται συλλαβή βραχύχρονη: π.χ. νέος, νεώτερος, νεώτατος σοφός, σοφώτερος, σοφώτατος 2. όσα λήγουν σε: ιος, ιμος, ικος, ινος π.χ. δόκιμος 3. όσα λήγουν σε: ακος, αλος, αμος, ανος, αρος, ατος, ΠΡΟΟΦΗ: εξαιρείται το ἀνιαρός 4. όσα λήγουν σε: υρος, χος, π.χ. ἥσυχος Β. ΑΝΑΛΟΓΙΚΟ ΦΗΜΑΣΙΜΟ ΠΑΡΑΘΕΣΙΚΩΝ Μερικά παραθετικά επιθέτων διαμορφώνονται αναλογικά πρός τα παραθετικά άλλων επιθέτων και λήγουν όπως αυτά: (ἐλαφρός ἐλαφρύτερος κατά το βαρύτερος, χοντρός χοντρύτερος κατά το παχύτερος, αντί για τα κανονικά ἐλαφρότερος, χοντρότερος). Έτσι διαμορφώνονται οι ακόλουθες αναλογικές παραθετικές καταλήξεις: α) έστερος, έστατος Σα τριτόκλιτα επίθετα σε ων, ον (γεν. ονος): σώφρων, ων, ον σωφρονέστερος, σωφρονεστέρα, σωφρονέστερον σωφρονέστατος, σωφρονεστάτη, σωφρονέστατον εὐδαίμων, ων, ον εὐδαιμονέστερος, εὐδαιμονεστέρα, εὐδαιμονέστερον εὐδαιμονέστατος, εὐδαιμονεστάτη, εὐδαιμονέστατον καθώς και τα επίθετα ἄκρατος (= αυτός που δεν έχει ανακατευτεί με άλλον, ανόθευτος), ἄσμενος (= ευχαριστημένος), ἐρρωμένος (= δυνατός) καὶ πένης σχηματίζουν τα παραθετικά τους κατά τα παραθετικά των σιγμόληκτων επιθέτων σε ης, ες (ἀληθής, ἀληθέστερος, ἀληθέστατος)