ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Μεταπτυχιακή Εργασία ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΠΡΟΣΩΠΟ Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Θ. Σ. Παυλίδου Γκαντώνα Μαλαματή Θεσσαλονίκη, 2011 1
Τριμελής Επιτροπή Α.Αρχάκης Μ. Μακρή-Τσιλιπάκου Θ.-Σ. Παυλίδου 2
Περιεχόμενα 1 Εισαγωγή...5 2 Αναφορά σε πρόσωπο (Person Reference)...9 2.1 Εισαγωγικά...9 2.2 Αναφορά...10 2.3 Μέσα έκφρασης της αναφοράς σε πρόσωπο...13 2.4 Είδη αναφοράς ανάλογα με το αναφερόμενο πρόσωπο...15 2.5 Βασικές αρχές αναφοράς σε πρόσωπο...17 2.6 Εναλλακτικοί Αναγνωριστικοί Τύποι (Alternative Recognitionals)...19 2.7 Θέση αναφορικών τύπων στη συνομιλία...21 2.8 Αναγνωρίσιμοι και μη αναγνωρίσιμοι αναφορικοί τύποι...23 2.9 Συγκεφαλαίωση...24 3 Κατηγοριοποίηση μελών (Membership Categorization)...26 3.1 Εισαγωγικά...26 3.2 Η έννοια της κατηγορίας...26 3.3 Επαναστατικές κατηγορίες (Revolutionary categories)...28 3.4 Membership Categorization Device (MCD)...31 3.5 Κανόνες εφαρμογής...33 3.6 Συγκεφαλαίωση...35 4 Σχέση μεταξύ αναφοράς σε πρόσωπο και κατηγοριοποίησης: θεωρητική και εμπειρική θεώρηση...37 4.1 Εισαγωγικά...37 4.2 Sacks: προσωπικές αντωνυμίες ως φορείς κατηγοριοποίησης...39 4.3 Schegloff: αποσαφήνιση και διαφοροποίηση των δύο εννοιών...43 4.4 Land και Kitzinger: μιλώντας από την οπτική γωνία κάποιου άλλου 47 4.5 Συγκεφαλαίωση...48 3
5 Εξέταση του υλικού...49 5.1 Το υλικό της έρευνας...49 5.2 Χρήση κατηγοριών για πράξεις πέρα από αναφορά...51 5.3 Χρήση κατηγορίας για αποφυγή συγκεκριμένης αναφοράς...56 5.4 Αναφορά σε άγνωστο τρίτο πρόσωπο με χρήση κατηγορίας...60 5.5 Μιλώντας από την οπτική γωνία κάποιου άλλου...66 5.6 Κάνοντας ιδιότητες τρίτων συναφείς με χρήση κατηγορίας...69 5.7 Συμπεράσματα...72 6 Επίλογος...74 Βιβλιογραφία...76 Περίληψη...80 Abstract...81 Παράρτημα (σε ξεχωριστό τεύχος)...(1-39) 4
1. Εισαγωγή Ένα από τα πιο ιδιαίτερα γνωρίσματα του ανθρώπου, που τον διαχωρίζει από τα υπόλοιπα είδη του ζωικού βασιλείου, είναι αναμφισβήτητα η γλώσσα. Χρησιμοποιούμε τη γλώσσα, όταν θέλουμε να εκφράσουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας, για να επικοινωνήσουμε με τους συνανθρώπους μας, να περιγράψουμε τον κόσμο γύρω μας και για κάθε πτυχή της καθημερινότητας μας. Όπως παραδέχεται και ο Lyons (1995) στο εισαγωγικό του εγχειρίδιο, το να δώσει κάποιος τον ορισμό της γλώσσας δεν είναι τόσο εύκολο όσο ίσως φαίνεται αρχικά. Υπάρχουν τόσοι ορισμοί όσες και οι οπτικές γωνίες απ τις οποίες κάποιος την προσεγγίζει. Στη δική μας περίπτωση δύο είναι οι τρόποι προσέγγισης του φαινομένου γλώσσα που μας αφορούν. Σε ένα πιο αφηρημένο επίπεδο ενδιαφερόμαστε για τη γλώσσα ως μέσο οργάνωσης της ανθρώπινης εμπειρίας και του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Ενδιαφερόμαστε όμως και για τη γλωσσική επικοινωνία, δηλαδή τη γλώσσα ως σύστημα επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους. Στα πλαίσια του δεύτερου τρόπου αντίληψης για τη γλώσσα ως σύστημα επικοινωνίας, η έννοια της αναφοράς κατέχει εξέχουσα θέση αφού είναι αυτή που μας επιτρέπει με τη χρήση διάφορων γλωσσικών εκφράσεων να απομονώνουμε συγκεκριμένα άτομα ή πράγματα. Πιο ειδικά ο μηχανισμός της αναφοράς δίνει στον εκάστοτε ομιλητή 1 τη δυνατότητα τόσο να απομονώσει στη συνομιλία τον εαυτό του για να εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματα του όσο και να απευθυνθεί στους συνομιλητές του ή και σε τρίτα πρόσωπα απόντα από τη συνομιλία. Και είναι αυτή η βασική λειτουργία της αναφοράς σε πρόσωπο που την καθιστά καθρέφτη των σχέσεων εντός της κοινωνίας και βασικό εργαλείο μας στην προσπάθεια διερεύνησης 1 Χρησιμοποιείται σε όλη την εργασία το αρσενικό γένος με γενικευτικό/γενετικό τρόπο (generic) για να αναφερθεί και στα δύο φύλα. Αυτό σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζεται ότι πίσω από αυτή τη γραμματική ηγεμονία του αρσενικού γένους εγγράφονται στη γλώσσα σημασιοπραγματολογικές ασυμμετρίες ανάμεσα στα δύο φύλα (Παυλίδου, 2002:46). Για την ισότιμη παρουσία των φύλων στην εργασία αποφύγαμε τη στρατηγική της συνεπούς θηλυκοποίησης της γλώσσας (πχ ο/η ομιλητής/τρια ) δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό η ανάγνωσή της καθίστατο εξαιρετικά δύσκολη. Όπου μπορέσαμε όμως χρησιμοποιήσαμε κάποιον ουδέτερο όρο αποφεύγοντας να αναφερθούμε είτε στο ένα είτε στο άλλο φύλο (πχ. το ομιλούν άτομο ). Για περισσότερα σχετικά με τις ασυμμετρίες του γένους στην ελληνική γλώσσα και τη φεμινιστική γλωσσική κριτική στην Ελλάδα βλ. Παυλίδου (2002). 5
της σχέσης ανάμεσα στην κοινωνική δομή, την κουλτούρα και τη γλωσσική χρήση (Stivers, Enfield & Levinson, 2007). Δεδομένου ότι η χρήση του ενός ή του άλλου αναφορικού μέσου είναι επιλογή των ίδιων των ομιλητών, γίνονται εμφανείς οι γενικές κοινωνιο-πολιτισμικές προτιμήσεις 2 (Stivers, 2007:73), οι διαφορετικοί κοινωνικοί ρόλοι που έχουν ανατεθεί στον καθένα και που καθοδηγούν τις σχέσεις μας εντός της κοινωνίας. Οι Sacks και Schegloff (1979), μάλιστα, υποστηρίζουν ότι η επιλογή ενός αναφορικού μέσου αντί κάποιου άλλου μας δίνει στοιχεία όχι μόνο για τον ομιλητή που το επέλεξε αλλά και για τον συνομιλητή του και τη δική του κοινωνική πραγματικότητα. Η επιλογή αναφορικού μέσου είναι δηλαδή ευαίσθητη και στις αντιλήψεις ανάγκες του συνομιλητή μια και στη συνομιλία όλα αποδίδονται με τρόπο, ώστε να ανταποκρίνονται στην εκάστοτε περίσταση 3. Λαμβάνοντας κανείς υπόψη πόσο μπορεί να διαφέρει η πραγματικότητα της κάθε γλωσσικής κοινότητας, αντιλαμβάνεται γιατί οι επιλογές αναφορικών μέσων παρουσιάζουν τόσο μεγάλες διαφοροποιήσεις ανά τον κόσμο 4. Μέχρι στιγμής αναφερθήκαμε στα χαρακτηριστικά της γλώσσας ως συστήματος επικοινωνίας. Ο ρόλος της γλώσσας όμως δεν περιορίζεται εκεί. Ήδη στην αρχή του κειμένου ορίστηκε και ως μέσο περιγραφής και οργάνωσης του κόσμου που μας δίνει τη δυνατότητα να καταλαβαίνουμε προτάσεις γρήγορα και χωρίς σκέψη αναφορικά με σχέσεις που δεν εκφράζονται ρητά 5 (Gumperz and Hymes, 1972:325). Ουσιώδες κομμάτι αυτής της όψης της γλώσσας αποτελούν οι κατηγορίες, οι οποίες σύμφωνα με το Schegloff (2007b:464) μας οδηγούν στην ίδια τη συγκρότηση και οργάνωση της αντίληψης, της κατανόησης, του χαρακτήρα της ορισμένης πραγματικότητας ως την οργάνωση της εμπειρίας 6. Αυτή τους η λειτουργία τις καθιστά με τη σειρά τους εξαιρετικά σημαντικές στη διερεύνηση των αρχών και των κανόνων που διέπουν την εκάστοτε κοινωνία. 2 ( ) general socio-cultural preferences ( ) 3 Αυτό που οι Sacks&Schegloff (1979) ονομάζουν recipient design. 4 Υπάρχει σύμφωνα με τη Stivers (2000:17) ποικιλόμορφη μεταβλητότητα (cultural variability). 5 We understand sentences rapidly and unreflectingly in terms of relationships that are not overtly expressed. 6 ( ) to the very constitution and organization of perception, of understanding, of the character of stipulated reality, to the organization of experience. 6
Το ότι η αναφορά σε πρόσωπο και η κατηγοριοποίηση συνδέονται μεταξύ τους είναι κάτι κοινά αποδεκτό, εφόσον πολύ συχνά χρησιμοποιούνται όροι κατηγοριών ως μέσα αυτοαναφοράς ή αναφοράς σε άλλο άτομο 7. Στο σημείο αυτό προκύπτει ένα ερώτημα. Αφού ο ομιλητής διαθέτει θεωρητικά- απεριόριστο αριθμό αναφορικών μέσων για να απομονώσει κάποιο άτομο στη συνομιλία, τί είναι αυτό που τον οδηγεί να επιλέξει έναν όρο για κατηγορία ως μέσο αναφοράς έναντι κάποιου άλλου αναφορικού μέσου 8 ; Οι λόγοι, απαντά ο Schegloff (2007c) μπορεί να είναι πολλοί. Μπορεί ο ομιλητής να θέλει να κάνει περιγραφή ( do description ) του αναφερόμενου ατόμου ή ακόμη να μη γνωρίζει το όνομα του παρά μόνο την ιδιότητα του. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που στόχος είναι να κάνει κατηγοριοποίηση ( do categorization ) θέλοντας να αποδοθούν στο αναφερόμενο άτομο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά για να εξυπηρετηθεί ο σκοπός του ομιλούντος ατόμου στην εκάστοτε συνομιλία. Οι περιπτώσεις χρήσης όρων για κατηγορίες ως αναφορικών μέσων για να κάνει ο ομιλητής κατηγοριοποίηση είναι αυτές που αφορούν την παρούσα εργασία και που έχει ως στόχο να ερευνήσει αν ισχύουν και για τα ελληνικά συνομιλιακά δεδομένα. Σε κάθε συνομιλιακή περίσταση υπάρχει ένα ασημάδευτο αναφορικό μέσο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί απλά για να κάνει αναφορά. Η χρήση στη θέση του κάποιου άλλου σημαδεμένου μέσου δεν έχει ως στόχο την απλή αναφορά αλλά και κάτι άλλο εκτός από αυτή 9. Με αυτόν τον τρόπο το αντιλαμβάνεται μάλιστα και ο εκάστοτε αποδέκτης του λόγου. Όταν ο σημαδεμένος τύπος είναι ο όρος για μια κατηγορία και κάποιος μηχανισμός κατηγοριοποίησης μελών ενεργοποιείται, γίνεται συναφής 10 (Schegloff, 2007b:471), μας δίνεται η δυνατότητα να δούμε πώς τα 7 O Schegloff (1996:459) σημειώνει ότι ( ) there is ( ) an enormous inventory of terms for categories of persons which are also available for use, use which can convey the non-recognizability of the referent person to the recipient. 8 Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα χρήσης όρου κατηγορίας για αυτοαναφορά (αντί ενός άλλου ασημάδευτου αναφορικού μέσου) δίνεται στις Land και Kitzinger (2007:504), όπου βλέπουμε μια ηλικιωμένη γυναίκα η οποία μιλώντας με τον άνδρα της κόρης της να αναφέρεται στον εαυτό της με το εξεζητημένο that silly old bat that lives across the road from you. Τους λόγους που την οδηγούν σε αυτή την επιλογή διευρευνούν οι Land και Kitzinger (504-505). 9 Το θέμα αυτό πραγματεύεται η Stivers (2007) και αναφέρεται σε αυτούς τους σημαδεμένους τύπους ως alternative recognitionals. 10 ( ) some MCD gets activated, gets made relevant ( ). 7
ομιλούντα άτομα αλλά και οι συνομιλητές τους- αντιλαμβάνονται και οργανώνουν την πραγματικότητα. Ο στόχος αυτής της εργασίας δεν είναι κοινωνιολογικός. Δε θέλουμε να αποδείξουμε με ποιον τρόπο οι άνθρωποι ταξινομούνται και εξατομικεύονται. Αυτό αποτελεί πυρήνα της κοινωνικής θεωρίας 11 (Stivers, Enfield&Levinson, 2007:1). Δικός μας στόχος είναι να ερευνήσουμε πώς οι υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις επηρεάζουν τις γλωσσικές μας επιλογές στην επικοινωνία. Συγκεκριμένα επιθυμούμε να βρούμε ποιος είναι εκείνος ο κοινωνικός στόχος που οδηγεί τους ομιλητές στην επιλογή όρων για κατηγορίες για να κάνουν αναφορά σε μία συνομιλία. Μεθοδολογικό εργαλείο στην προσπάθεια αυτή αποτελεί η Ανάλυση Συνομιλίας 12 που έχει στόχο να βρει τις πρακτικές μέσω των οποίων ο κόσμος που βλέπουμε και ακούμε, παράγεται 13 (Schegloff, 2007b:475). Πιο συγκεκριμένα ο πρώτος και γενικός στόχος της εργασίας είναι η συγκέντρωση των ευρημάτων σχετικά με το πώς η αναφορά σε πρόσωπο και η κατηγοριοποίηση διαπλέκονται. Και αυτό γιατί, αν και τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το θέμα αυτό (βλέπε για παράδειγμα Schegloff, 2007b, 2007c; Land and Kitzinger, 2007), δεν έχει υπάρξει κάποια προσπάθεια συστηματοποίησης των ευρημάτων. Πλάι στο γενικό στόχο μας ενδιαφέρουν πιο ειδικά οι λόγοι που οδηγούν τους ομιλητές στην επιλογή ενός όρου κατηγορίας ως αναφορικού μέσου, με σκοπό όμως να κάνουν κατηγοριοποίηση. Ως εκ τούτου εξετάζονται ορισμένες συνομιλίες στα ελληνικά και γίνεται προσπάθεια να αναλυθούν τα αποσπάσματα εκείνα στα οποία οι κατηγορίες γίνονται συναφείς από τη συνομιλιακή περίσταση και χρησιμοποιούνται όροι τους για να κάνουν αναφορά. 11 How persons are classified and individuated lies at the heart of social theory; ( ). 12 Στο εξής ΑΣ. 13 ( ) to getting at the practices by which the world we see and hear gets produced ( ). 8
2. Αναφορά σε πρόσωπο (Person Reference) 2.1 Εισαγωγικά Η αναφορά σε πρόσωπο (person reference 14 ) αποτελεί πεδίο ενδιαφέροντος (ως εκ τούτου και τόπο συνάντησης) πολλών επιστημονικών πεδίων όπως η ανθρωπολογία, η ψυχολογία, η φιλοσοφία, αλλά και η πραγματολογία. Καθένα από αυτά προσεγγίζει το φαινόμενο από διαφορετική οπτική γωνία. Στο κομμάτι που αφορά την παρούσα εργασία (βλ. γλωσσολογικό κομμάτι και πιο ειδικά το κομμάτι της ΑΣ), η διερεύνηση της PR μπορεί να βοηθήσει στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη σχέση ανάμεσα στον πολιτισμό, την κοινωνική δομή και τη γλωσσική χρήση. Παρά την εμφανή αυτή σπουδαιότητα της PR, η μελέτη της εμπειρικής της χρήσης σε περιβάλλον φυσικού λόγου για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα βρισκόταν στο περιθώριο. Αντίθετα περισσότερη βαρύτητα είχε δοθεί απλώς στην απαρίθμηση των τρόπων με τους οποίους σε γραμματικό επίπεδο πραγματώνονταν η PR. Σημείο αναφοράς στη μελέτη της PR στο πεδίο της ΑΣ αποτέλεσε η δουλειά των Sacks και Schegloff, οι οποίοι με το έργο τους Two Preferences in the Organization of Reference to Persons (Sacks and Schegloff, 1979) αποκάλυψαν έναν τομέα με αρκετά παραγωγικά διδάγματα για την ανάλυση συνομιλίας ειδικότερα και τις κοινωνικές επιστήμες γενικότερα (Lerner και Kitzinger,2007:427) 15. Παράλληλα ανέδειξαν τη συστηματικότητά του και την ευρύτητα των πεδίων στα οποία θα μπορούσε να εφαρμοστεί. Τα τελευταία χρόνια με ορόσημο το γνωστό άρθρο του Schegloff (1996) Some Practices for Referring to Persons in Talk-in-Interaction: A Partial Sketch of a Systematics παρατηρείται μια αναζωπύρωση του επιστημονικού ενδιαφέροντος (βλ. Fox, 1996; Huang, 2007) σχετικά με την αναφορά. Μάλιστα, η επιστημονική κοινότητα με αναφορές στην ΑΣ έχει να επιδείξει την τελευταία πενταετία πλούσιο έργο πάνω στο φαινόμενο αυτό. Ένα έργο που αγκαλιάζει πολλά ζητήματα και ανοίγει ακόμη περισσότερα προς μελλοντική διερεύνηση. 14 Στο εξής PR. 15 ( ) revealed a domain with a number of productive lessons for conversation analysis specifically, and social science more generally. Το συγκεκριμένο κείμενο αποτελεί την εισαγωγή του τεύχους 9(4) του περιοδικού Discourse Studies που είναι αφιερωμένο στην αναφορά σε πρόσωπο σε σύνδεση με την ΑΣ και περιέχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορική αναδρομή του πεδίου. 9
Στόχος της ενότητας αυτής είναι να παρουσιαστεί το φαινόμενο της PR στις πιο βασικές του εκφάνσεις. Θα ήταν αδύνατο να παρουσιαστεί όλο το εύρος των ερευνών που έχουν διεξαχθεί, αφενός λόγω της ευρύτητας τους και αφετέρου λόγω μιας αδυναμίας πολλές φορές να συνδεθούν τα διάφορα ευρήματα σε μια πιο συνεκτική θεωρία με τρόπο ώστε να μη φαίνονται αποσπασματικά. Αυτό βέβαια δε μειώνει σε καμιά περίπτωση ούτε τη σημασία τους ούτε τον πλούτο των συμπερασμάτων που μπορούμε να εξάγουμε από αυτά. Τα βασικά ερωτήματα γύρω από τα οποία πρέπει να δομείται η ανάλυση της PR σε ένα πρώτο επίπεδο τέθηκαν από τον Schegloff (1996:438-439). Πρέπει αρχικά να διερευνηθεί ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία η αναφορά επιτυγχάνεται. Στη συνέχεια πρέπει να βρούμε πώς οι ομιλητές κάνουν αναφορά κατορθώνοντας είτε να κάνουν απλά και μόνο αυτό είτε να κάνουν και κάτι επιπλέον με τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιούν. Τέλος έχει σημασία να ερευνήσουμε πώς ο λόγος των ομιλητών αναλύεται από τον εκάστοτε αποδέκτη, ώστε αυτός να καταλάβει τι ακριβώς έχει ως στόχο να κάνει ο συνομιλητής του. Ο ίδιος ο Schegloff καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η PR λειτουργεί έχοντας ως βάση κάποιους κανόνες που συγκροτούν ένα σύστημα (system oriented). Τονίζει όμως παράλληλα ότι ποτέ δεν πρέπει να παραβλέπουμε την περίσταση στην οποία η κάθε περίπτωση αναφοράς εμφανίζεται, καθώς αυτό είναι που παίζει τον κυρίαρχο ρόλο στην ανάλυση της. Ως εκ τούτου το βασικό ερώτημα που πρέπει να θέτει πάντα ο ερευνητής είναι το Γιατί συμβαίνει τώρα αυτό; 16 (Schegloff, 1996:439). Πριν προχωρήσουμε συγκεκριμένα όμως, στην περιγραφή των χαρακτηριστικών της PR, είναι απαραίτητο να ειπωθούν κάποια πράγματα για την έννοια της αναφοράς γενικότερα. 2.2 Αναφορά Αναφορά (reference) είναι η πράξη με την οποία το ομιλούν άτομο χρησιμοποιεί μία ή περισσότερες λέξεις για να δώσει τη δυνατότητα στο ακροατήριο να ταυτοποιήσει κάποιο πρόσωπο ή πράγμα (Yule, 2006:137). Ο ορισμός αυτός οδηγεί 16 Why that now. 10
σε ορισμένες διαπιστώσεις. Καταρχήν, η αναφορά δεν είναι χαρακτηριστικό της ίδιας της γλώσσας, αλλά πράξη των ομιλούντων ατόμων. Δεν είναι οι λέξεις 17 που αναφέρονται σε κάτι ή κάποιον, αλλά τα άτομα που τις χρησιμοποιούν. Ο εκάστοτε ομιλητής επιλέγει ανάμεσα σε διαφορετικές γλωσσικές εκφράσεις (κύρια ονόματα, οριστικές ή αόριστες αναφορικές φράσεις, αντωνυμίες) αυτήν που κρίνει ως κατάλληλη για την επίτευξη του στόχου του, που δεν είναι άλλο παρά η επιτυχής ταυτοποίηση του πράγματος ή ατόμου που έχει στο μυαλό του από τον εκάστοτε συνομιλητή του. Προκύπτει στο σημείο αυτό το ερώτημα ποιο είναι το κριτήριο εκείνο που καθιστά τη μία ή την άλλη γλωσσική έκφραση κατάλληλη ή όχι για μια συγκεκριμένη αναφορά. Η απάντηση που δίνει ο Yule (2006:26) είναι ότι η επιλογή της κατάλληλης αναφορικής έκφρασης στηρίζεται, σε μεγάλο βαθμό, σε αυτό που το ομιλούν άτομο υποθέτει ότι είναι ήδη γνωστό στον/την ακροατή/τρια. Για παράδειγμα, αν θέλει κάποιος να αναφερθεί σε μια φίλη του που ο συνομιλητής του γνωρίζει, μπορεί να χρησιμοποιήσει το όνομά της χωρίς ανησυχία ότι αυτός δεν θα ταυτοποιήσει το επιθυμητό πρόσωπο. Αν όμως ο ομιλητής γνωρίζει ότι ο συνομιλητής του δε θα μπορέσει με τη χρήση αυτής μόνο της αναφορικής έκφρασης να ταυτοποιήσει το σωστό άτομο, χρησιμοποιεί μια πιο κατάλληλη (πχ μια πιο σύνθετη) αναφορική έκφραση όπως η φίλη μου από τη σχολή. Επιπλέον πέρα από τις επιλογές των αναφορικών εκφράσεων που χρησιμοποιεί το ομιλούν άτομο ανάλογα με τις γνώσεις του ακροατηρίου του, η αναφορά συνδέεται και με τους στόχους του στην εκάστοτε συνομιλία (σχετικά με ποιον ή σε τί θα αναφερθεί). Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η επιτυχής αναφορά είναι υποχρεωτικά συνεργατική, αφού τόσο το ομιλούν άτομο όσο και το ακροατήριό του έχουν έναν ρόλο να παίξουν στη διαδικασία εκτίμησης του τι έχει στο νου του ο άλλος (Yule, 2006:27). Η ικανότητα των ακροατών μιας συνομιλίας να ταυτοποιούν τα πρόσωπα που η αναφορική έκφραση των συνομιλητών τους έχει ως στόχο να απομονώσει κάθε φορά δεν έχει να κάνει μόνο με την κατανόηση των αναφορικών εκφράσεων που αυτοί χρησιμοποιούν. Σημαντικό ρόλο παίζει και το συμφραστικό πλαίσιο που τις συνδέει. Το συμφραστικό πλαίσιο διακρίνεται σε γλωσσικό (co-text) και εξωγλωσσικό (context). Το πρώτο έχει να κάνει με το γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο 17 Ως συνδυασμοί αυθαίρετων φωνητικών συμβόλων. 11
χρησιμοποιείται μια λέξη (Yule, 2006:138) και το δεύτερο με το φυσικό περιβάλλον στο οποίο χρησιμοποιείται μια λέξη (140 στο ίδιο). Παραδείγματος χάρη στη συνεισφορά Τα τραπέζια πρέπει να εξυπηρετηθούν είναι χρήσιμο αν όχι απαραίτητο- για τον ακροατή να γνωρίζει ότι το εξωγλωσσικό συμφραστικό πλαίσιο είναι ένα εστιατόριο και άρα να περιορίσει το πεδίο αναφοράς 18 των τραπεζιών στους πελάτες που τα καταλαμβάνουν και όχι στα ίδια τα αντικείμενα (γλωσσικό συμφραστικό πλαίσιο). Στη διαδικασία αυτή, η συνεργασία των δύο πλευρών (ομιλητή-ακροατή) πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Θα πρέπει, δηλαδή, και οι δύο να είναι σίγουροι υπό κανονικές περιστάσεις- ότι ο ομιλητής όντως αναφέρεται σε κάτι ή κάποιον και ότι ο ακροατής αντιλαμβάνεται ότι για να ταυτοποιήσει το πρόσωπο της αναφορά πρέπει να δει και πέρα από αυτό που σημαίνουν μόνο οι λέξεις, να δει το πρόσθετο υποδηλούμενο νόημα που ονομάζεται υπονόημα (implicature) (Yule, 2006:46). Δεν πρέπει, όμως, να αντιλαμβανόμαστε την αναφορά ως μια μεμονωμένη πράξη, γιατί σε μια συνομιλία ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα πολύ συχνά αναφέρονται παραπάνω από μία φορά. Σε αυτές τις περιπτώσεις η πρώτη αναφορά ονομάζεται πρωταρχική (antecedent), ενώ η μεταγενέστερη αναφορά σε αντικείμενα ή πρόσωπα που έχουν ήδη ενταχθεί στη συνομιλία, παραπεμπτική (anaphor). Για τα δύο αυτά είδη αναφοράς όπως θα δούμε και στη συνέχεια του κεφαλαίου- επιλέγονται από τους ομιλητές διαφορετικές αναφορικές εκφράσεις. Πέρα από τα χαρακτηριστικά της αναφοράς ως διαδικασίας, η μελέτη της ασχολείται με την αιτιολόγηση του πώς οι ομιλητές επιλέγουν ανάμεσα στις διάφορες δυνατότητες για να αναφερθούν σε ένα μοναδικό αναφερόμενο σε μία συνομιλία 19 (Cumming and Ono, 1996:69). Αντίστοιχα η Downing (1996:95) υποστηρίζει ότι η επιλογή ανάμεσα στα διάφορα αναφορικά μέσα σχετίζεται με τον κοινωνικό στόχο (social agenda) που προωθείται από τον ομιλητή σε κάθε συνομιλία. Υποστηρίζει δε ότι, αν δε λάβουμε υπόψη αυτόν τον παράγοντα, δεν θα καταφέρουμε να εντοπίσουμε τους κανόνες πίσω από τις επιλογές των γλωσσικών εκφράσεων. Παρά το γεγονός ότι στην ενότητα αυτή επιχειρείται μια πιο γενική παρουσίαση της αναφοράς ως φαινόμενο, χωρίς να γίνεται λόγος για τις πιο ειδικές της εκφάνσεις, 18 Όπου πεδίο αναφοράς είναι το πλήθος των πιθανών αντικειμένων αναφοράς (Yule, 2006:31). 19 ( ) is concerned with accounting for how speakers choose among the various possibilities for referring to a single referent over a discourse. 12
θεωρώ σημαντικό να αναφέρω μία συγκεκριμένη της μορφή, αυτή της δείξης (deixis). Αιτία της επιλογής αυτής είναι η ιδιαίτερη σχέση της με το γλωσσικό και εξωγλωσσικό πλαίσιο του ομιλούντος ατόμου που την καθιστά χρήσιμη στη μετέπειτα ανάλυση των δεδομένων μας. Με τον όρο δείξη εννοούμε τη δυνατότητά μας να δείξουμε κάτι μέσω της γλώσσας με τη χρήση δεικτικών εκφράσεων (deictic expressions). Υπό αυτή την έννοια τη δείξη την αφορά άμεσα η σχέση ανάμεσα στη δομή μιας γλώσσας και το συμφραστικό πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιείται η γλώσσα 20 (Huang, 2007:132). Από τα διάφορα είδη δείξης (χρονική, τοπική, κοινωνική) μας αφορά η προσωπική δείξη ( δείχνουμε άτομα με τη γλώσσα) η οποία πραγματοποιείται κυρίως μέσα από προσωπικές αντωνυμίες, αλλά και κλητικά (vocatives), όπως τα επιφωνήματα (calls), τα καλέσματα (summonses) και οι προσφωνήσεις (addresses) 21. 2.3 Μέσα έκφρασης της αναφοράς σε πρόσωπο Ξαναγυρνώντας τώρα στην PR ως κομμάτι του ευρύτερου φαινομένου της αναφοράς επαναφέρεται το ερώτημα του Schegloff Γιατί συμβαίνει τώρα αυτό. Σχετικά με το ζήτημα που ανοίγει το θέμα αυτό, είναι πράγματι ένα πρόβλημα για τους ομιλητές να καταφέρουν να χρησιμοποιήσουν την κατάλληλη εκείνη αναφορική έκφραση που θα τους επιτρέψει να αναγνωριστεί αμέσως από τους συνομιλητές τους το άτομο που έχουν ως στόχο να δείξουν με το λόγο τους. Για το σκοπό αυτό υπάρχουν στη διάθεσή τους διάφορα μέσα 22. Πιο αναλυτικά: Κύρια ονόματα (Proper names) : Τα κύρια ονόματα παραπέμπουν με άμεσο τρόπο σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο (Stivers, Enfield & Levinson, 2007:3 23, Haviland, 2007:240 24 ) 25. Επειδή είναι το πιο ρητό μέσο αναφοράς που 20 Deixis is directly concerned with the relationship between the structure of a language and the context in which the language is used. 21 Για πιο αναλυτικά βλ. Levinson (1983). 22 Τα οποία ανάλογα με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο απαντώνται μπορούν να σχηματίσουν μια κλίμακα από αυτό που παραπέμπει στην πιο άμεση ως την πιο έμμεση αναγνώριση. 23 ( ) reference is achieved by a direct conventional link between the individual and the name ( ) 24 ( ) names anchor certain easily identifiable referents ( ) 13
διαθέτουμε (Levinson, 2007:33 26 ), γι αυτό και συγκροτεί τον πρωτοτυπικό τύπο αναγνωριστικής αναφοράς 27 στις περιπτώσεις που ένα άτομο αναφέρεται στην αρχή της συνομιλίας (Stivers, 2007:74-75 28 ). Σχεσιακές περιγραφές (relational descriptions) : Το μεγαλύτερο κομμάτι αυτής της ομάδας το καταλαμβάνουν οι όροι συγγενείας (kinship terms βλ. η μητέρα μου, η ξαδέρφη σου κ.ά.) (Stivers, Enfield & Levinson, 2007:6 29 ) Μη-σχεσιακές περιγραφές (Non-relational descriptions) : Το εύρος αυτής της ομάδας είναι τεράστιο (βλ. η γυναίκα με το κόκκινο φόρεμα, η φοιτήτρια με τα πολλά τετράδια κ.ά.). Αυτό μας δείχνει ότι οι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να αναφερθούμε σε ένα άτομο είναι απεριόριστοι (Stivers, Enfield & Levinson, 2007:6 30 ). Αντωνυμίες (Pronouns) : Πρόκειται για το πιο κοινό είδος PR στη συνομιλία δεδομένου ότι ο κύριος όγκος αναφορών τέτοιου τύπου έχει να κάνει με την αναφορά στον ίδιο τον ομιλητή και σε κάποιον αποδέκτη του λόγου (είτε αυτός είναι ο τρέχων συνομιλητής είτε όχι) (Schegloff, 1996:442-443). Εξωγλωσσικά μέσα (extralinguistic means): Αν και μας ενδιαφέρουν κυρίως τα γλωσσικά μέσα με τα οποία επιτυγχάνεται η PR, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το βοηθητικό / υποστηρικτικό ή ακόμη και τον καθοριστικό -σε ορισμένες γλωσσικές κοινότητες (πχ στη νήσο Rossel στη Νέα Γουινέα 31 )- ρόλο που παίζουν τα διάφορα εξωγλωσσικά μέσα στην επίτευξή της (βλ. χρήση του 25 Βέβαια κάτι τέτοιο μπορεί να υποστηριχτεί πρωταρχικά για τις δυτικές κοινωνίες, αφού σε άλλες περιοχές του κόσμου, τα κύρια ονόματα δε συνοδεύονται από τις ιδιότητες που τους αποδίδουμε εμείς ή ακόμη και η ίδια τους η χρήση είναι περιορισμένη. Για επιπλέον παράδειγμα στη νήσο Rossel οι όροι συγγένειας και ο ρόλος στην κοινότητα αποτελούν το βασικό μέσο αναφοράς (Levinson, 2007: 37). 26 ( ) they are likely to be the most explicit means for reference available in a community. 27 Τα υποκοριστικά ή παρατσούκλια απομονώνουν με ακόμη πιο αποτελεσματικό τρόπο το αναφερόμενο πρόσωπο. Η λειτουργία τους όμως δεν μπορεί να ταυτιστεί με αυτή των κύριων ονομάτων. Για περισσότερα βλ. Haviland (2007:234-237). 28 ( ) names constitute proto-typical initial reference forms and thus are typically used in initial position relative to that sequence or activity of talk. 29 Prime among the relational terms are kin terms 30 There is always an indefinate number of ways by which a thing or person can be referred to. 31 Βλ. Levinson (2007:44-45) 14
βλέμματος, χρήση του δάχτυλου, κίνηση του κεφαλιού κ.ά.) 32 (Stivers, Enfield & Levinson, 2007:8 33 ). 2.4 Είδη αναφοράς ανάλογα με το αναφερόμενο πρόσωπο Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι σε μια συνομιλία οι συμμετέχοντες αναφέρονται συνηθέστερα ο ένας στον άλλον, τα πιο απλά μέσα στη διάθεση του εκάστοτε ομιλητή 34 για να επιτύχει το στόχο του είναι οι αντωνυμίες πρώτου ενικού προσώπου ( I ) και δεύτερου ενικού προσώπου ( you ) 35. Προκύπτει, λοιπόν, ότι τα συνηθέστερα είδη PR σε μια συνομιλία είναι η αυτοαναφορά (self reference) και η αναφορά στον αποδέκτη της αναφοράς του ομιλητή (reference to addressed recipient). Οι ασημάδευτοι 36 τύποι (το πρώτο πρόσωπο ενικού για αυτοαναφορά και το δεύτερο πρόσωπο ενικού για αναφορά στο συνομιλητή) δε μας δίνουν καμιά πληροφορία σχετικά με το φύλο, την ηλικία, την ιδιότητα του αναφερόμενου προσώπου, καθώς και τη σχέση του με προηγούμενες αναφορές στο πρόσωπο που αφορούν. Προφανώς τα παραπάνω μέσα δεν είναι τα μόνα που διαθέτει ο ομιλητής για να επιτύχει τους εκάστοτε στόχους του. Καταρχήν οι ομιλητές μπορούν να χρησιμοποιήσουν κάποιον άλλο τύπο πέρα από το πρώτο πρόσωπο ενικού για να αναφερθούν στον εαυτό τους (speaker s use of other than I for self-reference). Μπορούν να χρησιμοποιήσουν το όνομά τους, το 32 Για περισσότερα βλ. Turk (2007:558,564). 33 ( ) critical role that co-speech gesture plays in person reference. 34 Όπως προκύπτει από τις διάφορες έρευνες σε διαπολιτισμικό επίπεδο αυτό δεν ισχύει για όλα τα γλωσσικά συστήματα. Άλλωστε και ο ίδιος ο Schegloff σε όλες του τις σχετικές δημοσιεύσεις δεν παύει να τονίζει πως αναφέρεται στο αγγλικό γλωσσικό σύστημα (για σχετικά κείμενα παραπέμπουμε στους Enfield (2007) και Stivers (2007)). Στη δική μας περίπτωση θα αποδεχτούμε τις βασικές αρχές της ανάλυσης του Schegloff (1996) για την ελληνική περίπτωση, δεδομένου ότι οι κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες που επικαθορίζουν τα γλωσσικά αυτά φαινόμενα είναι λίγο ως πολύ κοινά στις λεγόμενες δυτικές κοινωνίες. 35 Αντίθετα με την κοινή πεποίθηση ότι οι αντωνυμίες αποτελούν απλούς αντικαταστάτες των ουσιαστικών, στην περίπτωσή μας συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι ονοματικές φράσεις όταν χρησιμοποιούνται αποτελούν αντικαταστάτριες τους (Schegloff, 1996:442). 36 Στο ζήτημα αυτό του σημαδέματος θα αναφερθούμε αργότερα. 15
πρώτο πρόσωπο πληθυντικού ( we ) για να αναφερθούν στον εαυτό τους ως κομμάτι/ μέλος μια συλλογικότητας ή ως φορείς/εκπρόσωποι ενός οργανισμού αλλά και οποιονδήποτε άλλο περιγραφικό όρο 37. Η πράξη που επιτυγχάνεται μέσω της αναφοράς διαφέρει, ανάλογα με την αναφορική έκφραση που χρησιμοποιήθηκε, αλλά και την εκάστοτε περίσταση στην οποία αυτοί απαντώνται. Αντίστοιχα χρησιμοποιούνται εναλλακτικοί τύποι και για το δεύτερο πρόσωπο ενικού που χρησιμοποιούν συνηθέστερα οι ομιλητές, όταν αναφέρονται στο συνομιλητή τους (speaker s use of other than you for addressed recipient). Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, οι εναλλακτικοί τύποι ποικίλουν. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί απλά το όνομα του συνομιλητή αλλά και τριτοπρόσωποι αναφορικοί τύποι (third person reference forms) που ως στόχο έχουν να αναδείξουν και να τονίσουν τη σχέση του αναφερόμενου προσώπου με την συνομιλία που βρίσκεται σε εξέλιξη, προωθώντας συνήθως μια πράξη διαφορετική από την απλή αναφορά στο συγκεκριμένο πρόσωπο, καθώς και περιγραφικοί όροι. Τέλος είναι αυτονόητο ότι σε μια συνομιλία γίνονται με συστηματικό τρόπο αναφορές και σε πρόσωπα που δεν είναι παρόντα σε αυτή (reference to other than speaker/recipient). Στις περιπτώσεις όπου ο συνομιλητής του ομιλούντος ατόμου γνωρίζει το αναφερόμενο πρόσωπο, η χρήση του ονόματος του είναι ο πρωτοτυπικός τρόπος αναφοράς, ιδίως όταν αυτό αναφέρεται για πρώτη φορά στη συνομιλία. Για τις αναφορές στο ίδιο άτομο που μπορεί να ακολουθήσουν, χρησιμοποιούνται αντωνυμίες (π.χ. τρίτο πρόσωπο ενικού και πληθυντικού). Επίσης, μπορεί να γίνει χρήση και περιγραφικών ονοματικών φράσεων σε περίπτωση π.χ. που ο συνομιλητής ή και ο ομιλητής δε γνωρίζει το αναφερόμενο πρόσωπο (βλ. η συμπαθητική κοπέλα ). Η παραπάνω ανάλυση σχετικά με τη χρήση προσωπικών αντωνυμιών ως συνηθέστερων αναφορικών μέσων περιορίζεται σε γλώσσες στις οποίες η παρουσία μιας προσωπικής αντωνυμίας σε θέση υποκειμένου είναι υποχρεωτική (Pavlidou, forthcoming) 38. Σε γλώσσες μηδενικού υποκειμένου (zero - subject languages) όπου η 37 Όπως υποστηρίζουν οι Land και Kitzinger (2007:494-502) στη σχετική τους δουλειά οι ομιλητές με τον τρόπο αυτό μιλούν από την οπτική γωνία άλλων προσώπων ή κατηγοριών, θέλοντας να προβούν σε πράξεις πιθανώς απειλητικές προς το πρόσωπο των συνομιλήτών τους ή να αποδώσουν τις απόψεις τους σε κάποιους άλλους αρνούμενοι έτσι να αναλάβουν την πλήρη ευθύνη της εκφοράς τους. 38 ( ) is restricted to languages inn which the presence of the subject pronoun is obligatory. 16
μορφολογία του ρήματος δίνει στοιχεία για το υποκείμενο, οι προσωπικές αντωνυμίες σε θέση υποκειμένου θεωρούνται συντακτικά / αναφορικά περιττές (στο ίδιο) 39 40. 2.5 Βασικές αρχές αναφοράς σε πρόσωπο Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να προστεθεί ένας ακόμη παράγοντας στην ανάλυσή μας. Ο παράγοντας σημαδεμένο / ασημάδευτο ( marked / unmarked ) αναφορικό μέσο. Κι αυτό γιατί για κάθε επαναλαμβανόμενο τύπο προβλήματος συντονισμού που μπορεί να επιλυθεί με τη χρήση της γλώσσας, θα πρέπει να υπάρχει ένας ασημάδευτος τρόπος για να διατυπωθεί (Stivers, Enfield&Levinson, 2007:8) 41. Θα πρέπει να υπάρχει δηλαδή ένας καθιερωμένος, σταθερός (standard) τύπος που να μπορούμε να τον χρησιμοποιήσουμε. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, αναφερόμαστε στο πραγματολογικό σημάδεμα (pragmatic markedness). Αυτό σημαίνει ότι ένας συγκεκριμένος τύπος δεν είναι σημαδεμένος ή όχι για την ίδια τη γλώσσα ως σύστημα, αλλά για την επικοινωνιακή περίσταση στην οποία απαντάται. Φυσικά το να καταφέρει ο ομιλητής να χρησιμοποιήσει τον κατάλληλο για κάθε περίσταση ασημάδευτο τύπο, δεν είναι πάντα τόσο απλό όσο ίσως να υπονοείται, γι αυτό και πολλές φορές μπορεί να προκύψουν προβλήματα συνεννόησης και παρανοήσεων. Για την ακρίβεια πρόκειται για μια ιδιαίτερα ευαίσθητη κοινωνική λειτουργία (Brown, 2007:172-174) 42. Για την ικανοποίηση αυτού του παράγοντα οι Sacks και Schegloff (1979) οι οποίοι όπως αναφέρθηκε και παραπάνω αντιμετώπισαν την PR ως ένα σύστημα με 39 ( ) are considred syntactically / referentially redundand. 40 Για περισσότερα για το ρόλο των προσωπικών αντωνυμιών σε θέση υποκειμένου βλ. Pavlidou (forthcoming) που πραγματεύεται τις χρήσεις (πέραν της ανφορικής) του πρώτου προσώπου πληθυντικού εμείς στην ελληνική γλώσσα. 41 For any recurrent type of coordination problem conventionally solved by the use of language, there should be an unmarked way to formulate it. 42 Παραδείγματα τέτοιου τύπου βλέπουμε καθημερινά γύρω μας πχ. ενώ ένας μαθητής αναφέρεται στον καθηγητή του απλά με το όνομά του όταν βρίσκεται με τους φίλους του (πχ. ο Μιχαηλίδης ), το να αναφερθεί σε αυτόν με αυτόν τον τρόπο όταν συνομιλεί με το Λυκειάρχη θα ήταν μια ατυχής επιλογή σε σχέση με την επικοινωνιακή περίσταση. Η αναφορά στον καθηγητή θα γίνονταν με έναν πραγματολογικά σημαδεμένο τύπο. 17
εσωτερική οργάνωση- εντόπισαν τη λειτουργία δύο αρχών (principles) που ορίζουν τα κριτήρια με τα οποία γίνεται η επιλογή του κατάλληλου αναφορικού μέσου στην εκάστοτε περίσταση 43. Η αρχή της αναγνώρισης (principle of recognition) ορίζει πως οι ομιλητές επιλέγουν αναφορικούς τύπους τους οποίους οι συνομιλητές τους θα είναι σε θέση να αναγνωρίσουν και θα μπορέσουν κατ επέκταση να ταυτοποιήσουν το σωστό άτομο. Η αρχή της ελαχιστοποίησης (principle of minimization) ορίζει ότι ο ομιλητής προτιμά τον πιο οικονομικό, σύντομο αναφορικό τύπο που διαθέτει για να γίνει η ταυτοποίηση του ατόμου στο οποίο αναφέρεται αν είναι δυνατό, χρησιμοποίησε έναν απλό, αναφορικό τύπο. Συχνά όμως οι δύο αρχές έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Αυτό συμβαίνει όταν για παράδειγμα οι ομιλητές αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν μακροσκελείς αναφορικούς τύπους για να πετύχουν τη σίγουρη ταυτοποίηση των αναφερόμενων ατόμων από τους συνομιλητές τους, καταπατώντας την αρχή της ελαχιστοποίησης. Σε αυτές τις περιπτώσεις σύγκρουσης εμφανίζεται ισχυρότερη η αρχή της αναγνώρισης, ενώ η αρχή της ελαχιστοποίησης λειτουργεί ως μη προτιμώμενη. Αυτό μπορούμε να το αντιληφθούμε και εμπειρικά, όταν παραδείγματος χάρη οι αποδέκτες του λόγου με ενεργό τρόπο αποζητούν την αναγνώριση του αναφερόμενου από το συνομιλητή τους προσώπου -φτάνοντας μάλιστα συχνά σε σημείο να διακόπτουν τον συνομιλητή τους, 44 αν κάτι τέτοιο δεν έχει επιτευχθεί (ρωτώντας πχ ποιος; ) 45 - αναγκάζοντάς τον να εμπλουτίσει την αναφορά του και ως εκ τούτου να 43 Δεδομένου ότι αποδεχόμαστε το φαινόμενο της PR ως υποσύστημα εντός του γλωσσικού συστήματος, αυτόματα συμβαίνει ότι αποδεχόμαστε την καθολικότητα κάποιων από τις βασικές του αρχές. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίον πραγματώνονται αυτές οι αρχές διαφέρει ανάλογα με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο απαντώνται. Τα παραδείγματα που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτή την εργασία προέρχονται αποκλειστικά και μόνο από περιοχές του λεγόμενου δυτικού κόσμου. Αυτό δε σημαίνει ότι αγνοούμε ή αδιαφορούμε για το τι γίνεται σε κοινωνίες που εκ πρώτης όψεις φαίνεται να μας δίνουν εντελώς διαφορετικά πορίσματα. 44 Κάτι το οποίο συνιστά πράξη απειλητική απέναντι στο πρόσωπο του συνομιλητή (face threatening act). 45 Οι διορθώσεις είναι πάντα προσανατολισμένες στις εκάστοτε ανάγκες του συνομιλητή και οι τύποι που αντικαθιστούν τους προηγούμενους προβληματικούς επιλέγονται ανάλογα με το συγκεκριμένο επικοινωνιακό πρόβλημα που έχουν να επιλύσουν στη δεδομένη στιγμή της συνομιλίας (ή τουλάχιστο αυτό που ο ομιλητής αντιλαμβάνεται ως πρόβλημα). Για περισσότερα σχετικά με τις διορθώσεις όσον αφορά την αυτοαναφορά βλ. Lerner και Kitzinger (2007b). 18
καταπατήσει την αρχή της ελαχιστοποίησης. Παρατηρούμε ακόμη ότι η αρχή της ελαχιστοποίησης δεν άρεται άμεσα, αλλά υποχωρεί σταδιακά (step-by-step). Ο ομιλητής προσπαθεί να τη διατηρήσει όσο περισσότερο γίνεται. Τη διαδικασία αυτή συμπυκνώνει ο Levinson (2007:30): Μην λες στον συνομιλητή σου αυτό που ήδη ξέρει, εκμεταλλεύσου το!, -και αν αμφιβάλεις (για αυτά που ξέρει, σημ. δική μας), υπόθεσε ότι ξέρει, και πες λιγότερα 46. 2.6 Εναλλακτικοί Αναγνωριστικοί τύποι (Alternative Recognitionals) Παρόλα αυτά, όμως, βλέπουμε συχνά τους ομιλητές να μη χρησιμοποιούν το αναφορικό μέσο που θα ήταν αναμενόμενο, αλλά να επιλέγουν κάποιο άλλο, σημαδεμένο, που σε φαινομενικό επίπεδο, όπως θα δούμε στη συνέχεια παραβιάζει αυτές τις αρχές. Μάλιστα, η παραβίαση αυτή των αρχών είναι εξαιρετικά συχνό φαινόμενο στις συνομιλίες και γι αυτό δε θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε ως περιθωριακό 47. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η επιλογή ενός αναφορικού μέσου αντί κάποιου άλλου είναι καθοριστική στην κοινωνική κατασκευή του αναφερθέντος ατόμου από τον ομιλητή (Hanks, 2007:149 48 ), η χρήση ενός σημαδεμένου μέσου έρχεται να προσθέσει κάτι διαφορετικό στην ήδη υπάρχουσα κατασκευή ενός ατόμου. Τις αναφορές που χρησιμοποιούν σημαδεμένα αναφορικά μέσα όχι για απλή αναφορά, αλλά για να δείξουν τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ο ομιλητής Τρία είναι τα βασικά είδη προβλημάτων στα οποία η αναφορά σε πρόσωπο είναι ευάλωτη: 1) προβλήματα στην ακοή (ο αποδέκτης του λόγου δεν κατάφερε να ακούσει τον αναφορικό τύπο), 2) μη μοναδικότητα (ο αποδέκτης του λόγου γνωρίζει παραπάνω από ένα άτομα τα οποία θα μπορούσε να απομονώνει ο αρχικός αναφορικός τύπος) και 3) αποτυχία αναγνώρισης (ο αναφορικός τύπος που αρχικά χρησιμοποιήθηκε είναι άγνωστος στον αποδέκτη του λόγου). 46 (1) don t tell recipients what they already know, exploit it!, - and (2) if in doubt, oversuppose and undertell. 47 Ένας μαθητής λόγου χάρη, που μιλώντας στους συμμαθητές του για τη μαθηματικό τους, δεν αναφέρεται σε αυτήν ως η κ. Κυριακίδου, αλλά ως η συμπαθητική αυτή κυριούλα. 48 In formulating a person with a descriptor, a name or a participant deictic, the speaker construes the person in a certain way. Indexical construal is a linguistically mediated, cognitively rich act and it must be studied at the token level. 19
αντιλαμβάνεται το αναφερόμενο άτομο, η Stivers (2007:73) τις ονομάζει εναλλακτικούς αναγνωριστικούς τύπους (alternative recognitionals) 49. Η πράξη της κοινωνικής κατασκευής, στην οποία προχωρά κάθε φορά ο ομιλητής, μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο από την εξέταση της εκάστοτε επικοινωνιακής περίστασης και της σχέσης ανάμεσα στους συνομιλητές. Ο τύπος που επιλέγεται δηλαδή προς χρήση είναι προσαρμοσμένος στο περιεχόμενο της συνομιλίας (adapted to context) αλλά και στο είδος της σχέσης ανάμεσα στον ομιλητή, το συνομιλητή του και το πρόσωπο στο οποίο ο πρώτος αναφέρεται. Για να είναι όμως επικοινωνιακά εφικτή αυτή η αλλαγή είδους αναφορικού τύπου σε περιβάλλοντα όπου η χρήση ενός ασημάδευτου τύπου θα ήταν απολύτως δυνατή, θα πρέπει να πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις. Χρειάζεται αρχικά ο ομιλητής να γνωρίζει ήδη τον ασημάδευτο τύπο που αντιστοιχεί στο αναφερόμενο πρόσωπο και να υποθέτει ότι και ο συνομιλητής τον γνωρίζει ο ίδιος και υποθέτει και αυτός από την πλευρά του ότι και ο ομιλητής που κάνει την αναφορά - τον γνωρίζει. Επιπλέον ο ασημάδευτος τύπος, που εν τέλει θα χρησιμοποιηθεί, πρέπει να μπορεί και αυτός να αναγνωριστεί από το συνομιλητή (Stivers, 2007:77). Η Stivers (2007) εντοπίζει τέσσερα είδη εναλλακτικών αναφορικών τύπων: Recipient associated: Με αυτόν τον τρόπο συσχετίζεται ο συνομιλητής με το αναφερόμενο πρόσωπο χωρίς κάτι τέτοιο να έχει συμβεί ξανά σε προηγούμενα σημεία της συνομιλίας ( π.χ. ο αδερφός σου ). Speaker associated: Αντίστοιχα, με τον ίδιο τρόπο μπορεί να συσχετιστεί ο ίδιος ο ομιλητής με το αναφερόμενο πρόσωπο (π.χ. η θεία μου ). Demonstrative prefaced descriptions: Το είδος αυτό εναλλακτικών αναφορικών τύπων δεν έχει στόχο να συσχετίσει το αναφερόμενο πρόσωπο με κάποιον, αλλά σε αρχική θέση μας δίνει το στοιχείο ότι ο συνομιλητής το γνωρίζει (π.χ. εκείνος ο γείτονας από απέναντι ). 49 Το ίδιο φαινόμενο, δηλαδή η χρήση, δηλαδή, ενός είδους αναφορικού μηχανισμού, τη στιγμή που κάποιος άλλος είναι το ίδιο αποτελεσματικός στην επιλογή του αναφερόμενου προσώπου και το ίδιο κατάλληλος στις συνθήκες, πυροδοτεί αναπόφευκτα συμπεράσματα σχετικά με το γιατί αυτό σε αντίθεση με εκείνο αναφέρεται από τον Haviland (2007:240) ως referring dupliciter ( αναφορικό διπλότυπο ). (πρωτότυπο: Using one kind of referential device, when another one is equally efficient at picking out the referent and equally appropriate in the circumstances, triggers unavoidable inferences about why this as opposed to that. ) 20
In the know references: Αυτό το είδος διαφοροποιείται από τα προηγούμενα με την έννοια ότι προϋποθέτει κοινό έδαφος ανάμεσα στους συνομιλητές 50. Ο συνομιλητής πρέπει να είναι μυημένος στον κώδικα του ομιλητή για να μπορέσει να εντοπίσει το πρόσωπο της αναφοράς. Δίνεται δηλαδή έμφαση στη στενότητα της σχέσης των ομιλούντων ατόμων. 2.7 Θέση αναφορικών τύπων στη συνομιλία Σε μια ανάλυση του φαινόμενου της PR δεν αρκεί απλά να γνωρίζουμε ποιος τύπος χρησιμοποιήθηκε κάθε φορά. Κι αυτό γιατί έχει σημασία το σημείο της συνομιλίας στο οποίο απαντάται το εκάστοτε αναφορικό μέσο, με την έννοια ότι ανάλογα τη θέση στην οποία απαντάται, διαφοροποιείται και η λειτουργία του (Schegloff, 2007a). Αρχικά πρέπει να κάνουμε μία διάκριση ανάμεσα σε τοπικά αρχικές ή τοπικά επακόλουθες αναφορικές περιπτώσεις / θέσεις (locally initial or locally subsequent reference occasions / positions). Να διακρίνουμε δηλαδή κατά πόσο η αναφορά σε ένα πρόσωπο γίνεται για πρώτη φορά ή όχι σε μία ακολουθία λόγου, άσχετα με το πώς αυτή πραγματώνεται. Αν για παράδειγμα ο ομιλητής θέλει να μιλήσει για κάποιο άτομο, το σημείο στη συνομιλία που θα το αναφέρει για πρώτη φορά αποτελεί την τοπικά αρχική αναφορική θέση, ενώ όλες οι υπόλοιπες αναφορές θα βρίσκονται σε τοπικά επακόλουθες θέσεις. Έπειτα, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, αν χρησιμοποιούνται τοπικά αρχικοί ή τοπικά επακόλουθοι αναφορικοί τύποι (locally initial or locally subsequent reference forms). Αν δηλαδή χρησιμοποιούνται τύποι που εισάγουν μια νέα αναφορά στην εκάστοτε συνομιλία (τοπικά) ή τύποι που αναφέρονται σε ένα προαναφερθέν πρόσωπο. Τοπικά αρχικοί αναφορικοί τύποι είναι εκείνοι που με τον πιο σαφή και οικονομικό τρόπο θα επιτρέψουν στο συνομιλητή να απομονώσει το αναφερόμενο πρόσωπο. Τέτοιοι τύποι είναι κυρίως τα κύρια ονόματα και οι σχεσιακές και μη σχεσιακές περιγραφές. Μόλις γίνει αυτή η απομόνωση, ο ομιλητής έχει τη 50 Παραδείγματος χάρη η μιλαίδη όταν μια μαμά αναφέρει στον άνδρα της την κόρη τους που δεν έπλυνε τα πιάτα... 21
δυνατότητα να αναφερθεί ξανά στο ίδιο άτομο, να χρησιμοποιήσει αναφορικούς τύπους που αν χρησιμοποιούνταν για την πρώτη αναφορά του ατόμου, θα δυσκόλευαν το συνομιλητή στην ταυτοποίηση του αναφερόμενου προσώπου. Τέτοιοι αναφορικοί τύποι είναι οι αντωνυμίες. Συνεχίζοντας το προηγούμενο παράδειγμα ο ομιλητής θέλοντας να αναφερθεί σε κάποιο φίλο του, πρώτα θα τον αναφέρει ως ο Κώστας ή ο φίλος μου ο Κώστας και στη συνέχεια, αφού ήδη θα έχει απομονωθεί από τους συνομιλητές το σωστό άτομο, θα τον αναφέρει ως αυτός. Από τις παραπάνω περιπτώσεις (θέσεις-τύπους) μπορούν να προκύψουν τέσσερις συνδυασμοί. Οι πρώτοι δύο (βλ. τοπικά αρχικοί αναφορικοί τύποι σε τοπικά αρχικές θέσεις και τοπικά επακόλουθοι αναφορικοί τύποι σε τοπικά επακόλουθες θέσεις) περιγράφουν ασημάδευτες περιστάσεις, αφού το λογικό είναι να χρησιμοποιούμε αρχικούς αναφορικούς τύπους για να αναφερθούμε για πρώτη φορά σε ένα πρόσωπο και επακόλουθους για να αναφερθούμε σε αυτό σε κάποια άλλη στιγμή της ακολουθίας. Αντίθετα, οι άλλοι δύο συνδυασμοί περιγράφουν σημαδεμένες περιστάσεις και γι αυτό το λόγο θα σταθούμε σε αυτούς λίγο περισσότερο. Τοπικά επακόλουθοι αναφορικοί τύποι σε τοπικά αρχικά θέσεις (locally subsequent reference forms in locally initial positions) : Στις περιστάσεις αυτές ένας αναφορικός τύπος που χρησιμοποιείται συνήθως για αναφορά σε άτομα που ήδη έχουν ταυτοποιηθεί στη συνομιλία, εισάγει το αναφερόμενο πρόσωπο για πρώτη φορά σε αυτή. Αυτό μπορεί να προκαλέσει σύγχυση στο συνομιλητή, επειδή δεν είναι σε θέση να εντοπίσει το αναφερόμενο άτομο (αν π.χ. σε μια συνομιλία ο ομιλητής αναφερθεί σε κάποιον ως αυτός χωρίς προηγουμένως να έχει διευκρινίσει ότι ο αυτός είναι ο Κώστας τον οποίο γνωρίζει και ο ίδιος ο συνομιλητής). Στις περιπτώσεις που ακόμη και υπό αυτούς τους δυσμενείς όρους ο συνομιλητής καταφέρνει να απομονώσει το σωστό άτομο, τότε τονίζεται η σχέση ανάμεσα στους συνομιλητές που τους δίνει τη δυνατότητα να επικοινωνούν με τέτοιους όρους. Τοπικά αρχικοί αναφορικοί τύποι σε τοπικά επακόλουθες θέσεις (locally initial reference forms in locally subsequent positions) : Στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιείται κάποιος τύπος που κανονικά θα εισήγαγε αναφορά σε νέο πρόσωπο στη συγκεκριμένη συνομιλία, σε μία θέση όμως όπου έχει ήδη γίνει αναφορά στο πρόσωπο αυτό και κανονικά θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί κάποιος επόμενος (subsequent) αναφορικός τύπος. Ο Schegloff (1996) παραθέτει παραδείγματα τέτοιων 22
περιπτώσεων σε περιβάλλοντα όπου εκφράζεται κάποιου είδους διαφωνία. Για παράδειγμα, όταν ένας ομιλητής κατηγορεί κάποιον για κάτι, πολλές φορές επαναλαμβάνει το όνομα του (αρχικός αναφορικός τύπος) σε επακόλουθες αναφορικές θέσεις για να τονίσει την ευθύνη του (πχ. Ο Χ μας είπε ψέματα, ο Χ μας εξαπάτησε, τον Χ πρέπει να τιμωρήσουμε! ). 2.8 Αναγνωρίσιμοι και μη-αναγνωρίσιμοι αναφορικοί τύποι Μία επιπλέον διευκρίνηση θα πρέπει να γίνει όσον αφορά τους τοπικά αρχικούς αναφορικούς τύπους (locally initial reference forms). Όπως αναφέρει και ο Schegloff (1996:458) η αναφορά σε πρόσωπα στη συνομιλία εμπλέκει ( ) την εξέταση παραγόντων σχεδίασης με βάση τον αποδέκτη 51. Τονίζεται με αυτόν τον τρόπο η σημασία που έχει κάθε φορά στην επιλογή από τον ομιλητή κάποιου αναφορικού τύπου, τι γνωρίζει ο συνομιλητής του για το αναφερόμενο πρόσωπο, αλλά και η στάση που κρατάει απέναντι του. Συγκεκριμένα, οι αναφορικοί τύποι μπορούν να διακριθούν σε αναγνωρίσιμους και σε μη αναγνωρίσιμους (recognitional and non-recognitional reference forms) ανάλογα με τη σχέση τους με τον αποδέκτη του λόγου. Οι πρώτοι, που αποτελούν και το μεγαλύτερο μέρος των περιπτώσεων αναφοράς στη συνομιλία, υποδεικνύουν στον αποδέκτη του λόγου ότι το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται είναι κάποιο άτομο το οποίο γνωρίζουν. Τέτοιου είδους τύποι είναι τα κύρια ονόματα και οι αναγνωρίσιμοι περιγραφικοί όροι (descriptors), εκ των οποίων προτιμότερη είναι η χρήση κύριων ονομάτων 52. Οι δεύτεροι υποδεικνύουν στον αποδέκτη του λόγου ότι γίνεται αναφορά σε κάποιο πρόσωπο που αυτοί δεν γνωρίζουν. Οι πρωτοτυπικοί, απλοί τύποι σε τέτοιου είδους περιστάσεις είναι εκφράσεις όπως κάποιος, αυτή η γυναίκα κ.ά. (prototypical non-recognitionals). Μπορούν, βέβαια, να χρησιμοποιηθούν και άλλοι 51 Reference to persons in conversation implicates ( ) considerations of recipient design. 52 Αν ο συνομιλητής γνωρίζει το αναφερόμενο πρόσωπο με το όνομά του, χρησιμοποίησε το όνομά του (Schegloff, 1996:464) 23
πιο περίπλοκοι περιγραφικοί τύποι (non-recognitional descriptors) ή και μια μεγάλη γκάμα κατηγοριών προσώπων 53. 2.9 Συγκεφαλαίωση Συγκεφαλαιώνοντας το κλειδί για την κατανόηση της αναφοράς είναι εκείνη η πραγματολογική διαδικασία κατά την οποία τα ομιλούντα άτομα επιλέγουν γλωσσικές εκφράσεις με την πρόθεση να ταυτοποιήσουν ορισμένες οντότητες και με την υπόθεση ότι το ακροατήριο θα συνεργαστεί και θα ερμηνεύσει αυτές τις εκφράσεις σύμφωνα με την πρόθεση των ομιλούντων (Yule, 2006:34). Πρόκειται για ένα φαινόμενο το οποίο βασίζεται στην αρχή της συνεργασίας των συνομιλητών, κάτι που κάνει προφανή την κοινωνική του διάσταση. Κομμάτι του φαινομένου της αναφοράς είναι και η αναφορά σε πρόσωπο, μέσα έκφρασης της οποίας μπορεί να είναι κύρια ονόματα, σχεσιακές ή μη σχεσιακές περιγραφές, αντωνυμίες, αλλά και εξωγλωσσικά μέσα όπως χειρονομίες. Η επιλογή κάποιου αναφορικού μέσου έναντι κάποιου άλλου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως το τι ρόλο παίζει το πρόσωπο στο οποίο θέλουμε να αναφερθούμε στη συνομιλία (ομιλητής, συνομιλητής, τρίτο πρόσωπο), το σημείο μέσα στη συνομιλία όπου γίνεται η αναφορά (αρχική/ επακόλουθη θέση), καθώς και η σχέση του συνομιλητή με το αναφερόμενο πρόσωπο (αναγνωρίσιμοι, μη αναγνωρίσιμοι αναφορικοί τύποι). Για κάθε περίσταση υπάρχει ένας ασημάδευτος αναφορικός τύπος που στόχο έχει απλά να κάνει αναφορά και η επιλογή του οποίου ορίζεται από τις αρχές της αναγνώρισης και της ελαχιστοποίησης. Στις περιπτώσεις που κάποιος σημαδεμένος αναφορικός τύπος (εναλλακτικός αναγνωριστικός τύπος) χρησιμοποιείται αντί κάποιου άλλου ασημάδευτου, ο ομιλητής πέρα από απλή αναφορά έχει στόχο να κάνει και κάτι ακόμη. Επιπλέον σε ένα πιο γενικό επίπεδο είναι σημαντικό να τονιστεί η σημασία που έχει το φαινόμενο της PR ως η προσπάθεια να αναδειχθεί η σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και την κοινωνική δομή. Όπως άλλωστε αναφέρουν και οι Stivers, Enfield 53 Ακριβώς, λοιπόν, λόγω της ύπαρξης αυτού του τεράστιου ρεπερτορίου που είναι διαθέσιμο σε αυτές τις περιπτώσεις στον εκάστοτε ομιλητή, οι επιλογές που γίνονται έχουν τεράστιο ενδιαφέρον για την κοινωνιολογία λόγω των συμπερασμάτων στα οποία μπορούν να οδηγήσουν. 24
και Levinson όλες οι ανώτερες μορφές κοινωνικότητας βασίζονται στη διάκριση ατόμων, ώστε να μπορούν να τους ανατεθούν διακριτοί κοινωνικοί ρόλοι 54 (2007:2). 54 ( ) all higher forms of sociality rely on distinguishing individuals so that they can be assigned distinctive social roles. 25
3. Κατηγοριοποίηση Μελών (Membership Categorization) 3.1 Εισαγωγικά Το ενδιαφέρον των ερευνητών και των ερευνητριών, και κυρίως του Harvey Sacks, για την έννοια της κατηγορίας και του τρόπου με τον οποίο αυτή σχετίζεται με πρακτικές τρόπου αναφοράς σε άτομα, αρχίζει από νωρίς, ήδη από τη διδακτορική του διατριβή, και συνεχίζεται για αρκετό διάστημα της ακαδημαϊκής του πορείας. Πιο συγκεκριμένα, η δουλειά του Sacks στον τομέα αυτό μας είναι γνωστή κυρίως μέσω δύο δημοσιεύσεων του, An Initial Investigation of the Usability of Conversational Data for Doing Sociology (1972a) και On the Analyzability of Stories by Children (1972b). Η πρώτη δημοσίευση αποτελεί προϊόν της επεξεργασίας των δεδομένων που συνέλεξε ως επιστημονικός συνεργάτης στο Κέντρο Πρόληψης Αυτοκτονιών στο Λος Άντζελες την περίοδο 1963-1964, ενώ η δεύτερη αποτελεί συνέχεια της εφαρμογής των αρχικών του συμπερασμάτων στο επίπεδο της αφήγησης. Η σημασία που έδινε ο Sacks στο ζήτημα αυτό γίνεται εμφανής από τον χώρο που καταλαμβάνει συστηματικά το συγκεκριμένο ζήτημα στις ακαδημαϊκές του διαλέξεις. 3.2 Η έννοια της κατηγορίας Σύμφωνα με το Schegloff (2007b:463) μπορούμε να αντιληφθούμε την έννοια της κατηγορίας με δύο διαφορετικούς τρόπους. Πρώτον, ως είδος περιγραφής μια και οι κατηγορίες περιγράφουν και προσδίδουν χαρακτηριστικά στα μέλη τους και δεύτερον ως επιλογή συγκεκριμένων όρων από τη μεριά των ομιλητών που είναι μέλη μιας κατηγορίας, ώστε και οι συνομιλητές τους να τους αντιλαμβάνονται ως τέτοια. Εμπειρικά ακόμη διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν αναρίθμητες κατηγορίες (βλ. γυναίκες, άνδρες, μαύροι, λευκοί, νέες, ηλικιωμένοι, φοιτήτριες, συνταξιούχοι, αθλητές και η λίστα μπορεί να συνεχιστεί αέναα). Οι κατηγορίες αυτές εκ πρώτης όψεως φαίνεται απλά και μόνο να περιλαμβάνουν σύνολα ατόμων που μοιράζονται κάποιο (ή και περισσότερα από ένα) κοινό χαρακτηριστικό. Σίγουρα όμως ο ρόλος τους δε σταματά εκεί, αφού όπως προκύπτει και από τα κείμενα του Sacks (1972b, 1979) αποτελούν την απαραίτητη εκείνη βάση πάνω στην οποία εκτυλίσσονται οι 26
συνομιλίες μας. Ο Schegloff (2007b), σε μια πολύ πρόσφατη προσπάθειά του να παρουσιάσει εκ νέου το έργο του συναδέλφου του σχετικά με τις κατηγορίες, επιχειρεί να παρουσιάσει τα βασικά τους χαρακτηριστικά και με αφορμή αυτά να τονίσει εκ νέου τη σημασία που έχει το φαινόμενο της κατηγοριοποίησης στη διεπίδραση. Βασικό χαρακτηριστικό των κατηγοριών είναι η δυνατότητα που δίνουν στους συνομιλητές να εξάγουν πλούσια συμπεράσματα ο ένας για τον άλλο (inference richness). Όλη η γνώση της απλής, κοινής λογικής που χρησιμοποιούν όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως στις καθημερινές κοινωνικές τους επαφές είναι αποθηκευμένη στις διάφορες κατηγορίες. Η πρόσβαση του καθένα από εμάς στις κατηγορίες αυτές μας προσφέρει πρόσβαση σε πολύτιμες πληροφορίες για τα άτομα με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή. Βάση, σύμφωνα με τον Schegloff, του συγκεκριμένου χαρακτηριστικού είναι ότι κάθε μέλος που αποδίδεται σε μία κατηγορία ( ) είναι ένας πιθανός εκπρόσωπος της κατηγορίας αυτής (2007b:469) 55. Κατ επέκταση μπορούμε να αποδώσουμε τις γνώσεις μας για μια κατηγορία σε κάθε άτομο που θεωρούμε μέλος της. Προσοχή, βέβαια, θα πρέπει να δοθεί σε αυτό το σημείο για να μην υπάρξει σύγχυση ανάμεσα σε αυτό που ο Sacks εννοούσε μιλώντας για γνώσεις σχετικά με μία κατηγορία και τα διάφορα στερεότυπα ή προκαταλήψεις που μπορεί να αναπτύσσονται απέναντι σε αυτή. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό των κατηγοριών είναι ότι είναι προστατευμένες από νέες προσθήκες (protected against induction). Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση που ένα μέλος καταχωρημένο σε κάποια κατηγορία παρουσιάσει απόκλιση από αυτό που θεωρείται γνώση σχετικά με την κατηγορία αυτή, οι υπόλοιποι δεν μπαίνουν στη διαδικασία αναθεώρησης των προηγούμενων γνώσεών τους σχετικά με την εν λόγω κατηγορία, ώστε να συμβαδίζει με την καινούργια αυτή πληροφορία. Αντιθέτα, αντιμετωπίζουν το καινούργιο αυτό δεδομένο ως εξαίρεση, διαφοροποίηση από την αρχική κατηγορία. Μάλιστα, το ίδιο το μέλος της κατηγορίας φορέας της απόκλισης- μπορεί να φτάσει να θεωρηθεί ακόμη και ως ελαττωματικό. Με τον ίδιο τρόπο φαίνεται να αντιδρά και ο ίδιος ο φορέας της εκάστοτε απόκλισης που συνήθως υποθέτει πως κάτι συμβαίνει με τον ίδιο και όχι με την εγκυρότητα των γνώσεων που αντιστοιχούν στην κατηγορία που εκπροσωπεί. 55 Any attributed member of a category ( ) is a presumptive representative of the category. 27