ηµογραφικές Εξελίξεις, Κοινωνικές Λογικές και νέες Χωρικότητες στον Ύπαιθρο Χώρο



Σχετικά έγγραφα
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΡΑΜΑΣ

Η ΑΠΟΚΛΙΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ-ΜΟΝΙΜΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΧΩΡΙΚΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ: ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Το Οικιστικό Δίκτυο της Κρήτης στον Χώρο και τον Χρόνο

Το δίκτυο των οικισμών της Ελλάδας.

Α.1.1.α.6 ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΛΟΙΠΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΠΛΗΡΟΤΗΤΑΣ

Σοφία Αυγερινού-Κολώνια Καθηγήτρια ΕΜΠ

ΕΝΤΥΠΟ ΥΛΙΚΟ 4 ης ΙΑΛΕΞΗΣ

Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Μεταπτυχιακό Πρόγραµµα Πολεοδοµίας και Χωροταξίας Ακαδ. Έτος

Εισαγωγή στη διεθνή και ελληνική εμπειρία από την εφαρμογή προγραμμάτων αστικής αναγέννησης. Προτάσεις για το μέλλον

Τα Βασικά Χαρακτηριστικά του Ελληνικού Πρωτογενούς Τομέα

Η Έννοια της Εταιρικής Σχέσης & τα νέα Χρηματοδοτικά Εργαλεία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η Περιφερειακή Επιστήμη.

ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

Ο ΔΗΜΟΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Άρθρα 36 (α) (ii) και 37 του Κανονισµού (EΚ) 1698/2005 Άρθρο 64 και σηµείο Παράρτηµα II του Κανονισµού (ΕΚ) 1974/2006

Η Επενδυτική Φυσιογνωµία της Περιφέρειας Θεσσαλίας - Ανάλυση σε επίπεδο νοµού

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

ΣΧΕΔΙΟ. Δήμος Σοφάδων ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ

Νότια Ευρώπη. Οικονομική Κρίση: Αγροτικές/αστικές ανισότητες, περιφερειακή σύγκλιση, φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός. Ελληνικά

Αγροτική Κοινωνιολογία

Αγροτική Κοινωνιολογία

A. ΠΗΓΕΣ &ΜΕΛΕΤΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΩΝ ΤΑΣΕΩΝ ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

Πίνακας 4.1 : Eργασιακά χαρακτηριστικά Εργατικό δυναµικό (άτοµα)

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ: ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ Λ. Κ. Βασενχόβεν, καθηγητή Ε.Μ.Π.

Η έννοια της υπαίθρου και η διαδικασία της αστικοποίησης. Δρ. Νίκος Μεταξίδης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος 15

ΘΕΜΑ ΕΞΑΜΗΝΟΥ «Το φαινόμενο της αστικοποίησης στο Δήμο Ζωγράφου»

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ, ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Εισαγωγή στη διεθνή και ελληνική εμπειρία από την. Προτάσεις για το μέλλον

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Εναλλακτικές Μορφές Τουρισμού

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού. 6 η Διάλεξη Β. Διάγνωση της υπάρχουσας κατάστασης Οικιστική ανάπτυξη και Κατοικία Εισήγηση: Ελένη Ανδρικοπούλου

Η πόλη και οι λειτουργίες της.

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET10: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ. Αναστασία Στρατηγέα. Υπεύθυνη Μαθήματος

Ειδικά Θέματα Δημογραφίας: Χωρικές Διαστάσεις Δημογραφικών Δεδομένων

Άρθρα 36 (α) (i) και 37 του Κανονισµού (EΚ) 1698/2005 Άρθρο 64 και σηµείο Παράρτηµα II, του Κανονισµού (ΕΚ) 1974/2006

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ Μέρος Α

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙ ΡΟΥΝ ΣΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

ΦΟΡΟΥΜ III: ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΧΗ (Οµάδα Εργασίας: Π. Ζέϊκου, Κ. Νάνου, Ν. Παπαµίχος, Χ. Χριστοδούλου)

young people in agriculture remains stable. Brussels: Eurostat, Statistics in Focus, Theme 5-7/2002.

Αγροτική Κοινωνιολογία

Η εμπειρία του Παρατηρητηρίου της Εγνατίας Οδού

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

Η χωρική διασπορά και η θέση των οικισμών

Πρόταση Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης για τη διαμόρφωση των κατευθύνσεων Αναπτυξιακής Στρατηγικής Προγραμματικής Περιόδου

ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕ ΡΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΕΩΝ ΑΓΡΟΤΩΝ ΘΕΟ ΩΡΟΥ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΗΜΕΡΙ Α ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ AGROQUALITY FESTIVAL. Αγαπητοί φίλοι και φίλες,

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ, ΠΟΛΕΟ ΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET10: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ

Τι είναι η Περιφερειακή Ε ιστήµη

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ. Ιδέες από το Αναπτυξιακό Συνέδριο

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET01: ΩΦΕΛΟΥΜΕΝΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ

1. H ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ Στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες η ύπαιθρος κατέχει εξέχουσα θέση στον πολιτισµό της χώρας και στην ψυχή των κατοίκων της,

Νησιώτικο περιβάλλον, Νησιωτική-Θαλάσσια χωροταξία και Βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη: Το ζήτημα της φέρουσας ικανότητας νησιωτικών περιοχών

Γουλή Ευαγγελία. 1. Εισαγωγή. 2. Παρουσίαση και Σχολιασµός των Εργασιών της Συνεδρίας

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑ ΑΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

Η Μελέτη Περίπτωσης για τη Σύρο: Υλοποιημένες δράσεις και η επιθυμητή συμβολή φορέων του νησιού

Η Ελλάδα στα σενάρια και τους οραματισμούς για τη μελλοντική Ευρώπη

Οικονομία. Η οικονομία του νομού Ιωαννίνων βασίζεται στην κτηνοτροφία, κυρίως μικρών ζώων, στη γεωργία και στα δάση. Η συμβολή της βιομηχανίας και

στον αστικό ιστό Το παράδειγμα του Δήμου Αρτέμιδος Αττικής» ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ι. ΠΟΛΥΖΟΣ, Τζ. ΚΟΣΜΑΚΗ, Σ. ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ Αθήνα, Μάρτιος 2009

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ. Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΡΕΥΝΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ: 2012

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΠΑΑ )

Αγροτική Κοινωνιολογία

Πρόσφατες δηµογραφικές εξελίξεις σε περιφερειακό επίπεδο

Η περιοχή του ήµου Μενεµένης βρίσκεται στη δυτική πλευρά του Πολεοδοµικού Συγκροτήµατος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ, ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

Εισαγωγή στη Στατιστική- Κοινωνικές Στατιστικές. Διάλεξη

43,97 % 43,97 % 1698/2005,

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Μάθημα 2Σ6 01. ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ελένη ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόρης ΚΑΥΚΑΛΑΣ Χ Ε Ι Μ Ε Ρ Ι Ν Ο Ε Ξ Α Μ Η Ν Ο

ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ 2021 ΚΑΙ ΜΕΤΑ

Άνθρωπος και δοµηµένο περιβάλλον

Ολοκληρωμένη Χωρική Επένδυση «Θαλάσσιος Τουρισμός»

Πλαίσια Χωρικού Σχεδιασµού στον Ευρωπαϊκό και Ελληνικό χώρο: πολιτικές και θεσµοί Αθηνά Γιαννακού ρ. Χωροτάκτης-Πολεοδόµος (M.Sc.&Ph.D.

Αγροτική Κοινωνιολογία

Συνεργασίες με τον Λευτέρη Παπαγιαννάκη. Ερευνητικά προγράμματα Ε.Μ.Π. για την. Ερευνητικό πρόγραμμα Ε.Μ.Π. για ένα. Αθήνας Αττικής (δεκαετία 2000)

1. Οικονομική Πολιτική, Περιφερειακή Πολιτική,

Περιφερειακή ανάπτυξη- Περιφερειακές ανισότητες. Εισαγωγικές έννοιες. Συσσώρευση Κεφαλαίου, Χωρικός Καταμερισμός Εργασίας

Κατάταξη των Περιφερειών της Ζώνης Επιρροής IV της Εγνατίας Οδού 1,

ΘΕΜΑ ΕΞΑΜΗΝΟΥ: «Το φαινόµενο της αστικοποίησης στο ήµο Ζωγράφου» ΛΕΞΕΙΣ - ΚΛΕΙ ΙΑ: αστικοποίηση, φυσιογνωµία, µηχανισµοί, αλληλεπίδραση, υποβάθµιση

ΕΘΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

Χαρακτηριστικά της Απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ύπαιθρο

Εισήγηση με θέμα: "Στρατηγικές ολοκληρωμένης χωρικής ανάπτυξης στην Περιφέρεια ΑΜ Θ Δυνατότητες αξιοποίησης των νέων εργαλείων του ΕΣΠΑ"

Transcript:

ηµογραφικές Εξελίξεις, Κοινωνικές Λογικές και νέες Χωρικότητες στον Ύπαιθρο Χώρο ηµήτρης Γούσιος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τµήµα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδοµίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας Μαρί-Νοέλ Ντυκέν, ρ. Οικονοµίας Οικονοµετρίας, Εντεταλµένη ιδασκαλίας, Τµήµα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδοµίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας Λέξεις κλειδιά Νέες χωρικότητες, ηµογραφικά φαινόµενα, Ύπαιθρος χώρος, Χωρική σχέση

Εισαγωγή Εάν ο χώρος δεν έχει έννοια παρά µόνο σε σχέση µε την κατοίκηση, η συσχέτιση των χωρικών και των δηµογραφικών φαινοµένων µπορεί να προσεγγισθεί µέσω εκείνων των κοινωνικών λογικών οι οποίες προάλλονται στο χώρο δηµιουργώντας νέες χωρικότητες δηλαδή, προσδίδοντας µια χωρική διάσταση στο δηµογραφικό φαινόµενο (Goussios D., Duquenne M.N., 2000). Τέτοιες χωρικότητες µπορούν ν αποτελέσουν το πλαίσιο και το πεδίο ανάλυσης για την κατανόηση των οικονοµικών, κοινωνικών και συµολικών επιλογών των κατοίκων του ύπαιθρου χώρου καθώς και των εξελίξεων και των τάσεων που προσδιορίζουν σήµερα τις µορφές ιδιοποίησης και την οργάνωση του χώρου. Η κατανόηση αυτών των λογικών που τελικά συµάλλουν στη διαµόρφωση των χωρικών εξελίξεων, των τάσεων και των ανασυνθέσεων στο εσωτερικό του ύπαιθρου χώρου, συνεισφέρει στη διερεύνηση ενός άλλου σηµαντικού χωρικού φαινοµένου για τη χωροταξία και τις χωρικές πολιτικές: τις εκ των κάτω δυναµικές διαµόρφωσης και συγκρότησης νέων χωρο-εδαφικών ενοτήτων. Η εργασία αυτή, ασιζόµενη σε επιτόπιες µελέτες τεσσάρων µικρο-περιοχών, προσπαθεί να εξαγάγει τα πρώτα συµπεράσµατα, όσον αφορά τις λογικές και τους κανόνες που προσδιορίζουν στον ελληνικό ύπαιθρο χώρο, τη χωρική σχέση και διάσταση των δηµογραφικών εξελίξεων. 1. Η αναζήτηση νέων λογικών κινητικότητας των κατοίκων της ύπαιθρου Η αµφισήτηση της πλήρους αυτονοµίας των χωρικών φαινοµένων όσον αφορά τις εξελίξεις των χωρικών δοµών αναδεικνύει την αναγκαιότητα αναζήτησης και επεξήγησης αυτών των εξελίξεων στα υλικά και κοινωνικά θεµέλια αυτών των ίδιων των χωρικών δοµών. Η αποδοχή αυτής της αµφισήτησης αντανακλάται στον τίτλο της εργασίας «ηµογραφικές εξελίξεις, κοινωνικές λογικές και νέες χωρικότητες στον Ύπαιθρο Χώρο». Οι κοινωνικές λογικές προσεγγίζονται εδώ µέσω των στρατηγικών και των επιλογών των τοπικών κοινωνιών ως προς τον τόπο κατοίκησης και απασχόλησης, όπως αυτές προάλλονται και εγγράφονται διαχρονικά στο χώρο. Αυτές οι στρατηγικές και οι επιλογές δεν σχεδιάζονται και δεν λαµάνονται παρά στο πλαίσιο µιας γενικότερης ανάδρασης κατά τη διαδικασία ενσωµάτωσης του ύπαιθρου χώρου στο κυρίαρχο οικονοµικό καταναλωτικό σύστηµα και την οικονοµική, κοινωνική και πολιτισµική υποταγή του στην πόλη. Αποτελούν εποµένως, οι συγκεκριµένες διαχρονικές επιλογές και τα χωρικά φαινόµενα που προκαλούν, ενδιαφέρον πεδίο και αντικείµενο διερεύνησης και επεξήγησης του αθµού ευελιξίας των τοπικών κοινωνιών ως προς την δυνατότητα συνδυασµού των υπερτοπικών κοινωνικο-οικονοµικών στόχων της µε τις χωρικές πραγµατικότητες της τοπικής, περιφερειακής και εθνικής χωρικής

κλίµακας (Γούσιος.,1999). Οι διάφοροι συνδυασµοί που εµφανίζονται τελικά στη άση διαφόρων περιόδων, καταστάσεων και δυνατοτήτων κατά χωρική κλίµακα, προσδιορίζουν και συνεπώς, είναι δυνατόν να εξηγήσουν τη διαµόρφωση νέων χωρικών δοµών και χωρικοτήτων στο εσωτερικό του ύπαιθρου χώρου (Anthopoulou Th., Duquenne M.N., Goussios D., 2000). Οι επιλογές αυτές των τοπικών κοινωνιών σχεδιάζονται και εφαρµόζονται πριν απ όλα στη άση της γεωγραφικής κινητικότητας, ο ρόλος της οποίας ενισχύεται σηµαντικά από τη ελτίωση των µεταφορικών υποδοµών και µέσων και από την ταχεία εξέλιξη των τηλεπικοινωνιών. Η κινητικότητα αυτή είναι δυνατόν να οργανωθεί σε διάφορες χωρικές κλίµακες και διάφορα χωρικά συστήµατα ανάλογα: µε τον εντατικό ή εκτατικό, µικτό ή αµιγή χαρακτήρα του παραγωγικού συστήµατος και το προσφερόµενο εισόδηµα, µε τη θέση του οικισµού στο τοπικό οικιστικό δίκτυο και την απόσταση του από τον κοντινότερο µικρότερο κεντρικό τόπο εξυπηρέτησης. Η προολή στο χώρο αυτής της λογικής εστιάζεται σε τρείς χωρικές κλίµακες κινητικότητας (Γούσιος., 1999): στη µικρή κλίµακα, που είναι αυτή των εσωτερικών ορίων της κτηµατικής περιοχής του οικισµού µεταξύ κατοικίας και απασχόλησης (καθηµερινή µετακίνηση), στη µεσαία κλίµακα, που ορίζεται µεταξύ του οικισµού και ενός άλλου γειτονικού οικισµού που σπάνια είναι ένα κεφαλοχώρι και πιο συχνά η κωµόπολη (καθηµερινή και εδοµαδιαία µετακίνηση), στη µεγάλη κλίµακα, που είναι αυτή της µετανάστευσης, απαγορευτικής τουλάχιστον, για καθηµερινή µετακίνηση. Η υλική πλευρά της υπόθεσης της κινητικότητας, συνδέεται µε το ανάγλυφο, εφόσον αυτό επηρεάζει τα συστήµατα παραγωγής και τις συνθήκες διαίωσης και εργασίας αλλά και τις διάφορες υποδοµές και κοινωνικούς εξοπλισµούς που θέτουν τελικά το ζήτηµα της απόστασης. Ωστόσο, το ζήτηµα της χρονοαπόστασης προσεγγίζεται τελικά σ αυτό το ολοκληρωµένο χωρικό πλαίσιο γιατί η γεωµετρική έννοια του όρου της απόστασης δεν αρκεί πλέον. Πράγµατι, στην περίπτωση αυτή - της συσχέτισης δηλαδή, της απόστασης µε την επιλογή παραµονής ή µη του πληθυσµού εντός οικισµού, δεν ενδιαφέρει µόνο η κανονική απόσταση που αντιστοιχεί στο γεωµετρικό χώρο αλλά προπαντός, η διαρθρωτική απόσταση που εξαρτάται από τα συστήµατα σχέσεων και τη διαµόρφωση των δικτύων, καθώς και η συναισθηµατική απόσταση η οποία λαµάνει υπόψη την αισθαντική σχέση µε το χώρο. Κατ αυτό τον τρόπο, η µετανάστευση των ορεινών πληθυσµών ανάλογα µε το διαφορετικό εύρος και τη διαφορετική δυναµική που απέκτησε ιστορικά, στον κάθε οικισµό ή στο εσωτερικό µικροπεριοχών, δηµιούργησε ανάλογα, διαφορετικές άσεις για την ανάπτυξη σχέσεων και δικτύων µεταξύ, από τη µια πλευρά, των οικισµών και των περιοχών καταγωγής και από την άλλη, των τόπων προορισµού των µεταναστών (Ασπροπόταµος - αστικά κέντρα

Θεσσαλίας, Ελασσόνα - Γερµανία, Όθρυς - Αθήνα, Λαµία, Αργιθέα - Αθήνα, Καρδίτσα κτλ) 1. Έτσι εξηγείται πχ το γεγονός ότι η παραµονή των λάχων του Ασπροποτάµου στο κοντινό αστικό κέντρο των Τρικάλων οφειλόµενη σε µια µετανάστευση που ξεκινά ήδη από το 19ο αιώνα και ασίζεται στη δυνατότητά τους να ελέγξουν τµήµα του εµπορίου που σχετίζεται µε την εξειδίκευσή τους στα γαλακτοκοµικά, υφαντουργεία, ξυλεία και έπιπλα, αλλά και το κύκλωµα µεταφορών προς τις ορεινές περιοχές, επέτρεψε σ αυτούς να διατηρήσουν µια νέα αλλά άµεση σχέση µε τα χωριά καταγωγής τους παρόλο που η πλειονότητά τους εγκαταλείφθηκε οριστικά. Αυτή η σχέση αποτελεί σήµερα το πλαίσιο για την αξιοποίηση αυτών των χωριών µέσω νέων δραστηριοτήτων όπως π.χ. ο τουρισµός. Παράλληλα εκφράζει µια νέα χωρικότητα στο πλαίσιο της οποίας η σχέση κατοικίας και απασχόλησης δεν µπορεί να προσδιορισθεί µε άση τους κλασικούς δείκτες και τις µεθόδους που χρησιµοποιούνται από τις κοινωνικές επιστήµες. Αντίθετα, φαίνεται ότι η σχετικά πρόσφατη µετανάστευση των κατοίκων της ορεινής Ελασσόνας στη Γερµανία, συµάλλει περισσότερο, στην ενίσχυση της τοπικής οικονοµίας µέσω των εµασµάτων που λαµάνουν όσοι επέστρεψαν στα χωριά καταγωγής τους συνταξιούχοι, αλλά και κάποιων επενδύσεων που κατευθύνονται σε ιοτεχνικές µονάδες των οποίων τα προϊόντα αξιοποιούν την τοπική παραγωγή και εξειδίκευση ή ακόµα τη γεωγραφική θέση της περιοχής. Το γεγονός αυτό εξηγείται από τη µια πλευρά, λόγω της µεγάλης απόστασης του τόπου προορισµού αλλά και του προσφάτου της µετανάστευσης, από δε την άλλη, λόγω του ότι η περιοχή συγκράτησε σε ικανοποιητικό αθµό τον πληθυσµό της στο εσωτερικό µεγάλων οικισµών, διατήρησε τον τοπικό κοινωνικό ιστό της, αναπτύσσοντας µια ενδιαφέρουσα πολυδραστηριότητα και µε επίκεντρο την κωµόπολη της Ελασσόνας, επιχειρεί µια διαφοροποίηση της τοπικής οικονοµίας της. Τέλος, οι υπόλοιπες ορεινές περιοχές των οποίων η µετανάστευσή τους περιορίζεται στην Αθήνα και στα υπόλοιπα γειτονικά αστικά κέντραπρωτεύουσες νοµών, ενσωµατώθηκαν σ ένα δίκτυο έλξης και σταδιακής απορρόφησης του ντόπιου πληθυσµού σ αυτά τα κέντρα, χωρίς οι οικισµοί και οι οικονοµίες των περιοχών αυτών να επωφεληθούν άµεσα από τα δίκτυα και τις σχέσεις που αναπτύχθηκαν. Ένα άλλο ζήτηµα που εµφανίζεται ως σηµαντική παράµετρος στις δηµογραφικές και χωρικές αλλαγές στον ύπαιθρο χώρο και ιδιαίτερα στον ορεινό, εφ όσον όλο και περισσότερο τελευταία συνδέεται η παραµονή νέων οικογενειών στην ευρύτερη µικρο-περιοχή µε την ύπαρξη ενός έστω µικρού κέντρου εξυπηρέτησης, είναι αν τελικά η ιεραρχία των κεντρικών τόπων η οποία αναγνωρίζεται στις πόλεις, συνεχίζεται στον ύπαιθρο χώρο. 1 Τοπική έρευνα που πραγµατοποιήθηκε από το Εργαστήριο Αγροτικού Χώρου στις παραπάνω περιοχές µε αντικείµενο την απογραφή του µόνιµου πληθυσµού κατά την περίοδο 1999-2000.

Γνωρίζουµε ωστόσο, ότι η οργάνωση των οικισµών και η κατανοµή τους στο χώρο εξαρτήθηκε και εξηγείται ιστορικά από τους τρόπους και τις τεχνικές οργάνωσης της εκµετάλλευσης των κτηµατικών περιοχών, των µεµονωµένων οικογενειακών αγροτικών εκµεταλλεύσεων αλλά και του καθεστώτος ιδιοκτησίας (διακατεχόµενα, τσιφλίκια). Πράγµατι, οι τοπικές κοινωνίες κατόρθωσαν να συνδέσουν και συµπληρώσουν σε υψηλό αθµό το οικογενειακό παραγωγικό σύστηµα (κτηνοτροφικό, γεωργικό, µικτό) µε το συλλογικό κοινωνικό παραγωγικό σύστηµα (ιδιοκτησιακό καθεστώς, κοινωνική οργάνωση, τρόπος εκµετάλλευσης κτλ). Σ αυτό το πλαίσιο, αυτοί οι οικισµοί οργανώθηκαν και λειτούργησαν επί µακρό, ως ένα σχετικά κλειστό υπαιθριακό σύστηµα οικισµών, χωρίς λειτουργική αλληλεξάρτηση µεταξύ τους. Αυτό σηµαίνει ότι δύο µη εξαρτώµενες µεταλητές (αστική γειτνίαση και έδαφος /συστήµατα αξιοποίησής του) οργάνωσαν τις χωρικές δοµές αλλά και επενήργησαν πάνω σ ένα σύνολο πολυάριθµων µεταλητών (εκπαίδευση, ψυχαγωγία, άλλες εξυπηρετήσεις κτλ). Ωστόσο, µπορούµε να µιλάµε ακόµη σήµερα για τον αγροτικό οικισµό όπως πριν 40 χρόνια; Αρκούν οι έννοιες, οι ορισµοί και οι δείκτες που χρησιµοποιούµε ακόµη; Πως προσεγγίζεται το φαινόµενο της γεωγραφικής κινητικότητας για να διερευνηθεί η συµολή του στη δηµιουργία νέων χωρικών δοµών; Η όλο και περισσότερο υιοθέτηση της µη ταύτισης του τόπου κατοικίας και απασχόλησης αποδεικνύει ταυτόχρονα την αδυναµία του ύπαιθρου χώρου να εξασφαλίσει στις δικές του ιδιαίτερες χωρικές συνθήκες, µια έστω στοιχειώδη αστικότητα αλλά και τις νέες δυνατότητες που εµφανίζονται για την όλο και πιο συχνή επαφή, για λόγους απασχόλησης ή και διακοπών και ψυχαγωγίας µεταξύ αστικού και ύπαιθρου χώρου. Οι σηµαντικοί µετασχηµατισµοί στο εσωτερικό του περισσότερο περιθωριοποιηµένου ύπαιθρου χώρου που είναι τα ορεινά και ηµιορεινά τµήµατά του, αποκρύπτουν συχνά, όταν τα στοιχεία και τα µεθοδολογικά εργαλεία είναι ανεπαρκή, τέτοιες δυναµικές προσαρµογής που εµφανίζονται και διαφορετικές αλλά και πρωτότυπες ως προς το παρελθόν. Απ αυτή την πλευρά, είναι λογικό να εµφανισθούν, στο εσωτερικό του θεωρούµενου ενιαίου και οµοιογενούς ορεινού µειονεκτικού χώρου, διαφορετικοί τύποι χωρικότητας ανάλογα µε την τοπική κατάσταση και τις σχέσεις µε τον έξω κόσµο (Goussios D., Tsimpoukas K., 1993). Τελικά, αν οι χωρικές δοµές αποτελούν προϊόν της κοινωνικής οργάνωσης και των δοµών που της αντιστοιχούν, τότε η εξέλιξη των πρώτων προσδιορίζεται στενά από τις κοινωνικές λογικές που εκφράζονται και προάλλονται διαφορετικά ωστόσο, στο χρόνο και στο χώρο. Αυτό που µας ενδιαφέρει είναι αν αυτές οι κοινωνικές λογικές σε µια µακριά περίοδο όπως αυτή µεταξύ 1960 και 2000 έχουν µια κοινή άση που καταλήγει τελικά, πέρα από τα επιφαινόµενα, σε κάποιες κανονικότητες (ποίοι οικισµοί, και ποιου µεγέθους εγκαταλείπονται) καθώς και σε κάποια φαινόµενα που λειτουργούν ως

ενδιάµεσες προσαρµοστικές καταστάσεις (κινητικότητα, διαφοροποίηση τόπου κατοικίας και τόπου απασχόλησης). Αυτές οι λογικές-στρατηγικές, οι κανονικότητες και τα φαινόµενα, δηµιουργούν νέες χωρικότητες που µε τη σειρά τους συνδέονται µε την εγκατάλειψη, τη συγκράτηση ή την ενδιάµεση προσαρµογή όπου το ζήτηµα της αποµόνωσης λόγω απόστασης-ανάγλυφου, ξεπερνιέται µέσω της κινητικότητας. 2. Επιλογή Πεδίου έρευνας Για την παρούσα εργασία επιλέξαµε ως πεδίο εφαρµογής τρεις περιοχές-ζώνες της όρειας, δυτικής και νοτιοδυτικής Θεσσαλίας. Το Οροπέδιο της Ελασσόνας, τη συνεχόµενη ορεινή ζώνη της Όθρυς, Αγράφων, Αργιθέας, Ασπροποτάµου και Καλαµπάκας (Χασίων) και τέλος, τις ηµιορεινές περιοχές οµοκού, Φαρσάλων, Στυλίδας και Αλµυρού. Συνολικά, η περιοχή µελέτης περιλαµάνει 303 πραγµατικούς οικισµούς ενώ αφαιρέθηκαν οι εντελώς εγκαταλειµµένοι οικισµοί όπως και τα µοναστήρια και τα στρατόπεδα. Η αφαίρεση αυτή ασίστηκε στις πολλαπλές έρευνες πεδίου που εφαρµόσαµε στην συγκεκριµένη περιοχή κατά τα τελευταία έτη, έρευνες που οδήγησαν σε σηµαντική συσσώρευση δεδοµένων και στοιχείων χάρη στα οποία µπορέσαµε να προσδιορίσουµε τον εντελώς εγκαταλειµµένο χώρο. Η κατανοµή των οικισµών σύµφωνα µε το υψόµετρο παρουσιάζεται στον ακόλουθο πίνακα. Από τους 55 οικισµούς µε υψόµετρο κάτω των 400 µέτρων, οι 47 ανήκουν στην τρίτη ζώνη και χαρακτηρίζονται από σχετικά µεγάλη απόσταση από το γειτονικό κέντρο (15 µε 30 χιλ). Υψόµετρο < 400-499 500-599 600-699 700-799 800-899 900-999 1000-1100 > 1100 400 Αριθµός οικισµών 55 37 43 29 26 41 37 15 19 Τα στοιχεία που προσδιορίζουν τη σχετική οµοιογένεια αυτής της ευρύτερης ορεινής και ηµιορεινής ζώνης είναι η πυκνότητα του οικιστικού δικτύου ιστορικά διαµορφωµένου, η ύπαρξη το 1960 σηµαντικών κεφαλοχωρίων και τέλος, η εκτατικότητα των συστηµάτων παραγωγής. Η επιλογή του δείγµατος για την ανάλυση των δηµογραφικών εξελίξεων και κοινωνικών λογικών έτσι ώστε να προσδιοριστούν στο συγκεκριµένο πεδίο εφαρµογής, οι νέες χωρικότητες στον ύπαιθρο χώρο, ασίστηκε στο συνδυασµό δύο κριτηρίων:

την ποσοστιαία κατανοµή των οικισµών σύµφωνα µε το µέγεθός τους, και µε άση την απογραφή πληθυσµού του 1961. Εξ αίτιας της έλλειψης αξιοπιστίας των δεδοµένων των απογραφών του 1981 και ιδιαίτερα του 1991, επιλέξαµε ως έτος αναφοράς για την ανάλυση της δηµογραφικής εξέλιξης, το 1961 που παράλληλα, αντιστοιχεί, κατά µέσο όρο, στο µέγιστο πληθυσµιακό µέγεθος που µεταπολεµικά, κατάφεραν να έχουν οι οικισµοί της υπαίθρου. Η ορεινότητα των οικισµών δηλαδή το υψόµετρο καθώς και η χρονοαπόσταση τους µε τα γειτονικά κέντρα. Με άση αυτά τα δύο κριτήρια, επιλέξαµε για την πραγµατοποίηση της έρευνας πεδίου, 121 οικισµούς. Εποµένως, το δείγµα αντιστοιχεί στο 40% του συνόλου των οικισµών της περιοχής. Όµως, κατά την διαδικασία επιλογής, πραγµατοποιήθηκαν δύο ασικές διορθωτικές παρεµάσεις. Πρώτο, οι πολύ µικροί οικισµοί που είχαν ήδη εγκαταλειφθεί από το 1961 απορρίφθηκαν. ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΟΡΕΙΝΗΣ KOINOTHTAΣ ΑΝΘΗΡΟΥ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΡ ΙΤΣΑΣ ΜΕΤΑΜΜΕ ΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΑΝΘΗ ΑΝ ΡΟ ΘΗΡΟ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΟΙΚΙΣΜΩΝ 1961 19 99 Πρόκειται για µικρούς κτηνοτροφικούς οικισµούς που έχουν σχεδόν εγκαταλειφθεί και που είναι είτε, αποµονωµένοι γεωγραφικά είτε, ενταγµένοι σε οικιστικές ενότητες που λειτουργούν ως ενιαίος οικισµός ιδιαίτερα στην περιοχή Αργιθέας όπως δείχνει και το παράδειγµα του παραπάνω χάρτη. Στο συγκεκριµένο παράδειγµα, σήµερα ο κεντρικός οικισµός του Ανθηρό, 4 ος σε πληθυσµιακό µέγεθος πριν 40 χρόνια έχει µεταληθεί στο αδιαµφισήτητο κέντρο και λόγω της κεντρικής θέσης του και της συγκράτησης του πληθυσµού του. Αντίθετα οι υπόλοιποι οικισµοί αδυνατούν πλέον λόγω της µεγάλης µείωσης και γήρανσης να εξασφαλίσουν µια στοιχειώδη κοινωνική ζωή και εξυπηρέτηση στο εσωτερικό τους. εύτερο, µειώθηκε το ποσοστό εκπροσώπησης των πολύ µεγάλων οικισµών που συγκεντρώνονται σε µια µικρή γεωγραφική ζώνη και αποτελούν ξεχωριστό οικιστικό σύστηµα που δεν

είναι αντιπροσωπευτικό της συνολικής κατάστασης 2. Εξ άλλου γι αυτούς τους οικισµούς η προέρευνα που πραγµατοποιήσαµε έδειξε ότι η µεγάλη τους πλειονότητα υπέστη τις τελευταίες δεκαετίες, σηµαντική πληθυσµιακή µείωση. Όπως προκύπτει από τον πίνακα 1 που ακολουθεί, το δείγµα παρά τις διορθωτικές παρεµάσεις, αντανακλά σε ικανοποιητικό αθµό, την οικιστική δοµή της περιοχής αναφοράς, δηλαδή την πυραµίδα οικισµών. Πίνακας 1: Αριθµός Οικισµών ανά κατηγορία σε επίπεδο περιοχής και δείγµατος % Μέγεθος Οικισµών (Αριθµός ΣΥΝΟΛΟ Π ΕΡΙΟΧΗΣ ΕΙ ΓΜΑ Εκπροσώπησης του δείγµατος της περιοχής ανά κ ατοίκων το κατηγορία 1961) οικισµών Αριθµός Αριθµός οικισµών % οικισµών % 0 199 105 34,7 34 28,1 32,4 299 349 66 21,8 34 28,1 51,5 350 499 47 15,5 16 13,2 34,0 500 699 38 12,5 19 15,7 50,0 700 και άνω 47 15,5 18 14,9 38,3 Σύνολο 303 100,0 121 100,0 39,9 Όπως εµφανίζεται στον πίνακα 1, δύο είναι οι κατηγορίες οικισµών που παρουσιάζουν υπερ-εκπροσώπηση στο δείγµα. Η οµάδα των οικισµών µε πληθυσµό το 1961, µεταξύ 299 και 349 ατόµων είναι αυτή που κατά την απογραφή του 1991, υπερεκτιµήθηκε, παρουσιάζοντας συγκριτικά µε τις άλλες οµάδες, το µεγαλύτερο σφάλµα. Εποµένως, η υπερ-εκπροσώπηση της οµάδας αυτής είναι επιθυµητή για την καλύτερη µεθοδολογική προσέγγιση των δηµογραφικών εξελίξεων. Οι οικισµοί πάνω από 500 κατοίκους είναι η ασική οµάδα στόχος της έρευνας, έτσι ώστε να διερευνηθεί και αξιολογηθεί ο ρόλος τους ως κεντρικοί τόποι µικρής κλίµακας. Και στην περίπτωση αυτή, η υπερεκπροσώπηση διευκολύνει την ανάλυση. 2 Βασικό παράδειγµα συγκέντρωσης µεγάλων χωριών είναι η περίπτωση των χωριών γύρω από την αποξηραµένη στη δεκαετία του 1950 λίµνη Ξυνιάδος του οµοκού.

3. Η εκτίµηση του πληθυσµού το 2000, στην περιοχή µελέτης: η διαδικασία αναγωγής Σε µια πρώτη φάση, η έρευνα πεδίου επέτρεψε, µε αρκετά υψηλό επίπεδο ακριείας, τον υπολογισµό του πληθυσµού των 121 οικισµών του δείγµατος και εποµένως, της δηµογραφικής εξέλιξης τους για την περίοδο 1961-2000. Στο επίπεδο του δείγµατος παρατηρούµε τις εξής µεταολές: Σύµφωνα µε τις απογραφές πληθυσµού (1961 και 1991), η µείωση του πληθυσµού των 121 οικισµών ανέρχεται κατά µέσο όρο, σε 36,6% (30% έως 42% ανάλογα µε τις ορεινές ζώνες δειγµατοληψίας). Αντίθετα, µε άση τα στοιχεία της απογραφής που πραγµατοποιήθηκε το 1999 2000, και της απογραφής του 1991, εµφανίζεται µείωση του πληθυσµού σε µια περίοδο 8 ετών γύρω στα 45% (από 30% έως 56%), γεγονός που δεν υποστηρίζεται από τις επιτόπιες έρευνες. Με το αποτέλεσµα αυτό, εντοπίζεται καθαρά το πραγµατικό σφάλµα της απογραφής του 1991. Πράγµατι είναι περισσότερο λογικό και αποδεκτό ότι η µεγάλη αυτή µείωση του πληθυσµού κατανέµεται και στις προηγούµενες δεκαετίες του 1971-1981, 1981-1991 και 1991 έως σήµερα. Η διαπίστωση αυτή ενισχύει τη µεθοδολογική προσέγγιση η οποία υποστηρίζει το στόχο- διερεύνηση της µετακίνησης του πληθυσµού από το 1961, χρονικό σηµείο κατά το οποίο εµφανίζεται η συγκρότηση και η ιεράρχηση του οικιστικού δικτύου των περιοχών έρευνας όπως αυτή ιστορικά διαµορφώθηκε, µέχρι σήµερα, χρονικό σηµείο µε το οποίο ολοκληρώνεται σε µεγάλο αθµό η µεταναστευτική κίνηση προς τον έξω κόσµο. Σε µια δεύτερη φάση, πραγµατοποιήθηκε η αναγωγή των παραπάνω αποτελεσµάτων στο σύνολο της περιοχής. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το έτος αναφοράς για την αναγωγή του πληθυσµού είναι το 1961, δεδοµένου ότι η στατιστική ανάλυση της δηµογραφικής εξέλιξης σε επίπεδο δείγµατος απόδειξε ότι το έτος αυτό διασφαλίζει µικρότερο στατιστικό σφάλµα. Για την εµφάνιση της πραγµατικής χωρικής διαφοροποίησης όσον αφορά τη δηµογραφική εξέλιξη, η αναγωγή έλαε υπόψη τους εξής παράγοντες: τη διαφοροποίηση των ρυθµών µεταολής του πληθυσµού όπως παρατηρείται τόσο ως προς τις υπο-ζώνες δειγµατοληψίας, όσο και ως προς το µέγεθος των οικισµών το αθµό ορεινότητας: υψόµετρο και χρονο-απόσταση το ρόλο των µεγάλων οικισµών ως κεντρικοί τόποι. Τα αποτελέσµατα της έρευνας πεδίου και της διαδικασίας αναγωγής συνοψίζονται στον πίνακα 2.

Πίνακας 2: Εξέλιξη πληθυσµού 1961-2000 Ζώνες δειγµατοληψίας Αριθµός οικισµών 1961 1991 2000 1961-1991 1991-2000 1961-2000 ΕΙΓΜΑ ΕΛΑΣΣΟΝΑ 17 11827 8294 5741-29,9-30,8-51,5 ΚΑΡ ΙΤΣΑ / 59 23069 14640 6374-36,5-56,5-72,4 ΚΑΛΑΜΠΑΚΑ ΦΑΡΣΑΛΑ / 45 14390 8336 5086-42,1-39,0-64,7 ΟΜΟΚΟΣ / ΑΛΜΥΡΟΣ ΣΥΝΟΛΟ 121 49286 31270 17201-36,6-45,0-65,1 ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΛΑΣΣΟΝΑ 34 21406 16115 10558-24,7-34,5-50,7 ΚΑΡ ΙΤΣΑ / 203 69868 41057 18162-41,2-55,8-74,0 ΚΑΛΑΜΠΑΚΑ ΦΑΡΣΑΛΑ / 66 25415 16063 9196-36,8-42,8-63,8 ΟΜΟΚΟΣ / ΑΛΜΥΡΟΣ ΣΥΝΟΛΟ 303 116689 73235 37914-37,2-48,2-67,5 Πηγή : ΕΣΥΕ, Επιτόπια έρευνα 4. Συµπεράσµατα Η µεγάλη µείωση του µεγέθους των οικισµών και του πληθυσµού στο σύνολό του καθώς και η προχωρηµένη γήρανση εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, φανερώνουν τις ριζικές αλλαγές που έλααν χώρα ήδη στο εσωτερικό των χωρικών συστηµάτων επιπέδου οικισµού αλλά και στο επίπεδο των οικιστικών δοµών και δικτύων του ύπαιθρου χώρου. Τα ασικά συµπεράσµατα από τη σύνθεση των αποτελεσµάτων της έρευνας δείχνουν ότι η συσχέτιση κοινωνικών λογικών και νέων χωρικοτήτων δηµιουργεί τρεις δυναµικές προσαρµογής των τοπικών κοινωνιών: εγκατάλειψη γενικευµένη των ορεινών οικισµών ως τόπο κατοίκησης και απασχόλησης, µε ενδείξεις µικρής συγκράτησης σε περιοχές που δέχονται επενδύσεις για τουριστική ανάπτυξη. Επίσης, η εφαρµογή της ΚΑΠ από το 1981 φανερώνει µια µικρή συγκράτηση νέων που ασχολούνται µε την κτηνοτροφία (Καλαµπάκα, Μουζάκι, Καρδίτσα, Όθρυς), εγκατάλειψη των ηµιορεινών οικισµών ως τόπο κατοικίας αλλά όχι ως τόπο γεωργικής απασχόλησης (Φάρσαλα, οµοκός, Αλµυρός, Στυλίδα)

αξιοποίηση της γεωγραφικής θέσης ως προς τη δυνατότητα συνδυασµού πεδινών και ορεινών παραγωγικών συστηµάτων (µικτά συστήµατα) και της γειτνίασης µε την κωµόπολη για εξυπηρετήσεις και πολυαπασχόληση (Ελασσόνα, Φάρσαλα, Ν.Α. Όθρυς). Απόρροια των παραπάνω χωρικών εξελίξεων είναι, όπως δείχνει και η αναδιάταξη της κατηγοριοποίησης των οικισµών λόγω πληθυσµιακής µεταολής µεταξύ 1960 και 2000, που εµφανίζει ο παραπάνω χάρτης η εξαφάνιση των µεγάλου µεγέθους οικισµών λόγω της αδυναµίας της τοπικής οικονοµίας να συγκρατήσει αυτό τον πληθυσµό (µη διαφοροποίηση της οικονοµίας). Τελικά, υπάρχει ένα συγκεκριµένο µέγεθος οικισµού το οποίο µε άση τη θέση του και την ύπαρξη άλλων οικισµών στην περιµετρική του ζώνηενδοχώρα του αντιστέκεται αποτελεσµατικότερα στη µείωση του πληθυσµού του. Πρόκειται για οικισµούς µε µέγεθος µεταξύ 200 και 500 κατοίκων που εντοπίζονται στο εσωτερικό της ζώνης. % 60,0 ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΟΥ 1999 ΩΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ 1961 50,0 40,0 30,0 20,0 10,0 0,0 0-199 200-349 350-499 500-699 700+ Μέγεθος οικισµών το 1961 ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΚΑΡ ΙΤΣΑ-ΚΑΛΑΜΠΑΚΑ ΦΑΡΣΑΛΑ- ΟΜΟΚΟΣ Παρατηρούµε, ωστόσο, ότι υπάρχουν θετικές ενδείξεις ότι ένα µέρος αυτών των οικισµών που ρίσκονται στα ριζά της Πίνδου και της ζώνης έρευνας γενικότερα, δηµιουργεί, όπως φαίνεται και στον παραπάνω χάρτη, ένα περιµετρικό δακτύλιο δηµογραφικής σταθεροποίησης. Πρόκειται για οικισµούς που είτε λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, είτε γιατί ακόµη και σήµερα διατηρούν λόγω του σηµαντικού πληθυσµού τους κατά τη δεκαετία του 1960, σηµαντικό δηµογραφικό απόθεµα, εξασφαλίζουν τις απαραίτητες κοινωνικές συνθήκες για διατήρηση του κοινωνικού τους ιστού.

Τελικά, διαφαίνεται µια έλτιστη σχέση µεταξύ ενός αριθµού κατοίκων τους οποίους µπορεί το τοπικό χωρικό σύστηµα οικισµού και µικρής πόλης να εξασφαλίσει εισόδηµα, και µιας κοινωνικής µάζας ικανής να εξασφαλίσει την κοινωνική και πολιτισµική λειτουργία αλλά και αναπαραγωγή του οικισµού. Κατ αυτό το τρόπο η συσσώρευση οικισµών στην κατηγορία κάτω των 200 κατοίκων, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων που συνδυάζουν γειτνίαση µε κεντρικό τόπο και δυνατότητες απασχόλησης, προϊδεάζει για την επερχόµενη ταχύτατη µείωση του πληθυσµού αυτών των οικισµών (Βλέπε παρακάτω διάγραµµα). ΑΝΑ ΙΑΤΑΞΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ 1961-1999 47 700+ 1 500-699 38 9 350-499 47 9 200-349 66 37 0-199 106 248 0 50 100 150 200 250 Αριθµός οικισµών 1999 Αριθµός οικισµών 1961

Οι διαφορές µεταξύ των υποζωνών είναι εµφανείς Αναφέραµε ήδη, ότι τόσο το ανάγλυφο όσο και οι διαφορετικές δυναµικές προσαρµογής των τοπικών κοινωνιών που δηµιουργούνται στο χώρο προσδιορίζουν σήµερα τις ασικές αλλαγές και διαφοροποιήσεις που εµφανίζονται στο σύνολο της περιοχής έρευνας αλλά και στο εσωτερικό της. Λαµάνοντας υπ όψη εποµένως και την παράµετρο χρονο-απόσταση προσδιορίσαµε ζώνες µε άση τις αλλαγές που εγγράφηκαν στο χώρο µε άση τη µείωση του πληθυσµού και τη µεταολή του µεγέθους των οικισµών. Οι ζώνες αυτές που εµφανίζονται στο χάρτη που ακολουθεί εκφράζουν αυτές τις αλλαγές σε συνδυασµό µε τη χρονο-απόσταση από τις υφιστάµενες αγροτικές κωµοπόλεις στην ενδοχώρα των οποίων ανήκουν. Η ζώνη 4 εµφανίζεται µε άση τους παραπάνω δείκτες ως η πιο µειονεκτική γεγονός που εξηγεί και τη µεγάλη µείωση του πληθυσµού της. Ζώνες µε άση τη µεταολή του πληθυσµού, το ανάγλυφο και τη χρονοαπόσταση

Παρατηρούµε εποµένως, ότι στην ορεινή περιοχή Καλαµπάκας Μουζακίου Καρδίτσας, η πληθυσµιακή συρρίκνωση και κατάρρευση-εξαφάνιση των µεγάλων οικισµών είναι πανοµοιότυπη, χωρίς να εξαρτάται από το ανάγλυφο και την χρονο-απόσταση από το Μουζάκι ή την Καρδίτσα. Στο ορεινό-ηµιορεινό οροπέδιο της Ελασσόνας, εντοπίζεται, ωστόσο, µια παράδοξη, σε σχέση µε τις υπόλοιπες ζώνες, συγκράτηση πληθυσµού και ως ένα αθµό του µεγέθους των οικισµών. Η εξήγηση ασίζεται στο γεγονός ότι το οροπέδιο αυτό αποτελεί µια χωρο-εδαφική ενότητα µε ισχυρή συνοχή χωρική και πολιτισµική η οποία ενισχύεται και από το εθνικό οδικό δίκτυο Λάρισας- Κοζάνης. Βασίζεται επίσης στην ύπαρξη µιας ιδιόµορφης τοπικής οικονοµίας που συνδυάζει αξιόλογες εξυπηρετήσεις λόγω του µεγέθους των οικισµών, µικτά παραγωγικά συστήµατα λόγω της γεωγραφικής θέσης (συνδυασµός ορεινών και πεδινών χρήσεων γης), και σηµαντική πολυδραστηριότητα που ασίζεται στα παραπάνω αλλά και σε παραδοσιακά ελεύθερα επαγγέλµατα (πχ κτίστες) 3. Στην ηµιορεινή ζώνη οµοκού, Αλµυρού, Στυλίδας και Φαρσάλων, οι δηµογραφικές και οικιστικές εξελίξεις παίρνουν ως προς τις υπόλοιπες υποζώνες µεσαίες διαστάσεις, γεγονός που εξηγείται και προσδιορίζεται από το φαινόµενο της εγκατάστασης της αγροτικής οικογένειας στη γειτονική µικρή πόλη και της απασχόλησης στον οικισµό καταγωγής όπως φανερώνει και χάρτης που ακολουθεί. Πράγµατι, στις ηµιορεινές περιοχές της περιοχής (περιοχές που αντιστοιχούν στο µώ χρώµα) όπου κυριαρχούν οι εκτατικές καλλιέργειες των δηµητριακών, οι οικισµοί έχουν σχεδόν εγκαταλειφθεί. Οι αγροτικές οικογένειες διαµένουν πλέον στα µικρά αστικά κέντρα (Φάρσαλα και Αλµυρός) ενώ συνεχίζουν να καλλιεργούν τη γη τους εντός των ορίων της κτηµατικής περιοχής των οικισµών καταγωγής των, όπου και συχνά διαµένουν κατά τους θερινούς µήνες. Τελικά, η προολή διαφορετικών κοινωνικών λογικών στο χώρο δηµιουργεί νέες χωρικές καταστάσεις ή όπως θα λέγαµε στην ανθρωπογεωγραφία νέες χωρικότητες. Οι χωρικότητες αυτές προάλλουν και εκφράζουν πλέον τις νέες δοµές που διαµορφώνονται στο χώρο, τις νέες µορφές στην πράξη, οργάνωσης του χώρου µε άση την κατοίκηση και την απασχόληση, ή τις νέου τύπου σχέσεις µεταξύ µόνιµων και καταγόµενων που θα µπορούσαν από πολιτισµικές που παραµένουν προς το παρόν ν αξιοποιηθούν και να µετεξελιχθούν σε οικονοµικές. 3 Ωστόσο, η ανάλυση των πυραµίδων ηλικιών φανερώνει µια διχοτόµηση µεταξύ ενός αριθµού µεγάλων οικισµών που συνεχίζουν να παίζουν λίγο ή περισσότερο το ρόλο των κέντρων εξυπηρέτησης και των µικρότερων των οποίων ο πληθυσµός είναι γηρασµένος.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΝ ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΧΩΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΜΙΚΡΗΣ ΠΟΛΗΣ ΦΑΡΣΑΛΑ ΑΛΜΥΡΟΣ Παράλληλα, προσεγγίζοντας ιστορικά την εξέλιξη του οικιστικού αποθέµατος και δικτύου της περιοχής µε άση την σηµερινή του κατάληξη και λειτουργία, µπορούµε να ισχυρισθούµε ότι µια από τις εµφανείς επιπτώσεις της µη ύπαρξης αναπτυξιακής και οικιστικής πολιτικής για τον ύπαιθρο χώρο και εποµένως της µη στήριξης των µεγάλων οικισµών στο εσωτερικό του, είναι η εξαφάνιση αυτών των τελευταίων. Μια τέτοια πολιτική θα µπορούσε να συµάλλει έστω και σήµερα, στη διαµόρφωση εκείνων των συνθηκών για την ανασυγκρότηση ή και τη συγκρότηση νέων χωρο-εδαφικών ενοτήτων στο εσωτερικό αυτών των ζωνών µε καλύτερη κατανοµή του πληθυσµού και λειτουργία των τοπικών οικιστικών δικτύων. Στην πραγµατικότητα, η προολή στο χρόνο, αυτής της έρευνας της δηµογραφικής και οικιστικής εξέλιξης στον ορεινό και ηµιορεινό χώρο, αντικατοπτρίζει την εξέλιξη του φαινοµένου της αστικοποίησης µέσω διαφόρων τύπων εξόδου. Από την συγκέντρωση στην Αθήνα και στις πρωτεύουσες των Νοµών στις δεκαετίες 1960 και 1970 όπως δείχνουν καθαρά οι πυραµίδες ηλικιών των πιο περιθωριοποιηµένων οικισµών, τείνουµε να καταλήξουµε σήµερα στην κυριαρχία της µικρής πόλης ως το µόνο κέντρο εξυπηρέτησης µιας ενδοχώρας που γερνάει και ερηµώνεται. Η κοινωνική λογική ως προς το θέµα της κατοίκησης και της απασχόλησης ασίζεται εποµένως, µε άση την προολή της στο χώρο, σ εκείνες τις κοινωνικές, οικονοµικές και πολιτισµικές αξίες τις οποίες η οικογένεια και η τοπική κοινωνία χρησιµοποιεί για ν αξιολογήσει τις διάφορες δυνατότητες επιλογής της για το σχεδιασµό και την οργάνωση µιας γεωγραφικής και

κοινωνικής κινητικότητας προς όφελος των µελών της. Σ αυτή την προσπάθεια, αποδεικνύεται ότι αξιοποιούνται συνθήκες και καταστάσεις, σχέσεις και δίκτυα τα οποία παρά τη συχνή ατυπία τους, φανερώνουν νέες δυνατότητες και τρόπους για την ενσωµάτωση, ανάπτυξη και διαχείριση του χώρου, τα οποία λόγω της µεγάλης τους σχέσης µε το χώρο και µάλιστα τον αποµονωµένο και µειονεκτικό χώρο ενδιαφέρουν τα µέγιστα τη χωροταξία και εποµένως και τις αντίστοιχες πολιτικές. Ωστόσο, µέχρι σήµερα, οι ορεινές και ηµιορεινές περιοχές γίνονται αντιληπτές και προσεγγίζονται από τις επιστήµες και τα αναλυτικά τους εργαλεία, ως µια ενιαία και χωρίς εσωτερικές χωρικές διαφοροποιήσεις περιοχή. Ο χώρος αυτός είναι δυνατόν να τυπολογηθεί µέσω κάποιων φυσικών ή και άλλων ποσοτικοποιήσιµων κριτηρίων όπως η πυκνότητα. Τελικά, το όλο πλαίσιο αντίληψης και προσέγγισης χαρακτηρίζεται από τη γενικότερη απλουστευτική αντίθεση ύπαιθρου χώρου-αστικού χώρου. Οµως, αυτή η αντίληψη περί ενιαίου χώρου δεν µπορεί να στηριχθεί εξ αιτίας των διαφοροποιήσεων που εµφανίζονται κατά τη διαδικασία ενσωµάτωσής του. ιάφορες γεωγραφικές ενότητες, ιστορικά διαµορφωµένες και µε πολιτισµική συνοχή φαίνεται να προσαρµόζονται ή και να αντιστέκονται µε διαφορετικούς τρόπους και διαδικασίες στο χρόνο και στο χώρο. Η τάση για οικονοµική εξειδίκευση ενισχύει αυτή την κίνηση διαφοροποίησης (παλιότερα η υιοθέτηση του εντατικού αγροτικού µοντέλου, σήµερα ο τουρισµός και η κατοικία). Χάνοντας την παλιά τους οµοιογένεια και συνοχή, οι διάφορες ζώνες αλλά και χωρο-εδαφικές ενότητες χάνουν επίσης ή κινδυνεύουν να χάσουν το χαρακτήρα των κοινωνικών υποσυστηµάτων που τους αναγνωρίζαµε κατά το παρελθόν. Αντίθετα, και αυτό είναι ενδιαφέρον για την προσέγγιση της εξέλιξης των χωρικών και κοινωνικών δοµών στον ύπαιθρο χώρο, αυτές οι κοινωνίες κινούνται σήµερα, µε σχετική άνεση στο εσωτερικό ευρύτερων χωρικών συστηµάτων εκείνου του επιπέδου οικισµού στο οποίο είχαν ιώσει το χώρο ως κοινωνικό προϊόν. Τα ευρύτερα αυτά χωρικά συστήµατα είναι εκείνα, της µεσαίας και πρόσφατα της µικρής πόλης στα οποία εντάσσεται ως περιεχόµενο πλέον, το χωρικό σύστηµα του παραδοσιακού κλειστού οικισµού. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Goussios D., (1992). "Metsovo : un cas de developpement global d'une localite montagnarde". In Facteurs de resistance contre a la marginalisation des regions defavorisees et de montagnes. Ειδική έκδοση της VI Γ. ιεύθυνσης της ΕΟΚ. Βρυξέλλες. Goussios D., Tsimpoukas K., (1993). "Relations de parente et solidarite economique dans l'agriculture familiale de plaine en Grece". Revue Geographique des Pyrenees et du Sud-Ouest. Tome 63, Fascic. 2, 1992-1993.

Goussios D., (1995). "The European and local context of Grek family farming. Ειδική έκδοση του επιστηµονικού περιοδικού Sociologia Ruralis αφιερωµένη στη µεσογειακή γεωργία. Wageningen, Hollande. Goussios D., (1997). "Strategies d adaptation économique et spatiale du système exploitation-famille en Grèce". Τunis, Απριλίου 1995, υπό την αιγίδα του CIHEAM). Εκδόσεις ΙRCM. Goussios D., (1998 ). "Culture et Developpement Rural". In Suds et iles de la Mediterranee: de l assistance a l initiative. (Coord. F. de Casabianca). Ed. Publisud. Paris. Γούσιος. (1999). "Υπαιθρος, Αγροτικός χώρος και µικρή πόλη : από τη γεωργοποίηση στην τοπική ανάπτυξη". Στο Η ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων: διεπιστηµονικές προσεγγίσεις στην αστική ανάλυση και πολιτική, Επιµ. Οικονόµου. και Πετράκος Γ., Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα. Anthopoulou Th., Duquenne M.N., Goussios D., (2000). "Le developpement rural en Grece". In Developpement Rural en Mediterranee. Ed. ΙΑΜ/FAO. Γούσιος., (1992). "Αγροτική ενσωµάτωση και πολυδραστηριότητα: το παράδειγµα της κοινότητας του Αγ. ηµητρίου του Ανατ. Πηλίου", σελ. 70, Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας. "Cultiver l Europe". (1996). Groupe de Bruges. Συλλογική έκδοση. Εκδ. FPH. Paris. «Agriculture: Un tournant necessaire». (1996). Groupe de Bruges. Preface par Edgard Pisani et Bertrand Hervieu. Εκδόσεις: l Aube. Paris. "Emploi et Territoires ruraux" (υπό έκδοση). Συλλογική Εκδοση. Επιµέλεια των Gilles Allaires και Γούσιος ηµήτρης. Εκδόσεις FPH, Paris. Anthopoulou Th., Goussios D., (2000) "Politiques en faveur des zones de montagne".πρόγραµµα NECTAR, τοµέας Σχεδιασµός και παρακολούθηση δράσεων ανάπτυξης του ύπαιθρου χώρου. Έκδοση στα γαλλικά, αραικά και ιταλικά. Goussios D., Duquenne M.N., (2000). "Une nouvelle forme familiale de mise en valeur de l espace agricole : l exploitation a distance. Typologie des zones abandonees et a forte activite dans l espace rural grec". Πρακτικά ιεθνούς συνεδρίου Farms Systems. Βόλος. - Μελέτη (1999). "Χωρικός διαµερισµός της ελληνικής γεωργίας ανάλογα µε την οικονοµική αποτελεσµατικότητα και επαναπροσδιορισµό του προληµατικού γεωργικού χώρου µε έµφαση στις ορεινές παραµεθόριες και νησιωτικές περιοχές". Μελέτη του Υπουργείου Γεωργίας. Επιστηµονικός Υπεύθυνος Γούσιος.. - Μελέτη (2000). "Στρατηγικό Πρόγραµµα ράσης για τη Βιώσιµη Ανάπτυξη των Ορεινών Περιοχών". Μελέτη ΥΠΕΧΩ Ε. Επιστηµονικός Υπεύθυνος Γούσιος.