1 ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 9 εκεμβρίου 2014 ANAKOINΩΣΗ Πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα εκδηλώσεων των Πολιτιστικών Υπηρεσιών (Ιφιγενείας 27) τη ευτέρα 8 εκεμβρίου στις 7:00μ.μ., η διάλεξη της ομότιμης καθηγήτριας βυζαντινής ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Βασιλικής Νεράντζη- Βαρμάζη με θέμα «Η βυζαντινή Καρπασία». Η διάλεξη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των διαλέξεων/εκδηλώσεων για την κατεχόμενη επαρχία Αμμοχώστου. Χαιρετισμό στην εκδήλωση απηύθυνε ο θεοφιλέστατος επίσκοπος Καρπασίας κ.κ. Χριστοφόρος ενώ την κ Νεράντζη- Βαρμάζη παρουσίασε ο ιευθυντής του Ιδρύματος Λεβέντη βυζαντινολόγος κ. Χαράλαμπος Μπακιρτζής. Νωρίτερα η κ. Νεράντζη Βαρμάζη μίλησε στους μαθητές του Παγκυπρίου Γυμνασίου σε εκδήλωση για τον βυζαντινό πολιτισμό και εν συνεχεία ξεναγήθηκε από τον έφορο των Μουσείων του Παγκυπρίου κ. Μιχάλη Φαντάρο. Παρατίθεται το κείμενο της διάλεξης πιο κάτω. 1
2 2
3 3
4 4
5 Βυζαντινή Καρπασία «Εδώθε τον Άγιον Ανδρέα, μίλια τρία, είναι μία βάλη που στέκουν τα ξύλα το καλοκαίρι και έχει ριούντο με όστρια (νοτιάς) και με γαρμπή (νοτιοδυτικός) και έχει σπιάντζα αντίπερα και τρέχει και νερό. Εις τον κάβον του Αγίου Ανδρέα έχει νησία τρία και το ένα είναι μεγάλο και σου στέκει εις το γρέγο (βορειοανατολικά), και άλλο είναι μικρό και δεν έχει πέραμα, μόνο διά βάρκες μικρές, ανάμεσα το μεγάλον και το μικρό, όπου είναι σιμά εις τον κάβο. Και το άλλο το στρογγυλό όπου στέκει περ όστρια έχει πέραμα διά πάσα λογής καράβι, και διά μικρό και διά μεγάλο. Και να μηδέν κοστάρεις το νησί το μεγάλο, μόνο το νησί το στρογγυλό όπου σου μένει περ όστρια και το νησί το μικρό όπου είναι κοντά εις τον κάβο το χαμηλό» 1. Το σύντομο αυτό απόσπασμα ανήκει σε έναν παλαιό πορτουλάνο και περιγράφει το ανατολικότερο άκρο της Καρπασίας με το ακρωτήριο του Αγίου Ανδρέα και τα νησάκια μπροστά από αυτό. Οι πορτουλάνοι είναι οδηγοί πλοήγησης για ναυτικούς του Μεσαίωνα και επισημαίνουν όρμους, λιμάνια, ακρωτήρια, νησάκια, βράχια, υφάλους, ξέρες, πηγές νερού και φυσικά αποστάσεις μεταξύ πόλεων ή σημαντικών σημείων. Όλα αυτά ήταν απαραίτητα, γιατί τα καράβια ταξίδευαν τότε παράλληλα με την ακτή και μόνο όταν ήταν εντελώς απαραίτητο απομακρύνονταν από την ξηρά. Οι περισσότεροι από τους ελληνόγλωσσους πορτουλάνους ανήκουν στον 15 ο με 16 ο αιώνα, αλλά στηρίζονται σε μια μακριά παράδοση πίσω τους, αν και έχουν και ιταλικές επιδράσεις. Το παλαιιότερο σωζόμενο σχετικό κείμενο είναι ο «σταδιασμός της μεγάλης θαλάσσης» που περιλαμβάνεται στο «Χρονικό του Ιππολύτου», του 10 ου αιώνα 2. Ο περίπλους της Κύπρου υπάρχει σε αρκετούς πορτουλάνους. Εδώ βέβαια μας ενδιαφέρει κυρίως η Καρπασία, αυτή η μακρόστενη χερσόνησος που εκτείνεται στο βορειοανατολικό τμήμα της Κύπρου. Το μήκος της χερσονήσου είναι λίγο μεγαλύτερο από 60 χιλιόμετρα, το πλάτος της ποικίλει από 4 χιλιόμετρα στα ανατολικά έως 15 χιλιόμετρα στα δυτικά, ενώ η περίμετρος των ακτών της φθάνει τα 150 χιλιόμετρα. Το όνομα που της απέδιδαν οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς «Βοός ουρά» την χαρακτηρίζει με τον καλύτερο τρόπο. 1 A, Delatte, Les Portulans Grecs, Paris 1947, σελ 129 2 Hyppolytus Werke, τ. 4 ος, Die Chronik, εκδ. R. Helm, Berlin 1955, σελ. 43-49 5
6 Το έδαφος της Καρπασίας παρουσιάζει μεγάλες εναλλαγές με λοφώδεις περιοχές, κατάφυτες κοιλάδες, μικρά οροπέδια, ομαλές ακτές, αλλά και πετρώδεις εκτάσεις με απόκρημνους βράχους και απότομους γκρεμούς που φθάνουν ως η θάλασσα. Κατοικήθηκε αδιάκοπα από τα προϊστορικά χρόνια, κατά την αρχαία και μεσαιωνική περίοδο ως τη σύγχρονη εποχή, και φυσικά κατοικείται ακόμη και σήμερα. Η διαμόρφωση του εδάφους βέβαια ευνοεί την διασπορά των κατοίκων σε μικρούς οικισμούς και δεν προσφέρεται για μεγάλες οργανωμένες μονάδες. Στα τέλη του 19 ου αιώνα, οπότε έχουμε σχετικά στοιχεία, στην περιοχή της Καρπασίας υπήρχαν 35 με 40 οικισμοί. Οι γνώσεις μας βέβαια για την ιστορία κάθε εποχής και κάθε τόπου στηρίζονται σε δύο βασικούς άξονες, στα αρχαιολογικά ευρήματα και στις μαρτυρίες των γραπτών πηγών. Εδώ η τύχη και ο χρόνος παίζουν μεγάλο ρόλο. Για τις αδιάλειπτα κατοικούμενες περιοχές πολλά είναι τα μνημεία που καταστρέφονται και χάνονται, ενώ ιδιαίτερα κατά τον Μεσαίωνα οι γραπτές πληροφορίες που έχουμε για απομακρυσμένες και απομονωμένες περιοχές είναι πάντοτε πολύ περιορισμένες. Με αυτές πάντως προχωρούμε και προσπαθούμε να κτίσουμε έναν κόσμο που προ πολλού έχει χαθεί. Είναι γνωστό ότι ο χριστιανισμός μεταδόθηκε στην Κύπρο ήδη τον 1 ο αιώνα μ.χ. από τον ίδιο τον απόστολο Παύλο και τον μαθητή του απόστολο Βαρνάβα, για να εδραιωθεί όμως η ορθή χριστιανική πίστη και η ορθοδοξία χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια. Τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν δεν προέρχονταν μόνο από την αντίδραση των ειδωλολατρών, αλλά και από τις αιρέσεις που προέκυψαν από λόγιους κυρίως νεοφώτιστους χριστιανούς, που προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τα δόγματα της πίστης με την δική τους λογική. Χρειάστηκε η παρουσία και η σθεναρή στάση πατέρων της Εκκλησίας με πρωτοπόρο τον πολυγράφο Επιφάνιο (310-402 μ.χ.), επίσκοπο Σαλαμίνας, για να ξεριζωθούν από την Κύπρο οι αιρέσεις και να επικρατήσει η ορθοδοξία 3. Στο μεταξύ, σε μια εποχή που τα ταξίδια στην ξηρά ήταν πιο επικίνδυνα από ό,τι στη θάλασσα, είχε διαδοθεί στον χριστιανικό κόσμο η πληροφορία ότι ο ευκολότερος τρόπος για να φτάσει κανείς στην Παλαιστίνη και να πραγματοποιήσει το προσκύνημά του στους Αγίους Τόπους, ήταν να περάσει πρώτα από την Κύπρο. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί το οδοιπορικό «Περί της Αγίας Πόλεως», όπου 3 Β. Νεράντζη Βαρμάζη, Μεσαιωνική Ιστορία της Κύπρου μέσα από τις βυζαντινές πηγές, Θεσσαλονίκη 1996 6
7 σημειώνεται: «Πρώτον μεν περάσας εις Κύπρον, ζήτει την Τύρον. Από δε της Τύρου περιπατείς ημέρας οκτώ προς νότον και εστίν η Αγία Πόλις» 4. Αντίστοιχες οδηγίες δίνονται και από λατινικά οδοιπορικά (itineraria) προς την Παλαιστίνη. Για όλους αυτούς τους λόγους πάρα πολλοί άγιοι έζησαν στην Κύπρο ή πέρασαν για κάποιο διάστημα από το νησί κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Ιδιαίτερα η χερσόνησος της Καρπασίας αποτέλεσε ιδανικό απομονωτήριο και καταφύγιο για μοναχούς και ασκητές κατά την περίοδο αυτή. Είναι η εποχή κατά την οποία η Καρπασία πήρε δίκαια τον χαρακτηρισμό «η χερσόνησος των Αγίων», όπως αποδεικνύουν τα πολλά κατάλοιπα μεγάλων κα μικρών εκκλησιών ή σκαμμένων στους βράχους ασκηταριών. Η Αγία Παύλα, η Αγία Φωτεινή (Φωτώ), ο Άγιος Φωκάς, η Αγία Σολομωνή και πολλοί άλλοι μόνασαν ή ασκήτευσαν στην χερσόνησο της Καρπασίας κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Οπωσδήποτε όμως ο γνωστότερος άγιος της Καρπασίας κατά την περίοδο αυτή είναι ο Άγιος Φίλων, που διετέλεσε κατά πάσα πιθανότητα πρώτος επίσκοπος Καρπασίας. Τον Άγιο Φίλωνα χειροτόνησε επίσκοπο Καρπασέων ο Επιφάνιος Σαλαμίνας στα τέλη του 4 ου αιώνα και σίγουρα πριν από το 382 μ.χ. οπότε ο Επιφάνιος χρειάστηκε να ταξιδέψει στη Ρώμη και έστειλε και κάλεσε ως αντικαταστάτη στη θέση του στην Κωνσταντία τον Φίλωνα Καρπασίας. Σύμφωνα με τον βιογράφο του Επιφανίου Πολύβιο Ρινοκορούρων ο Επιφάνιος «μεταστέλλεται τον προειρημένον Φίλωνα τον επίσκοπον και αυτώ αποδίδωσι την αυθεντίαν της εκκλησίας Κωνσταντίας όπως, εάν χρεία γένηται κληρικών, αυτός χεροτονήσει» 5. (Κωνσταντία είναι η Σαλαμίνα, που από τα μέσα περίπου του 4 ου αιώνα είχε μετονομαστεί σε Κωνσταντία, προς τιμή του αυτοκράτορα Κωνστάντιου (337-361), ο οποίος είχε φροντίσει να απαλλαγεί η περιοχή από φόρους μετά από επανειλημμένους σεισμούς), Ο επίσκοπος Φίλων ήταν λόγιος, μορφωμένος και πολύ καλός ρήτορας, όπως οι περισσότεροι ανώτατοι κληρικοί της εποχής του. Έδρα της επισκοπής του ήταν η πόλη Καρπασία (ή Κάρπασος ή Καρπάσι) κτισμένη περίπου στο μέσον της βόρειας ακτής της ομώνυμης χερσονήσου. Υπήρξε ένας επιτυχημένος ιεράρχης, ένας πολύ καλός ιεροκήρυκας και ένας αξιόλογος εκκλησιαστικός συγγραφέας. Πρέπει να αγιοποιήθηκε αμέσως μετά τον θάνατό του στα εντελώς τελευταία χρόνια του 4 ου 4 PG. 120. 259-272 και H. Donner, Die Palestinabeschreibung der Epiphanius Monachus Hagiopolitta, Zeitschrift des Deutschen Palestina Variens 87 (1971) 42-91, H.Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία τ. Α, σελ. 375-376 5 PG. 41. στ. 85 7
8 αιώνα. Προς τιμή του έχουν κτιστεί τουλάχιστον τρεις ναοί στην Καρπασία, η τρίκλιτος παλαιοχριστιανική βασιλική του 5 ου αιώνα, ο εγγεγραμμένος σταυροειδής ναός του 11 ου -12 ου αιώνα και ένας ακόμη ναός του 12 ου αιώνα ανατολικά του Ριζοκάρπασου. Τον Φίλωνα διαδέχθηκαν στην επισκοπική του έδρα άλλοι αξιόλογοι αλλά λιγότεροι γνωστοί σε μας σήμερα ιεράρχες: ο Άγιος Συνέσιος και ο Άγιος Θύρσιος (που αναφέρεται και με το λαϊκότερο όνομα Θέρισος) και άλλοι, ενώ ο πολύ μεταγενέστερος κύπριος χρονικογράφος Λεόντιος Μαχαιράς (14 ος αιώνας) σημειώνει μαζί με αυτούς και έναν Σωσικράτη, που δεν είναι εύκολο να τον τοποθετήσουμε με ακρίβεια σε μια συγκεκριμένη εποχή. Την έντονη δραστηριότητα των πρώτων αυτών ιεραρχών αποδεικνύουν τα σημαντικότατα εκκλησιαστικά μνημεία που κτίστηκαν στην Καρπασία τον 5 ο και 6 ο αιώνα, κατάλοιπα από τα οποία σώζονται ως σήμερα. Έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον οκτώ (8) παλαιοχριστιανικές βασιλικές στην χερσόνησο, οι περισσότερες από τις οποίες είναι διακοσμημένες με επιδαπέδια ψηφιδωτά εξαιρετικής ποιότητας και τέχνης, όπως τα ψηφιδωτά του Αγίου Φίλωνα στην πόλη της Καρπασίας ή της Αγίας Τριάδας στην Αιγιαλούσα, Στην ίδια εποχή (6 ος αι.) ανήκει και ο εντοίχιος ψηφιδωτός διάκοσμος της Παναγίας Κανακαριάς, ο οποίος σωζόταν ως πρόσφατα στην παλαιοχριστιανική αψίδα του ναού. Το εξαιρετικό αυτό ψηφιδωτό είχε ενσωματωθεί σε νεότερες οικοδομικές φάσεις της εκκλησίας. Παρίστανε ένθρονη Παναγία με τον Χριστό και δύο αγγέλους, που συνοδεύονταν από 13 μετάλλια με προτομές των αποστόλων και του Χριστού. Όλα αυτά αποτοιχίστηκαν από Τούρκους αρχαιοκάπηλους μετά την τουρκική εισβολή του 1974, πουλήθηκαν στο εξωτερικό και μόνο ορισμένα κομμάτια της παράστασης επανήλθαν στην Κύπρο ύστερα από πολλούς κόπους και μεγάλες προσπάθειες του Κυπριακού Κράτους και της Κυπριακής Εκκλησίας. Οπωσδήποτε τόσο τα ψηφιδωτά δάπεδα όσο και τα εντοίχια ψηφιδωτά παραπέμπουν σε ευημερούσες και πολυάριθμες χριστιανικές κοινότητες στην Καρπασία από τα τέλη του 4 ου ως τα μέσα του 7 ου αιώνα 6. Εύλογα βέβαια προκύπτει το ερώτημα αν οι τεχνίτες που έκτιζαν και διακοσμούσαν αυτά τα εκκλησιαστικά οικοδομήματα ήταν ντόπιοι ή προέρχονταν από τις απέναντι ανατολικές ακτές της 6 Χ. Χοτζάκογλου, Η εντοίχια μνημειακή διακόσμηση στους ναούς της Καρπασίας (4 ος 15 ος αι.), ΚΑΡΠΑΣΙΑ, Πρακτικά Α Επιστημονικού Συνεδρίου «Εις γην των Αγίων και των Ηρώων», Λεμεσός 2010, σελ 1-40 8
9 Μεσογείου, δηλαδή από την Συρία και την Παλαιστίνη. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι δύσκολη. Σίγουρα κάποιοι από τους αρχιτεχνίτες έρχονταν από μακριά, αλλά πρέπει να πιστέψουμε ότι με το πέρασμα των χρόνων οι ίδιοι οι κάτοικοι της Κύπρου και της Καρπασίας έπαιζαν όλο και μεγαλύτερο ρόλο στην ανοικοδόμηση και την διακόσμηση των εκκλησιών τους, Η Επισκοπή Καρπασίας 7 αναφέρεται κατά του επόμενους βυζαντινούς αιώνες σε όλους τους επισκοπικούς καταλόγους ή καταλόγους πόλεων και εκκλησιαστικών περιοχών που σώζονται ως σήμερα. Αναφέρεται δηλαδή στον Συνέκδημο του Ιεροκλέους που συντάχθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α (527-565), στο Γεωγραφικό εγχειρίδιο του Γεωργίου Κυπρίου τον 8 ο αιώνα, στο έργο του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου «Περί Θεμάτων» του 10 ου αιώνα, καθώς και σε άλλους διάφορους πίνακες επισκοπών κατέχοντας πάντοτε μία από τις τελευταίες θέσεις ανάμεσα στις 14 (ή 15) πόλεις της Κύπρου. Στο μεταξύ όμως η κατάσταση στην Κύπρο είχε αλλάξει ριζικά Είχε αρχίσει η περίοδος των Αραβικών επιδρομών. Όταν αναφερόμαστε στην περίοδο των Αραβικών επιδρομών πρέπει να ξέρουμε ότι δεν πρόκειται για μια ενιαία και ομοιόμορφη εποχή. Αντίθετα πρόκειται για μια μακριά περίοδο τριών αιώνων με πολλές διακυμάνσεις και εναλλαγές στο πέρασμά τους. Οι Άραβες δέχτηκαν επίσημα την νέα τους θρησκεία, το Ισλάμ, το 622 μ.χ. Η χρονιά αυτή είναι για τους Άραβες η Εγίρα, δηλαδή η αρχή της θρησκείας τους, αλλά και της οργανωμένης κρατικής τους υπόστασης. Μέσα σε πολύ λίγα χρόνια ήταν έτοιμοι να βγουν από τα σύνορα της Αραβίας για να διαδώσουν ως φανατισμένοι νεοφώτιστοι τη θρησκεία τους στους γύρω λαούς. Συγκρούστηκαν λοιπόν με τις δύο μεγάλες δυνάμεις της εποχής, το Βασίλειο της Περσίας και την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Με τα βυζαντινά στρατεύματα πολέμησαν σε μια μεγάλη μάχη κοντά στον ποταμό Ιερομίακα (Γιαρμούκ) το 636 και νίκησαν. Έτσι κυριάρχησαν στη Συρία και στο μεγαλύτερο μέρος της Παλαιστίνης, όπου ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος αναγκάστηκε να τους παραδώσει την πόλη (638). Στη συνέχεια προχώρησαν προς την Αίγυπτο, την κατάκτηση της οποίας ολοκλήρωσαν ως το 642 μ.χ. 7 Χ. Τσαούση, Η Επισκοπή Καρπασίας, Λευκωσία 1996 9
10 Η επικράτηση των Αράβων στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου τους έφερε σε επαφή με τη θάλασσα. Εκμεταλλεύτηκαν λοιπόν την ξυλεία του Λιβάνου και τις γνώσεις των ντόπιων κατοίκων στη ναυσιπλοΐα και άρχισαν τις επιδρομές τους στην Μεσόγειο. Η Κύπρος υπήρξε ο πρώτος στόχος τους. Το 648/9 πραγματοποίησαν την πρώτη επιδρομή στην Κύπρο, η οποία όμως δεν είχε πολύ βαριές συνέπειες, γιατί έσπευσε ο βυζαντινός στόλος και υποχρέωσε τους επιδρομείς να αποσυρθούν. Οι καταστροφικές επιδρομές όμως επαναλήφθηκαν και τα επόμενα χρόνια. Σταθμός για την τύχη της Κύπρου υπήρξε η συνθήκη ειρήνης του 686 μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων. Τότε αποφασίστηκε μεταξύ άλλων Βυζαντινοί και Άραβες να μοιράζονται τους φόρους των κατοίκων της Κύπρου: «ίνα έχωσιν κοινά (Αυτοκρατορία και Χαλιφάτο) κατά το ίσον τους φόρους της Κύπρου» κατά τον Θεοφάνη ή όπως αναφέρεται αλλού η Κύπρος «εστί νήσος τελούσα Ρωμαίοις και Αγαρηνοίς» 8. Είναι βέβαιο ότι το μοίρασμα των φόρων καθιστούσε τους Κυπρίους ευάλωτους από όλες τις πλευρές. Ακολούθησαν μαζικοί εκπατρισμοί, αιχμαλωσίες, εξορίες και συχνές επιδρομές. Ιδιαίτερα σε εποχές που οξύνονταν οι σχέσεις μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων οι επιπτώσεις στην Κύπρο ήταν τραγικές. Υπήρχαν όμως και περίοδοι, μέσα σε αυτούς τους τρεις αιώνες, κατά τις οποίες οι Κύπριοι προσπάθησαν να διαβιώνουν ειρηνικά εκτελώντας με συνέπεια τις φορολογικές υποχρεώσεις τους προς πάντες. Ακριβώς γι αυτό λίγο παλαιότερα ο R. Jenkins χαρακτήρισε την περίοδο αυτή ως condominium, δηλαδή περίοδο συγκυριαρχίας. Σήμερα δεν συμφωνούμε με αυτήν την ορολογία, οπωσδήποτε όμως δεχόμαστε ότι μέσα στους τρεις αυτούς αιώνες συνέβησαν τρομαχτικές αλλαγές στην Κύπρο. Εγκαταλείφθηκαν τα παράλια που ήταν περισσότερο ευάλωτα, οι παράλιες πόλεις έμειναν ακατοίκητες και ερήμωσαν, ενώ όλες οι δραστηριότητες μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό του νησιού και περιορίστηκαν σε γεωργικές εργασίες. Ακόμη και το διοικητικό κέντρο μεταφέρθηκε στην ενδοχώρα, από την Σαλαμίνα στη Λευκωσία. Ένας κατεξοχήν εμπορικός τόπος μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής μετατράπηκε τα χρόνια αυτά σε αγροτική περιοχή. Η Καρπασία ταλαιπωρήθηκε περισσότερο από κάθε άλλη επαρχία της Κύπρου από όλες αυτές τις αναταραχές, γιατί ήταν άμεσα εκτεθειμένη σε κάθε εχθρική απειλή. Η πόλη Καρπασία εγκαταλείφθηκε και οι κάτοικοι μετακινήθηκαν 8 Β. Νεράντζη Βαρμάζη, Σύνταγμα βυζαντινών πηγών Κυπριακής Ιστορίας, Λευκωσία 1966, σελ. 36 και 44 10
11 και ίδρυσαν το Ριζοκάρπασο ψηλότερα στους οχυρωμένους λόφους. Εκεί μεταφέρθηκε και η έδρα του επισκόπου Καρπασέων. Οι ακτές της χερσονήσου έμειναν ακατοίκητες, αλλά δεν υπήρχε και πλατιά ενδοχώρα για να καταφύγει εκεί ο πληθυσμός. Ίσως ακριβώς για την Χερσόνησο της Καρπασίας μπορεί να ισχύει αυτό που γράφει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος για ολόκληρη την Κύπρο στα τέλη του 7 ου αιώνα: «της νήσου επί επτά έτεσιν αοικήτου μεινάσης» (691-698) 9. Αυτό μοιάζει με υπερβολή, αλλά είναι βέβαιο ότι ο πληθυσμός ολόκληρου του νησιού και ιδιαίτερα της Καρπασίας κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών είχε μειωθεί κατά πολύ. Την ίδια περίπου περίοδο, ουσιαστικά τον 8 ο και ως τα μέσα του 9 ου αιώνα την Ορθόδοξη Εκκλησία και το Βυζαντινό Κράτος ταλαιπώρησε η Εικονομαχική Έριδα. Σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες των πηγών η εικονομαχία δεν μεταδόθηκε στην Κύπρο. Γι αυτό κατέφευγαν εκεί οι καταδιωκόμενοι εικονολάτρες μοναχοί και κληρικοί, για να αποφύγουν τα αντίποινα των εικονομάχων αυτοκρατόρων και των οπαδών τους.. Παρ όλα αυτά σε ορισμένα μνημεία της Κύπρου και ιδιαίτερα σε εκκλησίες της Καρπασίας οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι βρίσκουν ίχνη ανεικονικής ζωγραφικής (δηλαδή ζωγραφική χωρίς ανθρώπινες μορφές, άρα ζωγραφική των εικονομάχων) σε στρώματα του 9 ου αιώνα που επιζωγραφίστηκαν αργότερα σε μεταγενέστερη περίοδο (όπως στο ναό της Αγυιάς κοντά στην Αιγιαλούσα, ή στην Παναγία Κανακαριά στην Λυθράγκωμη). Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να πιστέψουμε ότι κάποιοι οπαδοί της εικονομαχίας πέρασαν και έζησαν στην μακρινή Καρπασία. Από τα μέσα του 10 ου αιώνα και συγκεκριμένα από το 965 η κατάσταση στην Κύπρο αλλάζει. Τότε ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Β Φωκάς (963-969) «πάσαν την νήσον Κύπρον τη των Ρωμαίων προσήγαγεν επικρατεία, τους Αγαρηνούς απελάσας εκείθεν διά Νικήτα πατρικίου και στρατηγού του Χαλκούτζη» 10. Η προσάρτηση της Κύπρου στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν ήταν μια μεμονωμένη ενέργεια, αλλά εντάσσεται σε μια γενικότερη επέλαση των αυτοκρατορικών στρατευμάτων κατά των μουσουλμάνων την εποχή αυτή. Είναι η εποχή της Βυζαντινής Εποποιίας, όπως έχει χαρακτηρίσει όλες τις σχετικές επιτυχίες του βυζαντινού στρατού ο Γάλλος βυζαντινολόγος G. Schluhberger. 9 Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, έκδ. G. Moravcsik R. Jenkins, 47. 2-3 10 Ιωάννης Σκυλίτσης, Σύνοψις Ιστοριών, έκδ. I. Turn (CFHB. 5) Berlin N. York 1973, σελ. 270. 45-48 11
12 Από τα μέσα του 10 ου αιώνα λοιπόν ολόκληρη η Κύπρος εντάχθηκε στο περιφερειακό διοικητικό σύστημα της Αυτοκρατορίας και αποτέλεσε ξεχωριστό θέμα με διοικητή έναν στρατηγό σταλμένο από την Κωνσταντινούπολη. Παρά τις επαναστατικές τάσεις ορισμένων από τους στρατηγούς αυτούς οι κάτοικοι του νησιού πέρασαν σε μία περίοδο ομαλότητας, και ιδιαίτερα η αυτοκέφαλη εκκλησία της Κύπρου γνώρισε περίοδο ακμής. Στην χερσόνησο της Καρπασίας η επιστροφή των κατοίκων στον τόπο τους και η γενικότερη ανανέωση αποτυπώνονται στην οικοδομική δραστηριότητα που επικρατεί στην περιοχή από τον 10 ο αιώνα και έπειτα. Παλαιοί ναοί επισκευάζονται, νέες εκκλησίες υψώνονται στη θέση των παλαιών ερειπωμένων βασιλικών, ενώ κτίζονται και εντελώς καινούριες εκκλησίες σε νέες θέσεις, οι περισσότερες σε ρυθμό σταυροειδούς με τρούλο. Σταδιακά οι ναοί διακοσμούνται με μνημειακές τοιχογραφίες εξαιρετικής τέχνης, όπως η Παναγία της Ακανθούς, η Παναγία στο Τρίκωμο, οι Αγιοι Θεόδωροι στο Βαθύλακα, ο Άγιος Φίλων των Αγριδίων κοντά στο Ριζοκάρπασο κ.α. Από τα εντελώς τελευταία χρόνια του 11 ου αιώνα οι σταυροφορίες των Δυτικών προς τους Αγίους Τόπους και στη συνέχεια η δημιουργία χριστιανικών κρατών στα παράλια της Παλαιστίνης και της Συρίας φέρνουν την Κύπρο στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος τόσο των λαών της Δυτικής Ευρώπης όσο και του Βυζαντίου. Η θέση της Κύπρου αναβαθμίζεται γεωπολιτικά και γίνεται ο βασικός σταθμός ανεφοδιασμού των σταυροφόρων και των κρατών που αυτοί δημιούργησαν. Μεταφέρονται δηλαδή από την Κύπρο προς την Συρία και την Παλαιστίνη τρόφιμα, πολεμικά υλικά, ακόμη και ανθρώπινο δυναμικό. Παράλληλα η βυζαντινή κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης χρησιμοποίησε την Κύπρο ως βάση της διπλωματικής της δραστηριότητας απέναντι στα κράτη των σταυροφόρων. Το αποτέλεσμα ήταν οι κάτοικοι της Κύπρου κατά την περίοδο αυτή να πιεστούν απελπιστικά με βαριά φορολογία, για να μπορέσει η δυναστεία των Κομνηνών από την Κωνσταντινούπολη να ασκήσει την φιλόδοξη εξωτερική πολιτική της στην Ανατολή. Ο Νικόλαος Μουζάλων, ο οποίος υπηρέτησε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στις αρχές του 12 ου αιώνα ως αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1107-1110) θα γράψει μεταξύ άλλων για την Κύπρο κατά την περίοδο αυτή «νήσον μάκαιραν, ουχί νήσον μακάρων» 11. Η Καρπασία ήταν η πιο κοντινή περιοχή της Κύπρου προς τα συριακά παράλια. Γι αυτό οι ναυτικοί οδηγοί (οι πορτουλάνοι) σημειώνουν με ακρίβεια τις 11 Νικολάου Μουζάλωνος, Στίχοι εν τη παραιτήσει αυτού γενόμενοι, εκδ. Σ. Δοανίδου, Ελληνικά 7 (1934), στ. 270 12
13 αποστάσεις του ακρωτηρίου του Αγίου Ανδρέα από τις απέναντι ανατολικές ακτές. «Ο κάβος του Αγίου Ανδρέου με την Τρίπολιν (Τουρτούζα = Ταρτούζ) βλέπονται λεβάντε σιρόκο, μίλια 90» και «Ο Άγιος Ανδρέας με το Βερούτι (Βηρυτός) βλέπονται εις την κάρταν του σιρόκου εις την όστριαν μίλια ρο».φυσικά ανάλογες αποστάσεις δίνονται με βάση και την Αμμόχωστο. Η κατάσταση αλλάζει και πάλι από τα τελευταία χρόνια του 12 ου αιώνα. Το 1191 ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος μετέχοντας στην Γ Σταυροφορία ακολούθησε τον θαλάσσιο δρόμο προς τους Αγίους Τόπους. Πλησιάζοντας προς το τέλος του πολύμηνου ταξιδιού του χρειάστηκε να αγκυροβολήσει στα νότια παράλια της Κύπρου για λόγους κακοκαιρίας και ανεφοδιασμού. Εκεί ήρθε σε σύγκρουση με τον Ισαάκιο Κομνηνό, ανεξάρτητο διοικητή τότε και απόλυτο κυρίαρχο του νησιού. Χωρίς μεγάλα εμπόδια ο Ριχάρδος κατέλαβε ολόκληρη την Κύπρο «και εκείθεν εις Παλαιστίνην κατέπλευσεν. Εν δε Κύπρω καταλείψας στράτευμα, ως οικείας της νήσου επεμελείτο και τα προς το ζην εκείθεν εφορολόγει», σύμφωνα με τις βυζαντινές πηγές 12. Η περίοδος της αποικιοκρατίας όμως δεν είχε ακόμη αρχίσει. Παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής για την Αγγλία ο Ριχάρδος πούλησε την Κύπρο στους Ναΐτες Ιππότες της Παλαιστίνης και αυτοί με τη σειρά τους πούλησαν το νησί στον έκπτωτο βασιλέα της Ιερουσαλήμ Γκυ Λουζινιάν. Από το 1192 λοιπόν αρχίζει για την Κύπρο η περίοδος της Φραγκοκρατίας. Μια μακριά σειρά από βασιλείς της δυναστείας των Λουζινιάν κυβέρνησαν την Κύπρο για 300 περίπου χρόνια ως το 1489 με βάση το δυτικό φεουδαρχικό σύστημα. Ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυση και την οργάνωση του ρηγάτου των Λουζινιάν οι ελληνόφωνοι και ορθόδοξοι κάτοικοι του νησιού υπέφεραν τα πάνδεινα. Έχασαν τις περιουσίες τους, οι περισσότεροι υποχρεώθηκαν να δουλέψουν ως πάροικοι στα κτήματα των Φράγκων φεουδαρχών και στον θρησκευτικό τομέα πιέστηκαν να αναγνωρίσουν την επικυριαρχία της Δυτικής Εκκλησίας και του Πάπα. Από τα τέλη του 12 ου αιώνα λοιπόν η Κύπρος έπαψε να αποτελεί τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Η Βυζαντινή παράδοση όμως επέζησε στο νησί για πολλούς ακόμη αιώνες μέσα από τις καθημερινές συνήθειες των ντόπιων κατοίκων, μέσα από την ελληνική γλώσσα και κυρίως μέσα από το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα. Παράλληλα οι βυζαντινοί συγγραφείς των τελευταίων βυζαντινών αιώνων 12 Θεόδωρος Σκουταριώτης, Σύνοψις Χρονική. Έκδ. Κ. Σάθας, ΜΒ. Τ. Ζ σελ. 398. 13
14 βλέπουν την Κύπρο ως μία οικεία περιοχή με την οποία τους συνέδεαν μακροχρόνιοι πολιτισμικοί δεσμοί. Οι σχέσεις δηλαδή μεταξύ Βυζαντίου και Κύπρου δεν διακόπηκαν απότομα με την φραγκική κατάκτηση. Με το πέρασμα των αιώνων άλλωστε οι μεγάλες αντιθέσεις μεταξύ ξένων κατακτητών και ντόπιων κατακτημένων εξομαλύνθηκαν και οι Φράγκοι της Κύπρου άρχισαν να αισθάνονται περισσότερο Κύπριοι παρά Δυτικοί. Στο κράτος των Λουζινιάν η Χερσόνησος της Καρπασίας αποτέλεσε μια απομακρυσμένη και σχετικά παραμελημένη περιοχή.. Είναι γνωστά τα ονόματα Φράγκων φεουδαρχών που διατηρούσαν κτήματα στην Καρπασία, αλλά είναι αμφισβητήσιμο αν οι ίδιοι κατοικούσαν μόνιμα σε αυτά. Πιθανότατα έμεναν στην βασιλική αυλή στην Λευκωσία και σπάνια επισκέπτονταν τις μακρινές ιδιοκτησίες τους. Κτίστηκαν μάλιστα και κάποιες φραγκοεκκλησιές στην Καρπασία για τις ανάγκες των καθολικών φεουδαρχών και των υπαλλήλων τους την εποχή εκείνη. Οι εκκλησιαστικές ανακατατάξεις άλλωστε είναι εκείνες που έφεραν την Καρπασία πάλι στο προσκήνιο. Με απόφαση της Συνόδου της Αμμοχώστου του 1222, η οποία επισημοποιήθηκε με την Bula Cypria του πάπα της Ρώμης Αλεξάνδρου Δ το 1260 καταργήθηκαν οι 14 ορθόδοξες επισκοπές της Κύπρου και στη θέση τους έμειναν μόνο τέσσερις, ενώ δημιουργήθηκαν και τέσσερις επισκοπές δυτικών επισκόπων. Ο Λατίνος επίσκοπος Λευκωσίας ήταν ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου, ενώ οι ορθόδοξοι επίσκοποι έπαψαν να έχουν την έδρα τους στις μεγάλες πόλεις του νησιού, όπου έδρευαν μόνο οι Λατίνοι επίσκοποι, και απομακρύνθηκαν σε μικρότερες πόλεις. Έτσι από τα μέσα περίπου του 13 ου αιώνα ο ορθόδοξος επίσκοπος Αμμοχώστου υποχρεώθηκε να εδρεύει στο Ριζοκάρπασο. Συγχέεται δηλαδή από την εποχή αυτή ο επίσκοπος Αμμοχώστου με τον επίσκοπο Καρπασίας, εφόσον μερικές φορές αναφέρεται ως επίσκοπος Καρπασέων, πρόεδρος Κωνσταντίας και Αμμοχώστου. Μία ακόμη μαρτυρία έρχεται να επιβεβαιώσει την αποξένωση της Καρπασίας από τις υπόλοιπες επαρχίες του κράτους των Λουζινιάν. Σύμφωνα με την αφήγηση του χρονικογράφου Λεοντίου Μαχαιρά το 1325 ο Ούγος Δ Λουζινιάν (1324-1359), ένας από τους ικανότερους βασιλείς της δυναστείας, αποφάσισε να απαλλάξει το ρηγάτο από κακοποιούς, πειρατές, κλέφτες και ληστές. Συνέλαβαν τότε οι άνθρωποί του 100 άτομα τα οποία και θανάτωσαν. Και ενώ από κάθε άλλη περιοχή οι 14
15 συλληφθέντες δεν ξεπερνούσαν τους 6 ή 7, στην Καρπασία οι συλλήψεις κακοποιών ήταν διπλάσιες σε αριθμό και έφθασαν τις 16 13. Τον 15 ο αιώνα η όλο και πιο έντονη παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο διαφόρων τουρκικών φύλων (Μαμελούκων και άλλων) και η παράλληλη σταδιακή εξασθένηση του κράτους των Λουζινιάν γιγάντωσαν και πάλι την πειρατεία και τις επιδρομές στην Κύπρο. «Ηρταν εις την Κύπρον εις το Καρπάσιν και εκουρσέψαν το και πήραν πολλά χωριά και ανθρώπους και εστράφησαν εις την Τουρκίαν» 14 γράφει ενδεικτικά ο Λεόντιος Μαχαιράς. Στα χρόνια της Βενετοκρατίας από το 1489 οι Βενετοί, που διαδέχτηκαν τους Λουζινιάν ως κυρίαρχοι της Κύπρου, φαίνεται ότι κατέβαλαν ουσιαστικές προσπάθειες για την βελτίωση της κατάστασης και την ασφάλεια του νησιού, αλλά ήταν πια αργά. Οι Οθωμανοί Τούρκοι επικρατούσαν με σταθερά βήματα στην Ανατολική Μεσόγειο και το 1570 κατέλαβαν την Καρπασία και ολόκληρη την Κύπρο (εκτός από την Αμμόχωστο που άντεξε μια πολιορκία 10 μηνών και παραδόθηκε στους Οθωμανούς τον Αύγουστο του 1571). Η μακριά περίοδος της Τουρκοκρατίας άρχιζε για την Κύπρο 120 χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και το συμβατικό τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Άρχισα την ομιλία μου με μια μεσαιωνική περιγραφή του ανατολικού άκρου της Καρπασίας, του ακρωτηρίου του Αγίου Ανδρέα. Θα κλείσω με την περιγραφή της περιοχής της Καντάρας και του κάστρου της που δεσπόζει στην βόρεια παραλία της Κύπρου και ελέγχει την είσοδο στην Χερσόνησο, θεωρείται δηλαδή το δυτικό άκρο της Καρπασίας. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι από την μονή της Παναγίας της Κανταριώτισσας προέρχονται και οι πιο γνωστοί μάρτυρες της ορθοδοξίας κατά την περίοδο της μεγάλης καταπίεσης των ορθοδόξων από τους εκπροσώπους της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Είναι οι 13 μοναχοί της Καντάρας που αντιστάθηκαν σθεναρά, δεν αποδέχτηκαν την υποταγή στους παπικούς κληρικούς και υπέστησαν τελικά μαρτυρικό θάνατο το 1231. Η περιγραφή της Καντάρας που παραθέτω εδώ προέρχεται από τον ίδιο πορτουλάνο, που χρησιμοποίησα και στην αρχή: Η Καντάρα, το κάστρο, είναι απάνω εις ένα χαράκι ψηλόν από την θάλασσαν. Και από κάτω εις το κάστρο, κάτω εις την θάλασσαν, είναι πέτραις δύο και δείχνουν 13 Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, παράγραφος 64 14 Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις, παρ.139. Πρβ. Γεώριος Βουστρώνιος, Διήγσις κρόνικας Κύπρου, παρ. 283 15
16 ωσάν νησιά και είναι αλάργου από την γην μίλι ένα. Και έχουν νερά πολλά, καθάριο ψιμύθι. Από την Καντάραν ως την Κιρίνια είναι μίλια πενήντα.. B. Νεράντζη - Βαρμάζη 16