Εννοιολόγηση της αναπηρίας. Κατηγορίες ατόμων που ανήκουν στα άτομα με αναπηρία.
Ανάμεσα στους πολλούς ορισμούς της αναπηρίας διακρίνονται αυτοί που δίνουν έμφαση -στο φυσικό μειονέκτημα τουατόμουωςβιολογικού όντος, -αυτοί που δίνουν σημασία στη συμπεριφορά του ατόμου και τον τρόπο που το αντιμετωπίζει η κοινωνία ως κοινωνικό ον, -αυτοί που τη σχετίζουν με το είδος του σχολείου και την εκπαίδευση που δέχεται και τέλος - αυτοί που τη σχετίζουν με τη δυνατότητά του να εργαστεί και να παράγει ως οικονομικό ον (Σούλης, Σ. Γ. (2008). Ένα σχολείο για όλους. Από την έρευνα στην πράξη. Παιδαγωγική της Ένταξης, τ. Β. Αθήνα: Gutenberg, σελ. 31 Μαυρίδης, 2015).
α. Ιατρικό ή ατομικό μοντέλο, το οποίο αντιμετωπίζει την αναπηρία ως μια εκ γενετής βλάβη του ατόμου, η οποία αντιμετωπίζεται/ πρέπει να αντιμετωπιστεί κυρίως με ιατρικά μέσα. Επομένως, η αναπηρία αφορά το ατομικό/προσωπικό δελτίο ταυτότητας. Η «θεραπεία», ως κατ αναλογία προς τη «συμμόρφωση» έννοια, διασφαλίζει την κοινωνική αποδοχή και ένταξη [Gijen, M. (2005). Θεωρίες για την Αναπηρία και τη Νομοθεσία Καταπολέμησης των ιακρίσεων λόγω Αναπηρίας: Από το Ιατρικό στο Κοινωνικό Μοντέλο. Στο Ακτιβιστές και συνήγοροι των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία- Εγχειρίδιο, σελ. 14 (Ιστοσελίδα της Εθνικής Συνομοσπονδίας ΑμεΑ-http://www.esaea.gr)].
β. Κοινωνικό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο η αναπηρία προσδιορίζεται με σημείο αναφοράς το κοινωνικό περιβάλλον. Βιώνεται και αποτελεί στοιχείο της ταυτότητας του ατόμου ανάλογα με τη στάση των ανθρώπων του περιβάλλοντός του απέναντι σε αυτή. Η ουσιαστική αποδοχή και η διαμόρφωση ενός αλληλεπιδραστικού περιβάλλοντος στο οποίο η αναπηρία αντιμετωπίζεται με σεβασμό και διαπολιτισμική ετοιμότητα ουσιαστικά την «αποχρωματίζει» απόκάθεαρνητικόφορτίο(putnam, M. (2005). Conceptualizing Disability: Developing a framework for political disability identity, Journal of disability policy studies, vol. 16, no 3, p. 193).
γ. Το πολυδιάστατο μοντέλο, το οποίο συνδέει το ιατρικό και το κοινωνικό μοντέλο. Σύμφωνα με το πολυδιάστατο μοντέλο, η αναπηρίαείναιέναφάσμα εννοιών τριών διαστάσεων: σώμα - λειτουργίες - δομή. Η αναπηρίαείναιέναπολυδιάστατοφαινόμενο, που βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το μέγεθος του χάσματος μεταξύ των ικανοτήτων του ατόμου και των απαιτήσεων της κοινωνίας, με έμφαση στις λειτουργικές ικανότητες του ατόμου που είναι ζωτικής σημασίας όσον αφορά την αυτονομία και τη συμμετοχή του στην κοινωνική ζωή.
Στην ελληνική εκπαίδευση επικρατούσαν οι αντιλήψεις του ιατρικού/ατομικού μοντέλου. Τα παιδιά με αναπηρία χαρακτηρίζονταν ως αποκλίνοντα εκ του φυσιολογικού. Η κατάσταση διαφοροποιήθηκε με τον νόμο 1143/81. Τα άτομα με αναπηρία αντιμετωπίστηκαν με βάση τη θεωρητική πλαισίωση του κοινωνικού μοντέλου (Μαυρίδης, 2015).
Ν. 3699/2008 Μαθητές με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες θεωρούνται όσοι για ολόκληρη ή ορισμένη περίοδο της σχολικής τους ζωής εμφανίζουν σημαντικές δυσκολίες μάθησης εξαιτίας αισθητηριακών, νοητικών, γνωστικών, αναπτυξιακών προβλημάτων, ψυχικών και νευροψυχικών διαταραχών οι οποίες, σύμφωνα με τη διεπιστημονική αξιολόγηση, επηρεάζουν τη διαδικασία της σχολικής προσαρμογής και μάθησης.
Στους μαθητές με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες συγκαταλέγονται ιδίως όσοι παρουσιάζουν νοητική αναπηρία, αισθητηριακές αναπηρίες όρασης (τυφλοί, αμβλύωπες με χαμηλή όραση), αισθητηριακές αναπηρίες ακοής (κωφοί, βαρήκοοι), κινητικές αναπηρίες, χρόνια μη ιάσιμα νοσήματα, διαταραχές ομιλίας-λόγου, ειδικές μαθησιακές δυσκολίες όπως δυσλεξία, δυσγραφία, δυσαριθμησία, δυσαναγνωσία, δυσορθογραφία, σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα, διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές (φάσμα αυτισμού), ψυχικές διαταραχές και πολλαπλές αναπηρίες. Στην κατηγορία μαθητών με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες δεν εμπίπτουν οι μαθητές με χαμηλή σχολική επίδοση που συνδέεται αιτιωδώς με εξωγενείς παράγοντες, όπως γλωσσικές ή πολιτισμικές ιδιαιτερότητες.
Αποτελέσματα ερευνών κατά τις χρονικές περιόδους 1997, 2003 και 2008 τα οποία αναφέρουν τα εξής: Η συντριπτική πλειονότητα των ατόμων με αναπηρία στη χώρα μας ζουν με την οικογένειά τους. Το 52,6% των ατόμων με αναπηρία καλύπτουν τις βασικές τους ανάγκες από το οικογενειακό εισόδημα, ενώ το σύνολο σχεδόν των υπολοίπων έχουν δικό τους εισόδημα. Η πλειονότητα των ατόμων με αναπηρία και των οικογενειών τους δεν έχουν δεχθεί ποτέ κάποια ψυχολογική ή συμβουλευτική υποστήριξη από ειδικούς επιστήμονες. υστυχώς, ποσοστό μικρότερο του 20% των ατόμων με αναπηρία συμμετέχουν σε κάποιο σύλλογο ή σωματείο. Η πλειονότητα των ατόμων με αναπηρία, επίσης, δεν έχει κάποια ειδική εκπαίδευση και δεν ξέρει να χρησιμοποιεί ηλεκτρονικό υπολογιστή (ΕΣΑΜΕΑ, 2008:17).
Η κατάσταση που επικρατεί στον τομέα της εκπαίδευσης των ατόμων με αναπηρία στη χώρα μας συνοπτικά μπορεί να αποδοθεί ως εξής: 1. Τα άτομα με βαριές αναπηρίες και πολλαπλές ανάγκες εξάρτησης, στην πλειονότητά τους, παραμένουν εκτός εκπαιδευτικού συστήματος. 2. Υπάρχει βασική έμμεση διάκριση σε βάρος των ατόμων με αναπηρία που βρίσκονται στην εκπαίδευση χωρίς όμως υποστήριξη, όπως παροχή τεχνολογικών βοηθημάτων, ψηφιακή προσβασιμότητα, προσαρμοσμένο εκπαιδευτικό υλικό στην κατηγορία της αναπηρίας τους (π.χ. σε μορφή Braille για τους τυφλούς μαθητές), κλπ. 3. Είναι χαρακτηριστική η έλλειψη κτιριακής προσβασιμότητας των σχολικών κτιρίων και η ακαταλληλότητα των κτιρίων όπου στεγάζονται οι Σχολικές Μονάδες Ειδικής Αγωγής.
4. Η παροχή εκπαίδευσης είναι χαμηλής ποιότητας στην ειδική αγωγή δεδομένου ότι δεν υπάρχει η απαιτούμενη υλικοτεχνική υποδομή, δεν υποστηρίζεται με τα απαιτούμενα ειδικά αναλυτικά προγράμματα, και δεν είναι στελεχωμένη επαρκώς με εξειδικευμένο εκπαιδευτικό προσωπικό σε κάθε κατηγορία αναπηρίας. 5. ιατίθεται ένα πολύ μικρό ποσοστό τόσο από τον τακτικό κρατικό προϋπολογισμό όσο και από τα Κοινοτικά Προγράμματα, παραγνωρίζοντας ότι τα άτομα με αναπηρία αποτελούν το 10% του μαθητικού πληθυσμού της χώρας και η εκπαίδευσή τους είναι πιο περίπλοκη, πιο δύσκολη και πιο δαπανηρή (Ε.Σ.Α.μεΑ., 2007).