Βιβλιοκριτικές Βook Reviews Κοινωνική Συνοχή και Ανάπτυξη 2008 3 (2),183-188 Social Cohesion and Development 2008 3 (2),183-188 Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής Τα «πεπραγμένα» του Κέντρου Κοινωνικής Μορφολογίας και Κοινωνικής Πολιτικής (ΚΕΚΜΟΚΟΠ) 1990-2008, Αθήνα 2008 Κ υκλοφόρησαν τα «πεπραγμένα» του ΚΕΚΜΟΚΟΠ για τα 18 χρόνια λειτουργίας του (1990-2008). Όλα αυτά τα χρόνια το ΚΕΚΜΟΚΟΠ αναδείχτηκε σε κορυφαίο θεσμό έρευνας και συζήτησης ζητημάτων κοινωνικής πολιτικής στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Ιδρύθηκε το 1990 ως ο ερευνητικός φορέας του τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και λειτουργεί στο πλαίσιο της Επιτροπής Ερευνών του Παντείου Πανεπιστημίου. Στόχoς του είναι η διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών, η παραγωγή κάθε είδους εκπαιδευτικού, εποπτικού και βοηθητικού υλικού, η οργάνωση συνεδρίων, ημερίδων, σεμιναρίων και οργανωμένων διαλέξεων σε συναφή προς την κοινωνική πολιτική αντικείμενα. Τα θέματα που αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας καλύπτουν ζωτικούς χώρους άσκησης κοινωνικής πολιτικής όπως είναι π.χ. η εκπαίδευση, η απασχόληση, η μετανάστευση, η οικογένεια, το φύλο ως παράμετρος των διακρίσεων, ο αγροτικός χώρος και οι κοινωνικές αλλαγές που τον συνοδεύουν. Η Ευρωπαϊκή διάσταση των θεμάτων αυτών αποτελεί μέρος της προβληματικής που αναπτύχθηκε στην ερευνητική του πρακτική. Η δημιουργία βάσης βιβλιογραφικών και αρθρογραφικών δεδομένων για την Ελληνική Κοινωνία και τον Ελληνισμό συμπληρώνει την ερευνητική δραστηριότητα του ΚΕΚΜΟΚΟΠ. Το ΚΕΚΜΟΚΟΠ οργάνωσε διαλέξεις, ημερίδες και συνέδρια για σημαντικά κοινωνικά θέματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία. Ζητήματα που αφορούν τον συνδικαλισμό, τον κοινωνικό αποκλεισμό, τον κοινωνικό διάλογο, τη μετανάστευση, το περιβάλλον, την ισότητα των φύλων, τη δημογραφική κατάσταση της χώρας μας, την κοινωνική έρευνα αποτέλεσαν αντικείμενο συζητήσεων ανάμεσα στον ακαδημαϊκό κόσμο και στους εκπροσώπους κοινωνικών φορέων και εταίρων που βρίσκονται σε κέντρα λήψεως αποφάσεων. Μέσα από τις συναντήσεις αυτές αναδείχτηκε η κοινωνική αποστολή του Πανεπιστημίου, που είναι ανοιχτό στην κοινωνία, αρθρώνει επιστημονικό λόγο στη σημερινή πολύπλοκη κοινωνική πραγματικότητα, αναπτύσει το διάλογο και γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στην ακαδημαϊκή θεωρητική και αφηρημένη γνώση και την κοινωνική πραγματικότητα. Η δράση του ΚΕΚΜΟΚΟΚ αποτυπώνεται στις εκδόσεις που συνοδεύουν τόσο τα ερευνητικά προγράμματα όσο και τις διαλέξεις, ημερίδες και συνέδρια. Στα 18 χρόνια δράσης του το ΚΕΚΜΟΚΟΠ υλοποίησε: α) 3 μεγάλα διακρατικά ερευνητικά προγράμματα όπου το ΚΕΚΜΟΚΟΠ είχε τον συντονισμό τους. Από αυτά τα προγράμματα προέκυψαν 31 δημοσιεύσεις (βιβλία, άρθρα σε συλλογικούς τόμους, εκθέσεις) β) 14 διακρατικά ερευνητικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα από την ΕΕ και προέκυψαν 60 δημοσιεύσεις (βιβλία, επιστημονικά περιοδικά, συλλογικοί τόμοι, εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό). γ) 9 εθνικά προγράμματα και από αυτά δημοσιεύτηκαν 39 βιβλία, άρθρα σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους και εισηγήσεις σε συνέδρια δ) 11 ερευνητικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα από διεθνείς οργανισμούς ή ελληνικούς φορείς και προέκυψαν 12 εκδόσεις Συνοπτικά δηλαδή στο ΚΕΚΜΟΚΟΠ υλοποιήθηκαν 37 ερευνητικά προγράμματα και προέκυψαν 142 δημοσιεύσεις πολλές από τις οποίες είδαν το φως της δημοσιότητας στο εξωτερικό σε διεθνή περιοδικά και συλλογικούς τόμους.
[184] ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Επιπρόσθετα, το ΚΕΚΜΟΚΟΠ πραγματοποίησε τρεις κύκλους διαλέξεων (για το συνδικαλιστικό κίνημα, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τον κοινωνικό διάλογο), 21 ημερίδες (για μετανάστευση, εκπαίδευση, κοινωνική πολιτική, ταυτότητες, κοινωνικό αποκλεισμό, δημογραφία, περιβάλλον, οικογένεια, ισότητα των φύλων), ενώ εκυκλοφόρησε ακόμα 33 βιβλία (σε θέματα Κοινωνικής Πολιτικής, Κοινωνικής Ανθρωπολογίας), 9 τετράδια εργασίας, 36 ενημερωτικές εκθέσεις (σε θέματα εκπαίδευσης). Τέλος, κατήρτισε τη βάση βιβλιογραφικών δεδομένων με τον τίτλο ΓΛΑΥΚΑ. σε συνεργασία και με την στήριξη του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών που είναι άμεσα προσβάσιμη μέσω της ιστοσελίδας του ΕΚΤ. Καλύπτει την χρονική περίοδο από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας και περιλαμβάνει 40.000 τίτλους (πάνω από 20.000 είναι άρθρα και 4.000 περίπου ελληνικές και ξένες διατριβές). Η δραστηριότητα και επιστημονική παραγωγή του ΚΕΚΜΟΚΟΠ αποτελεί υπόδειγμα ερευνητικού θεσμού που λειτουργεί στο πλαίσιο του δημοσίου πανεπιστημίου. Με φτωχές υποδομές, πενιχρά μέσα και με ελλείψεις κυρίως σε υποστηρικτικό προσωπικό ανέλαβε και έφερε εις πέρας ένα αξιόλογο και ογκώδες έργο με διεθνή αναγνώριση. Στην Ελλάδα, η πρωτοπορία του ΚΕΚΜΟΚΟΠ στο πεδίο της έρευνας της κοινωνικής πολιτικής είναι αναμφισβήτητη και αξιοζήλευτη. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την πορεία έπαιξαν το επιστημονικό προσωπικό υψηλού επιπέδου και διεθνούς κύρους που διαθέτει το Κέντρο και το Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του πανεπιστημίου, αλλά και οι επιστημονικοί διευθυντές του: Η καθηγήτρια Κούλα Κασιμάτη που διηύθυνε το Κέντρο για 14 χρόνια και ο καθηγητής Δ. Τσαούσης (4 χρόνια). Όσοι έχουν παρακολουθήσει από κοντά την ανάπτυξη του ΚΕΚΜΟΚΟΠ και δραστηριοποιούνται στο ίδιο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής, όπως ο υποφαινόμενος, μπορούν ανεπιφύλακτα να βεβαιώσουν ότι η μπροσούρα για το έργο του ΚΕΚΜΟΚΟΠ που προλογίζει η καθηγήτρια Κ. Κασιμάτη, είναι γραμμένη με πολύ σεμνότητα. Έτσι όπως αρμόζει σε επιστήμονες. Η πραγματικότητα όμως υπερβαίνει τα γραφόμενα. Διότι το ΚΕΚΜΟΚΟΠ, σε τελευταία ανάλυση, είναι η ερευνητική ατμόσφαιρα, η μεθοδολογική παράδοση, η διαπαιδαγώγηση νέων επιστημόνων και γενικότερα η επιστημονική κληρονομιά και το «υφάδι» που αφήνει πίσω του. Για το Πάντειο Πανεπιστήμιο και το Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής είναι μεγάλη τιμή αλλά και ευθύνη η ύπαρξη και συνέχιση της δράσης του ΚΕΚΜΟΚΟΠ. Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος Πάντειο Πανεπιστήμιο Kvist, Jon and Saari, Juho (eds), The Europeanisation of social protection, The Policy Press Bristol, 2007 A series of developments that have taken place over the past ten years such as the increased application of the internal market rules to the area of social protection, the creation of the EMU, the launch of the Lisbon Strategy (original and revised), the introduction of the Open Method of Coordination (OMC) and the enlargement process have had important implications in the field of social policy which has progressively moved towards the top of the European agenda. The significance of the social aspect is manifested by the particular attention devoted to the social dimension of Europe in several European Presidencies (Ferrera M., Hemerijck A., and
SOCIAL COHESION AND DEVELOPMENT [185] Rhodes M., 2000, The Future of Social Europe: Recasting Work and Welfare in the New Economy, Oeiras: Celta Editora, Esping-Andersen G., (ed.), 2002, Why we need a new welfare state, Oxford: Oxford University Press, Sakellaropoulos Th., and Berghman J., (eds), 2004, Connecting Welfare Diversity within the European Social Model, Antwerp: Intersentia). Against this background, The Europeanisation of social protection edited by Jon Kvist and Juho Saari constitutes an insightful contribution to the growing literature on the increasing interactions between the EU and the national level. The principal aim of The Europeanisation of social protection is to analyze the reactions of member states (domestic impact and member states governments responses) to a series of developments through 11 country studies, reflecting the diversity of EU member states in terms of size, welfare regime, membership history, political legacy, and competitiveness. These intervening variables of broad political, economic and historical significance also allow the testing of different hypothesis on the different European impact across countries. The book focuses on four complementary areas of potential importance for the Europeanisation of social protection; policy processes (such as the Lisbon Strategy, the Social Policy Agenda 2000-05 and 2005-10, the OMC and demographic change), the interplay between internal markets and social policy, the EMU, and the enlargements of 2004 and 2007, notwithstanding the importance of other factors. The central argument is that a series of developments that have taken place over the past ten years have led to national and EU levels becoming more interwoven, a process we describe as the Europeanisation of social protection (p. 1). Chapter one presents these developments in more detail, while providing the common analytical framework used in the country studies. The empirical part centers on 11 country studies; Germany, the UK, France, Italy, Poland, Spain, the Czech Republic, Finland, the Netherlands, Denmark and Greece. Each chapter includes a brief introduction to the case study followed by a presentation of the perception of the ESM in the country under study. The heading European social model versus the country model is not accidental, as authors were asked to focus on the perception of the EMS in their country, rather than on some common definition shared by all authors or an official definition provided by the European institutions. Each chapter presents the main principles of national reforms and the role of the ESM and the EU, as well as the national responses to a series of EU initiatives. A brief conclusion summarizes the main findings. Chapter thirteen provides an analysis of the variables used in the case selection that was missing from the introductory chapter as well as a comparative analysis of the Europeanisation of social protection as both a downloading and uploading process based on the country studies. The analysis indicates that while EU social policy is still driven by negative integration the latter has moved from a low to a high politics area, whereas positive integration is no longer geared towards the transfer of sovereignty but is instead focused on facilitating collaboration among member states. In addition, EU-level developments like the EMU, internal market extensions and EU enlargements could also have potential influence on national social policy. Overall, the EU influence on national social protection seems to be mediated at the national level and based on voluntary adjustments (p. 241). Therefore, the analysis does not indicate a convergence of welfare models, or a formation of a common ESM in different countries. Member states appear occupied with the same range of welfare reforms.[h]owever significant differences remain in the reasons for reform and in the type of reforms made (p. 248). In terms of the Europeanisation patterns, countries reporting an EU impact on national social protection are those facing the biggest adjustment
[186] ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ pressures. This group comprises countries of the Southern or Central and Eastern European types or those ranking low in terms of competitiveness, and where a certain downloading of ideas is also evident. Nonetheless, all countries under study report an increasing interaction and transformation in the relationships between the EU and national level in the social policy field. Acknowledging the difficulties posed by the existence of a variety of definitions of the ESM, Juho Saari and Kari Valimaki in the concluding chapter attempt to increase the theoretical and socio-political usefulness of the concept by identifying 10 characteristics or dimensions of the ESM; beyond the shared common values, these include common identity, partnership, gender equality, common challenges, common policy responses, common institutions, common policy processes, commitment to the welfare state/society and European dimensions. While attempting to move a step forward by seeking to incorporate elements of both argumentations regarding the essence of the ESM (the one focusing on common values and the one stressing the group-specific institutional, political, cultural and geographical legacies) the authors risk concept-stretching which could ultimately undermine the usefulness of the concept. In terms of advancing our understanding of the Europeanisation of social protection the book, through its eleven country studies, provides a comprehensive picture of the differences of Europeanisation patterns, while making apparent that the EU influence is not homogenous across countries. In parallel, with its emphasis on member states responses the analysis highlights the multidimensional character of the process; member states are not mere passive recipients of EU initiatives but at the same time shape them through their responses (or lack of) making explicit the dynamic nature of the process. Nonetheless, given the increasing importance of mechanisms of policy learning and diffusion of ideas in the formulation of social policy, the analysis could profit further through the inclusion of the EU effect on non-eu member states such as Switzerland and Norway, two countries where such mechanisms are most likely to have an effect given the similarities and geographical proximity to EU member states (for an overview of the case selection problem in Europeanisation research see Haverland M., 2006, Does the EU Cause Domestic Developments? Improving Case Selection in Europeanisation Research, West European Politics, 29(1): 134-146). Overall, The Europeanisation of social protection constitutes an insightful book for scholars interested in the increasing interaction of the EU and national level in social protection and the evolving character of social policy in Europe. M. Angelaki Panteion University Danilo Zolo, Globalization: An Overview, European Consortium for Political Research (ECPR) Press, Colchester 2007 Ε ίναι άραγε αδιαμφισβήτητο ότι η παγκοσμιοποίηση είναι οικονομικό φαινόμενο, ότι έχει κατακλύσει τον πλανήτη, ότι έχει αρνητικές συνέπειες για τους περισσότερους ανθρώπους και ότι οι περισσότεροι αναλυτές είναι επικριτικοί απέναντι στο φαινόμενο αυτό; O Ντανίλο Ζόλο, καθηγητής φιλοσοφίας του δικαίου και του διεθνούς δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Όπως εξηγεί στο ευσύνοπτο βιβλίο του, που αποτελεί επισκόπηση των σχετικών αναλύσεων, πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι συγγραφείς διάκεινται θετικά προς την παγκοσμιοποίηση. Στην Ελλάδα, όπου έχει δημοσιευθεί πληθώρα επικριτικών βιβλίων για την παγκο-
SOCIAL COHESION AND DEVELOPMENT [187] σμιοποίηση, έχουμε στρεβλή εικόνα των αναλύσεων που τάσσονται υπέρ της παγκοσμιοποίησης. Αυτό είναι αναμενόμενο, μια και στη χώρα μας διαβάστηκε πολύ μία μόνο τέτοια ανάλυση, το μέτριο βιβλίο του Thomas L. Friedman, To Lexus και η ελιά, Ωκεανίδα, Αθήνα 2001. Αντιθέτως, δεν είναι τόσο γνωστά άλλα έργα που υποστηρίζουν ότι η παγκοσμιοποίηση έχει ευνοϊκές συνέπειες, όπως τα διεθνώς ευπώλητα βιβλία των Martin Wolf, Why Globalization Works, Oxford University Press, Oξφόρδη 2004 και Jagdish Bhagwati, In Defence of Globalization, 2η έκδοση, Yale University Press, New Haven, 2005. Ο Ζόλο παίρνει ενδιάμεση θέση μεταξύ των υποστηρικτών και των επικριτών της παγκοσμιοποίησης, υποστηρίζοντας ότι ναι μεν πρόκειται για αρνητικό φαινόμενο, αλλά οι συνέπειές του μπορούν να αμβλυνθούν. Ο συγγραφέας δέχεται ότι υπάρχουν και θετικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται η βαθμιαία ενοποίηση της ανθρωπότητας μέσω της κατάργησης των εθνικών φραγμών, η συνειδητοποίηση της υπερ-εθνικής φύσης των σημαντικότερων προβλημάτων (προστασία του περιβάλλοντος, καταπολέμηση της φτώχειας) και η διάδοση στοιχείων από διαφορετικές κουλτούρες, που χωρίς την παγκοσμιοποίηση θα είχαν παραμείνει άγνωστες. Θετικές συνέπειες είναι επίσης τα σκιρτήματα μιας παγκόσμιας κοινωνίας πολιτών και η διαμόρφωση μιας παγκόσμιας κουλτούρας μέσω του διαπολιτισμικού διαλόγου. Εύλογα ο Ζόλο δεν έχει πειστεί ότι οι θετικές συνέπειες υπερτερούν των αρνητικών. Οι ισχυρές οικονομίες, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και οι λαοί της Δύσης έχουν ωφεληθεί δυσανάλογα από τις βασικές εκδηλώσεις του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή από την εντατικοποίηση των διεθνών οικονομικών συναλλαγών και από τη συρρίκνωση του χρόνου και του χώρου της ανθρώπινης συμβίωσης, καθώς οι ταχύτατες συγκοινωνίες και οι νέες τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνίας φέρνουν τους ανθρώπους κοντά πιο σύντομα από ποτέ άλλοτε. Ωστόσο, οι περισσότεροι κάτοικοι του πλανήτη δεν έχουν δει αλλαγές στη ζωή τους εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης. Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η παγκοσμιοποίηση επηρεάζει την υφήλιο, αφού οι περισσότεροι άνθρωποι εξακολουθούν να ζουν σε συνθήκες ένδειας, σε περιοχές που ελάχιστα επηρεάζονται από την παγκοσμιοποίηση (Υποσαχάρια Αφρική, Νότια Ασία και Μέση Ανατολή). Η παγκοσμιοποίηση δεν αφορά όλους γιατί η ολοκλήρωση των οικονομικών σχέσεων δεν είναι παγκόσμια, αλλά περιφερειακή (Ενωμένη Ευρώπη, Νοτιοανατολική Ασία, Βόρεια Αμερική). Τέλος, η παγκοσμιοποίηση έχει εσφαλμένα εκληφθεί ως γενικό οικονομικό φαινόμενο, ενώ αφορά ειδικά τη χρηματοπιστωτική σφαίρα και έχει και ορισμένες μη οικονομικές διαστάσεις. Τέτοιες μη οικονομικές διαστάσεις είναι ορατές στις σφαίρες της κουλτούρας, των μέσων μαζικής ενημέρωσης, του δικαίου και της απόδοσης δικαιοσύνης, καθώς και στη διεξαγωγή των πολέμων. Σε αυτά τα θέματα του βιβλίου του ο Ζόλο είναι πιο πρωτότυπος από ό,τι στα οικονομικά θέματα. Ενδεικτικά, παρουσιάζει την ανάδυση μιας παγκόσμιας νομικής σφαίρας στην οποία ιδρύονται διεθνή δικαστήρια, ενώ ταυτόχρονα δικηγόροι μεγάλων εταιρειών, εργαζόμενοι στα διάκενα των εθνικών έννομων τάξεων, συνάπτουν συμφωνίες, επιζητούν αποζημιώσεις, καταλήγουν σε εξωδικαστικούς συμβιβασμούς και χρησιμοποιούν το δίκαιο ως εργαλείο δράσης σε έναν κόσμο υψηλού επιχειρηματικού ρίσκου. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η ανάλυση του Ζόλο για τη διεξαγωγή των σύγχρονων πολέμων, τους οποίους θεωρεί διαφορετικούς από τους παλιότερους πολέμους. Σήμερα οι πόλεμοι διεξάγονται από ένα ηγεμονικό κράτος, τις ΗΠΑ, κατά ορισμένων κρατών που έχουν ονομαστεί «παρίες» και κατά τρομοκρατικών ομάδων. Σκοπός των πολέμων δεν είναι η κατανομή της γης, αλλά η προνομιακή για τον επιτιθέμενο εξασφάλιση πλουτοπαραγωγικών πόρων. Οι εν λόγω πόλεμοι γίνονται παρά τη βούληση των διεθνών οργανισμών, είναι υπονομευτικοί του διεθνούς δικαίου και περιβάλλονται από ένα ένδυμα νομιμοποίησης, την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των οικουμενικών αξιών, που μετά βίας καλύπτει τα ωμά συμφέροντα του παγκόσμιου ηγεμόνα.
[188] ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Στο σημείο αυτό, όπως και στην κριτική του εναντίον των προτάσεων για την ίδρυση παγκόσμιων δομών, οι οποίες θα μπορούσαν να ασκήσουν έλεγχο στις κινήσεις του διεθνούς κεφαλαίου, ο Ζόλο γίνεται απλουστευτικός. Το αποτέλεσμα είναι να περιπίπτει σε αντιφάσεις. Από τη μια δεν συζητά την πιθανότητα μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης και από την άλλη θεωρεί ότι η διαχείριση της παγκοσμιοποίησης είναι δυνατή. Επίσης, εκφράζοντας την αντίθεσή του στις απόψεις όσων προτείνουν έναν μετα-εθνικό αστερισμό διαδικασιών για τη συλλογική επίλυση των προβλημάτων (Γιούργκεν Χάμπερμας, Νορμπέρτο Μπόμπιο, Ρίτσαρντ Φαλκ), ο Ζόλο περιορίζεται να δείξει ότι τέτοιες διαδικασίες δεν υπάρχουν. Παρακάμπτει έτσι το κανονιστικό πρόβλημα που θέτουν οι ανωτέρω διανοητές του κοσμοπολιτισμού σχετικά με το αν πρέπει να θεσμοθετηθούν υπερ-εθνικοί τρόποι εξισορρόπησης της ισχύος του κεφαλαίου. Σε κάθε περίπτωση, η συμβολή του Ζόλο είναι χρήσιμη τόσο γιατί προσφέρει μια κριτική επισκόπηση διαφόρων απόψεων για την παγκοσμιοποίηση, περιλαμβάνοντας μάλιστα και τις απόψεις λιγότερο γνωστών γάλλων και ιταλών αναλυτών, όσο και γιατί διευρύνει την έννοια της παγκοσμιοποίησης συζητώντας τις πολιτισμικές, δικαιϊκές και στρατιωτικές/πολεμικές όψεις του φαινομένου. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος Πανεπιστήμιο Αθηνών