1 Από την αειφορική γεωργία στα αειφορικά συστήματα τροφίμων Οι οικολογικές διαδικασίες που αφορούν τη γεωργία έχουν όντως ως απώτερο σκοπό να δημιουργήσουν μια αειφορική γεωργία με όρους οικολογικούςκαι να την υλοποιήσουν με την ανάπτυξη πρακτικών και τεχνολογιών που βελτιώνουν τις αποδόσεις των φυτών καλλιέργειας, μειώνουν την εξάρτηση από τις εξωτερικές εισροές, και προστατεύουν το περιβάλλον του αγροκτήματος. Η εφαρμογή όμως αυτών των πρακτικών και ασφαλώς των οικολογικών εννοιών και των αρχών στις οποίες αυτές βασίζονται, είναι πολύ κρίσιμη για την επίτευξη της αειφορικότητας. Αυτό όμως δεν αρκεί. Εάν η γεωργία, ως σύνολο, είναι να καταστεί όντως αειφορική, όλες οι πτυχές της παραγωγής τροφίμων, της διανομής, και της κατανάλωσης πρέπει να συμπεριληφθούν στην όλη εικόνα. Αυτό σημαίνει δηλαδή, ότι απαιτείται ο μετασχηματισμός των παγκόσμιων συστημάτων τροφίμων, τα οποία προσεγγίζουν όλες σχεδόν τις πτυχές της ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά και του δομημένου περιβάλλοντος. Τα συστήματα τροφίμων είναι πολύ μεγαλύτερα από τη γεωργική καλλιέργεια, η οποία κάνει την αειφορικότητα κάτι μεγαλύτερο από τα αγροκτήματα (Buttel 1993, Faeth 1993). Άλλωστε, υπάρχει η συνολική αλληλεπίδραση όλων των οικολογικών, των τεχνικών, των κοινωνικών και των οικονομικών μερών των συστημάτων τροφίμων, τα οποία θα καθορίσουν, εάν και κατά πόσο τα συστήματα αυτά μπορεί να είναι μακροπρόθεσμα αειφόρα. Μια ευρύτερη ατζέντα Πολλά Ινστιτούτα Αγροτικής Έρευνας και Εφαρμογής έχουν αρχίσει να ενσωματώνουν την έννοια της αειφορικότητας μέρος των προγραμμάτων τους, εξακολουθούν όμως, να υποφέρουν από μια στενότητα στην προσέγγισή της. Συνήθως, αυτά εστιάζονται στους τρόπους βελτίωσης των καρπώσεων και της αύξησης των κερδών, ενώ χρησιμοποιώντας λιγότερη ενέργεια και εισροές, δίνουν μικρή έμφαση στην προστασία του εκτός αγροκτήματος περιβάλλοντος και αποτυγχάνουν να συνυπολογίσουν τις πολλαπλές και σύνθετες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, οι οποίες και ασφαλώς επηρεάζουν τα αγροκτήματα και τις αγροτικές κοινότητες. Είναι καιρός λοιπόν, τα ιδρύματα αυτά να διευρύνουν την εστίασή τους έτσι ώστε, να συμπεριλάβουν όλο το πλέγμα των συστημάτων τροφίμων και ασφαλώς, η αγροοικολογία είναι αυτή που θα δομήσει τις βάσεις για να γίνει αυτό. Πέρα από το ανεξάρτητο αγρόκτημα Οι τρέχουσες συζητήσεις για την αειφορική γεωργία πηγαίνει πολύ πιο πέρα από αυτό που συνέβη μέσα στα περιθώρια του οποιουδήποτε αγροκτήματος (Ikerd 1993, Schaller 1993, UNDP 1995). Ένας παραγωγός ο οποίος μετέτρεψε την παραγωγή του μέσα από αειφορικές πρακτικές, γνωρίζει ότι η γεωργία είναι κάτι παραπάνω από μια παραγωγική δραστηριότητα στην οποία ο μόνος αντικειμενικός σκοπός είναι η
2 επίτευξη μιας υψηλής κάρπωσης, από ένα φυτό καλλιέργειας για μια περίοδο. Επίσης, πρέπει στο αγρόκτημα να συντηρεί τις συνθήκες εκείνες, οι οποίες θα επιφέρουν τις καρπώσεις που πρέπει να παραχθούν από τη μια περίοδο στην επόμενη. Όμως, ένας παραγωγός δεν θα μπορεί να αποδίδει προσοχή μόνο στις ανάγκες του ή τις ανάγκες του αγροκτήματός του, αλλά αναμένεται να διαπραγματεύεται ικανοποιητικά με τα ενδιαφέροντα της μακροπρόθεσμης αειφορικότητας. Έτσι κατά πολλούς τρόπους, η παραβολή που ακολουθεί είναι χρήσιμη και διδακτική. Η γεωργία είναι όπως ένα ρέμα, με τις ανεξάρτητες καλλιεργητικές μονάδες να αποτελούν τις διαφορετικές δεξαμενές κατά μήκος του ρέματος. Από τα ανάντη, πολλές ροές κατευθύνονται στο αγρόκτημα και πολλές ρέουν έξω απ αυτό. Οι παραγωγοί εργάζονται σκληρά για να διατηρήσουν το αγρόκτημά τους παραγωγικό, φροντίζοντας το έδαφος και ενδιαφερόμενοι για το τι προσθέτουν στο περιβάλλον του αγροκτήματος και τι απολαμβάνουν ως συγκομιδή. Έτσι, κάθε δεξαμενή στο γεωργικό ρέμα έχει το δικό της φροντιστή. Στο παρελθόν, κάθε παραγωγός μπορούσε να διατηρήσει τη δεξαμενή του κατά μήκος του ρέματος με το να τη λειτουργεί σωστά, και δεν είχε να ανησυχεί πάρα πολύ για το τι συνέβαινε στα πιο πάνω ή στα πιο κάτω σημεία του ρέματος. Όμως, αυτό το «φροντίζω από μόνος μου», σήμερα έφτασε στα όριά του. Ένας από τους λόγους είναι ότι κάθε ανεξάρτητος παραγωγός έχει όλο και λιγότερο έλεγχο πάνω σε τι «ρέει» στην δεξαμενή του από τα ανάντη. Από τα ανάντη έρχονται πολλά ανεπιθύμητα πράγματα, όπως, εντομοκτόνα, σπόροι ζιζανίων, ασθένειες, νερό μολυσμένο από άλλα αγροκτήματα. Επιπροσθέτως, σε πολλά πράγματα από τα ανάντη, τα οποία χρειάζεται ο παραγωγός, αυτός έχει μικρό ή καθόλου έλεγχο. Στις ανάγκες αυτές περιλαμβάνονται η εργασία, η αγορά για τα προϊόντα του αγροκτήματος, το νερό της άρδευσης και η γη του αγροκτήματος. Το αποτέλεσμα των εκ των ανάντη επιδράσεων (οι οποίες γίνονται ακόμη περισσότερο πολύπλοκες λόγω των νομοθετημένων αγροτικών πολιτικών, και των αντιξοοτήτων του καιρού και της αγοράς) είναι το ρέμα να καταστεί λασπώδες και ο κόπος του να κρατήσει τη δεξαμενή καθαρή είναι πολύ βαρύς και δύσκολος. Κάθε παραγωγός πρέπει επίσης, να αντιμετωπίσει ένα δεύτερο πρόβλημα. Ο τρόπος με τον οποίο φροντίζει το αγρόκτημά του μπορεί να έχει πολλές επιπτώσεις προς τα κατάντη. Η διάβρωση του εδάφους και η εξάντληση των υπόγειων νερών είναι δυνατό να επιδράσουν αρνητικά τα πέριξ αυτού ευρισκόμενα αγροκτήματα. Η πενιχρή ή η ανεπαρκής χρήση των εντομοκτόνων, των φυτοκτόνων και των λιπασμάτων μπορεί να μολύνουν το νερό και τον αέρα, αλλά και να μεταφέρουν πιθανά ζημιογόνα υπολείμματα στα τρόφιμα που θα καταναλώσουν άλλοι. Το πόσο καλά κάθε παραγωγός θα εργαστεί στο αγρόκτημά του έχει επίσης, μια επίδραση στη βιωσιμότητα της αγροτικής οικονομίας αλλά και του πολιτισμού ευρύτερα. Τόσο οι παράγοντες οι ευρισκόμενοι στο άναντες του ρέματος, όσο και οι ευρισκόμενοι στο κάταντες, συνδέονται με πολύπλοκους τρόπους, οι οποίοι επιδρούν με διαφορετικούς τρόπους στην αειφορικότητα του κάθε αγροκτήματος. Η αναγκαιότητα να προσβλέπουμε σε ολόκληρο «το ρέμα», σημαίνει να αποδεχόμαστε μια προσέγγιση του όλου συστήματος, ώστε να επιτευχθεί η αειφορικότητα. Δεν μπορεί να είμαστε ευχαριστημένοι με το να εστιάζουμε πρωταρχικά στην ανάπτυξη των πρακτικών και των τεχνολογιών που έχουν σχεδιαστεί για το ανεξάρτητο αγρόκτημα. Όταν οι νέες τεχνολογίες αξιολογούνται πρωτίστως για την ικανότητά τους να αυξήσουν τις καρπώσεις και να μειώσουν τα κόστη και μόνο δευτερευόντως στο πως θα μειώσουν τις αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, αυτές πολύ λίγη ελπίδα μας δίνουν για μια μακροπρόθεσμη αειφορικότητα. Κοντολογίς, στην
3 τελική αξιολόγηση πρέπει να εμπεριέχονται και οι πιο πολύπλοκες επιπτώσεις στο συνολικό γεωργικό σύστημα. Πέρα από τη γραμμή βάθους Η γεωργία αποτελεί σε μεγάλο βαθμό μια οικονομική δραστηριότητα. Η γεωργική επιχείρηση που δεν θα είναι οικονομικά βιώσιμη, δεν θα υπάρχει για πολύ. Όμως, εάν οι οικονομικοί παράγοντες παραμείνουν τα πιο σημαντικά κριτήρια για τον καθορισμό του τι παράγεται και πως αυτό παράγεται, η γεωργία δεν θα μπορέσει ποτέ να καταστεί αειφόρος για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι δυνάμεις που εργάζονται για την οικονομία της αγοράς, μαζί με τις ποικίλες πολιτικές δομές που εμφανίζονται να τις ρυθμίσουν, πολύ συχνά είναι ασυμβίβαστες με τους σκοπούς της αειφορικότητας. Οι μεταβολές στα κόστη των γεωργικών εισροών που καθορίζονται από την αγορά και οι τιμές που οι παραγωγοί επιτυγχάνουν για την παραγωγή τους, εισάγουν σε σταθερούς ρυθμούς την αβεβαιότητα και τις διακυμάνσεις στην αγροτική παραγωγή. Σε ανταπόκριση, οι παραγωγοί εξαναγκάζονται να λάβουν αποφάσεις που βασίζονται στην οικονομική πραγματικότητα του παρόντος, και όχι σε οικολογικές αρχές. Πολλές κυβερνήσεις, οι οποίες δεν επιθυμούν να επιτρέψουν στις δυνάμεις της αγοράς να καθορίζουν τις τιμές των τροφίμων από μόνες τους, εφαρμόζουν ρυθμίσεις στις τιμές και επιδοτούν τις γεωργικές εισροές, γεγονός που δημιουργεί ποικίλα κίνητρα αλλά και αντικίνητρα, όχι απαραιτήτως ευθυγραμμισμένα με μια στέρεη οικολογική πρακτική. Τα προγράμματα άρδευσης και αναδασμού, οι πολιτικές εισαγωγών / εξαγωγών, και τα προγράμματα γεωργικής έρευνας (όλα τους επιδρούν στη γεωργία άμεσα ή έμμεσα), γενικά αναλαμβάνονται επί τη βάσει του βραχυπρόθεσμου κέρδους που αυτά μπορούν να πραγματοποιήσουν. Στον αναπτυσσόμενο κόσμο, τα κυβερνητικά ενδιαφέροντα για την ασφάλεια των τροφίμων, το εμπορικό ισοζύγιο, την ανάπτυξη του εξαγωγικού εμπορίου και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων μπορούν να καταλήξουν σε πολιτικές με άμεση επίπτωση στους παραγωγούς και στην ικανότητά τους να συνεχίζουν να παράγουν τρόφιμα με αειφορικό τρόπο. Ένα βασικό πρόβλημα με την οικονομία της αγοράς είναι ότι αυτή δημιουργεί ένα πλαίσιο στο οποίο η βραχυπρόθεσμη άποψη εξακοντίζει πλήρως την μακροπρόθεσμη. Ακόμη και όταν υπάρχει συμφωνία ότι οι μακροπρόθεσμες ανάγκες είναι σημαντικές, η οικονομική πραγματικότητα υπαγορεύει ότι θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στους βραχυπρόθεσμους στόχους (το ετήσιο κέρδος, οι ποσοστώσεις της επόμενης χρονιάς). Η αειφορικότητα αντιθέτως, απαιτεί όπως, ο σχεδιασμός και η λήψη της απόφασης να λαμβάνουν χώρα σε ένα χρονικό πλαίσιο πολύ μακρύτερο από αυτό που τα περισσότερα προγράμματα εξετάζουν. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των τρεχουσών πρακτικών και πολιτικών θα διαπιστωθούν πλήρως, μόνο μετά από ένα χρονικό όριο πολλών δεκαετιών. Ομοίως, η παλινόρθωση των κατεστραμμένων οικοσυστημάτων και η ανάκαμψη των μη παραγωγικών, υποβαθμισμένων γεωργικών εδαφών, θα απαιτήσει δεκαετίες, αν όχι αιώνες. Μια άλλη προβληματική όψη των δυνάμεων της οικονομίας και της αγοράς είναι ότι, οι αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής δραστηριότητας στο περιβάλλον, την ανθρώπινη υγεία, και την απασχόληση των ανθρώπων, εκλαμβάνονται ως «ακρότητες». Δεν υπολογίζονται ως κόστη στον υπολογισμό της γεωργικής οικονομίας, και συνεπώς απορρίπτονται. Κάτω από τα κριτήρια της αειφορικότητας, οι μακροπρόθεσμες συνέπειες καθίστανται περισσότερο σημαντικές από το βραχυπρόθεσμο οικονομικό κέρδος, και
4 τίποτε δεν θεωρείται ως ακρότητα. Οι φυσικοί πόροι, συνήθως εκμεταλλευόμενοι από τη γεωργία, χειρίζονται ως περατά κοινωνικά αγαθά. Οι εισροές φέρουν μια τιμή αγοράς, η οποία βασίζεται όχι μόνο στα κόστη της παραγωγής τους, της διανομής τους και της εφαρμογής τους, αλλά και στα περιβαλλοντικά και κοινωνικά τους κόστη ωσαύτως. Οι κυβερνητικές πολιτικές για τα τρόφιμα πρέπει να βασίζονται τόσο στη συμβολή τους πάνω στην αειφορικότητα, όσο και στην ικανότητά τους να μειώνουν τις τιμές των τροφίμων. Εάν η γεωργία πρόκειται να συνεχίσει να είναι μια οικονομική δραστηριότητα στο μακροπρόθεσμο μέλλον, το οικονομικό πλαίσιο στο οποίο αυτή πρέπει να δράσει πρέπει να υποστεί μια αλλαγή εκ θεμελίων. Πρέπει να αναγνωρίσουμε, πρώτα απ όλα, ό,τι μια υγιής οικονομία εξαρτάται κατά βάση από ένα υγιές περιβάλλον (δηλ. ότι η γεωργική παραγωγή έχει ένα οικολογικό θεμέλιο που μπορεί να καταστραφεί). Ακολούθως, πρέπει να δημιουργήσουμε μια οικονομία της αειφορικότητας, μια οικονομία που στην αγορά θα επιβραβεύονται οι οικολογικά στέρεες πρακτικές και θα αξιολογούνται οι διαδικασίες του φυσικού οικοσυστήματος που συμβάλλουν στην γεωργική παραγωγή. Πέρα από τα τεχνολογικά στερεότυπα Μέρος της αιτίας για το πώς είναι πολύ εύκολο για τους ανθρώπους να αγνοούν το μακροπρόθεσμο χρονικό πλαίσιο και τις μελλοντικές συνέπειες των πράξεών μας είναι ότι, έχουμε τυφλή εμπιστοσύνη στην τεχνολογία. Πιστεύουμε ότι η τεχνολογική πρόοδος θα επιλύει πάντοτε τα προβλήματά μας. Στη γεωργία, το καλύτερο παράδειγμα της απλοϊκής πίστης στην τεχνολογία είναι η Πράσινη Επανάσταση. Μέσα από την ανάπτυξη ποικιλιών φυτών με υψηλότερες καρπώσεις, οι επιστήμονες της Πράσινης Επανάστασης «επέλυσαν» το πρόβλημα της παραγωγής τροφίμων στον πλανήτη μας, για ένα ταχέως αυξανόμενο πληθυσμό. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής όμως, δημιούργησαν και επιδείνωσαν έναν ξενιστή άλλων προβλημάτων, στα οποία περιλαμβάνονται, η εξάρτηση από τα ενεργοβόρα για την παραγωγή τους λιπάσματα και τα μολύνοντα εντομοκτόνα, αλλά και την ταχύτατη υποβάθμιση των εδαφικών πόρων σε όλο τον κόσμο. Επιπλέον, τα προβλήματα της ταχείας αύξησης του πληθυσμού και οι κοινωνικές αιτίες που τα προκαλούν, όπως και τα προβλήματα της ανισοκατανομής των τροφίμων και των γεωργικών πόρων, συγκαλύπτονται και δεν προβάλλονται. Το παράδειγμα αυτό καταδεικνύει ότι η τεχνολογία μπορεί να αποτελεί μια βοήθεια για την επίλυση ενός προβλήματος, αλλά αυτή δεν μπορεί να αποτελεί την πλήρη λύση. Τα κοινωνικά προβλήματα, όπως αυτά της μη αειφορικότητας των συστημάτων τροφίμων, έχουν πάντοτε βαθύτερες αιτίες από αυτές που προβάλλονται από τις τεχνολογικές καινοτομίες και μόνο. Πέρα από την οικολογική αειφορία Μολονότι πρέπει να καθορίσουμε την αειφορία πρωτίστως με οικολογικούς όρους, είναι επίσης αληθές ότι η οικολογική αειφορία δεν μπορεί να προκύψει σε μια κατάσταση κοινωνική και οικονομική, η οποία δεν την στηρίζει. Παρότι τα αγροοικοσυστήματα λειτουργούν οικολογικά, σε μεγάλο βαθμό χειρίζονται από τους ανθρώπους. Λόγω λοιπόν αυτής της ανθρώπινης επίδρασης, τα οικολογικά
5 χαρακτηριστικά ενός αγροοικοσυστήματος είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τα ανθρώπινα κοινωνικά και οικονομικά συστήματα. Αναγνωρίζοντας την επιρροή των κοινωνικών, των οικονομικών, των πολιτισμικών και των πολιτικών παραγόντων, πρέπει προφανώς να μεταβάλλουμε την εστίασή μας από την αειφορία του αγροοικοσυστήματος στην αειφορία των συστημάτων τροφίμων μας. Τα συστήματα τροφίμων έχουν ένα παγκόσμιο εύρος και περιλαμβάνουν όλες τις πτυχές της παραγωγής, της διανομής και της κατανάλωσης των τροφίμων. Περιλαμβάνουν τις οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στους γαιοκτήμονες και τους εργάτες γης, τους παραγωγούς και τους καταναλωτές, τους πολίτες των αναπτυγμένων χωρών και τους πολίτες των αναπτυσσόμενων χωρών. Περιλαμβάνουν επίσης, τα πολιτικά συστήματα που ελέγχουν τις σχέσεις αυτές, τις κοινωνικές δομές που επηρεάζουν τη σχέση ανάμεσα στην παραγωγή τροφίμων και την κατανάλωσή τους, τα πολιτιστικά συστήματα που επηρεάζουν τα πιστεύω και τις αξίες των ανθρώπων. Διότι, για να είναι τα συστήματα τροφίμων αειφορικά, όλες οι αυτές οι ανθρωποκεντρικές πτυχές πρέπει να υποστηρίζουν την αειφορικότητα των οικολογικών τους παραμέτρων. Προς την κατεύθυνση ενός αειφορικού συστήματος τροφίμων Πολύ μεγάλο μέρος από τις συζητήσεις της ερευνητικής κοινότητας που ασχολείται με την αγροοικολογία και έγιναν μέχρι πρόσφατα, έχει επικεντρωθεί στην ανάπτυξη ενός ορισμού της αειφορίας, ο οποίος πρέπει να είναι αρκετά ευρύς, ώστε να περιλαμβάνει όλες τις δυνάμεις που εργάζονται στα παγκόσμια συστήματα τροφίμων (Brown et al. 1987, Allen et al. 1991, Gliessman 1990b, Farshad and Zinck 1993, Stauber 1994). Το κέντρο για την Αγροοικολογία στο Πανεπιστήμιο της California, Santa Cruz, ανέπτυξε τον παρακάτω ορισμό: «Αειφορική γεωργία είναι εκείνη η οποία αναγνωρίζει τα συνολικά συστήματα φυσικών τροφίμων, τροφής και παραγωγής ινών ισοδύναμα, κατανέμοντας το ενδιαφέρον για τη περιβαλλοντική σταθερότητα, την κοινωνική ισότητα και την οικονομική βιωσιμότητα μεταξύ όλων των δημόσιων τομέων, περιλαμβανομένων των διεθνών και διαφυλετικών ανθρωπίνων υποστάσεων». Αυθύπαρκτη μέσα στον ορισμό αυτό βρίσκεται η ιδέα, ότι η γεωργική αειφορικότητα δεν έχει χρονικά ή χωρικά όρια, διότι αφορά όλα τα έθνη του πλανήτη και όλους τους έμβιους οργανισμούς και προπάντων, προεκτείνεται στο διηνεκές. Εργαζόμενοι με ένα τέτοιο ορισμό σημαίνει ότι εννοιοποιούμε τις διασυνδέσεις και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των οικολογικών συστατικών και των κοινωνικών συστατικών των αγροοικοσυστημάτων. Η Εικόνα 22. 1 προσφέρεται ως μια αφετηρία εκκίνησης για να γίνει αυτό. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα, κάθε αγροοικοσύστημα αναπτύσσει στο πλαίσιό του μια ευρεία κοινωνική και οικολογική βάση. Η βάση αυτή έχει το περιεχόμενο του φυσικού οικοσυστήματος (αυτό που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε οικολογική υποδομή) και το κοινωνικό περιεχόμενο (αυτό που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε κοινωνική υποδομή). Κάθε συγκεκριμένο αγροοικοσύστημα σχηματίζεται από τους τοπικούς, τους περιφερειακούς και τους παγκόσμιους παράγοντες και από αμφότερα τα μέρη της βάσης, οικολογικό και κοινωνικό. Οι άνθρωποι μπορούν να χειρίζονται και να διαχειρίζονται πολλά χαρακτηριστικά των οικολογικών μερών της βάσης, αλλά το αγροοικοσύστημα που αναπτύχθηκε πρέπει να λειτουργήσει μέσα στο περιεχόμενο της κοινωνικής βάσης, πάνω στην οποία άλλωστε, βασίζεται ο κάθε πολιτισμός. Καθώς συμβαίνει η αλλαγή, είτε στην κοινωνική, είτε την οικολογική βάση, η κατάσταση που προκύπτει είναι ένα σύνολο αλλαγών στα αγροοικοσυστήματα, οι οποίες αναδύονται από τη βάση.
6 Εικόνα 22.1. Η αλληλεπίδραση μεταξύ των κοινωνικών και οικολογικών συστατικών των αειφορικών αγροοικοσυστημάτων. Εφαρμοσμένο σε σύνολα διασυνδεδεμένων αγροοικοσυστημάτων, το μοντέλο αυτό μπορεί να αντιπροσωπεύει την ολοκληρωμένη δομή ενός αειφορικού συστήματος τροφίμων. Ένα αειφορικό αγροοικοσύστημα αναπτύσσεται, όταν τα συστατικά από την κοινωνική και την οικολογική βάση (βλέπε Πίνακα 22.1) συνδυάζονται σε ένα σύστημα, με μια τέτοια δομή και μια τέτοια λειτουργία, η οποία αντανακλά την αλληλεπίδραση της ανθρώπινης γνώσης και των προτιμήσεων του ανθρώπου με τα οικολογικά συστατικά του αγροοικοσυστήματος. Η σταθερή αλληλεπίδραση των κοινωνικών και των οικολογικών συστατικών παρουσιάζεται με τη μορφή των διαχειριστικών τεχνικών, των πρακτικών και των στρατηγικών κάθε μεταβολής και αλλαγής. Η δυναμική φύση των αγροοικοσυστημάτων θέτει το βάθρο για μια σταθερή αλληλεπίδραση ανάμεσα στην οργάνωση και την λειτουργία του αγροκτήματος και την οργάνωση και την αλληλεπίδραση των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών συστατικών της κοινωνίας, μέσα στα οποία κείται το αγρόκτημα. Μέσα στο χρόνο, οι συγκεκριμένες παράμετροι (στοιχεία ή ιδιότητες) μπορούν να μετρηθούν ως δείκτες της αειφορικότητας. Οι μετρήσιμες οικολογικές παράμετροι έχουν περιγραφεί μέσα στις σελίδες του βιβλίου αυτού. Οι κοινωνικές παράμετροι της αειφορικής λειτουργίας του αγροοικοσυστήματος είναι πολύ δύσκολο να αναγνωριστούν και να μετρηθούν. Οι πλέον χρήσιμες και οι πλέον εύκολα μετρήσιμες παράμετροι αναμφίβολα θα ποικίλουν με τον χρόνο, ειδικά όταν η γνώση και οι προτιμήσεις μεταβάλλονται και αλλάζουν, τα περιβαλλοντικά στοιχεία αναπτύσσονται και ωριμάζουν και η αλληλεπίδραση των διαδικασιών αντοχής και ευστάθειας συνδυάζονται για να καθοδηγήσουν τον ρυθμό και την διεύθυνση μιας τέτοιας αλλαγής. Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις είναι να διδαχθούμε πώς να καταγράφουμε τις επιπτώσεις του ενός δείκτη πάνω στον άλλο, καθώς οι κοινωνικές και οι οικολογικές παράμετροι αλληλεπιδρούν, όπως επίσης, να βρούμε τους τρόπους, ώστε να συνδέσουμε τους δείκτες με κάποια μορφή λειτουργικής ή αιτιατής σχέσης. Τελικά, η αλληλεπίδραση ανάμεσα τα κοινωνικά και τα οικολογικά συστατικά των αειφορικών αγροοικοσυστημάτων οδηγούν στην κατάσταση της αειφορικότητας αυτής καθεαυτής. Η αειφορικότητα καθίσταται ένα πολύπλοκο σύνολο συνθηκών που είναι λιγότερο εξαρτημένες από τα ανεξάρτητα οικολογικά και κοινωνικά συστατικά
7 αυτά καθεαυτά, απ όσο είναι εξαρτημένες από τις αναδυόμενες ποιότητες που προκύπτουν από την αλληλεπίδρασή τους. Πίνακας 22.1. Μερικές από τις σημαντικές όψεις των κοινωνικών και οικολογικών συστημάτων που αλληλεπιδρούν σε κάθε επίπεδο των αειφορικών συστημάτων τροφίμων. Το κοινωνικό σύστημα Το οικολογικό σύστημα ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΑΕΙΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ Ισότητα Ποιότητα ζωής Ικανοποίηση Αποτελεσματικότητα Πολιτιστική σταθερότητα ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Εξάρτηση από εξωτερικές δυνάμεις Σχέσεις κατοχής της γης Ρόλος στην οικονομία παραγωγής τροφίμων Ποιότητα τροφίμων Μέρισμα επιστροφής στους εργάτες ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Αγροκτήμονες και εργάτες γης Ιδιοκτήτες γης Καταναλωτές προϊόντων τροφίμων Τεχνική και πρακτική γνώση Οικοπολιτιστική γνώση ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Σχηματίζει και περιορίζει το σχεδιασμό και τη διαχείριση των αγροοικοσυστημάτων από τους ανθρώπους Πολιτιστικά στοιχεία: αξίες, τρόποι ζωής, γλώσσα Κοινωνικά στοιχεία: δομή τάξεων, κοινωνικοί θεσμοί Οικονομικά στοιχεία: δυνάμεις αγοράς, θέση στην παγκόσμια οικονομία Πολιτικά στοιχεία: θεσμοθετημένες πολιτικές, δομή της διακυβέρνησης ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΑΕΙΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ Σταθερότητα Ευστάθεια Αποτελεσματικότητα Υγεία Μονιμότητα ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Βιοτική ποικιλότητα Γονιμότητα και δομή του εδάφους Διαθεσιμότητα υγρασίας Ρυθμοί διάβρωσης Ρυθμοί ανακύκλωσης θρεπτικών στοιχείων ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Φυτά καλλιέργειας και τα γονιδιώματά τους Μη καλλιεργούμενοι οργανισμοί Ποιότητα του εδάφους Ανακύκλωση θρεπτικών στοιχείων Βιοτικές αλληλεπιδράσεις ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Παρέχει τις πρώτες ύλες και το φυσικό περιεχόμενο των αγροοικοσυστημάτων Τοπικά στοιχεία: έδαφος, μικροοργανισμοί του εδάφους, ενδημική χλωρίδα και πανίδα, οικολογικές σχέσεις, καιρός και κλίμα, τοπογραφία Παγκόσμια στοιχεία: βιογεωχημικοί κύκλοι, ηλιακή ακτινοβολία, κλιματικές μορφές Ένα τέτοιο πλαίσιο ορισμού της αειφόρου γεωργίας ενσωματώνει ένα τρόπο του όλου συστήματος, ο οποίος αναζητά τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στα υποσυστήματα. Η επίδραση μιας νέας εισροής ή μια νέας πρακτικής σ ένα γεωργικό σύστημα, μπορεί να ακολουθηθεί πέρα από τις οικολογικές της επιπτώσεις στο κοινωνικό επίπεδο. Θεωρώντας κάθε αγρόκτημα ως ένα αγροοικοσύστημα από μόνο του και στη συνέχεια ως ένα τμήμα του περιφερειακού, του εθνικού και του διεθνούς συστημάτων τροφίμων, αναζητούμε, πέρα από τις βασικές οικονομικές γραμμές, νέους τρόπους για να προωθήσουμε την αειφορικότητα. Τα συστήματα τροφίμων καθίστανται συστήματα οικολογικής βάσης που διατηρούν επίσης, τις κοινωνικές ανάγκες της ασφάλειας των τροφίμων, της κοινωνικής ισότητας και της ποιότητας της ζωής, τα οποία δημιουργεί και απαιτεί η ίδια η αειφορία.
8 Κοινωνικοί παράγοντες κλειδιά ενός αειφορικού συστήματος τροφίμων Οι αλλαγές στις κοινωνικές δομές και τις σχέσεις που εμπλέκονται με την παραγωγή, την διανομή και την κατανάλωση των τροφίμων μπορούν να συζητηθούν μόνο σε ηθικά πεδία. Οι ανισότητες είναι παρούσες σε όλα τα επίπεδα του συστήματος τροφίμων και αυτές έχουν μια δραματική επίπτωση στις ζωές των λαών. Είναι όμως επίσης δυνατό να ισχυριστούμε ότι, οι συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες και σχέσεις είναι ασύμβατες με την γεωργική αειφορικότητα. Τα παρόντα κοινωνικά συστατικά των παγκόσμιων συστημάτων τροφίμων συνεργάζονται αρμονικά με τις μη αειφόρες, τις υποβαθμίζουσες τους πόρους πρακτικές. Χρειάζεται λοιπόν, ένα διαφορετικά οργανωμένο σύνολο κοινωνικών στοιχείων και σχέσεων που θα υποστηρίζει τις αειφόρες, τις διατηρούσες τους πόρους πρακτικές. Η αειφορικότητα του συστήματος τροφίμων μπορεί πολύ καλά να απαιτήσει μεγαλύτερη ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους, σε όρους οικονομικής δύναμης, ιδιοκτησίας και ελέγχου της γης και προσπέλασης και ελέγχου της γεωργικής γνώσης και των πόρων. Σήμερα, η ανισότητα υφίσταται ανάμεσα στους πολίτες των ανεπτυγμένων χωρών και των αναπτυσσόμενων χωρών, ανάμεσα στους κατόχους γεωργικών εκτάσεων και στους μη κατόχους, ανάμεσα σ αυτούς που αποκτούν τα προς το ζην μέσω της εργασίας και σ αυτούς που κατέχουν τεράστια ποσά γεωργικού κεφαλαίου. Είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε πως αυτή η ανισότητα μπορεί να επηρεάσει τον σχεδιασμό και τη διαχείριση των αγροοικοσυστημάτων. Σε ποια έκταση αυτοί που αισθάνονται ότι ενισχύονται με σχετικά μεγαλύτερη δύναμη αυτοδιαβεβαιώνονται ότι η γεωργική παραγωγή ενεργεί με τρόπους που διατηρούν την δύναμή τους και τον έλεγχο; Ποιο ρόλο έχει η δομή της ανισότητας για να τους κάνει να ενδιαφερθούν περισσότερο, ώστε να αποκτήσουν ένα κέρδος, παρά να φροντίσουν τη γη; Μήπως στους παραγωγούς των αναπτυσσόμενων χωρών η οικονομική ανασφάλεια τους προκαλεί να ενδιαφέρονται περισσότερο για την βραχυπρόθεσμη επιβίωση και τη βελτίωση της οικονομικής τους θέσης, παρά για τη συντήρηση και τη σταθερή αγροοικολογική πρακτική; Αειφορικές μορφές διατροφής Ο εκσυγχρονισμός και η ανάπτυξη σε όλο τον κόσμο προκαλούν ένα προϊόντα μετασχηματισμό των μορφών της ανθρώπινης δίαιτας και της κατανάλωσης των τροφίμων. Οι άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο καταναλώνουν περισσότερα ζωικά προϊόντα, περισσότερα τρόφιμα με υψηλό περιεχόμενο σε έλαιο και λίπος και περισσότερα λαχανικά και φρούτα. Επειδή τα υψηλής πρωτεΐνης και υψηλού λίπους γεωργικά προϊόντα είναι πολύ ακριβά να παραχθούν, σε όρους χρήσης της ενέργειας, περιβαλλοντικής επίπτωσης και εδαφικών αναγκών, σε σύγκριση με τους σπόρους, πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικά πως οι τρέχουσες τάσεις της δίαιτας σε όλο τον πλανήτη θα επιδεινώσουν τόσο την παροχή τροφίμων, όσο και τα προβλήματα παραγωγής. Η ανθρώπινη κοινωνία μπορεί να αντιμετωπίσει πολύ δύσκολες επιλογές, εάν αποτύχουμε να εξετάσουμε με κριτικό τρόπο τις επιπτώσεις της ανθρώπινης δίαιτας στις οικολογικές βάσεις του πλανήτη και της ικανότητάς μας να θρέψουμε τους αυξανόμενους πληθυσμούς.
9 Έλεγχος της αύξησης του πληθυσμού Κάτω από το πρόβλημα πολλών ανθρώπων οι οποίοι έχουν μια δίαιτα όλο και περισσότερο πλούσια βρίσκεται το πρόβλημα του αυξανόμενου πληθυσμού των ανθρώπων. Οι ειδικοί από πολλά επιστημονικά πεδία διαφωνούν για το ποια είναι η «φέρουσα ικανότητα» της γης, αλλά μερικοί αρνούνται ότι, ένας ταχέως αυξανόμενος πληθυσμός το κάνει να είναι αρκούντως δύσκολο συγχρόνως και να διατρέφεται ο κόσμος και να προστατεύονται οι γεωργικοί πόροι και να προστατεύεται η ακεραιότητα του φυσικού περιβάλλοντος. Συνεπώς, κάθε συνδυασμένη προσπάθεια για την ανάπτυξη αειφορικών συστημάτων τροφίμων πρέπει να λαμβάνει υπόψη της το πρόβλημα του καλύτερου ελέγχου της αύξησης του ανθρώπινου πληθυσμού. Αυτάρκεια και βιοπεριφερικότητα Τα συστήματα τροφίμων σε ολόκληρο τον κόσμο καθίστανται ταχέως συνδεδεμένα σε ένα μαζικό παγκόσμιο σύστημα τροφίμων. Μολονότι αυτή η τάση έχει πολλές ωφέλειες, έχει όμως και πολλές αρνητικές συνέπειες για την γεωργική αειφορικότητα. Ένα μείζον πρόβλημα είναι ότι, η παγκόσμια παραγωγή και διανομή των τροφίμων απαιτεί μεγάλες ποσότητες ενέργειας για τις μεταφορές. Ίσως πιο σημαντικό είναι όμως, ότι ένα παγκόσμιο σύστημα τροφίμων μπορεί να βοηθήσει να δημιουργηθούν οι ιδανικές συνθήκες για την επιδείνωση του προβλήματος της ανισότητας και μπορεί να βοηθήσει στη διάβρωση των αειφόρων παραδοσιακών αγροοικοσυστημάτων σε ολόκληρο τον κόσμο. Σε ένα παγκοσμιοποιημένο σύστημα τροφίμων, οι παραγωγοί των εισροών, όπως οι σπόροι, τα λιπάσματα, τα εντομοκτόνα και ο μηχανικός εξοπλισμός είναι ικανοί να επεκτείνουν την επιρροή τους στα αγροοικοσυστήματα και οι παραγωγοί να καταστούν σε αυξημένο βαθμό εξαρτημένοι απ αυτούς και τα προϊόντα τους, αλλά και την παρεχόμενη τεχνογνωσία. Η γεωργική γη καθίσταται υψηλότερης αξίας για την ικανότητά της να παράγει για τις εξαγωγικές παρά για τις ντόπιες διατροφικές ανάγκες. Η ανθρώπινη εργασία έχει αντικατασταθεί σε αυξημένο βαθμό από την εκμηχάνιση. Οι συνολικές συνέπειες συμποσούνται στη μεγαλύτερη ολοκλήρωση των αγροοικοσυστημάτων στην τεχνολογία και τις εισροές που βασίζονται στη συμβατική γεωργία, τη μικρή αυτονομία, τη μειωμένη ικανότητα της ανάπτυξης τροφίμων για τις εγχώριες ανάγκες και την καταστροφή των παραδοσιακών και γεωργικών κοινοτήτων. Η παγκοσμιοποίηση όμως, μπορεί επίσης να έχει τη δύναμη να μετρήσει όλες αυτές τις επιδράσεις, εάν αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί, αντί να προωθηθεί και να υποστηρίζει τον τοπικό έλεγχο της γης, τη χρήση της τοπικής γνώσης, της άμεσης ανθρώπινης εμπλοκής στην γεωργική παραγωγή και την οικονομική ανεξαρτησία. Οι σημαντικές αυτές απόψεις της σε οικολογική βάση διαχείριση του αγροκτήματος μπορεί να είναι τμήματα κλειδιά κατά τον σχεδιασμό ενός αειφόρου μέλλοντος. Δεσμοί ανάμεσα στην αγροοικολογία και τις αλλαγές στο κοινωνικό περιεχόμενο της γεωργίας Μολονότι η επιστήμη της αγροοικολογίας εστιάζεται στις οικολογικές απόψεις των αγροοικοσυστημάτων, οι αρχές όμως που προσπαθεί να εφαρμόσει είναι δυνατόν
10 να ενθαρρύνουν τις θετικές αλλαγές στις κοινωνικές απόψεις και τα περιεχόμενα των αγροοικοσυστημάτων. Μια εξάρτηση από τις εσωτερικές οικολογικές διαδικασίες για τη διατήρηση της γονιμότητας και τη διαχείριση των επιβλαβών εντόμων υποδηλώνει τις πολύ διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις και δομές, σε αντίθεση με ότι κάνει η εντατική χρήση των εξωτερικών εισροών. Έτσι: Η δραστική μείωση των εμπλεκόμενων στην αγροοικολογική διαχείριση εξωτερικών εισροών μειώνει την εξάρτηση του συστήματος από τις εξωτερικές δυνάμεις και την κάνει λιγότερο ευπαθή στις αυξήσεις των τιμών των εισροών. Ο παραγωγός μπορεί να ωφεληθεί οικονομικά και ταυτόχρονα να επαυξήσει την οικολογική υγεία του αγροοικοσυστήματος. Οι αγροοικολογικές αρχές απαιτούν όπως, η διαχείριση βασίζεται αρκετά στην πρακτική γνώση για το πώς δρα στον αγρό, αλλά και την σε θεωρητική βάση γνώση. Η απαίτηση αυτή αξιολογεί την πρακτική γνώση των παραγωγών και των εργατών γης, δίνοντάς τους μεγαλύτερη δύναμη στον απαιτητό ισοδύναμο χειρισμό. Η αγροοικολογική εστίαση στη γνώση των τοπικών συνθηκών, των τοπικών οικοσυστημάτων και των προσαρμοσμένων τοπικά φυτών καλλιέργειας ενθαρρύνει μια βιοπεριφερειακή προσέγγιση στη γεωργία και δίνει σ αυτούς που η γη ανήκει και εργάζονται σ αυτή, περισσότερο από μια προσωπική θέση στη μακροχρόνια οικολογική ακεραιότητα του αγροοικοσυστήματος. Η αγροοικολογική διαχείριση απαιτεί ο παραγωγός να αποκτήσει μια μακροχρόνια άποψη, η οποία να εξισορροπεί την ανάγκη ώστε να δίνεται προτεραιότητα στις ετήσιες καρπώσεις και κέρδη. Οι αγροοικολογικές αρχές εφαρμόζονται καλύτερα σε μια σχετικά μικρή κλίμακα. Αυτό ενθαρρύνει την παραγωγή για την περιφερειακή κατανάλωση αντί για την εξαγωγή. Επίσης, αυτό είναι περισσότερο συνεπές με την ισότιμη εδαφική ιδιοκτησία και τα οικονομικά οφέλη, παρά με τη συγκέντρωση των αγροκτημάτων στα χέρια των ολίγων. Η αγροοικολογία αναγνωρίζει την αξία των παραδοσιακών συστημάτων που έχουν αποδειχθεί ότι είναι σταθερά σε οικολογικούς και κοινωνικούς όρους και συνεπώς υποστηρίζουν τις κοινωνικές και οικονομικές δομές και τις κοινότητες που τις πραγματώνουν. Η αγροοικολογική διαχείριση εκπληρώνεται με τον καλύτερο τρόπο μέσα από την εντατικοποίηση της ανθρώπινης εργασίας παρά μέσα από την εντατικοποίηση των μηχανημάτων. Επειδή η εργασία αυτή απαιτεί ένα υψηλό βαθμό γνώσης, κρίσης και τεχνικής ικανότητας, τα αγροοικολογικώς διαχειριζόμενα αγροκτήματα μπορούν να δώσουν σε πολλούς ανθρώπους αξιοπρέπεια και ικανοποιητικό εισόδημα. Οι συνδέσεις που παραπάνω περιγράψαμε δείχνουν ότι οι αλλαγές στις πρακτικές και τις τεχνικές της γεωργικής καλλιέργειας βαδίζουν χέρι χέρι με τις αλλαγές στο συνολικό κοινωνικό περιεχόμενο της γεωργίας. Επειδή τίποτε δεν μπορεί να συμβεί εντελώς ανεξάρτητα από κάποιο άλλο, η αγροοικολογία έχει ένα ρόλο να παίξει και με τα δύο. Πως θα συμβεί η αλλαγή Τα προβλήματα στη γεωργία δημιουργούν τις πιέσεις για τις αλλαγές που θα στηρίξουν μια αειφορική γεωργία. Αλλά υπάρχει και ένα πράγμα που θα εκφράσει την
11 ανάγκη για αειφορικότητα, και ακόμη άλλο ένα που θα φέρει τις αλλαγές που απαιτούνται. Εν μέρει, η αλλαγή πρέπει να συμβεί στα ιδρύματα της γεωργικής έρευνας και των άλλων θεσμικών θέσεων που ασχολούνται με την εξάπλωση της γεωργικής γνώσης. Με σκοπό να οδηγήσουμε τη γεωργία προς την αειφορικότητα, είναι ανάγκη να είμαστε ικανοί να αναλύουμε, τόσο τις άμεσες, όσο και τις μελλοντικές οικολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις της γεωργίας, έτσι ώστε, να αναγνωρίζουμε τα σημεία κλειδιά στα συστήματα στα οποία θα εστιάσουμε την έρευνα για εναλλακτικές καταστάσεις ή λύσεις στα προβλήματα. Πρέπει να μάθουμε να χρησιμοποιούμε καλύτερα την πρόβλεψη στην ανάλυσή μας για να αποφύγουμε τα προβλήματα ή τις αρνητικές αλλαγές πριν αυτές συμβούν. Η ικανότητά μας να επιλύουμε τα προβλήματα που η σύγχρονη γεωργία αντιμετωπίζει έχει πλέον εξαιρετικά περιοριστεί. Με την κατανόηση των οικολογικών διαδικασιών στην αειφορική γεωργία και την εγκατάσταση μιας επιστημονικής βάσης για τη μετάβαση σε εναλλακτικές καταστάσεις, μπορούμε να εισέλθουμε σε μια νέα εποχή για τη γεωργική έρευνα. Η αλλαγή πρέπει επίσης να συμβεί στο έδαφος. Οι παραγωγοί που κάνουν την μετάβαση σε πιο αειφορικές πρακτικές και οι παραγωγοί στις παραδοσιακές καλλιεργητικές κοινότητες των αναπτυσσόμενων χωρών που μάχονται για να διατηρήσουν τους τρόπους ζωής τους, ανοίγουν το δρόμο για την ισχυροποίηση των αλλαγών στη γεωργία. Όσο περισσότερα παραδείγματα έχουμε για την αειφόρο, οικονομικά βιώσιμη γεωργική καλλιέργεια, τόσο είναι πιθανότερη η δυνατότητα ότι τα συστήματα τροφίμων μας μπορεί να αποτελέσουν το εστιακό σημείο για το πώς θα πραγματοποιήσουμε την αλλαγή στη γεωργία, αλλά η αλλαγή αυτή πρέπει επίσης να συμβεί σε ένα παγκόσμιο σύστημα μέσα στο οποίο τώρα εφαρμόζεται. Συνολικά, πρέπει να θυμόμαστε ότι τα γεωργικά συστήματα είναι ένα αποτέλεσμα της συνεξέλιξης που συμβαίνει ανάμεσα στον πολιτισμό και το περιβάλλον και ότι οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να κατευθύνουν αυτή τη συνεξέλιξη. Μια αειφορική γεωργία αξιολογεί την ανθρώπινη και την οικολογική συνιστώσα της παραγωγής τροφίμων, αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζει τους δεσμούς και τις αλληλεξαρτήσεις τους.