Ισζύγι παραγωγής βσκήσιμης ύλης ψυχρόβιων λειμώνιων φυτών και θάμνων σε σχέση με τις απαιτήσεις των ζώων. Ε. Αβραάμ, Ζ.Παρίση, Μ.Γιακυλάκη και Α.Νάστης. Εργαστήρι Δασικών Βσκτόπων (236) Τμήμα Δασλγίας και Φυσικύ Περιβάλλντς Αρισττέλει Πανεπιστήμι Θεσσαλνίκης 54006 Θεσσαλνίκη ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η πστική παραγωγή βσκήσιμης ύλης των φυσικών λιβαδιών επικεντρώνεται κυρίως την άνιξη και νωρίς τ καλκαίρι.. Η ζήτηση όμως, από τα ζώα τόσ πστικό όσ και πιτικό είναι περίπυ η ίδια όλη τη διάρκεια τυ έτυς. Για τη διαχρνική κάλυψη των αναγκών των ζώων στις βελτιώσεις λιβαδιών πρέπει να επιλεγύν φυτά πυ να παρέχυν αξιπιήσιμη βσκήmμη ύλη στις κρίσιμες περιόδυς (χειμώνα και αργά τ καλκαίρι) πυ πρακτικά υπάρχει έλλειψη βσκήσιμης ύλης. Η κάλυψη τυ πστικύ και πιτικύ ελλείμματς την περίδ τυ χειμώνα μπρεί να γίνει με σπρά ψυχρόβιων αγρωστωδών όπως: Dactylis glomerata, Agropyron cristatum, και Festuca valesiaca. Η κάλυψη των αναγκών της ζήτησης αργά τ καλκαίρι και νωρίς τ φθινόπωρ πυ η πώδης βλάστηση είναι ξηρή και χαμηλής θρεπτικής αξίας μπρεί να γίνει με την εισαγωγή των ξηλωδών ειδών An1orpha!Γuticosa, Morus alba και Colutea arborescens. Ολα τα πώδη φυτά πυ μελετήθηκαν έδωσαν ικανπιητική παραγωγή υψηλής πιότητας βσκήσιμης ύλης την ψυχρή περίδ. Τ Agropyron cristatum έδωσε σημαντικά περισσότερη παραγωγή από τα άλλα δυ είδη. Η AΠ1orpl1a!Γuticosa και η Morus a/ba έδωσαν περισσότερη βσκήσιμη ύλη από την Colutea arborescens την περίδ από τν Ιύλι μέχρι τ επτέμβρι. Ωστόσ, η περιεκτικότητα σε λικές πρωτεϊνες σε όλα τα είδη κάλυπτε τις ανάγκες των ζώων για συντήρηση και τις ανάγκες για γαλακτπαραγωγή των μικρών μηρυκαστικών. Λέξεις κλειδιά: Ψυχρόβια αγρωστώδη, χειμερινή παραγωγή, θάμνι, θρεπτική αξία. ΕΙΣΑΓΩΓΉ Η παραγωγή βσκήσιμης ύλης των φυσικών λιβαδιών δεν είναι σταθερή όλη τη διάρκεια τυ έτυς. Οι κρίσιμες περίδι στην Μεσγειακή ζώνη, κατά τις πίες η παραγωγή βσκήσιμης ύ λης των φυσικών λιβαδιών είναι περιρισμένη, είναι η περίδς τυ χειμώνα, τ δεύτερ μέρς τυ καλκαιριύ και νωρίς τ φθινόπωρ. Αντίθετα ι απαιτήσεις των ζώων σε τρφή παραμένυν περίπυ σταθερές. Η χρήγηση συμπληρωματικών τρφών κατά τις κρίσιμες περιόδυς μπρεί να δώσει λύση στ πρόβλημα διατρφής των ζώων, αυξάνει όμως σημαντικά τ κόστς παραγωγής των κτηντρφικών πριόντων. Τα ξυλώδη είδη παρέχυν τρφή στα αγρτικά και θηραματικά ζώα κατά την περίδ τυ καλκαιριύ, όταν τα πώδη φυτά είναι ελλειματικά σε θρεπτικές υσίες (Cook 1972, Le Houerou 1980, Papanastasis 1993), ενώ τα ψυχρόβια αγρωστώδη μπρύν να μειώσυν τ έλλειμα πρσφράς και ζήτησης βσκήσιμης ύλης κατά τη περίδ χειμώνα Νάστης (1987). Στην Αγγλία όπυ χειμώνας είναι δριμύτερς απ την Μεσγειακή ζώνη ι Hughew και Pearson αναφέρυν ότι η χρησιμπίηση τέτιων ειδών, μπρεί να καλύψει κατά ένα σημαντικό μέρς τις ανάγκες των ζώων. Στην εργασία αυτή σε δύ ανεξάρτητα πειράματα μελετήθηκε η παραγωγή και η πιότητα της βσκήσιμης ύλης, για την κάλυψη των αναγκών των ζώων ρισμένων ξυλωδών φύτων κατά την διάρκεια τυ καλκαιριύ και ψυχρόβιων αγρωστωδών φυτών στην κρίσιμη περίδ τυ χειμώνα.
172 Υ ΛΙΚΑ ΜΕθΟΛΟΙ Τ πρώτ πείραμα έγινε στ Αγρκτήμα τυ Πανεπιστημίυ 14 χλμ. νότια της θεσσαλνίκης σε υψόμετρ 5μ. κατά τ 1994 και 1995. Από τα ξυλώδη είδη μελετήθηκαν : α) Amorpha fruticosa (Αμρφα η θαμνώδης), β) Co/utea arborescens ( φυσκιά) και γ) Morus a/ba (Μυριά η λευκή). Κάθε είδς φυτεύθηκε σε 4 πειραματικά τεμάχια ( πλήρεις τυχαιπιήμενες μάδες) από 25 φυτά στ τεμάχι και με φυτευτικό σύνδεσμ ΙΧ1μ.. Για να διατηρηθύν τα ξυλώδη είδη σε θαμνώδη μρφή κλαδεύνταν στα 80 εκ. πάνω από τ έδαφς μετά την πλήρη πτώση των φύλλων. Στυς μάρτυρες ανά επανάληψη γινόνταν κπή της ετήσιας αύξησης σε 6 θάμνυς ανά είδς και φυτευτικό σύνδεσμ στ τέλς της βλαστικής περιόδυ για τη μέτρηση της συνλικής ετήσιας παραγωγής βσκήσιμης ύλης των θάμνων. Τα δείγματα ξηραίννταν στυς 60 C για 48 ώρες, ζυγίζνταν τ βάρς τυς και εκφράζνταν σε γρ/θάμν. Για τ πρσδιρισμό της θρεπτι κής αξίας της βσκήσιμης ύλης στη θαμνώδη βλάστηση επιλέχθηκαν 4 θάμνι (ανά επανάλη ψη) και συλλέγνταν με τ χέρι δείγματα παρόμια με αυτά πυ έβσκαν τα ζώα (διάμετρς βλαστύ μέχρι 5 χιλ.). Τ δεύτερ πείραμα έγινε στην Χρυσπηγή Ν. Σερρών κατά τα έτη 1993 και 1994. Η Χρυσπηγή βρίσκεται σε υψόμετρ 600 μ. με μέσ ετήσι ύψς βρχόπτωσης 640 χιλ. και με ελάχιστ και μέγιστ της θερμκρασίας από τν Οκτώβρι τυ 1992 ως τ Μάρτι τυ 1993 από -3 εως 26 C 0 αντίστιχα. Την Ανιξη τυ J 992 από κάθε είδς Dacty/is glomerata, Agropyron cristatum, Festuca valesiaca επιλέχθηκαν 11 Ο φυτά από τπικύς πληθυσμύς. Ένριζι βλαστί από τα επιλεγμένα άτμα φυτεύθηκαν σύμφωνα με τα επαναλαμβανόμενα κυψελωτά σχέδια ό πως πρτάθηκαν από τ Φάσυλα (1988) σε απόσταση 80εκ. μεταξύ τυς, με σκπό τν περι ρισμό τυ ανταγωνισμύ και την μιόμρφη ανάπτυξη. Τν Οκτώβρι τυ 1992 τα φυτά κόπη καν 5εκ πάνω απ τ επίπεδ τυ εδάφυς. Η επαναύξηση κόπηκε τ Μάρτι τυ 1993, ζυγίστηκε, ξηράνθηκε στυς 60 C για 48 ώρες και ξαναζυγίσθηκε για τν υπλγισμό της ξηρής υ σίας. Από τα δεδμένα αυτά υπλγίστηκαν μ.. της παραγωγής των 3 πληθυσμών, ι διακυ μάνσεις των πληθυσμών και CV (συντ/τής παραλλακτικότητας). Για τα δείγματα και από τα δύ πειράματα πρσδιρίστηκε η περιεκτικότητα σε λικές α ζωτύχες υσίες με τη μέθδ Kjeldahl, (A.O.A.C. 1980), η περιεκτικότητα σε κυτταρικά τιχώματα με τη μέθδ Van Soest (1967), η περιεκτικότητα σε λιγνίνη με τη μέθδ τυ H 2 S0 4 (Goering and Van Soest 1970) και η in νitro πεπτικότητα της ργανικής υσίας με τη μέθδ Tilley και Terry ( 1963), όπως αυτή τρππιήθηκε από τν Moore (1970). Οι συγκρίσεις για στατιστικά σημαντικές διαφρές μεταξύ των ειδών και των ετών έγιναν με ανάλυση παραλλακτικότητας. Για την εκτίμηση των διαφρών μεταξύ των μέσων όρων χρησι μπιήθηκε η ελάχιστη σημαντική διαφρά (Steel και Toπie 1980). Οι διαφρές μεταξύ των μέσων όρων θεωρήθηκαν στατιστικώς σημαντικές για επίπεδ σημαντικότητας 0,05. ΑΙΙΟΤΕΛΕΣΜΑ Τ Α ΚΑΙ ΣΥΖΗΤΗΣΗ Παραγωγή Η παραγωγή της Colutea arborescens και της Amorpha fruticosa ήταν σημαντικά μεγαλύτερη (Ρ::; 0,05) κατά τ δεύτερ έτς των πειραμάτων (Πίν. 1), ενώ της Morus alba ήταν επίσης μεγαλύτερη αλλά όχι στατιστικώς σημαντική. Η διαφρά της παραγωγής των θάμνων μεταξύ των δύ ετών τυ πειράματς φείλεται στις κλιματικές συνθήκες πυ επικρατύσαν από χρόν σε χρόν και πυ είναι γνωστό (Le Houreou 1978) επηρεάζυν σημαντικά την ανάπτυξη των ξυλωδών φυτών. Η παραγωγή της Amorpha fruticosa ήταν μεγαλύτερη (167,5 γρ/θάμν μ.. 2 ετών) από την παραγωγή της Colutea arborescens (83,5 γρ/θάμν μ.. 2 ετών) και της Morus a/ba (82 γρ/θάμν, μ.. 2 ετών). Ο Αϊναλής (1996) βρήκε ότι σε φυτευτικό σύνδεσμ 1, 5Χ 1,5μ. η Amorpha fruticosa και η Morus a/ba είχαν μικρότερη παραγωγή (56,4 και 22,8 γρ/θάμν αντίστιχα, μ.. 3 ετών) από αυτή πυ μετρήθηκε σε αυτό τ πείραμα.
1'7.'-' llίνακας 1. llαραγωγή βσκήσιμης ύλης 3 ξυλωδών ειδών κατά τα έτη όρς αυτών. 1994, 1995 και μέσς Είδς 1994 1995 1994-95 Colutea aι-borescens 59Αα 108Αβ 83,5Ααβ Aιnorpha fruticosa 82Βα 253Ββ 167,5Βγ Morus alba 74ΑΒα 90ΑΒα 82ΑΒα Η παραγωγή τυ Agropyron cristatum ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από την παραγωγή της Dactylis g/omerata και της Festuca valesiaca (Πιν.2 ). Αντίθετα Νάστης (1987) αναφέρει ότι η Dactylis g/oπjerata παράγει σημαντικά υψηλότερες πσότητες κάτω από τις ίδιες συνθήκες συγκριτικά με τα άλλα δύ είδη συμπεριλαμβανόμενυ και τυ Agropyron cristatum αλλά η περιχή έρευνας ήταν σε υψόμετρ μικρότερ των 50 μ. πάνω από τ επίπεδ της θάλασσας. Τ είδoςagropyron cristatum θεωρείται κατάλληλ για τη βελτίωση λιβαδιών πυ βρίσκνται στην υψηλότερη ζώνη της Μεσγειακής περιχής (I Ιαπαναστάσης, 1978). Πίνακας 2. Μέσι όρι βάρυς (γρ /φυτό) της D. gl. Α. cr. και F. νa κατά την περίδ 1993-1994 1993 1994 Dactylis Agropyron Festuca Dactylis Agropyron Festuca glomera cristatum val!esiaca glomera cristatum vallesiaca Ξηρό (γρ/φυτό) βάρ. 32α' 57β 13γ 26α 44β 17γ Υγρασία% 78 78 71 76 72 64 C.V 0,93 0,44 0,59 0,88 0,49 0,75 Μέσι όρι στην ίδια σειρά πυ ακλθύνται απ τ ίδι γράμμα δε διαφέρuν στατιστικά σε επίπεδ σημαντικότηκας 0.05. Τ πσστό της υγρασίας ήταν υψηλό για όλα τα είδη αλλά ήταν μικρότερ τυ 78% (ΙΙιν. 2). Σύμφωνα με τυς Winchester και Moms 1956 για συνθήκες παρόμιες με τις Ελληνικές κατά τη διάρκεια τυ χειμώνα (Θερμκρασία αέρα 4-14C 0 ) η κατανάλωση της βσκήσιμης ύλης δε μειώνε ται όταν η υγρασία τυ φυτύ είναι μικρότερη από 78%. Τ υψηλό CV 0,93 της Dactylis glomerata (Πιν.2) υπδηλώνει μεγάλη παραλλακτικότητα τυ πληθυσμύ αλλά και αστάθεια συμπεριφράς. Σύμφωνα μ' αυτά τα δεδμένα αναμένυμε η ανταπόκριση στην επιλγή να είναι υψηλή (τσαυτάρης 1989). θρεπτική αξία Οι λικές πρωτεϊνες για τα δύ ψυχανθή είδη: Amoιpha fmticosa και Colutea arborescens ήταν υψηλές κατά τη διάρκεια των τριων μηνών (Ιύλις- Αύγυστς - Σεπτέμβρις), γεγνός πυ δείχνει ότι η επαναύξηση μετά τη κπή συντελεί στ να διατηρηθεί η θρεπτική αξία σε υψηλά επίπεδα. Η Moms a/ba αντίθετα στ ίδι χρνικό διάστημα είχε χαμηλότερες τιμές πρωτεϊνης πυ μειώθηκαν
174 από τν Ιύλι ως τ Σεπτέ μβρι. Επίσης η περιεκτικότητα σε λικές πρωτείνες την περίδ τυ χειμώνα ήταν υψηλή και για τα τρία ψυχρόβια αγρωστώδη. Οι λικές πρωτεϊνες πυ περιέχνται τόσ στα αγρωστώδη όσ και στα ξυλώδη είδη σε σχέση με τις απαιτήσεις των ζώων για συντήρηση και γαλακτπαραγωγή παρυσιάζνται στην εικόνα 1. Οι ανάγκες των γιδιών ηλικίας 1-2 ετών και βάρυς περίπυ 40 κιλών πυ βόσκυν σε ημίξηρες περιχές, ικανπιύνται όταν η περιεκτι κότητα της τρφής σε λικές πρωτευνες είναι περίπυ 8% για συντήρηση (NRC 1981) και 10% για γαλακτπαραγωγή (Λιαμάδης 1986). 30 V' w.::: 25 w... 8 20 V' W!< 15 w <::S 10... r= Ο 5...!<. w ι:: Φεβρ. Ι υ λ. Αυγ. Σεπτ. IΠIΠDIDD. gl. -A.cr. J,,,,.,,,,,.,.,.,.JF.va. ΕΞ Α. Π. -C.ar. l*'==mm.al. ---.. Γαλακτ.._ Συντηρ. Εικόνα 1. Ολικές πρωτείνες των υπό εξέταση ειδών σε σχέση με τις απαιτήσεις των ζώων για συ Οι λικές ντήρηση και γαλακτπαραγωγή. πρωτεtνες πυ περιέχνται τόσ στα ξυλώδη όσ και στα πώδη είδη κάλυπταν τις ανάγκες των ζώων σε πρωτε (νη για συντήρηση και γαλακτπαραγωγή, στις περιόδυς πυ μελετήθηκαν εκτός από την Morus a/ba πυ δε κάλυπτε τις ανάγκες των ζώων για την γαλακτπα ραγωγή τ Σεπτέμβρι. Η in vitro πεπτικότητα στα δύ ψυχανθή είδη ήταν υψηλή τν Ιύλι και μειώθηκε τν Αύγυστ και τ Σεπτέμβρι, ενώ στη Morus a/ba η πεπτικότητα διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα και τ Σεπτέμβρι (Εικ.2) Τ γεγνός αυτό σε συνδυασμό με τη χαμηλή π ε ριεκτικότητα σε κυτταρικά τιχωμάτα δείχνει την μεγάλη θρεπτική αξία τυ είδυς αυτύ. ;? 80 70 60 <::S... 50 -<> 40 i= ω z ;::.:; 30 C> 20 10 Φεβρ. Ιυλ. Αυγ. Σεπτ. Εικόνα 2. In vitro πεπτικότητα των υπ εξέταση ειδών κατά τυς κρίσιμυς μήνες τυ έτυς.
Τα κυτταρικά τιχώματα μειώθηκαν με τ χειρισμό της απμίμησης βόσκησης στη Colutea arborescens και την Morus a/ba από τν Ιύλι ως τν Σεπτέμβρι. Είναι γνωστό (Blair κ.α. 1981) ότι η μείωση της περιεκτικότητας σε κυτταρικά τιχώματα δικαιλγείται από την ύπαρξη νέων τρυφερών βλαστών στη διάρκεια της θερινής περιόδυ πυ πρήλθαν από την επαναύξηση των φυτών μετά τη κπή (Εικ.3 ). 175 80 70 60 50 ;;R e 40 30 ΞA.tr. 8C.ar. EIM.al. 20 10 Κυτ. Τιχ. Λ ιyνινη Ολ.πρωτ. IVOMD Εικόνα 3. Ιlεριεκτικότητα σε κυτταρικά τιχώματα, λιγνίνη, λικές πρωτείνες και IVOMD των τριών ξυλωδών φυτών κατα την περίδ Ιυλίυ-Σεπτεμβρίυ. Η in νitro πεπτικότητα της Dactylis glomerata ήταν σημαντικά υψηλότερη από εκείνη τυ Agropyron cristatum και της Festuca va/esiaca (Εικ.2). Ιlαρόμια απτελέσματα αναφέρνται και από τ Ν άστη {1987). Σύμφωνα με τυς Archer και Decker (1 977) η θρεπτική αξία της βσκήσιμης ύλης της Dactylis glomerata παραμένει υψηλή κατά τη διάρκεια τυ φθινπώρυ και τυ χειμώνα ακόμα και όταν η βλάστηση απτελείται σε μεγάλη αναλγία από ξηρή ύλη. Επίσης αναφέρυν ότι τ σχετικό υψηλό περιεχόμεν ξηρών φύλλων τ φθινόπωρ και τ χειμώνα είναι κυρίως υπεύθυν για τη χαμηλή θρεπτική αξία ενώ η επίδραση της φαινλγίας τυ φυτύ στη πιότητα αυτή την περίδ τυ χρόνυ δεν είναι σημαντική. Η Dactylis glomerata την περίδ αυτή έχει μικρότερη περιεκτικότητα σε λιγνίνη απ τ Agropyron cristatum και την Festuca valesiaca. Η περιεκτικότητα σε κυτταρικά τιχώματα είναι ίδια για την Dactylis glomerata και τ Agropyron cristatum. Η Festuca valesiaca παρυσιάζει μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε κυτταρικά τιχώματα απ τα δύ άλλα είδη και σε συνδυα σμό με την μεγάλη περιεκτικότητα σε λιγνίνη δικαιλγήται η χαμηλότερη IVOMD σε σύγκριση με την Dacty/is glomerata και τ Agropyron cristatum (Εικ. 4).
176 70 60 50 40 % 30 20 10 IIID.gl. 8A.cr. 8F.va. Κuτταρικά τιχώματα Λιγνίνη Ολικές Πρωτείνες IVOMD% Εικόνα 4. Περιεκτικότητα σε κυτταρικά τιχώματα, λιγνίνη, λικές πρωτείνες και IVOMD των ψυχρόβιων αγρωστωδών κατά την διάρκεια τυ χειμώνα. ΣΥΜΠΕΡΆΣΜΑΤΑ I. Η Amorpha fnιticosa έχει σημαντικά μεγαλύτερη παραγωγή βσκήσιμης ύλης από την Co/utea arborescens και την Monιs a/ba. 2. Η Amorpha fnιticosa και η Colutea arborescens είχαν μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε λικές πρωτεϊνες από την Monιs a/ba πυ είχε μεγαλύτερη in vitro πεπτικότητα. J. Τ Agropyron cristatum υπερέχει σε παραγωγή βσκήσιμης ύλης τ χειμώνα σε σύγκριση με την Dactylis glomerata και την Festuca va/essiaca. 4. Τ υψηλό CV της Dactylis glomerata υπδηλώνει έλλειψη σταθερότητας συμπεριφράς κα ι μεγάλη παραλλακτικότητα. Αυτό είναι σημαντικό πλενέκτημα για δυνατότητα επιλγής πικ ι λιών Dactylis glomerata με υψηλή παραγωγή. 5. Τα είδη Agropyron cristatum και Dactylis glomerata τ χειμώνα είχαν υψηλή περιεκτικότητα σε λικές πρωτεϊνες και IVOMD. 6. Η Amorpha fnιticosa, Colutea arborescens και Monιs a/ba μπρύν να καλύψυν την έλλειψη βσκήσιμης ύλης στη κρίσιμη περίδ τυ καλκαιριύ στην ζώνη με ημι'ξηρ κλίμα ενώ τα ψυ χρόβια αγρωστώδη Agropyron cristatum και Dactylis glomerata μπρύν να καλύψυν την έλλειψη βσκήσιμης ύλης τόσ σε πσότητα όσ και σε πιότητα στην κρίσιμη περίδ τυ χειμώνα, στην ίδια κλιματική ζώνη. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ AOAC 1990., Official Methods of Analysis, 15th ed Association of Official Chemists, Washington, DC, 746 pp Analytical Αϊναλής Α.Β. 1996. Δυναμική της αυξήσεως, παραγωγή και θρεπτική αξία της βσκήσιμης ύλης ρισμένων θαμνόμρφων ειδών σε σχέση με τη κατανμή τυς στ χώρ και με τη βόσκηση. Διδακτρική διατριβή. Arcker, Κ.Α. and Α.Μ. Decker. 1977. Relationship between fibrous components and In vitro Dry Matter Digestibility of Autumn-saved grasses. Agronomy Journal, 69:610-612. Baker, Η.Κ, J.R.A Chard and G.P. Hughes. 196l.The Production and utilization ofwinter grass at νaήo us centres in England and Wales. Jouma1 ofthe British Grassland Society, 16: 185-189.
Blair, R.M., H.L. Short, LF. Burkart, Α. Harelli, and J.B. Whelan. 1981. Seasona1ity ofnutrient qua1ity and digestibility of three southem deer browse species. USDA. For. Serv. Res. Paper 50-161. Southem F orest Exper.Sta. Cook, C. W. Ι 972., Comparative nutritive value of forbs, grasses, amd shrubs, p. 303-310. UDSA, For Ser Gen Tech Rep ΙΝΤ-1 Goering, Η.Κ. and Van Soest P.J. 1970. Forage Fiber Ana1yses, ARS< USDA Agr Hando Ν 379, 20 p. Fasoulas, A.C. 1988. The Honeycomb Methodo1ogy of Plant Breeding. Thessaloniki. Hughes, G. Pearson. 1954. The production and utilisation of winter grass. J. Agric. Sci., 45(2): 179-201. Le Houerou, Η.Ν. 1978. The role of browse in the management of natura1 grazing lands. Presented upon invitation as position paper, item Ν. 1 Ο, 8 the Wor1d Forest Congress, Jackarta, lndonesia:329-338. Moore, J.E. 1970. Procedure for the two-stage in vitro digestion of forages. In: Harris LE ( ed) Nutrition Research Techniques for Domestic and Wild Animals, Vol 1, p. 5001-5005. Utah State Univ, Logan. Nastis, S. Α., 1987. Improvements for reducing the imbalance between supp1y and demand of forage.e.e.c Workshop on pasture improvement Agricu1ture, EVR 11170 ΕΝ: 61-71. 177 Νάστης, Σ. Α, 1987. θρεπτική αξία βσκήσιμης ύλης ψυχρόβιων λιβαδικών φυτών και η σημασία της για την διατρφή των κτηντρφικών ζώων.α'.επιστ. Επετ. Σχλής Δασλγίας και Φυσικύ Ιlεριβάλλvτς Τόμς Λ':332-351. NRC, 1981. Nutrient Requirrnents of Goats: Angora, Dairy and Meat Goats in Temparate and Tropical Countries. Ν 15. National Academy Press, Washington DC, 91 p. Papachristou, T.G. and V.P. Papanastasis. 1994. Forage value of Mediteπanean deciduous woody fodder species and its implication to management of silvo-pastoral systems for goats. Agroforestry Systems 27 : 269-282. Papanastasis, Ρ.Ρ., 1978. Production of Certain lmproved Range Species in Northem Greece. Primera reunion de la subred Mediteπanea de Pastos de la FAO, Spain:37-52. Steel, R.G.D. and J.H. Toπie. 1980. Principles and Procedures of Statistics, 2nd ed. Mc Graw Hill Book Co lnc, New York, 633 p. Tilley, J.A. and R.A. Teπy. 1963. Α two-stage technique for the in vitro digestion of forage crop. J. Brit. Grassl. Soc. 18:104-111 Τσιυβάρας, Κ.Ν. 1984. Επίδραση διαφόρων εντάσεων κπής τυ πυρναριύ (Quercus coccifcra L.) στην παραγωγή και τη θρεπτική αξία της βσκήσιμης ύλης τυ. Διδακτρική διατριβή. Επιστημ. Επετ. Τμήμ. Λασλ. και Φυσ. Ιlεριβ. Παράρτ. Αριθμ. 3, Τόμς ΚΣΓ. θεσσαλνίκη. Van Soest, P.J. 1967. Development of a comprehensive system of feed analyses and its application to forages. J. Anim. Sci. 26:119-128.
178 Balance of forage production of cool-season grasses and ligneous species in relation to grazing animals demands Ε. Abraham, Ζ. Paήssi, Α. Nastis and Μ. Yiakoulaki Laboratory of Range Science (236) Aristotle University of Thessaloniki SUMMARY τl1e demands of anitnals is altnost constant during the year but forage production is insufficient tnainly in SpΓing and early Sutntner. The gap of forage quantity and quality can be covered by using cool-season grasses for the winteγ and ligneous species for the sutntηer. Cool-season grasses were of high quantity and quality during winteγ. The pωduction of Agropyron cristatuιn was significantly higher than the other two species Dactylis glomerata and Festuca va/esiaca. Aιnoιpha fruticosa and Morus alba had also higher production than Colutea arboresceπs froω July to September. Crude protein content of all species can meet the goats demands for tηaintanance and lactation during critical periods. Key-words: Cool-season grasses, winter production, shrubs, nutritive value.