ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΗΣ ΥΠΕΡΙΩΔΟΥΣ ΗΛΙΑΚΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ Σταύρος Κολιός 1, Περιστέρα Κουράκλη 2 και Αλκιβιάδης Μπάης 1 1 Εργαστήριο Φυσικής της Ατμόσφαιρας, Τμήμα Φυσικής, ΑΠΘ, 2 Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας, Τμήμα Δασολογίας & Φ. Περιβάλλοντος, ΑΠΘ. Περίληψη Στην παρούσα εργασία γίνεται μια προσπάθεια ανάλυσης και χαρτογράφησης του πεδίου της υπεριώδους ακτινοβολίας στο έδαφος που καλύπτει όλο τον Ελλαδικό χώρο με τη χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (G.I.S.), λαμβάνοντας υπόψη τον παράγοντα του υψόμετρου καθώς και της νεφοκάλυψης. Για την ανάλυση χρησιμοποιήθηκαν μετρήσεις της ημερήσιας ερυθηματογόνου ακτινοβολίας από τέσσερις σταθμούς (Θεσσαλονίκη, Άκτιο, Αθήνα και Κως) για τρία έτη (1994, 1995, 1997), καθώς και εμπειρικές συσχετίσεις ύψους και αποστάσεων. Παράλληλα, στον ίδιο χώρο εξετάστηκε πως η νεφοκάλυψη επιδρά στην προσπίπτουσα στο έδαφος ερυθηματογόνο ακτινοβολία και απεικονίστηκε χωρικά στα G.I.S. Για την αναγωγή των μετρήσεων των σταθμών στο χώρο χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της στατιστικής χωρικής επεξεργασίας Kriging. Χάρτες του πεδίου της ημερήσιας ερυθηματογόνου ηλιακής ακτινοβολίας κατασκευάστηκαν για διάφορες κλίμακες χρόνου (μέσοι ετήσιοι και εποχιακοί) προκειμένου να παρουσιαστούν οι διαφορές που οφείλονται στις χρονικές μεταβολές της κλίσης των ηλιακών ακτινών και της νέφωσης. Λέξεις κλειδιά: Υπεριώδης ηλιακή ακτινοβολία, ερυθηματογόνος ακτινοβολία, νεφοκάλυψη, Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (G.I.S.). CONTRIBUTION IN THE ANALYSIS AND MAPPING OFSOLAR ULTRAVIOLET RADIATION FIELD OVER GREECE BY USING GEOGRAPHIC INFORMATION SYSTEMS Stavros Kolios 1, Peristera Kourakly 2 και Alkiviadis Bais 1 1 Laboratory of Atmospheric Physics, department of Physics, AUTH. ² Laboratory of Rangelands Ecology, Forestry and Natural Environment School, AUTH. Abstract This study is an attempt to analyze spatially and map solar ultraviolet radiation (UV) measurements over Greece with a Geographical Information System (G.I.S), taking also into account the effects of altitude and cloudiness. In the analysis, daily measurements of erythemal ultraviolet radiation at four stations (Thessaloniki, Aktio, Athens, and Kos) for three years (1994, 1995 and 1997) were used, together with empirical relations for changes of UV with altitude and distance. Moreover, the effect of cloudiness on solar erythemal radiation at the ground was examined and mapped in the G.I.S. The spatial extrapolation of the stations primary data was done in the G.I.S. environment by the Kriging method. Maps of erythemal radiation in two time scales (annual and seasonal) were produced in order to present the differences caused by temporal variations of solar zenith angle and cloudiness. Key words: Ultraviolet radiation, erythemal radiation, cloudiness, Geographical Information Systems (G.I.S.). 1 Εισαγωγή Η υπεριώδης ηλιακή ακτινοβολία (UV:Ultraviolet radiation) αποτελεί ένα μικρό μέρος του φάσματος της ηλιακής ακτινοβολίας που φθάνει στο έδαφος της Γης. Αποτελείται από τρεις συνιστώσες (UVA, UVB και UVC) εκ των οποίων πρακτικά φθάνουν στο έδαφος μόνο οι UVA και UVB συνιστώσες (αντίστοιχα μήκη κύματος: 315-400 και 280-315 nm). 1
Παρόλο που η υπεριώδης ηλιακή ακτινοβολία δεν ανιχνεύεται από το ανθρώπινο μάτι, έχει μεγάλη ενέργεια και μπορεί να σπάσει χημικούς δεσμούς ενώ έχει επιπτώσεις σε ανθρώπους και ζώα, στα φυτά (γήινα και υδρόβια) ακόμη και σε υλικά, όπως για παράδειγμα ορισμένα πλαστικά (Graedel, et.al, 1995). Ο χρόνος έκθεσης μέσα στον οποίο η υπεριώδης ακτινοβολία μπορεί να προκαλέσει προβλήματα σε έμβιους οργανισμούς, σε οικοσυστήματα αλλά και υλικά εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, οι σημαντικότεροι από τους οποίους είναι το όζον, τα σύννεφα, η ζενίθια ηλιακή γωνία, καθώς και φαινόμενα ανάκλασης, σκέδασης και απορρόφησης που συμβαίνουν στην ατμόσφαιρα κατά τη διάδοση της ηλιακής ακτινοβολίας. Στην παρούσα εργασία έγινε προσπάθεια ανάλυσης και χαρτογράφησης της υπεριώδους ηλιακής ακτινοβολίας και πιο συγκεκριμένα της ερυθηματογόνου ακτινοβολίας που φθάνει πάνω από την Ελλάδα. Η προσπάθεια αυτή επικεντρώθηκε στην χαρτογραφική απεικόνιση της συγκεκριμένης ακτινοβολίας τόσο για καθαρό, όσο και για νεφοσκεπή ουρανό. Δυστυχώς, όμως, τα πρωτογενή δεδομένα (μετρήσεις των σταθμών) ήταν ιδιαίτερα περιορισμένα και γι αυτό το λόγο το μοντέλο της υπεριώδους ακτινοβολίας που αναπτύχθηκε έχει αρκετά θεωρητικό χαρακτήρα. 2 Μεθοδολογία 2.1 Πρωτογενή δεδομένα Ως πρωτογενή δεδομένα χρησιμοποιήθηκαν οι μετρήσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας σε τέσσερις σταθμούς (Θεσσαλονίκη, Άκτιο, Αθήνα και Κως, Α/Α: 1-4, Πίνακας 1) για τρία έτη (1994, 1995, και 1997), από τα οποία προέκυψαν εκτιμήσεις για τα νέα σημεία του πλέγματος. Οι «μετρήσεις» των νέων «εικονικών σταθμών» προήλθαν στηριζόμενοι στην υπόθεση ότι η υπεριώδης ακτινοβολία αυξάνεται κατά ~10% για κάθε 1 km πάνω από τη μέση στάθμη της θάλασσας, σύμφωνα με μετρήσεις σε διάφορα υψόμετρα και εκτιμήσεις από το μοντέλο διάδοσης ακτινοβολίας του Green (Blumthaler et.al, 1993). Οι νέες «μετρήσεις» της ακτινοβολίας σε σημεία που προέκυψαν με βάση αυτό τον εμπειρικό κανόνα ήταν 19 (Α/Α: 10-28, Πίνακας 1). Οι υπόλοιπες «μετρήσεις» δημιουργήθηκαν λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπεριώδης ακτινοβολία αυξάνει όσο το γεωγραφικό πλάτος (φ) μειώνεται για περιοχές του βόρειου ημισφαιρίου, οπότε και προέκυψαν τέσσερις σταθμοί (Α/Α: 5-9, Πίνακας 1). Το διάγραμμα της εικόνας 1 παριστάνει γραφικά τον παραπάνω κανόνα. Σημειώνεται ότι το γεωγραφικό πλάτος της Ελλάδας είναι μεταξύ 35º και 41º. Εικόνα 1 (Mελέτη X., 1999). Μηνιαία μεταβολή της ερυθηματογόνου ακτινοβολίας σε σχέση με το γεωγραφικό πλάτος. Συνολικά, τα σημεία του πλέγματος που χρησιμοποιήθηκαν στο επόμενο στάδιο ήταν 28 με ικανοποιητική διασπορά σε ολόκληρη την Ελλάδα (εικόνα 3) και σε διαφορετικά υψόμετρα (0, 500, 1000 και 2000 m). Οι τιμές των «μετρήσεων» σε κάθε σημείο υπολογίστηκαν για κάθε ημέρα του έτους, για τα τρία έτη 1994, 1995, και 1997, παρότι στην παρουσίαση χρησιμοποιήθηκαν οι μέσες ετήσιες και εποχιακές τιμές. 2
2.2 Εισαγωγή νεφοκάλυψης Στις τιμές των μετρήσεων της υπεριώδους ηλιακής ακτινοβολίας του κάθε σημείου ενσωματώθηκε ο παράγοντας της νεφοκάλυψης. Στοιχεία νεφοκάλυψης προήλθαν από το Διεθνές Δορυφορικό Σύστημα Καταγραφής Νέφωσης (International Satellite Cloud Project, ISCCP). Από αυτές τις βάσεις δεδομένων προσδιορίστηκαν οι μέσες τιμές της ολικής νεφοκάλυψης ετησίως αλλά και ανα εποχή για τα τρία έτη που εξετάστηκαν (1994, 1995, και 1997). Στη συνέχεια χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα ποσοστά ετήσιας και εποχιακής διαπερατότητας της νέφωσης στο μήκος κύματος των 330nm για νέφωση από 0/8 8/8 (Bais et.al, 1993; Μελέτη, 1999) προέκυψαν οι νέες τιμές ακτινοβολίας για τα σημεία του πλέγματος, σε περίπτωση ολικής νεφοκάλυψης. 2.3 Χωρική απεικόνιση των σταθμών Η χωρική απεικόνιση των σταθμών έγινε στα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (G.I.S.) στο υποπρόγραμμα ArcTollBox του προγράμματος ArcGIS 8.1. Το προβολικό σύστημα που επιλέχτηκε ήταν το ΕΓΣΑ 87 (Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς). Το ΕΓΣΑ 87 είναι το πιο σύγχρονο σύστημα που χρησιμοποιείται ευρέως τόσο από τη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (Γ.Υ.Σ.), όσο και από τον Οργανισμό Καταγραφής και Χαρτογράφησης Ελλάδος (Ο.Κ.Χ.Ε.) (Καρτέρης και Γιαννακόπουλος, 1998). Οι πραγματικοί σταθμοί (Α/Α: 1-4, Πίνακας 1) είχαν ακριβές γεωμετρικό στίγμα εκφρασμένο σε παλαιότερο προβολικό σύστημα, το Hatt. Το Hatt απεικονίζει το χώρο σε μοίρες (φ, λ), ενώ αντίθετα το ΕΓΣΑ 87 σε μέτρα (χ, ψ). Για το λόγο αυτό έγινε μετασχηματισμός των στιγμάτων των σταθμών ο οποίος πραγματοποιήθηκε στο πρόγραμμα COORD-GR. Η απεικόνιση του χώρου σε μέτρα βοήθησε σημαντικά στη δημιουργία νέων σημείων «μετρήσεων ηλιακής ακτινοβολίας». 2.4 Αναγωγή των μετρήσεων των σταθμών στο χώρο Πριν γίνει η αναγωγή, έγινε εξέταση της κατανομής των μέσων ετήσιων και εποχιακών τιμών των μετρήσεων των σταθμών για καθαρό και νεφοσκεπή ουρανό (Johnston et al., 2001; Goodall and Maidment, 2002). Η εξέταση της κατανομής έγινε με τους ελέγχους: α) ιστόγραμμα (Histogram) και β) διάγραμμα ποσοτικοποίησης (QQPlot). Και οι δυο έλεγχοι έδειξαν ότι οι τιμές ακολουθούν την κανονική κατανομή. Αυτό είναι σημαντικό διότι η μέθοδος που εφαρμόζεται παρακάτω στηρίζεται στην κανονική κατανομή. Μετά διερευνήθηκαν οι χωρικές τάσεις και αποκλίσεις (Trend analysis), καθώς και οι χωρικές αυτοσυσχετίσεις μεταξύ των τιμών των μετρήσεων των σταθμών (spatial autocorrelation) με τη βοήθεια των διαγραμμάτων semivariogram και covariance. Η αναγωγή, λοιπόν, των τιμών των σημείων του πλέγματος στο χώρο έγινε με τις μεθόδους Kriging στη γεωστατιστική ανάλυση (Geostatistical Analysis) του ArcGIS, όπως και όλες οι παραπάνω διεργασίες. Οι μέθοδοι Kriging είναι τεχνικές γεωστατιστικής ανάλυσης, οι οποίες υπολογίζουν τις αποστάσεις και τη διακύμανση μεταξύ σημειακών δεδομένων δημιουργώντας έτσι νέες τιμές σε άγνωστες περιοχές (Issaks and Srivasstava, 1989). Η εκτίμηση κατά Kriging είναι ένας γραμμικά σταθμισμένος συνδυασμός γνωστών τιμών σημείων γύρω από ένα σημείο (Cressie, 1990). Ο συνδυασμός γίνεται αξιοποιώντας τα συγκεκριμένα μοντέλα που βασίζονται τα σημειακά πρωτογενή δεδομένα. Στην παρούσα εργασία χρησιμοποιήθηκε η κανονική μέθοδος Kriging (Ordinary Kriging), η οποία θεωρεί ότι υπάρχει σταθερός μέσος όρος τιμών (Vallop, 2002). Όλα τα μοντέλα αυτής της μεθόδου ελέγχθηκαν με τη δημιουργία χάρτη μέσου σφάλματος πρόγνωσης (mean prediction error map) για το καθένα από αυτά. Ολόκληρωμένα, η αναγωγή των μετρήσεων του κάθε σταθμού στο χώρο παρουσιάζεται στην εικόνα 2: Χωρική απεικόνιση σταθμών Στατιστικός έλεγχος των μετρήσεων των σταθμών Προσαρμογή μοντέλου χωρικής αναγωγής Σύγκριση μοντέλων Διάγνωση μοντέλου Εικόνα 2. Αναγωγή των μετρήσεων των σταθμών στο χώρο, μέθοδος Κανονικού Kriging (Johnston et al. 2001, Goodall and Maidment, 2002). 3
3 Αποτελέσματα Όπως ήδη περιγράφηκε, από τις πραγματικές μετρήσεις των σταθμών 1-4 (Πίνακας 1), προέκυψαν 24 νέες «μετρήσεις», στις οποίες ενσωματώθηκε ο παράγοντας της μεταβολής της ακτινοβολίας με το γεωγραφικό πλάτος (φ) (σταθμοί 5-9), του υψόμετρου (σταθμοί 10 28) καθώς και η νεφοκάλυψη σε κάθε σταθμό. Λόγω πάντως του μικρού αριθμού των πραγματικών μετρήσεων (σταθμών) και των μεταβλητών που ελήφθησαν υπόψη δεν ήταν δυνατός ο σχηματισμός πλέγματος με σταθερή απόσταση των σημείων για ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Όλα αυτά περιγράφονται στον Πίνακα 1 και στην εικόνα 3. Πίνακας 1. Μέσες τιμές μετρήσεων υπεριώδους ηλιακής ακτινοβολίας (UV) σε κάθε σημείο του πλέγματος. A/A Περιοχή Υψόμε τρο (m) Μέση ετήσια UV/ καθαρός Μέση ετήσια UV/ Μέση χειμ/νή UV/ Μέση ανοιξ/κή UV/ Μέση θερινή UV/ Μέση φθν/νή UV/ 1 Άκτιο 0 1,68 1,58 0,47 1,48 2,92 1,46 2 Θεσ/νίκη 0 1,92 1,73 0,44 1,89 3,29 1,17 3 Αθήνα 0 1,96 1,87 0,51 2,08 3,55 1,29 4 Ν. Κως 0 2,32 2,22 0,58 2,57 4,3 1,54 5 Αγιά 0 2,92 2,79 0,74 3,14 5,05 2,16 6 Αγ. Ειρήνη 0 2,56 2,4 0,92 2,59 4,59 1,6 7 Κίσσαμος 0 3,57 3,42 1,19 4,11 6,01 2,48 8 Κάρπαθος 0 3,57 3,42 1,19 4,11 6,01 2,48 9 Θάσος 0 1,92 1,73 0,44 1,89 3,29 1,17 10 Κέρκυρα 500 1,85 1,74 0,51 1,68 3,37 1,44 11 Κερκίνη 1000 2,3 2,07 0,53 2,55 3,95 1,4 12 Μέθανα 1000 2,35 2,25 0,62 2,5 4,25 1,54 13 Κερτέζη 1000 3,19 2,99 0,8 3,32 5,56 2,27 14 Βόλος 1000 3,48 3,27 0,97 3,83 6,09 2,296 15 Μόχος 1000 4,28 4,02 1,72 5,08 6,59 3,19 16 Κάρυστος 1000 2,35 2,2 0,55 2,47 4,34 1,56 17 Άθως 1000 2,3 2,16 0,53 2,57 4,19 1,48 18 Θέρμη 1000 2,3 2,12 0,53 2,57 3,95 1,41 19 Βόνιτσα 1000 2,02 1,93 0,53 1,74 3,7 1,63 20 Αττική 1000 2,35 2,25 0,62 2,54 4,23 1,54 21 Ρόδος 1000 2,78 2,66 0,77 3,1 5,14 1,85 22 Παρανέστιο 2000 2,76 2,54 0,64 2,71 4,74 1,66 23 Κονταριώτισσα 2000 3,13 2,87 0,87 3,69 5,51 2,09 24 Ά.Βιάννος 2000 5,1 4,88 1,98 5,96 8,15 3,9 25 Καρπενήσι 2000 2,43 2,27 0,65 2,12 4,21 2,13 26 Πύργοι 2000 2,76 2,53 0,64 3,07 4,74 1,66 27 Κανδήλα 2000 2,82 2,64 0,74 3,04 5,01 1,86 28 Άγναντα 2000 2,43 2,27 0,65 2,08 4,24 2,13 4
Εικόνα 3. Απεικόνιση των σταθμών. Από τον έλεγχο της κατανομής των τιμών των μετρήσεων βρέθηκε ότι ακολουθούν την κανονική κατανομή. Το μοντέλο που εκφράζει ορθότερα τις χωρικές συσχετίσεις των σταθμών είναι το σφαιροειδές μοντέλο (spheroid), όπως άλλωστε εμφανίζει και η πλειοψηφία των εφαρμογών της μεθόδου Kriging (Johnston et al., 2001; Goodall and Maidment, 2002). Λόγω πάντως του περιορισμένου αριθμού πραγματικών μετρήσεων το θεωρητικό μοντέλο παρουσιάζει αποκλίσεις σε ορισμένες περιοχές. Οι εικόνες 4, 5 και 6 απεικονίζουν τα αποτελέσματα αυτής ακριβώς της εφαρμογής. Εικόνα 4. Μέση ετήσια κατανομή της ερυθηματογόνου ηλιακής ακτινοβολίας σε καθαρό (δεξιά) και νεφοσκεπή (αριστερά) ουρανό. 5
Εικόνα 5. Κατανομή της ερυθηματογόνου ηλιακής ακτινοβολίας σε νεφοσκεπή ουρανό το φθινόπωρο (αριστερά) και το χειμώνα (δεξιά). Εικόνα 6. Κατανομή της ερυθηματογόνου ηλιακής ακτινοβολίας σε νεφοσκεπή ουρανό την άνοιξη (αριστερά) και το θέρος (δεξιά). 6
4 Συμπεράσματα Από τα παραπάνω αποτελέσματα συμπεραίνεται ότι: E3K104 Είναι δυνατή η ανάλυση και χαρτογράφηση της ερυθηματογόνου ηλιακής ακτινοβολίας με αναγωγή των μετρήσεων των σταθμών στο χώρο, με την παραδοχή ότι οι χωρικές μεταβολές της εξαρτώνται μόνο από τη μεταβολή της ζενίθιας γωνίας του ήλιου, και ότι καθ ύψος η UV ακτινοβολία αυξάνεται με ρυθμό ~10% ανά km. Ο ουρανός μειώνει σε σημαντικό ποσοστό την υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία που τελικά φθάνει στο έδαφος (πίνακας 1). Το ποσοστό αυτής της μείωσης διαφέρει για κάθε περιοχή και όπως υπολογίστηκε βάσει του πίνακα 1, κατά μέσο όρο σε ετήσια βάση είναι 16,2 %. Υπάρχει εποχιακή διακύμανση της ακτινοβολίας που φθάνει στο έδαφος σε ολόκληρη την Ελλάδα: Το χειμώνα επικρατούν χαμηλότερες τιμές σε σχέση με το θέρος, εξαιτίας της μεταβολής της κλίσης των ηλιακών ακτίνων αναφορικά με το γεωγραφικό πλάτος και την εποχή του έτους. Επίσης, παρά την ύπαρξη νεφοκάλυψης, οι τιμές της ερυθηματογόνου ακτινοβολίας εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα υψηλές. Η μέση ημερήσια ερυθηματογόνος ακτινοβολία υπερβαίνει κατά πολύ το όριο της ελάχιστης επιτρεπτής δόσης κυρίως την άνοιξη και το θέρος, όταν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού εκτίθενται στη συγκεκριμένη ακτινοβολία. Από την ανάλυση των στοιχείων επιβεβαιώνεται ότι η υπεριώδης ηλιακή ακτινοβολία εμφανίζει τοπικές διακυμάνσεις που σχετίζονται με το υψόμετρο και το γεωγραφικό πλάτος, αφού για το ίδιο υψόμετρο η νότια Ελλάδα εμφανίζει αυξημένα επίπεδα έκθεσης συγκριτικά με το κεντρική και την βόρεια Ελλάδα (εικόνες 4, 5, 6). Αντίθετα, σε διαφορετικά υψόμετρα (εικόνες 4, 5, 6) ισχύουν ότι: α) Γενικά, οι υψηλοί ορεινοί όγκοι (1000-2000m) δέχονται υψηλά επίπεδα ακτινοβολίας, τα οποία είναι περίπου ίδια με αυτά της ευρύτερης περιοχής της Νότιας Πελοποννήσου και του Νοτιοδυτικού τμήματος των Κυκλάδων στο επίπεδο της μέσης στάθμης της θάλασσας, β) Η Νότια νησιωτική Ελλάδα (Κρήτη, Κώς, Ρόδος κ.α) δέχεται μεγαλύτερα ποσοστά υπεριώδους ακτινοβολίας, ακόμη και σε συνθήκες νεφοκάλυψης, σε σύγκριση με τους ορεινούς όγκους της Βόρειας και Κεντρικής Ελλάδας και γ) Στη Δυτική Ελλάδα προσπίπτουν στο έδαφος μικρότερες τιμές υπεριώδους ακτινοβολίας συγκριτικά με τις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας. Από τα όλα παραπάνω επιβεβαιώνεται η μεγάλη σημασία της χαρτογράφησης της υπεριώδους ηλιακής ακτινοβολίας για εκτεταμένες περιοχές και η δυνατότητα αυτής ως εργαλείο εφαρμογών. 5 Βιβλιογραφία Καρτέρης Μ. και Β. Γιαννακόπουλος, 1998: Περιβαλλοντική Χαρτογραφία. Πανεπιστημιακό Tυπογραφείο. Θεσσαλονίκη. Μελέτη X., 1999: Η επίδραση των μετεωρολογικών παραμέτρων και του ολικού όζοντος στις μετρήσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας στο έδαφος. Διδακτορική διατριβή. Εργαστήριο Φυσικής της Ατμόσφαιρας. Τμήμα Φυσικής, Α.Π.Θ. Μπάης Α., 2002: Σημειώσεις Φυσικής της Ατμόσφαιρας. Θεματική Ενότητα :Υπεριώδης ηλιακή ακτινοβολία. Εργαστήριο Φυσικής της Ατμόσφαιρας. Τμήμα Φυσικής, Α.Π.Θ. Bais A., C. Zerefos, C.Meleti., I. Ziomas, and K. Tourpali, 1993: Spectral measurements of solar UVB radiation and its relations to total ozone, SO2 and clouds. Journal of geophysical research, 98, 5199 5204. Blumthaler M., W. Ambach and M. Huber, 1993: Altitude effect of solar UV radiation dependent on albedo, turbidity, and solar elevation. Meteorol. N.F Zeitschrift. Published by Gebrüder Borntraeger. Austria. Cressie N. 1990: The origins of Kriging. Mathematical geology, 22, 239-251. Goodall J., and D. Maidment, 2002. The Geostatistical Analysis. Univesrity of Texas at Austrin, USA. Civilu.ce.utexas.edu/stu/goodaljl/geostatisticExercise.htm Graedel T. and P. Crutzen, 1995: Atmosphere, climate, and change. Scientific American Library, New York. 7
Issaks E.H., and R.M. Srivasstava, 1989: An introduction of applied geostatistics. Oxford University Press, New York, USA. Johnston K., J.M. Ver Hoef,, K.. Krivoruchko, and N. Lucas, 2001. Using ArcGIS Geostatistical Analysis. Published by ESRI, 380 New York Street, Redlands, CA 92373-8100, USA. Vallop A, 2002: Vegetation mapping. Geostatistics and Interpolation. www.calopteryx.com/welos/veg_mapping//vegmap_main3a.htm 8