Για παραπομπή : Λαμπαδά Δέσποινα,, 2007, Περίληψη : Το όνομα Νέα (ή Δεύτερη) Ρώμη άρχισε να χρησιμοποιείται για την Κωνσταντινούπολη σε ρητορικούς λόγους ήδη στα τέλη του 4ου αιώνα, καθώς η πολιτική σημασία της Κωνσταντινούπολης ως ρωμαϊκής πρωτεύουσας διαρκώς διογκωνόταν. Το όνομα απέκτησε νέα σημασία στις αρχές του 6ου αιώνα, όταν, με τη Ρώμη υπό την κυριαρχία των Οστρογότθων, η Κωνσταντινούπολη ανέλαβε πλέον το συμβολικό βάρος που είχε αποκτήσει η Ρώμη ως «αιώνια πόλη» και οικουμενική πρωτεύουσα στην Ύστερη Αρχαιότητα. Πήρε επιπλέον τη σημασία μιας ανανέωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέσα από το χριστιανισμό. Σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Aυτοκρατορίας αυτή η εκχριστιανισμένη ρωμαϊκή ιδέα παρέμεινε το θεμέλιο της ιδεολογίας των Βυζαντινών, που τους παρουσίαζε ως τους μόνους γνήσιους και φυσικώ δικαίω διαδόχους του ρωμαϊκού imperium σε μια γραμμή αδιάσπαστης συνέχειας. Χρονολόγηση 4ος-15ος αι. Γεωγραφικός εντοπισμός Κωνσταντινούπολη 1. Η Κωνσταντινούπολη ως Τύχη της Ρώμης Σε ένα λατινικό κείμενο ανώνυμου συγγραφέα, πιθανότατα του 4ου αιώνα, αναφέρεται ότι «ο Κωνσταντίνος μετονόμασε την πόλη του Βυζαντίου σε Κωνσταντινούπολη σε ανάμνηση της επιφανούς νίκης του». 1 Πράγματι, το 324, χρονιά που ο Κωνσταντίνος «ίδρυσε» την Κωνσταντινούπολη στη θέση όπου βρισκόταν το Βυζάντιο χαράσσοντας τα όρια της νέας πόλης, ήταν επίσης η χρονιά της νίκης του επί του Λικίνιου και επομένως η αρχή της μονοκρατορίας του. Αυτή η μονοκρατορία σήμαινε ταυτόχρονα και την αποφυγή ενός πιθανού διαμελισμού της Αυτοκρατορίας. Είναι πολύ πιθανό ότι ήδη εξαρχής, δηλαδή επί Κωνσταντίνου, υπήρχε μια ρητορική περί Νέας Ρώμης σχετικά με τη νεοϊδρυθείσα Κωνσταντινούπολη. Ο ιστορικός Σωκράτης, που γράφει κατά το α μισό του 5ου αιώνα τη συνέχεια της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Ευσεβίου, μας πληροφορεί ότι ο ίδιος ο Κωνσταντίνος κατοχύρωσε διά νόμου το όνομα «Νέα Ρώμη» για την πόλη του. 2 Αν και η ακρίβεια αυτής της μαρτυρίας έχει αμφισβητηθεί, διάφορες ενδείξεις δείχνουν πως απηχεί έναν ρητορικό παραλληλισμό Ρώμης-Κωνσταντινούπολης που έχει κάνει την εμφάνισή του ήδη μεταξύ 324 και 330 (έτος εγκαινίων της Κωνσταντινούπολης). 3 Οπωσδήποτε το οικοδομικό πρόγραμμα του Κωνσταντίνου για την πόλη του σκόπευε να την καταστήσει αντίγραφο της Ρώμης. Ακόμα περισσότερο, η μεταφύτευση θεσμών χαρακτηριστικών της Ρώμης στην Κωνσταντινούπολη, όπως η Σύγκλητος και ο έπαρχος πόλεως, ενισχύουν την εντύπωση ότι ο Κωνσταντίνος επιδίωξε όντως τη δημιουργία μιας Νέας Ρώμης, μιας πρωτεύουσας για τη δυναστεία του, και όχι απλώς μιας πόλης με το όνομά του κατά το πρότυπο του Αλεξάνδρου, τον οποίο μιμήθηκαν πολλοί Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Έναν αιώνα αργότερα ο Σωζομενός, σχολιάζοντας την ονομασία «Νέα Ρώμη» που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει το πρωτείο του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως έναντι των άλλων επισκόπων πλην εκείνου της Ρώμης, θεωρεί ότι πρόκειται για μια παλαιά παράδοση και τονίζει την ύπαρξη χαρακτηριστικά ρωμαϊκών θεσμών στην Κωνσταντινούπολη για να δικαιολογήσει την εδραίωση της παράδοσης αυτής. 4 Η μεταφορά θεσμών της πρωτεύουσας Ρώμης στην Κωνσταντινούπολη οπωσδήποτε διαφοροποίησε την περίπτωση της Κωνσταντινούπολης από εκείνην άλλων πόλεων της Ανατολής που είχαν γίνει κατά διαστήματα έδρες αυτοκρατόρων, όπως παραδείγματος χάριν η Νικομήδεια επί Διοκλητιανού. Ήδη από τον 3ο αιώνα η Ρώμη είχε πάψει να είναι η αποκλειστική έδρα του αυτοκράτορα, ποτέ όμως μέχρι τον Κωνσταντίνο δεν είχε μεταφερθεί σε άλλη πόλη της αυτοκρατορίας. Παρ όλ αυτά ο Κωνσταντίνος δεν επιδίωκε τον ανταγωνισμό με τη Ρώμη σε κανέναν τομέα, διοικητικό, πολιτικό ή ιδεολογικό. Έχοντας έρθει σε ρήξη με την πολιτική ιδεολογία της Τετραρχίας και έχοντας επιστρέψει σε εκείνην του Αυγούστου, μια ιδεολογία ρωμαϊκής αιωνιότητας και οικουμενικής κυριαρχίας που δεν κινδύνευε από κατακερματισμό, ο Κωνσταντίνος πρόβαλλε εαυτόν ως εκφραστή της αυθεντικής ρωμαϊκής ιδεολογίας, που αποκαθιστά την ενότητα του Δημιουργήθηκε στις 14/2/2017 Σελίδα 1/9
Για παραπομπή : Λαμπαδά Δέσποινα,, 2007, imperium και θέτει ως προτεραιότητα της πολιτικής του την αναστήλωση του ρωμαϊκού μεγαλείου. 5 Εξάλλου η πίστη στην αιωνιότητα της Ρώμης και της κυριαρχίας της κατά τους Αυτοκρατορικούς χρόνους ήταν πάντοτε συνδεδεμένη με το αίτημα για ενότητα σε όλα τα επίπεδα, πολιτικό, κοινωνικό και στρατιωτικό. 6 Στην ίδια ιδεολογική γραμμή η Κωνσταντινούπολη αφιερώνεται, μεταξύ άλλων, στην Τύχη της Ρώμης, στο μυστικό όνομα της οποίας Flora (Ανθούσα) οφείλεται και η εικονογραφία της Κωνσταντινούπολης με έμβλημα το κέρας της Αμάλθειας. Από την άποψη αυτή η Κωνσταντινούπολη γίνεται η πόλη του διαρκούς θριάμβου της Ρώμης, που τον εκπληρώνει ο Κωνσταντίνος με τη νίκη του επί του Λικίνιου. 7 Η Ρώμη όμως παραμένει η μόνη «βασιλίς» πόλη, όσο κι αν η Κωνσταντινούπολη μπορεί να είναι η πόλη του αυτοκράτορα. 8 2. Η Νέα Ρώμη των διαδόχων του Κωνσταντίνου Σε έναν από τους λόγους του προς τον Κωστάντιο, που εκφωνήθηκε μάλιστα στη Ρώμη (357), ο ρήτορας Θεμίστιος λέει για την Κωνσταντινούπολη ότι «συμμετέχει στο όνομα και στο πεπρωμένο της Ρώμης». Ωστόσο ήδη έχει μετακινηθεί ελαφρά από τη σχετική φιλολογία της εποχής του Κωνσταντίνου: τώρα η Κωνσταντινούπολη είναι, όπως και η Ρώμη, βασιλεύουσα πόλη, και από κοινού συνοψίζουν τον ρωμαϊκό κόσμο. 9 Οπωσδήποτε υφίσταται ακόμη η πρωτοκαθεδρία της Ρώμης, που είναι βασίλισσα όλων των πόλεων, έναντι της Κωνσταντινούπολης, που είναι η δεύτερη πρωτεύουσα με τη θέληση του αυτοκράτορα, 10 όμως πρόκειται για μιαν ιεράρχηση που, χωρίς να αμφισβητεί τη διπλή όψη που έχει πάρει πλέον η «ρωμαϊκή πρωτεύουσα» μετά τον Κωνσταντίνο, οργανώνει απλώς τις σχέσεις στο εσωτερικό αυτής της διττότητας. Αυτό εξάλλου είναι προφανές και στην επίσημη εικονογραφία της εποχής, όπως αυτή αποτυπώνεται στα νομίσματα. Στα χρόνια της βασιλείας του Κωστάντιου Β', πιθανότατα σε σόλιδο που κόπηκε το 343 ή το 344 για τον εορτασμό της εικοσαετηρίδας του και της δεκαετηρίδας του Κώνσταντα, 11 εγκαινιάστηκε μια εικονογραφία που τοποθετούσε τις προσωποποιήσεις της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης σε συμμετρικές θέσεις πάνω στο ίδιο νόμισμα, ένθρονες, με ένα σκήπτρο η καθεμιά και από κοινού κρατώντας το μετάλλιο όπου αναγράφονταν τα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα. Η Ρώμη εικονιζόταν κατά μέτωπο και στα αριστερά του νομίσματος (δηλαδή στα δεξιά της Κωνσταντινούπολης, και άρα στην τιμητική θέση), ενώ η Κωνσταντινούπολη αποδιδόταν κατά κρόταφον, στραμμένη προς τη Ρώμη. Η εικονογραφία δείχνει επίσης πώς σταδιακά η απεικόνιση της «Νέας Ρώμης» καταλήγει να είναι αρκετή για να δηλώσει στο ακέραιο τη ρωμαϊκή πρωτεύουσα, χωρίς τη συνοδεία της ίδιας της Ρώμης. Ήδη πριν από το 350 η Κωνσταντινούπολη και η Ρώμη απεικονίζονται σε μετάλλια με την ίδια ακριβώς στάση και την ίδια ενδυμασία, ενώ η Κωνσταντινούπολη κρατά το έμβλημα της Ρώμης, μια Νίκη πάνω σε σφαίρα. Επιπλέον η Κωνσταντινούπολη κάθεται σε θρόνο με ψηλό ερεισίνωτο, ενώ η Ρώμη σε μια ρωμαϊκή sella curulis. Το εικονογραφικό θέμα του θρόνου στην τέχνη της Ύστερης Αρχαιότητας έχει γίνει πρόσφατα αντικείμενο μελέτης και οι ερευνητές έχουν δεχτεί ότι σε γενικές γραμμές ο θρόνος με το ψηλό ερεισίνωτο προέρχεται από την εικονογραφία ένθρονων αρχαίων θεών, ενώ ο τυπικός ρωμαϊκός αυτοκρατορικός θρόνος, και κατά συνέπεια ο θρόνος της αυτοκρατορικής εικονογραφίας, είναι ένα κάθισμα χωρίς πλάτη. Οπωσδήποτε δεν μπορούμε να δώσουμε υπερβολική σημασία στο γεγονός ότι, ενώ για τη Ρώμη χρησιμοποιείται ο θρόνος της ρωμαϊκής βασιλείας, για την Κωνσταντινούπολη χρησιμοποιείται το εικονογραφικό στοιχείο του θεϊκού θρόνου, γιατί ούτε η διάκριση ανάμεσα στα δύο εικονογραφικά στοιχεία είναι πάντοτε απόλυτη ούτε και είναι σπάνιο στις απεικονίσεις προσωποποιήσεων πόλεων να χρησιμοποιείται ο θρόνος με ερεισίνωτο. Παρ όλ αυτά δίνεται η εντύπωση της μεγαλύτερης έμφασης στην Κωνσταντινούπολη, που ενισχύεται από τη διαφορά ύψους των σκήπτρων, με το σκήπτρο της Ρώμης να είναι ενίοτε χαμηλότερο. Η εικονογραφική αυτή έμφαση στην Κωνσταντινούπολη προχωρεί σύντομα ένα βήμα παραπέρα: στην πίσω όψη μεταλλίων από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα η Κωνσταντινούπολη εικονίζεται πλέον μόνη, με τη χαρακτηριστική της πλώρη καραβιού ως υποπόδιο και με το έμβλημα της ρωμαϊκής κυριαρχίας, τη Νίκη πάνω σε σφαίρα. 12 Πράγματι, στο τέλος του 4ου αιώνα υπάρχει πλέον ένας ρητός ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο πρωτεύουσες: σε ένα από τα ποιήματα του Ρωμαίου αυλικού ποιητή Κλαύδιου Κλαυδιανού (396), μια έμμετρη επίθεση εναντίον του Ρουφίνου, επάρχου του πραιτωρίου και αξιωματούχου επί Θεοδοσίου Α' και Αρκαδίου, ο ποιητής μέμφεται την Κωνσταντινούπολη, που θεωρείται η αντίζηλος της μεγάλης Ρώμης. 13 Ακόμα πιο σημαντική όμως είναι η αναφορά του ονόματος Νέα Ρώμη στον τρίτο κανόνα της Β' Οικουμενικής Συνόδου (381), με τον οποίο ορίζεται, μεταξύ άλλων, η τιμητική πρωτοκαθεδρία του Δημιουργήθηκε στις 14/2/2017 Σελίδα 2/9
Για παραπομπή : Λαμπαδά Δέσποινα,, 2007, επισκόπου της Κωνσταντινούπολης μετά τον επίσκοπο της Ρώμης, με το αιτιολογικό ακριβώς ότι η Κωνσταντινούπολη είναι η Νέα Ρώμη. Αν μέχρι τώρα το όνομα αυτό ήταν κυρίως ένας ρητορικός τύπος, στο τέλος του 4ου αιώνα έχει θεσμοθετηθεί και μπορεί να στηρίξει τη διεκδίκηση προνομίων για την Κωνσταντινούπολη. Κάτι παραπάνω: είναι τώρα πια επίσημο όνομα της Κωνσταντινούπολης και πλέον ο επίσκοπος και αργότερα πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης έχει τον τίτλο του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης. 3. Η ρωμαϊκή ιδεολογία των Βυζαντινών Από τον 5ο και τον 6ο αιώνα ήδη, οι συγγραφείς που καταγράφουν την ιστορία της Κωνσταντινούπολης τείνουν να την εκρωμαΐζουν. Αγνοούν συστηματικά την ιστορία του Βυζαντίου πριν από τη μετονομασία του σε Κωνσταντινούπολη, με εξαίρεση την περίοδο του Σεπτίμιου Σεβήρου και του διαδόχου του Καρακάλλα, όταν η πόλη του Βυζαντίου φαίνεται να αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τη Ρώμη. Ο πρώτος αρχικά κατέστρεψε την πόλη ως αντίποινα για τη στάση που είχε κρατήσει στον εμφύλιο με τον Πεσκέννιο Νίγρο (193-194 μ.χ.), και λίγο αργότερα, εκτιμώντας τη γεωπολιτική της σημασία, άρχισε ένα εκτεταμένο οικοδομικό πρόγραμμα στο εσωτερικό της. Ο δεύτερος σκεφτόταν να καταστήσει το Βυζάντιο προκεχωρημένο φυλάκιο της Ρώμης σε μια πιθανή διαίρεση της αυτοκρατορίας σε ανατολική και δυτική. Εκτός αυτού, μια σειρά ανεκδοτολογικών ιστοριών και σύντομων αφηγήσεων χτίζονται πάνω στο πρότυπο της μυθικής ιστορίας της Ρώμης, όπως μπορούμε να δούμε στο σωζόμενο έκτο βιβλίο της ιστορίας του εθνικού ιστορικού Ησύχιου, τα «Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως», που συμπεριλήφθηκε στο ομώνυμο συμπίλημα του 10ου αιώνα. Η Ρώμη γίνεται η αδιαμφισβήτητη και πραγματική μητρόπολη της Κωνσταντινούπολης. 14 Επιπλέον, η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από τον Κωνσταντίνο εμφανίζεται ως πράξη ανανέωσης της Ρώμης, που συνεπάγεται τη διαδοχή της παλαιάς Ρώμης από τη Νέα. Η μακρά εξέλιξη που έφερε την Κωνσταντινούπολη στη θέση της πρώτης πρωτεύουσας συνοψίζεται πλέον στην πράξη ίδρυσης της πόλης από τον Κωνσταντίνο. Ταυτόχρονα επιστρατεύονται θρύλοι που θα εμποδίσουν τη διαδοχή της μιας πρωτεύουσας από την άλλη να θεωρηθεί αυθαίρετη. Έτσι παρουσιάζεται ο Κωνσταντίνος να μεταφέρει από τη Ρώμη το μυθικό της Παλλάδιο, το οποίο υποτίθεται ότι είχε φέρει από την Τροία ο Αινείας, και να το τοποθετεί στο θεμέλιο της στήλης από πορφυρίτη που είχε τοποθετήσει στο φόρουμ του (όπως διατείνονται ο Ιωάννης Μαλάλας αλλά και το Πασχάλιο χρονικό). 15 Η αναφορά στο λείψανο αυτό έχει ξεχωριστή σημασία: η σχέση της Ρώμης με την Τροία είχε γίνει από την εποχή του Αυγούστου αναπόσπαστο μέρος της ιδέας περί αιώνιας διατήρησης και επικράτησης της Ρώμης, ως πόλης και ως αυτοκρατορίας, μέσα από δίκαια κερδισμένες νίκες. 16 Η μεταφορά του ιερού αντικειμένου που σφράγιζε αυτήν τη σχέση εκφράζει με μυθικό τρόπο την πεποίθηση των Βυζαντινών από τον 6ο αιώνα και εξής ότι η Ρώμη παρέδωσε τα σκήπτρα της γιατί η ίδια είχε παρακμάσει. Ταυτόχρονα όμως το Παλλάδιο δεν μπορούσε να μεταφερθεί σε μια τυχαία πόλη-επίδοξη πρωτεύουσα, παρά μόνο στη Νέα Ρώμη: έτσι εξασφαλίζεται και νομιμοποιείται η αδιάσπαστη συνέχεια του ρωμαϊκού πεπρωμένου. 17 Μια σειρά ονόματα της Κωνσταντινούπολης, όλα με δεύτερο συστατικό το όνομα της Ρώμης (Δεύτερη Ρώμη, Άλμα Ρώμα, Βυζαντιάς Ρώμη 18 ) δείχνουν σε ποιο βαθμό η Ρώμη αποτελεί στοιχείο της ταυτότητας της Κωνσταντινούπολης ως πόλης στη συνείδηση των Βυζαντινών. Η οστρογοτθική κυριαρχία στην ιταλική χερσόνησο ευνοούσε την ανάπτυξη μιας τέτοιας ιδεολογίας, ενώ και οι προσπάθειες ανακατάληψης της Ιταλίας (535-553) από τον Ιουστινιανό Α', όσο κι αν έχουν στόχο την αποκατάσταση της ενότητας της αυτοκρατορίας, δεν παύουν να είναι μια κίνηση από τα ανατολικά προς τα δυτικά, από την ακμαία Νέα Ρώμη προς την παρηκμασμένη παλαιά, της οποίας η απώλεια και η ανακατάληψη είναι απλώς θέμα γοήτρου. Το θέμα του εκχριστιανισμού της αυτοκρατορίας συνδέεται επίσης άρρηκτα με την ιδέα της Νέας Ρώμης. Η παρακμή της παλαιάς Ρώμης γίνεται συνώνυμο του παγανισμού της και η ανανέωση έρχεται με την ίδρυση της χριστιανικής Νέας Ρώμης. Και πάλι η πράξη αποδίδεται στον Κωνσταντίνο και θεωρείται ότι έχει συντελεστεί ολοκληρωτικά ήδη με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο ο θρύλος της μεταφοράς του Παλλαδίου εξακολουθεί να επιβιώνει: τον αναφέρει ο Ζωναράς 19 το 12ο αιώνα. Πάντως η αποτελεί βαθιά ριζωμένο κοινό τόπο στην αντίληψη του παρελθόντος όπως τη βλέπουμε στα βυζαντινά χρονικά: ιδωμένη μέσα από το πρίσμα του θριάμβου του χριστιανισμού, που σφραγίστηκε με το βάπτισμα του Κωνσταντίνου, η μεταφορά της έδρας της αυτοκρατορίας στη Νέα Ρώμη θεωρείται ότι Δημιουργήθηκε στις 14/2/2017 Σελίδα 3/9
Για παραπομπή : Λαμπαδά Δέσποινα,, 2007, εγκαινιάζει την τελευταία περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας. Η οικουμενικότητα της Νέας Ρώμης σημαίνει την υποχρέωσή της να διαδώσει το χριστιανικό μήνυμα στα πέρατα του κόσμου και να εξαλείψει τις αιρέσεις πριν από τη Δευτέρα Παρουσία, η οποία στη βυζαντινή σκέψη δεν τοποθετούνταν σε ένα μακρινό μέλλον. 20 4. Νέα Ρώμη και αυτοκρατορική ιδεολογία Σε κάθε περίπτωση, το όνομα που δίνεται τον 4ο αιώνα για να συνδέσει τη νεοϊδρυθείσα πόλη του Κωνσταντίνου με την πρωτεύουσα Ρώμη και να της δώσει έτσι προβάδισμα σε σχέση με άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας περίπου από τον 6ο αιώνα και εξής περικλείει όλο το συμβολικό βάρος της Ρώμης ως φορέα αιώνιας και αναλλοίωτης εξουσίας, η οποία μπορεί να ανατεθεί, μαζί με το όνομα, σε μιαν άλλη πόλη πλην της ίδιας της Ρώμης χωρίς αυτό να συνιστά τομή ή ματαίωση του ρωμαϊκού πεπρωμένου αιώνιας κυριαρχίας. Αντίθετα: η απόδοση του ονόματος σε μιαν άλλη πόλη, την Κωνσταντινούπολη, εξασφαλίζει την αδιάκοπη συνέχεια, αφού το πεπρωμένο της Αιώνιας Πόλης ακολουθεί το όνομά της εγκαταλείποντας την ίδια. Η «Νέα Ρώμη» στη συνείδηση των Βυζαντινών δεν είναι ένα ρητορικό σχήμα, ούτε ακόμα ένα απλό όνομα, αλλά μια κιβωτός που παραλαμβάνει η Κωνσταντινούπολη την ημέρα της ίδρυσής της και η οποία της αναθέτει έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο. Έτσι η Κωνσταντινούπολη γίνεται φορέας μιας ρωμαϊκής ιδεολογίας που θα γίνει αναπόσπαστο μέρος όχι μόνο της βυζαντινής αυτοκρατορικής ιδεολογίας, αλλά και εκείνης του δυτικού Μεσαίωνα. 21 Η λατινική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1204 προκαλεί βαθιές αλλαγές στον ιδεολογικό προσανατολισμό της Ύστερης περιόδου του Βυζαντίου. Μέχρι τότε, όμως, ο τίτλος του «Βασιλέα των Ρωμαίων» αποτελεί σταθερά πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στο Βυζάντιο και στη Δύση, καθώς ο Βυζαντινός αυτοκράτορας θεωρεί τον τίτλο δικαιωματικά και κατ αποκλειστικότητα δικό του και αρνείται πεισματικά να τον αναγνωρίσει σε οποιονδήποτε Δυτικό ηγεμόνα τον διεκδικεί, είτε πρόκειται για τον Καρλομάγνο είτε για τους βασιλείς της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. 22 Πάντως το αυτοκρατορικό και θρησκευτικό περιεχόμενο της ρωμαϊκής ιδεολογίας της Κωνσταντινούπολης επιβίωσε της Άλωσης από τους Οθωμανούς, στην ιδεολογία των Ρώσων Τσάρων. Το όνομα «Τρίτη Ρώμη» συνδέθηκε με τη Ρωσία, που παρέμεινε το ισχυρότερο Ορθόδοξο κράτος μετά την πτώση του Βυζαντίου. 1. Anonymus Valensianus VI.30, Mommsen, Th. (ed.), Monumenta Germaniae Historica, auctores antiquissimi IX.1 (1892). 2. Σωκράτης, Εκκλησιαστική Ιστορία Ι.16, Migne, J.P. (ed.), Patrologia Graeca, στήλ. 116C. 3. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της, 330-451 (Αθήνα 2000), σελ. 51-52. 4. Σωζομενός, Εκκλησιαστική Ιστορία VII.9.3, Migne, J.P. (ed.), Patrologia Graeca 67, στήλ. 1436C. 5. Curran, J., Pagan City and Christian Capital. Rome in the Fourth Century (Oxford 2000), σελ. 80, 114-115. 6. Pratt, K.J., Rome as Eternal, Journal of the History of Ideas 26:1 (1965), σελ. 27. 7. Με τον ίδιο τρόπο, ως εκπλήρωση του ρωμαϊκού πεπρωμένου μέσα από την προσπάθεια αποκατάστασης της χαμένης ενότητας, είχε προβληθεί και η νίκη του Κωνσταντίνου επί του Μαξεντίου, όπως αναπαριστάνεται στην αψίδα του Κωνσταντίνου στη Ρώμη βλ. Elsner, J., Perspectives in Art, στο Lenski, N. (ed.), The Cambridge Companion to the Age of Constantine (New York 2006), σελ. 260. Για την Κωνσταντινούπολη ως Τύχη της Ρώμης βλ. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της, 330-451 (Αθήνα 2000), σελ. 29-30, 48-49. 8. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της, 330-451 (Αθήνα 2000), σελ. 60 και υποσημ. 20-23 για τις πηγές. Πρβ. Alföldi, A., On the Foundation of Constantinople: a few notes, Journal of Roman Studies 37 (1947), σελ. 12. Δημιουργήθηκε στις 14/2/2017 Σελίδα 4/9
Για παραπομπή : Λαμπαδά Δέσποινα,, 2007, 9. Θεμίστιος, Πρεσβευτικός υπέρ Κωνσταντινουπόλεως ρηθείς εν Ρώμη, 42 a-b, Downey, G. Norman, A.F. (eds), Themistii Orationes I (Leipzig 1965), III, σελ. 58: «ἡ κοινωνοῦ σα τῆ ς τύχης καὶ τοῦ ὀνόματος [ ] συνάδουσι μὲ ν αἱ βασιλίδες, ἐ ξάρχει δὲ ὁ κορυφαῖ ος, ἐ πευφημεῖ δὲ ἅπασα γή τε καὶ θάλασσα». 10. Θεμίστιος, Πρεσβευτικός υπέρ Κωνσταντινουπόλεως ρηθείς εν Ρώμη, 41 c, Downey, G. Norman, A.F. (eds), Themistii Orationes I (Leipzig 1965), III, σελ. 58. 11. Toynbee, J.M.C., Roma and Constantinople in late-antique art from 312 to 365, Journal of Roman Studies 37 (1947), σελ. 138. 12. Toynbee, J.M.C., Roma and Constantinople in late-antique art from 312 to 365, Journal of Roman Studies 37 (1947), σελ. 140-141 και πίν. xi, 5-9 και xii, 1-6. Για το εικονογραφικό θέμα του θρόνου βλ. ενδεικτικά Mathews, T., The clash of Gods. A reinterpretation of early Christian Art (Princeton 2 1999), σελ. 103-108, και Poilpré, A.O., Maiestas Domini. Une image de l Église en Occident, Ve-IXe siècle (Paris 2005), σελ. 46-49. 13. Κλαυδιανός, In Rufinum II, στ. 54, Goold, G.P. (ed.), Claudian I (Loeb Classical Library 135, Cambridge Mass. London 1922, ανατ. 1990), σελ. 60. 14. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της, 330-451 (Αθήνα 2000), σελ. 17-22 Ησύχιος, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως Ι-XLII, Preger, Th. (ed.), Scriptores originum Constantinopolitanarum I (Lipsiae 1901, ανατ. New York 1975), σελ. 1-18. 15. Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, Dindorf, L. (ed.), Ioannis Malalae Chronographia (Bonn 1831), σελ. 320 Πασχάλιον Χρονικόν, Dindorf, L. (ed.), Chronicon Paschale I (Bonn 1832), σελ. 528. 16. Η Αινειάδα του Βιργιλίου αποτελεί την κατεξοχήν αποκρυστάλλωση και έκφραση, με ποιητικό τρόπο, της ιδεολογίας αυτής Harrison, S.J., Survival and Supremacy of Rome: The Unity of the Shield of Aeneas, Journal of Roman Studies 87 (1997), σελ. 70-71. 17. Alföldi, A., On the Foundation of Constantinople: a few notes, Journal of Roman Studies 37 (1947), σελ. 12. Πρβ. Kelly, C., Bureaucracy and Governement, στο Lenski, N. (ed.), The Cambridge Companion to the Age of Constantine (New York 2006), σελ. 192. 18. Georgakas, D.J., The names of Constantinople, Transactions and Proceedings of the American Philological Association 78 (1947), σελ. 354 και υποσημ. 51 για τις πηγές. 19. Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών ΧΙΙΙ.3.28, Pinder, M. Büttner-Wobst, Th., Ioannis Zonarae Epitomae historiarum libri xviii III (Bonn 1897), σελ. 18. 20. Mango, C., Βυζάντιο: Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης (Αθήνα 1999), σελ. 235. Με τη θεώρηση αυτή συνδέεται και η Κωνσταντινούπολη ως Νέα Ιερουσαλήμ. Αυτή η ταύτιση ανάγεται στα χρόνια του Ηρακλείου (610-641), όμως η παράδοση την απέδιδε και αυτήν στα χρόνια του Κωνσταντίνου ως άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μεταφορά του Τιμίου Σταυρού στην Κωνσταντινούπολη από την Ελένη βλ. Dagron, G., Constantinople imaginaire. Études sur le recueil des Patria (Paris 1984), σελ. 303 κ.ε. Ο Sherrard, P., Constantinople: Iconography of a sacred City (London 1965), υποστηρίζει ότι οι ιδιότητες της Κωνσταντινούπολης ως Νέας Ρώμης και Νέας Ιερουσαλήμ υιοθετήθηκαν εξαρχής και σημαίνουν έναν σαφή αντιθετικό δυϊσμό, καθώς η πρώτη είχε αποκλειστικά κοσμικό και πολιτικό χαρακτήρα και περιεχόμενο, ενώ η δεύτερη θρησκευτικό και ιερατικό. Όπως όμως παρατηρεί ο C. Mango, Review of Constantinople: Iconography... by P. Sherrard, Journal of Hellenic Studies 86 (1966), σελ. 307, οι δύο ιδεολογίες δεν περιέχουν καμία αντίθεση μεταξύ τους αντίθετα, η ιστορική προσέγγιση δείχνει ότι η Κωνσταντινούπολη έγινε η Νέα Ιερουσαλήμ ακριβώς επειδή ήταν η Νέα Ρώμη. 21. Hammer, W., The concept of the New or Second Rome in the Middle Ages, Speculum 19:1 (1944), σελ. 50-51. 22. Καραγιαννόπουλος, Ι., Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών (Θεσσαλονίκη 1992), σελ. 10-12. Πρβ. Patlagean, E., Un Moyen Âge grec. Byzance IXe XVe siècle (Paris 2007), σελ. 288-291. Βιβλιογραφία : Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, Büttner-Wobst, T. (ed.), Ioannis Zonarae epitomae historiarum Δημιουργήθηκε στις 14/2/2017 Σελίδα 5/9
Για παραπομπή : Λαμπαδά Δέσποινα,, 2007, libri XVIII 1-3, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1841-1897 Dagron G., H γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, Λουκάκη, Μ. (μτφρ.) Cameron A., Christianity and the Rhetoric of the Empire: the development of Christian discourse, Berkeley 1991 Curran J., Pagan City and Christian Capital. Rome in the Fourth Century, Oxford 2000 Dagron G., Constantinople imaginaire. Études sur le recueil des Patria, Paris 1984 Καραγιαννόπουλος Ι., Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών, Θεσσαλονίκη 1992 Mango C., Βυζάντιο Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1999, Τσουγκαράκης, Δ. (μτφρ.) Alföldi A., "On the Foundation of Constantinople: a few notes", Journal of Roman Studies, 37, 1947, 10-16 Georgakas D.J., "The names of Constantinople", Transactions and Proceedings of the American Philological Association, 78, 1947, 347-367 Hammer W., "The concept of the New or Second Rome in the Middle Ages", Speculum, 19.1, Jan. 1944, 50-62 Harrison S.J., "Survival and Supremacy of Rome: The Unity of the Shield of Aeneas", Journal of Roman Studies, 87, 1997, 70-76 Kelly C., "Bureaucracy and Governement", Lenski, N. (ed.), The Cambridge Companion to the Age of Constantine, New York 2006, 183-205 Kelly G., "The New Rome and the old: Ammianus Marcellinus' silences on Constantinople", Classical Review, 53, 2003, 588-607 Pratt K.J., "Rome as Eternal", Journal of the History of Ideas, 26.1, Jan.-Mar. 1965, 25-44 Shelton K.J., "Imperial Tyches", Gesta [Papers related to Objects in the Exhibition ''Age of Spirituality''. The Metropolitan Museum of Art (Nov. 1977-Feb. 1978)], 18.1, 1979, 27-38 Toynbee J.M.C., "Roma and Constantinople in late-antique art from 312 to 365", Journal of Roman Studies, 37, 1947, 135-144 Θεμίστιος, Λόγοι, Downey, G. Norman, A.F. (eds), Themistii Orationes I, Leipzig 1965 Ζώσιμος, Ιστορία Νέα, Paschoud, F. (ed.), Zosime. Histoire Nouvelle 1-2, Paris 1971-1979 Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Προς τους της Κωνσταντινουπόλεως ιερέας και την αυτήν πόλιν, Migne, J.P. (ed.), Patrologia Graeca 37 Ησύχιος, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Preger, T. (ed.), Scriptores originum Constantinopolitanarum 1, Leipzig 1901, ανατ. New York 1975 Σωζομενός, Εκκλησιαστική Ιστορία, Bidez, J. Hansen, G.C. (eds), Sozomenus, Kirchengeschichte, Die Griechischen Christlichen Shriftsteller 50, 1960 Δημιουργήθηκε στις 14/2/2017 Σελίδα 6/9
Για παραπομπή : Λαμπαδά Δέσποινα,, 2007, Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, Dindorf, L. (ed.), Ioannis Malalae Chronographia, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1831 Πασχάλιον Χρονικόν, Dindorf, L. (ed.), Chronicon Paschale I, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1832 Sherrard P., Constantinople: Iconography of a sacred city, London 1965 Mango C., "Review of 'Constantinople: Iconography of a sacred City' by P. Sherrard", Journal of Hellenic Studies, 86, 1966, 306-7 Bowersock G.W., "Old and New Rome in the Late Antique Near East", P. Rousseau, M. Papoutsakis, Transformations of Late Antiquity. Essays for Peter Brown, Ashgate 2009, 37-49 Cameron A., "Old and New Rome: Roman Studies in Sixth-Century Constantinople", P. Rousseau, M. Papoutsakis, Transformations of Late Antiquity. Essays for Peter Brown, Ashgate 2009, 15-36 Δικτυογραφία : Aleksandra Sulikowska. New Constantinople : Byzantine Traditions in Muscovite Rus in the 16th Century // Восточноевропейский археологический журнал, http://archaeology.kiev.ua/journal/030501/sulikowska.htm Detail of the 6th-C. mosaic floor from the Hippolytus Room in Madaba http://lh3.ggpht.com/_ngesquf7hcm/rzbokq55v3i/aaaaaaaadg8/gj7bawwhebk/p1010555.jpg Review: Sarah Bassett, The Urban Image of Late Antique Constantinople http://www.cornucopia.net/aboutuilc.html Tertullian project. Zosimus, New History, Book 2 www.tertullian.org/fathers/zosimus02_book2.htm Γλωσσάριo : sella curulis (λατ.) Ο ρωμαϊκός αυτοκρατορικός θρόνος. Η παράδοση αποδίδει την κατασκευή του στον Ρωμύλο. Ήταν ένα κάθισμα χωρίς πλάτη, με σταυρωτά πόδια σε σχήμα s. έπαρχος πόλεως, ο (λατ. praefectus urbi) Υψηλόβαθμο πολιτικό αξίωμα της Πρώιμης Ρωμαϊκής περιόδου, αρχικά με αστυνομικές αρμοδιότητες για την πόλη της Ρώμης. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο το αξίωμα αφορούσε την πόλη της Κωνσταντινούπολης. Ήταν η προϊστάμενη αρχή των πολιτών με αρμοδιότητες αστυνόμευσης και δικαστικές πολλοί νόμοι απευθύνονται στον έπαρχο πόλεως, που κάποτε λειτουργούσε ως ο «αντι-αυτοκράτωρ». Οι αρμοδιότητες του επάρχου σταδιακά επεκτάθηκαν στην οικοδομική και εμπορική δραστηριότητα, τον εφοδιασμό άρτου και τη διαχείριση των δημόσιων θεαμάτων. έπαρχος πραιτoρίου (praefectus praetorio), ο Ο όρος αντιστοιχεί στον λατινικό praefectus praetoriο, ενώ απαντά στα ελληνικά και ως «έπαρχος της πραιτορίας» ή «των πραιτορίων» ή ακόμα και ως «έπαρχος της διοικήσεως». Στην Αυτοκρατορική περίοδο ο έπαρχος του πραιτορίου ήταν διοικητής επαρχίας από την τάξη των ιππέων. Επί Κωνσταντίνου το αξίωμα άλλαξε μορφή και επρόκειτο για τον επικεφαλής διοικητικής ενότητας, της επαρχότητας, που περιλάμβανε «διοικήσεις», και αυτές με τη σειρά τους επαρχίες. Το 400 τέτοιες επαρχότητες ήταν της Ανατολής (per Orientem), του Ιλλυρικού (per Illyricum), του Ιλλυρικού, Ιταλίας και Αφρικής (per Illyricum, Italiam et Africam) και της Γαλατίας (Galliarum). Το αξίωμα των επάρχων ήταν το υψηλότερο μετά του αυτοκράτορα στην κρατική ιεραρχία. Ο ισχυρότερος έπαρχος ήταν της Ανατολής (praefectus praetorio per Orientem), αξίωμα που αναφέρεται τελευταία φορά το 680. ερεισίνωτο, το Η πλάτη ενός θρόνου ή καθίσματος. Οικουμενική Σύνοδος Β (Κωνσταντινουπόλεως, 381) Η Β Οικουμενική Σύνοδος συνεδρίασε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 381 με θέμα εργασιών την αποδοκιμασία των οπαδών του Μακεδονίου, που αμφισβητούσαν τη θεία φύση του Aγίου Πνεύματος, και την καταδίκη της αίρεσης του απολλιναρισμού, που αφορούσε την ερμηνεία της φύσης του Δημιουργήθηκε στις 14/2/2017 Σελίδα 7/9
Για παραπομπή : Λαμπαδά Δέσποινα,, 2007, Χριστού. Η Β Οικουμενική Σύνοδος πρόσθεσε στο Σύμβολο Πίστεως, που είχε διατυπωθεί από την Α Οικουμενική Σύνοδο Νικαίας (325), τους όρους που αφορούσαν το Άγιο Πνεύμα και ολοκλήρωσε το κείμενο. Τύχη, η Ως σύμβολο πλούτου και ευημερίας, η Τύχη είχε λάβει διαστάσεις θεότητας στον ελληνορωμαϊκό κόσμο (ταυτιζόταν με τη λατινική Fortuna) και συχνά συνδεόταν με πόλεις ως έκφραση και εγγύηση της επιτυχίας και της δύναμής τους. Εικονογραφικά ταυτιζόταν πολλές φορές με προσωποποίηση της πόλης, που έπαιρνε τη μορφή μιας θεάς με ιδιαίτερη σημασία για τη συγκεκριμένη αυτή πόλη. Πηγές Θεμίστιος, Λόγοι ΙΙΙ, VI, IX, XI, XV XVII, Downey, G. Norman, A.F. (eds), Themistii Orationes I (Leipzig 1965), σελ. 57 68, 105 125, 181 194, 215 230, 267 309 Λόγος ΧΧΙΙΙ, Downey, G. Norman, A.F. (eds), Themistii Orationes IΙ (Leipzig 1971), σελ. 75 95. Ζώσιμος, Ιστορία Nέα Β, Paschoud, Fr. (ed.), Zosime. Histoire Nouvelle 1 (Paris 1971), σελ. 29 38. Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Πρὸς τοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἱερέας καὶ τὴν αὐτὴν πόλιν, Migne, J.P. (ed.), Patrologiae cursus completus, series Graeca 37, στήλ. 1027 1029. Ησύχιος, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως Ι XLII, Preger, Th. (ed.), Scriptores originum Constantinopolitanarum I (Lipsiae 1901, ανατ. New York 1975), σελ. 1 18. Σωκράτης, Εκκλησιαστική Ιστορία Ι.16 18, Migne, J.P. (ed.), Patrologiae cursus completus, series Graeca 67, στήλ. 116 126. Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, Dindorf, L. (ed.), Ioannis Malalae Chronographia (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1831), σελ. 319 323. Dindorf, L. (ed.), Chronicon Paschale I (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1832), σελ. 527 531. Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών ΧΙΙΙ.2 3, Pinder, M. Büttner Wobst, Th. (eds), Ioannis Zonarae Epitomae historiarum libri xviii III (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1897), σελ. 7 19. Μανουήλ Χρυσολωράς, Επιστολή προς τον Ιωάννην βασιλέα, εν η σύγκρισις Παλαιάς και Νέας Ρώμης, στο J. P. Migne (εκδ.), Patrologia Graeca 156, στήλ. 23 54. Παραθέματα Ο τρίτος κανόνας της Βʹ Οικουμενικής Συνόδου (Κωνσταντινούπολη, 381) Τὸν μέντοι Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσκοπον ἔχειν τὰ πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετὰ τὸν τῆς Ῥώμης ἐπίσκοπον, διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν νέαν Ῥώμην. Hefele, C.J., Histoire des conciles dʹaprès les documents originaux II.1, γαλλ. μτφρ. Leclercq, D.H. (Paris 1907), σελ. 24. Ο θρύλος για τη μεταφορά του παλλαδίου της Ρώμης στην Κωνσταντινούπολη από τον Κωνσταντίνο και η ονομασία της Τύχης της πόλης: καὶ ἔστησεν ἐν μέσῳ κίονα πορφυροῦν μέγαν λίθου Θηβαίου ἀξιοθαύμαστον, καὶ ὑπεράνω τοῦ αὐτοῦ κίονος ἔστησεν ἑαυτοῦ ἀνδριάντα μέγαν, ἔχοντα ἐν τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ ἀκτίνας, ὅπερ χαλκούργημα ἤγαγεν ἀπὸ τῆς Φρυγίας. ὁ δὲ αὐτὸς βασιλεὺς Κωνσταντῖνος ἀφελὼν κρυπτῶς ἀπὸ Ῥώμης τὸ λεγόμενον Παλλάδιον ἔθηκεν αὐτὸ ἐν τῷ ὑπʹ αὐτοῦ κτισθέντι φόρῳ ἀποκάτω τοῦ κίονος τῆς στήλης αὐτοῦ, ὥς τινες λέγουσι τῶν Βυζαντίων ἐκ διαδοχῆς ἀκούσαντες. τὴν δὲ τύχην τῆς πόλεως τῆς ὑπʹ αὐτοῦ ἀνανεωθείσης ποιήσας θυσίαν ἀναίμακτον ἐκάλεσεν Ἀνθοῦσαν. Πασχάλιον χρονικόν, Dindorf, L. (ed.), Chronicon paschale, Ι (CSHB, Bonn 1832), σελ. 528. Δημιουργήθηκε στις 14/2/2017 Σελίδα 8/9
Για παραπομπή : Λαμπαδά Δέσποινα,, 2007, Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης στο Χρονικό του Κωνσταντίνου Μανασσή (μέσα 12ου αιώνα) [...] τὴν πανευδαίμονα πόλιν τῶν Βυζαντίων, καὶ πόλιν ὀλβιόπολιν αὐτῇ προσανεγείρει, Πόλιν τὴν μεγαλόπολιν, πόλιν τὴν νέαν Ῥώμην, Ῥώμην ἀεὶ νεάζουσαν, ἀεὶ καινιζομένην, Ῥώμην ἀφʹ ἧς προσχέονται χαρίτων αἱ συρμάδες Migne, J.P. (ed.), Patrologia Graeca 127, στήλ. 308. Οι αριστοκράτες της Κωνσταντινούπολης ως απόγονοι της ρωμαϊκής αριστοκρατίας [...] τοὺς ἀξιολόγους τῶν εὐπατριδῶν καὶ τιμίων ἐν ταύτῃ τῇ νέᾳ Ῥώμῃ μεθʹ ἑαυτοῦ παραλαβὼν [ο Κωνσταντίνος] μετῴκισέ τε καὶ συμπολίτας ἑαυτοῦ ἀπειργάσατο, λαμπρὰς οἰκίας τούτοις ἐπιδειμάμενος κατὰ τὴν ἐμφέρειαν τῶν ἐν τῇ παλαιᾷ Ῥώμῃ πολυτελῶς κατεσκευασμένων οἴκων. ἐκ τούτων οὖν, ὡς ὁ λόγος αἱρεῖ καὶ ἡ τοῦ γένους ἀναφορὰ περιάγει, οἱ Φωκάδες αὐτοὶ καταγόμενοι τήν τε περιφάνειαν ἄνωθεν ἔσχον καὶ τὸ τῆς ἀνδρίας ἀλκιμώτατον καὶ ανύποιστον, ἐκ τῶν ὀνομαστῶν ἐκείνων Φαβίων, ὥς που διὰ βίβλου τινὸς παλαιᾶς ἐχειραγωγήθην ποτέ, τὴν ἀρχὴν τοῦ γένους ἐφέλκοντες. Bekker, I. (ed.), Michael Attaliotae, Historia (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1853), σελ. 218. Μια ψηφιδωτή παράσταση του 6ου αι. όπου η Τύχη της Κωνσταντινούπολης επιγράφεται «Ρώμη»: The currency of the name Rome as a straightforward designation of Constantinople is nowhere more stikingly displayed than in the great mosaic at Madaba, Jordan, from the Room of Hippolytus that was excavated beneath the Church of the Virgin. A later 6th floor displays a scene of the Graces and Erotes in the upper register of an elaborate mosaic, with the myth of Hippolytus in the lower register. In the upper border sit three personifications, or tychai, of cities. They are identified as Rome, Gregoria and Madaba. Each has a headpiece. Romeʹs is a kind of Phrygian cap, whereas Gregoria and Madaba wear turreted crowns typical of city tychai. Under the misapprehension that Rome here was the Italian city, scholars have struggled without success to find some way to recognise Constantinople in Gregoria. Since Madaba is dearly present as the site of the mosaic, it had been assumed that the other two cities were presumably great ones obviously Rome and the mysterious Gregoria. But there is no way that Constantinople could have been called Gregoria, and there is no need to look for such a name. Rome in this mosaic is Constantinople. Her headpiece matches precisely the one worn by the image of Constantinople in the Peutinger Table. As for Gregoria [...] Antioch nicely fills the bill. It was a city that we know tried to rid itself of its Seleukid name in the 6th C., when it enjoyed the stewardship of the eminent Bishop Gregorius. Bowersock, G., «Old and New Rome in the Late Antique Near East», στο P. Rousseau M. Papoutsakis (επιμ.), Transformations of Late Antiquity. Essays for Peter Brown (Ashgate 2009), σελ. 47. Δημιουργήθηκε στις 14/2/2017 Σελίδα 9/9