VΙ. ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ: ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ 1. [Αντικειμενικότητα και δυνατότητα] Οι θεμελιώδεις (ηθικές) ενοράσεις μας (υπό την εδώ έννοιά τους), ως μη συναγωγικές, δεν είναι κατασκευαστές οι αληθείς συλλαμβάνουν, δηλαδή, μιά υπό κάποια έννοια ανεξάρτητη από τον νου αξιακή πραγματικότητα. Φαίνεται ότι ένας σκεπτικισμός ως προς την αλήθεια είναι πρακτικά αλυσιτελής, εφ όσον ο σκεπτικιστής κατέχει μιά φυσική γλώσσα και η τελευταία εμπεριέχει την έννοια της αλήθειας που και ο ίδιος χρησιμοποιεί δεν υφίσταται, δηλαδή, σκεπτικιστικά κρίσιμη έννοια της αλήθειας χωρίς επιτυχείς χρήσεις της. Η ίδια, ωστόσο, η ιδέα του μη κατασκευαστού των ηθικών ενοράσεών μας καλείται θεμιτά να τεθεί υπό δοκιμασία, κατά μιά εποικοδομητική σκεπτικιστική μέθοδο 1. Πρόκειται γιά έναν επιστημολογικό σκεπτικισμό, ο οποίος, αναρωτώμενος ακριβώς πώς ακόμη και ένας παντοδύναμος χειριστής μιάς φυσικής γλώσσας, ο, οποίος, δηλαδή, κατέχει όλα τα δυνατά νοήματα, ανεξαρτήτως της αληθείας τους (που δύνανται ασφαλώς να εκφρασθούν γλωσσικά), αλλά όχι παντογνώστης (και πανάγαθος), θα μπορούσε εν προκειμένω να διακρίνει τις αληθείς από τις ψευδείς ηθικές ενοράσεις του, θέτει το ίδιο ζήτημα του ακολουθείν έναν κανόνα (ή, καλύτερα, λόγους προς το πράττειν) αν και σημειωτέον μάλλον ο Saul Kripke 2 θα εκλάμβανε τον εν λόγω σκεπτισμό ως διακριτό από τον περιώνυμο της κανονιστικής δυνατότητας του να ισούται η καινοφανής πρόσθεση 68 + 57 με 5, εφ όσον το άθροισμα συνάδει προς έναν (μεταξύ πολλών) κανόνα που δικαιολογεί πλήρως μιά παρελθούσα πρακτική απαριθμήσεως, ώστε η αποδοχή του 125 ως του μόνου ορθού αθροίσματος να μη είναι παρά αυθαίρετη. Μιλώντας συνοπτικά, κατά μιά εποικοδομητική σκεπτικιστική μέθοδο, η ίδια η απλώς εξ αντικειμένου δυνατότητα της αλήθειας, γλωσσικά εκπεφρασμένη, φαίνεται ότι υπονομεύει καίρια την ιδέα μιάς ωμής αντικειμενικότητας, συλλαμβανομένης από τις μη συναγωγικές (ηθικές ή μη) ενοράσεις μας. Η ύπαρξη, π. χ, τετράγωνων κύκλων (κύκλων, δηλαδή, που δύνανται να τετραγωνισθούν) είναι μεν αδύνατη χωροχρονικά γιατί όμως και κατά μία ενορατική σύλληψή τους; (Όσοι δεν τους βλέπουν πώς δύνανται να μέμφονται εκείνους που το κατορθώνουν;) Τί μας εγγυάται, λοιπόν, ότι οι ηθικές κρίσεις μας δεν είναι απλώς γλωσσικά δυνατές, εκ των οποίων κάποιες απλώς τυχαίνει ίσως να είναι εξ αντικειμένου αληθείς, πράγμα μη κρίσιμο γιά τον εν λόγω απλώς παντοδύναμο χειριστή μιάς φυσικής γλώσσας; Μιά εξ αντικειμένου δυνατότητα της αλήθειας να εκφρασθεί γλωσσικά, ωστόσο, διασκεδάζει τα συνήθη σχετικιστικά ή σκεπτικιστικά αντεπιχειρήματα, συνδεδεμένα με το φαινόμενο της πολυγλωσσίας ως ασυμμετρίας και αυτό δεν είναι ασφαλώς ασήμαντο. 1 Πρβλ. Immanuel Kant, Critique of Pure Reason, σς 468 επ. [Α 423 επ. / Β 451 επ.]. 2 Πρβλ. Saul A. Kripke, Wittgenstein on Rules and Private Language: An Elementary Exposition (Oxford: Blackwell, 1982), σς 21 και 39.
2. [Πολυγλωσσία] Πώς, λοιπόν, η ιδέα του μη κατασκευαστού των θεμελιωδών ενοράσεών μας δύναται να συνυπάρξει με την πολλαπλότητα των λεγόμενων φυσικών γλωσσών και να αναγνωρίσει εγγενή όρια στην κατασκευή, όχι μόνο τεχνητών γλωσσών (π. χ. των μαθηματικών), αλλά και γλωσσικών οντοτήτων, όπως, π. χ., ριζικά αυθαίρετων συμβάσεων ως προς το νόημα των λέξεων στο πλαίσιο μιάς κοινότητας χρηστών μιάς φυσικής γλώσσας; Μιλώντας εν προκειμένω γιά πολυγλωσσία, εννοούμε τον όρο με μιά ειδική σημασία: ότι, δηλαδή, η πολλαπλότητα των φυσικών γλωσσών και η ίδια η δυνατότητα γλωσσικών κατασκευών υπονομεύουν την αντικειμενικότητα των ηθικών κρίσεων. Πρόκειται, βέβαια, στη γενικότητά του, γιά ένα πολυσυζητημένο θέμα, γιά το ζήτημα ιδίως του εννοιολογικού σκεπτικισμού και σχετικισμού οι αναπτύξεις που ακολουθούν συμβάλλουν μόνον έμμεσα στην πραγμάτευσή του, εξαίροντας απλώς, κατά την επιχειρηματολογία τού Donald Davidson, την ηθική διάστασή του. Ως γνωστόν, το ζήτημα του εννοιολογικού σκεπτικισμού και σχετικισμού έγκειται κυρίως στο πώς η γλώσσα (ή ο νους) συνδέεται αξιόπιστα με τον κόσμο, εφ όσον η εν λόγω σύναψη διαμεσολαβείται από εννοιολογικά σχήματα, ως προς τα οποία τίποτε δεν μας εγγυάται, όχι απλώς την αμοιβαία μεταφρασιμότητά τους, αλλά τη μεταφράσιμότητά τους σε ένα και μόνο ορθό, δηλαδή την ίδια την ύπαρξη του τελευταίου. Ναι μεν ο Davidson 3 υπονόμευσε αυτή τη δημοφιλή αντίληψη, επιχειρηματολογώντας πειστικά, κατά τη γνώμη μου, ότι αδυνατούμε να συλλάβουμε την υποτιθέμενη κρίσιμη διαφορά των εν λόγω εννοιολογικών σχημάτων, ωστόσο, ο ίδιος θεωρεί ότι [θ]α ήταν ομοίως εσφαλμένο να ανακοινώσουμε τα χαρμόσυνα νέα ότι όλη η ανθρωπότητα όλοι οι ομιλητές της γλώσσας, τουλάχιστον μοιράζονται ένα κοινό σχήμα και μιά κοινή οντολογία. Διότι, αν αδυνατούμε να ισχυρισθούμε κατά τρόπο κατανοητό ότι τα σχήματα είναι διαφορετικά, αδυνατούμε, επίσης, να ισχυρισθούμε κατά τρόπο κατανοητό ότι δεν είναι περισσότερα του ενός 4. Η προκείμενη επισήμανση χρειάζεται διασάφηση, η οποία, συγχρόνως, να ανασκευάζει μιά προβληματική θέση του ιδίου ως προς το ότι, σε τελευταία ανάλυση, η σύναψη του νου με τον κόσμο, ως απλώς αιτιώδης, δεν είναι κρίσιμη γιά τον ιστό των πεποιθήσεών μας: σύμφωνα με μιά συνεκτικιστική θεωρία της αλήθειας, μόνο μιά πεποίθηση δύναται να αποτελέσει λόγο γιά μιά άλλη πεποίθηση 5. Στη συνέχεια, απλώς θα προϋποθέσουμε μιά καλύτερη σύλληψη της συνάψεως του νου με τον κόσμο και του ζητούμενου αντικειμενικού πεδίου ως του πεδίου της αυτενέργειας του λόγου βάσει λόγων ότι, δηλαδή, δεν υφίστανται εμπειρίες χωρίς εννοιακό περιεχόμενο, όπως πειστικά έχει επιχειρηματολογήσει ο John McDowell 6. Προς την εν λόγω 3 Βλ. Donald Davidson, «On the Very Idea of a Conceptual Scheme», in Inquiries on Truth and Interpretation (Oxford: Oxford University Press, 2 η έκδ. 2001), σς 183 επ. 4 Ό. π., σ. 198. 5 Βλ. του ιδίου, «A Coherence Theory of Truth and Knowledge», in Subjective, Intersubjective, Objective (Oxford: Clarendon Press, 2001), σ. 141. 6 Βλ. John McDowell, Mind and World (Cambridge, Mass.: Harvard University Press, paperback edition 1996), passim. 87
αντεπιχειρηματολογία συνηγορεί η αντισκεπτικιστική και αντισχετικιστική πραγμάτευση της ιδέας των εξ αντικειμένου γλωσσικών δυνατοτήτων: η εν λόγω, ούτως ειπείν, απειρότητα έχει θεωρησιακό (speculative) χαρακτήρα και γι' αυτό αδυνατεί να υπονομεύσει τις συνυφασμένες με πρακτικές δεσμεύσεις μας βεβαιότητες, π. χ., ως φορείς ακριβώς (και) μιάς ηθικής επιχειρηματολογίας. Το θεωρησιακό ζήτημα (που θέτει ο σκεπτικιστής) ανάγεται, όπως θα υπαινιχθούμε, σε ζήτημα ηθικής τάξεως, δηλαδή πρακτικής ευθύνης και υπευθυνότητας. 3. [Εννοιολογικός σκεπτικισμός] Κατ αρχάς, δικαιολογείται κάποια σημαντική δόση επιστημολογικής αισιοδοξίας: θα μπορούσαμε να συλλάβουμε την ύπαρξη κάποιων ακατανόητων γιά μας, τα ανθρώπινα όντα, εννοιών, όπως οι έννοιες υποθέτουμε εξωγήινων όντων που προσανατολίζονται στον χωροχρόνο με έναν μηχανισμό ανιχνεύσεως διά της ηχούς (σαν τις νυκτερίδες). Παρά την απαισιοδοξία σημειωτέον εν προκειμένω του McDowell 7, οι εν λόγω έννοιες είναι, κατά τη γνώμη μου, μεταφράσιμες σε μιά ανθρώπινη φυσική γλώσσα, διότι ακριβώς αμφότερες προϋποθέτουν τον εμπειρικό σύνδεσμό μας με τον εξωτερικό κόσμο, την οικεία μας χωροχρονική ύλη. Υπάρχουν, βέβαια, (δύνανται να υπάρξουν) έννοιες που προϋποθέτουν αφ ενός μεν μορφές υπάρξεως σε μη χωροχρονική ύλη, αφ ετέρου δε μη αισθητηριακές αντιληπτικές ικανότητες. Προφανώς, οι ανθρώπινες φυσικές γλώσσες έχουν ήδη αναπτυχθεί και ως προς το να συλλάβουν και τέτοιες μορφές υπάρξεως ως μορφές ισχύος, όπως είναι, π. χ., οι αριθμοί και οι σχέσεις τους. Ωστόσο, θα μπορούσαμε, χωρίς ενδοιασμούς, να συνομολογήσουμε και την ύπαρξη εξ υποκειμένου ασυλλήπτων (ως μη κατανοησίμων). Γιατί, λοιπόν, να υφίστανται εξ αντικειμένου εμπόδια που να περιορίζουν, ως εγγενή όρια, μιά (ανθρώπινη) φυσική γλώσσα από το να εκφράσει τα εξ υποκειμένου ασύλληπτα; (Θα είχε ενδιαφέρον μιά απόπειρα αντεπιχειρηματολογίας, ωστόσο, δεν βλέπω το πώς και το γιατί.) Τούτο σημαίνει ότι ο εξωγήινος του αντιπαραδείγματος δύναται ήδη να ομιλεί μιά εξ αντικειμένου ανθρώπινη φυσική γλώσσα. Κάτι τέτοιο είναι δυνατό, λόγω ακριβώς της κανονιστικής δομής της γλώσσας. Πρέπει, επομένως, να διακρίνουμε αυστηρά, κατ αντιστοιχίαν προς τα ζητήματα της εδώ και τώρα παρακινήσεως του αυτουργού σε αντιδιαστολή με τα ζητήματα της κανονιστικότητας, και τη γλώσσα ως ψυχολογικό και ως κανονιστικό φαινόμενο. 4. [Φιλοσοφία της γλώσσας] Διακρίνουμε τις ψυχολογικές εκφάνσεις της γλώσσας, συνδεδεμένες με την ιδιότητά μας ως παθητικών δεκτών της ανεξάρτητης από μας πραγματικότητας. Οι αντιλήψεις εν προκειμένω της παθητικότητάς μας και της ανταποκρίσεως των παραστάσεών μας προς ό,τι υπάρχει ή συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο είναι απολύτως εύλογες. Ωστόσο, οι εκφάνσεις αυτές δεν πρέπει να συγχέονται με τις κανονιστικές. Μιά εξωγλωσσική παράσταση είναι απλώς μιά θεμιτή (επιστημονική) υπόθεση. Μιλώντας γιά κανονιστικές εκφάνσεις της γλώσσας, τις εννοούμε υπό μία κατά το δυνατόν μη εξεζητημένη φιλοσοφική έννοια. Πρέπει, δηλαδή, να 7 Βλ. του ιδίου, ό. π., σς 211 επ. (ιδίως σημ. 40). 88
διαφυλάξουμε, κατ αρχάς, κάποιες εύλογες και ίσως στοιχειώδεις (δηλαδή θεμελιώδεις) παραδοχές περί της νοηματικότητας, διακρίνοντας, π. χ., τις γλωσσικές εκφράσεις (sentences) από τις προτάσεις (propositions), ώστε το νόημα των πρώτων να έγκειται στη σύλληψη των δευτέρων. Κάποιος πλατωνισμός ως προς το νόημα πρέπει να αληθεύει χωρίς αυτό να υποδηλώνει, κατ ανάγκην, την ανεξαρτησία των προτάσεων από τη γλώσσα (πρόκειται, δηλαδή, γιά ενδογλωσσικό ζήτημα). Τούτο απλώς σημαίνει ότι η εύρωστη έννοια της αλήθειας ως ανταποκρίσεως προς την πραγματικότητα πρέπει να διατηρηθεί ως θεμελιώδης 8. Περαιτέρω, π. χ. ως προς το ζήτημα της αβίαστης κατανοήσεως περίπλοκων εκφράσεων, κάποια μορφή συνθετικότητας του νοήματος πρέπει επίσης να αληθεύει, όπως, επίσης, και κάποια σύνδεση της σημασιολογίας με την ιδέα των δυνατών κόσμων. Και, βέβαια, πρέπει κάπου να βρει τη θέση της το πραγματολογικό πλαίσιο της επικοινωνίας. Όλα αυτά δεν απαιτούν μιά πραγμάτευση ανώτερη ενός καλού εγχειριδίου φιλοσοφίας της γλώσσας 9. Οι κανονιστικές εκφάνσεις της γλώσσας πρέπει πάντως, ακολουθώντας τις αναπτύξεις των προηγούμενων κεφαλαίων, να διαθέτουν επιχειρηματολογικό επίκεντρο. Και το επίκεντρο αυτό δεν είναι παρά το δούναι και λαβείν λόγων 10. Έχοντας αυτά υπ όψιν μας, θα μπορούσαμε να ανασκευάσουμε τον εννοιολογικό σκεπτικισμό και σχετικισμό ως προς την πολυγλωσσία ως ένα εσωτερικό ζήτημα μιάς μόνης φυσικής γλώσσας. Λαμβάνοντας ως αφετηρία το περιώνυμο αντιπαράδειγμα του Willard Van Orman Quine, σύμφωνο με τη θέση του περί της απροσδιοριστίας της μεταφράσεως, ίσως μόνον από επιστημολογική τύχη ένας διερμηνέας θα μετέφραζε ορθά με τη λέξη λαγός την άγνωστή του λέξη gavagai! που εκφέρει ένας ιθαγενής μιάς εξωτικής χώρας, όταν διέρχεται εμπρός του ένας λαγός: γιατί η εν λόγω εκφορά να μη αναφέρεται, π. χ., σε χωροχρονικά τμήματα λαγού ή στη γενική έννοια λαγός 11 ; Η ίδια η κατάνευση του ιθαγενούς στην οποιαδήποτε αντίδρασή μας μάλλον είναι ερμηνευτικά αδιαφανής. Ωστόσο, εξ αντικειμένου δεν πρόκειται γιά τη δυνατότητα μιάς άλλης μη μεταφράσιμης γλώσσας, δηλαδή, γιά ένα ζήτημα συνωνυμίας, αλλά γιά τη δυνατότητα της ίδιας της δικής μας φυσικής γλώσσας, καθ υπόθεσιν της μιάς και μόνης, να αναφέρεται, εν προκειμένω, σε χωροχρονικά τμήματα λαγού ή στη γενική έννοια του λαγού. Το ζήτημα της πολυγλωσσίας, από κανονιστική οπτική γωνία, είναι απλώς εμπειρικό. 5. [Παντοδυναμία] Επεκτείνοντας τον προβληματισμό μας, εξ αντικειμένου όλα τα νοήματα είναι εκφράσιμα στη μία και μόνη φυσική γλώσσα μας. Π. χ., έστω η γλωσσική εκφορά ω = a.b 2.c 3. Η εκφορά αυτή ανήκει στις δυνατότητες, π. χ. της αρχαίας Ελληνικής, περιλαμβανομένης της δυνατότητας της ιστορίας της κ. λπ. (όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο στο 8 Πρβλ. Donald Davidson, «A Coherence Theory of Truth and Knowledge», σ. 139. 9 Όπως, π. χ., το εξαιρετικό του William G. Lycan, Philosophy of Language (New York: Routledge, 2 η έκδ. 2008). 10 Βλ. Robert Brandom, π. χ., «Reply to Charles Taylor s Language not Mysterious?», in Reading Brandom: On Making It Explicit (New York: Routledge, 2010), σς 301 επ. 11 Βλ. Willard Van Orman Quine, Word and Object (Cambridge, Mas.: The MIT Press, new edition 2013), σ. 46. 89
αντιπαράδειγμα της λογοτεχνικής δημιουργικότητας), παρ ότι πρόκειται γιά μιά μελλοντική επιστημονική ανακάλυψη (την οποία θα αποκρύψω από την περιέργεια του αναγνώστη)! Το ζήτημα του ασυλλήπτου μιάς τέτοιας εκφοράς, π. χ. από τον ιδιοφυή Πλάτωνα, είναι και πάλι απλώς εμπειρικό. (Ομοίως είναι εμπειρικό και το πολυσυζητημένο ζήτημα της μη μεταφρασιμότητας κάποιων λογοτεχνικών επιτευγμάτων ή κάποιων ταπεινών λογοπαιγνίων. Η όλη ιδέα υπονομεύεται από το γεγονός ότι η επίγνωση της λεγόμενης μη μεταφρασιμότητας είναι ζήτημα εσωτερικό της μιάς και μόνης φυσικής γλώσσας. Π. χ., έστω ο αστεϊσμός (κάπου το διάβασα, μα δεν θυμάμαι πού): Γερμανία - Γη της επαγγελίας / Ελλάδα - Γη της απαγγελίας! Θεωρώ ότι ο αστεϊσμός είναι μεταφράσιμος σε μιά άλλη εμπειρικά δυνατή φυσική γλώσσα, θέτοντας υπ όψιν του οποιουδήποτε ομιλητή της, ακόμη και αν δεν υφίσταται κάποιου είδους επιτυχής λεκτική αντιστοιχία, την προφορά των κρίσιμων λέξεων, τη σημασία τους κ. τ. τ. Πώς είναι δυνατή η εκμάθηση μιάς ξένης γλώσσας, αν η ίδια δεν θέτει στη μητρική μιά πρόκληση προς υπέρβασή της;) Έχοντας, επομένως, υπ όψιν μας μιά τέτοια εύρωστη αντίληψη των εξ αντικειμένου δυνατοτήτων, ένας παντογνώστης ομιλητής μιάς φυσικής γλώσσας έχει γνώση όλων των σχετικών νοημάτων (ως παντοδύναμος) και επίγνωση των εξ αυτών αληθών. Υπ αυτήν την έννοια έχει εξ αντικειμένου νόημα η περιώνυμη πρόταση ο νυν βασιλεύς της Γαλλίας είναι φαλακρός, παρ ότι πρόκειται γιά μιά πρόταση ατυχή, αν όχι ψευδή 12. Ως γνωστόν, μιά συναφής περιώνυμη θέση δέχεται την ύπαρξη πραγμάτων που αποτελούν απλώς και μόνον αντικείμενο εννοήσεως, όπως ο νυν βασιλεύς της Γαλλίας, που στην πραγματικότητα, δηλαδή, δεν υφίστανται. Γιατί η σκέψη ότι υφίστανται πράγματα, όπως, π. χ., ο καθεδρικός ναός του Αποστόλου Φιλίππου στην Αθήνα, στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου, που χωροχρονικά είναι ανύπαρκτα να είναι ανεύλογη 13 ; Όπως πληροφορούμαστε από ένα έγκυρο εγχειρίδιο, η ιδέα αυτή, σύμφωνη με την εξωτική οντολογία του Αγίου Ανσέλμου ή του Alexius Meinong, «προκαλούσε φρίκη στον Russel» 14. Γιατί, ωστόσο, μας σκανδαλίζει η ύπαρξη πραγμάτων ως απλώς αντικειμένων εννοήσεως (δηλαδή διά του ιδίου του στοχασμού τους), ακόμη και αντιφατικών, όπως, π. χ., η ύπαρξη τετράγωνων κύκλων; 6. [Παντογνωσία] Εφ όσον μιά φυσική γλώσσα δύναται να ανταποκριθεί στις εξ αντικειμένου προκλήσεις που της τίθενται, σύμφωνα με μιά εποικοδομητικήσκεπτικιστική μέθοδο, ένας παντοδύναμος και παντογνώστης δύναται να τη χρησιμοποιήσει και να επικοινωνήσει με τους ομιλητές της, έχοντας, συγχρόνως, γνώση των αληθών και των ψευδών εκφράσεών της και του πώς να τις διακρίνει, χρησιμοποιώντας την ίδια γλώσσα. Αν μάλιστα είναι και πανάγαθος, η επικοινωνία του με τους φυσικούς ομιλητές είναι εγγενώς αξιόπιστη (όπως στην περίπτωση των Δέκα Εντολών). (Η καντιανή αντίρρηση 12 Γιά τη σχετική συζήτηση, με αντικείμενο την κριτική του Peter Frederic Strawson κατά του Bernard Russell, βλ. William G. Lycan, Philosophy of Language, σς 19 επ., 156, 161, 163, 165. 13 Βλ. ιδίως Derek Parfit, On What Matters ΙΙ, σς 719 επ. 14 Βλ. William G. Lycan, Philosophy of Language, σ. 11. 90
περί της νοητικής εποπτείας του Θεού 15 δεν είναι εν προκειμένω κρίσιμη. Η ιδέα του παντοδύναμου παντογνώστη σημαίνει απλώς μιά εξ αντικειμένου δυνατότητα.) Μιά συναφής προς τον παντογνώστη ομιλητή μιάς φυσικής γλώσσας ιδέα, πράγματι υποστηρίχθηκε από τον Davidson, στο πλαίσιο της θέσεώς του περί της ριζικότητας της ερμηνείας, δηλαδή της ίδιας της δυνατότητας της ερμηνείας. Όπως ο ίδιος επισημαίνει 16, ωστόσο, ο «παντογνώστης» της θεωρίας του πρέπει να υπόκειται σε εύλογους περιορισμούς γνώσεως διαφορετικά, δεν θα επρόκειτο περί ερμηνείας. Κάτι τέτοιο δεν πρέπει να ισχύει, σύμφωνα με τις εδώ παραδοχές. Ο παντογνώστης ομιλητής της μιάς και μόνης φυσικής γλώσσας δεν διαθέτει κάποιο πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων ομιλητών της που να μη είναι συγκυριακό. Η εν τοις πράγμασι, δηλαδή, κατοχή και χρήση μιάς φυσικής γλώσσας (της μιάς και μόνης) αποτελεί ένα στάδιο προς την παντογνωσία. (Τέλειο λεξικό δεν υφίσταται.) Δεν πρόκειται γιά τα εμπόδια της μεταφρασιμότητας και τα συναφή της ερμηνείας, τα οποία υπονομεύουν δήθεν τη παντογνωσία, αλλά γιά ένα εγγενές όριο, ένα ζήτημα εσωτερικό της φυσικής γλώσσας. Το ιδεώδες της παντογνωσίας αποδεικνύεται, δηλαδή, ως απλώς ρυθμιστικό (όπως η περίπτωση της πολυγλωσσίας κατά την Πεντηκοστή). Πώς καλείται να συμπεριφερθεί, σε επικοινωνιακό πλαίσιο, ο δυνάμει παντογνώστης ομιλητής του παραδείγματός μας προ των εξ αντικειμένου δυνατοτήτων της φυσικής γλώσσας που κατέχει και χρησιμοποιεί; Εφ όσον δεχθούμε ότι κάθε φυσική γλώσσα έχει επιχειρηματολογικό επίκεντρο, τη δοσοληψία λόγων, οι ομιλητές της, αυτοδεσμευόμενοι κατά τη χρήση της, ιδρύουν τη σχετική (επιχειρηματολογική) πρακτική. Και ως προς αυτό η αντιπαραβολή με την ιδέα του Davidson περί της ριζικής ερμηνείας είναι διδακτική. Σε διυποκειμενικό, λοιπόν, πλαίσιο, [π]ροσεγγίζουμε μιά ολοκληρωμένη θεωρία προσδίδοντας στις προτάσεις ενός ομιλητή τις συνθήκες αληθείας που πράγματι αρμόζουν (κατά τη γνώμη μας), όταν ακριβώς ο ομιλητής εκλαμβάνει αυτές τις προτάσεις ως αληθείς. Η κατευθυντήρια ιδέα είναι να το επιδιώκουμε αυτό κατά το δυνατόν... Η μέθοδος δεν αποβλέπει στην εξάλειψη της διαφωνίας ούτε το μπορεί αποσκοπεί στο να καταστήσει δυνατή τη κατανοητή διαφωνία, τούτο δε εξαρτάται απολύτως από μιά θεμελίωση μιά κάποια θεμελίωση της συμφωνίας. Η συμφωνία ενδέχεται να μορφοποιηθεί σε έναν ευρύ κατάλογο εκφράσεων που θεωρούνται ως αληθείς από τους ομιλητές 'της ίδια γλώσσας', ή σε μιά ευρεία συμφωνία μέσω μιάς θεωρίας περί της αληθείας που έχει διατυπωθεί από έναν διερμηνέα προς χρήσιν των αλλόγλωσσων ομιλητών. Εφ όσον η χάρις [charity] δεν αποτελεί επιλογή, αλλά προϋπόθεση γιά την ισχύ μιάς αποτελεσματικής θεωρίας, δεν έχει νόημα να ισχυρισθούμε ότι, με το να την ενστερνισθούμε, ενδέχεται να υποπέσουμε σε μαζική πλάνη... Η χάρις υποχρεοί ανεξαρτήτως του αν μας αρέσει ή όχι, εάν επιθυμούμε να κατανοήσουμε τους άλλους, πρέπει να υποθέσουμε ότι δεν αστοχούν στα πλείστα ζητήματα. Εάν είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε μιά θεωρία που 15 Πρβλ. Immanuel Kant, Critique of Pure Reason, σς 191 επ. [Β 71 επ.]. 16 Βλ. Donald Davidson, «Method and Metaphysics», in Truth, Language, and History (Oxford: Clarendon Press, 2005), σ. 44. 91
εναρμονίζει τη χάρη και τις τυπικές συνθήκες μιάς θεωρίας, έχουμε πραγματοποιήσει κατά το δυνατόν ό,τι θα μπορούσε να εγγυηθεί την επικοινωνία. Τίποτε περισσότερο δεν είναι δυνατό ούτε αναγκαίο. Κατανοούμε στον μέγιστο δυνατό βαθμό τις λέξεις και τις σκέψεις των άλλων, όταν τις ερμηνεύουμε κατά τρόπο που μεγιστοποιεί τη συμφωνία (τούτο δεν εξαλείφει, όπως προείπαμε, την εξηγήσιμη πλάνη, δηλαδή τις διαφορετικές γνώμες) 17. Εν προκειμένω, στο πλαίσιο της παντοδυναμίας μιάς φυσικής γλώσσας, έχουμε να τιθασεύσουμε την αέναη κίνηση προς την ωμή αντικειμενικότητα, δηλαδή τον ανοικτό χαρακτήρα της γλώσσας ως προς τις εξ αντικειμένου προκλήσεις με τις οποίες καλείται να αναμετρηθεί. Και εδώ η ορθολογικότητα του αυτουργού δεν αποτελεί επιλογή. Γι αυτό η εξ αντικειμένου ύπαρξη αντιφατικών πραγμάτων δεν αξιώνει μιά εξ υποκειμένου ισχύ. Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε γιατί στην αρχή της χάριτος αντιστοιχεί η αρχή της αναστοχαστικής ισορροπίας. Ο αυτουργός καλείται να εναρμονίσει ο ίδιος κατά τον καλύτερο τρόπο τις πεποιθήσεις του, ώστε εν προκειμένω, κατά μιά συναφή αρχή ευθύνης και υπευθυνότητας, να πρόκειται το πολύ γιά αβεβαιότητα, και όχι γιά απροσδιοριστία των πεποιθήσεών του 18. Δεν υφίσταται, δηλαδή, απροσδιοριστία ως προς την πολυγλωσσία από τη στιγμή που έχουμε τη δυνατότητα να συλλάβουμε (και να απορρίψουμε ίσως) το αντιπαράδειγμα μιάς εξωτικής γλώσσας. Το ζήτημα είναι εσωτερικό της μιάς και μόνης φυσικής γλώσσας, όπως και στην περίπτωση που αδυνατώ να συλλάβω μιά σκέψη ενός άλλου (π. χ., την απόδειξη ενός μαθηματικού θεωρήματος) λόγω της περιπλοκότητάς της ο άλλος δεν παύει ασφαλώς να ομιλεί την ίδια (εν προκειμένω τεχνητή) γλώσσα με μένα. Η αλήθεια αδυνατεί, δηλαδή, όπως αντιθέτως κατά μιά θεολογική κοσμοεικόνα, να αποτελέσει αντικείμενο μιάς ριζικά ακατάληπτης γλώσσας που ομιλεί ένας ξένος (εν προκειμένω ένας παντοδύναμος και παντογνώστης, αλλά όχι και πανάγαθος, Θεός). Πρέπει και πάλι να διακρίνουμε την εκμάθηση μιάς γλώσσας ως ψυχολογικό και ως κανονιστικό ζήτημα, όπως και την ιστορική εξέλιξή της ως ζήτημα βιοκοινωνιολογικό: η αιτιακή αφήγηση πρέπει να συμπληρωθεί από μιά κανονιστική 19. Η εξέλιξη που κανονιστικά είναι κρίσιμη αφορά στη δυνατότητα της γλώσσας να ανταποκρίνεται στις εξ αντικειμένου προκλήσεις, διαπλάθοντας πράγματι από το αναπόδραστο εσωτερικό της τα όρια του κόσμου, κατά τον περιλάλητο αφορισμό του Wittgenstein. Γι αυτό είναι απολύτως εύλογος ένας ισχυρισμός, π. χ. κατά τον ολισμό τού Quine 20, ότι, αν η τυπική λογική αντίκειται προς κάτι που δέχεται η επιστήμη, ο αγώνας δεν έχει κριθεί εκ προοιμίου υπέρ της πρώτης. Οι νόμοι της, κατά τις παραδοχές μας, ναι μεν εξακολουθούν να μας δεσμεύουν, ωστόσο, ενδέχεται να πρέπει να τους αγνοήσουμε, ελπίζοντας σε 17 Donald Davidson, «On the Very Idea of a Conceptual Scheme», σς 196 επ. 18 Πρβλ. Ronald Dworkin, Justice for Hedgehogs, σς 91 επ., 95 επ. 19 Πρβλ. Hilary Putnam, «On Truth», in Words and Life (Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1994), σ. 321. 20 Πρβλ. Willard Van Orman Quine, π. χ., «Two Dogmas of Empiricism», in From a Logical Point of View (Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 2 η έκδ. 1980), σ. 43. 92
μιά μελλοντική συνύπαρξή τους με τα επιστημονικά επιτεύγματα μέσω της ανακαλύψεως μιάς βαθύτερης συνάφειάς τους κ. ο. κ. 93