ΔΗΜΟΤΙΚΟΣΧΟΛΕΙΟΣΤΡΟΥΜΠΙΟΥ DIMOTIKO SCHOLEIO STROUMPIOU Comenius Project2013-2015 Once upon a time.. Spanos and the forty dragons Ετοιμάστηκεαπό τους μαθητές της Ε καιστ τάξης Prepared by the students of 5 th & 6 th Grade 1
ια φορά κι ένα καιρό υπήρχε ένας άνθρωπος που δεν έβγαζε μουστάκια και γένια, και τον έλεγαν Σπανό. Ο Σπανός περηφανευόταν πως δεν υπάρχει άλλο παλικάρι στον κόσμο σαν αυτόν. Μια μέρα που περηφανευόταν για τις παλληκαριές του, οι χωριανοί του του είπαν: - «Αν πας και νικήσεις τους σαράντα δράκους που μας έκοψαν το νερό και δεν έρχεται στο χωριό, θα πιστέψουμε πως είσαι παλληκάρι». - «Πηγαίνω!» Τους λέει ο Σπανός. «Θα φοβηθώ τους δράκους;» 2
ήρε λίγη στάχτη και μια φρέσκα αναρή και πήγε προς τους δράκους. Στο δρόμο, βρήκε μπροστά του τον αρχηγό των δράκων και τον χαιρέτησε. Του λέει ο Σπανός: 3
-«Να κάνουμε μια συμφωνία. Να σου πω δύο στοιχήματα, κι αν τα κάνεις, να με φας, διαφορετικά να μη με αγγίξεις. Δέχεσαι;» -«Δέχομαι», είπε ο δράκος. «Πες μου τα στοιχήματά σου». -«Μπορείς να καθίσεις κάτω και να βγάλεις καπνό;» -«Να δοκιμάσω», του λέει ο δράκος. Κάθεται ο δράκος με όλη του τη δύναμη κάτω στη γη, αλλά καπνός δεν βγήκε. Ο πονηρός Σπανός τότε, έβαλε τη στάχτη μέσα στη βράκα του και όταν ήρθε η σειρά του να καθίσει, τίναξε τη βράκα και κάθισε με δύναμη κάτω, με αποτέλεσμα να γεμίσει ο τόπος καπνούς! Ο δράκος, τότε τον πίστεψε και του είπε: -«Αα, είσαι καλό παλληκάρι. Πες μου το άλλο σου στοίχημα να δούμε». 4
-«πορείς να πάρεις μια πέτρα από κάτω, να την σφίξεις και να βγάλει ζουμί»; -«Να δοκιμάσω», του λέει ο δράκος. Παίρνει μια πέτρα, τη σφίγγει καλά στο χέρι του, αλλά νερό δεν έβγαλε. -«Δοκίμασε εσύ», λέει ο δράκος στον Σπανό. Αρπάζει ο Σπανός την αναρή, τη σφίγγει, τρέχουν τα ζουμιά από τη χούφτα του και λέει στο δράκο: 5
-«Βλέπεις το νερό; Δες το καλά». -«Παραδέχομαι-λέει ο δράκος-πως είσαι καλύτερο παλληκάρι από μένα. Πρέπει να πάς μαζί μου και να μένεις με τους άλλους δράκους, αφού είσαι δυνατότερος και από τον αρχηγό τους». Ξεκίνησαν και οι δύο και πήγαν στον πύργο που έμεναν οι σαράντα δράκοι. Όταν μπήκαν μέσα, ο δράκος φώναξε τους τριάντα εννιά δράκους και του είπε πως ο Σπανός είναι δυνατότερος και από τον ίδιο και από όλους τους δράκους, και ότι τον έφερε να μένει μαζί τους. 6
ι άλλοι δράκοι όταν το άκουσαν αυτό, φοβήθηκαν. Ανησυχούσαν μήπως θυμώσει κάποια στιγμή και τους σκοτώσει όλους. Τον φοβούνταν και δεν του έλεγαν τίποτα. Μια μέρα σκέφτηκαν να τον βάλουν να κάνει καμιά δουλειά, να δοκιμάσουν την παλληκαριά του, και του πρότειναν να πάει μέσα στο δάσος να σκοτώσει κανένα αγριόχοιρο, να τον φέρει να φάνε. Σκέφτηκαν ότι, αν δεν είναι παλληκάρι άξιο, θα τον σκοτώσει ο αγριόχοιρος. Ο Σπανός, όταν το άκουσε αυτό, θύμωσε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Πήγε. Καθώς περπατούσε μέσα στο δάσος είδε ένα κοπάδι αγριόχοιρους που ερχόταν προς το μέρος του. 7
ρχισε να τρέμει από το φόβο του βγήκε πάνω σε ένα δέντρο για να γλυτώσει. Το δέντρο αυτό ήταν χαμηλό και οι αγριόχοιροι γύρισαν τα κεφάλια τους πάνω και μυρίζονταν. Ένας αγριόχοιρος, ο μεγαλύτερος από όλους, του επιτέθηκε, αλλά δεν κατάφερε να τον αγγίξει. Μπήκε μέσα στη κοιλιά του ένα ξύλο κι έμεινε κρεμασμένος πάνω στο δέντρο μέχρι που πέθανε. Οι άλλοι αγριόχοιροι φοβήθηκαν και φύγανε. 8
Σπανός τότε, δοκίμασε να τον ξεκρεμάσει, αλλά ήταν πολύ βαρύς, και δεν τα κατάφερε. Οι δράκοι περίμεναν το Σπανό να πάει, κι όταν είδαν πως άργησε, πήγαν στο δάσος να δουν τι έπαθε. Τον βρήκαν να στέκεται κάτω από το δέντρο πολύ θυμωμένο. Του λένε: -«Τι κάνεις εδώ και εμείς σε περιμένουμε;» -«Να, τους λέει, σκότωσα τον μεγαλύτερο αγριόχοιρο και άργησα». γι αυτό Όταν είδαν οι δράκοι τον αγριόχοιρο, τον θαύμασαν και είπαν κρυφά ο ένας στον άλλο: -«Τι παλληκάρι που είναι!! Εμείς όποτε χρειαστεί να σκοτώσουμε κανένα αγριόχοιρο, ερχόμαστε τρεις τρεις, και αυτός μοναχός του σκότωσε ένα τόσο μεγάλο αγριόχοιρο!». Ο πονηρός Σπανός τους λέει: 9
-«Γιατί τον βλέπετε; Εγώ έκανα τον κόπο και τον σκότωσα, κάνετε κι εσείς τον κόπο να τον πάρετε σπίτι». ον φορτώθηκαν τέσσερις δράκοι και τον πήραν σπίτι, και ο Σπανός περηφανευόταν πως έκανε παλληκαριά. 10
ετά από λίγες μέρες οι δράκοι πήραν το δέρμα από ένα βόδι, του έβαλαν «γιλάριν» και έκαναν μια μεγάλη «ταμπουτσιάν». Την έδωσαν του Σπανού και του είπαν να πάει στη βρύση να τη γεμίσει με νερό και να τη φέρει πίσω. Ο Σπανός, χωρίς να μπορεί να κάνει διαφορετικά, την πήρε και ξεκίνησε. Στο δρόμο σκεφτόταν: -«Μαύρη και γέριμη να μείνει έτσι «ταμπουτσιάν». Εγώ άδεια δεν μπορώ να την κουβαλήσω, πώς θα την πάρω γεμάτη;» Πάει στη βρύση και αντί να τη γεμίσει με νερό και να επιστρέψει, την πέταξε εκεί, πήρε ένα ξύλο και άρχισε να ανοίγει αυλάκι. 11
ι δράκοι περίμεναν να δουν τι θα κάνει ο Σπανός. Περίμεναν, περίμεναν αλλά δεν ερχόταν. Ξεκίνησαν τότε να πάνε να δουν τι κάνει. Όταν τον είδαν να κτυπά με το ξύλο, παραξενεύτηκαν και τον ρώτησαν τι κάνει. Αυτός τους απάντησε πως θα κάνει ένα αυλάκι να πάρει το νερό στον πύργο, να μην το κουβαλούν με την «ταμπουτσιάν». -«Για όνομα του Θεού! του λένε. Σταμάτα από τέτοια δουλειά γιατί θα λιγοστέψει εντελώς το νερό του ποταμού και θα έρθει ο βασιλιάς με το στρατό του και θα μας σκοτώσει». -«Εντάξει, τους λέει. Αφού δεν θέλετε, σταματώ, αλλά νερό δεν σας παίρνω». -«Παίρνουμε εμείς!» απάντησαν οι δράκοι, άρπαξαν την «ταμπουτσιάν», την γέμισαν νερό και ξεκίνησαν. 12
ταν πήγαν σπίτι, σκέφτηκαν τη νύχτα να σκοτώσουν τον Σπανό την ώρα που κοιμάται, αλλά ο Σπανός τους άκουσε. Τους άφησε να κοιμηθούν και σηκώθηκε από το κρεβάτι του, πήρε ένα «κολόκι» μεγάλο, το γέμισε με κρασί, το έκλεισε και το έβαλε μέσα στο κρεβάτι του. Το σκέπασε με το πάπλωμα και βγήκε πάνω στην ταράτσα. Ύστερα από λίγη ώρα άκουσε κτυπήματα από ξύλα. Οι δράκοι είχαν ξυπνήσει και πήγαν με τα ξύλα τους να σκοτώσουν το Σπανό. Από το πρώτο κτύπημα το κολοκύθι έσπασε και έτρεξε το κρασί στο πάτωμα. Οι δράκοι νόμισαν ότι ο Σπανός είναι τελειωμένος, αφού έτρεξε τόσο αίμα, και πήγαν ξανά για ύπνο, ανακουφισμένοι. 13
ταν αποκοιμήθηκαν καλά, ο Σπανός επέστρεψε στο κρεβάτι του κι αυτός. Το πρωί που οι δράκοι ξύπνησαν και είδαν ζωντανό το Σπανό, ξαφνιάστηκαν. Τον πλησιάζει ο αρχηγός και του λέει: -«Θέλω να μου πεις πως γλύτωσες ψες. Μαζευτήκαμε όλοι με τα ξύλα μας και σε κτυπήσαμε μέχρι που έτρεξαν τα αίματα. Τώρα σε βλέπουμε ζωντανό. Τι έκανες και γλίτωσες;» -«Να σου πω, του λέει ο Σπανός. Εγώ είμαι χρισμένος. Όποιος κι αν δοκιμάσει να με σκοτώσει, δεν πεθαίνω». -«Να μας χρίσεις κι εμάς, του λέει ο δράκος, να γίνουμε κι εμείς σαν κι εσένα». 14
-«ας χρίζω, του λέει ο Σπανός, αλλά πρέπει πρώτα να πάτε μέσα στο δάσος να μαζέψει ο κάθε ένας δύο οκκάδες πίσσα, να τη φέρει να τη λιώσε μέσα στο δωμάτιό του και να κλειδωθεί μέσα, ώσπου να πάω να τον χρίσω». Ο δράκος φώναξε και τους υπόλοιπους και τους είπε τι να κάνουν για να τους χρίσει ο Σπανός, ώστε να μην φοβούνται κανέναν. Οι δράκοι έτρεξαν στο δάσος και μάζεψαν ο καθένας τη πίσσα του. 15
Όταν επέστρεψαν, τους συμβούλεψε ο Σπανός τι να κάνουν, και κλείστηκαν όλοι μέσα στα δωμάτιά τους. Όταν έλιωσαν τη πίσσα, ο Σπανός άρχισε να τους χρίζει έναν έναν. Έμπαινε μέσα στο δωμάτιο, κλείδωνε την πόρτα, κι έβαζε το δράκο να κάθεται πάνω στην καρέκλα. Γέμιζε το κολόκικοχλαστή πίσσα και τους την έριχνε από πάνω. Ο δράκος έμενε ακίνητος και ο Σπανός πήγαινε σε άλλο δράκο. Έναν έναν τους σκότωσε όλους. 16
στερα πήγε στον ποταμό και χάλασε το φράγμα που έκαναν οι δράκοι για να ποτίζουν τα περβόλια τους, και το νερό πήγε στο χωριό. 17
σπου να πάει ο Σπανός στο χωριό του, το νερό είχε πάει ήδη. Όταν το είδαν οι χωριανοί του, το κατάλαβαν ότι ο Σπανός σκότωσε τους δράκους, και όταν τον είδαν του φώναξαν όλοι: «Μπράβο! Τώρα πιστεύουμε πως είσαι παλληκάρι». Και ο Σπανός έζησε καλά με τους χωριανούς του, κι εμείς καλύτερα 18
nce upon a time there lived a man called Spanos who boasted that he was the bravest man in the world. One day, while he was putting on airs about his bravery, his fellow villagers said to him: lf you manage to defeat the forty dragons who have cut off the water supply to our vil1age, we ll believe that you are as brave as you say. Of course I ll defeat them said Spanos. "I m not afraid of the dragons. 19
e set off for the castle where the dragons lived, taking with him a handful of ash and a piece of soft white cheese. 20
On his way he met the leader of the dragons who said to him: ΙΊΙ devour you, no matter where you go". Spanos replied: Let's make a deal. We'll make two bets. If you win you can devour me; but if you lose you won't touch me". Ι accept said the dragon. "What s the first bet? Can you sit down and in doing so; hit the ground so hard that smoke rises from it. I will try" said the dragon. He sat down, hitting the ground with all his strength but there was no trace of smoke. So he said to Spanos: "Let s see you try". Spanos sat down and was instantly covered in a cloud of smoke. He had secretly put the ash in his breeches and as he sat, he shook his breeches, scattering the ash. The dragon believed that Spanos had succeeded and said to him: You really are a brave young man. Now let's hear the second bet. 21
- an you pick up a stone and squeeze it so hard that water runs from it?" Let me try said the dragon. He grabbed a stone and squeezed it until he erushed it but no water ran from it. 22
"Now you try" he said to Spanos. Spanos took the piece of soft white cheese and squeezed it until its water dribbled down his arm. "See the water?" I see it" said the dragon "and Ι admit that you are very strong. You must come and stay with myself and the other dragons since you are even stronger than their leader". So they set out for the castle where the forty dragons lived. When they reached the caste the leader summoned the other thirty-nine dragons and told them that Spanos was stronger than all of them and he had come to live with them at the castle. 23
he dragons got scared; they began to worry that Spanos might suddenly get angry and kill them. One day they decided to send Spanos on a task in order to test how brave he was. They told him to go to the forest and kill a wild boar, thinking that if he wasn't truly brave the boar would kill him. Spanos didn't like the idea but he had no choice. He left for the forest. As he was walking he saw a herd of wild boar running towards him. 24
panos began to tremble with fear and climbed up a tree. The wild boars turned their snouts up towards him and were grunting. The biggest of the boars leapt up to bite Spanos but speared himself on a tree branch and remained hanging there. The other wild boars took off. 25
panos tried to bring the dead animal down from the tree but it was too heavy. eeing that Spanos was late, the dragons went out to look for him. They found him standing under the tree thinking. "What are you doing here?" they asked. "We ve been waiting for you". 26
"Well" he said. "I killed the biggest of the boars and that took a long time When the dragons saw the dead wild boar they said to one another in admiration. My, how brave this man is! It would have taken three of us to kill a wild boar, yet he managed to kill the biggest of the boars by himself". Spanos said to them: "What are you standing there for?ι went to the trouble of killing the boar now you carry it to the castle ". 27
o, four of the dragons picked up the boar to take home. Spanos bragged about his feat. 28
few days later the dragons took the hide of an ox, put a round wooden frame on it and made a vessel. They gave it to Spanos to take to the spring and fill it with water to bring back to the castle. Spanos took the vessel and headed for the spring. On the way he thought: Damn this vessel! Ι can't lift it when it s empty, how will I carry it back full of water?" He got to the spring but instead of filling the vessel with water, he threw it to the side, grabbed a stick and began to dig a ditch. 29
hen the dragons realized that Spanos was late in returning to the castle, they went out to look for him; they found him near the spring, digging. They asked what he was doing. Spanos said he was digging a ditch so that he could supply the castle with running water instead of having to carry it from the spring. "For God's sake" said the dragons, "stop right now of else the level of the water in the river will fall and the King will come with his army and slaughter us all. Agreed" said Spanos. "I ll stop since you want me to but I will not carry any water to the castle for you". "Alright, we ll carry the water" said the dragons. They took the vessel, filled it with water and carried it to the castle. 30
hen they got there, they thought of killing Spanos in his sleep but Spanos overheard them. He waited until the dragons had fallen asleep; he got out of bed, took a large gourd, filled it with red wine, sealed it and placed it in his bed. He pulled the covers over the gourd, climbed on the roof of the castle and waited. In a little while he heard loud bangs. The dragons had woken up and had gone to kill Spanos. They swung their heavy sticks on the bed. The gourd burst and the red wine spilled on the bed covers. The dragons mistook the wine for blood and thought they had killed him. Pleasedwiththemselves, thedragonswenttosleep. 31
panos climbed quietly down the roof and buried himself under the bed covers. In the morning when the dragons got up and saw Spanos alive they were dumfounded. Their leader said to Spanos: I d like to know how you got away last night. We came to your room and beat you to death. Your blood spilled on the bed. Now you're alive. How did you do it? I ll tell you said Spanos. I m under the protection of magic. No one can kill me". "We want to be protected by magic too" said the dragons. "We want to be like you". 32
- lright said Spanos. I ll put you under the protection of magic but before I do that, each of you must go to the forest and bring two okes of resin. You must then go to your rooms, lock your doors, melt the resin and wait for me there. When you re ready I ll come and perform my magic. The leader of the dragons told the other dragons what they had to do in order to become immortal. They went to the forest, collected the resin, locked themselves in their rooms and waited for Spanos. Spanos went into the first dragon s room and asked him to sit down on a chair; he filled a gourd with hot, melted resin and poured it on the dragon. The resin killed the dragon in an instant. Spanos managed to kill all forty dragons in the same way. 33
e then went to the river, destroyed the dam which the dragons had built to divert the water to their orchards and so now the water run free to the village. 34
y the time Spanos reached the village, the water had already returned to the dry river. When the villagers saw Spanos coming down the path, they called out to him: "Well done! Now we believe that you are a brave man!" Spanos and the villagers lived happily ever after. 35