από τα «Χειρόγραφα του 1844» στο «Κεφάλαιο» (μέρος Α')του μετάφραση Χρήστος Βαλλιάνος και Βίκυ Παπαοικονόμου 3. Η «Veräusserlichung» και η συγκρότηση τον φετιχισμού Προοίμιο Η έννοια του φετιχισμού στο Κεφάλαιο θέτει ένα πρόβλημα, το οποίο μπορούμε αρχικά να το διατυπώσουμε με μια απλοϊκή μορφή: περί τίνος πρόκειται; Είναι γνωστό ότι πρόκειται για έννοια που χρησιμεύει ως σημείο στήριξης όσων ερμηνεύουν το Κεφάλαιο με βάση την ανθρωπολογία του νεαρού Μαρξ. Κατ' αυτούς, ο φετιχισμός δεν αποτελεί παρά το νέο όνομα της αλλοτρίωσης. Στο φετιχισμό, οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων γίνονται σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων. Έτσι η δράση των ανθρώπων μεταβαίνει σ' ένα ξένο είναι, καθίσταται προσδιορισμός των πραγμάτων - και οι άνθρωποι κυριαρχούνται από αυτές τις σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων. Ο φετιχισμός λοιπόν θεωρείται ότι είναι μια ανθρωπολογική διαδικασία, ανάλογη με εκείνη της αλλοτρίωσης. Μια αντίστροφη ερμηνεία θα συνίστατο στο να αρνηθούμε στο φετιχισμό κάθε χαρακτήρα πραγματικής διαδικασίας, να πούμε ότι δεν είναι παρά μια ορισμένη αντίληψη των οικονομικών σχέσεων, μια ιδεολογία. Στην πραγματικότητα θα κατανοήσουμε το φετιχισμό μόνον εάν τον στοχαστούμε στην αλληλουχία αυτών που είπαμε για την δομή της διαδικασίας και την ανάπτυξη των μορφών της. Είδαμε ότι όσο προχωρούσαμε σε πιο συγκεκριμένες μορφές της διαδικασίας της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, ο εσωτερικός προσδιορισμός, ο οποίος καθόριζε την κίνηση τους, εξαφανιζόταν, ότι η μορφή του πυρήνα εξαφανιζόταν μέσα στην έτοιμη μορφή. Αυτή ακριβώς είναι η συστατική κίνηση του φετιχισμού. Στην επιφάνεια της διαδικασίας εμφανίζεται κάποια συσχέτιση, την οποία μπορούμε να αποκαλέσουμε φετιχιστική δομή. Ο φετιχιστικός Λόγος αποτελεί την επεξεργασία αυτής της συσχέτισης των συγκεκριμένων μορφών, η οποία εμφανίζεται στην επιφάνεια της κεφαλαιοκρατικής διαδικασίας και αντανακλάται στη συνείδηση των φορέων της παραγωγής. Ο Μαρξ συνοψίζει αυτόν το φετιχιστικό Λόγο σ' αυτό που αποκαλεί τριαδικό τύπο και αποτελείται από τρία ζεύγη: - κεφάλαιο κέρδος, - γη έγγεια πρόσοδος, - εργασία μισθός. Τα τρία στοιχεία, το κεφάλαιο, η γη και η εργασία, εμφανίζονται εδώ ως τρεις πηγές, καθεμιά από τις οποίες παράγει ένα εισόδημα. Το κεφάλαιο παράγει με φυσικό τρόπο το κέρδος, η εργασία το μισθό, η γη την έγγεια πρόσοδο. Η τριάδα αντιπροσωπεύει τη συστηματοποίηση αυτού που αντιλαμβάνονται οι φορείς της παραγωγής, τη συστηματοποίηση των μορφών στις οποίες εγγράφεται η δράση τους. Παρατήρηση Ο Μαρξ παρατηρεί ότι θα ήταν προτιμότερο να αντικαταστήσουμε το πρώτο ζεύγος (κεφάλαιο κέρδος) με εκείνο που συγκαλύπτει, δηλαδή το ζεύγος κεφάλαιο τόκος. Πράγματι, το κέρδος είναι μια μορφή εμφάνισης - δηλαδή συγκάλυψης - της υπεραξίας. Δεν αποτελεί όμως ακόμη την πιο συγκεκριμένη, την πιο διαμεσολαβημένη μορφή της υπεραξίας. Βρίσκεται ακόμη σε σχέση με τη σφαίρα παραγωγής. Ο τόκος που, με τη σειρά του, είναι μια μορφή εμφάνισης συγκάλυψης του κέρδους - είναι δηλ. δευτερογενής μορφή εμφάνισης συγκάλυψης της υπεραξίας - αντιπροσωπεύει την πιο συγκεκριμένη, την πιο διαμεσολαβημένη μορφή της υπεραξίας. Εμφανίζεται μάλιστα έξω από τη σφαίρα της παραγωγής. Ο μηχανισμός του είναι ο ακόλουθος: προκαταβάλλεται ένα ποσό χρημάτων Χ και επιστρέφει στον κτήτορά του με τη μορφή Χ ' (Χ + dx). Αυτό συμβαίνει δυνάμει ενός συμβολαίου. Δεν έχουμε δηλαδή εδώ καμιά διαδικασία παραγωγής, αλλά μόνον ένα συμβόλαιο ανάμεσα σε δύο πρόσωπα και μια μυστηριώδη ικανότητα που διαθέτει το χρήμα να αυξάνεται από μόνο του. Σελίδα 1 / 17
Με αυτή ακριβώς τη μορφή εμφανίζεται το κεφάλαιο στην επιφάνεια της κεφαλαιοκρατικής διαδικασίας. Για το λόγο αυτό, ο τύπος κεφάλαιο τόκος συνιστά το πρώτο ζεύγος του τριαδικού τύπου. Για να μελετήσουμε τη συγκρότηση του φετιχισμού θα εξετάσουμε τη συνθήκη εφικτότητας ενός από τα τρία ζεύγη, του ζεύγους κεφάλαιο τόκος (δηλ. κεφάλαιο κέρδος). Αυτή τη συνθήκη εφικτότητας αποκαλεί ο Μαρξ Veräusserlichung της κεφαλαιοκρατικής σχέσης. Για να μην προκαταλάβουμε τη διασαφήνιση της σημασίας αυτής της έννοιας, θα τη μεταφράσουμε απλά ως εξωτερίκευση. Το πρόβλημα της Veräusserlichung της καπιταλιστικής σχέσης - με τον όρο εννοούμε το κεφάλαιο ως σχέση παραγωγής - έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης του Μαρξ κυρίως στο κεφάλαιο 24 του Τόμου III (MEW 25, σελ. 404 επ.): Εξωτερίκευση της καπιταλιστικής σχέσης με τη μορφή τοκοφόρου κεφαλαίου. Σ' αυτό το κείμενο, η μορφή του τοκοφόρου κεφαλαίου χαρακτηρίζεται ως η πλέον εξωτερικευμένη μορφή (äusserlichste) της καπιταλιστικής σχέσης. Μπορούμε, με βάση το κείμενο αυτό, όπως και άλλα κείμενα του τόμου III, να δώσουμε σ' αυτόν τον υπερθετικό κάποια συνώνυμα. Το τοκοφόρο κεφάλαιο ορίζεται εκεί ως η πλέον συγκεκριμένη μορφή, η πλέον διαμεσολαβημένη, φετιχοποιημένη, η πλέον αποξενωμένη (entfremdetste). Έτσι οδηγούμαστε σε δύο ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις: από τη μια πλευρά, η κίνηση της φετιχοποίησης εμφανίζεται ταυτόσημη με την κίνηση της εξωτερίκευσης, από την άλλη βλέπουμε την έννοια κλειδί της ανθρωπολογικής κριτικής, την Entfremdung (αποξένωση), να εμφανίζεται ως ισοδύναμη της έννοιας της Veräusserlichung. Στον Τόμο III συναντούμε ένα ζεύγος Entfremdung Veräusserlichung, το οποίο θυμίζει κατά περίεργο τρόπο το κυρίαρχο ζεύγος των Χειρογράφων: Entfremdung Entäusserung. Έτσι προκύπτει η αναγκαιότητα να διασαφηνίσουμε τη σημασία του ζεύγους που εξετάζουμε εδώ, ώστε να διαπιστώσουμε εάν έχει το ίδιο περιεχόμενο με αυτό των Χειρογράφων. Σε τι συνίσταται λοιπόν η Veräusserlichung; Για να προσδιορίσουμε τη δομή της κίνησης, η οποία επιτρέπει τη συγκρότηση του φετιχισμού, ας θέσουμε τις έννοιες από τις οποίες μπορούμε να αντιληφθούμε τη δομή της διαδικασίας. Πρόκειται για τις έννοιες: - σχέση - εννοούμε βεβαίως τη σχέση παραγωγής, στο βαθμό που αυτές οι σχέσεις στηρίζουν όλη τη διαδικασία, - μορφή, στο βαθμό που η μορφή είναι αυτή με την οποία εκδηλώνεται η διαδικασία, αναπαρίσταται στη Wirklichkeit, - προέλευση και όριο της διαδικασίας, - κίνηση ή ανάπτυξη των μορφών, - αποτέλεσμα. Πρόθεση μας είναι να μελετήσουμε τους μετασχηματισμούς αυτών των στοιχείων, οι οποίοι καθιστούν δυνατή την φετιχοποιημένη εικόνα της διαδικασίας. Α) Η «Begriffslosigkeit» της μορφής Η εξωτερίκευση της κεφαλαιοκρατικής σχέσης στηρίζεται αρχικά στο ότι η μορφή του τοκοφόρου κεφαλαίου είναι μια begriffslose Form, μορφή μη εννοιακή, στερούμενη έννοιας. Πρόκειται για τη μορφή Χ - Χ όπου Χ' = Χ + χ (ή Χ + dx). H Begriffslosigkeit συνίσταται στο ότι σ' αυτή τη μορφή εξαφανίζεται η διαδικασία που την καθιστά εφικτή. Πράγματι η κίνηση Χ - Χ ', η οποία τίθεται εδώ ως αυθόρμητη κίνηση του Χ, είναι δυνατή μόνο εάν το χρηματικό κεφάλαιο Χ εισαχθεί σε μια διαδικασία παραγωγής όπου και αξιοποιείται. Αυτή ακριβώς η αξιοποίηση που γίνεται στο Σελίδα 2 / 17
Αυτός ο τύπος εκφράζει την εννοιακή σχέση, δηλαδή: 1) Συλλαμβάνει το σύνολο των μεταλλάξεων και των αλλαγών μορφής που συγκροτούν τον κύκλο και τον συνδέουν με τους άλλους κύκλους στο σύνολο της διαδικασίας αναπαραγωγής του κεφαλαίου. 2) Υποδεικνύει τον καθοριστικό χαρακτήρα της σχέσης παραγωγής, στην οποία στηρίζεται όλη η διαδικασία αξιοποίησης. Η αδύνατη σχέση του Χ ' με το Χ μπορεί να στηριχθεί μόνον σ' αυτό που καθορίζει όλον τον κύκλο: στο κεφάλαιο ως σχέση παραγωγής, με το συμπλήρωμα του, τη μισθωτή εργασία. Έτσι λοιπόν ο κύκλος του χρηματικού κεφαλαίου είναι αυτός που εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την κεφαλαιοκρατική διαδικασία. Το χαρακτηριστικό της είναι πράγματι ότι έχει ως αρχή την αξιοποίηση της αξίας, πράγμα που εκφράζει σαφώς ο κύκλος από το Χ στο Χ '. Αυτή όμως η συγκεκριμένη μορφή της διαδικασίας αναπαραγωγής του κεφαλαίου, μιας διαδικασίας αξιοποίησης της αξίας, που κατέστη δυνατή από τις σχέσεις παραγωγής του κεφαλαίου και της μισθωτής εργασίας, τείνει να εξαφανισθεί μέσα στο αποτέλεσμα της. «Μ' αυτόν τον τρόπο, το Χ ' εμφανίζεται ως μια ποσότητα αξίας που διαφοροποιείται εσωτερικά, που πραγματοποιεί στον εαυτό της μια διάκριση λειτουργικού (εννοιακού) τύπου και εκφράζει την κεφαλαιακή σχέση. Αυτό όμως εκφράζεται μόνον ως αποτέλεσμα, χωρίς τη διαμεσολάβηση της διαδικασίας, της οποίας είναι το αποτέλεσμα» (MEW 24, σελ. 50). Αυτός ο κύκλος χαρακτηρίζεται λοιπόν από την εξαφάνιση της διαδικασίας μέσα στο αποτέλεσμα της. Έτσι μπορεί, εάν αυτονομηθεί, να οδηγήσει σε παραγνώριση της κεφαλαιοκρατικής διαδικασίας. Στο σύνολο της διαδικασίας αναπαραγωγής, την οποία μελέτησε ο Μαρξ στον Τόμο Π, δεν υπάρχει πιθανότητα να προκύψει αυτή η αυτονόμηση. Η αυτονομία του κύκλου του χρηματικού κεφαλαίου εξαφανίζεται στον κύκλο του εμπορευματικού κεφαλαίου. «Η επίφαση ανεξαρτησίας, την οποία διαθέτει η χρηματική μορφή της κεφαλαιακής αξίας στην πρώτη μορφή του κύκλου της (στη μορφή χρηματικού κεφαλαίου), εξαφανίζεται σ' αυτή τη δεύτερη μορφή, η οποία με τον τρόπο αυτό συνιστά την κριτική της μορφής Ι και την περιορίζει στο να είναι μόνον μια ιδιαίτερη μορφή» (MEW 24, σελ. 78). Η κριτική αυτής της μορφής ασκείται από την ανάπτυξη της όλης διαδικασίας αναπαραγωγής. Αυτή όμως η ανάπτυξη εμφανίζεται μόνον στην επιστήμη. Στην πραγματικότητα, αυτή η αυτονόμηση, αυτή η απώλεια της έννοιας, (Begriffslosigkeit), αυτός ο ανορθολογισμός θα εκδηλωθούν στο βαθμό που θα οδηγηθούμε προς τις πλέον συγκεκριμένες και διαμεσολαβημένες μορφές της κεφαλαιοκρατικής διαδικασίας. Στη μορφή του τοκοφόρου κεφαλαίου αυτή η διαδικασία είναι ολοκληρωμένη. Πράγματι, είναι η πλέον συγκεκριμένη, η πλέον διαμεσολαβημένη μορφή του κεφαλαίου. Προϋποθέτει όχι μόνον τη μετατροπή της υπεραξίας σε κέρδος, αλλά και τη διάσπαση του κέρδους σε επιχειρηματικό κέρδος και τόκο. Ο χρηματιστής κεφαλαιοκράτης που προκαταβάλλει το ποσό Χ, μένει έξω από όλη τη διαδικασία παραγωγής και αναπαραγωγής. Το μόνο που κάνει είναι να προκαταβάλλει ένα ποσό Χ και να εισπράττει ένα ποσό Χ '. Το τι θα συμβεί μεταξύ των δύο αυτών πράξεων, δεν τον ενδιαφέρει. Μ' αυτόν τον τρόπο, στη μορφή Χ - Χ, όλη η κεφαλαιοκρατική διαδικασία έχει εξαφανισθεί. Η Begriffslosigkeit εκφράζει την εξαφάνιση όλων των ενδιάμεσων όρων, η συσχέτιση των οποίων καθιστά δυνατή Σελίδα 3 / 17
τη σχέση του Χ με το Χ '. Εκφράζει, συνεπώς, την εξαφάνιση αυτού που στηρίζει και καθιστά δυνατή τη συσχέτιση, δηλ. τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Η εξαφάνιση των σχέσεων παραγωγής στην Begriffslosigkeit της μορφής θεμελιώνει την εξωτερίκευση (Veräusserlichung) αυτού που ο Μαρξ αποκαλεί κεφαλαιοκρατική σχέση. Γνωρίζουμε ότι αυτό που έκανε εφικτή αυτή την εξαφάνιση, είναι η ανάπτυξη των μορφών που οδηγεί στην πλέον συγκεκριμένη, την πλέον διαμεσολαβημένη μορφή του τοκοφόρου κεφαλαίου. Η ανάπτυξη των μορφών, η διαπλοκή των μεσολαβήσεων εξαφανίζονται στην μορφή που είναι το αποτέλεσμα τους. Αυτή η μορφή, που είναι η πλέον διαμεσολαβημένη της κεφαλαιακής διαδικασίας, εμφανίζεται ως αμιγής αμεσότητα, αμιγής σχέση του χρηματικού κεφαλαίου με τον εαυτό του. Ξεκινώντας από αυτό μπορούμε να κατανοήσουμε την έννοια της Veräusserlichung. Πράγματι γνωρίζουμε ότι σηματοδοτεί μια σχέση μεταξύ σχέσης παραγωγής και μορφής της διαδικασίας. Από την άλλη πλευρά έχουμε ήδη αναγνωρίσει το γενικό μηχανισμό του δεσμού σχέσης μορφής, τον οποίο χαρακτηρίσαμε ως δεσμό μετωνυμικής αιτιότητας. Στη begriffslose Form, η οποία απώλεσε όλους τους χαρακτήρες που την τοποθετούσαν σε ορισμένη θέση κατά την ανάπτυξη και άρθρωση των μορφών της διαδικασίας, αυτή η μετωνυμική αιτιότητα θα παράγει τα πιο ριζοσπαστικά αποτελέσματα της. Πριν εξετάσουμε τις λεπτομέρειες αυτών των αποτελεσμάτων μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι όροι του προβλήματος αποκλείουν έναν ορισμένο τύπο ερμηνείας της Veräusserlichung (και της Entfremdung). Οι προκείμενοι όροι δεν είναι υποκείμενο, κατηγόρημα και πράγμα, αλλά σχέση και μορφή. Η διαδικασία αποξένωσης, στην οποία αναφερόμαστε εδώ, δεν σηματοδοτεί την εξωτερίκευση των κατηγορημάτων ενός υποκειμένου σε ένα ξένο ον, αλλά δείχνει τι συμβαίνει στην κεφαλαιακή σχέση όταν αυτή παίρνει την πιο διαμεσολαβημένη μορφή της διαδικασίας. Β) Η Veräusserlichung της σχέσης Η έννοια της Veräusserlichung συνοδεύεται με σχεδόν τελετουργικό τρόπο από τρεις άλλες έννοιες: Verrücktheit (παραλογισμός), Versachlichung (πραγμοποίηση) και Verkehrung (αναποδογύρισμα). Αφήνουμε κατά μέρος τον πρώτο όρο, ο οποίος δεν έχει καμιά δική του εννοιολογική σημασία. Η έννοια Verkehrung θέτει ωστόσο ένα πρόβλημα. Αφενός δηλώνει την ήδη εξετασθείσα αντιστροφή του εσωτερικού προσδιορισμού της διαδικασίας στις έτοιμες μορφές της. Εδώ όμως παίρνει μια νέα σημασία που θα εξετάσουμε στη συνέχεια. Η έννοια της Versachlichung πρέπει να κατανοηθεί με βάση αυτά που ήδη αναφέραμε για τη συγκρότηση της Gegenständlichkeit και το μηχανισμό της Darstellung. Είδαμε κατά την ανάλυση της εμπορευματικής μορφής ότι το πράγμα, το αντικείμενο, ήταν ο φορέας μιας σχέσης και η παραγνώριση της λειτουργίας του ως φορέα, η παραγνώριση του αισθητού υπεραισθητού χαρακτήρα του πράγματος, μετέτρεπε την έκφραση μι,ας κοινωνικής σχέσης σε φυσική ιδιότητα του πράγματος. Πιο συγκεκριμένα όλα κρίνονταν στη λειτουργία της μορφής που ήταν ταυτόχρονα μορφή (περίβλημα) του πράγματος και μορφή εμφάνισης των σχέσεων παραγωγής. Συναντούμε ξανά το μηχανισμό της Darstellung που ο Μαρξ διασαφήνισε αναλύοντας τη σχέση μεταξύ του κεφαλαίου ως πράγματος (μάζα χρήματος ή υλικών στοιχείων: πρώτες ύλες, μηχανές κλπ.) και του κεφαλαίου ως σχέσης παραγωγής, φορέα της οποίας αποτελεί το κεφάλαιο ως πράγμα. «Το κεφάλαιο δεν είναι πράγμα, αλλά μια συγκεκριμένη, κοινωνική, ανήκουσα σε ορισμένο κοινωνικό σχηματισμό σχέση παραγωγής, η οποία παρίσταται (sich darstellt) σε ένα πράγμα και δίνει στο πράγμα αυτό έναν ειδικό κοινωνικό χαρακτήρα» (MEW 25, σελ. 822). Συναντούμε ξανά την αντίθεση σχέση πράγμα, η οποία υπάρχει μέσω του μηχανισμού της Darstellung. H Σελίδα 4 / 17
παραγνώριση της Darstellung εξαλείφει την αντίθεση και μετατρέπει το κεφάλαιο σε απλό πράγμα. Εδώ έχουμε τρεις όρους: - το κεφάλαιο ως σχέση παραγωγής, - την κεφαλαιακή μορφή, που αποτελεί εδώ τη μηεννοιακή μορφή του τοκοφόρου κεφαλαίου, - το πράγμα (υλικά στοιχεία του κεφαλαίου), το οποίο χρησιμεύει ως φορέας της κεφαλαιακής σχέσης παίρνοντας τη μορφή του τοκοφόρου κεφαλαίου. Η μορφή του τοκοφόρου κεφαλαίου έχει εξαλείψει κάθε ίχνος που μαρτυρεί ότι είναι μια ιδιαίτερη και συγκεκριμένη μορφή κεφαλαίου. Οι μορφικοί προσδιορισμοί του συγχέονται έτσι με τους υλικούς προσδιορισμούς του πράγματος. Λόγω της Begriff si osigkeit η μορφή παύει να λειτουργεί ως μορφή. Οι κοινωνικοί προσδιορισμοί των σχέσεων παραγωγής ανάγονται συνεπώς στους υλικούς προσδιορισμούς του πράγματος. Εξ ου και η σύγχυση αυτών που ο Μαρξ αποκαλεί υλικά θεμέλια (πράγματα που ασκούν τη λειτουργία φορέα) με τους κοινωνικούς προσδιορισμούς. Οι τελευταίοι γίνονται φυσικές ιδιότητες των υλικών στοιχείων της παραγωγής. Με αυτό τον τρόπο το κεφάλαιο σχέση καθίσταται πράγμα. Αλλά αυτό το πράγμα έχει πολύ ιδιόμορφες ιδιότητες. Ο μυστηριακός χαρακτήρας του μπορεί να εκφρασθεί με δύο τρόπους: - Αν θεωρήσει κανείς το Χ ως αξιακή μάζα, τότε η σχέση Χ - Χ ' γίνεται unbegreifflich (αδιανόητη), όπως και η σχέση 4 = 5. Εδώ συναντάται το μυστήριο της αύξησης. - Μπορεί κανείς να αναζητήσει τη λύση του μυστηρίου στην αξία χρήσης των υλικών στοιχείων του πράγματος Χ. Έτσι όμως η εννοιακά μη οριζόμενη, η αδιανόητη σχέση αντικαθίσταται από μια μη σύμμετρη σχέση. Το πράγμα Χ παράγει την υπεραξία, δηλ. μια κοινωνική σχέση. Μπορούμε να εκφράσουμε καλύτερα αυτό το μυστήριο δίνοντας σ' αυτή τη μη σύμμετρη σχέση το πραγματικό της όνομα: πρόκειται για μια ανορθολογική σχέση. Με αφετηρία αυτό μπορούμε να κατανοήσουμε πώς προκύπτει και πώς εξιχνιάζεται αυτό το μυστήριο. Η αποσαφήνιση της έννοιας Verkehrung θα μας δώσει τη λύση. Η έννοια αυτή χαρακτηρίζει την εξής κίνηση: η μετατροπή της κοινωνικής σχέσης σε πράγμα συνιστά ταυτόχρονα μετατροπή του πράγματος σε κοινωνική σχέση. Το πράγμα, μέσα στο οποίο διαλύεται η κοινωνική σχέση, προέρχεται από την κίνηση που προκαλεί η κοινωνική σχέση. Αυτή η κίνηση είναι παρούσα στο πράγμα ως φυσική ιδιότητα ή απόκρυφη ιδιότητα του. Βλέπουμε λοιπόν εδώ να διευκρινίζεται και να αποκτά πληρότητα το νόημα της συγκάλυψης, όρο με τον οποίο ο Μαρξ χαρακτήρισε τον τρόπο δράσης των σχέσεων παραγωγής. Το αποτέλεσμα αυτού του τρόπου δράσης εκδηλώνεται αρχικά στο ότι το πράγμα εμφανίζεται ως ένα είδος ρομπότ που μπορεί να κάνει μια συγκεκριμένη κίνηση. Η μετάβαση από το 4 στο 5 είναι δυνατή διότι το πράγμα διαθέτει το ίδιο έναν λόγο για την αύξηση του. Και διαθέτει αυτόν το λόγο διότι, όπως είπε ο Μαρξ, κουβαλά μέσα του μια κοινωνική σχέση. Το ανορθολογικό είναι λοιπόν ο λόγος για την αύξηση του πράγματος. 3 Έτσι το ανορθολογικό επιβεβαιώνεται και επιβάλλεται ως ο λόγος της Wirklichkeit. Ο τρόπος ύπαρξης της κοινωνικής σχέσης μέσα στο πράγμα μας επιτρέπει να διαλευκάνουμε δύο μυστήρια: το μυστήριο της αύξησης και το μυστήριο της παραγωγής μιας κοινωνικής σχέσης από ένα απλό πράγμα. Το κεφάλαιοπράγμα μπορεί έτσι με έναν φυσικό και συγκεκριμένο τρόπο να παράγει τόκο (ακριβώς όπως η γη παράγει πρόσοδο). Μπορούμε να συνοψίσουμε αυτή την κίνηση λέγοντας ότι το πράγμα έχει καταστεί αυτόνομο υποκείμενο, αυτό που ο Μαρξ εκφράζει με την έννοια της Versubjektivierung (υποκειμενοποίηση). Εδώ υπάρχει λοιπόν μια διπλή κίνηση: πραγμοποίηση των κοινωνικών προσδιορισμών της παραγωγής και υποκειμενοποίηση των υλικών θεμελίων της, των πραγμάτων, στα οποία αναπαρίστανται και συγκαλύπτονται Σελίδα 5 / 17
αυτοί οι κοινωνικοί προσδιορισμοί. Ο Μαρξ εξηγεί ότι αυτή η διπλή κίνηση ήταν αισθητή ήδη στον πιο απλό προσδιορισμό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: στην εμπορευματική μορφή του προϊόντος της εργασίας. «Περαι πίρω στο εμπόρευμα και ακόμη περισσότερο στο εμπόρευμα ως προϊόν του κεφαλαίου εγκλείεται η πραγμοποίηση των κοινωνικών προσδιορισμών της παραγωγής και η υποκειμενοποίηση των υλικών θεμελίων της παραγωγής, η οποία χαρακτηρίζει ολόκληρο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής» (MEW 25, σελ. 887). Αυτή ακριβώς η διπλή κίνηση δίνει τη δεύτερη σημασία του όρου Verkehrung, την οποία υπαινιχθήκαμε προηγουμένως και για την οποία θα χρησιμοποιήσουμε τη λέξη αναποδογύρισμα (renversement). Συνέπεια αυτού είναι «ο μαγεμένος, αναποδογυρισμένος και στημένος με το κεφάλι προς τα κάτω κόσμος» (στο ίδιο, σελ. 838). Θεωρούμε αναγκαίο να διακρίνουμε αυτές τις δύο λειτουργίες της έννοιας Verkehrung διότι μόνον η πρώτη (αντιστροφή ως λειτουργία που προσδιορίζεται από την ανάπτυξη των μορφών, τη μετάβαση από την Kerngestalt ατή fertige Gestalt) μπορεί να προσδιορισθεί εννοιολογικά με αυστηρό τρόπο. Η δεύτερη λειτουργία που επιτελείται από την Verkehrung (διττή κίνηση πραγμοποίησης των κοινωνικών σχέσεων και υποκειμενοποίησης των υλικών φορέων) περιβάλλεται από μια ανθρωπολογική αίγλη, η οποία σημαδεύεται από την μη αναστοχασμένη, άκριτη αναφορά σε ένα παλιότερο εννοιολογικό πεδίο. Εδώ οφείλουμε να εξετάσουμε εγγύτερα τη σχέση ανάμεσα σ' αυτή τη μορφή του αναποδογυρίσματος, η οποία χαρακτηρίζει τη Veräusserlichung της καπιταλιστικής σχέσης, και στην κλασική εικόνα της αποξένωσης, όπως αυτή εκφράζεται στα Χειρόγραφα. Στην προκείμενη δομή, η οποία συγκροτείται από το ζεύγος συνωνύμων Entfremdung Veräusserlichung και την έννοια Verkehrung, αντιστοιχεί, στα Χειρόγραφα, η δομή που συγκροτείται από το ζεύγος Entfremdung Entäussemng την ίδια έννοια Verkehrung. (Αυτό το αναποδογύρισμα δηλώνει στα πλαίσια της ανθρωπολογικής κριτικής αφενός την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποξένωσης, στην οποία το υποκείμενο γίνεται αντικείμενο του αντικειμένου του και αφετέρου το θεωρησιακό εγχείρημα που επιβεβαιώνει το χωρισμό και το αναποδογύρισμα.) Από την άλλη πλευρά τόσο εδώ όσο και στα Χειρόγραφα το αναποδογύρισμα βρίσκεται στο πεδίο της σχέσης πρόσωπο πράγμα. Γι αυτό είναι αναγκαίο να συγκεκριμενοποιηθεί η σημασία των προκείμενων εννοιών. Ας εξετάσουμε αρχικά την κίνηση της πραγμοποιησης (Versachlichung ή Verdinglichung). Αυτό που μεταβιβάζεται στο πράγμα δεν είναι η ουσία μιας υποκειμενικότητας, αλλά μια σχέση. Στην Veräusserlichung δεν υπάρχει ένα υποκείμενο, το οποίο να χωρίζεται από τον εαυτό του και τα κατηγορήματα του να μεταβιβάζονται σε ένα ξένο ον. Πρόκειται για μια μορφή, η οποία αποξενώνεται από τη σχέση που υποβαστάζει και, για το λόγο αυτό, γίνεται πράγμα και επιφέρει την πραγμοποίηση της σχέσης. Αυτός ο ορισμός της Veräusserlichung ισχύει και για την Entfremdung. Αυτό που εξαλείφεται με το φετιχισμό είναι η δομική διαπλοκή που δημιουργεί την απόσταση του πράγματος από τον ίδιο τον εαυτό του, απόσταση που συγκροτεί τον τόπο, στον οποίο εγγράφονται οι οικονομικές σχέσεις. Αυτή η απόσταση καταργείται στο φετιχισμό και μπορούμε να πούμε ότι είχε εξίσου καταργηθεί και στα Χειρόγραφα του 1844, όπου το πράγμα λαμβανόταν άμεσα ως αντικείμενο μιας υποκειμενικότητας. Η κατάργηση αυτής της απόστασης, αυτής της ιδιαίτερης διάστασης του πράγματος, η οποία δηλώνει τη δημιουργία μιας δομής, επέτρεπε την αμφιβολογία αντικειμένου προϊόντος. Η Versachlichung της καπιταλιστικής σχέσης δεν πρέπει λοιπόν να κατανοηθεί ως αντικειμενοποίηση των κατηγορημάτων ενός υποκειμένου, αν δεν θέλουμε να καταργήσουμε την ειδοποιό διάσταση, στην οποία το κεφάλαιο καθορίζει τις οικονομικές σχέσεις. Όσον αφορά την υποκειμενοποίηση διαπιστώνουμε ότι ούτε αυτή συνιστά το αναποδογύρισμα του κατηγορήματος ενός ουσιακού υποκειμένου σε υποκείμενο. Αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί υποκειμενοποίηση του πράγματος είναι το ότι το πράγμα αποκτά τη λειτουργία κινητήριας δύναμης της διαδικασίας. Στα πλαίσια της διαδικασίας, αυτή η λειτουργία δεν ασκείται από ένα υποκείμενο ή από την αλληλεπίδραση υποκειμένου και Σελίδα 6 / 17
αντικειμένου. Ασκείται από τις σχέσεις παραγωγής, οι οποίες είναι απολύτως ξένες στο πεδίο του υποκειμένου και του αντικειμένου, στο οποίο βρίσκουν απλώς φορείς. Οι ιδιότητες που αποκτά το πράγμα δεν είναι οι ιδιότητες ενός υποκειμένου, αλλά η κινητήρια δύναμη που προέρχεται από τις σχέσεις παραγωγής. Το πράγμα μπορεί να εμφανισθεί ως υποκείμενο επειδή του μεταβιβάσθηκε αυτή η κίνηση. Η έννοια του υποκειμένου δηλώνει μια λειτουργία που έχει τη θέση της σε μια απατηλή κίνηση. Μπορούμε να συνάγουμε από τα παραπάνω ότι αν σε ένα θεωρητικό πεδίο, όπως αυτό των Χειρογράφων, οι έννοιες υποκειμενοποίηση, πραγμοποίηση και αναποδογύρισμα εκφράζουν με τον κατάλληλο τρόπο ένα εννοιολογικό περιεχόμενο, επισημαίνουν ένα διαφορετικό εννοιολογικό περιεχόμενο στο θεωρητικό πεδίο του Κεφαλαίου. Στη δεύτερη περίπτωση δεν είναι εννοιολογικά προσίδιες στο αντικείμενο τους, αλλά κινούνται στο επίπεδο της αναλογίας. Έτσι οι έννοιες υποκειμενοποίηση, πραγμοποίηση και αναποδογύρισμα συγκαλύπτουν το καθοριστικό: την κινητήρια δύναμη της διαδικασίας και την ειδική αποτελεσματικότητα των σχέσεων παραγωγής. 4 Ας εξετάσουμε με συντομία τη διαφορά των δύο κινήσεων. Στα Χειρόγραφα, το υποκείμενο (ο εργάτης) τοποθετεί την ουσία του σε ένα αντικείμενο. Αυτό το αντικείμενο θα αυξήσει τη δύναμη του ξένου όντος (του κεφαλαίου) που με μια κίνηση αναποδογυρίσματος θα εμφανισθεί ως υποκείμενο και θα κάνει τον εργάτη να είναι αντικείμενο του αντικειμένου του. Στο Κεφάλαιο η Veräusserlichung έγκειται στο ότι οι προσδιορισμοί της σχέσης ανάγονται στις υλικές ιδιότητες του πράγματος (πραγμοποίηση) λόγω της Begriffslosigkeit της μορφής: το πράγμα, μέσα στο οποίο εξαφανίσθηκε η σχέση, εμφανίζεται τότε ως ένα υποκείμενο ρομπότ (υποκειμενοποίηση). Σ' αυτή την κίνηση δεν επεμβαίνει ο εργάτης και ο καπιταλιστής. Εδώ ο εργάτης εμφανίζεται ως φορέας της σχέσης παραγωγής «μισθωτή εργασία» και όχι ως πρωταρχικό υποκείμενο της διαδικασίας. Ο μηχανισμός της Entfremdung δεν τον αφορά. Μπορούμε λοιπόν να προσδιορίσουμε με σαφήνεια δύο διαφορετικές δομές. Αλλά ο Μαρξ έχει διαρκώς την τάση να τις συγχέει, να αντιμετωπίζει την Entfremdung της κεφαλαιοκρατικής σχέσης με βάση το μοντέλο της αλλοτρίωσης του ουσιακού υποκειμένου, να αντιμετωπίζει τη Verkehrungαντιστροφή ως Verkerhrungαναποδογύρισμα. Θα δώσω ένα παράδειγμα αυτού του γλιστρήματος από το δεύτερο κεφάλαιο του Τόμου III. Εκεί γίνεται λόγος για το μετασχηματισμό της υπεραξίας σε κέρδος. Είδαμε ότι το κέρδος είναι μια μορφή εμφάνισης συγκάλυψης της υπεραξίας, στην οποία εξαφανίζεται ο προσδιορισμός της αξίας από το χρόνο εργασίας και της υπεραξίας από την υπερεργασία, μια μορφή που χαρακτηρίζεται από την αντίστροφη της πραγματικής κίνησης της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Ωστόσο στο κείμενο αυτό θα δούμε ότι η αντιστροφή ανάγεται στην ανθρωπολογική μορφή του αναποδογυρίσματος και μάλιστα συγχέεται το πρώτο και το δεύτερο μοντέλο της Entfremdung σε ένα κλίμα απροσδιοριστίας που είναι χαρακτηριστικό για τον ανθρωπολογικό λόγο. «Ο τρόπος με τον οποίο, μέσω του περάσματος από το ποσοστό κέρδους, η υπεραξία μετασχηματίζεται στη μορφή του κέρδους, δεν είναι παρά η περαιτέρω εξέλιξη της πραγματοποιούμενης ήδη κατά τη διαδικασία παραγωγής αντιστροφής υποκειμένου και αντικειμένου. Ήδη εκεί είχαμε διαπιστώσει ότι όλες οι υποκειμενικές παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας παρουσιάζονται ως παραγωγικές δυνάμεις του κεφαλαίου. Από τη μια πλευρά η αξία, η παρελθούσα εργασία, η οποία εξουσιάζει τη ζωντανή, προσωποποιείται στον καπιταλιστή. Από την άλλη πλευρά ο εργάτης εμφανίζεται αντιστρόφως ως απλώς πραγμοειδής εργασιακή δύναμη, ως εμπόρευμα» (MEW 25, σελ. 55). Εδώ διαπιστώνεται η ακόλουθη κίνηση: Σελίδα 7 / 17
Η ανάπτυξη των μορφών της διαδικασίας κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, με την αντιστροφή που την χαρακτηρίζει, θεωρείται ως ανάπτυξη του αρχικού αναποδογυρίσματος υποκειμένου αντικειμένου. Αν θεωρηθεί ότι αυτό το σχήμα εμφανίζει συνοχή, τότε ακυρώνεται όλη η ανάλυση μας. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι συνεκτικό, διότι εκείνο που αντιστοιχεί στο μετασχηματισμό της ζωντανής εργασίας σε εμπόρευμα είναι ο μετασχηματισμός της νεκρής εργασίας σε κεφάλαιο και όχι σε κεφαλαιοκράτη. Η προσωποποίηση με την αυστηρή έννοια που αποκτά αυτή η έννοια στο Κεφάλαιο είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Δηλώνει τη λειτουργία του υποκειμένου ως φορέα της σχέσης παραγωγής. Η σχέση παραγωγής προσδιορίζει, όπως είδαμε, αφενός μια λειτουργία υποκειμένου και αφετέρου μια λειτουργία αντικειμένου. Αυτή η σχέση πραγματοποιεί τόσο την Darstellung τον αντικειμένου όσο και αυτό που θα αποκαλέσουμε, δανειζόμενοι τον όρο από τον Jacques Lacan, σκηνοθέτηση του υποκειμένου Γνωρίζουμε ότι αυτό αποκλείει το να λειτουργήσει το ζεύγος υποκείμενο αντικείμενο ως κινητήρια δύναμη της διαδικασίας καθώς και η κίνηση της διαδικασίας να αποτελεί την κίνηση της αμοιβαιότητας της. Η αυστηρή λειτουργία της προσωποποίησης, η οποία ανευρίσκεται στο Κεφάλαιο, καθιστά απολύτως άκυρη την προκείμενη χρήση της έννοιας από τον Μαρξ. Αν επανέλθουμε τώρα στο σχήμα μας, θα έχουμε: Απέναντι στην εργασιακή δύναμη βρίσκεται το κεφάλαιο και όχι ένα πρόσωπο (ο καπιταλιστής). Ομοίως, απέναντι στον καπιταλιστή βρίσκεται ένα άλλο υποκείμενο, ο εργάτης, και όχι ένα πράγμα. Η αντιστροφή υποκειμένου αντικειμένου δεν έχει εδώ καμιά θέση. Αυτό σημαίνει ότι η ανθρωπολογία δεν έχει στο Κεφάλαιο παρά μόνον τη θέση που της παρέχουν οι παλινδρομήσεις του λόγου του Μαρξ. Εκεί όπου ο Μαρξ δεν περιχαρακώνει τις έννοιες του, αυτές προσανατολίζονται με βάση ανθρωπολογικές αναφορές. Εκεί όπου ο λόγος του παύει να είναι αυστηρός βλέπουμε να σχηματίζεται ένα ανθρωπολογικό μοντέλο. Τέτοια γλιστρήματα είναι αναπόφευκτα στο βαθμό που ο Μαρξ δεν υποβάλλει σε αυστηρό έλεγχο το λεξιλόγιο του. Οι λέξεις με τις οποίες εκφράζονται οι νέες έννοιες που εισάγει το Κεφάλαιο είναι σε πολλές περιπτώσεις οι ίδιες που χρησιμοποιούσε ο νεαρός Μαρξ για να εκφράσει τις ανθρωπολογικές έννοιες του. Είναι αναγκαίο να επιμείνουμε σ' αυτή τη διάκριση: εδώ πρόκειται αναμφίβολα για διαφορετικές έννοιες. Για παράδειγμα βρίσκουμε στο Κεφάλαιο μια έννοια της Verkehrung και μια έννοια της Entfremdung που είναι νέες, δηλ. έχουν διαφορετικό περιεχόμενο από εκείνες των Χειρογράφων. Ωστόσο οι ίδιες λέξεις χρησιμοποιούνται για να εκφρασθούν οι ανθρωπολογικές έννοιες (που θα αποκαλέσω Έννοιες Ι) και οι έννοιες του Κεφαλαίου Σελίδα 8 / 17
(Έννοιες Π). Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι και στις δύο περιπτώσεις οι έννοιες Verkehrung και Entfremdung έχουν σχεσιακή λειτουργία. Στα πλαίσια ενός ορισμένου θεωρητικού πεδίου δηλώνουν σχέσεις μεταξύ όρων. Στο θεωρητικό πεδίο Ι οι όροι που συσχετίζονται μέσω των εννοιών Verkehrung και Entfremdung είναι το υποκείμενο, το κατηγόρημα, το αντικείμενο, το πρόσωπο, η εμπειρία, η θεωρησιακότητα κλπ. Στο θεωρητικό πεδίο II πρόκειται για τους όρους απλή και σύνθετη μορφή, σχέση και μορφή κλπ. Τα δύο θεωρητικά πεδία έχουν διαφορετικές ιδιότητες και συνεπώς οι σχέσεις τύπου Ι δεν μπορούν να είναι ομόλογες με τις σχέσεις τύπου II. Αν ήθελε κανείς να είναι αυστηρός θα έπρεπε και οι λέξεις με τις οποίες εκφράζονται αυτές οι σχεσιακές έννοιες να είναι επίσης διαφορετικές. Δεδομένου ότι ο Μαρξ δεν ανταποκρίνεται σ' αυτή την επιταγή αυστηρότητας, υπάρχει ο κίνδυνος να εισαχθεί η πρώτη μορφή εκεί όπου δεν έχει καμιά θέση. Το γλίστρημα πραγματοποιείται σε δύο φάσεις: αρχικά εμφάνιση ομολογίας μεταξύ σχέσεων τύπου Ι και σχέσεων τύπου II και ακολούθως ανασυγκρότηση του θεωρητικού πεδίου Ι, με προσπάθεια να εγγραφεί σ' αυτό το πεδίο II. Ωστόσο σ' αυτή την απόπειρα εκδηλώνεται μια στρέβλωση, η οποία μαρτυρεί για την αντίσταση που προβάλλει το πεδίο Π. Αυτή η στρέβλωση προκαλεί, μεταξύ άλλων, την έλλειψη συνοχής του σχήματος που μόλις εξετάσαμε. Στρεβλώσεις τέτοιου είδους συναντώνται σχεδόν κάθε φορά που ο Μαρξ χρησιμοποιεί σχήματα δανεισμένα από την ανθρωπολογική κριτική. Ιδιαίτερα εύγλωττα είναι ως προς αυτό το ζήτημα τα κείμενα που επαναφέρουν το παλιό σχήμα κριτικής για τη θρησκευτική αλλοτρίωση. Κάθε φορά που ο Μαρξ υποστηρίζει ότι υπάρχει αναλογία ανάμεσα στη διαδικασία που μελετά και τη διαδικασία της θρησκευτικής αλλοτρίωσης (π.χ. στο πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου) η ανάλυση δείχνει ότι η αναλογία δεν είναι απολύτως αυστηρή. Μια άλλη σημαντική στρέβλωση διαπιστώνεται στη διατύπωση που χρησιμοποιεί συχνά ο Μαρξ για να χαρακτηρίσει το φετιχισμό: οι σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους γίνονται σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα, διατύπωση στην οποία οι δύο προσδιορισμοί υποκλέπτουν τη θέση των υποκειμένων. t Μένει να εξετάσουμε τη βαθύτερη αιτία αυτών των γλυστρημάτων. θεωρήσαμε ότι την ευθύνη φέρει το ότι ο Μαρξ δεν υπέβαλε σε αυστηρό έλεγχο το λεξιλόγιο του. Αυτή η έλλειψη ελέγχου δεν οφείλεται σε απλή αμέλεια. Το ότι ο Μαρξ δεν θεώρησε αναγκαίο να προβεί σε ορολογικές διαφοροποιήσεις οφείλεται στο ότι δεν εξέτασε ποτέ με αυστηρότητα τη διαφορά του Λόγου του από τον ανθρωπολογικό Λόγο του νεανικού έργου του. Αν εμείς μπορούμε μέσα στη θεωρητική πρακτική του Μαρξ να προσδιορίσουμε την τομή που εκείνος διαρκώς επιβεβαίωνε, αν μπορούμε να διαπιστώσουμε τη ριζική διαφοροποίηση των δύο προβληματικών, ο ίδιος ο Μαρξ δεν μπόρεσε ποτέ να συλλάβει πραγματικά και να εκφράσει εννοιολογικά αυτή τη διαφορά. Γ) Η μετατόπιση της προέλευσης και η υπέρβαση του ορίου θα δούμε πώς ολοκληρώνεται η φετιχοποιημένη μορφή της διαδικασίας εξετάζοντας τι συμβαίνει με την προέλευση (Ursprung), το όριο (Grenze) και το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας. Εδώ δεν πρόκειται για μια προέλευση με χρονική έννοια, αλλά για την προέλευση της κεφαλαιοκρατικής διαδικασίας καθ' εαυτήν. Επειδή η διαδικασία κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου, η προέλευση που εξετάζουμε εδώ είναι η προέλευση της υπεραξίας: η υπερεργασία. Αυτή η προέλευση δεν αποκαλύπτεται στις συγκεκριμένες μορφές της καπιταλιστικής διαδικασίας. Αυτό που δίνεται είναι τα αποτελέσματα της διαδικασίας, δηλ. τα μέρη στα οποία κατατέμνεται η συνολική υπεραξία: το κέρδος, ο τόκος και η πρόσοδος. Η έρευνα των λόγων αντιστάθμισης μας έδειξε ότι αυτές οι μερίδες που εκφράζουν τη διανομή της υπεραξίας εμφανίζονται ως συστατικά στοιχεία της. 6 Αυτή η επίφαση συνιστά το θεμέλιο της χυδαίας οικονομίας, η οποία έχει την πιο συγκροτημένη πηγή της στη θεωρία των τριών πηγών του εκλαϊκευτικού Adam Smith. Το εγχείρημα έγκειται στο να εμφανισθούν ο μισθός, το κέρδος και η πρόσοδος, δηλ. τα στοιχεία που προκύπτουν από την κατάτμηση της παραγόμενης σε μια Σελίδα 9 / 17
συγκεκριμένη περίοδο υπεραξίας, ως συστατικά στοιχεία της αξίας αυτής. 7 Στο εγχείρημα του Adam Smith μπορεί να διακριθούν δύο φάσεις. Κατ' αρχήν ο μισθός, το κέρδος και η πρόσοδος αποσυνδέονται από την προέλευση τους (το συνολικό κοινωνικό χρόνο εργασίας, ο οποίος πραγματοποιείται στην αξία, της οποίας η κατάτμηση δίνει το μισθό, το κέρδος και την πρόσοδο). Αυτονομούνται και εμφανίζονται ως μορφές μεταξύ τους αδιάφορες. Πρέπει συνεπώς για το καθένα από αυτά τα στοιχεία που στερήθηκαν τον παρεχόμενο από τη θέση τους στη διαδικασία μορφικό προσδιορισμό να βρεθεί μια ιδιαίτερη προέλευση. Αυτό ακριβώς κάνει η θεωρία των τριών πηγών που ορίζει ως προέλευση του μισθού την εργασία, ως προέλευση της προσόδου τη γη και ως προέλευση του κέρδους το κεφάλαιο. Οι τρεις πηγές παίρνουν έτσι τη θέση της αγνοημένης προέλευσης. Η αντιπαράθεση Ursprung Quelle (προέλευση πηγή) δεν ανευρίσκεται τυχαία στον Μαρξ. Δηλώνει τη μετάβαση από μια κοινωνικά προσδιορισμένη διαδικασία παραγωγής σε ένα είδος φυσικής διαδικασίας. Η μετατόπιση από την προέλευση στην πηγή αποτελεί συμπλήρωμα της Versachlichung (πραγμοποίησης), του μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής σε πράγματα οριζόμενα από υλικές ιδιότητες. Αυτή η μετατόπιση συμπληρώνει τη φυσικοποίηση της διαδικασίας. Η εξαφάνιση της προέλευσης συνιστά ταυτόχρονα και εξαφάνιση του ορίου. Γνωρίζουμε ότι το όριο αυτό προσδιορίζεται από την προέλευση της αξίας (το χρόνο εργασίας) και της υπερεργασίας (την υπερεργασία). Τα όρια της υπεραξίας προσδιορίζονται από την ολική διάρκεια της εκμεταλλευόμενης υπερεργασίας. Με τον τρόπο αυτόν ο νόμος της αξίας δρα ως ρυθμιστικός νόμος που δείχνει τα όρια εντός των οποίων μπορεί να πραγματοποιηθεί η κατανομή της υπεραξίας σε κέρδος τόκο και πρόσοδο. Έτσι διαλύονται όλες οι ψευδαισθήσεις που προκαλούνται από τη θεωρία περί τριών πηγών, η καθεμιά από τις οποίες παράγει δήθεν με φυσικό τρόπο ένα εισόδημα. Ένα εννοιολογικό ποιοτικό όριο προσδιορίζει την ολική ποσότητα της παραγόμενης αξίας και υπεραξίας. Αν αντιθέτως το κεφάλαιο παράγει με φυσικό τρόπο ένα κέρδος, αν λειτουργεί ως ένα είδος ρομπότ, κάθε ποιοτικό όριο καταργείται και η παραγωγή κέρδους φαίνεται να ακολουθεί μόνον τους νόμους της γεωμετρικής προόδου. Σ' αυτό οφείλεται και η οξυδερκής ανακάλυψη με την οποία ο Price πίστευε ότι επέλυσε τα δημοσιονομικά προβλήματα των κρατών: «Χρήμα που αποφέρει επίτοκο τόκο αυξάνεται αρχικά με αργούς ρυθμούς. Επειδή όμως το ποσοστό αύξησης επιτείνεται διαρκώς, η αύξηση θα γίνει μετά από λίγο καιρό τόσο ταχεία ώστε θα ξεπερνά κάθε τολμηρή φαντασία (...). Ένα σελίνι που κατατέθηκε τη χρονιά γέννησης του Σωτήρα μας με ανατοκισμό προς 6% θα έπρεπε να είχε αποδώσει μια μάζα νομισμάτων που δεν θα μπορούσε να τη χωρέσει ολόκληρο το ηλιακό σύστημα αν μετατρεπόταν σε σφαίρα με διάμετρο ίση με την τροχιά του Πλούτωνα». «Συνεπώς ένα κράτος δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει ποτέ δυσκολίες στο ζήτημα αυτό. Διότι με ελάχιστες οικονομίες μπορεί να εξοφλήσει το πιο μεγάλο χρέος σε ένα χρονικό διάστημα τόσο σύντομο όσο επιτάσσουν τα συμφέροντα του» (παρατίθεται σε Marx, MEW 25, σελ. 408 9). Βλέπουμε εδώ ότι ολοκληρώνεται η εικόνα του κεφαλαιοκρατικού ρομπότ. Η ψευδαίσθηση της γεωμετρικής αύξησης καθίσταται δυνατή επειδή παραγνωρίζεται το ποιοτικό όριο της αξιοποίησης του κεφαλαίου. «Με την ταύτιση της υπεραξίας με την υπερεργασία τίθεται ένα ποσοτικό όριο για τη συσσώρευση του κεφαλαίου: η συνολική εργάσιμη ημέρα, η εκάστοτε υπάρχουσα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και του πληθυσμού, η οποία περιορίζει τον αριθμό των ταυτόχρονα εκμεταλλεύσιμων ημερών εργασίας. Εάν αντιθέτως η υπεραξία γίνει αντιληπτή με την μη εννοιακή (begriffslose) μορφή του τόκου, τότε το όριο είναι μόνον Σελίδα 10 / 17
ποσοτικό και ξεπερνά κάθε τολμηρή φαντασία» (στο ίδιο, σελ. 412). Η εξάλειψη της προέλευσης και του ορίου ολοκληρώνουν έτσι τη φετιχοποιημένη εικόνα της διαδικασίας, μια εικόνα με την οποία γίνονται αντιληπτές οι οικονομικές σχέσεις από τους φορείς της παραγωγής: «Στο τοκοφόρο κεφάλαιο ολοκληρώνεται η παράσταση του κεφαλαίου φετιχ, η παράσταση που αποδίδει στο επισωρευμένο προϊόν της εργασίας, και ακόμη περισσότερο σ' εκείνο που έχει παγιωθεί ως χρήμα, την ικανότητα (Kraft) μέσω μιας εγγενούς κρυφής ιδιότητας να παράγει με αμιγώς αυτόματο τρόπο μια γεωμετρικώς αυξανόμενη υπεραξία» (στο ίδιο). Α) Ο μαγεμένος κόσμος Περιγράψαμε τη συγκρότηση του ενός από τα τρία ζεύγη του τριαδικού τύπου. Από την ανάλυση αυτή μπορούμε να συνάγουμε δύο σημαντικά συμπεράσματα: 1) Αυτή η διαδικασία συγκρότησης εισάγει μια δομή εντελώς διαφορετική από τη δομή υποκείμενο κατηγόρημα αντικείμενο που συναντάται στα Χειρόγραφα. 2) Οι μορφές του φετιχισμού δεν είναι μορφές που έχουν παραμορφωθεί από τη θεωρησιακότητα. Είναι εκείνες ακριβώς οι μορφές με τις οποίες η κεφαλαιοκρατική διαδικασία υπάρχει για τους φορείς της παραγωγής. «Στο βαθμό που η μορφή του κέρδους αποκρύπτει τον εσωτερικό πυρήνα του, το κεφάλαιο αποκτά όλο και περισσότερο μια πραγμώδη μορφή, η σχέση μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε πράγμα, αλλά σε ένα πράγμα που κουβαλά την κοινωνική σχέση, την έχει κρύψει μέσα του, ένα πράγμα που συμπεριφέρεται στον εαυτό του με πλασματική ζωή και αυτονομία, ένα αισθητό υπεραισθητό ον. Και σ' αυτή τη μορφή κεφαλαίου και κέρδους εμφανίζεται ως έτοιμη προϋπόθεση στην επιφάνεια. Είναι η μορφή της πραγματικότητας τον ή μάλλον η πραγματική μορφή ύπαρξης του. Και αυτή είναι η μορφή με την οποία ζει στη συνείδηση των φορέων του, των καπιταλιστών, αντανακλάται στις παραστάσεις τους» (MEW 26.3, σελ. 474, υπογρ. J.R.). Ξαναβρίσκουμε εδώ εκείνο από το οποίο ξεκινήσαμε, δηλ. το ότι οι σχέσεις που προσδιορίζουν το κεφαλαιοκρατικό σύστημα δεν μπορούν να υπάρξουν παρά με τη μορφή της απόκρυψης τους. Η μορφή της πραγματικότητας τους είναι η μορφή στην οποία εξαφανίζεται η πραγματική κίνηση τους. Η ανάλυση του φετιχισμού επιβεβαιώνει ότι η μυστικοποίηση αποτελεί μυστικοποίηση της δομής, ότι είναι η ίδια η ύπαρξη της δομής. Ο «μαγεμένος κόσμος» του φετιχισμού, «στον οποίο ο Κύριος Κεφάλαιο και η Κυρία Γη περιφέρονται εν είδη φαντασμάτων ως κοινωνικοί χαρακτήρες και ταυτοχρόνως άμεσα ως απλά πράγματα» (MEW 25, σελ. 838) αποτελεί συνεπώς την ολοκληρωμένη εικόνα αυτής της σύνδεσης αποτελεσμάτων που προσδιορίζεται από την απουσία της αιτίας. Ο Μαρξ αντιμετωπίζει αυτή την απουσία αιτίας ως απλή απόσταση που οφείλεται στο ότι εξαφανίστηκαν οι διαμεσολαβήσεις, λησμονήθηκαν οι προσδιορισμοί της διαδικασίας. Ωστόσο αυτή η λήθη είναι και συστατική δεδομένου ότι εδώ δεν έχουμε πλέον να κάνουμε με την ανάπτυξη μιας συνείδησης που διαθέτει την εγελιανή ικανότητα της Erinnerung (μνήμη, ανάμνηση). Πέρα από τις απρόσφορες εικόνες της απόστασης και της λήθης αναγόμαστε στο θεμέλιο, δηλ. στο γεγονός ότι οι μορφές εμφάνισης της διαδικασίας προσδιορίζονται από κάτι που δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να αναπαρασταθεί στο πεδίο της Wirklichkeit χωρίς να κρυφτεί μέσα σ' αυτό, δηλ. από τις σχέσεις παραγωγής, οι οποίες φέρουν - δηλ. δεν φέρουν - τη μαρτυρία της διαδικασίας διαμόρφωσης, της Entstehungsprozesses ενός συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής: του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο φετιχισμός δεν εκφράζει συνεπώς μια ανθρωπολογική διαδικασία, αλλά την ειδοποιό απόσταση με την οποία η δομή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής εμφανίζεται στο πεδίο της Wirklichkeit, της Alltagsleben (καθημερινής ζωής), δηλ. παρουσιάζεται στη συνείδηση και τη δράση των φορέων παραγωγής, οι οποίοι είναι φορείς των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Σελίδα 11 / 17
Με αυτή την αφετηρία οι μορφές του φετιχισμού υποβάλλονται σε επεξεργασία και συστηματοποιούνται σε έναν ιδιαίτερο Λόγο, το Λόγο της χυδαίας πολιτικής οικονομίας. «Πράγματι η χυδαία πολιτική οικονομία δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μεταφράζει, να συστηματοποιεί και να εμφανίζει με απολογητική μορφή τις παραστάσεις των εγκλωβισμένων στις αστικές σχέσεις παραγωγής φορέων αυτής της παραγωγής» (MEW 25, σελ. 825). Ξεκινώντας από τις μορφές της Wirklichkeit, της Alltagsleben, η χυδαία πολιτική οικονομία τις συστηματοποιεί στα τρία ζεύγη του τριαδικού τύπου, σε αλλοτριωμένες και ανορθολογικές μορφές, όπου ορισμένα πράγματα (υλικά στοιχεία του κεφαλαίου, γη) γεννούν κοινωνικές σχέσεις (υπεραξία, πρόσοδος). Αυτές οι μη σύμμετρες σχέσεις αποτελούν για τη χυδαία πολιτική οικονομία τον ορθολογικό πυρήνα του συστήματος. «Μόλις φτάσει σ' αυτή τη μη σύμμετρη [σχέση] ο χυδαίος οικονομολόγος κατανοεί τα πάντα και δεν νιώθει πλέον την ανάγκη να σκεφθεί περαιτέρω. Και αυτό διότι έχει φθάσει στο "ορθολογικό" της αστικής θεώρησης» (στο ίδιο, σελ. 826). Από το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε τώρα μπορούμε να επιχειρήσουμε το χαρακτηρισμό όλων των τύπων Λόγου που συναντήσαμε. Το σημείο αφετηρίας που δίνεται στην αντίληψη μας είναι οι «παγιωμένες μορφές του πλούτου», οι μορφές της Wirklichkeit τις οποίες συναντούν οι φορείς της παραγωγής. Ο χυδαίος οικονομολόγος αρκείται στο να συστηματοποιεί αυτες τις μορφές, να δίνει τον ορθολογικό πυρήνα τους, δηλ. το κατά κυριολεξίαν ανορθολογικό. Ο Λόγος του συνιστά αντανάκλαση της φαινομενικής κίνησης και άρνηση της εσωτερικής ουσίας και της πραγματικής κίνησης της διαδικασίας. Η κλασική πολιτική οικονομία θέτει ως στόχο της τη διάλυση των παγιωμένων μορφών προκειμένου να τις ανάγει στην ουσιώδη εσωτερική τους ενότητα. Έτσι π.χ. ανάγει την πρόσοδο στο πρόσθετο κέρδος. Δεν είναι ωστόσο σε θέση να ολοκληρώσει το έργο της διότι δεν έχει αντιληφθεί ότι αυτές οι μορφές είναι μορφές εμφάνισης της εσωτερικής ουσίας της διαδικασίας. Επιβεβαιώνει λοιπόν την εσωτερική ουσία με τη δογματική άρνηση των φαινομένων και εξορκίζει τις μορφές του φετιχισμού χωρίς ωστόσο να μπορεί να τις κατανοήσει. Η θεωρία του Μαρξ κατανοεί αντιθέτως αυτές τις αλλοτριωμένες και ανορθολογικές μορφές ως μορφές εμφάνισης της εσωτερικής ουσίας της διαδικασίας. Μπορεί ταυτόχρονα να διατυπώσει τη θεωρία της διαδικασίας και τη θεωρία των λόγων παραγνώρισης της. Μπορούμε εδώ να επανέλθουμε σε ένα τέταρτο είδος Λόγου, το Λόγο των Χειρογράφου τον 1844. Και αυτός ο Λόγος έχει ως σημείο αφετηρίας τις «αλλοτριωμένες και ανορθολογικές μορφές» που μόλις εξετάσαμε. Το πρώτο χειρόγραφο εκκινεί από τις τρεις πηγές και ο νεαρός Μαρξ αρνείται τη διάλυση τους από τον Ricardo, θεωρώντας την ως αφηρημένη. Έτσι γράφει στις σημειώσεις του από την ανάγνωση του Ricardo: «Για να δώσει μεγαλύτερη συνοχή και πιο συγκεκριμένο χαρακτήρα στους νόμους της, η πολιτική οικονομία οφείλει να θεωρήσει την πραγματικότητα (Wirklichkeit) ως τυχαία και την αφαίρεση ως πραγματική». Ο Λόγος των Χειρόγραφα)ν αποτελεί συνεπώς Λόγο που έχει ως αφετηρία τις αλλοτριωμένες και ανορθολογικές μορφές και θέλει να κρατηθεί στο επίπεδο της Wirklichkeit. Αυτό σημαίνει ότι στα πλαίσια του οι ανορθολογικές μορφές θεωρούνται μορφές του παραλογισμού, της λογικής που αποξενώθηκε, μορφές του ανθρώπου που έγινε ξένος προς τον ίδιο τον εαυτό του. Ή, με άλλη διατύπωση, αυτές οι αλλοτριωμένες μορφές - και είδαμε τι έννοια πρέπει να δώσουμε εδώ σ' αυτόν τον όρο - είναι κατά την άποψη του μορφές αλλοτρίωσης με την ανθρωπολογική έννοια του όρου. Σελίδα 12 / 17
Έτσι η αναγωγή των μορφών πλούτου στον προσδιορισμό της αλλοτριωμένης εργασίας δεν συνιστά πραγματική κριτική των μορφών της οικονομικής Gegenständlichkeit, αλλά περιορίζεται στην απλή εικόνα της αντιστροφής, όπου οι προσδιορισμοί του ανθρώπινου υποκειμένου και της διυποκειμενικότητας παίρνουν παντού τη θέση των υλικών προσδιορισμών και των σχέσεων μεταξύ πραγμάτων (το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα μας δόθηκε με τις αμφιβολογίες του πλούτου και του εμπορίου). 8 Αυτός ο Λόγος παραμένει λοιπόν δέσμιος των ψευδαισθήσεων της Wirklichkeit. ΠΙ. Παρατηρήσεις αντί επιλόγου θα ήθελα να ολοκληρώσω θέτοντας το πρόβλημα της εφικτότητας του Λόγου της κλασικής πολιτικής οικονομίας. Υπάρχει πράγματι ένας Λόγος, του οποίου οι συνθήκες εφικτότητας ορίζονται με σαφήνεια: πρόκειται για το Λόγο της χυδαίας πολιτικής οικονομίας. Το πρόβλημα τίθεται διαφορετικά για την κλασική πολιτική οικονομία, διότι το θεμέλιο της δεν εξαρτάται από τις παραστάσεις των φορέων της παραγωγής. Τέτοια εξάρτηση υπάρχει μόνον στις αδύναμες στιγμές της (π.χ. στον εκλαϊκευτικό Adam Smith). Πώς να ερμηνεύσουμε ταυτόχρονα τη σχετική αυτονομία του Λόγου της κλασικής οικονομίας, αυτονομία που του επιτρέπει να διαλύσει την αχλύ του φετιχισμού, και τον ουσιαστικό περιορισμό του, την αδυναμία του να κατανοήσει την πραγματική κίνηση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής; Αφού επαινεί το διαλυτικό έργο της κλασικής πολιτικής οικονομίας, ο Μαρξ μας δηλώνει: «Ωστόσο ακόμη και οι καλύτεροι εκπρόσωποι της - και δεν ήταν δυνατόν να γίνει κάτι διαφορετικό από την αστική οπτική γωνία - παρέμειναν λιγότερο ή περισσότερο δέσμιοι του κόσμου των φαινομένων που οι ίδιοι με κριτικό τρόπο διέλυσαν» (MEW 25, σελ. 838). Πώς εκδηλώνεται αυτή η αδυναμία; Μπορούμε να επιχειρήσουμε τον εντοπισμό δύο προνομιακών σημείων, στα οποία επιβεβαιώνεται η παραγνώριση της δομής στο Λόγο της κλασικής πολιτικής οικονομίας. Υπάρχουν δύο πράγματα που η κλασική πολιτική οικονομία δεν βλέπει. Εξετάσαμε αναλυτικά το πρώτο σημείο που αφορά την παραγνώριση της αξιακής μορφής. Ας δούμε πώς θέτει ο Μαρξ την αναγκαιότητα αυτής της παραγνώρισης για την κλασική πολιτική οικονομία. «Μια από τις βασικές ελλείψεις της κλασικής πολιτικής οικονομίας είναι ότι δεν κατόρθωσε ποτέ να συνάγει από την ανάλυση του εμπορεύματος και ειδικότερα της αξίας του εμπορεύματος την αξιακή μορφή, η οποία καθιστά την αξία του εμπορεύματος ανταλλακτική αξία. Ιδίως οι καλύτεροι εκπρόσωποι της, όπως ο A. Smith και ο Ricardo, είναι εκείνοι που πραγματεύονται την αξιακή μορφή ως κάτι απολύτως αδιάφορο ή εξωτερικό προς τη φύση του ίδιου του εμπορεύματος. Ο λόγος δεν είναι μόνον ότι η ανάλυση του αξιακού μεγέθους απορρόφησε πλήρως την προσοχή τους. Βρίσκεται βαθύτερα. Η αξιακή μορφή του προϊόντος της εργασίας είναι η πλέον αφηρημένη αλλά και γενική μορφή του αστικού τρόπου παραγωγής που αποκτά μ' αυτόν τον τρόπο έναν χαρακτηρισμό ως ιδιαίτερο είδος κοινωνικής παραγωγής και έτσι ταυτόχρονα έναν ιστορικό χαρακτηρισμό. Αν τον θεωρήσει λοιπόν κανείς ως την αιώνια φυσική μορφή κοινωνικής παραγωγής, τότε θα παραθεωρήσει αναγκαστικά την ιδιαιτερότητα της αξιακής μορφής, δηλ. της εμπορευματικής μορφής και, με περαιτέρω ανάπτυξη, της χρηματικής μορφής, της κεφαλαιακής μορφής κλπ.» (MEW 23, σελ. 95 σημ. 32). Αυτό που παραγνωρίζει η κλασική πολιτική οικονομία θεωρώντας ασήμαντη την αξιακή μορφή είναι λοιπόν ο ιδιαίτερος ιστορικός χαρακτήρας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Το ίδιο συμβαίνει στην ανάλυση του δεύτερου σημείου που αφορά την προέλευση της υπεραξίας. Όλα σχεδόν τα σφάλματα του Smith και του Ricardo, όλες οι εσφαλμένες διατυπώσεις τους για διάφορα προβλήματα έχουν την ίδια συνέπεια: συσκοτίζουν το σχηματισμό της υπεραξίας. Υπάρχει μια διάκριση που είναι απούσα από όλες τις αναλύσεις της κλασικής πολιτικής οικονομίας: η διάκριση Σελίδα 13 / 17
μεταξύ μεταβλητού και σταθερού κεφαλαίου. Ωστόσο η χρήση αυτής της διάκρισης διαλύει το μυστήριο της υπεραξίας. Φέρνει στο φως την κινητήρια δύναμη της διαδικασίας καπιταλιστικής παραγωγής: την αντίθεση κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας. Δείχνει ότι η καπιταλιστική παραγωγή προσδιορίζεται από συγκεκριμένες ιστορικές σχέσεις παραγωγής. Έτσι όλες οι παραλείψεις και αντιφάσεις του Λόγου της κλασικής πολιτικής οικονομίας που συνδέονται με αυτά τα δύο σημεία τείνουν να συγκαλύψουν ένα γεγονός: το ότι η ύπαρξη της καπιταλιστικής παραγωγής είναι ύπαρξη ενός ιστορικά καθορισμένου τρόπου παραγωγής. Σ' αυτό το κρυφτούλι της πολιτικής οικονομίας υπάρχει πάντα ένα σημείο στο οποίο ξεσκεπάζεται. Υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να δει και αυτό που δεν μπορεί να δει είναι επίσης αυτό που οφείλει να μη δει. Η έννοια της υποχρέωσης μη θέασης δεν έχει διατυπωθεί από τον Μαρξ. 9 Ο Μαρξ δεν στοχάζεται εννοιολογικά τις ιδιαίτερες συνθήκες εφικτότητας του Λόγου της κλασικής πολιτικής οικονομίας. Αντιμετωπίζει τον εγγενή περιορισμό της κλασικής πολιτικής οικονομίας με έναν αναλογικό τρόπο σκέψης. Αυτό προκύπτει από τη μελέτη ενός κειμένου του Τόμου III που σχολιάζει τη θέση του Ricardo για το πρόβλημα της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. «Το ποσοστό κέρδους είναι η κινητήρια δύναμη στην καπιταλιστική παραγωγή - και παράγεται κάτι μόνον όταν και ενόσω μπορεί να παραχθεί με κέρδος. Σ' αυτό οφείλεται ο φόβος των άγγλων οικονομολόγων για τη μείωση του ποσοστού κέρδους. Το ότι η απλή πιθανότητα ανησυχεί τον Ricardo, δείχνει ακριβώς το ότι έχει κατανοήσει βαθιά τις συνθήκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Το σημαντικό στο έργο του είναι ακριβώς αυτό που του προσάπτεται, το ότι δηλαδή εξετάζοντας την καπιταλιστική παραγωγή αδιαφορεί για τους "ανθρώπους" και ασχολείται μόνον με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων - με όσες θυσίες σε ανθρώπους και κεφαλαιακές αξίες και αν εξαγοράζεται αυτή η ανάπτυξη. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνικής εργασίας είναι ιστορικό καθήκον και δικαιολόγηση του κεφαλαίου. Και με αυτόν τον τρόπο δημιουργεί ασυνείδητα τους υλικούς όρους μιας ανώτερης μορφής παραγωγής. Αυτό που ανησυχεί τον Ricardo είναι ότι το ποσοστό κέρδους, το κεντρί της καπιταλιστικής παραγωγής, η προϋπόθεση αλλά και η κινητήρια δύναμη της συσσώρευσης, απειλείται από την ίδια την ανάπτυξη της παραγωγής. Και εδώ η ποσοτική σχέση είναι το παν. Στην πραγματικότητα υπάρχει κάτι που βρίσκεται βαθύτερα και εκείνος απλά το διαισθάνεται. Εδώ προκύπτει με αμιγώς οικονομικό τρόπο, δηλ. από την οπτική γωνία του αστού, μέσα στα όρια της καπιταλιστικής νόησης (Verstand), από την οπτική γωνία της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής, το όριο, η σχετικότητα του καπιταλισμού, το ότι δεν είναι ένας απόλυτος, αλλά μόνον ένας ιστορικός τρόπος παραγωγής που αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη περίοδο περιορισμένης εξέλιξης των υλικών όρων της παραγωγής» (MEW 25, σελ. 269 270). Ας σημειώσουμε τις χρησιμοποιούμενες εδώ έννοιες. Έχουμε αρχικά τη διαίσθηση (Ahnung) του Ricardo. H παρουσία αυτής της έννοιας δεν είναι αδιάφορη. Ο Μαρξ τη χρησιμοποιεί με συνέπεια κάθε φορά που θέλει να επισημάνει τα προαισθήματα του Ricardo, τις διαισθήσεις του σχετικά με την ενδότερη (ρύση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, οι οποίες προχωρούν πέρα από την περιορισμένη «οπτική γωνία» του. Αυτός ο αναγκαστικός περιορισμός δηλώνεται εδώ με τρεις εκφράσεις: in rein ökonomischer Weise, vom Bourgeoisstandpunkt, innerhalb der Grenzen des kapitalistischen Verstandes. 10 Μπορούμε να παραβάλλουμε αυτές τις εκφράσεις με ένα κείμενο του Τόμου Ι, που βρίσκεται στο τέλος του κεφαλαίου για το μισθό. «Η κλασική πολιτική οικονομία φτάνει προσεγγιστικά στην πραγματική κατάσταση των πραγμάτων χωρίς ωστόσο να την εκφράζει συνειδητά. Δεν μπορεί να το κατορθώσει όσο μένει στο παλιό αστικό πετσί της» (MEW 23, σελ. 564). Σελίδα 14 / 17