1 Ελλθνικι Δθμοκρατία Σεχνολογικό Εκπαιδευτικό Κδρυμα Ηπείρου Διαταραχζσ τθσ Ροισ - Σραυλιςμόσ Ενότθτα 1: Ειςαγωγι ςτισ Διαταραχζσ Ροισ - Σραυλιςμόσ Μελπομζνθ (Μελίνα) Νθςιϊτθ
2 Ανοιχτά Ακαδθμαϊκά Μακιματα ςτο ΣΕΙ Ηπείρου Σμιμα Λογοκεραπείασ Διαταραχζσ τθσ Ροισ Σραυλιςμόσ Ενότθτα 1: Ειςαγωγι ςτισ Διαταραχζσ Ροισ - Σραυλιςμόσ. Μελπομζνθ (Μελίνα) Νθςιϊτθ M.Sc., Κακθγιτρια Εφαρμογϊν Ιωάννινα, 2015
Άδειεσ Χριςθσ Σο παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται ςε άδειεσ χριςθσ Creative Commons. Για εκπαιδευτικό υλικό, όπωσ εικόνεσ, που υπόκειται ςε άλλου τφπου άδειασ χριςθσ, θ άδεια χριςθσ αναφζρεται ρθτϊσ. 3 3
4 Χρθματοδότθςθ Σο ζργο υλοποιείται ςτο πλαίςιο του Επιχειρθςιακοφ Προγράμματοσ «Εκπαίδευςθ και Δια Βίου Μάκθςθ» και ςυγχρθματοδοτείται από τθν Ευρωπαϊκι Ζνωςθ (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Σαμείο) και από εκνικοφσ πόρουσ. Σο ζργο «Ανοικτά Ακαδθμαϊκά Μακιματα ςτο TEI Ηπείρου» ζχει χρθματοδοτιςει μόνο τθ αναδιαμόρφωςθ του εκπαιδευτικοφ υλικοφ. Σο παρόν εκπαιδευτικό υλικό ζχει αναπτυχκεί ςτα πλαίςια του εκπαιδευτικοφ ζργου του διδάςκοντα.
κοποί ενότθτασ Ειςαγωγι ςτισ διαταραχζσ ροισ και τον τραυλιςμό. Μία γενικι επιςκόπθςθ ςτον επιπολαςμόσ και ςτθν φφςθ των διαταραχϊν αυτϊν. 5 5
Περιεχόμενα ενότθτασ Προςεγγίςεισ Επιςκόπθςθ τθσ Διαταραχισ Οριςμοί Βαςικά Δεδομζνα για τον Σραυλιςμό 6 6
Προςεγγίςεισ 7
Προςεγγίςεισ (1 από 2) Άτομα που Σραυλίηουν: Μζχρι πρόςφατα, ιταν κοινι πρακτικι να αναφερόμαςτε ςτα άτομα που τραυλίηουν ωσ «τραυλοφσ» (stutterers). Δυςρυκμία: Ο όροσ αυτό δθλϊνει διακοπζσ ςτθν ομιλία, φυςιολογικζσ ι μθ. Μπορεί δθλαδι να αναφζρεται ςε παφςεισ, επαναλιψεισ και διςταγμοφσ που ςυμβαίνουν ςτθν ομιλία ατόμων με τυπικι ανάπτυξθ τθσ ομιλίασ. 8 8
Προςεγγίςεισ (2 από 2) Η Goldman- Eisler, (1968) ιταν από τισ πρϊτεσ ερευνιτριεσ που αςχολικθκαν με τισ διαταραχζσ ροισ και κατζδειξε ότι θ ομιλία μασ είναι γεμάτθ διςταγμοφσ. ε ςυμφωνία με τθν Goldman- Eisler ιρκαν πολλοί ερευνθτζσ όπωσ οι Dalton & Hardcastle (1977) και Starkwheather (1980, 1987) παρουςιάηοντασ μεταβλθτζσ που κακορίηουν τθν φυςιολογικι ροι τθσ ομιλίασ. 9 9
Επιςκόπθςθ τθσ Διαταραχισ 1
Επιςκόπθςθ τθσ Διαταραχισ (1 από 2) φμφωνα με το DSM-IV (2000) ο τραυλιςμόσ είναι μία διαταραχι που χαρακτθρίηεται από προβλιματα ςτθ φυςιολογικι ροι τθσ ομιλίασ, όπωσ επαναλιψεισ ιχων και ςυλλαβϊν, επιμθκφνςεισ ιχων, μπλοκαρίςματα ςτθν ομιλία, υποκαταςτάςεισ λζξεων και άλλα. Σο ςτρεσ και το άγχοσ επιδεινϊνουν τον τραυλιςμό, ιδιαίτερα όταν υπάρχει πίεςθ επικοινωνίασ, όπωσ το να πει κανείσ μάκθμα ςτθν τάξθ ι να μιλιςει ςε κόςμο ι να του πάρουν ςυνζντευξθ. 11 1
Επιςκόπθςθ τθσ Διαταραχισ (2 από 2) υχνά ο τραυλιςμόσ εξαφανίηεται όταν το άτομο διαβάηει, τραγουδά ι μιλά ςε ηϊα. Η κοινωνικι και επαγγελματικι λειτουργικότθτα και πρόοδοσ μπορεί να επθρεαςτοφν ςθμαντικά λόγω αποφυγισ και χαμθλισ αυτοεκτίμθςθσ. Οι Bloodstein και Ratner (2008) ςε ςφνολο 44 μελετϊν υπολόγθςαν πωσ θ εξαπλϊςθ του τραλιςμοφ ανζρχεται ςε ποςοςτό 1%. 12 1
Οριςμοί 1
Οριςμοί (1 από 11) Μζχρι πρόςφατα, ιταν κοινι πρακτικι να αναφερόμαςτε ςτα άτομα που τραυλίηουν ωσ «τραυλοφσ» (stutterers). Ο όροσ «δυςρυκμία» δθλϊνει διακοπζσ ςτθν ομιλία, φυςιολογικζσ ι μθ. Μπορεί δθλαδι να αναφζρεται ςε παφςεισ, επαναλιψεισ και διςταγμοφσ που ςυμβαίνουν ςτθν ομιλία ατόμων με τυπικι ανάπτυξθ τθσ ομιλίασ. 14 1
Οριςμοί (2 από 11) Όταν επιδεινϊνεται, οι αυτοματοποιθμζνεσ αντιδράςεισ μπορεί να παίξουν ςθμαντικό ρόλο ςτθ ςοβαρότθτα τθσ διαταραχισ. Μζχρι τθν εφθβεία, αυτζσ οι αντιδράςεισ αυτοματοποιοφνται και επθρεάηουν πολλά από τα ςυμπτϊματα. Ζχει μάκει να αναμζνει τον τραυλιςμό του και μπορεί να βρίςκεται ςε πανικό όταν μιλά προςπακϊντασ να αποδράςει από αυτό ι να το αποφφγει. 15 1
Οριςμοί (3 από 11) Ο όροσ του Van Riper (1971, 1982) βαςικζσ ςυμπεριφορζσ περιγράφει τισ κφριεσ ςυμπεριφορζσ που παρατθροφνται ςτθν ομιλία ενόσ ατόμου που τραυλίηει: επαναλιψεισ, επιμθκφνςεισ και παφςεισ. Αυτζσ οι ςυμπεριφορζσ εκδθλϊνονται χωρίσ τθ κζλθςθ του ατόμου που τραυλίηει, ςαν να μθ μπορεί να τισ ελζγξει, και φυςικά διαφζρουν από τισ δευτερογενείσ ςυμπεριφορζσ. 16 1
Οριςμοί (4 από 11) υνικωσ, εκδθλϊνονται κάπωσ αργότερα από τισ επαναλιψεισ (Van Riper, 1982) παρόλο που οι Johnson et al. (1959) όπωσ και ο Yairi (1997a) αναφζρουν ότι οι επιμθκφνςεισ - όπωσ και οι επαναλιψεισ- μπορεί να είναι εξίςου παροφςεσ κατά τθν ζναρξθ του τραυλιςμοφ. Οι επιμθκφνςεισ διάρκειασ μιςοφ δευτερολζπτου μπορεί να εκλθφκοφν ωσ μθ φυςιολογικζσ και ςπάνια μπορεί να διαρκζςουν αρκετά λεπτά (Van Riper, 1982). 17 1
Οριςμοί (5 από 11) Ο Sheehan (1974) διαπίςτωςε ότι επαναλιψεισ εντοπίηονταν ςε κάκε δείγμα ομιλίασ 20 ενθλίκων που τραφλιηαν. Τπάρχουν όμωσ, όπωσ και με τθν περίπτωςθ των επιμθκφνςεων, κάποιοι ερευνθτζσ (Johnson et al., 1959, Yairi, 1997a) οι οποίοι ζχουν εντοπίςει παφςεισ ςτθν ομιλία παιδιϊν είτε κατά τθν ζναρξθ του τραυλιςμοφ τουσ είτε αμζςωσ μετά. 18 1
Οριςμοί (6 από 11) Τπάρχουν κάποιεσ ενδείξεισ και πολλζσ κεωρίεσ ότι κατά τθ διάρκεια των παφςεων, λαμβάνει χϊρα ςτο λάρυγγα ακατάλλθλθ μυϊκι δραςτθριότθτα (Conture, McCall & Brewer, 1977; Freeman & Ushijima, 1978; Kenyon, 1942; Schwartz, 1974) γεγονόσ για το οποίο κάποιοι διαφωνοφν (Smith, Denny, Shaffer, Kelly & Hirano, 1996). 19 1
Οριςμοί (7 από 11) Ζρευνεσ ζχουν δείξει ότι ο τραυλιςμόσ παρατθρείται κατά μζςο όρο ςτο 10% των λζξεων που διαβάηει δυνατά ζνα άτομο που τραυλίηει (Bloodstein, 1944, Bloodstein & Ratner, 2008). Σα άτομα με ιπιο τραυλιςμό τραυλίηουν ςε ποςοςτό 5% των λζξεων που παράγουν ι διαβάηουν δυνατά και κάποια με ςοβαρό τραυλιςμό τραυλίηουν ςε ποςοςτό πάνω από 50% των λζξεων που παράγουν 20 2
Οριςμοί (8 από 11) Οι ζφθβοι και οι ενιλικεσ που τραυλίηουν νιϊκουν ςυνικωσ αρνθτικά ςυναιςκιματα για τον εαυτό τουσ που προζρχονται από πολλά χρόνια εμπειρίασ με τον τραυλιςμό (Blood, Blood, Teilis & Gabel, 2001; Gildston, 1967; Rahman, 1956; Wallen, 1960). Η ζρευνα ζχει δείξει ότι οι περιςςότεροι, αποδίδουν ςτερεοτυπικά ςτα άτομα που τραυλίηουν χαρακτθριςμοφσ όπωσ «νευρικοί, αναςφαλείσ και φοβθτςιάρθδεσ» (π.χ. Turnbaugh, Guitar & Hoffman, 1979; Woods & Williams, 1976). 21 2
Οριςμοί (9 από 11) Οι ερευνθτζσ ηθτοφςαν από τουσ γονείσ - περίπου ζνα χρόνο ι και περιςςότερο μετά τθν ζναρξθ των ςυμπτωμάτων - να κυμθκοφν τθν θλικία των παιδιϊν τουσ όταν άρχιςαν να τραυλίηουν. (Milisen & Johnson, 1936) Ο μζςοσ όροσ θλικίασ ζναρξθσ είναι περίπου τα 4 ζτθ ςφμφωνα με μελζτεσ που ζγιναν πριν το 1990 και οι οποίεσ αναφζρονται περιλθπτικά από τουσ Bloodstein και Ratner (2008). 22 2
Οριςμοί (10 από 11) Οι Bloodstein και Ratner (2008) παρακζτουν ζξι μελζτεσ που ολοκλθρϊκθκαν μετά το 1990 και ςτισ οποίεσ οι ςυνεντεφξεισ των γονιϊν ζγιναν χρονικά πολφ κοντά ςτθν ζναρξθ του τραυλιςμοφ των παιδιϊν τουσ. ιμερα θ μζςθ θλικία εμφάνιςθσ του τραυλιςμοφ είναι λίγο πριν τα 3 ζτθ και ότι οι περιςςότερεσ ενάρξεισ ςυμβαίνουν ανάμεςα ςτθν θλικία των 2 και 3.5 ετϊν (Yairi & Ambrose, 2005) 23 2
Οριςμοί (11 από 11) τισ περιςςότερεσ πρϊιμεσ αναφορζσ για τθν ζναρξθ του τραυλιςμοφ (Bluemel, 1932) καταγράφεται ότι τα πρϊτα τυπικά ςθμάδια τραυλιςμοφ είναι οι απλζσ και χαλαρζσ επαναλιψεισ ςυλλαβϊν και λζξεων. Ωςτόςο, κάποιεσ από τισ πρϊτεσ μελζτεσ όπωσ του Taylor, (1937) και του Yairi (1983) διαπίςτωςαν ότι ςε πολλζσ περιπτϊςεισ οι γονείσ περιγράφουν ωσ πρϊτα ςθμάδια τραυλιςμοφ των παιδιϊν τουσ, επιμθκφνςεισ και παφςεισ μαηί με ςθμάδια ζντονθσ αγωνίασ. 24 2
2 Βαςικά Δεδομζνα για τον Σραυλιςμό
Βαςικά Δεδομζνα για τον Σραυλιςμό (1 από 18) Οι Beitchman, Nair, Clegg και Patel (1986) αξιολόγθςαν τθν εξάπλωςθ των διαταραχϊν λόγου και ομιλίασ ςε παιδιά παιδικϊν ςτακμϊν λαμβάνοντασ ζνα αντιπροςωπευτικό δείγμα ομιλίασ. Η εξάπλωςθ του τραυλιςμοφ των παιδιϊν ιταν 2,4%. Οι Bloodstein και Ratner (2008) ςε μία ςφνοψθ 44 μελετϊν που ζγιναν ςε παιδιά ςχολικισ θλικίασ είδαν πωσ ο επιπολαςμόσ του τραυλιςμοφ ςτθ ςχολικι θλικία είναι περίπου 1%, ςφμφωνα με αυτζσ τισ μελζτεσ. 26 2
Βαςικά Δεδομζνα για τον Σραυλιςμό (2 από 18) Παρομοίωσ οι ςτο ίδιο ςυμπζραςμα καταλιγουν και οι Andrews, et al. (1983) αναφζρουν ότι περίπου 1% των παιδιϊν που φοιτοφν ςε ςχολείο, διεκνϊσ, είναι πικανό να τραυλίηουν ςε κάκε δεδομζνθ χρονικι ςτιγμι. Ωςτόςο, ο Andrews et al., (1983) και οι Bloodstein και Ratner (2008) υποςτθρίηουν ότι θ εξάπλωςθ του τραυλιςμοφ μετά τθν εφθβεία μειϊνεται. 27 2
Βαςικά Δεδομζνα για τον Σραυλιςμό (3 από 18) Η εκτίμθςθ τθσ ςυχνότθτασ, όταν λαμβάνονται υπόψθ οι αναφορζσ των γονιϊν και των πλθροφορθτϊν, φτάνει μζχρι και το 15%, μζγεκοσ που περιλαμβάνει τα παιδιά τα οποία τραφλιςαν για πολφ ςφντομο χρονικό διάςτθμα (Bloodstein & Ratner, 2008). Όταν περιλαμβάνουμε μόνο τισ περιπτϊςεισ τραυλιςμοφ που διιρκθςαν περιςςότερο από 6 μινεσ, θ ςυχνότθτα είναι περίπου 5% (Andrews et al., 1983). 28 2
Βαςικά Δεδομζνα για τον Σραυλιςμό (4 από 18) Αν ανατρζξουμε ςτισ αρχικζσ μελζτεσ, διαπιςτϊνουμε ότι τα ποςοςτά φυςικισ αποκατάςταςθσ κυμαίνονται από 20% μζχρι και 80% (Bloodstein & Ratner, 2008, Andrews et al., 1983). Οι Yairi & Ambrose (1999) παρακολοφκθςαν μια ομάδα 84 παιδιϊν για μια περίοδο τουλάχιςτον τεςςάρων ετϊν, από τθ ςτιγμι που ξεκίνθςε ο τραυλιςμόσ τουσ. ε αυτό το διάςτθμα, ςτο 74% των παιδιϊν αποκαταςτάκθκε θ δυςκολία χωρίσ κεραπεία. 29 2
Βαςικά Δεδομζνα για τον Σραυλιςμό (5 από 18) Οι Kloth, Kraaimaat, Janssen και Brutten (1999) παρακολοφκθςαν 23 παιδιά για ζξι χρόνια και ανακάλυψαν ότι το 70% αυτϊν των παιδιϊν είχαν ανακάμψει. Ο Mansson (2000) εντόπιςε επίςθσ 51 παιδιά θλικίασ 3 ζωσ 5 ετϊν που είχαν ξεκινιςει να τραυλίηουν και βρικε ότι το 71% των παιδιϊν ξεπζραςαν το πρόβλθμα μζςα ςε δφο χρόνια. 30 3
Βαςικά Δεδομζνα για τον Σραυλιςμό (6 από 18) Οικογενειακό ιςτορικό: όταν ςτθν οικογζνεια του παιδιοφ υπάρχουν άτομα με επίμονο τραυλιςμό, αυξάνεται ο κίνδυνοσ να παραμείνει και ςτο παιδί ο τραυλιςμόσ. Ηλικία ςτθν ζναρξθ ίου τραυλιςμοφ: τα παιδιά που αρχίηουν να τραυλίηουν ςε μεγαλφτερθ θλικία ζχουν μεγαλφτερθ πικανότθτα να επιμείνει ο τραυλιςμόσ τουσ. 31 3
Βαςικά Δεδομζνα για τον Σραυλιςμό (7 από 18) Φυλό: τα αγόρια βρίςκονται ςε μεγαλφτερο κίνδυνο. Διάρκεια του τραυλιςμοφ μετά τθν ζναρξθ: κυρίωσ τα κορίτςια που εξακολουκοφν να τραυλίηουν μετά το πρϊτο χρόνο από τθ ςτιγμι τθσ ζναρξθσ του τραυλιςμοφ, βρίςκονται ςε μεγαλφτερο κίνδυνο. Φωνολογικά ικανότθτα: τα παιδιά με φωνολογικι ικανότθτα θ οποία είναι κατϊτερθ από αυτό που αναμζνεται ςτθν θλικία τουσ, βρίςκονται ςε μεγαλφτερο κίνδυνο. 32 3
Βαςικά Δεδομζνα για τον Σραυλιςμό (8 από 18) Σάςθ τθσ ςυχνότθτασ και ςοβαρότθτασ του τραυλιςμοφ: όταν θ ςυχνότθτα και θ ςοβαρότθτα δε μειϊνεται ςτον πρϊτο χρόνο από τθ ςτιγμι τθσ ζναρξισ του, διατρζχουν μεγαλφτερο κίνδυνο να τον διατθριςουν. Διάρκεια των επειςοδίων του τραυλιςμοφ: θ ςυςτθματικι παρουςία απότομων και περιςςότερων τθσ μίασ μονάδων επαναλιψεων, ειδικά περιςςότερων από τρεισ είναι ζνδειξθ αυξθμζνου κινδφνου. 33 3
Βαςικά Δεδομζνα για τον Σραυλιςμό (9 από 18) Διάρκεια παρουςία επιμθκφνςεων και παφςεων: το ποςοςτό των επιμθκφνςεων και των παφςεων κατά τθν ζναρξθ δεν κακορίηει αν ο τραυλιςμόσ κα επιμείνει. Ωςτόςο, εάν οι επιμθκφνςεισ και οι παφςεισ δε μειωκοφν όςο ςυνεχίηει ο τραυλιςμόσ, τότε είναι πικανότερο αυτόσ να παραμείνει. 34 3
Βαςικά Δεδομζνα για τον Σραυλιςμό (10 από 18) Οι Brosch, Haege, Kalehne και Johannsen (1999) παρακολοφκθςαν ςε μια διαχρονικι μελζτθ μια ομάδα 79 παιδιϊν που τραφλιηε. τθν ομάδα των παιδιϊν που επζμενε ο τραυλιςμόσ, υπιρχε μεγάλθ αναλογία αριςτερόχειρων παιδιϊν. Οι Kloth et al. (1999) ζδειξαν ότι τα παιδιά που ανζκαμψαν διζκεταν πιο ϊριμο κινθτικό ςφςτθμα ομιλίασ. 35 3
Βαςικά Δεδομζνα για τον Σραυλιςμό (11 από 18) Οι Rommel, et al. (2000) παρακολοφκθςαν για τρία χρόνια 71 παιδιά που μόλισ είχαν ξεκινιςει να τραυλίηουν. υγκρίνοντασ τισ μθτζρεσ των παιδιϊν που ο τραυλιςμόσ αποκαταςτάκθκε φυςικά με τισ μθτζρεσ των παιδιϊν ςτα οποία ο τραυλιςμόσ επζμενε, παρατιρθςαν ότι οι πρϊτεσ, όταν μιλοφςαν με τα παιδιά τουσ, χρθςιμοποιοφςαν πιο απλι ςφνταξθ και λιγότερο αρικμό διαφορετικϊν λζξεων. 36 3
Βαςικά Δεδομζνα για τον Σραυλιςμό (12 από 18) Οι Yairi και Ambrose (1992b), 87 παιδιϊν θλικίασ μεταξφ 20 και 69 μθνϊν, θ ςυνολικι αναλογία αγοριϊν - κοριτςιϊν ιταν 2.1:1, ενϊ ςτα 20 μικρότερα παιδιά, θλικίασ κάτω των 27 μθνϊν, θ αναλογία ιταν 1.2:1. Οι Bloodstein και Ratner (2008) καταγράφεται ότι θ αναλογία αγοριϊν-κοριτςιϊν είναι περίπου 3:1 ςτθν Α Δθμοτικοφ και 5:1 ςτθν Ε Δθμοτικοφ, επιβεβαιϊνοντασ τθν υπόκεςθ ότι θ αναλογία φφλου αυξάνει κακϊσ ία παιδιά μεγαλϊνουν. 37 3
Βαςικά Δεδομζνα για τον Σραυλιςμό (13 από 18) Ο West (1931) παρουςίαςε δεδομζνα που δείχνουν ότι θ μεταβολι ςτθν αναλογία φφλου είναι αποτζλεςμα του αυξανόμενου ποςοςτοφ των αγοριϊν που ξεκινοφν να τραυλίηουν ςτο τζλοσ του νθπιαγωγείου και ςτισ πρϊτεσ τάξεισ του δθμοτικοφ ςχολείου. 38 3
Βαςικά Δεδομζνα για τον Σραυλιςμό (14 από 18) Η «αναμονι» αναφζρεται ςτθν ικανότθτα κάποιου να προβλζπει ςε ποιεσ λζξεισ ι ιχουσ κα τραυλίςει (Johnson & Solomon, 1937; Knott, Johnson & Webster, 1937; Milisen, 1938; Van Riper, 1936). Η «ςυνζπεια» αναφζρειαι ςιθν τάςθ του ατόμου να τραυλίηει ςτισ ίδιεσ λζξεισ όταν διαβάηει ζνα κείμενο πάνω από μια φορά (Johnson & Inness, 1939; Johnson & Knott, 1937). 39 3
Βαςικά Δεδομζνα για τον Σραυλιςμό (15 από 18) Η «προςαρμογι» αναφζρεται ςτο εφρθμα ότι όταν οι ομιλθτζσ διαβάηουν αρκετζσ φορζσ ζνα κείμενο, ςταδιακά, μετά από πζντε - ζξι αναγνϊςεισ, τραυλίηουν όλο και λιγότερο, (Johnson & Knott, 1937; Van Riper & Hull, 1955). 40 4
Βαςικά Δεδομζνα για τον Σραυλιςμό (16 από 18) Ο Brown αναφζρκθκε ςε αυτά τα ευριματα ςε μια ςειρά από ςθμαντικζσ δθμοςιεφςεισ που εκδόκθ- καν από το 1935 ζωσ το 1945 (Brown, 1937, 1938a, 1938b, 1938c, 1943, 1945; Brown & Moren, 1942; Johnson & Brown, 1935), και κατζδειξε ότι ςτουσ περιςςότερουσ ενιλικεσ που τραυλίηουν τα επειςόδια τραυλιςμοφ ςυμβαίνουν πιο ςυχνά: 41 4
Βαςικά Δεδομζνα για τον Σραυλιςμό (17 από 18) ε ςφμφωνα, ςε ιχουσ ςτθν αρχι λζξθσ ε πλαίςιο ομιλίασ (ςε αντίκεςθ με μεμονωμζνεσ λζξεισ) ε ουςιαςτικά, ριματα, επίκετα και επιρριματα (ςε αντίκεςθ με άρκρα, προκζςεισ, αντωνυμίεσ και ςυνδζςμουσ) ε μεγαλφτερεσ λζξεισ, ςε λζξεισ ςτθν αρχι τθσ πρόταςθσ και ςε τονιςμζνεσ ςυλλαβζσ 42 4
Βαςικά Δεδομζνα για τον Σραυλιςμό (18 από 18) ε μεταγενζςτερεσ μελζτεσ, οι οποίεσ αναλφονται από τουσ Andrews, et al. (1982), βρζκθκαν κάποιεσ επιπλζον ςυνκικεσ που μειϊνουν τον τραυλιςμό. Αυτζσ οι ςυνκικεσ περιλαμβάνουν ομιλία με αργό και παρατεταμζνο τρόπο, ομιλία κάτω από δυνατό ιχο που τθν επιςκιάηει, ομιλία με παράλλθλθ ακρόαςθ τθσ κακυςτερθμζνθσ ακουςτικισ ανατροφοδότθςθσ, ομιλία που επαναλαμβάνει τα λόγια άλλου ομιλθτι αμζςωσ μετά από αυτόν και ομιλία που ακολουκεί κάποια ενίςχυςθ για τθν ευχζρεια τθσ. 43 4
4 Βιβλιογραφία (1 από 6) Andrews, G., Hoddinott, S., Craig, A., Howie, P. M., Feyer, A.-M., & Neilson, M. D. (1983). Stuttering: A review of research findings and theories circa 1982. Journal of Speech and Hearing Disorders, 48, 226-246. Beitchman, J., Nair, R., Clegg, M., & Patel, P. G. (1986). Prevalence of speech and language in 5-year-old kindergarten children in Ottawa-Carleton region. Journal of Speech and Hearing Disorders, 51, 98-110. Blood, G. W., Blood, I. M Tellis, G. M., & Gabel, R. M. (2001). Communication apprehension and self-perceived communication competence in adolescents who stutter. Journal of Fluency Disorders, 26, 161-178. Bloodstein, O. (1944). Studies in the psychology of stuttering: XIX. The relationship between oral reading rate and severity of stuttering. Journal of Speech Disorders, 9, 161-173. Bloodstein, O., & Ratner, N. B. (2008). A handbook on stuttering (6th ed.). Clifton Park, NY: Thomson Delmar Learning. Bluemel, C. (1932). Primary and secondary stammering. Quaderly. Journal of Speech, 18, 187-200. Brosch, S., Haege, A., Kalehne, P., and Johannsen, S. (1999). Stuttering children and the probability of remission: The role of cerebral dominance and speech production. International Journal of Pediatric Otorhinolaryngology, 47: 71-76. Brown, S.F. (1937). The influence of grammatical function on the incidence of stuttering. Journal of Speech Disorders, 2: 207-215.
4 Βιβλιογραφία (2 από 6) Brown, S.F. (1938a). A further study of stuttering in relation to various speech sounds. Quarterly Journal of Speech, 24: 390-397. Brown, S.F. (1938b). Stuttering with relation to word accent and word position. Journal of Abnormal Social Psychology, 33: 112-120. Brown, S.F. (1938c). The theoretical importance of certain factors influencing the incidence of stuttering. Journal of Speech Disorders, 3: 223-230. Brown, S.F. (1943). An analysis of certain data concerning loci of stutterings from the viewpoint of general semantics. Papers tom the Second American Congress of General Semantics, 2: 194-199. Brown, S.F. (1945). The loci of stutterings in the speech sequence. Journal of Speech Disorders, 10:181-192. Brown, S.F., and Moren, A. (1942). The frequency of stuttering in relation to word length during oral reading. Journal of Speech Disorders, 7: 153-159 Conture, E. G., McCall, G. N., & Brewer, D. W. (1977). Laryngeal behavior during stuttering. Journal of Speech and Hearing Research, 20, 661-668. Dalton, P., & Hardcastle, W. J. (1977). Disorders of fluency. New York: Elsevier. Freeman, F. J., & Ushijima, T. (1978). Laryngeal muscle activity during stuttering. Journal of Speech and Hearing Research, 21, 538-562.
4 Βιβλιογραφία (3 από 6) Gildston, P. (1967). Stutterers self-acceptance and perceived parental acceptance. Journal of Abnormal Psychology, 72:59-64. Goldman-Eisler, F. (1968). Psycholinguistics: Experiments in spontaneous speech. New York: Academic Press. Johnson, W., and Knott, J.R. (1937). Studies in the psychology of stuttering: I. The distribution of moments of stuttering in successive readings of the same material. Journal of Speech Disorders, 2:17-19. Kenyon, Ε. L. (1942). The etiology of stammering: Fundamentally a wrong psychophysiologic habit in control of the vocal cords for the production of an individual speech sound. Journal of Speech Disorders, 7, 97-104. Johnson, W., & Associates. (1959). The onset of stuttering. Minneapolis, MN: University of Minnesota Press. Johnson, W., & Brown, S. F. (1935). Stuttering in relation to various speech sounds. Quarterly Journal of Speech, 21, 481-496. Johnson, W., and Inness, M. (1939). Studies in the psychology of stuttering: XIII. A statistical analysis of the adaptation and consistency effects in relation to stuttering. Journal of Speech Disorders, 4: 79-86. Johnson, W., and Knott, J.R. (1937). Studies in the psychology of stuttering: I. The distribution of moments of stuttering in successive readings of the same material. Journal of Speech Disorders, 2:17-19. Kloth, S. A. M., Kraaimaat, F. W., Janssen, P., & Brutten, G. J. (1999). Persistence and remission of incipient stuttering among high-risk children. Journal of Fluency Disorders, 24(4), 253-265.
4 Βιβλιογραφία (4 από 6) Knott, J.R., Johnson, W., and Webster, M.J. (1937). Studies in the psychology of stuttering: II. A quantitative evaluation of expectation of stuttering in relation to the occurrence of stuttering. Journal of Speech Disorders, 2:20-22. Mansson, H. (2000). Childhood stuttering: Incidence and development. Journal of Fluency Disorders, 25(1), 47-57. Milisen, R., & Johnson, W. (1936). A comparative study of stutterers, former stutterers and normal speakers whose handedness has been changed. Archives of Speech, 1, 61-86. Rahman, P. (1956). The self-concept and ideal self-concept of stutterers as compared to nonstutterers. Unpublished masters thesis, Brooklyn College, Brooklyn, NY. Rommel, D., Hage, P., Kalehne, P., & Johannsen, H. (2000). Development, maintenance, and recovery of childhood stuttering: Prospective longitudinal data 3 years after first contact. In K. Baker, L., L. Rustin, & F. Cook (Eds.), Proceedings of the Fifth Oxford Disfluency Conference (pp. 168-182). Berkshire, U.K.: Kevin L. Baker. Sheehan, J. G. (1974). Stuttering behavior: A phonetic analysis. Journal of Communication Disorders, 7, 193-212. Smith, A., Denny, M., Shaffer, L. A., Kelly, E. M., & Hirano, M. (1996). Activity of intrinsic laryngeal muscles in fluent and dis- fluent speech. Journal of Speech and Hearing Research, 39(2), 329-348. Starkweather, C. W. (1980). A multiprocess behavioral approach to stuttering therapy. Seminars in Speech, Language and Hearing, 1, 327-337.
Βιβλιογραφία (5 από 6) Starkweather, C. W. (1987). Fluency and stuttering. Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall. Schwartz, M. F. (1974). The core of the stuttering block. Journal of Speech and Hearing Disorders, 39, 169-177. Taylor, G. (1937). An observational study of the nature of stuttering at onset. Iowa City, IA: Master s, State University of Iowa. Turnbaugh, K. R., Guitar, B. E., & Hoffman, P. R. (1979). Speech clinicians attribution of personality traits as a function of stuttering severity. Journal of Speech and Hearing Research, 22, 37-45. Van Riper, C. (1936). Study of the thoracic breathing of stutterers during expectancy and occurrence of stuttering spasm. Journal of Speech Disorders, 1, 61-72. Van Riper, C. (1971). The nature of stuttering. Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall. Van Riper, C. (1982). The Nature of Stuttering (ed 2). Englewood Cliffs, NJ: Prentice Hall. Van Riper, C., and Hull, C.J. (1955). The quantative measurement of the effect of certain situations on stuttering. In W. Johnson, and R.R. Leutenegger (Eds), Stuttering in Children and Adults. Minneapolis: University of Minnesota Press. Wallen, V. (1960). A Q-technique study of the self-concepts of adolescent stutterers and nonstutterers. (Abstract). Speech Monographs 27:257-258. West, R. (1931). The phenomenology of stuttering. In R. West (Ed), A Symposium on Stuttering. Madison, WI: College Typing Company. 4
4 Βιβλιογραφία (6 από 6) Woods, C. L., & Williams, D. E. (1976). Traits attributed to stuttering and normally fluent males. Journal of Speech and Hearing Research, 19, 267-278. Yairi, E. (1983). The onset of stuttering in two- and three-year old children: A preliminary report. Journal of Speech and Hearing Disorders, 48, 171-178. Yairi, E. (1997a). Early stuttering. In R. F. Curlee, & G. M. Siegel (Eds.), Nature and Treatment of Stuttering: New Directions (2nd ed.). Boston: Allyn & Bacon. Yairi, E. (1997b). Home environment and parent-child interaction in childhood stuttering. In R. F. Curlee, & G. M. Siegel (Eds.), Nature and treatment of stuttering: New directions (2nd ed., pp. 24-48). Boston: Allyn & Bacon. Yairi, E., and Ambrose, N.G. (1992b). Onset of stuttering in preschool children: Selected factors. Journal of Speech and Hearing Research, 35:782-788. Yairi, E., & Ambrose, N. G. (1999). Early childhood stuttering I: Persistency and recovery rates. Journal of Speech Language and Hearing Research, 42(5), 1097-1112. Yairi, E., & Ambrose, N. G. (2005). Early childhood stuttering: For clinicians by clinicians. Austin, TX: Pro-Ed.
50 θμείωμα Αναφοράσ Νθςιϊτθ M. (2015). Διαταραχζσ τθσ Ροισ - Σραυλιςμόσ. TEI Ηπείρου. Διακζςιμο από: τθ δικτυακι διεφκυνςθ: http://eclass.teiep.gr/courses/logo130/
θμείωμα Αδειοδότθςθσ Σο παρόν υλικό διατίκεται με τουσ όρουσ τθσ άδειασ χριςθσ Creative Commons Αναφορά Δθμιουργοφ-Μθ Εμπορικι Χριςθ-Όχι Παράγωγα Ζργα 4.0 Διεκνζσ [1] ι μεταγενζςτερθ. Εξαιροφνται τα αυτοτελι ζργα τρίτων π.χ. φωτογραφίεσ, Διαγράμματα κλπ., τα οποία εμπεριζχονται ςε αυτό και τα οποία αναφζρονται μαηί με τουσ όρουσ χριςθσ τουσ ςτο «θμείωμα Χριςθσ Ζργων Σρίτων». Ο δικαιοφχοσ μπορεί να παρζχει ςτον αδειοδόχο ξεχωριςτι άδεια να χρθςιμοποιεί το ζργο για εμπορικι χριςθ, εφόςον αυτό του ηθτθκεί. [1] http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el 5
5 Σζλοσ Ενότθτασ Επεξεργαςία: Σαφιάδθσ Διονφςιοσ Ιωάννινα, 2015
53 θμειώματα
5 Διαταραχζσ τθσ Ροισ-Σραυλιςμόσ Ειςαγωγι ςτισ Διαταραχζσ Ροισ - Σραυλιςμόσ, ΣΜΗΜΑ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ, ΣΕΙ ΗΠΕΙΡΟΤ - Ανοιχτά Ακαδθμαϊκά Μακιματα ςτο ΣΕΙ Ηπείρου Διατιρθςθ θμειωμάτων Οποιαδιποτε αναπαραγωγι ι διαςκευι του υλικοφ κα πρζπει να ςυμπεριλαμβάνει: το θμείωμα Αναφοράσ το θμείωμα Αδειοδότθςθσ τθ Διλωςθ Διατιρθςθσ θμειωμάτων το θμείωμα Χριςθσ Ζργων Σρίτων (εφόςον υπάρχει) μαηί με τουσ ςυνοδευόμενουσ υπερςυνδζςμουσ.
Σζλοσ Ενότθτασ 5