ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΣΠΟΥ ΑΣΤΗΡΙΟ ΑΣΙΚΗΣ ΑΝΑΨΥΧΗΣ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗΣ ΕΚΠΟΜΠΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ Μεταπτυχιακή ιατριβή ΕΥΦΗΜΙΑ Π. ΜΠΑΛΤΖΑΚΗ ΑΣΟΛΟΓΟΣ - ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΛΟΓΟΣ Επιβλέπουσα : Ράγκου Πολυξένη, Λέκτορας Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Θεσσαλονίκη 2010
Στα παιδιά µου, Στέλιο, Βασιλική και Αρσένιο και σε όλα τα παιδιά του κόσµου, µε την ελπίδα να ζήσουν σε ένα περιβάλλον που να τους αξίζει.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η παρούσα µεταπτυχιακή διατριβή εκπονήθηκε στο Σπουδαστήριο ασικής Αναψυχής, Περιβαλλοντικής Αγωγής και Κοινωνιολογίας, του Τοµέα Σχεδιασµού και Ανάπτυξης Φυσικών Πόρων, της Σχολής ασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος. Επιβλέπουσα κατά την εκπόνηση της διατριβής µου ήταν η κ. Πολυξένη Ράγκου, Λέκτορας Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης στην οποία οφείλω ιδιαίτερες ευχαριστίες και ευγνωµοσύνη τόσο για την ανάθεση αυτής και την δυνατότητα που µου δόθηκε να ασχοληθώ µε ένα τόσο ενδιαφέρον θέµα, όσο και για την αµέριστη υποστήριξη, συµπαράσταση και καθοδήγηση που µου παρείχε κατά την εκπόνηση της διατριβής. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερµά τον ιευθυντή του Σπουδαστηρίου ασικής Αναψυχής, Περιβαλλοντικής Αγωγής και Κοινωνιολογίας Καθηγητή κ. Αθανάσιο Καραµέρη για την κατανόηση και την υποστήριξή του. Την κ. Ανδρεοπούλου Ζαχαρούλα, επίκουρη καθηγήτρια του Τµήµατος ασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος και µέλος της Τριµελούς Εξεταστικής Επιτροπής για τις σηµαντικές της παρατηρήσεις και συµβουλές. Επίσης, οφείλω ευχαριστίες στον αρχισυντάκτη της εκποµπής «Οικολογία & ιατροφή» κ. Στέφανο Σκλαβενίτη, καθώς και στον τηλεοπτικό παραγωγό αυτής κ. Ιωάννη Σανιώτη, για τον πολύτιµο χρόνο που αφιέρωσαν. Πολλές ευχαριστίες οφείλω και στον σύζυγό µου, Χαραλαµπίδη Νικόλαο, για την ηθική συµπαράσταση που µου παρείχε σε όλη τη διάρκεια των σπουδών µου. Τέλος, δεν θα µπορούσα να παραλείψω να ευχαριστήσω όλους όσους µε στήριξαν για την περάτωση της µεταπτυχιακής µου διατριβής.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ σελ. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1 2. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ 5 2.1 ΓΕΝΙΚΑ 5 2.2 ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ 7 2.2.1 Η ιάσκεψη της Στοκχόλµης 8 2.2.2 Το Συνέδριο της Aix-en-provence 9 2.2.3 Το ιεθνές Συνέδριο του Βελιγραδίου 10 2.2.4 Η ιακυβερνητική ιάσκεψη της Τιφλίδας 13 2.2.5 Το ιεθνές Συνέδριο της Μόσχας 18 2.2.6 Η Σύνοδος Κορυφής του Ρίο (1992) 19 2.2.7 Το Συνέδριο Θεσσαλονίκης (1997) 20 2.3 ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ 21 ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ 2.4 ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ 25 2.5 Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΗ 27 3. ΜΕΣΑ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ (ΜΜΕ) 31 3.1 ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΜΕ 31 3.2 ΣΚΟΠΟΙ ΤΩΝ ΜΜΕ 32 3.3 ΤΡΟΠΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΜΜΕ 33 3.4 Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΩΝ ΜΜΕ 35 4. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΜΜΕ 37 4.1 ΤΑ ΜΜΕ ΩΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΙ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΕΣ 39 4.2 ΜΜΕ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ 43 4.3 ΜΜΕ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ 45 4.4 Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΩΝ 51
5. Η ΕΡΕΥΝΑ 57 5.1 ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 57 5.2 ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 60 5.2.1 Ανάλυση περιεχοµένου θεωρητική προσέγγιση 60 5.2.2 Βιβλιογραφική ανασκόπηση 64 5.2.3 Σχεδιασµός της έρευνας 69 6. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ 83 7. ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ 99 8. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 101 9. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ 107 10. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 109 11. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 121
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η όξυνση των περιβαλλοντικών προβληµάτων γεννά την ανάγκη περιβαλλοντικά ενηµερωµένων και ευαισθητοποιηµένων πολιτών. Έχει ωριµάσει η αντίληψη ότι η επίλυση τέτοιων ζητηµάτων δεν είναι µόνο θέµα των ειδικών αλλά απαιτεί ευρύτερη κοινωνική συµµετοχή. Άρα απαιτείται από τον πολίτη αφενός ένα υπόβαθρο γνώσεων, αφετέρου αλλαγές σε στάσεις, συµπεριφορές και αντιλήψεις. Η αποτελεσµατική αντιµετώπισή των περιβαλλοντικών ζητηµάτων προϋποθέτει µια συνθετική προσέγγιση και µια ολιστική οπτική του περιβάλλοντος, ώστε να γίνονται περισσότερο αντιληπτές οι σχέσεις αλληλεπίδρασης µεταξύ βιοφυσικών, κοινωνικο-οικονοµικών και πολιτικών παραµέτρων των περιβαλλοντικών ζητηµάτων. Τα Μ.Μ.Ε, και κυρίως η τηλεόραση, έχοντας πρόσβαση σε µεγάλα τµήµατα του πληθυσµού, αποτελούν την κύρια πηγή πληροφόρησης γύρω από πολλά θέµατα της σύγχρονης ζωής, συνεπώς και για τα περιβαλλοντικά ζητήµατα. Τα Μ.Μ.Ε., παρέχοντας µια άτυπη µορφή περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, µπορούν να επηρεάσουν τις περιβαλλοντικές γνώσεις, συµπεριφορές, και να αποτελέσουν σηµαντικά εργαλεία στη συνειδητοποίηση του κοινού για τα ζητήµατα του περιβάλλοντος. Ποια είναι όµως η ποιότητα της περιβαλλοντικής πληροφορίας που περνάει από την τηλεόραση ; Ποια χαρακτηριστικά έχει ; Με άξονα τα παραπάνω ερωτήµατα, στην παρούσα έρευνα επιχειρείται µια κριτική προσέγγιση τηλεοπτικής εκποµπής οικολογικού περιεχοµένου, από τη σκοπιά της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. Σκοπός της εργασίας είναι α) να προτείνουµε ένα µεθοδολογικό εργαλείο περιγραφής και ανάλυσης του περιεχοµένου µιας τηλεοπτικής εκποµπής οικολογικού περιεχοµένου, που θα στηρίζεται στις αρχές, στη φιλοσοφία και στους στόχους της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης και β) µε τη χρήση του µεθοδολογικού αυτού εργαλείου να επιχειρήσουµε µια κριτική ανάλυση της τηλεοπτικής αυτής εκποµπής. Τα αποτελέσµατα της εφαρµογής του µεθοδολογικού εργαλείου, που αναπτύχθηκε µε τη µέθοδο της ανάλυσης περιεχοµένου, για τη µελέτη της εκποµπής έδειξαν ότι η εκποµπή δεν ανταποκρίνεται σε ικανοποιητικό βαθµό στα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ο περιβαλλοντικός λόγος για να επιτρέψει στο άτοµο να κατανοήσει την πολύπλοκη φύση του περιβάλλοντος, που απορρέει από την αλληλεπίδραση οικολογικών, κοινωνικών και οικονοµικών πτυχών του και να αποκτήσει µια σφαιρική και ολοκληρωµένη αντίληψη για τις σχέσεις ανθρώπου-περιβάλλοντος. Λέξεις Κλειδιά: Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, Περιβαλλοντική Επικοινωνία, Περιβαλλοντική Πληροφορία, Ανάλυση Περιεχοµένου
ABSTRACT The exacerbation of environmental problems gives birth to the need of environmental informed and sensitized citizens. The perception that the resolution of such questions is not only subject of experts but requires wider social attendance has matured. So, it is required by the citizen on one side a background of knowledge, and on the other side changes in attitudes, behaviors and perceptions. The effective confrontation of environmental questions presupposes a synthetic approach and a holistic optics of environment, so that become the relations of interaction between biophysical, socio-economic and political parameters of environmental questions, more perceptible. The Mass Media, and mainly the television, having access in big departments of population, constitute the main source of information round a lot of subjects of modern life, consequently and for the environmental questions. The Mass Media, providing an informal form of environmental education, can influence the environmental knowledge, behaviors, and constitute important tools in the awareness of public for the issues of environment. Which is however the quality of environmental information that passes from the television? Which characteristics it has? With axis the above questions, in the present research is attempted a critical approach of television emission of ecological content, from the viewpoint of Environmental Education. The aim of this work is a) to propose a methodological tool of description and analysis of content of television emission of ecological content, that will be supported in the beginnings, in the philosophy and in the objectives of Environmental Education and b) attempting a critical analysis of this television emission, with the use of this methodological tool. The results of application of this methodological tool, that was developed with the method of analysis of content, for the study of emission, showed that the emission does not correspond in satisfactory degree in the characteristics that the environmental speech should have in order to allow the individual to comprehend the complicated nature of environment, that derives from the interaction his ecological, social and economic aspects and to acquire a overall and completed perception for the relations of person with the environment. Key Words: Environmental education, Mass Media, Environmental Communication, Environmental Information, Content Analysis
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τις τελευταίες δεκαετίες, οι διαταραχές στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, που προκλήθηκαν από το µοντέλο ανάπτυξης που υιοθετήθηκε σε παγκόσµιο επίπεδο, χαρακτηρίζονται από το µαζικό τους χαρακτήρα και την παγκοσµιότητα των επιπτώσεών τους. Σήµερα είναι ευρέως αποδεκτό ότι ο σύγχρονος τρόπος ζωής είναι περιβαλλοντικά µη αειφόρος (Goodland, 1996; McKeown & Hopkins, 2003). Η όξυνση των περιβαλλοντικών προβληµάτων γεννά την ανάγκη περιβαλλοντικά ενηµερωµένων και ευαισθητοποιηµένων πολιτών. Έχει ωριµάσει η αντίληψη ότι η επίλυση τέτοιων ζητηµάτων δεν είναι µόνο θέµα των ειδικών αλλά απαιτεί ευρύτερη κοινωνική συµµετοχή. Άρα απαιτείται από τον πολίτη αφενός ένα υπόβαθρο γνώσεων, αφετέρου αλλαγές σε στάσεις, συµπεριφορές και αντιλήψεις. Η αποτελεσµατική αντιµετώπισή των περιβαλλοντικών ζητηµάτων προϋποθέτει µια συνθετική προσέγγιση και µια ολιστική οπτική του περιβάλλοντος, ώστε να γίνονται περισσότερο αντιληπτές οι σχέσεις αλληλεπίδρασης µεταξύ βιοφυσικών, κοινωνικο-οικονοµικών και πολιτικών παραµέτρων των περιβαλλοντικών ζητηµάτων. Στη ιακήρυξη της Τιφλίδας, που έχει καθιερωθεί ως το βασικό θεωρητικό πλαίσιο για την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση (ΠΕ), τονίζεται ότι: «Η ΠΕ είναι µια διαρκής διαδικασία δια της οποίας τα άτοµα και οι κοινωνικές οµάδες θα συνειδητοποιήσουν το περιβάλλον τους και θα αποκτήσουν τις γνώσεις, τις αξίες, τις ικανότητες, την εµπειρία και επίσης τη θέληση που θα τους επιτρέψουν να δράσουν ατοµικά και συλλογικά µε σκοπό την επίλυση των σηµερινών και µελλοντικών προβληµάτων του περιβάλλοντος» (UNESCO, 1978). Πολίτες ενηµερωµένοι και ευαισθητοποιηµένοι σε περιβαλλοντικά ζητήµατα θα µπορούσαν να καταστούν πιο ενεργοί, επηρεάζοντας θέσεις, αποφάσεις και πολιτικές προς όφελος του περιβάλλοντος και να συµβάλουν στη διαµόρφωση ενός νέου περιβαλλοντικού ήθους, δηλαδή ενός νέου κοινωνικού ήθους που θα λειτουργήσει ως αφετηρία για ένα βαθύτερο µετασχηµατισµό της σκέψης και της πρακτικής του ανθρώπου, στην κατεύθυνση µιας αρµονικής συµβίωσης των ανθρώπινων κοινωνιών αλλά και της συνύπαρξης του ανθρώπινου είδους µε τα άλλα είδη του πλανήτη (Ράγκου, 2004, Καστάνη, 2008). Τα Μ.Μ.Ε, και κυρίως η τηλεόραση, έχοντας πρόσβαση σε µεγάλα τµήµατα του πληθυσµού, θεωρητικά µπορούν να επηρεάσουν τις προσωπικές συµπεριφορές, τις στάσεις και τις αντιλήψεις και αποτελούν την κύρια πηγή πληροφόρησης γύρω από πολλά θέµατα της 1
σύγχρονης ζωής, συνεπώς και για τα περιβαλλοντικά ζητήµατα (Atwater et al., 1985; McCallum et al., 1991; Greenberg & Chess, 1992; Liebler & Bendix 1996; Stamm et al., 2000; Williams, 2000; Bengston et al., 2005; Pollak & Zint, 2006). Εποµένως δίκαια θεωρούνται ως ένα ισχυρό µέσα άτυπης εκπαίδευσης για το ευρύ κοινό (Anderson, 1991, Τσέκος & Ματθόπουλος, 2004, Scanavis & Sakellari, 2007). Εποµένως η ΠΕ και τα ΜΜΕ στον τοµέα της περιβαλλοντικής ενηµέρωσης-ευαισθητοποίησης έχουν ένα κοινό ρόλο να διαδραµατίσουν (Σκαναβή, 2004). Οι δηµοσιογράφοι επιφορτίζονται µε ιδιαίτερες ευθύνες και είναι αντικείµενο αρκετών ερευνών κατά πόσο είναι επαρκώς εφοδιασµένοι µε γνώσεις και κατά πόσο η αντίληψή τους για τα ζητήµατα αυτά αντιστοιχεί στην πολυπλοκότητα και τη συνθετότητα της περιβαλλοντικής πραγµατικότητας. Οι τηλεοπτικές εκποµπές περιβαλλοντικού χαρακτήρα, δυνητικά, θα µπορούσαν να είναι φορείς ενός περιβαλλοντικού περιεχοµένου υψηλής ποιότητας και να παίζουν ένα σηµαντικό ρόλο στην ενηµέρωση και στην ευαισθητοποίηση των πολιτών. Ωστόσο έρευνες έχουν δείξει ότι, παρά την έκρηξη της περιβαλλοντικής πληροφορίας και τη θεαµατική, µερικές φορές, άνοδο του ενδιαφέροντος του κοινού για το περιβάλλον, τα ΜΜΕ δεν παρέχουν πρόσβαση σε υψηλού επιπέδου περιβαλλοντική πληροφόρηση (Bowman and Hanaford, 1977; Atwater et al., 1985; Ostman et al., 1985; Corbett, 1992; Τσέκος κ.ά. 2008). Στα παραπάνω πλαίσια ανάλυσης και οριοθέτησης του προβλήµατος, αναφύονται τα παρακάτω ερευνητικά ερωτήµατα : α) Ποια είναι η ποιότητα της περιβαλλοντικής πληροφορίας που περνάει από την τηλεόραση ; β) Ποια χαρακτηριστικά έχει ; Με άξονα τα παραπάνω ερωτήµατα, στην παρούσα έρευνα επιχειρείται µια κριτική προσέγγιση τηλεοπτικής εκποµπής οικολογικού περιεχοµένου, από τη σκοπιά της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. Σκοπός της εργασίας είναι α) να προτείνουµε ένα µεθοδολογικό εργαλείο περιγραφής και ανάλυσης του περιεχοµένου µιας τηλεοπτικής εκποµπής οικολογικού περιεχοµένου, που θα στηρίζεται στις αρχές, στη φιλοσοφία και στους στόχους της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης και β) µε τη χρήση του µεθοδολογικού αυτού εργαλείου να επιχειρήσουµε µια κριτική ανάλυση της τηλεοπτικής αυτής εκποµπής. Η παρούσα διατριβή αποτελείται από δυο µέρη. Στο πρώτο µέρος, (που αποτελείται από τρία κεφάλαια) εξετάζεται η ιστορική εξέλιξη της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, το περιεχόµενο, η φιλοσοφία της και οι στόχοι της (κεφάλαιο 2), τα ΜΜΕ, ο ρόλος και η λειτουργία τους στη 2
σύγχρονη κοινωνία (κεφάλαιο 3) και η περιβαλλοντική επικοινωνία µέσα από τα ΜΜΕ (κεφάλαιο 4). Το δεύτερο µέρος της παρούσας διατριβής σχετίζεται µε την έρευνα και περιλαµβάνει 5 κεφάλαια. Περιγράφεται η ερευνητική µεθοδολογία (content analysis) και αναπτύσσεται το µεθοδολογικό εργαλείο µε το οποίο προσεγγίζεται κριτικά και αναλύεται τηλεοπτική εκποµπή οικολογικού περιεχοµένου. Το δεύτερο µέρος ολοκληρώνεται µε τα αποτελέσµατα και την ανάλυσή τους, τα συµπεράσµατα και τις προτάσεις (κεφάλαια 5, 6, 7, 8, και 9). 3
4
2. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ 2.1 ΓΕΝΙΚΑ Σ όλες τις εποχές και σ όλους τους λαούς υποστηρίζεται ότι υπάρχει κοινωνική κρίση. Υπάρχουν άραγε µονάδες µέτρησης, ας πούµε, του ανταγωνισµού, της τυποποίησης του τρόπου ζωής, της κοινωνικής αποµόνωσης, της αλληλεγγύης, της συνεργατικότητας ή και των συνολικών γνώσεων του ανθρώπου; Μόνο ο όγκος των παραπάνω ερωτήσεων µπορεί να καθορίσει την κρίση κάθε εποχής, η οποία αποτελεί το θεµέλιο για αλλαγές στην κοινωνία. Οι αλλαγές αυτές για να προσανατολίζονται προς ένα θετικό πόλο πρέπει να είναι συνυφασµένες µε τη Παιδεία βασικό στοιχείο της ανθρώπινής ζωής. Μια παιδεία µε ολοκληρωµένες µορφωτικές δραστηριότητες. Άτοµα που θα κατανοήσουν και θα εφαρµόσουν πλήρως τους κανόνες συµπεριφοράς απέναντι στο φυσικό, ανθρωπογενές και κοινωνικό περιβάλλον. Τότε θα υποχωρήσει η κοινωνική κρίση και θα επιτευχθεί η ατοµική και συλλογική ευτυχία. Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση (ΠΕ), όπως εννοείται σήµερα διεθνώς, είναι καρπός της συνειδητοποίησης του οικολογικού προβλήµατος και του κοινωνικού αιτήµατος για τη λύση των προβληµάτων, όπως αυτά αναπτύχθηκαν στο σύνολό τους από το οικολογικό κίνηµα (Φλογαΐτη, 1998). Η αρχική σύλληψη της ΠΕ συνίστατο στην εκπαίδευση τεχνικών και ειδικών για τα θέµατα και τα προβλήµατα του περιβάλλοντος, δηλαδή ατόµων που θα µπορούσαν να διερευνήσουν και να θέσουν σε εφαρµογή µε µεγαλύτερη αποτελεσµατικότητα τα κατάλληλα µέτρα. Μ αυτή τη λογική αναπτύχθηκαν και ολοένα αναπτύσσονται στο χώρο της επιστήµης οι κλάδοι των περιβαλλοντικών επιστηµών. Αυτοί παρέχουν τις κατάλληλες ειδικότητες και καταρτίζουν το κατάλληλο προσωπικό και τους ειδικούς οι οποίοι ασχολούνται µε την έρευνα και στελεχώνουν τις διάφορες υπηρεσίες και τα σχετικά µε το περιβάλλον υπουργεία. Το θέµα του περιβάλλοντος εναποτίθεται στα χέρια της επιστήµης και της πολιτείας και η επίλυση των προβληµάτων επιτυγχάνεται µε την προώθηση τεχνικών µέσων και τη δηµιουργία καινούριων θεσµών που διαχειρίζονται και υλοποιούν οι καινούριοι ειδικοί (Φλογαΐτη, 1998). Σύντοµα, ο προβληµατισµός που ανέπτυξε για το θέµα του περιβάλλοντος το οικολογικό κίνηµα, προώθησε µια ριζοσπαστική άποψη για την ΠΕ. Η οικολογική κρίση είναι και 5
κοινωνική και πολιτισµική κρίση και οι βαθύτερες ρίζες της βρίσκονται στο είδος των σχέσεων που έχουν διαµορφώσει οι κοινωνίες µε τη φύση και ο άνθρωπος µε τον άνθρωπο και µε τον εαυτό του (Φλογαΐτη, 1998). Αν η ανθρωπότητα θέλει να αντιµετωπίσει ριζικά τα περιβαλλοντικά προβλήµατα, οφείλει να επανεξετάσει τα κριτήρια στα οποία βασίζονται οι επιλογές και οι αποφάσεις της και να διαµορφώσει νέα συστήµατα αξιών. Απαιτείται να επαναπροσδιοριστεί η έννοια της ανάγκης, που στηρίζει το καταναλωτικό πρότυπο στο οποίο έχουν εγκλωβιστεί οι σύγχρονες κοινωνίες και να διαµορφωθεί σε άλλα πλαίσια το νόηµα της προόδου (Φλογαΐτη, 1998). Εποµένως, µια ΠΕ, προκειµένου να ανταποκριθεί ουσιαστικά στις σύγχρονες ανάγκες και να συµβάλει δραστικά στην αντιµετώπιση της οικολογικής κρίσης, θα πρέπει να λειτουργήσει στο πλαίσιο ενός τέτοιου προβληµατισµού, δηλαδή όχι µόνο ως εκπαίδευση των ειδικών αλλά ως αγωγή των πολιτών που στοχεύει σε ριζικές αλλαγές στις στάσεις, τις συµπεριφορές και τις αξίες των ατόµων και των κοινωνικών οµάδων (Φλογαΐτη, 1998). Κατ αυτή την έννοια, το θέµα του περιβάλλοντος δεν επαφίεται µόνο σε ειδικούς και διοικητικά κέντρα που λαµβάνουν κάποια διορθωτικά µέτρα τεχνικής φύσης και κινητοποιούν κάποιους θεσµικούς µηχανισµούς, αλλά είναι υπόθεση ζωτική του πολίτη, ο οποίος θα έχει πλήρη συνείδηση των προβληµάτων και των σχέσεων που τον συνδέουν µε το περιβάλλον. Η ΠΕ έχει σκοπό να διαµορφώσει άτοµα και κοινωνικές οµάδες µε αίσθηση της περιβαλλοντικής τους ευθύνης, περιβαλλοντικό ήθος, και οικολογική συνείδηση, χαρακτηριστικά που θα λειτουργήσουν ως αφετηρία για ένα βαθύτερο µετασχηµατισµό της σκέψης και της πρακτικής των ανθρώπων και θα διαµορφώσουν καινούριες σχέσεις µεταξύ κοινωνίας και φύσης (Φλογαΐτη, 1998). Στα πλαίσια αυτής της προβληµατικής γεννήθηκε η ΠΕ. Η αναγκαιότητα για την προώθηση της υποστηρίχτηκε από όλους όσοι ασχολήθηκαν µε θέµατα περιβάλλοντος. Όλες οι διασκέψεις για το περιβάλλον που διεξήχθησαν τα τελευταία χρόνια αναφέρονται στη αναγκαιότητα και τη σπουδαιότητα της ΠΕ. Μέσα σ αυτό το κλίµα δηµιουργήθηκε ένα ισχυρό κίνηµα για την ΠΕ σε τοπικό, εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Η ΠΕ πήρε συγκεκριµένη µορφή από µια σειρά συναντήσεων, συσκέψεων, διασκέψεων και συνεδρίων που διοργανώθηκαν στη διάρκεια κυρίως της δεκαετίας του 70 (Φλογαΐτη, 1998). Η σύνδεση περιβάλλοντος και εκπαίδευσης δεν είναι αποκλειστικό φαινόµενο της περιόδου 1960-1970. Από το τέλος του 19ου αιώνα, ήδη, είχαν αναπτυχθεί ανάλογες εκπαιδευτικές κινήσεις, στο πλαίσιο ενός γενικότερου ενδιαφέροντος για το περιβάλλον που υπήρχε τότε. 6
Κάποιες από αυτές τις κινήσεις αναπτύχθηκαν µε κριτήρια περισσότερο εκπαιδευτικά, ενώ κάποιες άλλες µε κριτήρια περισσότερο περιβαλλοντικά. Ωστόσο, δεν µπορεί να πει κανείς ότι σε όλες αυτές τις κινήσεις υπάρχουν ευδιάκριτα όρια µεταξύ περιβαλλοντικών, εκπαιδευτικών και άλλων στόχων (Παπαδηµητρίου, 1998 ), ενώ η προβληµατική και οι στόχοι τους αντικατοπτρίζουν την προβληµατική και τους στόχους των αντίστοιχων κοινωνικών κινηµάτων που τα δηµιούργησαν, σε σχέση µε το ζήτηµα του περιβάλλοντος (Φλογαίτη, 1998). 2.2 ΟΙ "ΡΙΖΕΣ" ΤΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ Το σύγχρονο οικολογικό κίνηµα έχει τις ρίζες του στα κινήµατα διατήρησης της φύσης που αναδύθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα και µε διάφορες εντάσεις και προσανατολισµούς διέτρεξαν τον 20ο αιώνα. Σε όλες τις φάσεις τους, τα κινήµατα αυτά τροφοδότησαν παράλληλα και ανάλογα εκπαιδευτικά κινήµατα. Στις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα διαµορφώθηκε το εκπαιδευτικό κίνηµα για τη διατήρηση της φύσης (conservation education). Στόχοι του ήταν η προστασία και η διατήρηση των φυσικών συστηµάτων και των διάφορων ειδών και η ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων. Η εκπαίδευση για τη διατήρηση της φύσης συνδυάστηκε µε ένα άλλο ανεξάρτητο κίνηµα της εκπαίδευσης έξω από το σχολείο (outdoor education) το οποίο προωθούσε την άµεση γνωριµία µε τη φύση, µέσα στο φυσικό περιβάλλον. Έτσι πήρε θέση στα επίσηµα προγράµµατα της εκπαίδευσης και διαµορφώθηκαν προγράµµατα «µελέτης περιβάλλοντος» (Φλογαΐτη, 1998). Μέσα από τις καινούριες αυτές εκπαιδευτικές πρακτικές προωθήθηκαν παράλληλα οι ιδέες της προστασίας της φύσης. Τη δεκαετία του 60 το πέρασµα από τη φύση στο περιβάλλον και η ανάπτυξη του οικολογικού κινήµατος τροφοδότησαν την µετάβαση από την εκπαίδευση για διατήρηση της φύσης στην περιβαλλοντική εκπαίδευση. Στη δεκαετία του 1960 η ΠΕ φορτίζεται ως έννοια µε όλους τους προβληµατισµούς, τις αναγκαιότητες, τις νέες ανησυχίες που δηµιουργούν τα περιβαλλοντικά προβλήµατα, η νέα αντίληψη για τη φύση και το περιβάλλον και το αίτηµα της λύσης των προβληµάτων. Η υιοθέτηση της ΠΕ από την U.N.E.S.C.O.-U.N.E.P υπήρξε καθοριστική για τη διάδοση του κινήµατος για ΠΕ σε όλες τις χώρες του κόσµου και την ανάπτυξη της σ όλα τα επίπεδα (Φλογαΐτη, 1998). 7
2.2.1 Η ιάσκεψη της Στοκχόλµης Το 1972, από τις 5 έως τις 16 Ιουνίου, συνήλθε στη Στοκχόλµη η πρώτη ιακυβερνητική ιάσκεψη για το Περιβάλλον του Ανθρώπου, η οποία οργανώθηκε από τον Οργανισµό Ηνωµένων Εθνών. Συµµετείχαν αντιπρόσωποι από 113 χώρες, οι εκπρόσωποι των διάφορων οργανισµών του Ο.Η.Ε. και µη κυβερνητικές οργανώσεις (Φλογαΐτη, 1998). Η ιάσκεψη αυτή αποτέλεσε σταθµό για την ανάπτυξη της διεθνούς περιβαλλοντικής προβληµατικής, γιατί για πρώτη φορά αναγνωρίστηκε επίσηµα, σε επίπεδο κυβερνήσεων, η ύπαρξη περιβαλλοντικών προβληµάτων που δηµιουργούνται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες και η σοβαρότητα τους για τη ζωή στον πλανήτη. Αναγνωρίστηκε επίσης η ανάγκη δράσης από τη διεθνή κοινότητα για την αντιµετώπιση και επίλυση όλων αυτών των προβληµάτων και τέθηκαν τα θεµέλια για την υιοθέτηση και την ανάπτυξη περιβαλλοντικών πολιτικών σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο (Φλογαΐτη, 1998). Στη ιάσκεψη της Στοκχόλµης τοποθετείται και η επίσηµη γένεση της ΠΕ γιατί σ αυτήν αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά από την διεθνή κοινότητα η αναγκαιότητα να προωθηθεί η ΠΕ ως δυνατή απάντηση στην υποβάθµιση του περιβάλλοντος και ως σηµαντικός τρόπος δράσης για την αντιµετώπιση των περιβαλλοντικών προβληµάτων, και δόθηκε το έναυσµα για την ανάπτυξη της (Φλογαΐτη, 1998). Στη διάρκεια των εργασιών της ιάσκεψης διατυπώθηκαν όλες οι διαστάσεις των περιβαλλοντικών προβληµάτων, όπως αυτά εµφανίζονται σε πολλές περιοχές του πλανήτη, και αναλύθηκαν οι τρόποι µε τους οποίους αυτά συνδέονται µε τις αναπτυξιακές διαδικασίες και απορρέουν στις µεν ανεπτυγµένες χώρες από την βιοµηχανική και την τεχνολογική ανάπτυξη στις δε χώρες του Τρίτου Κόσµου από την υπανάπτυξη. Τονίστηκε ιδιαίτερα η παγκοσµιότητα της περιβαλλοντικής κρίσης και η αναγκαιότητα για διεθνή συνεργασία για να αντιµετωπιστούν τα περιβαλλοντικά προβλήµατα (Φλογαΐτη, 1998). Αποτέλεσµα των εργασιών της ιάσκεψης ήταν η «ιακήρυξη για το Περιβάλλον του Ανθρώπου» στην οποία διατυπώνονται 26 αρχές µε σκοπό «να εµπνεύσουν και να οδηγήσουν τους λαούς του κόσµου στη διατήρηση και τη βελτίωση του περιβάλλοντος του ανθρώπου» (U.N., 1973 όπως αναφέρεται από την Φλογαΐτη, 1998). Στη διακήρυξη αυτή αναγνωρίζεται ότι ο άνθρωπος, ως δηµιούργηµα και δηµιουργός του περιβάλλοντος, κατέχει το δικαίωµα να ζει σ ένα ποιοτικό περιβάλλον αλλά, κατέχει επίσης, και την ευθύνη της προστασίας και βελτίωσης του περιβάλλοντος αυτού (Φλογαΐτη, 1998). 8
ιακηρύσσεται η αναγκαιότητα για λογική διαχείριση και διατήρηση των φυσικών πόρων, καταπολέµηση της ρύπανσης και της υποβάθµισης του περιβάλλοντος, διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας της βιόσφαιρας και για αναχαίτιση της δηµογραφικής αύξησης. Επισηµαίνεται η αναγκαιότητα της ανάπτυξης των επιστηµών και της τεχνολογίας µε κατεύθυνση τη µελέτη, την αποφυγή και τη ρύθµιση των περιβαλλοντικών κινδύνων και την αντιµετώπιση των περιβαλλοντικών προβληµάτων. Αναγνωρίζεται ιδιαίτερα η αναγκαιότητα τη λύσης των περιβαλλοντικών προβληµάτων του Τρίτου Κόσµου, ταυτόχρονα όµως, και το δικαίωµα των χωρών αυτών στην ανάπτυξη. Σε όλες τις χώρες του κόσµου, ανεξάρτητα µε το επίπεδο ανάπτυξης, οι αναπτυξιακές διαδικασίες οφείλουν να συµβαδίζουν µε την προστασία και τη διατήρηση του περιβάλλοντος (Φλογαΐτη, 1998). Πρωταρχικός στόχος για την ανθρωπότητα τονίζεται ότι είναι η προστασία και η βελτίωση του περιβάλλοντος για τις παρούσες και µέλλουσες γενιές, η πραγµατοποίηση του οποίου απαιτεί τακτικές που συνάδουν µε τους θεµελιώδεις στόχους που ήδη η ανθρωπότητα έχει θέσει: την ειρήνη και την οικονοµική και κοινωνική ανάπτυξη σε όλες τις χώρες του κόσµου. Για την επίτευξη όµως αυτού του σκοπού «θα πρέπει όλοι, πολίτες και κοινωνικές οµάδες, επιχειρήσεις και οργανισµοί, σε όλα τα επίπεδα, να αναλάβουν και να µοιραστούν ισότιµα τις ευθύνες τους. Όλοι οι άνθρωποι, όλων των οµάδων, και όλοι ανεξαιρέτως οι οργανισµοί, µπορούν µε τις αξίες που διακηρύσσουν και µε το σύνολο των πράξεων τους να καθορίσουν το περιβάλλον του αύριο» (U.N., 1973; όπως αναφέρεται από την Φλογαΐτη, 1998). Σ αυτήν την κατεύθυνση αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα µιας ΠΕ η οποία διατυπώνεται σαφώς στην αρχή 19 της διακήρυξης: «Η εκπαίδευση σε περιβαλλοντικά θέµατα, τόσο της νέας γενιάς όσο και των ενηλίκων [ ] είναι απαραίτητη για τη δηµιουργία µιας νέας άποψης και υπεύθυνης συµπεριφοράς από τα άτοµα, τις επιχειρήσεις και τις κοινωνίες, στα πλαίσια της προστασίας και της βελτίωσης του περιβάλλοντος σε ολόκληρη της ανθρώπινη έκταση» (U.N., 1973; όπως αναφέρεται από την Φλογαΐτη, 1998). 2.2.2 Το Συνέδριο της Aix-en-provence Η πρώτη σηµαντική συνάντηση για την ΠΕ στην Ευρώπη έγινε το 1972 από 16-21 Οκτωβρίου στην πόλη Aix-en-provence της Γαλλίας. Επιχειρήθηκε µια πρώτη προσέγγιση των στόχων, του περιεχοµένου και των µεθόδων της ΠΕ και οι εργασίες του Συνεδρίου 9
κατέληξαν στα παρακάτω συµπεράσµατα (Enseignement et environnement France,1972 όπως αναφέρεται από την Φλογαΐτη, 1998): - Το περιβάλλον δεν πρέπει να ενταχθεί στα σχολικά προγράµµατα ως ιδιαίτερο µάθηµα αλλά να αντιµετωπιστεί ως ένα σύνολο θεµάτων ιδιαίτερα πολύπλευρων, τα οποία διαµορφώνουν τον κοινό τόπο συνάντησης όλων των παραδοσιακών µαθηµάτων. Η σπουδαιότητα και η φύση των περιβαλλοντικών προβληµάτων επιβάλλουν τη διεπιστηµονική προσέγγιση. - Η ΠΕ δεν θα πρέπει να περιορίζεται στην απλή µετάδοση γνώσεων αλλά να στοχεύει: στην δηµιουργία καινούριων συµπεριφορών και στάσεων σε σχέση µε το περιβάλλον, και στην ανάπτυξη της επιθυµίας αλλά και των ικανοτήτων στα άτοµα προκειµένου να συµµετέχουν ενεργά στη λύση των περιβαλλοντικών προβληµάτων. Η γνώση των περιβαλλοντικών προβληµάτων δεν πρέπει να οδηγεί τα άτοµα στην παθητική στάση απόγνωσης αλλά στη δράση και την εξεύρεση εποικοδοµητικών λύσεων. - Κάθε πολίτης οφείλει να συνειδητοποιήσει την εξάρτηση των ατόµων και όλης της ανθρωπότητας από το περιβάλλον και να συνειδητοποιήσει, επίσης, την προσωπική του αλλά και τη συλλογική ευθύνη απέναντι στο περιβάλλον. - Το περιβάλλον θα πρέπει να αποτελέσει «µια βασική διάσταση της γενικής κουλτούρας των ανθρώπων» και η ΠΕ να διαµορφώσει µια νέα άποψη και ένα καινούριο πνεύµα για τα πράγµατα και να θέσει τις βάσεις για την ανάπτυξη ενός νέου ήθους. - Επισηµαίνεται ιδιαίτερα η αναγκαιότητα επιµόρφωσης των εκπαιδευτικών ως σηµαντικός παράγοντας προώθησης της ΠΕ στα σχολεία και η αναγκαιότητα της ανάπτυξης σχέσης µεταξύ σχολείου και κοινότητας. 2.2.3 Το ιεθνές Συνέδριο του Βελιγραδίου Η ιακήρυξη στην οποία διατυπώθηκαν τα συµπεράσµατα της διεθνούς συνάντησης που συγκλήθηκε στο Βελιγράδι στις 13-22 Οκτωβρίου 1975, ονοµάστηκε «Χάρτα του Βελιγραδίου» και αποτέλεσε βασικό κείµενο για τις περαιτέρω συζητήσεις σχετικά µε τη φύση της ΠΕ. Σύµφωνα µε την «Χάρτα του Βελιγραδίου» (U.N.E.S.C.O. - U.N.E.P., 1976; όπως αναφέρεται από την Φλογαΐτη, 1998), η οικολογική κρίση είναι και περιβαλλοντική και 10
κοινωνική κρίση. Συνεπώς, η ανθρωπότητα δεν µπορεί να την αντιµετωπίσει µε παρεµβάσεις διορθωτικού τύπου, αλλά στοχεύοντας στις βαθύτερες ρίζες της ρύπανσης, της φτώχειας, της πείνας, του αναλφαβητισµού. Όλα αυτά τα κρίσιµα προβλήµατα πρέπει να αντιµετωπιστούν συνολικά αφού έχουν κοινές ρίζες. Ορίζεται στη «Χάρτα του Βελιγραδίου» ο σκοπός κάθε δράσης για το περιβάλλον ως «η βελτίωση όλων των οικολογικών σχέσεων, συµπεριλαµβανοµένων και των σχέσεων που οι άνθρωποι αναπτύσσουν µεταξύ τους» (U.N.E.S.C.O. - U.N.E.P., 1976). Κεντρικοί στόχοι για την επίτευξη αυτού του σκοπού είναι: Να αποσαφηνιστούν σε κάθε έθνος ανάλογα µε τον πολιτισµό του, οι βασικές έννοιες που είναι γνωστές σαν «ποιότητα ζωής» και «ανθρώπινη ευτυχία», και να δοθεί σ' αυτές µια παγκόσµια διάσταση, µέσα από την εκτίµηση και αναγνώριση των άλλων πολιτισµών πέρα από τα στενά εθνικά σύνορα. Να καθοριστούν οι ενέργειες που εξασφαλίζουν τη διατήρηση και προαγωγή του ανθρώπινου δυναµικού και δηµιουργούν συνθήκες κοινωνικής και ατοµικής ευτυχίας, εναρµονισµένες µε το βιοφυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον. Καθορίζεται ως σκοπός της ΠΕ «η διαµόρφωση ενός ενηµερωµένου και ευαίσθητου πληθυσµού γύρω από το περιβάλλον και τα προβλήµατα του ο οποίος θα αποκτήσει γνώσεις, δεξιότητες, στάσεις, κίνητρα και αίσθηµα προσωπικής δέσµευσης, για να εργαστεί ατοµικά και συλλογικά για την επίλυση των υπαρχόντων προβληµάτων και την πρόληψη νέων». Οι στόχοι της ΠΕ, όπως ορίζονται από την Χάρτα του Βελιγραδίου (U.N.E.S.C.O. - U.N.E.P., 1976), είναι: Συνειδητοποίηση: να βοηθήσει άτοµα και κοινωνικές οµάδες να κατανοήσουν το περιβάλλον ως ενιαίο σύνολο και τα προβλήµατα του, καθώς και τον καθοριστικό ρόλο του ανθρώπου στην επίλυση τους. Γνώση: να βοηθήσει άτοµα και κοινωνικές οµάδες να κατανοήσουν το περιβάλλον στο σύνολο του, τα προβλήµατα του και το ρόλο του ανθρώπου µέσα σ' αυτό και την ευθύνη των ενεργειών του γι' αυτό, Στάσεις: να βοηθήσει άτοµα και κοινωνικές οµάδες να αποκτήσουν κοινωνικές αξίες, ζωηρό ενδιαφέρον και διάθεση για ενεργό συµµετοχή στην προστασία και βελτίωση του. 11
εξιότητες: να βοηθήσει άτοµα και κοινωνικές οµάδες να αποκτήσουν τις απαραίτητες δεξιότητες για την επίλυση περιβαλλοντικών προβληµάτων. Ικανότητα αξιολόγησης: να βοηθήσει άτοµα και κοινωνικές οµάδες να αξιολογούν περιβαλλοντικές παραµέτρους και εκπαιδευτικά προγράµµατα ως προς οικολογικούς, πολιτικούς, οικονοµικούς, κοινωνικούς, αισθητικούς και εκπαιδευτικούς παράγοντες. Συµµετοχή: να βοηθήσει άτοµα και κοινωνικές οµάδες να αναπτύξουν αίσθηση ευθύνης απέναντι στο περιβάλλον και να κατανοήσουν την επιτακτικότητα της δραστηριοποίησης τους για την επίλυση των προβληµάτων του. Οι κατευθυντήριες αρχές της ΠΕ, όπως ορίζονται στη Χάρτα του Βελιγραδίου (U.N.E.S.C.O. - U.N.E.P., 1976) είναι: Η ΠΕ πρέπει να εξετάζει το περιβάλλον στην ολότητά του - φυσικό και ανθρωπογενές, οικολογικό, πολιτικό, οικονοµικό, τεχνολογικό, κοινωνικό, νοµικό, πολιτιστικό και αισθητικό. Η ΠΕ πρέπει να είναι µία διαρκής, δια βίου διαδικασία, σε όλα τα επίπεδα τυπικής και µη τυπικής εκπαίδευσης. Η ΠΕ πρέπει να υιοθετεί διεπιστηµονική προσέγγιση στα προγράµµατα της. Η ΠΕ πρέπει να δίνει έµφαση στην ενεργό συµµετοχή για την πρόληψη και επίλυση περιβαλλοντικών προβληµάτων. Η ΠΕ πρέπει να εξετάζει τα κύρια περιβαλλοντικά ζητήµατα από µια παγκόσµια σκοπιά, ενώ παράλληλα θα λαµβάνει υπόψη τις τοπικές ιδιαιτερότητες. Η ΠΕ πρέπει να εστιάζει την προσοχή της στην παρούσα και τη µελλοντική κατάσταση του περιβάλλοντος. Η ΠΕ πρέπει να εξετάζει τα σχέδια ανάπτυξης και της οικονοµικής µεγέθυνσης από µια περιβαλλοντική σκοπιά. Η ΠΕ πρέπει να αναδεικνύει την αξία και την αναγκαιότητα της συνεργασίας σε επίπεδο τοπικό και παγκόσµιο για την επίλυση των περιβαλλοντικών προβληµάτων. Από το 1975 στη Χάρτα του Βελιγραδίου επισηµάνθηκε ότι η εκπαίδευση πρέπει να κατευθυνθεί στην επίλυση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβληµάτων, που 12
προκύπτουν από τη φτώχεια, τη πείνα και την εκµετάλλευση (U.N.E.S.C.O. - U.N.E.P., 1976). «Η ανισότητα ανάµεσα στις φτωχές και τις πλούσιες χώρες, αλλά και στο εσωτερικό των χωρών, εντείνεται και υπάρχουν ενδείξεις για αύξηση της υποβάθµισης του φυσικού περιβάλλοντος σε παγκόσµια κλίµακα Αυτό που ζητείται ουσιαστικά είναι το ξερίζωµα των βασικών αιτιών που προκαλούν τη φτώχια, την πείνα, τον αναλφαβητισµό, τη ρύπανση, την εξάντληση των πόρων και τις κυριαρχικές σχέσεις. Ο αποσπασµατικός τρόπος µε τον οποίο µέχρι τώρα χειριζόµασταν αυτά τα κρίσιµα προβλήµατα δεν µπορεί πια να είναι αποτελεσµατικός Είναι ζωτική ανάγκη οι κάτοικοι του κόσµου να απαιτήσουν τη λήψη µέτρων, στα οποία θα στηρίζεται µια οικονοµική ανάπτυξη χωρίς επιβλαβείς επιπτώσεις στους ανθρώπους, µια ανάπτυξη που δεν θα υποβαθµίζει το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής τους Χρειαζόµαστε ένα νέο παγκόσµιο ήθος. Ένα ήθος σύµφωνα µε το οποίο τα άτοµα και οι κοινωνίες θα υιοθετούν στάσεις και αξίες εναρµονισµένες µε τη θέση της ανθρωπότητας µέσα στη βιόσφαιρα» (U.N.E.S.C.O. - U.N.E.P., 1976). 2.2.4 Η ιακυβερνητική ιάσκεψη της Τιφλίδας Η ιακυβερνητική ιάσκεψη της Τιφλίδας πραγµατοποιήθηκε στις 14-26 Οκτωβρίου 1977 και ήταν η πρώτη διακυβερνητική διάσκεψη που συνήλθε στον κόσµο ειδικά για την ΠΕ. Αποτέλεσε ορόσηµο στην ιστορία της ΠΕ γιατί καθορίστηκαν σε πνεύµα γενικής αποδοχής οι στόχοι της ΠΕ, οι σκοποί της, τα κριτήρια για την ανάπτυξη της, αλλά και τα χαρακτηριστικά και το περιεχόµενο αυτής της εκπαίδευσης, καθώς και οι βασικές µεθοδολογικές προσεγγίσεις για την επίτευξη των στόχων. Καρπός των εργασιών της ιάσκεψης είναι η «ιακήρυξη για την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση» και 41 προτάσεις (U.N.E.S.C.O. - U.N.E.P., 1978), η οποία συνιστά το πλέον σηµαντικό κείµενο που έχει παραχθεί στον τοµέα της ΠΕ (Φλογαΐτη, 1998). Στα Πρακτικά της ιάσκεψης της Τιφλίδας καθορίζονται ως βασικά χαρακτηριστικά της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, τα οποία τη διακρίνουν από κάθε άλλη µορφή εκπαίδευσης, τα ακόλουθα (U.N.E.S.C.O. - U.N.E.P., 1978): Ο προσανατολισµός στη λύση προβληµάτων Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισµα της ΠΕ εξ ορισµού είναι το ότι είναι εκπαίδευση προσανατολισµένη στη λύση προβληµάτων. Στα πλαίσια µιας τέτοιας προσέγγισης, η ΠΕ θα 13
επιτρέψει στους εκπαιδευόµενους να συνειδητοποιήσουν προβλήµατα που αφορούν στο περιβάλλον είτε στο κοντινό τους περιβάλλον (περιπτώσεις τοπικής ρύπανσης, διαχείρισης φυσικών πόρων, διαχείρισης χώρου κ.λ.π.) είτε στη Βιόσφαιρα (ερηµοποίηση, αποδάσωση, φαινόµενο θερµοκηπίου κ.λ.π.), να διασαφηνίσουν τις αιτίες οι οποίες βρίσκονται στις ρίζες των προβληµάτων και να προσδιορίσουν τις διαδικασίες εκείνες και τις στρατηγικές που θα µπορούσαν να οδηγήσουν σε λύση των προβληµάτων. Επίσης θα επιτρέψει στα άτοµα να κινητοποιηθούν και να θελήσουν να συµµετάσχουν ενεργά σε συλλογικούς σχεδιασµούς των στρατηγικών και των δράσεων που είναι απαραίτητες για την αντιµετώπιση των προβληµάτων. Η διεπιστηµονική προσέγγιση Η προσέγγιση του περιβάλλοντος και των περιβαλλοντικών προβληµάτων δεν µπορεί να είναι παρά διεπιστηµονική τόσο στο εννοιολογικό όσο και στο µεθοδολογικό επίπεδο. Κανένας επιστηµονικός κλάδος δεν µπορεί να οικειοποιηθεί την ΠΕ, ούτε ως περιεχόµενο ούτε ως διαδικασία. Για να κατανοηθεί και να εξηγηθεί ένα περιβαλλοντικό πρόβληµα χρειάζεται να αντληθούν στοιχεία που είναι επεξεργασµένα στα πλαίσια διάφορων επιστηµονικών κλάδων. Τα στοιχεία όµως εξετάζονται στα πλαίσια του συστήµατος στο οποίο εντάσσουµε το πρόβληµα, δίνοντας έµφαση στους συνδυασµούς και τις αλληλεξαρτήσεις. Η ΠΕ συγκροτείται µέσα από τον επαναπροσανατολισµό και την αναδιάρθρωση διαφορετικών επιστηµονικών κλάδων και διαφορετικών εκπαιδευτικών διαδικασιών µε τρόπο ώστε να επιτρέπουν την ολοκληρωµένη αντίληψη του περιβάλλοντος και τη δράση στο κοινωνικό πεδίο. Η ενσωµάτωση της εκπαίδευσης στην κοινωνία ή το άνοιγµα του σχολείου στη ζωή Για να είναι η ΠΕ αποτελεσµατική χρειάζεται καταρχήν µελέτη περιβαλλόντων και περιβαλλοντικών προβληµάτων που ενδιαφέρουν άµεσα τον εκπαιδευόµενο, δηλαδή φαινοµένων που εντάσσονται στην καθηµερινή του ζωή και προβληµάτων που αφορούν στην κοινότητα στην οποία ο ίδιος είναι ενσωµατωµένος. Έτσι θα αποκτήσει και ισχυρότερα κίνητρα να δράσει για την αντιµετώπιση των προβληµάτων και τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής του. Στη συνέχεια θα είναι προετοιµασµένος να δράσει σε σχέση µε προβλήµατα που αφορούν σε ευρύτερες περιοχές ή σε όλο τον πλανήτη. Η µελέτη συγκεκριµένων περιβαλλόντων και προβληµάτων που αφορούν στην κοινότητα, και µάλιστα µέσα από διαδικασίες επίλυσης προβληµάτων καθιστά απαραίτητο το άνοιγµα των εκπαιδευτικών δοµών στη ζωή της κοινότητας. 14
Ο διαρκής χαρακτήρας Το χαρακτηριστικό αυτό της ΠΕ απορρέει από την ίδια τη φύση του περιβάλλοντος, όπως αυτό διαµορφώνεται και εξελίσσεται από τη συνδυασµένη επίδραση των βιοφυσικών παραγόντων και του κοινωνικοπολιτισµικού πλαισίου. Η συνεχής και αλµατώδης ανάπτυξη της επιστηµονικής γνώσης και των τεχνολογικών εφαρµογών, επιταχύνει ολοένα τις αλλαγές που ο άνθρωπος επιφέρει στο βιοφυσικό περιβάλλον. Και οι διάφορες όψεις και παράµετροι που συγκροτούν το κοινωνικοπολιτισµικό περιβάλλον αλλάζουν ταχύτατα και διαµορφώνουν καινούριες προβληµατικές. Είναι η πρώτη φορά ίσως που στην ιστορία της ανθρωπότητας η γνώση, η τεχνολογία, οι αξίες, τα ήθη, η ίδια η φύση διαφοροποιούνται, πολλές φορές ριζικά, στη διάρκεια µιας και µόνον ανθρώπινης ζωής. Ως εκ τούτου η ΠΕ εξ αντικειµένου οφείλει να ενσωµατώνει αυτές τις αλλαγές. Γι αυτό χρειάζεται να είναι διαρκής σε δύο επίπεδα. Αφενός µεν να επαναπροσδιορίζει τις κατευθύνσεις της, το περιεχόµενο της, τις µεθόδους της, σύµφωνα µε τη νέα κάθε φορά πραγµατικότητα και τις καινούριες ανάγκες και προβληµατικές που διαµορφώνονται, αφετέρου δε να διασφαλίζει τη συνεχή εκπαίδευση των ατόµων στη διάρκεια της ζωής τους, κινητοποιώντας όλες τις εκπαιδευτικές δοµές, τυπικές και άτυπες. Μ αυτό τον τρόπο η ΠΕ δεν θα ξεπερνιέται από τα γεγονότα αλλά και θα προλαµβάνει µελλοντικές καταστάσεις που απειλούν την ποιότητα του περιβάλλοντος και της ζωής. Τονίζεται το γεγονός, πως οι αναπτυξιακές διαδικασίες βρίσκονται στη ρίζα των περιβαλλοντικών προβληµάτων δεν πρέπει να αποτελέσει εµπόδιο για την ανάπτυξη των χωρών της φτώχειας, ανάπτυξη που προβάλλει περισσότερο αναγκαία από οποτεδήποτε στο παρελθόν. Εφόσον δε η φτώχεια προκαλεί περιβαλλοντικά προβλήµατα στις χώρες αυτές, η ανάπτυξη είναι και η απαραίτητη προϋπόθεση για τη λύση των περιβαλλοντικών προβληµάτων και τη διατήρηση του περιβάλλοντος (Φλογαΐτη, 1998). Η εκπαίδευση θεωρείται το ουσιαστικότερο µέσο για τη συνειδητοποίηση του περιβάλλοντος και των προβληµάτων του και προϋπόθεση για δράση προς χάριν του περιβάλλοντος. Η εκπαίδευση για να είναι περιβαλλοντική, πρέπει να δρα στο επίπεδο της διαµόρφωσης νέου ήθους, νέων αξιών, νέων κοινωνικών στόχων και στη διαµόρφωση µιας διαφορετικής αντίληψης για τις σχέσεις µεταξύ των ανθρώπων, µεταξύ των λαών, µεταξύ του ανθρώπου και της φύσης (Φλογαΐτη, 1998). Η ιακήρυξη της Τιφλίδας συνηγόρησε ότι η ΠΕ πρέπει να επιλεχθεί ως το εργαλείο για ένα βιώσιµο µέλλον. Οι άνθρωποι πρέπει να ξεκινήσουν δραστηριότητες οι οποίες όχι µόνο θα 15
ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους αλλά και θα βελτιώσουν το περιβάλλον αυτό καθ αυτό. Το περιβάλλον πρέπει να υπολογίζεται στην ολότητα του, φυσικά και κοινωνικά, και θα πρέπει να υπάρχει συνεχής, ισόβια διαδικασία και µια προσέγγιση που περιλαµβάνει πολλές αρχές, η οποία θα υποδηλώνει ότι οι ανθρώπινες ζωές πρέπει να διατηρούνται από την χρησιµοποίηση του περιβάλλοντος ως πηγή πόρων αλλά ταυτόχρονα το ίδιο περιβάλλον πρέπει να χειρίζεται µε τέτοιο τρόπο ώστε να βοηθά στο να διατηρείται το ίδιο όπου είναι δυνατόν. Έµφαση δίνεται στο γεγονός ότι υπάρχει πολυπλοκότητα των περιβαλλοντικών προβληµάτων εφόσον οι χώρες είναι διαφορετικές γεωγραφικά, κλιµατολογικά και κοινωνικο-πολιτισµικά, έτσι υπάρχει µεγάλη ανάγκη να αναπτυχθούν η κριτική σκέψη και ικανότητες για λύση προβληµάτων (U.N.E.S.C.O. - U.N.E.P., 1978). Πιο σηµαντικό, οι αποφάσεις που λαµβάνονται πρέπει να σχετίζονται µε την κουλτούρα και τα συστήµατα αξιών των διαφορετικών περιοχών και κοινοτήτων. Η επιτυχία της ανάπτυξης της κριτικής σκέψης και της ικανότητας για λύση προβληµάτων είναι εφικτή µόνο µε προσέγγιση που περιλαµβάνει διαφορετικές αρχές. Τα θεµελιώδη στοιχεία της αειφόρου ανάπτυξης ήδη συµπεριλαµβάνονται στις αρχές της ΠΕ όπως αυτές τέθηκαν στην ιακήρυξη της Τιφλίδας (U.N.E.S.C.O. - U.N.E.P., 1978), η οποία δηλώνει ότι υπάρχει: «Η ανάγκη να συνειδητοποιηθούν οι κοινωνικές πτυχές του περιβάλλοντος και να ληφθούν υπ όψη οι στενοί δεσµοί µεταξύ της οικονοµίας, του περιβάλλοντος και της ανάπτυξης, δηλώνοντας ότι παρόλο που οι κοινωνίες εξαρτώνται από το περιβάλλον ως πηγή φυσικών πόρων, πρέπει να υπάρχει ένα όριο προκειµένου αυτοί να µην το υποβαθµίζουν και έτσι να ζουν αειφορικά» (U.N.E.S.C.O. - U.N.E.P., 1978). Οι στόχοι της ΠΕ αναλύονται ως εξής (U.N.E.S.C.O. - U.N.E.P., 1978): Η συνειδητοποίηση: να βοηθήσει τις κοινωνικές οµάδες και τους πολίτες να αποκτήσουν επίγνωση και ευαισθητοποίηση σχετικά µε το περιβάλλον και τα προβλήµατα του. Οι γνώσεις: να βοηθήσει τις κοινωνικές οµάδες και τους πολίτες να αποκτήσουν ποικιλία εµπειριών, καθώς και µια βασική κατανόηση του περιβάλλοντος και των σχετικών µε αυτό προβληµάτων. Οι στάσεις: να βοηθήσει τις κοινωνικές οµάδες και τους πολίτες να αποκτήσουν ένα σύνολο αξιών και συναισθηµάτων ενδιαφέροντος για το περιβάλλον, καθώς και τα κίνητρα για την ενεργό συµµετοχή στη βελτίωση και την προστασία του περιβάλλοντος. 16
Οι ικανότητες: να βοηθήσει τις κοινωνικές οµάδες και τους πολίτες να αποκτήσουν τις απαιτούµενες ικανότητες για την αναγνώριση και επίλυση των περιβαλλοντικών προβληµάτων. Η συµµετοχή: να δώσει στις κοινωνικές οµάδες και στους πολίτες τη δυνατότητα να συµµετάσχουν ενεργά σε όλα τα επίπεδα, εργαζόµενοι για την επίλυση των περιβαλλοντικών προβληµάτων. Στη ιακήρυξη της Τιφλίδας αναφέρεται ότι, οι σκοποί της ΠΕ είναι (U.N.E.S.C.O. - U.N.E.P., 1978): Να καλλιεργήσει τη σαφή κατανόηση και το ενδιαφέρον σχετικά µε την οικονοµική, κοινωνική, πολιτική και οικολογική, αλληλεξάρτηση στις αστικές και αγροτικές περιοχές. Να δώσει σε κάθε πολίτη τη δυνατότητα να αποκτήσει τις γνώσεις, τις αξίες, τις στάσεις, τη δέσµευση και τις απαραίτητες ικανότητες για να προστατέψει και να βελτιώσει το περιβάλλον. Να δηµιουργήσει νέα πρότυπα συµπεριφοράς προς το περιβάλλον στα άτοµα, στις οµάδες και την κοινωνία στο σύνολο της. Οι κατευθυντήριες αρχές της ΠΕ αναφέρονται επίσης στην ιακήρυξη της Τιφλίδας (U.N.E.S.C.O. - U.N.E.P., 1978). Η ΠΕ πρέπει: να θεωρεί το περιβάλλον στο σύνολο του, φυσικό και ανθρωπογενές, τεχνολογικό και κοινωνικό (οικονοµικό, πολιτικό, τεχνολογικό, ιστορικό - πολιτισµικό, ηθικό, αισθητικό), να αποτελεί συνεχή και δια βίου διαδικασία, που θα ξεκινά από την προσχολική ηλικία, θα συνεχίζεται σε όλα τα στάδια της σχολικής και εξωσχολικής εκπαίδευσης, να υιοθετεί µια διεπιστηµονική προσέγγιση, που χρησιµοποιώντας τις γνώσεις κάθε επιστηµονικού τοµέα να καθιστά δυνατή µια ολιστική και ισορροπηµένη προοπτική, να εξετάζει τα κύρια περιβαλλοντικά θέµατα από τοπική, εθνική, περιφερειακή και διεθνή σκοπιά, ώστε οι µαθητές να εµβαθύνουν στις περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν σε άλλες γεωγραφικές περιοχές, 17
να επικεντρώνεται στις τρέχουσες και µελλοντικές καταστάσεις του περιβάλλοντος, λαµβάνοντας παράλληλα υπόψη την ιστορική τους διάσταση, να επιµένει στην αξία και αναγκαιότητα µιας τοπικής, εθνικής και διεθνούς συνεργασίας µε στόχο την αποτροπή και την επίλυση των περιβαλλοντικών προβληµάτων, να µελετά συστηµατικά τις περιβαλλοντικές πλευρές των σχεδίων ανάπτυξης και οικονοµικής µεγέθυνσης, να διευκολύνει τη συµµετοχή των διδασκοµένων στον προγραµµατισµό των µαθησιακών τους εµπειριών και να τους δίνει τη δυνατότητα να λαµβάνουν αποφάσεις και να αποδέχονται τις συνέπειες τους, να συσχετίζει την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση, τη γνώση, την ικανότητα επίλυσης προβληµάτων και την αποσαφήνιση των αξιών, απευθυνόµενη σε κάθε ηλικία, δίνοντας όµως ιδιαίτερη έµφαση στην ευαισθητοποίηση των νέων ως προς τα περιβαλλοντικά προβλήµατα που εντοπίζονται στην κοινότητα τους, να βοηθά τους διδασκόµενους να ανακαλύπτουν τα συµπτώµατα και τις πραγµατικές αιτίες των περιβαλλοντικών προβληµάτων, να τονίζει την πολυπλοκότητα των περιβαλλοντικών προβληµάτων και συνεπώς την ανάγκη ανάπτυξης κριτικής σκέψης και ικανοτήτων για την επίλυση προβληµάτων, να χρησιµοποιεί τους διάφορους εκπαιδευτικούς χώρους και ευρεία ποικιλία εκπαιδευτικών προσεγγίσεων για τη διδασκαλία και τη µάθηση σχετικά µε το περιβάλλον και από το περιβάλλον, µε κατάλληλη έµφαση στις πρακτικές δραστηριότητες και τις προσωπικές εµπειρίες. 2.2.5 Το ιεθνές Συνέδριο της Μόσχας Στις 17-21 Αυγούστου 1987 οργανώθηκε το «ιεθνές Συνέδριο για την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση και Κατάρτιση» στη Μόσχα. Στο Συνέδριο της Μόσχας σύµφωνα µε το γενικότερο πνεύµα της εποχής, αναγνωρίζεται η Βιώσιµη Ανάπτυξη (sustainable development) ως µοναδική λύση για το περιβαλλοντικό πρόβληµα αφού αίρει την αντίφαση και το δίληµµα: ανάπτυξη ή περιβάλλον. Υιοθετείται λοιπόν η άποψη ότι κάθε δράση για το 18
περιβάλλον οφείλει να λειτουργεί στην προοπτική µιας βιώσιµης ή/ και αυτοσυντηρούµενης ανάπτυξης. Ως εκ τούτου εµπλουτίζεται εννοιολογικά και η ΠΕ. Η ΠΕ αναγνωρίζεται ως βασικός παράγοντας για την πραγµατοποίηση της Βιώσιµης Ανάπτυξης (Φλογαΐτη, 1998). 2.4.6 Η Σύνοδος Κορυφής του Ρίο (1992) Είκοσι χρόνια µετά τη διάσκεψη της Στοκχόλµης, συνέρχεται στο Ρίο Ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας (3-14 Ιουνίου 1992), η Παγκόσµια Συνδιάσκεψη των Ηνωµένων Εθνών µε θέµα "Περιβάλλον και Ανάπτυξη" µε στόχο τη διεθνή συνεργασία για την προώθηση της Βιώσιµης Ανάπτυξης, η οποία αποτελεί µετά τη Μόσχα το επόµενο σηµαντικό γεγονός σχετικά µε την ΠΕ. Καρπός της Συνδιάσκεψης είναι το πρόγραµµα δράσης "Agenda 21" που αποτελεί σύµφωνα µε τον Strong (1992) «το πιο ευρύ και περιεκτικό πρόγραµµα δράσης που εγκρίθηκε ποτέ από τη παγκόσµια κοινότητα» (Σκουφά, 2003). Αναγνωρίζεται η ατοµική ευθύνη στον αγώνα για την ισορροπία µεταξύ ποιότητας ζωής και περιβάλλοντος, ενώ υποχρέωση των κρατών αποτελεί η ενθάρρυνση του δηµοσίου ενδιαφέροντος και η διευκόλυνση της συµµετοχής των πολιτών στην περιβαλλοντική πληροφόρηση. Η προσοχή εστιάζεται στο χάσµα ανάµεσα στις πλούσιες-φτωχές χώρες, καθώς οι πρώτες ενδιαφέρονται, ως επί τω πλείστων, για τα περιβαλλοντικά θέµατα ενώ οι δεύτερες επιµένουν ότι το κυρίαρχο µέρος της συζήτησης για το περιβάλλον θα πρέπει να είναι η ανάπτυξη (Σκουφά, 2003). Στον αποφασιστικής σηµασίας ρόλο της εκπαίδευσης για την προώθηση και επίτευξη της Βιώσιµης Ανάπτυξης (ΒΑ) αναφέρεται και το Κεφάλαιο 36 της Ατζέντα 21 µε τίτλο «Επαναπροσανατολισµός της εκπαίδευσης, της ευαισθητοποίησης του κοινού και της κατάρτισης προς την κατεύθυνση της αειφόρου ανάπτυξης», το οποίο πραγµατεύεται τους παρακάτω τοµείς δράσης που σχετίζονται µε την εκπαίδευση: α) επαναπροσανατολισµός της εκπαίδευσης προς την κατεύθυνση της αειφόρου ανάπτυξης, β) προώθηση της ενηµέρωσης του κοινού και γ) προώθηση της επαγγελµατικής κατάρτισης (U.N.E.S.C.O., 1992). Οι στόχοι όπως αυτοί ορίζονται στο Κεφάλαιο 36 της Ατζέντας 21 αφορούν: την εξασφάλιση σε παγκόσµια κλίµακα της πρόσβασης στη βασική εκπαίδευση και τη µείωση του βαθµού αναλφαβητισµού των ενηλίκων, την επίτευξη ενηµέρωσης για το περιβάλλον και την ανάπτυξη σε όλους τους τοµείς της κοινωνίας, την επίτευξη της µετουσίωσης της εκπαίδευσης για το περιβάλλον και την ανάπτυξη σε κοινωνική εκπαίδευση, την ενσωµάτωση 19
των εννοιών του περιβάλλοντος και της ανάπτυξης σε όλα τα εκπαιδευτικά προγράµµατα και κυρίως στην ανάλυση των αιτιών των κυριότερων ζητηµάτων περιβάλλοντος και ανάπτυξης. Ειδικότερα, στο Κεφάλαιο 36 υπογραµµίζεται η κρισιµότητα της εκπαίδευσης για την προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης και για τη βελτίωση της ικανότητας των ανθρώπων να προσεγγίζουν θέµατα περιβάλλοντος και ανάπτυξης αλλά και η καθοριστική συµβολή της στην αλλαγή νοοτροπίας των ανθρώπων και την απόκτηση ικανοτήτων εκτίµησης και προσέγγισης προβληµάτων σχετικών µε την αειφόρο ανάπτυξη. Τέλος τονίζεται ότι, «για να είναι αποτελεσµατική η εκπαίδευση για το περιβάλλον και την ανάπτυξη θα πρέπει να πραγµατεύεται θέµατα σχετικά µε τη δυναµική του φυσικού/βιολογικού και κοινωνικοοικονοµικού περιβάλλοντος και της ανθρώπινης ανάπτυξης, να ενσωµατώνεται σε όλες τις επιστήµες και να χρησιµοποιεί τις θεσµοθετηµένες και άτυπες µεθόδους, καθώς και τα µέσα της αποτελεσµατικής επικοινωνίας» (Γούπος & Παπασταύρου 2000; όπως αναφέρεται από την Σκουφά, 2003). 2.4.7 Το Συνέδριο Θεσσαλονίκης (1997) Στις 8-12 εκεµβρίου του 1997 οργανώνεται στη Θεσσαλονίκη η ιεθνής ιάσκεψη της U.N.E.S.C.O. µε θέµα «Περιβάλλον και Κοινωνία: Εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση των πολιτών για την αειφορία». Καρπός της διάσκεψης είναι ένα κείµενο 29 αρχών και προτάσεων που θα αποτελέσει έως την επόµενη συνεδρίαση (το 2007) τη θεωρητική βάση για την εκπαίδευση για το περιβάλλον και την Αειφορία (Σκουφά, 2003). Σύµφωνα µε τις αρχές της ιακήρυξης «αναγνωρίζεται η αξία των συστάσεων και των σχεδίων δράσης του Συνεδρίου του Βελιγραδίου για την ΠΕ (1975), της ιακυβερνητικής ιάσκεψης της Τιφλίδας για τη ΠΕ (1977), του Συνεδρίου της Μόσχας για την ΠΕ και την Κατάρτιση (1987) και του Παγκόσµιου Συνεδρίου Εκπαίδευσης και Επικοινωνίας για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη του Τορόντο (1992) τα οποία ισχύουν αλλά δεν έχουν αξιοποιηθεί πλήρως» (αρχή 2), αλλά και «η συµβολή άλλων µικρότερης εµβέλειας συναντήσεων το 1997» (αρχή 4) ενώ η οπτική της εκπαίδευσης εξελίχθηκε περαιτέρω µέσα από άλλα Συνέδρια (Ρίο, Βιέννη, Κάιρο, Κοπεγχάγη, Πεκίνο, Κωνσταντινούπολη, κα). Αναγνωρίζεται ο ρόλος της εκπαίδευσης στην επίτευξη της βιωσιµότητας «στα πλαίσια ριζικών και γρήγορων αλλαγών στη συµπεριφορά, στον τρόπο ζωής περιλαµβάνοντας αλλαγές στα καταναλωτικά και παραγωγικά µοντέλα η οποία και θα πρέπει να οργανωθεί ως 20
ένας στυλοβάτης της βιωσιµότητας µαζί µε τη νοµοθεσία, την οικονοµία και την τεχνολογία» (αρχή 6). Θεωρείται ένα απαραίτητο µέσο «που θα δώσει σε όλους τους πολίτες την ικανότητα να ορίζουν τη ζωή τους, να ασκούν το δικαίωµα των προσωπικών επιλογών και υπευθυνότητας, να επιτυγχάνουν τη δια βίου µάθηση, ανεξάρτητα από σύνορα γεωγραφικά, πολιτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά, γλωσσικά ή βασιζόµενα στο φύλο» (αρχή 9). Επιβεβαιώνεται η ανάγκη «επαναπροσανατολισµού του συνόλου της εκπαίδευσης η οποία περιλαµβάνει όλα τα επίπεδα τυπικής, µη τυπικής και άτυπης» (αρχή 10). Τονίζεται ο ρόλος των ανθρωπιστικών και των κοινωνικών επιστηµών και υπογραµµίζεται ότι «η ενασχόληση µε την αειφορία απαιτεί µια ολιστική και διεπιστηµονική προσέγγιση» (αρχή 12) (U.N.E.S.C.O., 1997). Στην αρχή 11 αναφέρεται χαρακτηριστικά «Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση όπως αναπτύχθηκε στο πλαίσιο των συστάσεων της Τιφλίδας και όπως έχει εξελιχθεί από τότε, ενασχολούµενη µε όλο το εύρος των οικουµενικών θεµάτων που συµπεριλαµβάνονται στην Ηµερήσια ιάταξη για τον 21ο αιώνα (Agenda 21) και στις κύριες ιασκέψεις των Ηνωµένων Εθνών, αναφέρεται επίσης και ως εκπαίδευση για την αειφορία. Αυτό της επιτρέπει να αναφέρεται ως εκπαίδευση για το περιβάλλον και την αειφορία» (U.N.E.S.C.O., 1997). Επίσης στην αρχή 12 αναφέρεται «Όλα τα γνωστικά αντικείµενα, συµπεριλαµβανοµένων των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστηµών, οφείλουν να ασχοληθούν µε θέµατα σχετικά µε το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη. Η ενασχόληση µε την αειφορία απαιτεί µία ολιστική, διεπιστηµονική προσέγγιση η οποία οδηγεί σε σύγκλιση διαφορετικούς γνωστικούς χώρους και θεσµούς χωρίς αυτοί να απωλέσουν την χαρακτηριστική τους ταυτότητα» (U.N.E.S.C.O., 1997). 2.3ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ Το πεδίο της Π.Ε. καλύπτεται από µια σειρά εσφαλµένων αντιλήψεων (Hungerford, 1998), οι οποίες είναι απαραίτητο να εκλείψoυν. Η Π.Ε δεν είναι συνώνυµη µε την οικολογία, η οποία ορίζει ένα επιστηµονικό πεδίο αλληλοεξαρτώµενων σχέσεων µεταξύ των φυτών, των ζώων και του περιβάλλοντός τους. Η Π.Ε. χρησιµοποιεί το γνωστικό πεδίο της οικολογίας µε απώτερο σκοπό τη διαµόρφωση υπεύθυνης περιβαλλοντικής συµπεριφοράς (Σκαναβή 2004). 21