ΝΕΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Αναπτυξιακός Νόµος Αδειοδότηση Επιχειρήσεων TEE/TKM- 20 Μαΐου 2005 - Βελλίδειο Συνεδριακό Κέντρο Ο ρόλος του Μηχανικού στη ιαδικασία Αδειοδότησης Μεταποιητικών Επιχειρήσεων Χαράλαµπος Σιδηρόπουλος, ΗΜ, Σύλλογος Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων ΒΕ Το βασικότερο πρόβληµα σήµερα των επιχειρήσεων δεν είναι ο τρόπος έκδοσης των αδειών αλλά η βιωσιµότητα τους. Εγγενής είναι αδυναµία των µικρών βιοτεχνικών µονάδων να ανταγωνιστούν ασύδοτους και ανέλεγκτους οµίλους µε νόµιµο τρόπο (π.χ. δαπάνες εγκατάστασης και λειτουργίας µονάδων, δαπάνες εφαρµογής εργατικής ασφαλιστικής νοµοθεσίας, καταβολή νόµιµης φορολογίας κλπ). Στις 1-3-2005 ψηφίστηκε κατά πλειοψηφία στην Βουλή ο νέος νόµος Ν 3325/2005 που τροποποιεί τη διαδικασία για την ίδρυση και λειτουργία των µεταποιητικών επιχειρήσεων, στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης. Ο νόµος αυτός αντικαθιστά τον προηγούµενο Ν 2516/97 και επαγγέλλεται την απλοποίηση του θεσµικού πλαισίου αδειοδότησης των ελληνικών επιχειρήσεων και ταυτόχρονα την προστασία του περιβάλλοντος, της δηµόσιας υγείας και ασφάλειας. Η πραγµατικότητα είναι διαφορετική. Ο νόµος του ΥΠ.ΑΝ υπεισέρχεται µόνο σε µερικό εξορθολογισµό της διαδικασίας και δεν µπαίνει στην καρδιά του προβλήµατος µε αποτέλεσµα να µην επιφέρει ουσιαστικές βελτιώσεις και µείωση του συνολικού χρόνου αδειοδότησης. Καµιά πρόοδος δεν έχει πραγµατοποιηθεί προς την κατεύθυνση προστασίας του περιβάλλοντος, της δηµόσιας υγείας και ασφάλειας. Από 2-2-05 µε επιστολή του το ΤΕΕ/ΤΚΜ δηµοσιοποίησε την µελέτη οµάδας εργασίας του για το «Θεσµικό πλαίσιο αδειοδότησης µεταποιητικών επιχειρήσεων» και επισήµανε ότι : 1. Το σχέδιο νόµου του Υπουργείου δεν µπορεί να επιτύχει τους στόχους που περιγράφονται στην αιτιολογηµένη έκθεση. 2. Το ΥΠ.ΑΝ παρουσίασε το σχέδιο νόµου εγκεκριµένο από την κυβερνητική επιτροπή χωρίς προηγουµένως να το συζητήσει µε το ΤΕΕ, που είναι ο θεσµοθετηµένος σύµβουλός του. Αρνούµενο το Υπουργείο να λάβει υπόψη τις τεκµηριωµένες θέσεις του ΤΕΕ/ΤΚΜ δεν προσκάλεσε στην διαρκή επιτροπή της βουλής που συνεδρίασε από τις 15 έως 17-2-2005, ως όφειλε εκπρόσωπο του ΤΕΕ, να εκθέσει τις απόψεις του επιµελητηρίου επί του σχεδίου νόµου. Στην επιτροπή παρευρέθηκαν εκπρόσωποι του Συνδέσµου Ελληνικών Βιοµηχανιών του Βιοτεχνικού Επιµελητηρίου Αθηνών, Πειραιά και του Εµπορικού και Βιοµηχανικού Επιµελητηρίου. Μετά την ψήφιση του νόµου και την υπογραφή των κανονιστικών διατάξεων για την εφαρµογή του, απουσία των απόψεων των µηχανικών καµία πρόοδος δεν µπορεί να πραγµατοποιηθεί στην κατεύθυνση που επαγγέλλεται αυτός ο νόµος. Οι παράνοµες µεταποιητικές δραστηριότητες θα παραµένουν και θα ενδυναµώνουν, τα ατυχήµατα
θα αυξάνονται και η ανεξέλεγκτη παραγωγή και εκποµπή ρύπων (υγρών, στερεών και αερίων) θα συνεχίζεται ακάθεκτη. Είναι πλέον εµφανής και πέρα από κάθε αµφισβήτηση, µια εµµένουσα πολιτική βούληση για τη διατήρηση στην ουσία ως έχει της ηµιελεγχόµενης έως ανεξέλεγκτης κατάστασης κυρίως των παράνοµων µεταποιητικών µονάδων, να µη βελτιώσουν το εργασιακό τους περιβάλλον και την εν γένει περιβαλλοντική συµπεριφορά τους. Το θεσµικό πλαίσιο συνεχίζει να παραµένει ασαφές. Στα θετικά σηµεία του νόµου καταγράφονται: 1. Η αύξηση της ισχύος των εργαστηρίων που απαλλάσσονται από την άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας. 2. ιευκολύνεται η άδεια εγκατάστασης γιατί ένα µεγάλο µέρος δικαιολογητικών µεταφέρονται από την άδεια εγκατάστασης στην άδεια λειτουργίας. 3. Απαλλαγή έγκρισης µελέτης πυρασφάλειας για την έκδοση της άδειας εγκατάστασης. 4. Οργάνωση του γραφείου ανάπτυξης και της συγκέντρωσης των διαδικασιών σε ένα σηµείο. Στα αρνητικά σηµεία καταγράφονται: 1. εν καταργείται στην ουσία κανένα δικαιολογητικό. Ουσιαστικά προτείνεται η µετακύλιση των περισσοτέρων απαιτούµενων δικαιολογητικών από το στάδιο της άδειας εγκατάστασης στο στάδιο της άδειας λειτουργίας. 2. εν σχετίζεται η άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας επιχείρησης µε την ασφάλεια και υγιεινή της εργασίας µε βάση την εκτίµηση επαγγελµατικού κινδύνου. Θα πρέπει να απαιτείται µελέτη εκτίµησης του επαγγελµατικού κινδύνου, ώστε να προστατεύεται και να διατηρείται η υγιεινή και η ασφάλεια των εµπλεκοµένων στις διαδικασίες της λειτουργίας µιας επιχείρησης. 3. Στην πρόταση ορίζονται πρόστιµα σε µηχανικούς για ψευδείς δηλώσεις. Ο µηχανικός δεν µπορεί να φέρει ευθύνη για την ερµηνεία των νόµων. Η ευθύνη του µηχανικού στην εγκατάσταση και λειτουργία των επιχειρήσεων θα πρέπει να περιορίζεται στο γνωστικό του αντικείµενο και µέχρι την εφαρµογή των κωδίκων. Συνεπώς η λογική να ορίζονται πρόστιµα σε µηχανικούς για ψευδείς δηλώσεις σε διαδικασίες που δεν µπορεί να ελέγξει δεν µπορεί να γίνει αποδεκτή. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει οι κυρώσεις να περιοριστούν στις διοικητικές ποινές που προβλέπονται από άλλες διατάξεις (Ν.1599/1986). Στον νέο νόµο π.χ. ο µηχανικός καλείται να υπογράψει δηλώσεις για δυνατότητα εγκατάστασης κόµβου ή βεβαίωση ότι ο εξοπλισµός δεν είναι εγκαταστηµένος σε βοηθητικό, κοινόχρηστο ή αυθαίρετο χώρο. 4. Επιτρέπεται κατά παρέκκλιση τυχόν απαγορευτικών διατάξεων η χορήγηση ειδικής άδειας εγκατάστασης κατά την σχετική κρίση του Υπουργού Ανάπτυξης. Στην προσπάθεια µείωσης του απαιτούµενου χρόνου απόκτησης της άδειας εγκατάστασης διαπιστώνουµε για µια ακόµη φορά ότι η πολιτεία προσπαθεί να µεταθέσει την ευθύνη ερµηνείας των νόµων στον µηχανικό που ανέλαβε την έκδοση της άδειας. Το φαινόµενο τείνει να καταστεί «καθεστώς», καθώς µε τέτοιες αντιλήψεις προχωρά, συστηµατικά πλέον, η εκτελεστική και νοµοθετική εξουσία στη διαµόρφωση του πλαισίου άσκησης του επαγγέλµατος των µηχανικών.
Πέραν κάθε επιστηµονικής και λογικής προσέγγισης και κατά παράβαση στοιχειωδών κανόνων ποινικοποιείται η δουλειά των µηχανικών επ αόριστο. Οι µηχανικοί, δεν αρνούνται, ούτε επιθυµούν να υπεκφεύγουν από τις ευθύνες τους. εν χρειάζονται ούτε προστάτες, ούτε προστατευτισµούς. Είναι ικανοί, έχουν τη γνώση και την εµπειρία να αντιµετωπίσουν και τον ανταγωνισµό και τις απαιτήσεις που η διαρκής εξέλιξη φέρνει. Εκείνο, όµως, που απαιτούν και το οποίο θα προασπίσουν µε κάθε τρόπο είναι να υπάρξει σαφές νοµοθετικό πλαίσιο µέσα στο οποίο οι ίδιοι θα παράγουν και θα ελέγχονται για το παραγόµενο προϊόν τους µε κριτήρια επιστηµονικά. Οι µηχανικοί αρνούνται να δεχθούν τη συστηµατική, πλέον, παράβλεψη ή περιγραφή της νοµοθεσίας, που µε διάφορες προφάσεις και πρακτικές (βλέπε υπεύθυνες δηλώσεις), έχει διαµορφώσει συνθήκες ζούγκλας, σε µια εποχή που ορισµένοι διατείνονται ότι βαδίζουµε στο δρόµο του εκσυγχρονισµού. Οι αδιαφανείς, αυθαίρετες και συχνά εκτός νόµου διαδικασίες, γίνονται η κυρίαρχη άποψη και πρακτική ενός συνεχώς διευρυνόµενου κύκλου διαχειριστών της εξουσίας. Και αυτό δεν µπορεί να συνεχιστεί. Ο ρόλος των µηχανικών είναι ανάγκη και να τονιστεί και να επαναπροσδιοριστεί. Για µια ακόµη φορά επιµένουµε ότι η ευθύνη του µηχανικού στην εγκατάσταση και λειτουργία των επιχειρήσεων θα πρέπει να περιορίζεται στο γνωστικό του αντικείµενο και µέχρι την εφαρµογή των κωδίκων. Συνεπώς η λογική να ορίζονται πρόστιµα σε µηχανικούς για ψευδείς δηλώσεις σε διαδικασίες που δεν µπορούν να ελέγξουν δεν µπορεί να γίνει αποδεκτή. Οι σχέσεις εργασίας σε συνθήκες παράνοµης µεταποιητικής δραστηριότητας επιδεινώνονται. Η µαύρη εργασία, η εντατικοποίηση, η παράνοµη απασχόληση, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθούν. Το εργασιακό περιβάλλον υποβαθµίζεται. εν πρέπει να µας διαφεύγει το γεγονός ότι σε µια περιοχή όπου ανεξάρτητα, από το καθεστώς νοµιµότητας, συµβιώνουν βιοµηχανία- βιοτεχνία-κατοικία σηµαντικοί είναι οι κίνδυνοι για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζοµένων και πληθυσµού που εκτίθενται σε ένα συνδυασµό βλαπτικών παραγόντων του εργασιακού και ευρύτερου περιβάλλοντος όπως: έκθεση σε χηµικούς- φυσικούς παράγοντες του εργασιακού περιβάλλοντος, έκθεσης εξαιτίας της ρύπανσης του αέρα, του υδροφόρου ορίζοντα και του εδάφους από την καθηµερινή λειτουργία των επιχειρήσεων ή µετά από ατυχήµατα σε κάποια από αυτές, έκθεση σε επικίνδυνες ουσίες µέσω της τροφικής αλυσίδας, εργασιακό στρες κ.λ.π. Η συνεργική έκθεση σε τέτοιου είδους παράγοντες αυξάνουν την πιθανότητα εκδήλωσης µακροπρόθεσµων επιπτώσεων στην υγεία. Η συσχέτιση της άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας επιχείρησης µε την ασφάλεια και υγιεινή της εργασίας µε βάση την εκτίµηση επαγγελµατικού κινδύνου κατοχυρώνοντας τον ρόλο του µηχανικού σ αυτή την διαδικασία θα αντιµετώπιζε εν µέρει το πρόβληµα. Τονίζουµε πάλι ότι πρέπει να απαιτείται µελέτη εκτίµησης του επαγγελµατικού κινδύνου για την έκδοση άδειας εγκατάστασης και λειτουργίας, ώστε να προστατεύεται και να διατηρείται η υγιεινή και η ασφάλεια των εµπλεκοµένων στις διαδικασίες της λειτουργίας µιας επιχείρησης. Θα ήταν, όµως, παράλειψη µας, παραµένοντας στο κρίσιµο ζήτηµα της υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας, εάν δεν επισηµάνουµε ότι στην προβληµατική αυτή κατάσταση συµβάλλουν και οι γενικότερες ελλείψεις που υπάρχουν στις υποστηρικτικές υποδοµές καθώς και τα µεθοδολογικά και νοµοθετικά κενά.
Χαρακτηριστικά αναφέρουµε: Την ελλιπή καταγραφή εργατικών ατυχηµάτων και επαγγελµατικών ασθενειών Την έλλειψη δηµόσιων υποδοµών υποστήριξης των σχετικών διαδικασιών ανάλυσης και εκτίµησης των βλαπτικών παραγόντων εργασιακού και ευρύτερου περιβάλλοντος και των επιπτώσεων τους στην υγεία εργαζοµένων και κατοίκων. Την έλλειψη πλαισίου για την έγκαιρη ενηµέρωση αρχών και υπηρεσιών για τις αλλαγές που συµβαίνουν σε κάθε χώρο. Τις ελλείψεις στη στελέχωση και οργάνωση των αρµοδίων υπηρεσιών για την αποτελεσµατική απόκριση σε έκτακτη κατάσταση (π.χ πυροσβεστική, ΕΚΑΒ κλπ) και τις ελλείψεις σχετικών υποδοµών (π.χ δρόµοι, ειδικές νοσοκοµειακές µονάδες κλπ) Την έλλειψη θεσµοθετηµένων µεθοδολογιών εκτίµησης επικινδυνότητας και ορίων συνεργικής έκθεσης σε βλαπτικούς παράγοντες, καθώς και την απουσία κριτηρίων αξιολόγησης τους Την απουσία ολοκληρωµένου πλαισίου ελέγχου από το κράτος για την λειτουργία εγκαταστάσεων φυσικού αερίου. Θεωρούµε ότι ο νέος νόµος είναι συνέχεια µια συνολικότερης πολιτικής που υπηρέτησε και υπηρετεί πολιτικές προτεραιότητες µε κεντρικό στόχο την εξυπηρέτηση συγκεκριµένων συµφερόντων. Η απραξία, εποµένως στη λήψη µέτρων, η εµµονή σε αναποτελεσµατικές «λογικές» (π.χ. ασαφές θεσµικό πλαίσιο, πολυδιάσπαση και αλληλοεπικάλυψη αρµοδιοτήτων, πολυνοµία κ.λ.π) δεν αποτελούν τις αιτίες του προβλήµατος αλλά συγκεκριµένα εργαλεία προκειµένου να προωθούνται οι πιο πάνω πολιτικές προτεραιότητες και να εξυπηρετούνται συµφέροντα. Συνεπώς, οι προτάσεις που υποβάλλονται στη συνέχεια από την πλευρά µας για την επίλυση του προβλήµατος, διατυπώνονται µε σαφή επίγνωση του γεγονότος ότι δεν απευθύνονται στα ώτα των µη ακουόντων αλλά στις δυνάµεις εκείνες που πραγµατικά ενδιαφέρονται για να δοθούν ουσιαστικές λύσεις και είναι διατεθειµένες να αγωνιστούν γι αυτό. Προτείνουµε λοιπόν: 1. Την αποτελεσµατική ενίσχυση των µηχανισµών άσκησης περιβαλλοντικού ελέγχου και ελέγχου των συνθηκών εργασίας (εργασιακό περιβάλλον, υγιεινή και ασφάλεια εργασίας) 2. Την ανάδειξη του κεντρικού ρόλου των µηχανικών, για τη διασφάλιση: της ποσοτικής εκτίµησης της επικινδυνότητας, της συνδυασµένης εφαρµογής της νοµοθεσίας για την προστασία του εργασιακού και ευρύτερου περιβάλλοντος 3. Την ενίσχυση (θεσµική, οικονοµική, διοικητική) της Νοµαρχιακής και πρωτοβάθµιας αυτοδιοίκησης στην άσκηση του ρόλου του περιβαλλοντικού ελέγχου 4. Την καθιέρωση νέου τρόπου κατηγοριοποίησης, από πλευράς βαθµού όχλησης και επικινδυνότητας των επιχειρήσεων, όχι στη βάση µια απλής στατικής καταγραφής του είδους της οχλούσας δραστηριότητας, όπως γίνεται σήµερα, αλλά µε συνεκτίµηση και άλλων ουσιαστικών κριτηρίων, όπως: το είδος και η ποσότητα των παραγόµενων αποβλήτων και των διακινούµενων χηµικών ουσιών, η κατάσταση του παραγωγικού και λοιπού εξοπλισµού, το εξωτερικό περιβάλλον της κάθε επιχείρησης, η αθροιστική επίδραση των συνολικά παραγόµενων στην περιοχή ρύπων (συνέργια βλαπτικών παραγόντων).
5. Την αλλαγή της πολιτικής των χρήσεων γης (θεσµοθέτηση χρήσεων γης και χωροταξικού σχεδιασµού). 6. Την καθιέρωση ουσιαστικών ποινών σε βάρος των ρυπαινουσών βιοµηχανιών και εν γένει όσων παραβιάζουν τις περιβαλλοντικές διατάξεις µε κλιµάκωση της ποινής ανάλογα µε το µέγεθος της µονάδας και την επικινδυνότητα της παράβασης 7. Την πριµοδότηση του εκσυγχρονισµού των µικροµεσαίων εγκαταστάσεων µε προτεραιότητα στην εισαγωγή επαρκούς αντιρρυπαντικής προστασίας. 8. Λήψη συγκεκριµένων µέτρων και υιοθέτηση υλοποιήσιµων στόχων για την µετεγκατάσταση των οχλουσών δραστηριοτήτων, σε ορθολογικά επιλεγµένες περιοχές. Η χωροθέτηση της παραγωγικής διαδικασίας πρέπει να υπηρετεί συνδυασµένα: Την ασφάλεια των εργαζόµενων και των κατοίκων Την προστασία του εργασιακού και ευρύτατου περιβάλλοντος Τη µείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας και την εξοικονόµηση ενέργειας Την περιφερειακή ανάπτυξη Την ανάπτυξη εγχώριων κλάδων και την δηµιουργία θέσεων εργασίας Τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας Θεωρούµε τέλος όµως υποχρέωση µας να επισηµάνουµε ότι οι παραπάνω προτάσεις έχουν ουσιαστικό νόηµα και περιεχόµενο στο πλαίσιο µιας άλλης αναπτυξιακής πολιτικής που θα ασκείται προς όφελος των παραγωγικών δυνάµεων της χώρας. Μιας ανάπτυξης που θα οργανώνεται και θα ελέγχεται από την δηµοκρατική πλειοψηφία του λαού, που θα λειτουργεί για την εξυπηρέτηση των αναγκών όλων των εργαζοµένων.