ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Σχετικά έγγραφα
Chromis chromis (Linnaeus, 1758)

Τ.Ε.Ι. ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΜΗΜΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΑΛΙΕΙΑΣ-ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ ΜΑΘΗΜΑ: ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ Ι

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ 11. ΙΧΘΥΕΣ ΓΛΥΚΕΩΝ ΥΔΑΤΩΝ

41o Γυμνάσιο Αθήνας Σχ. Έτος Τμήμα Β1

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΘΕΜΑ: «ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΛΕΠΙΩΝ ΩΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟ ΓΝΩΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΙΝΩΝ ΨΑΡΙΩΝ»

ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Μεταβατικά ύδατα ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ. ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ - Σχολική χρονιά

( ( ιεύθυνση Αλιευτικών Εφαρµογών & Ε.Α.Π Φυλλάδιο τοννοειδών

MOYΣΕΙΟ ΨΑΡΙΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΑΣ

Ηεξάπλωσητου«Λαγοκέφαλου» (Lagocephalus sceleratus) στις Ελληνικές θάλασσες. Π. Περιστεράκη, ΕΛ.ΚΕ.ΘΕ.

Προστατευόμενα Ζώα της Κύπρου!

ΛΕΟΝΤΑΡΟΨΑΡΟ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΞΕΝΙΚΟΥ ΕΙΔΟΥΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ & ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΕΣ ΑΛΙΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΦΥΛΟ ΧΟΡΔΩΤΑ ΥΠΟΦΥΛΟ Σπονδυλωτά ΥΠΕΡΚΛΑΣΗ Άγναθα Γναθόστομα ΚΛΑΣΗ Μυξίνοι Χονδριχθύες Πετρόμυζοι Οστεϊχθύες*

Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χ

Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει

Εξωτερική µορφολογία και εσωτερική οργάνωση οστεϊχθύος. Συστηµατική κατάταξη

Πόσα αβγά γεννούν τα ψάρια;

10 + αλήθειες που μάθαμε συζητώντας με ψαράδες

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ 6. ΧΗΝΕΣ ΠΑΠΙΕΣ

Ιχθυολογία. Ενότητα 1 η. Εργαστηριακή Άσκηση Μορφομετρία Οστεϊχθύος. Περσεφόνη Μεγαλοφώνου, Αναπλ. Καθηγήτρια Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Βιολογίας

Τα ποτάμια και οι λίμνες της Ελλάδας. Λάγιος Βασίλειος, Εκπαιδευτικός

ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

Επιδράση των υδατοκαλλιεργειών στο περιβάλλον

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

ΚΑΡΧΑΡΙΑΣ Κωνσταντίνος Κροκίδης

Σέσσι, Γραμματικό. κείμενο-φωτό: Κώστας Λαδάς

Η οδηγία για τα νερά κολύμβησης και η επίδραση της μυδοκαλλιέργειας στην ποιότητα νερών του Θερμαϊκού κόλπου (Βόρειο. Αιγαίο)

ΣΥΝΟΜΟΤΑΞΙΑ: ΑΡΘΡΟΠΟΔΑ

Συμβολή στην Χαρτογράφηση Θαλάσσιων Οικοτόπων των Όρμων Κορθίου και Χώρας Άνδρου (Νοτιοανατολική Άνδρος, Κυκλάδες)

2ο φύλο του ζωικού βασιλείου ( ~ είδη) Μεγαλύτερο ασπόνδυλο

5. κλίμα. Οι στέπες είναι ξηροί λειμώνες με ετήσιο εύρος θερμοκρασιών το καλοκαίρι μέχρι 40 C και το χειμώνα κάτω από -40 C

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΖΩΩΝ I. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΑΛΑΚΙΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΣΟΥΠΙΑΣ Sepia officinalis. Διδάσκων: Σ. Νταϊλιάνης

Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΠΛΑΓΚΤΟΥ ΓΙΑ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΩΣ ΖΩΝΤΑΝΗΣ ΤΡΟΦΗΣ ΣΤΟΥΣ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥΣ ΙΧΘΥΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥΣ ΣΤΑΘΜΟΥΣ (Γενική θεώρηση)

Διάκριση φρέσκων και αποψυγμένων κατεψυγμένων αλιευμάτων

Οι μόνιμοι κάτοικοι των ελληνικών θαλασσών

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ 10. ΔΡΥΟΚΟΛΑΠΤΕΣ ΤΣΙΧΛΕΣ - ΚΟΡΑΚΟΕΙΔΗ

Α1.5 «Aνακρίνοντας» τους χάρτες

Χρυσάνθη Αντωνιάδου & Χαρίτων Σ. Χιντήρογλου Τομέας Ζωολογίας Τμήμα Βιολογίας ΑΠΘ Με την ευγενική συμβολή της Msc. Δήμητρα Λήδας Ράμμου

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ ΦΥΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΖΩΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Επιμέλεια: Χριστίνα Τσώτα

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Κεφάλαιο 5 «Στήριξη και Κίνηση»

ΕΠΑΝ II, KOYΠΟΝΙΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Κωδικός Αριθμός Κουπονιού:

Αποδημητικά πουλιά της Κύπρου. Όνομα: Κωνσταντίνος Χριστοφή Τμήμα: Γ 4 Μάθημα: Βιολογία

6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12 O O2

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ

Β) ΜΕΡΟΠΛΑΓΚΤΟ. 1) ΠΡΟΝΥΜΦΕΣ ΚΑΡΚΙΝΟΕΙΔΩΝ : περιλαμβάνει δύο κύριες κατηγορίες :

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΖΩΩΝ Ι. Εργαστηριακή άσκηση: Αρθρόποδα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. της. Οδηγίας της Επιτροπής

Φύλλο Εργασίας 1: Μετρήσεις μήκους Η μέση τιμή

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΑΛΙΕΙΑΣ, ΕΤΟΥΣ 2012 µε µηχανοκίνητα σκάφη άνω των 20 HP

ΦΑΣΗ 5. Ανάλυση αποτελεσμάτων αλιευτικής και περιβαλλοντικής έρευνας- Διαχειριστικές προτάσεις ΠΑΡΑΔΟΤΕΑ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΑΛΙΕΙΑΣ ΜΕ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΑ ΣΚΑΦΗ: Έτος 2018

2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ

Οι λίμνες στις τέσσερις εποχές

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ 5. ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΡΥΔΑΤΙΑ ΠΤΗΝΑ

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες

Εξελικτική Οικολογία. Σίνος Γκιώκας Πανεπιστήμιο Πάτρας Τμήμα Βιολογίας 2014

ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΒΑΛΟΝΤΟΣ. «Ζώα του τόπου μας». Ελένη Μοσχοβάκου Βασιλεία Χαρίτου Στέλιος Κάνο

Συστηματική παρακολούθηση της ποιότητας του θαλασσίου περιβάλλοντος στη θέση Βούδια, Ν. Μήλου, για τα έτη

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Συστηματική παρακολούθηση της ποιότητας του θαλασσίου περιβάλλοντος στη θέση Τσιγκράδο, Ν. Μήλου, για τα έτη

Α. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ. Πληθυσμός: Το συνόλου του οποίου τα στοιχεία εξετάζουμε ως προς ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά τους.


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΑΛΙΕΙΑΣ ΜΕ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΑ ΣΚΑΦΗ: Έτος 2017

Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ. ΟΜΑΔΑ 1 Κορμπάκη Δέσποινα Κολακλίδη Ναταλία Ζαχαροπούλου Φιλιππούλα Θανοπούλου Ιωαννά

Η έννοια του οικοσυστήματος Ροή ενέργειας

ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας

ΕΥΡΥΒΙΑΔΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Οδηγός Νομοθεσίας για την Ερασιτεχνική Αλιεία

ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Τυπολογία ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών

Ανατομία και μορφολογία πτηνού

Ο ΣΚΕΛΕΤΟΣ ΤΗΣ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗΣ ΣΤΗΛΗΣ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Οι µεταβολές του αριθµού των µηχανοκίνητων αλιευτικών σκαφών 1, κατά κατηγορία αλιείας και τύπο αλιευτικού εργαλείου, είναι οι εξής:

Αλιεία. Τατιάνα Θεοδωροπούλου, Δρ. Προϊστορικής Αρχαιολογίας (ιχθυολόγος)

ΔΕΛΤΙΟ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ. ΟΝΟΜΑ: Στεγόσαυρος. ΣΗΜΑΣΙΑ ΟΝΟΜΑΤΟΣ: Σαύρα με οροφή. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ:

Τηλεπισκόπηση. Ψηφιακή Ανάλυση Εικόνας Η ΒΕΛΤΙΩΣΗ εικόνας

ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη

Πρότυπα οικολογικής διαφοροποίησης των μυρμηγκιών (Υμενόπτερα: Formicidae) σε κερματισμένα ορεινά ενδιαιτήματα.

ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ. 1.4 Αλληλεπιδράσεις και προσαρμογές

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΗΜΕΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΟΝ ΜΑΛΙΑΚΟ ΚΟΛΠΟ. Αν. Καθηγητης Μ.Δασενακης. Δρ Θ.Καστριτης Ε.Ρουσελάκη

Θέμα μας το κλίμα. Και οι παράγοντες που το επηρεάζουν.

ΕΚΛΟΓΗ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΕΝΘΙΚΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Οι µεταβολές του αριθµού των µηχανοκίνητων αλιευτικών σκαφών 1, κατά κατηγορία αλιείας και τύπο αλιευτικού εργαλείου, είναι οι εξής:

lysianassa, για να συγκριθεί η πυκνότητα του πληθυσμού αυτού με εκείνη του πληθυσμού στη Βουρβουρού. Κατά τη χρονική περίοδο Μάρτιος 2003 Μάρτιος

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΝΤΟΜΩΝ ΣΕ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Το μυϊκό σύστημα αποτελείται από τους μύες. Ο αριθμός των μυών του μυϊκού συστήματος ανέρχεται στους 637. Οι μύες είναι όργανα για τη σωματική

Η ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ

Εργασία στο μάθημα: ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥΣ. Θέμα: ΕΥΤΡΟΦΙΣΜΟΣ

Το παιχνίδι όπου έχει σημασία να είστε κοντά

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ

ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ E ΕΞΑΜΗΝΟ

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΙΧΘΥΩΝ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΛΕΣΒΟΥ ΣΤΗΝ ΥΠΟΠΑΛΙΡΡΟΙΑΚΗ ΖΩΝΗ ΚΙΝΗΤΟΥ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΛΙΕΥΤΙΚΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ «ΓΡΙΠΟΥ» ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΠΕΝΕΚΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Επιβλέπων Καθηγητής: ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΑΤΖΑΚΑΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗ 2006

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Πριν από όλους θα ήθελα να ευχαριστήσω τους γονείς μου για την υπομονή, την επιμονή καθώς και για την ηθική και οικονομική στήριξη τους όλα αυτά τα χρόνια των σπουδών μου. Ευχαριστώ επίσης, τον φίλο και συνάδελφο Γ. Σαββίδη, με τον οποίο μοιραστήκαμε αυτή τη Διπλωματική εργασία και συνεργαστήκαμε για την λήψη των δειγμάτων, για την αναγνώριση των ειδών και για την λύση κάθε προβλήματος που συναντήσαμε. Αναγκαία ήταν και η στήριξη των φιλών μου, κυρίως του Κ. Φρυγανιώτη για την βοήθεια του και κυρίως για την μεταφορά μας στις τοποθεσίες δειγματοληψίας, της Κ. Βασιλειάδου και της Α. Καλαντζή για όλες τις πληροφορίες και για όποια βοήθεια μου έδωσαν. - 1 -

ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΑ Σελ. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 3 2. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ... 8 2.1. ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ... 8 2.2. ΜΕΘΟΔΟΙ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ 10 2.3. ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ 12 2.3.1. Αναγνώριση και Ταξινόμηση Ειδών - Μετρήσεις μήκους και βάρους.. 12 2.4. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. 13 3. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ. 15 3.1. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΙΔΩΝ 15 3.2. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ 45 3.2.1. Χωροχρονικές κατανομές των ειδών σε ποσοστά βιομάζας και αφθονίας... 45 3.2.2. Δείκτες βιολογικής ποικιλότητας... 55 3.2.3. Ιεραρχική ομαδοποίηση. 60 3.2.4. Σχετική αφθονία σε ραβδογράμματα. 62 4. ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 65 5. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. 69 6. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ... 72 6.1. Φωτογραφική απεικόνιση του τρόπου δειγματοληψίας... 72 6.2. Φωτογραφική απεικόνιση των τοποθεσιών δειγματοληψίας... 74 6.3. Πίνακες με δεδομένα αφθονίας και βιομάζας... 79 6.4. Παρατηρήσεις Σημειώσεις. 82-2 -

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τα ψάρια αποτελούν την πολυπληθέστερη ομάδα ζώων με σπονδυλική στήλη, που έχει προσαρμοσθεί τέλεια στην υδρόβια ζωή. Ανήκουν στη συνομοταξία των Χορδωτών και την υποσυνομοταξία των σπονδυλωτών ή σπονδυλόζωων. Η συνομοταξία των σπονδυλωτών περιλαμβάνει δύο υπερομοταξίες: α) Άγναθα ή αγναθόστομα & β) Γναθόστομα. Όλα τα σημερινά ψάρια, που αριθμούν περισσότερα από 30.000 είδη, κατάγονται από τα οστρακόδερμα, τα οποία ζούσαν στο βυθό των θαλασσών και των εσωτερικών νερών. (Παπαναστασίου, 1987) Η πλειονότητα των ψαριών ανήκουν στην κλάση Οστεϊχθύες και της υπερκλάσης Γναθόστομα. Όπως φαίνεται και από το όνομα, έχουν ένα σκελετό που, τουλάχιστον ως ένα σημείο, αποτελείται από οστά. Υπάρχουν περίπου 29.000 είδη οστεϊχθύων που αποτελούν το 97% όλων των ψαριών και σχεδόν το 50% όλων των σπονδυλωτών. Περίπου 75 με 100 νέα είδη περιγράφονται κάθε χρόνο. Λίγο περισσότερο από τα μισά είδη οστεϊχθύων ζουν στον ωκεανό, οπού είναι, με μεγάλη διαφορά, η επικρατέστερη ομάδα σπονδυλωτών. Εκτός από τον οστέινο σκελετό, έχουν βράγχια που καλύπτονται από ένα βραγχιακό επικάλυμμα, πολύ ευέλικτα πτερύγια, σιαγόνες που προεξέχουν και μια νηκτική κύστη. (Castro & Huber, 1992) Τα ψάρια μετακινούνται από τόπο σε τόπο για τρεις βασικά λόγους: Για να βρούνε τροφή. Για να βρούνε καλλίτερο περιβάλλον, και Για την αναπαραγωγή τους. Πολλά είδη ψαριών δεν μετακινούνται καθόλου από τον τόπο που γεννήθηκαν, ενώ άλλα ταξιδεύουν χιλιάδες χιλιόμετρα για να γεννήσουν τα αυγά τους. Τα τελευταία αυτά, ονομάζονται μεταναστευτικά ψάρια. Σαν καθαρά μεταναστευτικά ψάρια χαρακτηρίζονται μόνο οι τόνοι, οι παλαμίδες, τα σκουμπριά, οι κολιοί, τα μαγιάτικα, κλπ. Τα υπόλοιπα είδη ονομάζονται ψευδομεταναστευτικά ψάρια ή εποχιακά, όπως οι ρέγκες, οι σαρδέλες, οι γαύροι, τα σαυρίδια, η παπαλίνα κλπ. - 3 -

Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, οι τρεις βασικοί λόγοι που υπαγορεύουν τις μετακινήσεις των ψαριών, είναι η εξεύρεση της τροφής, η αναζήτηση καλλίτερου περιβάλλοντος και η αναπαραγωγή τους. Το περιβάλλον το καθορίζουν, αποφασιστικά τρεις παράγοντες: η θερμοκρασία, η αλατότητα και η αφθονία τροφής (πλαγκτόν ή άλλα υδρόβια ζώα). Τα ψάρια που πραγματοποιούν μεταναστεύσεις μεταξύ θάλασσας και εσωτερικών νερών καλούνται διαδρομικά. Τα διαδρομικά ψάρια, ανάλογα με το είδος των μεταναστεύσεων που πραγματοποιούν, διακρίνονται σε : αναδρομικά ή ποταμότοκα, καταδρομικά ή θαλασσοτόκα και αμφίδρομα. (Παπαναστασίου, 1987) Παράδειγμα αμφίδρομων ψαριών είναι η τσιπούρα και το λαβράκι: Κατά την περίοδο της αναπαραγωγής, τα ώριμα άτομα αναζητούν τις κατάλληλες για αναπαραγωγή συνθήκες στο σταθερό περιβάλλον της ανοικτής θάλασσας. Αντίθετα, τα νεαρά ιχθύδια μετά την αναπαραγωγή επιδιώκουν την είσοδο τους στα υφάλμυρα και περισσότερο εύτροφα νερά των λιμνοθαλασσών. (Χώτος & Ρογδάκης, 1992) Οι θαλάσσιοι βιολόγοι, κάθε βυθό που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ιζήματος, τον ονομάζουν μαλακό ή κινητό υπόστρωμά, σε αντίθεση με τους βραχώδεις βυθούς όπου χαρακτηρίζονται ως σκληρό υπόστρωμα. Ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι πάντα ξεκάθαρος. Βυθοί κινητού υποστρώματος εμφανίζονται εκεί όπου έχουν συσσωρευτεί μεγάλες ποσότητες ιζήματος. Το είδος και η ποσότητα του ιζήματος που συσσωρεύεται σε μια περιοχή, εξαρτάται από την κίνηση του νερού όπως και από την προέλευση του ιζήματος. Τα κινητά υποστρώματα είναι ασταθή και συνεχώς μετακινούνται εξαιτίας της κυματικής δράσης, των παλιρροιών και των ρευμάτων. Έτσι, οι οργανισμοί του κινητού υποστρώματος δεν έχουν στη διάθεση τους κάποιο στερεό μέρος να προσκολληθούν. Ελάχιστα μακροφύκη έχουν προσαρμοστεί σ αυτού του είδους τα υποστρώματα. Κάποια φανερόγαμα, όπως η Posidonia oceanica και το γένος Zostera, είναι σχεδόν τα μόνα μεγάλα φυτά που ζουν στα κινητά υποστρώματα και σε συγκεκριμένες θέσεις. Κάτω από κατάλληλες συνθήκες όμως, τα φανερόγαμα σχηματίζουν πυκνούς λειμώνες. Οι πυκνοί λειμώνες της Posidonia ή Zostera είναι πολύ παραγωγικοί και παρέχουν καταφύγιο και τροφή σε μία μεγάλη ποικιλία ζώων, μερικά από τα οποία είναι σπουδαίου οικονομικού ενδιαφέροντος. (Castro & Huber, 1992) - 4 -

Ο τύπος του ιζήματος, κυρίως το μέγεθος των μεριδίων, είναι ένας από τους πιο σημαντικούς φυσικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις κοινότητες του κινητού υποστρώματος. Οι όροι άμμος. ιλύς και άργιλος αναφέρονται σε ιζήματα με συγκεκριμένο μέγεθος μεριδίων. Η άμμος είναι πιο αδρό ίζημα ακολουθούμενη από την ιλύ και μετά την άργιλο. Ο όρος λάσπη αναφέρεται στον συνδυασμό ιλύος και αργίλου. Στην πραγματικότητα, τα περισσότερα ιζήματα είναι ένα μίγμα μεριδίων διαφορετικών μεγεθών. Οι όροι για τα ιζήματα αναφέρονται στα πιο κοινά μεγέθη μεριδίων. Για παράδειγμα η άμμος έχει μερίδια περίπου στο μέγεθος της άμμου αλλά επίσης μπορεί να έχει μικρές ποσότητες λάσπης και λίγους κόκκους. (Castro & Huber, 1992) Η σύσταση του ιζήματος συνδέεται άμεσα με το βαθμό μετακίνησης του νερού. Τα λεπτά ιζήματα παραμένουν αιωρούμενα ακόμα και με μικρής έντασης μετακίνηση του νερού, ενώ τα αδρά ιζήματα καθιζάνουν, εκτός και αν υπάρχει μια σημαντική ροή. Έτσι, τα ιζήματα του βυθού αντανακλούν τις επικρατούσες συνθήκες σε μια περιοχή. Ήρεμες, προφυλαγμένες περιοχές, έχουν λασπώδεις βυθούς επειδή τα λεπτότερα ιζήματα μπορούν να κατακάθονται. Πιο αδρά ιζήματα εντοπίζονται σε περιοχές που εκθέτονται σε έντονο κυματισμό και ρεύματα. (Castro & Huber, 1992) Η υποπαραλιακή ζώνη πρόκειται για μία θαλάσσια οικολογική ζώνη που καλύπτεται πλήρως από νερό και στην οποία αναπτύσσονται οι συνευρέσεις των φωτόφιλων φυκών και των φανερογάμων. Ορισμένες φορές η ζώνη αυτή επεκτείνεται έως και τα 45 μέτρα βάθος για την Μεσόγειο (Augier, 1982), βάση των επικρατούντων συνθηκών φωτισμού. Η Μεσόγειος αποτελεί μία μοναδική θάλασσα σε παγκόσμιο επίπεδο, παρά τη μικρή έκταση της και τις φτωχές σε ενέργεια πηγές της. Φιλοξενεί μία πλούσια σε πανίδα Οστεϊχθύων, λόγω του ιδιαίτερου γεωλογικού παρελθόντος της, αλλά και της επικοινωνίας της με άλλες θαλάσσιες περιοχές (Ατλαντικό Ωκεανό μέσω των στενών του Γιβραλτάρ, Ερυθρά Θάλασσα μέσω της Διώρυγας του Σουέζ και Μαύρη Θάλασσα μέσω των στενών των Δαρδανελίων). Οι Ελληνικές Θάλασσες (Αιγαίο και Ιόνιο Πέλαγος, Θάλασσα των Κυθήρων και Λιβυκό Πέλαγος) βρίσκονται στην Ανατολική λεκάνη της Μεσογείου και συμπεριλαμβάνονται ανάμεσα στις πλέον ενδιαφέρουσες θαλάσσιες περιοχές του - 5 -

κόσμου, καθώς αποτελούν το σημείο συνάντησης τριών διαφορετικών θαλασσίων πανίδων της Μεσογείου. Η Λέσβος είναι το τρίτο μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας, το οποίο βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του Αιγαίου Πελάγους. Το τμήμα αυτό του Αιγαίου Πελάγους έχει χαρακτηριστεί από τους Peres (1967) και Dounas & Koukouras (1991) ως μία διακριτή περιοχή της Μεσογείου, που παρουσιάζει μεγάλη πανιδική ομοιότητα με τη Βόρειο-Δυτική Μεσόγειο (Ακουμιανάκη, 1997). Στο Στενό της Μυτιλήνης οι πρώτες μελέτες έγιναν από τον Αριστοτέλη το 345 π.χ. στα έργα του «Περί Ζώων Γενέσεως» και «Περί Ζώων Ιστορίαι». Υπάρχει μια τεχνική έκθεση από το Εθνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (Κατσίκη & Θεοχάρης, 1983), για την μελέτη του αποχετευτικού δικτύου της Μυτιλήνης («Ωκεανογραφική μελέτη του Στενό Μυτιλήνης και Οικολογική μελέτη του κόλπου Γέρας»), όπου γίνεται αναφορά στις βιοτικές και αβιοτικές παραμέτρους στο βραχώδες υπόστρωμα και τη στήλη του νερού της παραλιακής ζώνης για το φυτοβένθος και στο μαλακό υπόστρωμα και τη στήλη του νερού για το ζωοβένθος στην περιοχή. Σε μια από τις λίγες μελέτες που έχουν διεξαχθεί στο Στενό της Μυτιλήνης το 1983 από τους Κατσίκη και Θεοχάρη, διαπιστώθηκε ότι οι βενθικές βιοκοινότητες ήταν ομοιόμορφες ως προς τον αριθμό των ειδών αλλά και των ατόμων, ενώ φαίνεται πως και η βιοποικιλότητα ήταν υψηλή. Η περιοχές γύρω από το λιμάνι της Μυτιλήνης, φαίνεται πως ήταν αρκετά επηρεασμένες από την ανθρωπογενή δραστηριότητα, ενώ οι περιοχές που βρίσκονταν μακριά από το λιμάνι ήταν καθαρές. Η Λέσβος χαρακτηρίζεται από δύο φυσικούς κόλπους, από τους οποίους ο μεγαλύτερος είναι ο Κόλπος Καλλονής. Πρόκειται για έναν ημίκλειστο κόλπο, που βρίσκεται στο Ν.Δ. τμήμα της Λέσβου με έκταση περίπου 110 τ.χλμ. Το σχήμα του είναι επίμηκες και έχει μέγιστο μήκος περίπου 21.3 km και μέγιστο πλάτος 8.2 km. Είναι ρηχός 10m περίπου είναι το μέσο βάθος του, με έναν ομαλό πυθμένα, που τείνει να γίνει βαθύτερος και ανώμαλος στην είσοδο του κόλπου. Ο κόλπος της Καλλονής είναι ένα πολύ ευαίσθητο οικοσύστημα, λόγω των ιδιαίτερων γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών του. Ειδικότερα, η είσοδος του κόλπου Καλλονής είναι ένα στενό πέρασμα, το οποίο εμποδίζει την κίνηση του νερού και την ανταλλαγή μαζών νερού μεταξύ του Αιγαίου Πελάγους και του κόλπου. Τα βάθη στην είσοδο του κόλπου, στην αβαθή περιοχή, δεν ξεπερνούν τα 1-2 m, λόγω - 6 -

των προσχώσεων, ενώ το βαθύτερο σημείο εισόδου είναι περίπου 25 m (Γαβριήλ, 2002). Στο βόρειο τμήμα του κόλπου εκβάλουν τα περισσότερα υδατορεύματα (Τσικνιάς, Μυλοπόταμος, Ποταμιά και Βούβαρης, ενώ μικρότερα είναι τα υδατορεύματα Καρδάμα, Λαγκάδα, Παρακοίλων, Εννιά Καμάρες, Αχλαδερής και Μάκρης) που αποθέτουν μεγάλες ποσότητες φερτών υλικών. Το οικοσύστημα του κόλπου Καλλονής εξαιτίας του μικρού ανοίγματος επικοινωνίας με το Αιγαίο Πέλαγος, είναι πολύ ευαίσθητο και τα τελευταία χρόνια έχει παρουσιάσει αλλαγές που παρέχουν ενδείξεις διαταραχής της ισορροπίας του κυρίως από ανθρωπογενείς επεμβάσεις. Τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με την ωκεανογραφική έρευνα του ΕΚΘΕ (1997), η ευρύτερη περιοχή του κόλπου Καλλονής δέχεται έντονες πιέσεις, καθώς εντάθηκε η ρίψη αστικών αποβλήτων και η χρήση λιπασμάτων, αυξήθηκε ο θερινός πληθυσμός, ενώ άλλαξε η τεχνολογία των ελαιοτριβείων και η τεχνική και η ετήσια διάρκεια της αλιείας οστράκων. Για την εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης στα οικοσυστήματα μιας θαλάσσιας περιοχής χρησιμοποιούνται μη παραμετρικές τεχνικές. Οι τεχνικές αυτές διακρίνονται στις μονοδιάστατες μεθόδους, στις τεχνικές κατανομής και στις πολυμεταβλητές μεθόδους (Κιλίντζη κ.α. 2003). Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας γίνεται προσπάθεια να διερευνηθεί η χωροχρονική κατανομή ιχθύων στην υποπαλιρροιακή ζώνη κινητού υποστρώματος στις περιοχές Βαρειά και Κράτηγος (σε άμεση επικοινωνία με το Αιγαίο Πέλαγος) και στον Κόλπο Καλλονής (σε έμμεση επικοινωνία με το Αιγαίο Πέλαγος, με ανταλλαγή μαζών νερού) με την χρήση του αλιευτικού εργαλείου «γρίπου». Η ανάλυση, έλαβε χώρα στα εργαστήρια βιολογίας του Τμήματος Επιστήμης της Θάλασσας. - 7 -

2. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ 2.1. ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ Συνολικά επιλέχθηκαν τρεις τοποθεσίες για την συλλογή των δειγμάτων. Οι δύο τοποθεσίες είναι η Βαρειά και η Κράτηγος (Χάρτης 1), οι οποίες βρίσκονται στο Στενό της Μυτιλήνης, δηλαδή στην νοτιοανατολική πλευρά του νησιού της Λέσβου. Η τρίτη τοποθεσία είναι η Σκάλα Καλλονής (Χάρτης 2), η οποία βρίσκεται στο Κόλπο Καλλονής, δηλαδή στην νοτιοδυτική πλευρά του νησιού της Λέσβου. Χάρτης 1: Περιοχή μελέτης στο Στενό της Μυτιλήνης Χάρτης 2: Περιοχή μελέτης στο Κόλπο Καλλονής - 8 -

Στις τοποθεσίες Βαρειά και Κράτηγος το υπόστρωμα στην υποπαραλιακή ζώνη (στο χώρο δειγματοληψίας) ήταν κινητό και καλυπτόταν ευκαιριακά με λειμώνες φανερόγαμων Posidonia oceanica. Στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής το υπόστρωμα στην υποπαραλιακή ζώνη ήταν κινητό και καλυπτόταν ευκαιριακά με λειμώνες φανερόγαμων Zostera seagrass. Η ακτή στη Βαρειά και στη Κράτηγο αποτελείτε από βότσαλο, ενώ στη Σκάλα Καλλονής αποτελείτε από άμμο. Και στη τοποθεσία Βαρειά και στη τοποθεσία Κράτηγος αριστερά από την περιοχή δειγματοληψίας υπήρχε από ένα μικρό λιμάνι αντίστοιχα, ενώ στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής υπήρχε δεξιά από τη περιοχή δειγματοληψίας ένα μικρό επίσης λιμάνι. Γεωλογικά, το Αιγαίο χωρίζεται σε έξι τμήματα. Το νησί την Λέσβου ανήκει στο δεύτερο τμήμα που περιλαμβάνει νησιά του βορείου Αιγαίου τη Λήμνο, τις Σποράδες, τη Χίο. Η γεωλογία της Λέσβου αποτελεί μέρος της σύνθετης γεωλογίας της Ελλάδας, του Αιγαίου πελάγους και της ανατολικής Μεσογείου γενικότερα. Τα πετρώματα και οι δομές της Λέσβου απεικονίζουν τις τεκτονικές προσαυξητικές ακολουθίες των λεκανών της ανατολικής Μεσογείου. Η αλληλεπίδραση του κλεισίματος της Μεσογείου στην κατεύθυνση βορρά- νότου και η δυτική μετακίνηση της Ανατολίας (Τουρκία), έχουν συμβάλλει στην παραγωγή αλλά και στην άνοδο και έκθεση των μεταμορφωμένων πετρωμάτων. Το νησί αποτελείται από μετακλαστικά πετρώματα, ηφαιστειοκλαστικά πετρώματα και οφιολιθικά πετρώματα της πρόσφατης Παλαιοζωικής και Τριασσικής περιόδου. Οι μετα-αλπικές, ηφαιστειακές, λιμναίες, αλλουβιακές και κολλουβιακές αποθέσεις επικαλύπτουν πάνω από το μισό του νησιού. Το δυτικό τμήμα της Λέσβου μέχρι και τον κόλπο της Καλλονής παρουσιάζει παλεογενείς-νεογενείς πτυχώσεις, ενώ το ανατολικό τμήμα του νησιού χαρακτηρίζεται από μεταμορφικά συμπλέγματα. Εκεί, κυριαρχούν οι νεογενείς σχηματισμοί, ενώ στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού εμφανίζονται περιδοτίτες και σερπεντινίτες (Novak, Soulakellis 2000). Μια μονάδα της Τριασσικής περιόδου που περιλαμβάνει σχιστόλιθους και μεταμμόλιθους με τις παρεμβολές κρυστάλλινων πετρωμάτων ανθρακικού άλατος, καταλαμβάνει μεγάλη έκταση. - 9 -

Στην περιοχή του στενού της Μυτιλήνης υπάρχουν Τερτογενείς και Νεογενείς σχηματισμοί (Γκαρτσος κ.α., 1991-1992). Χάρτης 3: Γεωλογικός χάρτης της νήσου Λέσβου 2.2. ΜΕΘΟΔΟΙ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ Για τη λήψη των δειγμάτων πραγματοποιήθηκαν δεκαπενθήμερες δειγματοληψίες σε κινητό υπόστρωμα στις τοποθεσίες Βαρειά και Κράτηγος και μηνιαίες δειγματοληψίες σε κινητό υπόστρωμα στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής. Οι δειγματοληψίες έγιναν τη χρονική περίοδο Οκτώβριος του 2003 μέχρι Δεκέμβριος του 2003 και κατά τη διάρκεια πρωινών ωρών (08:30 10:30). Δηλαδή, έγιναν συνολικά δεκαπέντε δειγματοληψίες. Οι δειγματοληψίες πραγματοποιήθηκαν με την χρήση του αλιευτικού εργαλείου «γρίπου». - 10 -

Εικόνα 1: Αλιευτικό εργαλείο «γρίπος» Με τον όρο αλιευτικά ή ψαράδικα εργαλεία χαρακτηρίζουμε τα διάφορα μέσα και σύνεργα, με τα οποία ο άνθρωπος πραγματοποιεί τη σύλληψη των αλιευμάτων. Υπάρχει σήμερα μια πολύ μεγάλη ποικιλία αλιευτικών εργαλείων, η ταξινόμηση των οποίων εμφανίζει πραγματικά, δυσκολίες, (δίχτυα, αγκίστρια, καμάκια, ιχθυοπαγίδες κλπ). (Παπαναστασίου, 1987) Τα δίχτυα είναι πλέγματα, κατασκευασμένα, από νήματα, βαμβακερινά, μεταξωτά, καννάβινα ή νάιλον, τα οποία χρησιμοποιούνται για τη σύλληψη των διαφόρων αλιευμάτων. Τα δίχτυα αντιπροσωπεύουν το βασικότερο αλιευτικό εργαλείο. Υπάρχουν πολλές τεχνικές κατασκευής των διχτύων, που διαφέρουν, τόσο στο είδος των κόμπων, όσο και στη μορφή των νημάτων. (Παπαναστασίου, 1987) Ο γρίπος ή τράτα (Εικόνα 1) είναι αλιευτικό εργαλείο που αποτελείται από παράλληλα δίχτυα, τις μπάντες ή φτερά, στα οποία εφαρμόζεται ένα άλλο δίχτυ με σχήμα σακούλας. Τα διχτυωτά φτερά για να μπορούν να μένουν όρθια στο νερό, τεντώνονται με δύο σχοινιά, από τα οποία το ένα που είναι βυθισμένο στον πάτο φέρει βαρύδια, ενώ το άλλο που είναι στην επιφάνεια φέρει κομμάτια φελλού, τις φελούκες. Στις άκρες των φτερών υπάρχουν δυο κομμάτια ξύλο, τα σταλίκια, από τα οποία και δένονται τα σχοινιά που τραβούν το γρίπο. Ο γρίπος ρίχνεται σε θάλασσα με ομαλό βυθό, και σέρνεται σιγά-σιγά από τη στεριά κι οπότε λέγεται πεζότρατα. (Παπαναστασίου, 1987) - 11 -

Ο γρίπος είχε μήκος 50 μ, ύψος 1,5 μ και άνοιγμα ματιού στο δίχτυ 1,8 εκ. (Εικόνα 2). Εικόνα 2: Πώς μετριέται το άνοιγμα του ματιού στο δίχτυ Στη συνέχεια τα δείγματα τοποθετήθηκαν σε πλαστικές σακούλες, μεταφέρθηκαν στο εργαστήριο και συντηρήθηκαν στην κατάψυξη. 2.3. ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ 2.3.1. Αναγνώριση και ταξινόμηση των ειδών Μετρήσεις μήκους ~ βάρους Οι κλείδες που χρησιμοποιήθηκαν στο εργαστήριο για την αναγνώριση και την ταξινόμηση των ειδών ήταν : Παπαναστασίου, 1987 Fisher, W., M.L. Bauchot & M. Schneider, 1987 Κασπίρης, 2000 www.fishbase.org Στη συνέχεια σε όλα τα άτομα των ψαριών μετρήθηκαν το ολικό μήκος (Εικόνα 3) (σε εκ.) και το μικτό βάρος (σε γρ.), με ακρίβεια ενός χιλιοστόμετρου και δύο γραμμαρίων, αντίστοιχα. Για την ζύγιση των οργανισμών χρησιμοποιήθηκε ζυγός ακριβείας 2 δεκαδικών ψηφίων. - 12 -

Εικόνα 3: ΑΒ = Ολικό μήκος 2.4. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Η στατιστική ανάλυση των δεδομένων έγινε με τη βοήθεια του λογισμικού Microsoft Excel και του στατιστικού λογισμικού πακέτου Primer 5.0 (Plymouth Routines in Multivariate Ecological Research). Με την χρήση των παραπάνω προγραμμάτων υπολογίστηκαν οι μονομεταβλητές μέθοδοι (δείκτες ποικιλότητας και ποσοστιαία κατανομή) και η πολυμεταβλητή μέθοδος Cluster. A. Μονομεταβλητές μέθοδοι ανάλυσης Η αφθονία και η κατανομή των οργανισμικών συνευρέσεων απεικονίζονται με τις μονομεταβλητές μεθόδους ανάλυσης. Για την απεικόνιση των συνευρέσεων υπολογίστηκε η ποσοστιαία κατανομή των ταξινομικών ομάδων. Ακόμη, υπολογίστηκαν οι οικολογικοί δείκτες ποικιλότητας, που αφορούν στην ομοιόμορφη κατανομή των ειδών στα δείγματα και στην αφθονία. Οι δείκτες που χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση αυτή, ήταν ο δείκτης ποικιλότητας Shannon - Wiener (Shannon & Weaver, 1963), ο δείκτης αφθονίας Margalef (Magurran, 1988) και ο δείκτης ομοιόμορφης κατανομής Pielou (Pielou, 1969). Ο δείκτης ποικιλότητας Shannon- Wiener H = - Σi pi (log 2 pi) - 13 -

όπου pi είναι η σχετική αφθονία (ή βιομάζα κ.α.) ενός είδους (i) στο δείγμα. Ο δείκτης αυτός χρησιμοποιείται για την ανάλυση των βιοκοινωνιών και εκφράζει τόσο τον αριθμό των ειδών, όσο και τον βαθμό ομοιομορφίας της κατανομής των ατόμων στα διάφορα είδη. Ο δείκτης, παίρνει την τιμή μηδέν, όταν υπάρχουν άτομα ενός είδους, ενώ όταν οι οργανισμοί ανήκουν σε διαφορετικά είδη, ο δείκτης παίρνει θετικές τιμές (Simboura & Zenetos, 2002). Ο δείκτης αφθονίας Margalef εκφράζει τον αριθμό των ειδών σε μια οργανισμική συνεύρεση και επηρεάζεται από το μέγεθος του δείγματος (Αντωνιάδου, 2003) και δίνεται από τον μαθηματικό τύπο d = S-1 / log N όπου S είναι ο αριθμός των ειδών και N ο συνολικός αριθμός των ατόμων του δείγματος. Ο δείκτης ομοιόμορφης διανομής Pielou υπολογίζει τον λόγο παρατηρούμενης προς τη μέγιστη δυνατή ποικιλότητα (Αντωνιάδου, 2003, Pielou 1969) J = H / log (S) όπου Η είναι ο δείκτης Shannon- Wiener και S είναι ο αριθμός των ειδών που υπάρχουν. B. Πολυμεταβλητές μέθοδοι ανάλυσης Οι πολυμεταβλητές μέθοδοι ανάλυσης βασίζονται συγκρίνουν τα δείγματα ώστε τα τελευταία να μοιράζονται σε φυσικές ομάδες. Σε κάθε ομάδα εντάσσονται τα δείγματα που έχουν μεταξύ τους μεγαλύτερη ομοιότητα και σχετίζονται με τα δείγματα γειτονικών ομάδων ή δημιουργούνται διαγράμματα ιεραρχίας. Οι ανομοιότητες μετατρέπονται σε αποστάσεις μεταξύ των ζευγαριών των δειγμάτων, που απεικονίζουν την σχετική ομοιότητα της σύνθεσης των ειδών μέσα στα δείγματα (Αντωνιάδου, 2003, Κιλίντζη κ.α. 2003). Η ομοιότητα των δειγμάτων υπολογίζεται με την βοήθεια μιας μήτρας ομοιότητας που περιλαμβάνει τα δείγματα και από διάφορους συντελεστές που καλούνται δείκτες ομοιότητας. Για την ανάλυση χρησιμοποιήθηκε ο δείκτης ομοιότητας Bray- Curtis, ο οποίος θεωρείται ικανοποιητικός για βιολογικά δεδομένα (Bray & Curtis, 1957, Field et al., 1982). Μάλιστα, για την χωροχρονική διερεύνηση των συνευρέσεων, - 14 -

χρησιμοποιήθηκε η τετραγωνική ρίζα της αφθονίας, καθώς μειώνει την επίδραση των πολύ άφθονων ειδών, ενώ παράλληλα αυξάνει την συμμετοχή των πιο σπάνιων (Field et al., 1982, Clarke & Warwick, 1994). Στην συνέχεια έγιναν αναλύσεις με την τεχνική της Ιεραρχικής ομαδοποίησης (Cluster analysis). Η τεχνική της Ιεραρχικής ομαδοποίησης διακρίνει τα δείγματα σε ομάδες, έτσι ώστε τα δείγματα που αποτελούν κάθε ομάδα να μοιάζουν μεταξύ τους. Η αναπαράσταση της ομαδοποίησης αυτής απεικονίζεται με δενδρογράμματα δύο διαστάσεων, όπου στον οριζόντιο άξονα φαίνονται τα υπό σύγκριση δείγματα, ενώ στον κάθετο άξονα φαίνεται ο βαθμός ομοιότητας. 3. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 3.1. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΙΔΩΝ Από τις δειγματοληψίες, που πραγματοποιήθηκαν στις τοποθεσίες Βαρειά, Κράτηγος και Σκάλα Καλλονής, συλλέχθηκαν και αναγνωρίστηκαν 23 είδη, τα οποία ανήκουν όλα στο ζωικό βασίλειο. Από αυτά τα είδη, τα 17 ήταν Οστεϊχθύες, τα 2 ήταν Κεφαλόποδα, τα άλλα 2 ήταν Γαστερόποδα και τα υπόλοιπα ήταν ένα Δίθυρο και ένα Εχινόδερμο. A. ΟΣΤΕΪΧΘΥΕΣ Belone belone, Linnaeus, 1758 Κλάση : Ακτινοπτερυγωτά Τάξη: Beloniformes Οικογένεια: Belonidae - 15 -

Ιχθυολογικά χαρακτηριστικά: Ρύγχος μακρύ και δυνατό σαν βελόνα. Πολυάριθμα κωνικά δόντια, που στην πάνω σιαγόνα είναι πιο ανεπτυγμένα και πιο εκτεταμένα (6-15 δόντια), γενικά λιγότερα από 13 τοποθετημένα στη μέση της σιαγόνας σε ένα μήκος, ίσο με τη διάμετρο της οφθαλμικής κοιλότητας. Βραγχιάκανθες 27-40 πάνω στο πρώτο βραγχιακό τόξο. Το άθροισμα των βραγχιακανθών και των δοντιών ισούται με 34-50. Σε άτομα μήκους σώματος μεγαλύτερου των 20 εκ. υπάρχουν κανονικά δόντια στο κεντρικό κόκαλο της βάσης του στόματος (Vomer). Αριθμός σπονδύλων 75-84. Τύπος πτερυγίων: D 16-20, Α 19-23, Ρ 11-14. Μήκος μέχρι 90 εκ. και μέγιστο δημοσιευμένο βάρος 1,3 kg Απουσία ψευδοπτερυγίων. Το προφίλ του ραχιαίου πτερυγίου τελειώνει σε μύτη. Σώμα πολύ ατρακτοειδές, υποκυλινδρικό. Ραχιαίο και εδρικό πτερύγιο, πολύ πίσω και σχεδόν συμμετρικά, το ένα απέναντι του άλλου. Πλευρικά και κοιλιακά πτερύγια, πολύ λίγο ανεπτυγμένα. Τα κοιλιακά βρίσκονται πολύ πίσω. Πτερύγιο ουράς διχαλωτό. Λέπια πολύ μικρά που πέφτουν εύκολα. Χρώμα μπλε πρασινωπό στη ράχη και ασημένιο στην κοιλιά. Αναπαράγεται σε παράκτια νερά, από το Φλεβάρη μέχρι το Σεπτέμβρη, ανάλογα με την περιοχή. Βιότοπος: Αφρόψαρο, ψευδομεταναστευτικό, κοπαδιάρικο ψάρι. Το καλοκαίρι πλησιάζει τις ακτές, μπαίνοντας καμιά φορά και στις λιμνοθάλασσες. Το χειμώνα τραβιέται σε βαθύτερα νερά. Τρέφεται με μικρά ψάρια, ιδιαίτερα των οικογενειών Clupeidae και Engraulidae. Ψαρεύεται με αφρόδιχτα, καλάμι και συρτή. Γεωγραφική εξάπλωση: Β.Α.Ατλαντικός, Νορβηγία, Λευκή Θάλασσα, ακτές Murman, Ισλανδία, Νότια της Μαδέρας και των Καναρίων Νησιών, Μεσόγειος, ελληνικές θάλασσες και Μαύρη θάλασσα. Τεχνολογικά στοιχεία: Κρέας αρκετά νόστιμο, σχετικά όμως άπαχο και ξηρό, που μερικές φορές θυμίζει το κρέας του άπαχου σκουμπριού. Προκαλεί αποστροφή σε ορισμένους καταναλωτές ο έντονα πράσινος χρωματισμός της - 16 -

σπονδυλικής στήλης του ψαριού. Ο χρωματισμός αυτός οφείλεται είτε σε μια χρωστική (γαλ. vivianite) που αποτελείται από ένυδρο φωσφορικό σίδηρο, είτε στη χοληβερδίνη, που προέρχεται από τη χολή. Οι ουσίες αυτές δεν καταστρέφονται κατά το βρασμό, αλλά είναι τελείως αβλαβείς. Mullus surmuletus, Linnaeus, 1758 Κλάση : Ακτινοπτερυγωτά Τάξη: Perciformes Οικογένεια: Mullidae Ιχθυολογικά χαρακτηριστικά: Σώμα μέτρια συμπιεσμένο. Ρύγχος που οξύνεται ομαλά. Το πίσω μέρος των πάνω χειλιών φτάνει κάτω από το μπροστινό άκρο του ματιού. Δύο μόνον λέπια στο πάνω μέρος του μάγουλου (στην κάτω από το μάτι περιοχή). Το μήκος του κεφαλιού ισούται με το 25% του συνολικού μήκους του σώματος του ψαριού. Δύο μεγάλα γένια στο πηγούνι που το μήκος τους είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των πλευρικών πτερυγίων. Απουσία αγκαθιού στο βραγχιοκάλυμμα. Παρουσία μικρών δοντιών μόνο στη κάτω σιαγόνα, την υπερώα και το Vomer. Η κάτω σιαγόνα δεν έχει δόντια. Έχει 33-37 λέπια στην πλάγια γραμμή. Πρώτο ραχιαίο πτερύγιο, με 7-8 σκληρές ακτίνες, από τις οποίες η πρώτη είναι κοντή. Δεύτερο ραχιαίο με 1 σκληρή και 7-8 μαλακές ακτίνες. Τύπος πτερυγίων: D1 VII- VIII, D2 I-7-8, Α II-6-7. Χρώμα κόκκινο, και περισσότερο πορτοκαλί μετά το θάνατο. Μια επιμήκης καφέ-κοκκινωπή ταινία, που ξεκινά από το μάτι μέχρι την - 17 -

ουρά, και πλαισιώνεται από 3 κίτρινες γραμμές. Το πρώτο ραχιαίο έχει ταινίες κίτρινες ή καφέ καθώς και μαύρα στίγματα. Μήκος μέχρι 40 εκ. Μέγιστο δημοσιευμένο βάρος 1,0 kg και μέγιστη αναφερόμενη ηλικία 10 χρόνια. Βιότοπος: Βενθικό, κοπαδιάρικο ψάρι, πέτρινων βυθών αλλά και αμμωδών βυθών σε βάθη μέχρι 100 μ. Είναι λιγότερο μεταναστευτικό από την κουτσουμούρα. Τα άτομα μεγάλης ηλικίας ζουν σε βαθύτερα στρώματα (200-300 μ.). Επίσης έχει διαπιστωθεί ότι τα μπαρμπούνια του Ατλαντικού ζουν σε βαθύτερα νερά, συγκριτικά με τα αντίστοιχα της Μεσογείου. Σχηματίζει μικρά κοπάδια που πραγματοποιούν μικρές σχετικά, μεταναστεύσεις. Χρησιμοποιεί τα 2 γένια του (όργανα αισθητήρια της αφής και της γεύσης) για να ψηλαφεί το βυθό, αναζητώντας την τροφή του. Πραγματοποιώντας την εργασία αυτή εισχωρεί στο βυθό μέχρι και το 1/3 του μήκους του σώματος του, με γωνία 45 μοιρών. Τα μπαρμπούνια βόσκουν πολλές ώρες και διακόπτουν τη δραστηριότητα τους μόνον όταν παραστεί κίνδυνος (Ν. Κυρτάτος - 1982). Τη νύχτα αναπαύονται στο βυθό. Το ανασήκωμα του πρώτου ραχιαίου αποτελεί σήμα κινδύνου για ολόκληρο το κοπάδι, που τρέχει να απομακρυνθεί (Lythgoe - 1974). Αναπαράγεται από το Μάη μέχρι τον Ιούλη. Τα αυγά και οι προνύμφες είναι πελαγικά (J. C. Hureau - 1984). Στις πρώτες μέρες τη ζωής τους, τα νεαρά ψαράκια αποτελούν μέλη του πλαγκτού. Όταν συμπληρώνουν το μήκος των 5 εκ. κατεβαίνουν στο βυθό. Είναι έτοιμα για αναπαραγωγή, με την συμπλήρωση του πρώτου ή δεύτερου χρόνου της ζωής τους, οπότε και έχουν μήκος 11-14 εκ. Τρέφονται με βενθικά ζώα (μαλακόστρακα, αμφίποδα, πολύχαιτους, μαλάκια, ψάρια). Ψαρεύονται με δίχτυα, τράτες και μηχανότρατες. Γεωγραφική εξάπλωση: Ατλαντικός, από τα Κανάρια Νησιά, μέχρι τη Νορβηγία, Μεσόγειος,.ελληνικές θάλασσες, Βαλτική Β.Δ. Αφρική. Τεχνολογικά στοιχεία: Κρέας άσπρο, εξαιρετικής ποιότητας, περιζήτητο. Diplodus annularis, Linnaeus, 1758 Κλάση : Ακτινοπτερυγωτά Τάξη: Perciformes Οικογένεια: Sparidae - 18 -

Ιχθυολογικά χαρακτηριστικά: Σώμα ωοειδές, πιεσμένο από τα πλάγια. Χείλη λεπτά. 8 κοπτήρες σε κάθε σιαγόνα, τραπεζίτες μικροί σε 2-4 σειρές στην πάνω και 2-3 στην κάτω σιαγόνα, ακριβώς πίσω από τους κοπτήρες. Βραγχιάκανθες 16-20 στο πρώτο βραγχιακό τόξο (9-12 κάτω και 7-8 πάνω). Πλάγια γραμμή σε όλο το μήκος του σώματος, με 48-56 λέπια. Τύπος πτερυγίων: D ΧI-11-13, Α ΙΙΙ-12-12. Χρώμα ασημένιο - γκριζωπό, κιτρινωπό. Ένας μαύρος δακτύλιος στον ουραίο μίσχο, ακριβώς πίσω από το ραχιαίο και εδρικό πτερύγιο. Κοιλιακά πτερύγια κιτρινωπά. Τα υπόλοιπα πτερύγια ανοιχτόχρωμα. Μικρή μαύρη κηλίδα στο πάνω μέρος της βάσης των πλευρικών πτερυγίων. Τα νεαρά ψάρια έχουν 5 στενές, κάθετες, μαύρες, ταινίες και το μαύρο δακτύλιο στη βάση του ουραίου μίσχου. Απουσία μαύρης περιοχής στον αυχένα. Μήκος μέχρι 18 εκ. μέγιστη αναφερόμενη ηλικία 7 χρόνια. Βιότοπος: Παράκτιο, κοπαδιάρικο ψάρι σε περιοχές με μαύρες φυκιάδες (Possidonia oceanica & Zostera seagrass) και αμμώδεις βυθούς (πολύ σπάνια σε βραχώδεις), σε βάθη από 0-3 μ. στον Ατλαντικό και τη βόρεια Μεσόγειο και 0-90 μ. στη Νότια Μεσόγειο. Τα νεαρά άτομα μπαίνουν σε υφάλμυρα νερά και λιμνοθάλασσες τα τέλη του χειμώνα. Αναπαράγεται τον Απρίλη - Ιούνη στον Ατλαντικό και τη Δυτ. Μεσόγειο, το Φλεβάρη - Απρίλη στην Ανατολ. Μεσόγειο, το Μάη - Αύγουστο στη Βόρεια Αδριατική και τον Ιούλη - Σεπτέμβρη στη Μαύρη θάλασσα, (Μ.Ι. Bauchot and J.C. Hureau - 1984). Κανονικά τα φύλα είναι ξεχωριστά παρά την παρουσία ορισμένων ερμαφρόδιτων ατόμων (πρωτανδρικά). Τα ψάρια είναι έτοιμα για αναπαραγωγή με τη συμπλήρωση του πρώτου χρόνου, οπότε και έχουν μήκος 10 εκ περίπου. Ψαρεύεται σε παραλιακές περιοχές και σε λιμνοθάλασσες, με δίχτυα, παραγάδια, τράτες, κιούρτους και μηχανότρατες. - 19 -

Γεωγραφική εξάπλωση: Ατλαντικός, από το Γιβλαλτάρ μέχρι τον κόλπο της, Γασκώνης, Μαδέϊρα, Κανάρια νησιά, Μεσόγειος, ελληνικές θάλασσες, Μαύρη θάλασσα, Αζοφική θάλασσα. Τεχνολογικά στοιχεία: Όταν είναι μεγάλος, έχει αρκετά νόστιμο κρέας. Καταναλώνεται νωπός. Diplodus sargus, Linnaeus, 1758 Κλάση : Ακτινοπτερυγωτά Τάξη: Perciformes Οικογένεια: Sparidae Ιχθυολογικά χαρακτηριστικά: Χείλη λεπτά. Σε κάθε σιαγόνα 8 κοπτήρες (σπάνια 10 στην πάνω). Τραπεζίτες στην πάνω σιαγόνα 3-4 σειρές και στη κάτω2-3 σειρές. Βραγχιάκανθες 15-21 (9-12 κάτω και 6-9 πάνω) στο πρώτο βραγχιακό τόξο. Πλάγια γραμμή σε όλο το μήκος του σώματος, με 58-67 λέπια. Τύπος πτερυγίων: D ΧI-ΧII-13-15, Α ΙΙΙ-12-14. Χρώμα γκρι ανοιχτό με ασημένιες ανταύγειες. Πολυάριθμες επιμήκεις, σκοτεινόχρωμες γραμμές περισσότερο ή λιγότερο τονισμένες, κατά μήκος των σειρών των λεπιών καθώς και 8-9 σκοτεινόχρωμες κάθετες ταινίες, εναλλασσόμενες σκοτεινές και πιο ανοιχτόχρωμες, οι οποίες εξαφανίζονται προοδευτικά με την πάροδο της ηλικίας. Ουραίο πτερύγιο με παρυφές μαύρες. Ραχιαίο και εδρικό πτερύγιο, γκριζωπά. Μια μαύρη κηλίδα, με μορφή σέλας, στον ουραίο μίσχο. Μια μαύρη κηλίδα στο πάνω μέρος της βάσης των πλευρικών - 20 -

πτερυγίων. Στα νεαρά ψάρια εμφανίζονται μόνον οι 5 κάθετες σκοτεινόχρωμες ταινίες. Μήκος μέχρι 45 εκ. (συνήθως 20-25 εκ.), μέγιστο δημοσιευμένο βάρος: 1,870 kg μέγιστη αναφερόμενη ηλικία 10 χρόνια. Βιότοπος: Παράκτιο, κοπαδιάρικο ψάρι, σε πέτρινους και αμμώδεις βυθούς από 1 έως 50 μ. βάθος στη Μεσόγειο ενώ στον Ατλαντικό απαντά σε βαθύτερα νερά. Τα νεαρά ψάρια την άνοιξη μπαίνουν και σε υφάλμυρα νερά (λιμνοθάλασσες), επιστρέφοντας στη θάλασσα κατά τα τέλη του φθινοπώρου, σε βυθούς με μαύρη φυκιάδα (Posidonia oceanica). Ο σαργός την ημέρα παραμένει κρυμμένος σε κρύπτες των βράχων, ενώ τη νύχτα αναζητά την τροφή του που αποτελείται στα μεν νεαρά ψάρια, μέχρι 10 εκ. μήκος, από φύκια, σκουλήκια, μικρά μαλάκια, υδρόζωα κλπ., στα δε ενήλικα που είναι καθαρά σαρκοφάγα, από μαλάκια, μαλακόστρακα, εχινόδερμα, σκουλήκια κλπ. Στην Ανατολική Μεσόγειο αναπαράγεται το Γενάρη- Μάρτη, και στη Δυτική Μεσόγειο το Μάρτη - Ιούνη. Απαντούν τόσο γονοχωριστικά, όσο και ερμαφρόδιτα άτομα. Τα νεαρά ψάρια είναι ώριμα για αναπαραγωγή με τη συμπλήρωση του 2ου χρόνου, οπότε και έχουν μήκος 17 εκ. περίπου. Ψαρεύεται με δίχτυα, αρμίδι, και τη νύχτα με καλαμίδι. Γεωγραφική εξάπλωση: Ακτές του Ατλαντικού από το Βισκαϊκό κόλπο μέχρι το πράσινο Ακρωτήρι, Μεσόγειος, ελληνικές θάλασσες, Μαύρη θάλασσα. Τεχνολογικά στοιχεία: Έχει κρέας άσπρο, πολύ νόστιμο. Diplodus vulgaris, Geoffroy Saint-Hilaire, 1817 Κλάση : Ακτινοπτερυγωτά Τάξη: Perciformes Οικογένεια: Sparidae - 21 -

Ιχθυολογικά χαρακτηριστικά: Χείλη μάλλον χοντρά. Σε κάθε σιαγόνα 8 στενοί κοπτήρες, χρώματος ανοιχτού καφέ. Τραπεζίτες, σε 3-5 σειρές στην πάνω σιαγόνα και 2-4 σειρές στην κάτω. Βραγχιάκανθες 16-21 (10-12 κάτω και 6-9 πάνω) στο πρώτο βραγχιακό τόξο. Πλάγια γραμμή σε όλο το μήκος του σώματος, με 51-61 λέπια. Χρώμα γκρι - ασημένιο με 14-16 επιμήκεις χρυσες γραμμές, περισσσότερο ή λιγότερο ευδιάκριτες. Μια μεγάλη τριγωνική κηλίδα στον αυχένα, που φτάνει μέχρι τη βάση των πλευρικών πτερυγίων. Μαύρος δακτύλιος πάνω στον ουραίο μίσχο, που τα άκρα του φτάνουν μέχρι τη βάση των τελευταίων ακτινών και εδρικού πτερυγίου. Τύπος πτερυγίων: D ΧI-ΧII-13-16, Α ΙΙΙ-12-15. Μήκος μέχρι 30 εκ. μέγιστο δημοσιευμένο βάρος 1,3 kg. Βιότοπος: Παράκτιο ψάρι, βραχωδών ή αμμωδών βυθών, μέχρι βάθος 70 μ. στη Μεσόγειο και 90 μ. στον Ατλαντικό. Τα νεαρά ψάρια προτιμούν τους βυθούς με μαύρη φυκιάδα (Posidonia oceanica) και μπαίνουν σε υφάλμυρα νερά (λιμνοθάλασσες). Είναι σαρκοφάγα. Τρέφονται με σκουλήκια, μαλακόστρακα, και μαλάκια. Τα νεαρά ψάρια είναι έτοιμα, για αναπαραγωγή, με τη συμπλήρωση των 2 χρόνων, όπου και έχουν μήκος 17 εκ. περίπου. Αναπαράγονται το Δεκέμβρη - Γενάρη στην Ανατολική Μεσόγειο και τον Οκτώβρη Νοέμβρη στη Δυτική Μεσόγειο (Μ.Ι. Bauchot and J.C. Hureau - 1984). Γεωγραφική εξάπλωση: Τροπικός Ατλαντικός, μέχρι τον κόλπο της Γασκώνης, Μεσόγειος, ελληνικές θάλασσες, Ερυθρά θάλασσα και Ν.Δ. Ινδικός Ωκεανός. Απουσιάζει από τη Μαύρη θάλασσα. Τεχνολογικά στοιχεία: Κρέας άσπρο, αρκετά νόστιμο με τα υπόλοιπα στοι- - 22 -

χεία παρόμοια των προηγούμενων ειδών του γένους Diplodus. Oblada melanura, Linnaeus, 1758 Κλάση : Ακτινοπτερυγωτά Τάξη: Perciformes Οικογένεια: Sparidae Ιχθυολογικά χαρακτηριστικά: Σώμα επίμηκες. Στόμα μικρό, λοξό και ρύγχος κοντό. Μάτια μεγάλα. Μπροστά σε κάθε σιαγόνα, υπάρχουν 8-10 κοπτήρες με χείλη που φέρουν τοξοειδείς εγκοπές, και στα πλάγια μικρά κωνικά δόντια, ελαφρά καμπυλωμένα. Εσωτερικά υπάρχει μια ταινία από μικρά κοκκώδη δόντια. Πλάγια γραμμή σε όλο το μήκος του σώματος, με 64-67 λέπια. Τύπος πτερυγίων: D ΧI-13-14, Α ΙΙΙ-12-14. Χρώμα ασημένιο - γκρι, στη ράχη σκοτεινότερο. Επιμήκεις σκοτεινές γραμμές, κατά μήκος των σειρών των λεπιών, περισσότερο ή λιγότερο τονισμένες, πάνω στα πλευρά. Μια μεγάλη μαύρη κηλίδα με παρυφές άσπρες, πάνω στον ουραίο μίσχο. Από το γεγονός αυτό πήρε την ονομασία του. Μήκος μέχρι 30 εκ. (συνήθως 18-20 εκ.). Βιότοπος: Παράκτιο κοπαδιάρικο ψάρι, σε βραχώδεις βυθούς και μαύρες φυκιάδες (Posidonia oceanica). Σχηματίζει μικρά κοπάδια κοντά στις ακτές. Εκτός από το βυθό, απαντά στα μεσόνερα και στον αφρό. Την ημέρα κρύβονται κάτω από πέτρες και βράχους. Τρέφονται με φύκη και μικρά ασπόνδυλα ζώα (παμφάγα). Έχουν ξεχωριστά γένη, παρά την παρουσία ορισμένων ερμαφρόδιτων ατόμων. Αναπαράγονται τον Απρίλη - Ιούνη (Μεσόγειος). Ψαρεύονται με δίχτυα και - 23 -

αγκίστρια. Γεωγραφική εξάπλωση: Τροπικός Ατλαντικός, μέχρι τον κόλπο της Γασκώνης, Μεσόγειος, ελληνικές θάλασσες. Σπανίζει στη Μαύρη θάλασσα. Τεχνολογικά στοιχεία: Έχει κρέας άσπρο, τρυφερό, εύγευστο. Καταναλώνεται βασικά νωπό. Sarpa salpa, Linnaeus, 1758 Κλάση : Ακτινοπτερυγωτά Τάξη: Perciformes Οικογένεια: Sparidae Ιχθυολογικά χαρακτηριστικά: Σώμα επίμηκες, κεφάλι κοντό, ρύγχος αμβλύ και στόμα μικρό. Η πάνω σιαγόνα προεξέχει ελαφρά. Λέπια πάνω στα μάγουλα και το βραγχιοκάλυμμα. Κοπτήρες στη πάνω σιαγόνα με χείλη που φέρουν τοξοειδείς εγκοπές, και στην κάτω σιαγόνα, με μια μόνο μύτη, τριγωνικοί. Οι ρίζες όλων των κοπτήρων, είναι ορατές στο εσωτερικό του στόματος. 70-80 λέπια στην πλάγια γραμμή. Βραγχιάκανθες 18-21 (12-14 κάτω και 6-7 πάνω). Πλευρικά πτερύγια κοντά, που τελειώνουν πριν από την έδρα. Χρώμα γκρι-γαλάζιο. Έχει 10-11 επιμήκεις, χρυσοκίτρινες γραμμές, πολύ καλά τονισμένες, παράλληλες προς τις σειρές των λεπιών. Πλάγια γραμμή σκοτεινόχρωμη. Μάτια κίτρινα. Μια μαύρη κηλίδα στο πάνω μέρος της βάσης του πλευρικού πτερυγίου. Ουραίο πτερύγιο γκρίζο σκοτεινό. Τα υπόλοιπα πτερύγια ανοιχτόχρωμα. Τύπος πτερυγίων: D ΧI-ΧII-14-17, Α ΙΙΙ-13-15. - 24 -

Μήκος μέχρι 40 εκ. Βιότοπος: Παράκτιες περιοχές με βυθούς βραχώδεις φυκιωμένους, (Posidonia sp., Zostera Sp, και Caulerpa Sp.), αμμώδεις και λασπώδεις μέχρι βάθη 70 μ. Είναι κοπαδιάρικο ψάρι. Τα νεαρά ψάρια συχνάζουν σε πολύ ρηχά νερά. Κατά τον Lythgoe - 1974, δεν απαντούν πιο βαθιά από τα 15 μ. Τα κοπάδια της σάλπας συνοδεύονται συχνά από άλλα κοπαδιάρικα ψάρια, όπως γόπες και μαγιάτικα (Lythgoe - 1974). Είναι παμφάγο ψάρι Τα νεαρά άτομα είναι βασικά σαρκοφάγα, τρέφονται με μαλακόστρακα, ενώ τα ενήλικα είναι αποκλειστικά φυτοφάγα. Αναπαράγονται βασικά σε δύο περιόδους, την άνοιξη και το φθινόπωρο, ανάλογα με τη θερμοκρασία του νερού (M.L.Bauchot and J.C. Hureau- 1984). Είναι ερμαφρόδιτο πρωτανδρικό ψάρι Ψαρεύεται με δίχτυα, κιούρτους, και από τους ερασιτέχνες ψαράδες με καλαμίδι, δολωμένο με ζυμάρι. Γεωγραφική εξάπλωση: Τροπικός Ατλαντικός μέχρι τον κόλπο της Γασκώνης και την Ολλανδία (σπανίζει). Είναι πολύ κοινή στη Μεσόγειο και στις ελληνικές θάλασσες. Κονγκό, Ν.Αφρική. Τεχνολογικά στοιχεία: Κρέας άσπρο, τρυφερό όχι και τόσο εύγευστο. Καταναλώνεται νωπή και κατεψυγμένη. Sparus aurata, Linnaeus, 1758 Κλάση : Ακτινοπτερυγωτά Τάξη: Perciformes Οικογένεια: Sparidae Ιχθυολογικά χαρακτηριστικά: Η τσιπούρα είναι ένα πολύ όμορφο ψάρι. Το - 25 -

σώμα της είναι επίμηκες μάλλον βαθύ, πλευρικά πιεσμένο. Η ράχη της είναι φουσκωμένη και το ρύγχος μικρό. Στο μπροστινό τμήμα και των δύο σιαγόνων, έχει 4-6 κυνόδοντες και πίσω από αυτούς, 2-4 σειρές δοντιών, που είναι αμβλεία και προοδευτικά μετατρέπονται σε τραπεζίτες. Οι 2 εξωτερικές σειρές των δοντιών είναι ισχυρότερες. Βραγχιάκανθες 11-13 στο πρώτο βραγχιακό τόξο. Το χρώμα της είναι γενικά ασημένιο-γκρι με τη ράχη γκρίζο - γαλάζια και τα πλευρά κίτρινο - ασημένια. Στη μετωπική επιφάνεια, ανάμεσα στα μάτια έχει μια χρυσοκίτρινη λουρίδα, με τη μορφή μικρού φιδιού ή σχήματος V. Αυτό αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό της γνώρισμα. Πάνω στο βραγχιοκάλυμμα, στην αρχή της πλάγιας γραμμής έχει μια μαύρη κηλίδα, που υπογραμμίζεται από κόκκινο χρώμα. Το πτερύγιο της ουράς έχει τις παρυφές μαύρες. Στη μέση του ύψους του ραχιαίου πτερυγίου υπάρχει μια σκοτεινή ταινία, περισσότερο ή λιγότερο ορατή. Λέπια κτενοειδή, 73-85 πάνω στην πλάγια γραμμή. Μήκος μέχρι 70 εκ. (συνήθως 30-35 εκ.), μέγιστο δημοσιευμένο βάρος 17.2 και μέγιστη αναφερόμενη ηλικία 11 χρόνια. Τύπος πτερυγίων: D ΧI-13-14, Α ΙΙΙ-11-12. Βιότοπος: Παράκτιες θαλάσσιες περιοχές, με βυθούς αμμώδεις και μαύρες φυκιάδες, (Posidonia oceanica) και σε βάθη από 5-30 μ., το καλοκαίρι, περισσότερο βαθιά το χειμώνα (μέχρι 150 μ.). Μοναχικό, φοβισμένο και δύσπιστο ψάρι ή σε μικρές ομάδες. Απαντά και σε υφάλμυρα νερά. Σαρκοφάγο. Τρέφεται βασικά με δίθυρα μαλάκια, σπάζοντας το κοχύλι τους με μεγάλη ευκολία, χάρη στη ισχυρή της οδοντοστοιχία, μαλακόστρακα και ψάρια. Αναπαράγεται τον Οκτώβρη - Δεκέμβρη. Είναι ερμαφρόδιτο, πρωτανδρικό ψάρι Οι τσιπούρες μέχρι το 2 ο έτος της ηλικίας τους είναι αρσενικές και στη συνέχεια γίνονται θηλυκές. Οι παράγοντες που επηρεάζουν τις αλλαγές του φύλλου της τσιπούρας δεν έχουν ακόμη διευκρινιστεί. Πιστεύεται ότι βασικό ρόλο παίζει το σωματικό μέγεθος των ψαριών, ενδεχόμενα συνδυασμένο με την ηλικία της (156). Είναι ευρύαλο αλλά στενόθερμο ψάρι Εμφανίζει μεγάλη ευαισθησία στο κρύο. Με τα πρώτα κρύα εγκαταλείπει τα ρηχά νερά και πηγαίνει στην ανοιχτή θάλασσα. Προτιμά τα υφάλμυρα νερά (λιμνοθάλασσες), όπου και αναπτύσσεται πιο γρήγορα και το κρέας της παίρνει μια χαρακτηριστική γεύση. Καλλιεργείται με μεγάλη επιτυχία. Οι μικρές τσιπούρες ονομάζονται λίγδες. Γεωγραφική εξάπλωση: Τροπικός Ατλαντικός, μέχρι τη Μεγ. Βρετανία, Μεσόγειος, ελληνικές θάλασσες. Σπανίζει στη Μαύρη θάλασσα. Τεχνολογικά στοιχεία: Κρέας άσπρο, τρυφερό, εξαιρετικής ποιότητας. - 26 -

Mugil cephalus, Linnaeus, 1758 Κλάση : Ακτινοπτερυγωτά Τάξη: Perciformes Οικογένεια: Mugilidae Ιχθυολογικά χαρακτηριστικά: Κεφάλι μεγάλο, το πλάτος του είναι μεγαλύτερο από το πλάτος της σχισμής του στόματος. Λιπώδες βλέφαρο πολύ καλά ανεπτυγμένο, που καλύπτει το μεγαλύτερο τμήμα της κόρης του ματιού, με κάθετη σχισμή ελλειπτική. Πάνω χείλη λεπτά, χωρίς θηλές. Η στοματική σχισμή τελειώνει πίσω από το πίσω ρουθούνι 2 πυλωρικά τυφλά. Λέπια στην πλάγια γραμμή 36-45. Λέπια προραχιαία μέχρι την αρχή του ρύγχους. Οι δύο πόροι των ρουθουνιών είναι αρκετά χωρισμένοι μεταξύ τους. Τύπος πτερυγίων: D1 IV, D2 I-7-9, Α ΙΙΙ-8-9. Χρώμα γκρι με αποχρώσεις μπλε, πρασινωπές, ή κιτρινωπές. Πλευρά και κοιλιά ωχρά ή ασημένια. Επιμήκεις γραμμές, λιγότερο ή περισσότερο τονισμένες. Κηλίδα κίτρινη στο βραγχιοκάλυμμα πολύ λίγο ευδιάκριτη. Μήκος μέχρι 1,20μ. και βάρος 8 Kg και μέγιστη αναφερόμενη ηλικία 16 χρόνια. Βιότοπος: Πελαγικό, συνήθως παράκτιο ψάρι που μπαίνει σε υφάλμυρα και γλυκά νερά. Τρέφεται με μικρά ασπόνδυλα (νεαρά ψάρια)και φύκη, μικρούς οργανισμούς και πλαγκτό (ενήλικα). Αναπαράγεται τον Ιούλη - Οκτώβρη. Ψαρεύεται τον Οκτώβρη με Νοέμβρη. Γεωγραφική εξάπλωση: Τροπικός Ατλαντικός, μέχρι το Βισκαϊκό κόλπο, Μεσόγειος, ελληνικές θάλασσες, και Μαύρη θάλασσα. Υπάρχουν 2 υποείδη τα οποία όμως δεν αναγνωρίζονται από όλους τους ιχθυολόγους (A.Ben - Τυνί- 1984): - 27 -

πτερύγιο α. Mugil cephalus cephalus: 39-45 λέπια στην πλάγια γραμμή. Εδρικό γκριζωπό. Δεν απαντά Νότια της Πορτογαλίας. β. Mugil cephalus ashanteensis, B/eeker 1863: 36-39 λέπια στην πλάγια γραμμή. Εδρικό πτερύγιο κίτρινο. Μαρόκο και ακτές της Δυτ. Αφρικής. Τεχνολογικά στοιχεία: Κρέας νόστιμο, άσπρο και τρυφερό. Καταναλώνεται νωπό ς, καπνιστός, και κατεψυγμένος. Από τα αυγά των θηλυκών κέφαλων, που λέγονται μπάφες, παρασκευάζεται το γνωστό στη χώρα μας αυγοτάραχο. Περίφημοι είναι και οι καπνιστοί κέφαλοι που λέγονται λικουρίνοι ή νίτικα. Liza aurata, Risso, 1810 Κλάση : Ακτινοπτερυγωτά Τάξη: Perciformes Οικογένεια: Mugilidae Ιχθυολογικά χαρακτηριστικά: Προραχιαία λέπια με 1 μόνο βλεννώδες κανάλι που φτάνουν μέχρι τα πίσω ρουθούνια. Μήκος των πλευρικών πτερυγίων μεγαλύτερο από την απόσταση που τα χωρίζει από το πίσω άκρο του ματιού. Στο βραγχιοκάλυμμα μια χρυσή κηλίδα με καθαρά όρια, πολύ ευδιάκριτη (άλλη κηλίδα πίσω από το μάτι). Απουσία μαύρης κηλίδας στη βάση των πλευρικών πτερυγίων. Κεφάλι μεγάλο. - 28 -

Απόσταση ανάμεσα στα μάτια, ίση με το πλάτος του ανοίγματος του στόματος. Λιπώδες βλέφαρο υποτυπώδες. Πάνω χείλη λεπτά, με πάχος μικρότερο από τη διάμετρο της κόρης του ματιού. Το άκρο της στοματικής σχισμής φτάνει κάτω από το μπροστινό ρουθούνι. Πίσω άκρα του προεπικαλυμματικού, μυτερά. 40-46 λέπια στην πλόγια γραμμή. Τύπος πτερυγίων: D1 IV, D2 I-7-9, Α IΙΙ-8-9. Χρώμα στη ράχη γκρίζο-μπλε, στα πλευρά και στην κοιλία ωχρό ή ασημένιο. Μήκος μέχρι 45 εκ. Βιότοπος: Πελαγικό κυρίως, παράκτιο. Μπαίνει σε λιμνοθάλασσες και γενικά σε υφάλμυρα και σπάνια σε γλυκά νερά. Το καλοκαίρι δεν μετακινείται σε δροσερά νερά. Τρέφεται με μικρούς βενθικούς οργανισμούς. Αναπαράγεται τον Ιούλη - Νοέμβρη. Προτιμά βυθούς βραχώδεις. Γεωγραφική εξάπλωση: Ατλαντικός, από το Μαρόκο μέχρι τη Νορβηγία, Μεσόγειος, ελληνικές θάλασσες, Μαύρη θόλασσα. (Δεν απαντά στη Βαλτική θάλασσα). Βόρειο τμήμα της Ερυθράς θάλασσας. Τεχνολογικά στοιχεία: Παρόμοια με το προηγούμενο είδος (Mugil cephalus). Liza ramada, Risso, 1826 Κλάση : Ακτινοπτερυγωτά Τάξη: Perciformes Οικογένεια: Mugilidae Ιχθυολογικά χαρακτηριστικά: Πίσω άκρα του προεπικαλυμματικού κομμένα - 29 -

σε ορθή γωνία. Μήκος των πλευρικών πτερυγίων μικρότερο από την απόσταση που τα χωρίζει από πίσω άκρο του ματιού. Στο βραγχιοκάλυμμα μια χρυσή διάχυτη κηλίδα, συχνά λίγο τονισμένη. Γενικά μια μαύρη κηλίδα στη βάση των πλευρικών πτερυγίων. Προραχιαία λέπια μέχρι την άκρη του ρύγχους. 7-8 πυλωρικά, τυφλά περίπου ισομεγέθη. 40-46 λέπια στην πλάγια γραμμή. Τύπος πτερυγίων: D1 IV, D2 Ι- 7-10, Α ΙΙΙ-8-9. Η άκρη της σχισμής του στόματος φτάνει κάτω από το πίσω ρουθούνι. Χρώμα στη ράχη γκρι-μπλε, στα πλευρά και στην κοιλιά, ωχρό ή ασημένιο, συνήθως με επιμήκεις ταινίες, κατά μήκος των σειρών των λεπιών. Μήκος μέχρι 70 εκ., μέγιστο δημοσιευμένο βάρος 2,9 kg και μέγιστη αναφερόμενη ηλικία 10 χρόνια. Βιότοπος: Πελαγικό, συνήθως παράκτιο ψάρι που μπαίνει στα υφάλμυρα νερά και στα ποτάμια. Τρέφεται με φύκια, μικρούς βενθικούς ή πλαγκτονικούς οργανισμούς. Αναπαράγεται τον Οκτώβρη - Δεκέμβρη. Γεωγραφική εξάπλωση: Ατλαντικός, από το Μαρόκο μέχρι τη Νορβηγία, Μεσόγειος, ελληνικές θάλασσες, Μαύρη θάλασσα. Επίσης στη Βόρεια θάλασσα και το Νότιο τμήμα της Βαλτικής. Στις βόρειες περιοχές εμφανίζεται κυρίως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Τεχνολογικά στοιχεία: Παρόμοια των προηγούμενων ειδών. Oedalechilus labeo, Cuvier, 1829 Κλάση : Ακτινοπτερυγωτά Τάξη: Perciformes Οικογένεια: Mugilidae - 30 -

Ιχθυολογικά χαρακτηριστικά: Λιπώδες βλέφαρο λίγο ανεπτυγμένο, δεν σκεπάζει ποτέ την κόρη. Πάνω χείλη πολύ χοντρά, εφοδιασμένα με μια μόνο συνεχή σειρά λεπτών κάθετων αναδιπλώσεων (θηλών). Εδρικό πτερύγιο με 11 μαλακές ακτίνες. 7 πυλωρικά τυφλά, περίπου ισομεγέθη. 45-48 λέπια στην πλάγια γραμμή. Τα προραχιαία λέπια φτάνουν μέχρι τα πίσω ρουθούνια. Κηλίδα χρυσή στο βραγχιοκάλυμμα, διάχυτη, λίγο τονισμένη. Μερικές φορές μια μαύρη κηλίδα στη βάση των πλευρικών πτερυγίων. Σώμα κυλινδρικό. Κεφάλι μεγάλο, ρύγχος κολοβό. Διάστημα ανάμεσα στα μάτια επίπεδο και περίπου ίσο σε πλάτος με τη σχισμή του στόματος. Το πάχος των πάνω χειλιών είναι μεγαλύτερο από τη διάμετρο της κόρης του ματιού. Το άκρο της στοματικής σχισμής φτάνει κάτω από το μπροστινό ρουθούνι. Πίσω άκρο των πάνω χειλιών έντονα καμπυλωμένο προς τα κάτω, ορατό όταν το στόμα είναι κλειστό. Προεπικαλυμμάτιο έντονα οδοντωτό στο ύψος της γωνίας της σχισμής του στόματος. Εδρικό πτερύγιο με 11 μαλακές ακτίνες. Χρώμα στη ράχη γκρι-μπλε, στα πλευρά και στην κοιλιά ωχρό ή ασημένιο, με χρυσές επιμήκεις ταινίες κατά μήκος των σειρών των λεπιών. Τύπος πτερυγίων: D1 IV, D2 Ι- 8-9, Α ΙΙΙ-11. Μήκος 15 εκ. Βιότοπος: Παράκτιες περιοχές και μόνο σε θαλάσσια νερά. Δεν μπαίνει σε υφάλμυρα νερά. Γεωγραφική εξάπλωση: Ακτές του Ατλαντικού από το Μαρόκο μέχρι το Γιβλαλτάρ, Μεσόγειος, ελληνικές θάλασσες. Δεν απαντά στη Μαύρη θάλασσα. Τεχνολογικά στοιχεία: Παρόμοια των προηγούμενων ειδών. Scorpaena porcus, Linnaeus, 1758 Κλάση : Ακτινοπτερυγωτά - 31 -

Τάξη: Scorpaeniformes Οικογένεια: Scorpaenidae Ιχθυολογικά χαρακτηριστικά: Κεφάλι μεγάλο. Ρύγχος ελαφρά μικρότερο από τη διάμετρο της οφθαλμικής κοιλότητας. Λέπια μικρά, ελαφρά αγκαθωτά, επιμήκη, ωοειδή που εμφανίζονται όπως τα λέπια του φιδιού. Περισσότερα από 50 λέπια στην πλάγια γραμμή. Μια μικρή διακλαδωμένη απόφυση πάνω από το μάτι, περίπου ίση με τη διάμετρο του ματιού και μια πιο μικρή στο μπροστινό ρουθούνι. Τα πλευρικά πτερύγια φτάνουν μέχρι τη 2η ακτίνα του εδρικού. Τύπος πτερυγίων: XII- XIII-9-11, Α ΙΙΙ-5-6 Ρ 16-18. Χρώμα γκριζόμαυρο ή κοκκινωπό, με περισσότερες ή λιγότερες σκοτεινές μαρμαρώσεις. Πλαγιά γραμμή ασπριδερή. Στο ουραίο πτερύγιο, 3 κάθετες σκοτεινόχρωμες ταινίες, περισσότερο ή λιγότερο ορατές. Μήκος 37 εκ. και μέγιστο δημοσιευμένο βάρος 870 g. Βιότοπος: Παράκτιο ψάρι των ρηχών νερών, σε βυθούς πέτρινους ή φυκιάδες. Από λίγα εκατοστά βάθος το καλοκαίρι, μέχρι 30 μ. Αδηφάγο ψάρι Δεν τσιμπάει το δόλωμα παρά τη νύχτα και με θάλασσα ταραγμένη. Έχει αγκάθια φαρμακερά. Γεωγραφική εξάπλωση: Απαντά στον Ανατολικό Ατλαντικό, από τη Σενεγάλη μέχρι τον κόλπο της Γασκώνης, Μεσόγειο, ελληνικές θάλασσες και Μαύρη θάλασσα. Τεχνολογικά στοιχεία: Έχει κρέας άσπρο, πολύ συνεκτικό και εύγευστο. Δίνει μια ψαρόσουπα άριστης ποιότητας. - 32 -

Bothus podas, Delaroche, 1809 Κλάση : Ακτινοπτερυγωτά Τάξη: Pleuronectiformes Οικογένεια: Bothidae Ιχθυολογικά χαρακτηριστικά: Σώμα πολύ πλατύ και βαθύ. Πάνω γωνία του βραγχιοκαλύμματος σε πολύ μικρή απόσταση πάνω από τα πλευρικά πτερύγια. Περιοχή ανάμεσα στο βραγχιοκάλυμμα και στα πλευρικά πτερύγια, γυμνή, χωρίς λέπια. Πλάγια γραμμή, μόνο στην πλευρά των ματιών, έντονα καμπυλωτή πάνω από τα πλευρικά πτερύγια, με 75-91 λέπια. Λέπια κτενοειδή στην πλευρά των ματιών και κυκλοειδή στην τυφλή πλευρά, πολύ καλά κολλημένα στο σώμα. Μεσοδιάστημα των ματιών ίσο ή μεγαλύτερο από τη διάμετρο του ματιού. Δέρμα και κρέας συνεκτικά. Τύπος πτερυγίων: D 85-95, Α 63-73. Κεφάλι υψηλό, ιδιαίτερα στα αρσενικά άτομα, στα οποία τα μάτια είναι πάρα πολύ μακριά, το ένα από το άλλο και με ένα αγκαθωτό φυμάτιο στα πάνω χείλη, ακριβώς πάνω από το στόμα, μυτερό στο μπροστινό του τμήμα. Άκρο του ουραίου πτερυγίου αμβλύ. Μήκος 45 εκ. και μέγιστο δημοσιευμένο βάρος 700 g. Υπάρχουν 2 υποείδη. Το χρώμα ποικίλλει ανάλογα με το υποείδος (J.G. Nielsen 1984): α. Bothus podas podas, Delaroche 1809: Πλάγια γραμμή με 74-86 λέπια, από - 33 -

τα οποία τα 13-20 σχηματίζουν το καμπυλωτό τμήμα. Πλευρά των ματιών χρώματος ανοιχτού καστανού, με ποικίλλοντα αριθμό σκοτεινών κηλίδων. Μεσόγειος και Aφρικανικές ακτές, νότια της Αγκόλας. β. Bothus podas maderensis, Lowe 1834: Πλάγια γραμμή με 88-91 λέπια, από τα οποία 20-21 σχηματίζουν το καμπυλωτό τμήμα. Πλευρά των ματιών καστανά μέχρι μαύρα - βιολέ, σπάνια με κηλίδες. Μαδέϊρα και Κανάρια νησιά. Βιότοπος: Βρίσκεται στα ρηχά ύδατα, πέρα από τα αμμώδη και λασπώδη κατώτατα σημεία του ηπειρωτικού οροπεδίου. Τρέφεται με μικρά ψάρια και με ασπόνδυλα. Η αναπαραγωγή εμφανίζεται μεταξύ του Μαΐου και του Αυγούστου. Τα μικρά άτομα προσαρμόζονται καλά στα ενυδρεία, αλλά απαιτούν τις ικανοποιητικές κατώτατες περιοχές. Γεωγραφική εξάπλωση: Ανατολικός Ατλαντικός: Μεσόγειος και η Αδριατική θάλασσα, Μαυριτανία στην Αγκόλα, συμπεριλαμβανομένης της Μαδέρας, του Ακρωτηρίου Βέρντεν και των Κανάριων νήσων. Gobius cobitis, Pallas, 1814 Κλάση : Ακτινοπτερυγωτά Τάξη: Perciformes Οικογένεια: Gobiidae - 34 -

Ιχθυολογικά χαρακτηριστικά: Η υποφθαλμική γραμμή d είναι συνεχής και η Χ1 γραμμή του επικαλύμματος δεν φθάνει προσθίως στον πόρο β. Εμπρόσθια μεμβράνη του κοιλιακού δίσκου ψηλή και οι ελεύθερες ακτίνες των θωρακικών είναι καλά ανεπτυγμένες. Πλευρική σειρά λεπιών 59-67. Πρώτο ραχιαίο πτερύγιο όχι επίμηκες. Τύπος πτερυγίων: D1 VΙ, D2 Ι + 13 (13-14), Α Ι + 11 (10-12), 20-21 (19-22). Μήκος 27 εκ. Βιότοπος: Εμφανίζεται στις διπαλιρροιακές ζώνες, μεταξύ των βράχων, των φυκιών και των λιμνών όπου το ύδωρ είναι συνήθως υφάλμυρο. Ζει σε ρηχά νερά (περίπου μέχρι 10μ.). Τρέφεται με τα πράσινα άλγη (Enteromorpha), καρκινοειδή (αμφίποδα, καβούρια), πολύχαιτους και έντομα. Αναπαράγεται τον Μάρτιο μέχρι τον Μάιο (Νάπολη), νωρίς τον Μάιο μέχρι τον Ιούλιο (Βάρνα, Μαύρη Θάλασσα). Επαναλαμβανόμενη ωοτοκία (αρκετές φορές). Σεξουαλικά ωριμάζει σε 2-3 έτη και η διάρκεια ζωής του είναι περίπου 10 έτη. Γεωγραφική εξάπλωση: Ανατολικός Ατλαντικός: από το δυτικό Αγγλικό κανάλι στο Μαρόκο, σε όλη τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα (εκτός από τα βορειοδυτικά). Λεσσεπσιανός μετανάστης στον κόλπο Σουέζ. Τεχνολογικά στοιχεία: Παρά την όχι και τόσο θελκτική εμφάνιση του, έχει νόστιμο κρέας. Ψαρεύεται με δίχτυα και αγκίστρια. Προσαρμόζεται εύκολα σε ενυδρείο. Είδος περιορισμένης εμπορικότητας. Gobius niger, Linnaeus, 1758 Κλάση : Ακτινοπτερυγωτά Τάξη: Perciformes Οικογένεια: Gobiidae - 35 -

Ιχθυολογικά χαρακτηριστικά: Χρώμα γκρίζο καφετί που ποικίλλει από ανοιχτό μέχρι μαυριδερό, κηλιδωτό στο σώμα και στα πτερύγια (σκοτεινόχρωμες κηλίδες). Συχνά στα πλευρά υπάρχει μια σειρά μεγάλων μαύρων κηλίδων. Πτερύγια μαύρα. Οι ακτίνες του 1 ου ραχιαίου πτερυγίου ξεπερνούν το ύψος της μεμβράνης που τις συνδέει και έχουν τα άκρα ελεύθερα. Η υποφθαλμική γραμμή d είναι συνεχής και η Χ1 γραμμή του επικαλύμματος δεν φθάνει προσθίως στον πόρο β. Εμπρόσθια μεμβράνη του κοιλιακού δίσκου ψηλή και οι ελεύθερες ακτίνες των θωρακικών είναι καλά ανεπτυγμένες. Πλευρική σειρά λεπιών 30-42. Πρώτο ραχιαίο πτερύγιο σχεδόν επίμηκες. Τύπος πτερυγίων: D1 V-VII, D2 I-10-13, A I-10-13. Μήκος μέχρι 18 εκ. και μέγιστη αναφερόμενη ηλικία 4 χρόνια. Βιότοπος: Βρίσκεται στις εκβολές, στις λιμνοθάλασσες και τα παράκτια ύδατα στην άμμο ή τη λάσπη, στα θαλάσσια γρασίδια ή στα άλγη και σε βάθος 1-75μ. Τρέφεται με τα καρκινοειδή (μεγαλύτερα αμφίποδα, ισόποδα, γαρίδες, μικρά καβούρια), δίθυρα, γαστερόποδα, πολύχαιτους, μερικές φορές και μικρά ψάρια. Αναπαράγεται Μάρτιο με Μάιο (Νάπολη), Απρίλιος έως τις αρχές Ιουνίου (Veerse Meer, οι Κάτω Χώρες), (Βαλτική) Μάιος-Αυγούστος, Απρίλιος-Σεπτέμβριος (Βάρνα, - 36 -

Μαύρη Θάλασσα). Σεξουαλικά ωριμάζει σε 2 έτη. Διάρκεια ζωής: τουλάχιστον 4 έτη. Γεωγραφική εξάπλωση: Ανατολικός Ατλαντικός και Μεσόγειος: σε όλη τη βόρεια Αφρική από το ακρωτήριο Blanc, ο Βορράς της Μαυριτανίας και προς ανατολάς στο κανάλι Σουέζ επίσης κατά μήκος της ανατολικής Ατλαντικής ακτής προς τα βόρεια στο Τρόντχαιμ (Νορβηγία) και τη θάλασσα της Βαλτικής. Επίσης γνωστό και στη Μαύρη Θάλασσα. Τεχνολογικά στοιχεία: Παρά την όχι και τόσο θελκτική εμφάνιση του, έχει νόστιμο κρέας. Ψαρεύεται με δίχτυα και αγκίστρια. Προσαρμόζεται εύκολα σε ενυδρείο. Είδος εμπορικό. Hippocampus guttulatus, Cuvier,1829 Κλάση : Ακτινοπτερυγωτά Τάξη: Syngnathiformes Οικογένεια: Syngnathidae Ιχθυολογικά χαρακτηριστικά: Σώμα λεπτό που καλύπτεται από οστέινους δακτυλίους. Βραγχιακό άνοιγμα μικρό. Το ουραίο μπορεί να λείπει. Είναι γνωστό με το όνομα ιππόκαμπος ή αλογάκι. Η κεφαλή σχηματίζει γωνία με τον άξονα του - 37 -

σώματος. Ρύγχος επιμηκέστερο της απόστασης μεταξύ ρινικής και επιοφθαλμικής άκανθας. Ενήλικο ύψος: 8.5-18.0cm. Δαχτυλίδια: 11 + 37-39 (35-40). Μήκος ρύγχους : 2.3-2.8 στο επικεφαλής μήκος. Ραχιαίες ακτίνες πτερυγίων: 19-20 (17-20) καλύπτοντας 2+1 δαχτυλίδια. Θωρακικές ακτίνες πτερυγίων: 16-18. Στέμμα: μικρό αλλά ευδιάκριτο. Βιότοπος: Εμφανίζεται συνήθως στα ρηχά παράκτια ύδατα μεταξύ των αλγών και των υδρόφυτων (Zostera ή Posidonia) και επίσης στις παράκτιες λιμνοθάλασσες. Αναπαράγεται από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο. Γεωγραφική εξάπλωση: Ανατολικός Ατλαντικός: Βρετανικά νησιά στο Μαρόκο, Κανάριες νήσοι, Μαδέρα και οι Αζόρες συμπεριλαμβανομένης της Μεσογείου. Τα δείγματα Μαύρης Θάλασσας μπορούν να αντιπροσωπεύσουν ένα διαφορετικό είδος. Β. ΚΕΦΑΛΟΠΟΔΑ Sepiola affinis, Naef, 1912 Κλάση : Κεφαλόποδα Τάξη: Sepioidea Οικογένεια: Sepiolidae Διακριτικά χαρακτηριστικά: Μήκος μανδύα 2,5 εκ. Βιότοπος: Τρέφεται συνήθως με Leander spp. και Leptomysis mediterranea. - 38 -

Octopus vulgaris, Cuvier, 1797 Κλάση : Κεφαλόποδα Τάξη: Octopoda Οικογένεια: Octopodidae Διακριτικά χαρακτηριστικά: Είναι το γνωστότερο είδος των χταποδιών. Απαντά σε ρηχά νερά, πάνω στον πυθμένα ή κάτω από βράχους ή μέσα σε κοιλώματα των βράχων. Δεν απομακρύνεται σε βαθιά νερά. Στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού του έχει το στόμα. και γύρω από αυτό 8 ευκίνητα και μακριά πλοκάμια, χοντρά στη βάση τους, ενωμένα μεταξύ τους με μια νηκτική μεμβράνη, με το ελεύθερο άκρο τους λεπτό σαν κλωστή. Στο στόμα έχει δυο κεράτινα κομμάτια, σαν το ράμφος του παπαγάλου, με τα οποία και συνθλίβει τα διάφορα μαλακόστρακα, που αποτελούν την ιδιαίτερη τροφή του. Έχει επίσης μια ιδιόμορφη γλώσσα,. με πολλά δοντάκια σαν αγκίστρια, με την οποία και ξεσκίζει τις σάρκες των θυμάτων του. (Κ.Ανανιάδης- 1961) (19). Κάθε πλοκάμι έχει σε όλο το μήκος της εσωτερικής του πλευράς δυο σειρές βεντούζες, που μοιάζουν με χωνιά, με το φαρδύ τους μέρος προς τα έξω. Τα πλευρικά πλοκάμια είναι πιο μακριά από τα αντίστοιχα κοιλιακά, ενώ τα ραχιαία είναι τα πιο κοντά. Το ΙΙΙ δεξί πλοκάμι των αρσενικών ατόμων φέρει εκτοκοτύλες και έχει μήκος που αντιστοιχεί προς το 75% του αντίθετου ΙΙΙ αριστερού πλοκαμιού. Γλωσσίδιο πολύ κοντό, που καλύπτει το 2,5% του μήκους της εκτοκοτύλης. Τα αρσενικά άτομα έχουν μεγάλες βεντούζες στα πλευρικά πλοκάμια. Εξωτερικά βραγχιακά φύλλα 7 έως 9. Το κρέας του μανδύα καθώς και της ραχιαίας πλευράς καλύπτεται συχνά από φυμάτια σε διχτυωτή διάταξη Έχει οισοφάγο, στομάχι και έντερο. Το σώμα του είναι κλεισμένο μέσα σε μια κουκούλα, που σχηματίζεται από - 39 -

τον μανδύα. Η κουκούλα αυτή αφήνει από κάτω ένα άνοιγμα, που μοιάζει με το άνοιγμα της τσέπης. Από το άνοιγμα αυτό μπαίνει το νερό, που είναι απαραίτητο για την αναπνοή και την κίνηση του χταποδιού. Τα χείλη της κουκούλας ανοίγουν και κλείνουν ελεύθερα. Το χταπόδι κινείται με μεγάλη δύναμη προς τα πίσω, εκτοξεύοντας το νερό με δύναμη προς τα εμπρός. Η αργή κίνηση γίνεται με την βοήθεια των πλοκαμιών του. Για να αποφύγει τους εχθρούς του, εκτοξεύει μελάνη από το μελανοφόρο σάκο που βρίσκεται μέσα στον σπλαχνικό σάκο, θολώνει το νερό και έτσι βρίσκει την ευκαιρία να ξεφύγει.. Επίσης έχει την ικανότητα με τη βοήθεια των πολυάριθμων χρωματοφόρων κυττάρων του δέρματός του, να αλλάζει το χρώμα του κατά βούληση, ανάλογα με το αντίστοιχο του περιβάλλοντος στο οποίο ζει. Τρέφεται βασικά από μαλακόστρακα (αστακούς, καβούρια, καραβίδες κλπ). Τα αυγά του μοιάζουν με κουκούτσια σταφυλιών. Τα νεογέννητα χταπόδια μοιάζουν με τους γονείς τους. Μερικές φορές τα χταπόδια φτάνουν σε τεράστιες διαστάσεις. Βρέθηκαν άτομα με άνοιγμα πλοκαμιών 11 μέτρα. Το χρώμα του κοινού χταποδιού είναι ερυθρόφαιο, γκριζόασπρο, ή κίτρινο-κοκκινωπό. Το αίμα του είναι άσπρο όταν όμως έλθει σε επαφή με τον αέρα γίνεται γαλάζιο, γιατί περιέχει αιμοκυανίνη. Μέγιστο μέγεθος του μανδύα 23 εκ. και βάρος 10 χιλιόγραμμα. Το μέσο βάρος κυμαίνεται μεταξύ 1 και 3 χιλιόγραμμων. Τα αρσενικά άτομα είναι πάντοτε πιο μεγάλα από τα αντίστοιχα θηλυκά. Βιότοπος: Βενθικό μαλάκιο, που απαντά κοντά στις ακτές μέχρι βάθους 100 μέτρων, σε βυθούς πετρώδεις και αμμώδεις. Συνήθως είναι μοναχικό. Οι εποχιακές του μεταναστεύσεις είναι σχεδόν ασήμαντες. Γεννά από 100.000 έως 500.000 αυγά, μήκους 2 χιλιοστών, διαταγμένα σε κορδόνια με βοστρυχωδή μορφή, μέσα σε κοιλότητες βράχων, δοχεία, κοιλότητες κ.λπ. Τα νεογέννητα χταπόδια περνούν μια πλαγκτονική ζωή ενός έως τριών μηνών και στη συνέχεια γίνονται βενθικά. Τεχνολογικά στοιχεία: Είδος πολύ κοινό, με μεγάλη εμπορική αξία. Αποτελεί το αντικείμενο βιομηχανικής αλιείας που καθοδηγείται από την Ιαπωνία και τη βόριο-δυτική ακτή της Αφρικής. Στη Μεσόγειο χειρωνακτική αλιεία, δευτερεύουσες συγκεντρώσεις της βιομηχανικής, ημιβιομηχανικής και χειρωνακτικής αλιείας. Τα χταπόδια ψαρεύονται με τη σαλαγγιά, με ένα άσπρο πανί στην άκρη, με το καμάκι, με συρτή βυθού, με πυροφάνι, με καλάμια χεριού, με τα δίχτυα, τους κιούρτους και τη τράτα. Όταν είναι κρυμμένα μέσα στη φωλιά τους, μπορούμε να τα κάνουμε να βγουν έξω, βάζοντας μπροστά στην τρύπα τους ένα κομμάτι - 40 -

γαλαζόπετρα, τυλιγμένο με πανί, που το κρατάμε μπροστά στην τρύπα με ένα γάντζο. Τα χταπόδια θανατώνονται βυθίζοντας τη μύτη του μαχαιριού ανάμεσα στα μάτια τους ή αναστρέφοντας το μανδύα (κουκούλα). Ο τελευταίος τρόπος εφαρμόζεται συνήθως στα μικρά χταπόδια. Το κρέας του χταποδιού είναι πολύ νόστιμο. Για να γίνει τρυφερό το χταπόδι πρέπει να χτυπηθεί αρκετές φορές πάνω σε πέτρα ή και να τριφτεί. Η λαϊκή σοφία μας λέει ότι το χταπόδι πρέπει να χτυπηθεί 40 φορές. Στη βιομηχανία το χτύπημα του χταποδιού, που λέγεται και σγούρεμα, γίνεται με τη βοήθεια ειδικών μηχανών. 'Ένας άλλος τρόπος για να γίνει τρυφερό το χταπόδι, είναι να το αφήσουμε στην άκρη στο γιαλό, και το κύμα να το χτυπά συνέχεια πάνω στην άμμο. Εμφανίζεται συστηματικά στις αγορές όλης της περιοχής. Τα χταπόδια καταναλώνονται νωπά, κονσερβοποιημένα, κατεψυγμένα και αποξηραμένα. Γ. ΔΙΘΥΡΑ Chamelea gallina, Linnaeus, 1758 Τάξη: Heterodonda Οικογένεια: Veneridae Διακριτικά χαρακτηριστικά: Όστρακο οβάλ-τριγωνικό, στερεό, με εμφανή μηνίσκο και θυρεό ελαφρά ανισόθυρο. Εξωτερικός διάκοσμος με μικρές συγκεντρικές πλευρές πολυάριθμες και πυκνές, ακανόνιστες που συχνά συμβάλουν προς τα εμπρός, ενώ διαχωρίζονται προς τα πίσω. Το κλείθρο έχει 3 διαφορετικά - 41 -

κεντρικά δόντια σε κάθε θυρίδα. Μανδυακός κόλπος τριγωνικός και ρύγχος. Τα εσωτερικά περιθώρια των θυρίδων είναι λεπτά οδοντωτά. Χρωματισμός: υπόλευκο ως καφέ ή γκρίζο συχνά με ποικίλα μοτίβα λευκά, υπόξανθα ή μενεξεδιά από ακτίνες, ελιγμόγραμμα, δοκούς ή ακανόνιστες κηλίδες. Το εσωτερικό είναι λευκό ως υποκίτρινο, συχνά χρωματισμένο μενεξεδί νωτιαία και οπίσθια. Μέγεθος: Μέγιστο 5cm, Σύνηθες από 2.5 ως 3.5cm. Βιότοπος: Ενδοβενθικό σε μικρό βάθος μέσα σε καθαρή ή λασπώδη άμμο, κυρίως στην υποπαραλιακή ζώνη. Γονοχωριστικό είδος. Σχηματίζει συχνά πολύ εκτεταμένους πληθυσμούς. Γεωγραφική εξάπλωση: Μεσόγειος, Μαύρη θάλασσα, Ανατολικός Ατλαντικός, από τη Νορβηγία ως το Μαρόκο, καθώς επίσης και στην Κασπία θάλασσα. Τεχνολογικά στοιχεία: Αλιεία βιομηχανική ή ημιβιομηχανική ή χειρονακτική. Υδατοκαλλιέργειες στην Ιταλία. Ψαρεύεται με δράγες και τσουγκράνες, μερικές φορές και με δίχτυα βυθού. Εμφανίζεται συστηματικά σε πολλές αγορές. Καταναλώνεται φρέσκο, συντηρημένο, παστό ή σε κονσέρβες. Είδος που δεν το εκμεταλλεύονται εμπορικά στη Μαύρη θάλασσα. Δ. ΓΑΣΤΕΡΟΠΟΔΑ Bolinus brandaris, Linnaeus, 1758 Τάξη: Neogastropoda Οικογένεια: Muricidae - 42 -

Διακριτικά χαρακτηριστικά: Όστρακο σχεδόν σφαιρικό που προεκτείνεται σε ένα μακρύ και στενό κανάλι (του οποίου το μήκος μπορεί να είναι ίσο με το καθαρό μήκος του ανοίγματος). Η σπείρα σχηματίζεται από γύρους χαμηλούς και γωνιώδεις. Το άνοιγμα είναι οβάλ. Το εσωτερικό χείλος της ατράκτου περιβάλλεται από ένα αρκετά αναπτυγμένο τύλο. Ο διάκοσμος αποτελείται από ελαφριές, σπειροειδείς ακανόνιστες πλευρές που διακόπτονται από ελασματοειδείς πτυχώσεις εγκάρσιες στους γύρους που κατά τόπους εκτείνονται για να σχηματίσουν αγκάθια με κανάλια στην εσωτερική τους πλευρά. Οι γύροι της σπείρας έχουν μια σειρά αγκαθιών ενώ ο σωματικός γύρος έχει δύο. Υπάρχει τέλος, ένα τρίτο ίχνος από μια σπειροειδή γραμμή στο σιφωνικό κανάλι. Το επίπωμα είναι κερατινώδες, συγκεντρικό. Χρωματισμός: Μπεζ, κιτρινωπό. Μέγεθος: μέγιστο μήκος 9,2 cm, διάμετρος 6,6 cm (μαζί με τα αγκάθια). Βιότοπος: Πάρα πολύ κοινό, ζει σε αμμο-λασπώδεις πυθμένες της υποπαραλιακής και περιπαραλιακής ζώνης. Τεχνολογικά στοιχεία - Γεωγραφική εξάπλωση: Αλιεία περιστασιακή, σε ερασιτεχνικό επίπεδο (με τα χέρια) ή βιομηχανική (με δράγες, δίχτυα βυθού και κιούρτους). Εμφανίζεται συστηματικά στις αγορές σε όλη τη βόρεια ακτή της δυτικής Μεσογείου, στην Αδριατική και την Κύπρο, περιστασιακά στην Τυνησία και την Τουρκία και σπάνια στην Αίγυπτο. Στην Ισπανία υπάρχει διαχείριση αλιείας του (ελάχιστο αλιεύσιμο μέγεθος 7 cm, απαγόρευση της αλιείας από 1 Μαρτίου ως 31 Ιουλίου). Καταναλώνεται φρέσκο. - 43 -

Phyllonotus trunculus, Linnaeus, 1758 Τάξη: Neogastropoda Οικογένεια: Muricidae Διακριτικά χαρακτηριστικά: Όστρακο αδραχτόσχημο, συμπαγές. Το άνοιγμα (μαζί με το κανάλι) είναι πιο μακρύ από τη σπείρα. Οι γύροι είναι κλιμακοϋψείς και γωνιώδεις. Η ραφή είναι εμφανής. Το άνοιγμα είναι οβάλ, ελαφρώς γωνιώδεις στην άκρη της ραφής και ανοίγεται ακριβώς στο πρόσθιο σιφωνικό κανάλι. Το κανάλι δεν έχει νωτιαία συγκόλληση, αλλά είναι τελείως προστατευμένο στη νωτιαία επιφάνεια από δύο λεπτά ελάσματα που εξέρχονται από κάθε άκρο. Από την πλευρά της ατράκτου αυτό το λείο έλασμα αφήνει μια πολύ στενή ομφαλική οπή. Κατά τα στάδια της αύξησης, το άκρο του χείλους της ατράκτου διακόπτεται από την παρουσία ενός κοίλου αγκαθιού του εξωτερικού διακόσμου. Οι γύροι έχουν 6 ως 8 σπειροειδή κράσπεδα που φέρουν φύματα ή αγκάθια. Τα κράσπεδα ανυψώνονται 10 ως 12 φορές σε κάθε γύρο από εγκάρσιες πτυχώσεις και αναπτύσσουν στο επίπεδο αυτών των πτυχώσεων φύματα που παίρνουν τη μορφή αγκαθιών στα πρώτα κράσπεδα που βρίσκονται κάτω από τη ραφή των 2 πιο κοντινών γύρων, καθώς και στο σιφωνικό κανάλι. Επίπωμα κερατινώδες, συγκεντρικό. Χρωματισμός: Μπεζ, μερικές φορές ροζέ. Μέγεθος: μέγιστο μήκος 8,3 cm, διάμετρος 5,6 cm. Βιότοπος: Πάρα πολύ κοινό είδος, ζει σε βραχώδεις και λασπώδεις πυθμένες της υποπαραλιακής ζώνης. Τεχνολογικά στοιχεία - Γεωγραφική εξάπλωση: Χειρωνακτική ή περιστασιακή αλιεία με δράγες και δίχτυα βυθού. Εμφανίζεται στις αγορές συστηματικά ( ακτές της Θάλασσας της Λιγουρίας, Σικελία, Αδριατική και Κύπρος), - 44 -

περιστασιακά (Τυνησία και Τουρκία) και σπάνια αλλού. Καταναλώνεται φρέσκο. Σε ορισμένες περιοχές ακολουθείται πολιτική διαχείρισης στην αλιεία του. Ε. ΕΧΙΝΟΔΕΡΜΑ Holothuria (Thymiosycia) impatiens, Forsskal, 1775 Κλάση: Ολοθουροειδή Τάξη: Aspidochirotes Οικογένεια: Holothuriidae Διακριτικά χαρακτηριστικά: Χρωματισμός: γκρίζο-κίτρινο ή γκρίζο-καφέ. Βιότοπος: Βενθικό, παράκτιο είδος. Απαντάται σε βάθος 3-40μ. Μήκος μέχρι 35εκ. Τεχνολογικά στοιχεία: Προσαρμόζεται εύκολα σε ενυδρείο. Γεωγραφική εξάπλωση: Ερυθρά θάλασσα, Μεσόγειος, Ινδικός Ωκεανός, τις ανατολικές Ινδίες, Περσικός κόλπος, βόρεια Αυστραλία, Κίνα, νότια Ιαπωνία, νότιος Ειρηνικός. 3.2. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ 3.2.1. Χωροχρονίκες κατανομές των ειδών σε ποσοστά βιομάζας και αφθονίας - 45 -

Ο αριθμός των ειδών ανά περιοχή μελέτης και ανά δειγματοληπτική περίοδο παρουσίαζε αυξομειώσεις. Αυτό φαίνεται από τη σύγκριση των παρακάτω κατανομών των ειδών, που εκφράζονται σε ποσοστά. Τα ποσοστά αυτά απεικονίζουν την αφθονία και την βιομάζα των ειδών, ανά περιοχή μελέτης και ανά εποχή. ΑΦΘΟΝΙΑ ΒΑΡΕΙΑ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ '03 7% 2% 2% 2% 2%2% 7% 14% 17% 25% 20% Diplodus vulgaris Mullus surmuletus Gobius gobitis Oedalechilus labeo Diplodus annularis Sarpa salpa Sparus aurata Scorpaena porcus Diplodus sargus Liza aurata Oblanda melanura Διάγραμμα 1: κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας, στην τοποθεσία Βαρειάς, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου ΒΙΟΜΑΖΑ ΒΑΡΕΙΑ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ '03 6% 2% 5% 12% 2%1%1% 20% 14% 20% 17% Diplodus vulgaris Mullus surmuletus Gobius gobitis Oedalechilus labeo Diplodus annularis Sarpa salpa Sparus aurata Scorpaena porcus Diplodus sargus Liza aurata Oblanda melanura Διάγραμμα 2: κατανομή ειδών σε ποσοστά βιομάζας, στην τοποθεσία Βαρειάς, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου Στην τοποθεσία Βαρειά κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου βρέθηκαν 11 είδη. Την μεγαλύτερη αφθονία την παρουσίασε το Diplodus vulgaris με ποσοστό 25%, και ακολουθούν το Mullus surmuletus με ποσοστό 20%, το Gobius gobitis με ποσοστό 17% και το Oedalechilus labeo με ποσοστό 14%.Τα υπόλοιπα 7 είδη εμφάνισαν μικρά ποσοστά αφθονίας. Ωστόσο από το διάγραμμα της βιομάζας για την ίδια δειγματοληψία προκύπτει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό βιομάζας το είχαν τα είδη Oedalechilus labeo (20%), Gobius gobitis (20%), Mullus surmuletus (17%) και Diplodus vulgaris (14%). - 46 -

ΑΦΘΟΝΙΑ ΒΑΡΕΙΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ '03 12% 12% 6% Mullus surmuletus Sarpa salpa 12% 18% 40% Liza aurata Gobius gobitis Diplodus vulgaris Diplodus annularis Διάγραμμα 3: κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας, στην τοποθεσία Βαρειάς, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Νοεμβρίου ΒΙΟΜΑΖΑ ΒΑΡΕΙΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ '03 8% 5% Mullus surmuletus 32% Sarpa salpa 13% 7% Liza aurata Gobius gobitis Diplodus vulgaris 35% Diplodus annularis Διάγραμμα 4: κατανομή ειδών σε ποσοστά βιομάζας, στην τοποθεσία Βαρειάς, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Νοεμβρίου ΑΦΘΟΝΙΑ ΒΑΡΕΙΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ '03 8% 8% Liza aurata 38% Sarpa salpa 15% Mullus surmuletus Gobius gobitis 31% Scorpaena porcus Διάγραμμα 5: κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας, στην τοποθεσία Βαρειάς, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Δεκεμβρίου Στην ίδια τοποθεσία και κατά τη δειγματοληπτική περίοδο του Νοεμβρίου βρέθηκαν 6 συνολικά είδη. Από αυτά, τη μεγαλύτερη αφθονία την είχε το Mullus surmuletus με 40% και το Sarpa salpa με 18%. Τα υπόλοιπα 4 είδη εμφάνισαν μικρά ποσοστά αφθονίας. Το διάγραμμα της βιομάζας φαίνεται να συμφωνεί με αυτό της αφθονίας, με μοναδική εξαίρεση το είδος Sarpa salpa το οποίο είχε αφθονία 18% και βιομάζα 35%. - 47 -

ΒΙΟΜΑΖΑ ΒΑΡΕΙΑΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ '03 24% 3% 6% 41% 26% Liza aurata Sarpa salpa Mullus surmuletus Gobius gobitis Scorpaena porcus Διάγραμμα 6: κατανομή ειδών σε ποσοστά βιομάζας, στην τοποθεσία Βαρειάς, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Δεκεμβρίου ΑΦΘΟΝΙΑ ΒΑΡΕΙΑ ΧΕΙΜΩΝΑΣ '03 8% 11% 6% 3% 1%1%1% 14% 14% 24% 17% Mullus surmuletus Diplodus vulgaris Sarpa salpa Gobius gobitis Liza aurata Oedalechilus labeo Diplodus annularis Scorpaena porcus Diplodus sargus Sparus aurata Oblanda melanura Διάγραμμα 7: κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας, στην τοποθεσία Βαρειάς, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Χειμώνα Για την δειγματοληπτική περίοδο του Δεκεμβρίου στην ίδια τοποθεσία, συλλέχθηκαν 5 είδη. Τα κυρίαρχα είδη σε ποσοστό αφθονίας ήταν το Liza aurata (38%) και το Sarpa salpa (31%). Σύμφωνα με το διάγραμμα ποσοστών βιομάζας των ειδών αυτής της δειγματοληψίας, μεγαλύτερο ποσοστό βιομάζας είχε το Sarpa salpa (41%), το Liza aurata (26%) και το Scorpaena porcus (24%). Έτσι παρατηρείται από τα δύο διαγράμματα ότι το Scorpaena porcus και το Sarpa salpa έχουν μικρότερο ποσοστό αφθονίας σε σχέση με το ποσοστό βιομάζας, ενώ στο Liza aurata συμβαίνει το αντίθετο. - 48 -

ΒΙΟΜΑΖΑ ΒΑΡΕΙΑΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ '03 10% 13% 1%3%0% 4% 10% 14% 16% 9% 20% Mullus surmuletus Diplodus vulgaris Sarpa salpa Gobius gobitis Liza aurata Oedalechilus labeo Diplodus annularis Scorpaena porcus Diplodus sargus Sparus aurata Oblanda melanura Διάγραμμα 8: κατανομή ειδών σε ποσοστά βιομάζας, στην τοποθεσία Βαρειάς, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Χειμώνα Τέλος, για την τοποθεσία της Βαρειάς, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Χειμώνα βρέθηκαν 11 είδη. Τα μεγαλύτερα ποσοστά αφθονίας εμφανίσθηκαν στα είδη Mullus surmuletus (24%), Diplodus vulgaris (17%), Sarpa salpa (14%) και Gobius gobitis (14%). Από το διάγραμμα της βιομάζας φαίνεται ότι τα ποσοστά μεγαλύτερης βιομάζας βρέθηκαν στα είδη Sarpa salpa (20%), Mullus surmuletus (16%), Gobius gobitis (14%) και Scorpaena porcus (13%). ΑΦΘΟΝΙΑ ΚΡΑΤΗΓΟΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ '03 4% 4% 4% 4% 4% 9% 9% 13% 27% 22% Diplodus vulgaris Sarpa salpa Liza ramada Mullus surmuletus Diplodus sargus Scorpaena porcus Gobius gobitis Mugil cephalus Belone belone Bothus podas Διάγραμμα 9: κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας, στην τοποθεσία Κράτηγος, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου Στη συνέχεια, στη τοποθεσία Κράτηγος και για την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου, συλλέχθηκαν 10 είδη. Από αυτά μεγαλύτερη αφθονία είχαν το Diplodus vulgaris (27%), Sarpa salpa (22%) και Liza ramada (13%). Ενώ μεγαλύτερη βιομάζα είχαν τα είδη Scorpaena porcus (22%), Diplodus vulgaris (16%) και Liza ramada (14%). Τα είδη Scorpaena porcus και Belone belone είχαν μεγάλο - 49 -

μέγεθος και βάρος, ενώ τα Sarpa salpa και Diplodus vulgaris το αντίθετο (όπως φαίνεται από τα διαγράμματα). ΒΙΟΜΑΖΑ ΚΡΑΤΗΓΟΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ '03 13% 2% 4% 8% 22% 3% 16% 11% 7% 14% Diplodus vulgaris Sarpa salpa Liza ramada Mullus surmuletus Diplodus sargus Scorpaena porcus Gobius gobitis Mugil cephalus Belone belone Διάγραμμα10: κατανομή ειδών σε ποσοστά βιομάζας, στην τοποθεσία Κράτηγος, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου ΑΦΘΟΝΙΑ ΚΡΑΤΗΓΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ '03 Liza aurata 4% 4%2%2% Sarpa salpa 7% 81% Liza ramada Diplodus vulgaris Diplodus annularis Mugil cephalus Διάγραμμα11: κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας, στην τοποθεσία Κράτηγος, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Νοεμβρίου ΒΙΟΜΑΖΑ ΚΡΑΤΗΓΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ '03 5% 4% 2%2% 9% 78% Liza aurata Sarpa salpa Liza ramada Diplodus vulgaris Diplodus annularis Mugil cephalus Διάγραμμα12: κατανομή ειδών σε ποσοστά βιομάζας, στην τοποθεσία Κράτηγος, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Νοεμβρίου Για την ίδια περιοχή, αλλά την δειγματοληπτική περίοδο του Νοεμβρίου, βρέθηκαν 6 είδη. Σε αυτή την δειγματοληψία παρουσιάστηκε μέγιστο ποσοστό αφθονίας στο είδος Liza aurata (81%), ενώ τα υπόλοιπα είδη παρουσίασαν μικρά ποσοστά αφθονίας. Το διάγραμμα της βιομάζας για την ίδια περίοδο και τοποθεσία - 50 -

φαίνεται να συμφωνεί με αυτό της αφθονίας. Το είδος Liza aurata (78%) παρουσίασε το μεγαλύτερο ποσοστό βιομάζας, όπως και στην αφθονία. ΑΦΘΟΝΙΑ ΚΡΑΤΗΓΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ '03 7% 7% Liza aurata 14% 72% Sarpa salpa Gobius gobitis Mullus surmuletus Διάγραμμα13: κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας, στην τοποθεσία Κράτηγος, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Δεκεμβρίου ΒΙΟΜΑΖΑ ΚΡΑΤΗΓΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ '03 5% 6% Liza aurata 21% 68% Sarpa salpa Gobius gobitis Mullus surmuletus Διάγραμμα14: κατανομή ειδών σε ποσοστά βιομάζας, στην τοποθεσία Κράτηγος, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Δεκεμβρίου ΑΦΘΟΝΙΑ ΚΡΑΤΗΓΟΣ ΧΕΙΝΩΝΑΣ '03 1%1%1%1% 4% 2%2%2% 6% 10% 57% 13% Liza aurata Sarpa salpa Diplodus vulgaris Liza ramada Mullus surmuletus Gobius gobitis Diplodus sargus Mugil cephalus Diplodus annularis Belone belone Scorpaena porcus Bothus podas Διάγραμμα15: κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας, στην τοποθεσία Κράτηγος, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Χειμώνα - 51 -

Στη συνέχεια, για την δειγματοληπτική περίοδο του Δεκεμβρίου συλλέχθηκαν 4 είδη, από τα οποία το επικρατέστερο είδος ήταν το Liza aurata (72%) και το Sarpa salpa (14%). Το διάγραμμα της βιομάζας για την ίδια δειγματοληπτική περίοδο και τοποθεσία φαίνεται να συμφωνεί με αυτό της αφθονίας, εφόσον τα είδη Liza aurata (68%) και Sarpa salpa (21%) παρουσίασαν αντίστοιχα τα μεγαλύτερα ποσοστά βιομάζας. ΒΙΟΜΑΖΑ ΚΡΑΤΗΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ '03 3% 1%2%1%3% 4% 6% 6% 11% 5%1% 57% Liza aurata Sarpa salpa Diplodus vulgaris Liza ramada Mullus surmuletus Gobius gobitis Diplodus sargus Mugil cephalus Diplodus annularis Belone belone Scorpaena porcus Bothus podas Διάγραμμα16: κατανομή ειδών σε ποσοστά βιομάζας, στην τοποθεσία Κράτηγος, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Χειμώνα Τέλος, για την τοποθεσία Κράτηγος και κατά την δίαρκεια της δειγματοληπτικής περιόδου του Χειμώνα, βρέθηκαν συνολικά 12 είδη. Από αυτά, το μεγαλύτερο ποσοστό αφθονίας το συγκεντρώνουν τα είδη Liza aurata (57%), Sarpa salpa (13%) και Diplodus vulgaris (10%). Το διάγραμμα της βιομάζας φαίνεται και εδώ να συμφωνεί με αυτό της αφθονίας. Εφόσον τα είδη Liza aurata (57%) και Sarpa salpa (11%) παρουσίασαν αντίστοιχα τα μεγαλύτερα ποσοστά βιομάζας, όπως και στην κατανομή της αφθονίας. ΑΦΘΟΝΙΑ ΚΑΛΛΟΝΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ '03 4%2%1% Liza ramada Mullus surmuletus Belone belone 93% Hippocampus guttulatus Διάγραμμα17: κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας, στην τοποθεσία Σκάλα Καλλονής, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου - 52 -

ΒΙΟΜΑΖΑ ΚΑΛΛΟΝΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ '03 3% 11% 0% Liza ramada Mullus surmuletus Belone belone 86% Hippocampus guttulatus Διάγραμμα18: κατανομή ειδών σε ποσοστά βιομάζας, στην τοποθεσία Σκάλα Καλλονής, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου Στην τρίτη και τελευταία τοποθεσία, που είναι η Σκάλα Καλλονής, για την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου συλλέχθηκαν 4 είδη. Το επικρατέστερο είδος ήταν το Liza ramada με ποσοστό αφθονίας 93%. Και από τη σύγκριση των δύο διαγραμμάτων φαίνεται πως το διάγραμμα της βιομάζας συμφωνεί με αυτό της αφθονίας, μιας και το είδος Liza ramada είχε ποσοστό βιομάζας 86%. ΑΦΘΟΝΙΑ ΚΑΛΛΟΝΗ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ '03 14% 21% 7% 58% Liza ramada Mullus surmuletus Sarpa salpa Liza aurata Διάγραμμα19: κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας, στην τοποθεσία Σκάλα Καλλονής, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Νοεμβρίου ΒΙΟΜΑΖΑ ΚΑΛΛΟΝΗ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ '03 23% 16% 7% 54% Liza ramada Mullus surmuletus Sarpa salpa Liza aurata Διάγραμμα20: κατανομή ειδών σε ποσοστά βιομάζας, στην τοποθεσία Σκάλα Καλλονής, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Νοεμβρίου - 53 -

Στην ίδια περιοχή, αλλά τη δειγματοληπτική περίοδο του Νοεμβρίου βρέθηκαν 4 είδη. Την μεγαλύτερη αφθονία την συγκεντρώνει το είδος Liza ramada με ποσοστό 58%, όπως επίσης και τη μεγαλύτερη βιομάζα με ποσοστό 54%. ΑΦΘΟΝΙΑ ΚΑΛΛΟΝΗ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ '03 20% 10% 30% 40% Liza ramada Gobius niger Liza aurata Sarpa salpa Διάγραμμα21: κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας, στην τοποθεσία Σκάλα Καλλονής, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Δεκεμβρίου ΒΙΟΜΑΖΑ ΚΑΛΛΟΝΗ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ '03 32% 11% 22% 35% Liza ramada Gobius niger Liza aurata Sarpa salpa Διάγραμμα22: κατανομή ειδών σε ποσοστά βιομάζας, στην τοποθεσία Σκάλα Καλλονής, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Δεκεμβρίου ΑΦΘΟΝΙΑ ΚΑΛΛΟΝΗ ΧΕΙΜΩΝΑΣ '03 Liza ramada Mullus surmuletus 5% 2% 2% 2%2%1% Sarpa salpa Belone belone Gobius niger 86% Liza aurata Hippocampus guttulatus Διάγραμμα23: κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας, στην τοποθεσία Σκάλα Καλλονής, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Χειμώνα - 54 -

Και κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Δεκεμβρίου συλλέχθηκαν 4 είδη, τα οποία είχαν τα εξής ποσοστά αφθονίας : Liza ramada 40%, Gobius niger 30%, Liza aurata 20% και Sarpa salpa 10%. Ωστόσο το διάγραμμα της βιομάζας σε σχέση με το διάγραμμα της αφθονίας δίνει διαφορετικά αποτελέσματα. Δηλαδή, μεγαλύτερη βιομάζα παρουσίασε το είδος Gobius niger με ποσοστό 35%. Ακόμα, τα είδη Liza ramada και Liza aurata παρουσίασαν μικρή βιομάζα, γιατί είχαν μικρό μέγεθος και βάρος, ενώ το είδος Sarpa salpa παρουσίασε μεγάλη βιομάζα, γιατί είχε μεγάλο μέγεθος και βάρος. ΒΙΟΜΑΖΑ ΚΑΛΛΟΝΗ ΧΕΙΜΩΝΑΣ '03 Liza ramada Mullus surmuletus 5% 5% 9% 2%1%0% Sarpa salpa Belone belone Gobius niger 78% Liza aurata Hippocampus guttulatus Διάγραμμα24: κατανομή ειδών σε ποσοστά βιομάζας, στην τοποθεσία Σκάλα Καλλονής, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Χειμώνα Και τέλος, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Χειμώνα στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής συλλέχθηκαν 7 είδη. Το είδος που παρουσίασε και μεγάλο ποσοστό αφθονίας (86%) και μεγάλο ποσοστό βιομάζας (78%) ήταν το Liza ramada. Τα υπόλοιπα είδη παρουσίασαν μικρά ποσοστά αφθονίας και βιομάζας (διαγράμματα 23,24). 3.2.2. Δείκτες βιολογικής ποικιλότητας Όπως έχει προαναφερθεί, οι δείκτες Margalef, Shannon Wiener και Pielou χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να εκτιμηθεί η βιοποικιλότητα των υπό μελέτη περιοχών. - 55 -

Στον παρακάτω πίνακα δίνονται οι τιμές των δεικτών αλλά και κάποιων σημαντικών παραμέτρων για τον υπολογισμό της ποικιλότητας στις περιοχές δειγματοληψίας κατά την περίοδο του Οκτωβρίου, για τα ψάρια. Με S συμβολίζεται ο αριθμός των ειδών, με Ν ο συνολικός αριθμός των ατόμων του δείγματος, με d, J και Η οι δείκτες ποικιλότητας Margalef, Pielou και Shannon Wiener αντίστοιχα. Σταθμοί S N d J' H'(log2) ΒΑΡΕΙΑ 11 42 2,67 0,85 2,96 ΚΡΑΤΗΓΟΣ 10 23 2,87 0,89 2,96 ΚΑΛΛΟΝΗ 4 254 0,54 0,23 0,46 Πίνακας 1: Οι τιμές των δεικτών για τα ψάρια της δειγματοληπτικής περιόδου του Οκτωβρίου Από τον Πίνακα 1 φαίνεται ότι στη τοποθεσία Βαρειάς παρουσιάστηκε ο μεγαλύτερος αριθμός ειδών, ενώ στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής παρουσιάστηκε ο μικρότερος αριθμός ειδών. Επίσης, στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής εμφανίστηκε ο μεγαλύτερος πληθυσμός, ενώ στη τοποθεσία Κράτηγος εμφανίστηκε ο μικρότερος πληθυσμός. Σύμφωνα με τον δείκτη Margalef (d), τον μικρότερο αριθμό ειδών τον έχει και πάλι η τοποθεσία Σκάλα Καλλονής, όμως τον μεγαλύτερο αριθμό ειδών φαίνεται να τον έχει η τοποθεσία Κράτηγος, γεγονός που οφείλεται στην μικρότερη αφθονία που παρουσίασε σε σχέση με την τοποθεσία Βαρειάς. Ο δείκτης ομοιόμορφης διανομής Pielou (J ), παίρνει την μικρότερη τιμή του στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής και την μεγαλύτερη στη τοποθεσία Κράτηγος. Το αποτέλεσμα αυτό, οφείλεται στο γεγονός ότι στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής, το είδος Liza ramada κυριαρχεί με ποσοστό 93% του συνολικού πληθυσμού, ενώ στη τοποθεσία Κράτηγος, ο πληθυσμός κατανέμεται σχεδόν ομοιόμορφα ανάμεσα στα είδη. Η μέγιστη τιμή του δείκτη Shannon Wiener (Η ) εμφανίζεται στη τοποθεσία Βαρειάς, διότι παρουσίασε την πιο ομοιόμορφη κατανομή των ειδών, ενώ η ελάχιστη τιμή εμφανίζεται στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής, γιατί εμφανίστηκε κυριαρχία του είδους Liza ramada και οι πληθυσμοί των άλλων ειδών ήταν σχετικά μικροί. Σταθμοί S N d J' H'(log2) ΒΑΡΕΙΑ 6 17 1,76 0,88 2,29 ΚΡΑΤΗΓΟΣ 6 45 1,31 0,44 1,16 ΚΑΛΛΟΝΗ 4 28 0,9 0,81 1,61 Πίνακας 2: Οι τιμές των δεικτών για τα ψάρια της δειγματοληπτικής περιόδου του Νοεμβρίου Όπως φαίνεται στον Πίνακα 2, για την δειγματοληπτική περίοδο του Νοεμβρίου, περισσότερα είδη υπήρχαν στη τοποθεσία Βαρειά και Κράτηγος, ενώ τα - 56 -

λιγότερα στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής. Ωστόσο, στη τοποθεσία Βαρειάς παρουσιάστηκε ο μικρότερος πληθυσμός, ενώ στη τοποθεσία Κράτηγος παρουσιάστηκε ο μεγαλύτερος πληθυσμός. Ο δείκτης Margalef (d) συμφωνεί με τα παραπάνω, δηλαδή η τοποθεσία Βαρειά εμφάνισε τα περισσότερα είδη, ενώ τα λιγότερα η τοποθεσία Σκάλα Καλλονής. Ο δείκτης Pielou (J ) δείχνει ότι η τοποθεσία Βαρειά παρουσίασε μέγιστη τιμή, λόγω της ομοιομορφίας που παρουσίασε στην κατανομή των ειδών, ενώ η τοποθεσία Κράτηγος παρουσίασε ελάχιστη τιμή, διότι η κατανομή των ειδών δεν ήταν ομοιόμορφη. Ο δείκτης Shannon Wiener (Η ) παίρνει την μεγαλύτερη τιμή για την τοποθεσία Βαρειά και την μικρότερη τιμή για την τοποθεσία Κράτηγος. Αυτό οφείλεται στο ότι και στις δύο τοποθεσίες υπήρχε η ίδια ποικιλότητα ειδών, ενώ η αφθονία ήταν μεγαλύτερη στη τοποθεσία Κράτηγος. Σταθμοί S N d J' H'(log2) ΒΑΡΕΙΑ 5 13 1,55 0,87 2,03 ΚΡΑΤΗΓΟΣ 4 14 1,13 0,64 1,29 ΚΑΛΛΟΝΗ 4 20 1 0,92 1,84 Πίνακας 3: Οι τιμές των δεικτών για τα ψάρια της δειγματοληπτικής περιόδου του Δεκεμβρίου Με βάση τον Πίνακα 3, την δειγματοληπτική περίοδο του Δεκεμβρίου, εμφανίζεται στη τοποθεσία Βαρειά η μεγαλύτερη ποικιλότητα ειδών, η μικρότερη αφθονία και μεγαλύτερη τιμή του δείκτη Margalef (d). Στις τοποθεσίες Κράτηγος και Σκάλα Καλλονής εμφανίζεται η μικρότερη ποικιλότητα ειδών, ενώ μεγαλύτερη αφθονία και μικρότερη τιμή του δείκτη Margalef (d) παρουσίασε η τοποθεσία Σκάλα Καλλονής. Ο δείκτης ομοιόμορφης διανομής Pielou (J ) έχει μεγαλύτερη τιμή στη τοποθεσία Βαρειά και μικρότερη τιμή στη τοποθεσία Κράτηγος. Οι τιμές του δείκτη ποικιλότητας Shannon - Wiener (H ) παρουσίασαν μέγιστο στη τοποθεσία Βαρειά και ελάχιστο στη τοποθεσία Κράτηγος. Σταθμοί S N d J' H'(log2) ΒΑΡΕΙΑ 11 72 2,33 0,86 2,99 ΚΡΑΤΗΓΟΣ 12 82 2,49 0,63 2,28 ΚΑΛΛΟΝΗ 7 302 1,05 0,32 0,91 Πίνακας 4: Οι τιμές των δεικτών για τα ψάρια της δειγματοληπτικής περιόδου του Χειμώνα Σύμφωνα με τον Πίνακα 4, για την δειγματοληπτική περίοδο του Χειμώνα, η τοποθεσία Σκάλα Καλλονής είχε τα λιγότερα είδη, το οποίο συμφωνεί και με την μικρότερη τιμή που εμφάνισε ο δείκτης Margalef (d) και επιπρόσθετα η ίδια τοποθεσία παρουσίασε τη μεγαλύτερη αφθονία ατόμων. Έτσι ο δείκτης ομοιόμορφης - 57 -

διανομής Pielou (J ), σε αυτή την τοποθεσία, είχε την μικρότερη τιμή (εφόσον το 86% της αφθονίας το αντιπροσώπευε ένα είδος, το Liza ramada), καθώς και ο δείκτης ποικιλότητας Shannon - Wiener (H ) παρουσίασε τη μικρότερη τιμή (λόγω της μεγάλης αφθονίας και συγχρόνως της μικρής ποικιλότητας ειδών). Στη τοποθεσία Κράτηγος βρέθηκαν τα περισσότερα είδη, το οποίο φαίνεται και από την μεγαλύτερη τιμή που παρουσίασε ο δείκτης Margalef (d). Στη τοποθεσία Βαρειά υπήρχε η μικρότερη αφθονία ατόμων, η μεγαλύτερη τιμή του δείκτη ομοιόμορφης διανομής Pielou (J ) και η μέγιστη τιμή που εμφάνισε ο δείκτης ποικιλότητας Shannon Wiener (H ). Οι μεγάλες τιμές των δεικτών στη τοποθεσία Βαρειά οφείλονται στην μικρή αφθονία ατόμων σε συνδυασμό με την μεγάλη ποικιλότητα ειδών. Από τον δείκτη Margalef (d) (Διάγραμμα 25) φαίνεται ότι τα περισσότερα είδη για την τοποθεσία Βαρειά βρέθηκαν κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου, όπως και για την τοποθεσία Κράτηγος, ενώ για την τοποθεσία Σκάλα Καλλονής βρέθηκαν κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Δεκεμβρίου. Επίσης, ο ίδιος δείκτης δείχνει ότι τα λιγότερα είδη που συλλέχθηκαν στη τοποθεσία Βαρειά ήταν κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Δεκεμβρίου, όπως και για την τοποθεσία Κράτηγος, ενώ για την τοποθεσία Σκάλα Καλλονής συλλέχθηκαν κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου. Ο δείκτης Margalef (d) παίρνει την μέγιστη τιμή στη τοποθεσία Κράτηγος κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου, ενώ την μικρότερη τιμή στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου. Τέλος, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Χειμώνα ο δείκτης Margalef (d) παρουσιάζει μέγιστο στη τοποθεσία Κράτηγος και ελάχιστο στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής. 3,5 ΔΕΙΚΤΗΣ Μargalef (d) 3 2,5 2 1,5 1 0,5 0 ΒΑΡΕΙΑ ΚΡΑΤΗΓΟΣ ΚΑΛΛΟΝΗ ΣΤΑΘΜΟΙ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ Διάγραμμα 25: Ο δείκτης Margalef (d) για κάθε δειγματοληπτική περίοδο - 58 -

Η τιμή του δείκτη ποικιλότητας Shannon - Wiener (H ) (Διάγραμμα 26) παρουσίασε μέγιστο στις τοποθεσίες Βαρειά και Κράτηγος για την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου, ενώ στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής για την δειγματοληπτική περίοδο του Δεκεμβρίου. Ενώ, ελάχιστη τιμή αυτός ο δείκτης εμφανίζει στη τοποθεσία Βαρειά για την δειγματοληπτική περίοδο του Δεκεμβρίου, στη τοποθεσία Κράτηγος για την δειγματοληπτική περίοδο του Νοεμβρίου και στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής για την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου. Ο δείκτης Shannon- Wiener (H ) εμφανίζει την μεγαλύτερη τιμή στη τοποθεσία Βαρειά για την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου και την μικρότερη στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής για την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου. Και τέλος, κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Χειμώνα ο δείκτης Shannon - Wiener (H ) συγκεντρώνει την μεγαλύτερη τιμή στη τοποθεσία Βαρειά και την μικρότερη στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής. ΔΕΙΚΤΗΣ Shannon -Wiener (H') 3,5 3 2,5 2 1,5 1 0,5 0 ΒΑΡΕΙΑ ΚΡΑΤΗΓΟΣ ΚΑΛΛΟΝΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΣΤΑΘΜΟΙ Διάγραμμα 26: O δείκτης ποικιλότητας Shannon Wiener (H ) για κάθε δειγματοληπτική περίοδο Ο δείκτης ομοιόμορφης διανομής Pielou (J ) (Διάγραμμα 27) παρουσίασε τη μεγαλύτερη τιμή στη τοποθεσία Βαρειά για την δειγματοληπτική περίοδο του Νοεμβρίου, στη τοποθεσία Κράτηγος για την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου και στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής για την δειγματοληπτική περίοδο του Δεκεμβρίου. Ενώ τη μικρότερη τιμή την εμφάνισε για τη τοποθεσία Βαρειά κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου, για τη τοποθεσία Κράτηγος κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Νοεμβρίου και για τη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής κατά την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου. Ο δείκτης Pielou (J ) πήρε την μέγιστη τιμή στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής για την δειγματοληπτική περίοδο του Δεκεμβρίου, ενώ την ελάχιστη τιμή την πήρε στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής κατά - 59 -

την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου. Για την δειγματοληπτική περίοδο του Χειμώνα ο δείκτης Pielou (J ) παρουσίασε μέγιστο στη τοποθεσία Βαρειά και ελάχιστο στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής. ΔΕΙΚΤΗΣ Pielou (J') 1 0,9 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0,1 0 ΒΑΡΕΙΑ ΚΡΑΤΗΓΟΣ ΚΑΛΛΟΝΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΣΤΑΘΜΟΙ Διάγραμμα 27: Ο δείκτης ομοιόμορφης διανομής Pielou (J ) για κάθε δειγματοληπτική περίοδο 3.2.3. Ιεραρχική ομαδοποίηση Εφαρμόστηκε ιεραρχική ομαδοποίηση (Cluster analysis) στα δεδομένα αφθονίας από τις τρεις τοποθεσίες δειγματοληψίας κατά τη περίοδο Οκτωβρίου Δεκεμβρίου 2003. Διάγραμμα 28: Ιεραρχική ομαδοποίηση από τα δεδομένα της αφθονίας των ψαριών για την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου Από το Διάγραμμα 28 (για την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου) φαίνεται πως υπάρχουν δύο ομάδες, με ποσοστό ομοιότητας 18 %. Η μία ομάδα είναι - 60 -

η τοποθεσία Σκάλα Καλλονής και η άλλη ομάδα είναι οι τοποθεσίες Βαρειά και Κράτηγος με ποσοστό ομοιότητας 51 %. Διάγραμμα 29: Ιεραρχική ομαδοποίηση από τα δεδομένα της αφθονίας των ψαριών για την δειγματοληπτική περίοδο του Νοεμβρίου Η ομαδοποίηση για την δειγματοληπτική περίοδο του Νοεμβρίου (Διάγραμμα 29) εμφάνισε δύο ομάδες με ποσοστό ομοιότητας 45 %. Η τοποθεσία Κράτηγος αποτελεί την μία ομάδα και οι τοποθεσίες Βαρειά και Σκάλα Καλλονής αποτελούν την δεύτερη ομάδα με ποσοστό ομοιότητας 57 %. Διάγραμμα 30: Ιεραρχική ομαδοποίηση από τα δεδομένα της αφθονίας των ψαριών για την δειγματοληπτική περίοδο του Δεκεμβρίου Από την ομαδοποίηση, για την δειγματοληπτική περίοδο του Δεκεμβρίου, προέκυψαν δύο ομάδες (Διάγραμμα 30) με ποσοστό ομοιότητας 43 %. Στην πρώτη ομάδα εντάσσεται η τοποθεσία Σκάλα Καλλονής και στην δεύτερη οι τοποθεσίες Βαρειά και Κράτηγος με ποσοστό ομοιότητας 79 %. - 61 -

Διάγραμμα 31: Ιεραρχική ομαδοποίηση από τα δεδομένα της αφθονίας των ψαριών για την δειγματοληπτική περίοδο του Χειμώνα Η μέθοδος της ιεραρχικής ομαδοποίησης, για την δειγματοληπτική περίοδο του Χειμώνα, έδειξε την ύπαρξη δύο ομάδων (Διάγραμμα 31) με ποσοστό ομοιότητας 33 %. Η τοποθεσία Σκάλα Καλλονής περιλαμβάνει την πρώτη ομάδα και οι τοποθεσίες Βαρειά και Κράτηγος τη δεύτερη με ποσοστό ομοιότητας 59 %. 3.2.4. Σχετική αφθονία σε ραβδογράμματα Ο άξονας Χ εκφράζεται σε γεωμετρική (λογαριθμική) κλίμακα και είναι ο αριθμός των ατόμων που αντιπροσωπεύονται στο δείγμα, ενώ ο άξονας Ψ είναι ο αριθμός των ειδών. ΒΑΡΕΙΑ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2003 ΒΑΡΕΙΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2003 Αριθμός ειδών 12 6 0 10 2 4 1 2 3 4 5 8 Αριθμός ειδών 6 3 0 4 3 1 2 3 4 Αριθμός ατόμων που αντιπροσωπεύονται στο δείγμα Αριθμός ατόμων που αντιπροσωπεύονται στο δείγμα ΒΑΡΕΙΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003 ΒΑΡΕΙΑ ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2003 Αριθμός ειδών 6 3 0 4 1 1 1 2 3 4 5 8 Αριθμός ειδών 20 10 0 18 6 5 1 2 3 4 5 8 Αριθμός ατόμων που αντιπροσωπεύονται στο δείγμα Αριθμός ατόμων που αντιπροσωπεύονται στο δείγμα Ραβδογράμματα 1, 2, 3, 4: Σχετική αφθονία για τα ψάρια που συλλέχθηκαν στην τοποθεσία Βαρειά - 62 -

Από τα Ραβδογράμματα 1, 2, 3, 4, που αφορούν τα δείγματα από την τοποθεσία Βαρειάς, φαίνεται ότι τα περισσότερα είδη αντιπροσωπεύονταν με λίγα άτομα (1-4) στο δείγμα. Υπήρχαν όμως και λίγα είδη που αντιπροσωπεύονταν με περισσότερα άτομα (5-8) στο δείγμα. ΚΡΑΤΗΓΟΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2003 ΚΡΑΤΗΓΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2003 Αριθμός ειδών 10 5 0 9 2 1 1 2 3 4 5 8 Αριθμός ειδών 8 4 0 6 0 0 0 0 1 1 2 3 4 5 8 9 16 17 32 33 64 Αριθμός ατόμων που αντιπροσωπεύονται στο δείγμα Αριθμός ατόμων που αντιπροσωπεύονται στο δείγμα ΚΡΑΤΗΓΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003 ΚΡΑΤΗΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2003 Αριθμός ειδών 4 2 0 3 0 0 1 2 3 4 5 8 9 16 1 Αριθμός είδων 20 10 0 18 2 1 1 0 1 1 2 3 4 5 8 9 16 17 32 33 64 Αριθμός ατόμων που αντιπροσωπεύονται στο δείγμα Αριθμός ατόμων που αντιπροσωπεύονται στο δείγμα Ραβδογράμματα 5, 6, 7, 8: Σχετική αφθονία για τα ψάρια που συλλέχθηκαν στην τοποθεσία Κράτηγος Στα Ραβδογράμματα 5, 6, 7, 8, που αφορούν τα δείγματα από την τοποθεσία Κράτηγος παρατηρείται ότι και στη τοποθεσία Βαρειά, δηλαδή τα περισσότερα είδη αντιπροσωπεύονταν με μικρούς πληθυσμούς (1-4 άτομα) στο δείγμα. Ενώ είχαν βρεθεί και λίγα είδη με μεγάλους πληθυσμούς (5-64 άτομα). ΚΑΛΛΟΝΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2003 ΚΑΛΛΟΝΗ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2003 Αριθμός ειδών 2 1 0 1 1 1 0 0 0 1 2 3 4 5 8 9 16 17 32 33 64 65 128 Αριθμός ατόμων που αντιπροσωπεύονται στο δείγμα 1 Αριθμός ειδών 4 2 0 2 1 1 1 2 3 4 5 8 Αριθμός ατόμων που αντιπροσωπεύονται στο δείγμα - 63 -

ΚΑΛΛΟΝΗ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003 ΚΑΛΛΟΝΗ ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2003 Αριθμός ειδών 4 2 0 2 2 1 2 3 4 Αριθμός ατόμων που αντιπροσωπεύονται στο δείγμα Αριθμός ειδών 6 3 0 5 4 2 0 0 0 1 2 3 4 5 8 9 16 17 32 33 64 65 128 Αριθμός ατόμων που αντιπροσωπεύονται στο δείγμα 1 Ραβδογράμματα 9, 10, 11, 12: Σχετική αφθονία για τα ψάρια που συλλέχθηκαν στην τοποθεσία Σκάλα Καλλονής Από τα δείγματα που συλλέχθηκαν στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής βρέθηκαν συνολικά λίγα είδη (12). Τα είδη αυτά βρέθηκαν σε μικρούς πληθυσμούς, με εξαίρεση ένα είδος (Liza ramada), που είχε πολύ μεγάλο αριθμό ατόμων στο δείγμα (ιδίως την δειγματοληπτική περίοδο του Οκτωβρίου). ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΦΘΟΝΙΑ ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΔΕΙΓΜΑΤΑ Αριθμός ειδών 50 40 30 20 10 0 41 12 8 1 0 1 1 1 2 3 4 5 8 9 16 17 32 33 64 65 128 Αριθμός ατόμων που αντιπροσωπεύονται στο δείγμα Ραβδόγραμμα 13 : Σχετική αφθονία για τα ψάρια που συλλέχθηκαν συνολικά σε όλες τις τοποθεσίες και σε όλες τις δειγματοληψίες 63% 18% 13% 2% 2% 2% 0% 1 2 3 4 5 8 9 16 17 32 33 64 65 128 Διάγραμμα 25 : Σχετική αφθονία σε ποσοστά για τα ψάρια που συλλέχθηκαν συνολικά σε όλες τις τοποθεσίες και σε όλες τις δειγματοληψίες - 64 -

Με βάση τα ραβδογράμματα, που εκφράζουν την σχετική αφθονία, παρατηρείται ότι καθ όλη τη δειγματοληπτική περίοδο τα περισσότερα είδη (63%) (Διάγραμμα 25) που συλλέχθηκαν αντιπροσωπεύονταν στο δείγμα από 1 έως 2 άτομα (Ραβδόγραμμα 13). 4. ΣΥΖΗΤΗΣΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Από τις δειγματοληψίες, που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο Οκτωβρίου έως Δεκεμβρίου του 2003 στις τοποθεσίες Βαρειά, Κράτηγος και Σκάλα Καλλονής, συλλέχθηκαν και αναγνωρίστηκαν 17 είδη Οστεϊχθύων. Στις τοποθεσίες Βαρειά και Κράτηγος το υπόστρωμα στην υποπαραλιακή ζώνη (στο χώρο δειγματοληψίας) ήταν κινητό και καλυπτόταν ευκαιριακά με λειμώνες φανερόγαμων Posidonia oceanica. Στη τοποθεσία Σκάλα Καλλονής το υπόστρωμα στην υποπαραλιακή ζώνη ήταν κινητό και καλυπτόταν ευκαιριακά με λειμώνες φανερόγαμων Zostera seagrass. Η ακτή στη Βαρειά και στη Κράτηγο αποτελείτε από βότσαλο, ενώ στη Σκάλα Καλλονής αποτελείτε από άμμο. Οι τρεις βασικοί λόγοι που υπαγορεύουν τις μετακινήσεις των ψαριών, είναι η εξεύρεση της τροφής, η αναζήτηση καλλίτερου περιβάλλοντος και η αναπαραγωγή τους. Το περιβάλλον το καθορίζουν, αποφασιστικά τρεις παράγοντες: η θερμοκρασία, η αλατότητα και η αφθονία τροφής (πλαγκτόν ή άλλα υδρόβια ζώα) (Πασπάτης 2002). Τα κοινά είδη που συλλέχθηκαν από το Κόλπο Καλλονής και από το στενό της Μυτιλήνης είναι : Mullus surmuletus, Sarpa salpa, Liza ramada, Liza aurata και Belone belone. Τα είδη Mullus surmuletus, Sarpa salpa και Liza aurata συλλέχθηκαν και στις τρεις περιοχές δειγματοληψίας. Η παρουσία κοινών ειδών ιχθύων στις δύο περιοχές μελέτης θα πρέπει πιθανώς να αποδοθεί στο γεγονός ότι αυτές παρουσιάζουν ανάλογα χαρακτηριστικά (υποπαραλιακή ζώνη, κινητό υπόστρωμα που καλυπτόταν ευκαιριακά με λειμώνες φανερόγαμων). Από τα ραβδογράμματα φαίνεται ότι τα περισσότερα είδη αντιπροσωπεύονταν από 1 έως 4 άτομα (81%) στα δείγματα, ενώ λίγα ήταν τα είδη που - 65 -

αντιπροσωπεύονταν από 5 έως 128 άτομα (19%) στα δείγματα. Σύμφωνα με βιβλιογραφικές πληροφορίες, (Παπαναστασίου, 1987), για τα είδη που συλλέχθηκαν: κοπαδιάρικα είδη είναι τα: Belone belone, Diplodus vulgaris, Oblada melanura, Sarpa salpa, Mugil cephalus, Liza aurata, Liza ramada, Oedalechilus labeo και μοναχικά (ή σε μικρές ομάδες) είδη είναι τα: Gobius niger, Mullus surmuletus, Gobius cobitis, Hippocampus guttulatus, Bothus podas, Scorpaena porcus, Sparus aurata Diplodus annularis, Diplodus sargus. Πολλά ψάρια είναι κοπαδιάρικα σε μικρά μεγέθη, αλλά όταν είναι σε μεγάλα μεγέθη είναι μοναχικά (Diplodus annularis, Diplodus sargus, Sparus aurata). Έτσι τα είδη Mullus surmuletus, Sarpa salpa, Diplodus vulgaris, Oedalechilus labeo, Liza ramada και Liza aurata πιθανών να ήταν κοπαδιάρικα. Οπότε πιθανών, θα αναμενόταν και τα είδη Belone belone, Oblada melanura και Mugil cephalus να εμφανιστούν σε μεγαλύτερη αφθονία. Αυτό δεν έγινε, γιατί μάλλον την ώρα της δειγματοληψίας τα άτομα αυτών των ειδών είτε ξέφυγαν από το γρίπο, είτε για κάποιο λόγω είχαν αποκοπεί από το κοπάδι. Για τον ίδιο μάλλον λόγω οφείλετε το ότι κάποια από τα είδη που εμφανίστηκαν ως κοπαδιάρικα σε κάποιά δειγματοληψία, σε κάποια άλλη εμφανίστηκαν ως μοναχικά. Η είσοδος του κόλπου Καλλονής είναι ένα στενό πέρασμα, το οποίο εμποδίζει την κίνηση του νερού και την ανταλλαγή μαζών νερού μεταξύ του Αιγαίου Πελάγους και του κόλπου. Ωστόσο, στο Στενό της Μυτιλήνης (όπου βρίσκονται οι τοποθεσίες Βαρειά & Κράτηγος) η επικοινωνία με το Αιγαίο Πέλαγος είναι άμεση. Μάλλον, γι αυτό παρατηρείται από την ιεραρχική ομαδοποίηση ότι η μεγαλύτερη ομοιότητα υπήρξε μεταξύ των περιοχών Κράτηγος και Βαρειά. Όπως και από τα διαγράμματα αφθονίας και από τους δείκτες ποικιλότητας φαίνεται ότι στις περιοχές Κράτηγος και Βαρειά υπήρχε μεγαλύτερη ποικιλότητα και ομοιομορφία σε σχέση με την περιοχή Σκάλα Καλλονής. εξής: Τα περισσότερα είδη είχαν μικρό μέγεθος και αυτό πιθανών οφείλεται στα - 66 -

Οι περιοχές αυτές είναι προστατευμένες από ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες και επίσης είναι πλούσιες σε τροφή και οπότε αποτελούν νηπιοτροφείο γι αυτά (Πασπάτης 2002). Συνήθως τα μικρά σε μέγεθος ψάρια είναι ημερόβια όσο αναφορά τη διατροφή τους. Δηλαδή, την ημέρα παρουσία φωτός (εφόσον οι δειγματοληψίες πραγματοποιήθηκαν πρωινές ώρες), μιας και υπάρχει μεγαλύτερη επιτυχία εύρεσης τροφής λόγω καλύτερης όρασης, σε αντίθεση με τα μεγαλύτερα ψάρια που την ημέρα κρύβονται σε απόμακρες σκοτεινές περιοχές και δραστηριοποιούνται τη νύχτα για αναζήτηση τροφής. Από τα είδη που συλλέχθηκαν το Diplodus sargus, το Diplodus vulgaris και το Sparus aurata χαρακτηρίζονται από αυτή την ιδιότητα (Παπαναστασίου, 1987). Η δειγματοληπτική περίοδος ήταν από τον Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο του 2003 και αυτήν η περίοδος σηματοδοτεί την πτώση της θερμοκρασίας και άρα τη χειμερινή μετανάστευση διαχείμασης. Δηλαδή, τα μεγαλύτερα άτομα ιχθύων πολλών ειδών μεταναστεύουν από τις παράκτιες περιοχές (που ψύχονται τον Χειμώνα) προς βαθύτερα νερά (που επηρεάζονται λιγότερο από τις θερμοκρασίες του Χειμώνα) με πιο σταθερές συνθήκες. Ένα παράδειγμα αποτελεί το είδος Belone belone, που γι αυτό μάλλον το είδος αυτό συλλέχθηκε μόνο το μήνα Οκτώβριο (στη Σκάλα Καλλονής & στη Κράτηγο), όπου τα νερά είναι πιο ζεστά σε σχέση με τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο όπου τα νερά ψύχονται. Για τον ίδιο λόγω πιθανών μειώνονται τα είδη αλλά και τα άτομα των ιχθύων στα δείγματα μετά τον μήνα Οκτώβριο (Πασπάτης 2002). Κάλλιστα θα μπορούσαν να είχαν μετρηθεί και οι φυσικές παράμετροι (ph, αλατότητα, θερμοκρασία, κ.ά.) σ αυτές τις θαλάσσιες περιοχές, για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων, αλλά την περίοδο που πραγματοποιήθηκαν οι δειγματοληψίες, τα όργανα μετρήσεων ήταν χαλασμένα. Η μελέτη αυτή θα ήταν πιο ολοκληρωμένη, αν η περίοδος δειγματοληψιών ήταν μεγαλύτερη (τουλάχιστον ενός έτους). Ωστόσο, λόγω της αναγκαίας χρήσης μεταφορικού μέσου για την μεταφορά του γρίπου στις περιοχές δειγματοληψίας, η μελέτη έγινε για τρεις μήνες. Και για αυτό τον λόγο στη περιοχή της Σκάλας Καλλονής πραγματοποιήθηκαν λιγότερες δειγματοληψίες. - 67 -

Λόγω του ότι το άνοιγμα του ματιού στον γρίπο ήταν «1,8 εκ.», αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ότι κάποια άτομα ιχθύων μικρού μεγέθους κατάφεραν να ξεφύγουν, κατά τη διάρκεια της σύρσης, από τον γρίπο. Επίσης, μερικά άτομα ιχθύων κατάφεραν να ξεφύγουν είτε πηδώντας πάνω από το γρίπο (κυρίως της οικογένειας Mugilidae), είτε γιατί είχαν θαφτεί κάτω από την άμμο (κυρίως της οικογένειας Gobiidae) κατά τη διάρκεια της σύρσης. Ο γρίπος για να έχει καλύτερη απόδοση και εμείς καλύτερα αποτελέσματα, πρέπει να ριχτεί στη θάλασσα όσο πιο γρήγορα και αθόρυβα γίνετε, ώστε να μην προλάβουν τα ψάρια να τραπούν σε φυγή. Επίσης ο γρίπος πρέπει να ελέγχεται κατά την διάρκεια της σύρσης, ώστε να μην βρει ή ανασηκωθεί σε κάποια πέτρα με σκοπό να γλιτώσουμε την οποιαδήποτε ζημιά στο εργαλείο ή οποιαδήποτε διαφυγή ψαριών. Από τις κατανομές της βιομάζας δεν μπορούν να βγουν σαφή συμπεράσματα, διότι η δειγματοληπτική περίοδος είχε μικρή χρονική διάρκεια και έτσι η μεταβολές στον δείκτη ευρωστίας* για κάθε είδος δεν μπορούσαν να εκτιμηθούν. Αυτό οφείλεται στο ότι μερικά είδη συλλέχτηκαν μόνο μια φορά στα δείγματα, ενώ άλλα είδη είχαν μικρή αφθονία ατόμων. * Δείκτης ευρωστίας = Σωματικό Βάρος / (σταθερό μήκος σώματος) 3. Στα νεαρά άτομα που παρουσιάζουν ταχεία αύξηση του μήκους σε σχέση με το βάρος, ο Δείκτης ευρωστίας είναι μικρός, ενώ στα μεγαλύτερα άτομα στα οποία αυξάνει το σωματικό βάρος ο Δείκτης είναι μεγάλος. - 68 -

5. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Bray R. J., & Curtis J. T., 1957. An ordination of the unplant forest communities of southern Wisconsin. Ecological Monography, vol. 27, p. 325 349. Castro P. & Huber M. E., 1999. Θαλάσσια Βιολογία, Εκδόσεις University Studio Press. Θεσσαλονίκη 1999 Clarke K. R., Warwick M. R., 1994. Change in marine communities: an approach to statistical analysis and interpretation. Natural Environment Research Council, UK. Cone, R. C.; 1989: The need to reconsider the use of condition indices in fishery science. Trans. Am. Fish. Soc. Field J. G., Clarke K. R., Warwick R. M., 1982. A practical strategy for analysing multispecies distribution patterns. Marine Ecology Programme series, vol. 8, p. 37 52. Fisher, W., M.L. Bauchot & M. Schneider, 1987. Fiches FAO d intentification des especes pour les besoins de la peche. Mediterranee et Mer Noire, Zone de peche 37, Vol. 1: Vegetaux et Invertebres. FAO, Rome. Zenetos A., Christianitis S., Pancucci M. A. Simboura N., Tziavos C., 1997. Oceanologic study of an open coastal area in the Ionian Sea with emphasis on its benthic fauna and some zoogeographical remarks. Ocean Acta, vol. 20, no. 2, p. 437-451. Krebs, Charles J., 1999: Ecological methodology. University of British Columbia. 2 nd ed. Novak I. D., Soulakellis N., 2000. Identifying geomorphic features using LANDSAT- 5/TM data processing techniques on Lesvos, Greece. Geomorphology, vol. 34, issues 1-2, pp 101 109. Pielou, E.C., 1969.The Measurement Of Diversity In Different Types Of Biological Collections. J.Theor.Biol., vol. 12, no. 1, p. 31-44. Shannon C. E. & Weaver W., 1963. The mathematical Theory Of Communication. Urbana Press, Illinois, 117p. - 69 -

Simboura N., Zenetos A., 2002. Benthic indicators to use in ecological quality classification of Mediterranean soft bottom marine ecosystems, including a new biotic index. Mediterranean Marine Science, vol. 3/2, p. 77 111. Tesch, F. W., 1971: Age and growth. In: Methods for assessment of fish production in fresh waters. W. E. Ricker (Ed). Blackwell Scientific Publications, Oxford. Tosunoğlu Z., 2001. Experiments on the Cod-end Selectivity of Beach Seine Nets on the Turkish Coast of the Aegean Sea. Turkish 2001 Αντωνιάδου Χ., 2003. Δομή των συνευρέσεων του σκληρού υποστρώματος της κατώτερης υποπαραλιακής ζώνης στο βόρειο Αιγαίο. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Σχολή Θετικών Επιστημών, Τμήμα Βιολογίας, Τομέας Ζωολογίας, Θεσσαλονίκη. Βασιλειάδου Κ., 2004. Μακροβενθικές κοινότητες σκληρού υποστρώματος της παραλιακής ζώνης στο Στενό της Μυτιλήνης. Διπλωματική εργασία. Καλαντζή Α., 2004. Μεγαβενθικές κοινότητες σκληρού υποστρώματος της παραλιακής ζώνης στο Στενό της Μυτιλήνης. Διπλωματική εργασία. Κασπίρης Φ.Π., 2000. Τα ψάρια της Ελλάδος (Κλείδες προσδιορισμού). Πάτρα 2000 Κατσικάτσος Γ., Ματαράγκας Δ., Μίγκιρος Γ., Τριανταφύλλης Ε. Γεωλογική μελέτη της νήσου Λέσβου. Σελ. 171 172. Κατσίκης Β., Θεοχάρης Α., 1983. Τεχνική Έκθεση, Ωκεανογραφική μελέτη Στενού Μυτιλήνης & Οικολογική μελέτη Κόλπου Γέρας. Κιλίντζη Σ., Κουκούλας Π., Χατζηγεωργίου Γ., 2003. Εκτίμηση της βιοποικιλότητας των θαλασσίων οικοσυστημάτων με την χρήση μη παραμετρικών τεχνικών. Κούκδα Ε., 2003. Δομή και δυναμική της ταξοκοινωνίας των Μαλακίων στον κόλπο Καλλονής Λέσβου (Β. Α. Αιγαίο). Διπλωματική εργασία. Κουτσούμπας Δ., 2003. Βενθικά οικοσυστήματα (σημειώσεις). Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Επιστήμης Της Θάλασσας, Μυτιλήνη Μάιος 2003-70 -

Μέξα Α., 2002. Διαχείριση παράκτιας ζώνης (σημειώσεις). Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Επιστήμης Της Θάλασσας Παπαναστασίου Π.Δ., 1987. Αλιεύματα, Εκδόσεις «ΙΩΝ» Πασπάτης Μ., 2002. Εργαστηριακές ασκήσεις ιχθυολογίας. Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Επιστήμης Της Θάλασσας, Μυτιλήνη Φεβρουάριος 2002, 7-9 Σελ Χώτος Γ., Ρογδάκης Ι., 1992: Υδατοκαλλιέργειες Ευρύαλων Ειδών. Λαβράκι & Τσιπούρα Τεχνικές της αναπαραγωγής και πάχυνσης. Εκδόσεις «ΙΩΝ» ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΣΤΟ INTERNET www.fishbase.org http://www.sciencedirect.com http://www.marine.csiro.au http://www.cephbase.utmb.edu/ http://wos.ekt.gr/ciw.cgi http://www.photomax.org.uk/library/galleryma.html http://www.sportesport.it/cephalopods03.htm - 71 -

6. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ 6.1. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι : Φωτογραφική απεικόνιση του τρόπου δειγματοληψίας 1 ο Στάδιο: Άπλωμα του γρίπου - 72 -

2 ο Στάδιο: Σύρση & μάζεμα του γρίπου - 73 -

6.2. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ : Φωτογραφική απεικόνιση των τοποθεσιών δειγματοληψίας Υποβρύχιες φωτογραφίες από την τοποθεσία Βαρειά - 74 -

Φωτογραφίες από την παραλία της τοποθεσίας Βαρειά - 75 -

Υποβρύχιες φωτογραφίες από την τοποθεσία Κράτηγος - 76 -

Φωτογραφίες από την παραλία της τοποθεσίας Κράτηγος Υποβρύχιες φωτογραφίες από την τοποθεσία Σκάλα Καλλονής - 77 -

Φωτογραφίες από την παραλία της τοποθεσίας Σκάλα Καλλονής - 78 -