Γένεση και ανάπτυξη του εργατισµού: Quaderni Rossi («Κόκκινα Τετράδια») Γένεση του εργατισµού Ο εργατισµός (operaismo) είναι ένα πολιτικό κίνηµα που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε τις δεκαετίες του 40 και του 50 στις Ηνωµένες Πολιτείες. Ωστόσο, στην Ιταλία απέκτησε σάρκα και οστά στις αρχές της δεκαετίας του 60 µε τη συνεργασία της οµάδας εργασίας του Ινστιτούτου Ροντόλφο Μοράντι 1 (που δραστηριοποιείτο σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο) και ορισµένων µελών του Τεχνικού Επιµελητηρίου του Τορίνο. Από αυτή τη συνεργασία προέκυψε ένα περιοδικό ανάλυσης και παρέµβασης, τα Κόκκινα Τετράδια. Εκδόθηκαν συνολικά έξι τεύχη και δύο τόµοι. Πρόκειται για τα Γράµµατα και τις Σηµειώσεις των «Τετραδίων». Πρόθεση των εργατιστών ήταν να τεθεί εκ νέου η εργατική τάξη στο επίκεντρο της ανάλυσης -εξ ου και το όνοµα εργατισµός- και να αναλυθεί η κατάσταση και η ταξική της συνείδηση µέσα στις τότε συνθήκες (αρχές της δεκαετίας του 60). Οι συγγραφείς αποδύθηκαν σε αυτό το εγχείρηµα απαλλαγµένοι, κατά το δυνατόν, από την παρέµβαση των καθιερωµένων πολιτικών κοµµάτων, από τα οποία προέρχονταν πολλοί από αυτούς και στο εσωτερικό των οποίων ορισµένοι συνέχιζαν να δραστηριοποιούνται τόσο κατά τη διάρκεια όσο και µετά την εµπειρία των Κόκκινων Τετραδίων. Μέσω της συνεργασίας τους µε συνδικαλιστικά στελέχη συγκέντρωσαν υλικό προς ανάλυση και έρευνα προκειµένου να µετουσιωθεί σε άµεση δράση µέσα στην εργατική τάξη. Η πρόθεση δηµιουργίας ενός πυρήνα ανθρώπων µέσα στο εργοστάσιο εκ µέρους του Ινστιτούτου Ροντόλφο Μοράντι το οδήγησε στη στενή συνεργασία του µε συνδικαλιστικές οργανώσεις (κυρίως την CGIL 2 ). Η επιλογή αυτή οφείλετο ειδικότερα στη σχέση µεταξύ µαρξιστών διανοουµένων και του Κοµµουνιστικού Κόµµατος Ιταλίας (PCI), το οποίο είχε προ πολλού πάψει να υπερασπίζεται την εργατική τάξη, έχοντας αναθέσει αυτό το ανεπιθύµητο έργο στο µεγαλύτερο συνδικάτο της Ι- ταλίας. Οι εργατιστές, ενώ επέκριναν δριµύτατα τα καθιερωµένα κόµµατα κατηγορώντας τα ότι περιορίζονται στο να δίνουν µόνο κοινοβουλευτικές µάχες χωρίς να ενδιαφέρονται για τις συνθήκες που επικρατούν µέσα στην ίδια την εργατική τάξη, ωστόσο δεν κατάφεραν εξαιτίας των διαφορετικών µεταξύ τους απόψεων- να προσδώσουν µια συµβατική µορφή σ αυτόν τον επικριτικό λόγο. Έτσι, θεµελιώδη πολιτικά ζητήµατα παρέµειναν άλυτα και αφέθηκαν στην πρω- 1 Ο Rodolfo Morandi (1902-1955), ηγέτης του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόµµατος (ISP). Συµµετείχε στην Αντίσταση, διετέλεσε γενικός γραµµατέας (1945-6) και αναπληρωτής γενικός γραµµατέας (από το 1949) του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόµµατος. Έγινε γερουσιαστής το 1948. Έγραψε βιβλία πάνω στην οικονοµική ιστορία και τα προβλήµατα του εργατικού κινήµατος. [Πηγή: The Great Soviet Encyclopedia] (Σ.τ.Μ.) 2 Ιταλική Γενική Συνοµοσπονδία Εργασίας. Συνδεόταν κατά παράδοση µε το Κοµµουνιστικό Κόµµα Ιταλίας. (Σ.τ.Μ.) 1
τοβουλία της ίδιας της εργατικής τάξης. Τέτοια ζητήµατα αφορούσαν την επαναστατική οργάνωση, τον κοινοβουλευτισµό, τη σοσιαλδηµοκρατία και τον προλεταριακό διεθνισµό Η ιδέα που ενοποιούσε όλους τους εργατιστές (operaisti) ήταν ότι πρέπει να διατυπωθεί µια γραµµή θεωρίας και δράσης για την ιταλική εργατική τάξη εκκινώντας από τις συνθήκες διαβίωσής εκείνης της εποχής. Αυτό ήταν κάτι πολύ χρήσιµο για την περιγραφή κάποιων τάσεων που εξακολουθούν να ισχύουν και σήµερα για το ιταλικό προλεταριάτο, όµως εµπόδιζε µια ευρύτερη άποψη των πραγµάτων, απολυτοποιώντας, κατά τον τρόπο αυτό, τη µεταπολεµική φάση του καπιταλισµού. Οικονοµικό πλαίσιο Από τις αρχές της δεκαετίας του 60 ο καπιταλισµός στις Ηνωµένες Πολιτείες είχε φθάσει στο απόγειο της µεταπολεµικής φάσης συσσώρευσης (στην Ιταλία αυτό συνέβη µόλις στα τέλη της ίδιας δεκαετίας). Τα υψηλά κέρδη και η πλήρης απασχόληση προοιώνιζαν µια λαµπρή περίοδο για τον καπιταλισµό. Ακόµη και στην Ιταλία στις αρχές της δεκαετίας του 60 το φορντικό σύστηµα 3 ερχόταν στο προσκήνιο. Το σύστηµα αυτό εβασίζετο στη σταδιακή αυτοµατοποίηση της βιοµηχανικής εργασίας και στην επακόλουθη αποειδίκευση του βιοµηχανικού εργάτη (γέννηση του «µαζικού εργάτη» 4, δηλαδή του ανειδίκευτου εργάτη που εργάζεται στην αλυσίδα συναρµολόγησης), ο οποίος ωστόσο εστερείτο πολλών κοινωνικών εχεγγύων τα οποία απολάµβαναν οι συνάδελφοί του στις αγγλοσαξωνικές χώρες. Αυτή η ανωµαλία οδήγησε σε µια ιδιαιτερότητα στην ιταλική περίπτωση: τη δυνατότητα ενός ευρέως φάσµατος παραχωρήσεων προς τους εργάτες από το κεφάλαιο, υπό την προϋπόθεση ότι θα βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των συνδικάτων και θα εφαρµόζετο µια κεϋνσιανή πολιτική αλά ιταλικά (πολύ µεγάλη κρατική παρέµβαση στην οικονοµία). Τα µέτρα αυτά ήταν διαφό- 3 Φορντισµός είναι το παραγωγικό σύστηµα που στηρίζεται στην οργάνωση του καταµερισµού εργασίας µε βάση την αλυσίδα παραγωγής και την εκτεταµένη χρησιµοποίηση όλο και λιγότερο ειδικευµένης εργατικής δύναµης, µε στόχο τη ραγδαία άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας και την παραγωγή µεγάλου όγκου φθηνών εµπορευµάτων που προορίζονται για µαζική λαϊκή κατανάλωση. Αυτό το οικονοµικό µοντέλο κυριάρχησε στις προηγµένες καπιταλιστικές χώρες από τις αρχές του 20ού αιώνα έως τη δεκαετία του 70 και συνδυάστηκε µε κεϋνσιανές οικονοµικές πολιτικές. (Σ.τ.Μ.) 4 Ο «εργάτης-µάζα» είναι ένας όρος που διατυπώθηκε τη δεκαετία του 60 από τους θεωρητικούς της ιταλικής «εργατικής αυτονοµίας». Σύµφωνα µε αυτούς, από τη δεκαετία του 20 εµφανίζεται ένας νέος τύπος εργάτη, ο οποίος, λόγω του ειδικού συστήµατος οργάνωσης της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, είναι υποχρεωµένος να εκτελεί µια µηχανική, επαναληπτική, κατατεµαχισµένη και στοιχειώδη εργασία, µε αποτέλεσµα να υποβιβάζεται σε εξάρτηµα της µηχανής µέσα στο σύγχρονο εργοστάσιο. Έτσι, ο «εργάτης-µάζα» είναι ο τύπος εργάτη που αντιστοιχεί στο φορντικό παραγωγικό µοντέλο, που βασίζεται στην εφαρµογή της αλυσίδας παραγωγής µέσα σε µεγάλες παραγωγικές µονάδες και στην ευρύτατη χρησιµοποίηση εργασίας που απαιτεί όλο και λιγότερες ειδικές γνώσεις. (Σ.τ.Μ.) 2
ρων ειδών: µισθολογικές αυξήσεις, κοινωνικές υπηρεσίες (παιδεία, υγεία, συντάξεις), προστασία από τις αυθαιρεσίες µεµονωµένων επιχειρηµατιών, εγγυη- µένη εργασία και ούτω καθεξής. Τα µέτρα αυτά υποτίθεται ότι θα ενσωµάτωναν τους εργάτες στη διαδικασία µετασχηµατισµού του καπιταλισµού ώστε να µην ανθίστανται σ αυτήν. Η βασική θέση του «υποκειµενισµού» 5 Η ιδιαιτερότητα αυτή οδήγησε τους εργατιστές να πιστεύουν ότι η ιταλική εργατική τάξη δεν ήταν εντελώς «κατευνασµένη», δεδοµένου ότι δεν της είχαν δοθεί ακόµη τα ψίχουλα της νέας ευηµερίας ευηµερίας που -σύµφωνα µε τους εργατιστές της Ιταλίας καθώς και εκείνους της Γερµανίας και των ΗΠΑ- δεν ήταν το αποτέλεσµα ενός καπιταλιστικού οικονοµικού κύκλου, και ως εκ τούτου µια προσωρινή κατάσταση, αλλά µάλλον µια φάση που αποτελούσε το απόγειο του καπιταλισµού. Ο ιταλικός εργατισµός πήρε την ανάλυσή του από αµερικανούς «νεοµαρξιστές» και την προσάρµοσε στην ιταλική περίπτωση. Σύµφωνα µε τους εργατιστές, υπήρχε µια αυθόρµητη αντίσταση των εργατών στην καθιέρωση του φορντικού µοντέλου ανάπτυξης, εφόσον ο ιταλικός καπιταλισµός δεν ήταν ακόµη σε θέση να εξασφαλίσει αµέσως στην εργατική τάξη τα εχέγγυα που θα είχαν τη δυνατότητα να την κατευνάσουν, όπως συνέβη σε άλλες χώρες. Είναι σαφές ότι σύµφωνα µε αυτή τη θεωρία όταν θα έχει ολοκληρωθεί η αναδιοργάνωση του εργοστασίου, η εργατική τάξη αντικειµενικά δεν θα ανταγωνίζεται πλέον το κεφάλαιο, αλλά θα έχει γίνει ένα γρανάζι του συστήµατος. Κατά συνέπεια, θα προκύψει η ανάγκη εξεύρεσης ενός νέου ανταγωνιστικού κοινωνικού υποκειµένου προς το κεφάλαιο. Στις περιπτώσεις όπου θεωρείτο ότι αυτός ο «κατευνασµός» είχε πραγµατοποιηθεί, η εργατική τάξη εγκαταλείφθηκε γενικά ως αντικείµενο πολιτικής αναφοράς: βλέπε τον Μαρκούζε και τη Σχολή της Φρανκφούρτης, που ανεύρισκαν αυτό το νέο υποκείµενο στους φοιτητές και στους λαούς του Τρίτου Κόσµου ή τους αµερικανούς «νεοµαρξιστές» Μπάραν και Σουίζι, οι οποίοι προσδιορίζουν τους κοινωνικώς περιθωριοποιηµένους ως το νέο ανταγωνιστικό προς το κεφάλαιο κοινωνικό υποκείµενο. Είναι προφανές ότι οι θέσεις αυτές σχετικά µε τις αιτίες του ανταγωνισµού ανά- µεσα στον κόσµο της εργασίας και στο κεφάλαιο βασίζονται σε διαφορετικές εκτιµήσεις από αυτές του επαναστατικού µαρξισµού. Η θέση των εργατιστών είναι ότι η εργατική τάξη ανταγωνίζεται το κεφάλαιο, επειδή δεν έχει λάβει ακόµη τα κοινωνικά εχέγγυα που παρέχει το φορντικό σύστηµα. Η θέση αυτή δεν έχει καµία σχέση µε τη θέση του Μαρξ σύµφωνα µε την ο- ποία η εργατική τάξη είναι αντικειµενικά ανταγωνιστική προς τον καπιταλισµό διότι µέσω της εκµετάλλευσης αποσπάται υπεραξία (η οποία είναι η πηγή του κέρδους και της επακόλουθης διαδικασίας αξιοποίησης του κεφαλαίου). Η σύ- 5 Subjectivism (αγγλικά). (Σ.τ.Μ.) 3
γκρουση δηµιουργείται από το γεγονός ότι το κεφάλαιο, προκειµένου να αυξήσει τα κέρδη του, αναγκάζεται να αποσπά όλο και µεγαλύτερα ποσά υπεραξίας (απλήρωτη εργασία ή υπερεργασία) από τους εργαζόµενους δια της µείωσης του αναγκαίου χρόνου εργασίας (που αντιστοιχεί στον εργάσιµο χρόνο για τον οποίο στην ουσία πληρώνεται ο εργάτης), µε την αύξηση της παραγωγικότητας (κάνοντας τους εργάτες να παράγουν περισσότερο µε την ίδια αµοιβή), είτε µε την επιµήκυνση της εργάσιµης ηµέρας. Το σχέδιο του κεφαλαίου Όλη αυτή η έµφαση στο ανταγωνιστικό προς το κεφάλαιο υποκείµενο οφείλεται στην ιδέα -η οποία είναι θεωρητικώς πρωτίστης σηµασίας για αυτή την ιδεολογία, σύµφωνα µε τα όσα έχουν αναφερθεί- ότι ο καπιταλισµός έχει καταφέρει να ξεπεράσει τις αντιφάσεις του που απορρέουν από ενδοκαπιταλιστικές διαµάχες, δηλαδή έχει ξεπεράσει την αναρχία που κάποτε τον διέκρινε µε το να καταστεί κοινωνικός. Με τον τρόπο αυτό κάθε καπιταλιστής δεν σκέφτεται πια για λογαριασµό του αλλά για τα συµφέροντα ολόκληρου του κεφαλαίου, εξαλείφοντας έτσι την αιτία των κυκλικών κρίσεών του καπιταλισµού: την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Αυτή η θέση ορίζεται ως «σχέδιο του κεφαλαίου». Σύµφωνα µε τους εργατιστές, ο καπιταλισµός είναι σε θέση να υιοθετήσει έναν παγκόσµιο σχεδιασµό και κατά συνέπεια να εξαλείψει όλες τις αντιφάσεις που οφείλονται στην αναρχία της αγοράς. Για τους εργατιστές, εφόσον το κεφάλαιο δεν αντιµετωπίζει πια διαρθρωτικές κρίσεις εξαιτίας των αντικειµενικών οικονοµικών του αντιφάσεων, µια ενδεχόµενη κρίση µπορεί να οφείλεται µόνο σε υποκειµενικούς λόγους και κατά µείζονα λόγο στην εναντίωση που προέρχεται από την αυθόρµητη αντικαπιταλιστική υποκειµενικότητα. Εφεξής κρίσεις και µετασχηµατισµοί στην παραγωγή (αναδιαρθρώσεις, µετεγκαταστάσεις κτλ.) θα αποτελούν συνέπεια της µαχητικής διάθεσης που µπορεί να εκδηλώσει η εργατική τάξη. Το κεφάλαιο δεν θα πραγµατοποιεί πλέον αλλαγές στον παραγωγικό µηχανισµό του λόγω της αναγκαιότητας αξιοποίησης του κεφαλαίου και προκειµένου να περιοριστούν οι ενδογενείς αιτίες της συνεχιζόµενης κρίσης, αλλά για να περιορίσει και να ανακόψει τον αγώνα της εργατικής τάξης. Έτσι οι µετεγκαταστάσεις εργοστασίων στη Νοτιοανατολική Ασία δεν πραγµατοποιήθηκαν για να αυξηθεί µαζικά το ποσό της αποσπώµενης υπεραξίας από το προλεταριάτο, αλλά αποσκοπούσε στη διαίρεση του αγωνιζόµενου προλεταριάτου στη ύση. Πού βρίσκεται όµως αυτό το µαχόµενο προλεταριάτο; Θα ήταν αρκετό να ε- ξετάσει κανείς την παρούσα κατάσταση για να αντιληφθεί πόσο εσφαλµένες είναι οι εν λόγω θεωρίες. Όσο κι αν οι µεγάλες επιχειρήσεις προσπαθούν να σχεδιάσουν -και αυτό αποτελεί σταθερή τους πρόθεση- ο σχεδιασµός είναι αδύνατος σε ένα ανταγωνιστικό οικονοµικό σύστηµα. Απόδειξη δε αυτού είναι η διάλυση του συστήµατος κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο, αφού εξοµαλύνει σε κάποιο βαθµό τις ταξικές αντιθέσεις, ουδέποτε θα 4
είχε καταργηθεί εάν η κατάργησή του δεν αποτελούσε αντικειµενική αναγκαιότητα του συστήµατος εξαιτίας επιπλέον και της κρίσης που ξέσπασε το 2007. Η κρίση αυτή είναι µια δοµική κρίση που προέρχεται από τα σπλάχνα του καπιταλισµού, από τις εσωτερικές αντιφάσεις του, και η οποία δεν υπάρχει περίπτωση να επιλυθεί µε άλλο τρόπο παρά µόνο µε το ξεπέρασµα του ίδιου του καπιταλισµού. Οπωσδήποτε πάντως η κρίση αυτή δεν προκλήθηκε από το προλεταριάτο και από τη δράση του υποκειµενικού παράγοντα. Εν ολίγοις, οι εργατιστές ουσιαστικά οδηγούνται σε µια πλήρη ανατροπή της υλιστικής θεώρησης της κοινωνίας και της ιστορίας. εν είναι πλέον η αντικει- µενική οικονοµική δοµή µε την αντιφατική κίνησή της αυτή η οποία καθορίζει την υποκειµενική δράση και η οποία, µε τη σειρά της, έχει τη δυνατότητα να αλλάξει την πραγµατικότητα εάν στραφεί προς µια επαναστατική κατεύθυνση. Αντιθέτως, η υποκειµενική κίνηση είναι αυτή που καθορίζει την κίνηση της οικονοµίας. Η συλλογιστική αυτή η οποία απολυτοποιεί µια συγκεκριµένη φάση της οικονοµικής ανάπτυξης του καπιταλισµού- υποθέτει ότι ο καπιταλισµός έχει επιλύσει τις αντιφάσεις του και δηµιουργεί τις προϋποθέσεις για µια εναλλακτική πολιτική στρατηγική. εν υπάρχει πλέον πάλη των τάξεων επειδή η αντικει- µενικά ανταγωνιστική τάξη δεν είναι πια ανταγωνιστική. Πολύ δε περισσότερο δεν υπάρχει πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας αντίθετα, η εργατική τάξη απαιτεί όλο και περισσότερα κοινωνικά εχέγγυα (δικαιώµατα, κοινωνικές υπηρεσίες, κατώτατο µισθό κτλ.). Αυτό υλοποιείται µέσω της δηµιουργίας µιας α- ντιτιθέµενης δύναµης απέναντι στην εξουσία του κεφαλαίου. Αυτή η «αντισταθµιστική δύναµη» µπορεί να διευρύνει τα περιθώρια παρέµβασης της εργατικής τάξης εντός του καπιταλισµού και η οποία µε τη σειρά της θα της επιτρέψει να συµµετάσχει στη διαχείριση του πλούτου, δηλαδή στη συνδιαχείριση του καπιταλισµού, προκειµένου να πραγµατοποιηθεί µια αναδιανοµή των κερδών για επωφελείς κοινωνικούς σκοπούς. Κατά συνέπεια, οι εργατιστές αντί για µια επαναστατική θεωρία προτείνουν µια µόνιµη ριζική µεταρρύθµιση, η οποία δεν λαµβάνει καν υπόψη της τις φάσεις της οπισθοδρόµησης του αγώνα. Αλλά στην πραγµατικότητα η πάλη για διεκδικήσεις στέφεται µε επιτυχία µόνο σε περιόδους οικονοµικής ανάπτυξης, όταν η εργοδοσία πρέπει να κάνει παραχωρήσεις. Όµως, από τη στιγµή που τα αφεντικά δεν έχουν άλλα ψίχουλα να προσφέρουν -εξαιτίας της κρίσης των κερδών ο αγώνας ηττάται και λόγω των διαψεύσεων του κινήµατος η εργατική τάξη υποχωρεί. (συνεχίζεται) JB (RM) Το άρθρο προέρχεται από το περιοδικό Amici di Spartaco No 21 Μεταφράστηκε από τα αγγλικά : http://www.leftcom.org 5