Ferguson, Yale H. & Richard W. Mansbach, Η αναζήτηση της ουτοπίας: Θεωρία και διεθνής πολιτική, µτφρ. Π.Γ. Κριµπάς, επιστηµονική επιµέλεια Ιωάννης Θ. Μάζης, Αθήνα: Παπαζήσης/GeoLab, 2009, 543 σ. Ιωάννης Κωτούλας Ιστορικός, M.Phil. Το έργο Η αναζήτηση της ουτοπίας: Θεωρία και διεθνής πολιτική (The Elusive Quest: Theory and International Politics, 1988) αποτελεί ένα από τα βασικότερα έργα θεωρίας των διεθνών σχέσεων και ταυτοχρόνως κείµενο αντιπροσωπευτικό της σχολής του νεοθετικισµού, στην οποία ανήκουν οι δύο συγγραφείς του, δύο από τους επιφανέστερους Αµερικανούς διεθνολόγους. Ο Yale H. Ferguson, ιευθυντής του Κέντρου Παγκόσµιας Αλλαγής και ιακυβέρνησης, είναι σήµερα Καθηγητής II Πολιτικής Επιστήµης στο Πανεπιστήµιο Rutgers. Ο Richard W. Mansbach είναι Καθηγητής στο Τµήµα Πολιτικής Επιστήµης του Πανεπιστηµίου της Πολιτείας της Iowa. Οι δύο διεθνολόγοι έχουν συγγράψει µαζί, εκτός από το παρόν, τα εξής έργα: The Web of World Politics: Nonstate Actors in the Global System (από κοινού µε τον D.E. Lampert) (1976), The State, Conceptual Chaos, and the Future of International Relations Theory (1989), Polities: Authority, Identity, and Change (1996) και The Elusive Quest Continues: Theory and Global Politics (2003). Το έργο των Ferguson και Mansbach συνιστά µία επαρκώς συγκροτηµένη µεθοδολογική προσέγγιση στο θέµα της επιστηµολογικής προσέγγισης των διεθνών σχέσεων και ταυτόχρονα ένα έργο σε σχέση µε τις συµβατικές αναγνώσεις των διεθνών σχέσεων, οι οποίες συχνά χαρακτηρίζονται από την έλλειψη επαρκούς θεωρητικής θεµελίωσης. Το έργο Η αναζήτηση της ουτοπίας έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Παπαζήση, οι οποίες έχουν καθιερώσει µία ιδιαίτερα αξιόλογη σειρά για τις ιεθνείς Σχέσεις, µοναδική για τα ελληνικά βιβλιογραφικά δεδοµένα. Η σειρά, η οποία φέρει τον τίτλο Βιβλιοθήκη Εργαστηρίου Γεωπολιτισµικών Αναλύσεων, εκδίδεται εδώ και πολλά έτη και έχει φθάσει ήδη τους 22 τόµους. Γενικός υπεύθυνος της σειράς, αρµόδιος για την επιστηµονική επιµέλεια των τίτλων και την επιλογή τους είναι ο Καθηγητής Ιωάννης Θ. Μάζης, Καθηγητής Οικονοµικής Γεωγραφίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών, στο Τµήµα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών και διευθυντής του GeoLab, του Εργαστηρίου Γεωπολιτισµικών Αναλύσεων. Η µετάφραση του έργου έγινε από τον Παναγιώτη Κριµπά, Λέκτορα Εξειδικευµένης Ορολογίας και Μετάφρασης στο ηµοκρίτειο Πανεπιστήµιο Θράκης µε πλούσιο
συγγραφικό έργο. Η µετάφραση διακρίνεται για την αρτιότητά της, την άριστη χρήση της ελληνικής και την επιµεληµένη απόδοση ιδιαίτερα σύνθετων και δύσκολων να µεταφερθούν στην ελληνική όρων. Στον Πρόλογό του (σ. 11-25) ο Μάζης επισηµαίνει τα µεθοδολογικά και εννοιολογικά προβλήµατα, τα οποία αναφύονται στον επιστηµονικό κλάδο των ιεθνών Σχέσεων είτε λόγω έλλειψης σχετικής θεωρητικής κατάρτισης των είτε λόγω εγγενών ερµηνευτικών αδυναµιών σε ορισµένες µεθοδολογικές προσεγγίσεις. Αξιοποιώντας τις επιστηµολογικές αρχές του Imre Lakatos και του Karl Popper περί των χαρακτηριστικών της επιστήµης, ο Μάζης προσφέρει στον Πρόλογό του ένα µεστό, κατατοπιστικό κείµενο, το οποίο είναι δυνατόν να χρησιµεύσει τόσο ως αφετηρία αποσαφήνισης των σχετικών εννοιών όσο και ως εισαγωγή στη µεθοδολογία των διεθνών σχέσεων. Ιδίως η ανάλυση της έννοιας της Θεωρίας (σ. 18 κ.ε.) σε συνδυασµό µε την παράθεση των απόψεων της επιστηµονιστικής (scientific) σχολής των διεθνών σχέσεων και των αντίστοιχων θέσεων της παραδοσιακής σχολής, χρησιµεύει στην επισήµανση των δοµικών αδυναµιών των διεθνολογικών αφηγήσεων, όσο οι τελευταίες παραµένουν παγιδευµένες σε αποκρυσταλλωµένες ερµηνευτικές δοµές, αντί να συντελούν στην εξεύρεση ενός κοινά αποδεκτού Παραδείγµατος. Στον δικό του Πρόλογό (σ. 27-41) ο µεταφραστής Παναγιώτης Κριµπάς διευκρινίζει µε ενάργεια τα ιδιαίτερα θέµατα και προβλήµατα. Επαινετέα είναι η αναφορά του σε συγκεκριµένα προβλήµατα απόδοσης, η οποία καταδεικνύει τόσο την ευρυµάθειά του όσο και την επιµέλεια στην προσέγγιση βασικών εννοιών και όρων. Τα γλωσσικά µεταφραστικά ζητήµατα, τα οποία θίγει ο Κριµπάς, χρησιµεύουν στην διευκρίνιση της µεταφραστικής πρακτικής, αλλά και του επιστηµολογικού έθους που υιοθετείται στον παρόντα τόµο. Οι Ferguson και Mansbach εξετάζουν την κουνιανή και ποπεριανή εκδοχή περί επιστηµονικής προόδου, προσδιορίζοντας τα επιµέρους χαρακτηριστικά ιδίως της κουνιανής εκδοχής. Το κουνιανό παράδειγµα, οπωσδήποτε, υπήρξε αφετηρία δηµιουργικών προβληµατισµών για την ίδια την έννοια της επιστήµης και του σώµατος της γνώσης, ωστόσο η εφαρµογή του στον κλάδο των διεθνών σχέσεων δεν στέφθηκε µε επιτυχία, όπως επισηµαίνουν οι δύο διεθνολόγοι. Αν η επιστηµονική γνώση των διεθνών σχέσεων αντιµετωπιστεί, σύµφωνα µε το κουνιανό µεθοδολογικό υπόδειγµα, ως µία απλή αλληλοδιαδοχή από αυτοεπικυρούµενες οπτικές, τότε µειώνεται η αξία των επιµέρους προσεγγίσεων, οι οποίες αντιµετωπίζονται ως απλές και συχνά αντιτιθέµενες - διαφοροποιήσεις, αυτόνοµα ερµηνευτικά µοντέλα αυτοαναφορικής ενίοτε υφής. Όµως το κουνιανό πρότυπο αποτέλεσε καθ εαυτό τόσο ένα όριο επικριτικής θέασης της παρελθούσης
θεωρητικής προσέγγισης όσο και ένα σηµείο ιδεολογικής αφετηρίας των νέων επιστηµόνων. Το κουνιανό ερµηνευτικό πλαίσιο έγινε αποδεκτό ως ιδιαίτερης σηµασίας τοµή, καθώς προσέφερε στους θεωρητικούς των διεθνών σχέσεων µία σειρά δοµικών πλεονεκτηµάτων: α) τους παρείχε έναν συνεκτικό µηχανισµό, ένα ενοποιητικό πλαίσιο αναφοράς, µέσω του οποίου οι θεωρητικοί των διεθνών σχέσεων ήσαν πλέον σε θέση να πιστοποιήσουν την πρόοδο του επιστηµονικού τους αντικειµένου, υπερβαίνοντας την κατάτµηση του αντικειµένου που είχε επιφέρει η θεωρητική υποδιαίρεση σε σχολές σκέψης, β) αναβάθµιζε τον κλάδο των διεθνών σχέσεων από το επίπεδο της θεωρητικολογίας σε αυτό της αµιγούς επιστήµης και συνέβαλλε στην τελική εξίσωσή του µε το πεδίο των φυσικών επιστηµών και γ) αναιρούσε την αταξία και τη σύγχυση της ετερογένειας των αντιτιθέµενων ερµηνειών και προσέφερε στον κλάδο των διεθνών σχέσεων µία εσωτερική ενότητα και κυρίως µία θεωρία, η οποία θα χρησίµευε ως οδηγός για τα µελλοντικά ερµηνευτικά εγχειρήµατα. Η διαδικασία της σώρευσης της γνώσης, όπως προσδιορίζεται στο κουνιανό υπόδειγµα, η διαφορετική πρόσληψη της θεµελιώδους έννοιας του παραδείγµατος, αποτελούν κατά τους Ferguson και Mansbach ορισµένες από τις αιτίες των δυσκολιών, τις οποίες αντιµετωπίζει η επιστηµονική έρευνα µετά την προσοικείωση του έργου του Kuhn. Το έργο των Ferguson και Mansbach δεν περιορίζεται στην εξέταση των επιστηµολογικών ζητηµάτων της Θεωρίας, αλλά θεµελιώνει και σε ιστορικό εµπειρικό επίπεδο το πλαίσιο της ανωτέρω θεωρητικής πρόσληψης των διεθνών σχέσεων, το οποίο καταθέτει, µε µία αναλυτική εξέταση των ιστορικών δεδοµένων, εκκινώντας από την εποχή του Μεσαίωνα, την ανάδυση των τοπικών φεουδαρχικών εξουσιών, η οποία ακολούθησε την κατάρρευση της υτικής Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας. Από την ιστορική αυτή εξέταση προκύπτει ως εύλογο το συµπέρασµα ότι η εκάστοτε κρατούσα θεωρία στις διεθνείς σχέσεις δεν είναι παρά ένα επιφαινόµενο της κανονιστικής διάθεσης της συγκεκριµένης εποχής. Η συνάφεια, εποµένως, της θεωρίας των διεθνών σχέσεων όχι τόσο µε ένα υφιστάµενο σώµα γνώσης, αλλά µε την έννοια της ιδεολογίας, καταδεικνύεται ως ιδιαίτερης σηµασίας σχέση σε ένα σχήµα αιτιακής υφής. Οι ίδιες οι έννοιες του ρεαλισµού και του ιδεαλισµού στις διεθνείς σχέσεις δεν συνιστούν κατά τους συγγραφείς αµιγείς θεωρίες επιστηµονικής ποιότητας, αλλά απλώς οπτικές κανονιστικής υφής, εργαλεία παρατήρησης και ερµηνείας του πλέγµατος των διεθνών σχέσεων, εν γένει «λογικά άκρα ιδανικών τύπων» (173). Η ασάφεια των χρησιµοποιούµενων εννοιών στον κλάδο των διεθνών σχέσεων δυσχεραίνει την διατύπωση µίας συνεκτικής θεωρίας. Οι δύο συγγραφείς
επιλέγουν ως παράδειγµα, ώστε να καταδείξουν την ανωτέρω θέση τους, την έννοια του κράτους. Προτάσσοντας δέκα διαφορετικές συλλήψεις της εν λόγω έννοιας, συνεπάγουν την υποκειµενικότητα της έννοιας και τον αιτιακό συσχετισµό της µε το εκάστοτε επικρατούν κανονιστικό πρότυπο. Κατά τους Ferguson και Mansbach το ίδιο το προσδιοριζόµενο ως ορθολογικό υπόδειγµα και η ρεαλιστική σχολή στις διεθνείς σχέσεις (Hans Morgenthau, E.H. Carr, Reinhold Niebuhr, Herman Kahn), η οποία επικράτησε επί µία εικοσαετία περίπου στην ανάγνωση των διακρατικών σχέσεων κατά την άµεση µεταπολεµική περίοδο, δεν είναι απαλλαγµένη από κανονιστικές συνδηλώσεις. Αν, όµως, το ορθολογιστικό υπόδειγµα οφειλόταν στην επίταση της αντιπαράθεσης µε την ΕΣΣ µετά το 1945, η αµφισβήτησή του ανάγεται στην αποδυνάµωση των ΗΠΑ λόγω του πολέµου του Βιετνάµ και των περιφερειακών επιτυχιών του κοµµουνιστικού κόσµου. Η δοµική, δηλαδή, αµφισβήτηση της ορθολογικότητας ως εργαλείου προσέγγισης των διεθνών σχέσεων αντανακλά µε τη σειρά της εκτός από τον συνυπολογισµό νέων παραγόντων, όπως οι οµάδες πολιτών, οι πολυεθνικές εταιρείες και οι µη κυβερνητικές οργανώσεις, ή νέων µεθοδολογικών εργαλείων, όπως η γνωσιακή και η αναπτυξιακή θεωρία - εν µέρει το κλίµα απαισιοδοξίας και αµφισβήτησης που κατέλαβε την αµερικανική κοινωνία σταδιακά ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Η ίδια η αποστασιοποίηση από το τεκµήριο ορθολογικότητας είχε ως συνέπεια τον εµπλουτισµό των προσεγγίσεων µε νέα ποιοτικά δεδοµένα, αλλά και την αδυναµία διατύπωσης µίας ενιαίας θεωρίας των διεθνών σχέσεων. Η αντίθεση ανάµεσα στη ρεαλιστική και την ιδεαλιστική σχολή επαναδιατυπώθηκε σε επίπεδο εννοιών µε την αντιστικτική παραβολή των θεωριών της διεθνούς αναρχίας και της αλληλεξάρτησης. Οι Ferguson και Mansbach επικρίνουν τη ρεαλιστική σχολή ως µία απλή κανονιστική παραλλαγή, καθώς εκλαµβάνει την ισορροπία δυνάµεων ως µία αξιολογικά φορτισµένη έννοια. Ωστόσο, δεν προσυπογράφουν άκριτα την θεωρία της αλληλεξάρτησης και του διεθνούς συστήµατος, αφού καταδεικνύουν την αναποτελεσµατικότητα της τελευταίας τόσο σε επίπεδο ερµηνείας όσο και σε επίπεδο πρόβλεψης. Η θετικιστική/νεοθετικιστική συστηµική προσέγγιση των διεθνών σχέσεων, την οποία υιοθετούν οι Ferguson και Mansbach αποτελεί χρήσιµο σηµείο αφετηρίας για την διατύπωση γόνιµων προβληµατισµών επί της µεθοδολογίας και των κανονιστικών συνδηλώσεων τόσο του ρεαλιστικού/ορθολογιστικού υποδείγµατος όσο και του ιδεαλιστικού/συστηµατικού υποδείγµατος. Η σύγχρονη Συστηµική Γεωπολιτική Ανάλυση, όπως µορφοποιήθηκε περαιτέρω µε βάση τις παρατηρήσεις των Ferguson και Mansbach, αλλά και µε βάση τον δοµικό ρεαλισµό του Kenneth Waltz και τον νεοφουνξιοναλισµό των Robert Keohane και Joseph Nye Jr., και την
οποία ανέπτυξε περαιτέρω στο πολυσχιδές επιστηµονικό έργο του εν Ελλάδι ο Ιωάννης Θ. Μάζης, συνιστά χάρις στην αποστασιοποίησή της από τους κανονιστικούς ισχυρισµούς και τη µεθοδολογική αρτιότητά της, ένα ιδιαίτερα χρήσιµο ερµηνευτικό πλαίσιο για την ουσιαστική ανάπτυξη του κλάδου των διεθνών σχέσεων και στην χώρα µας. Στην Ελλάδα κατά κανόνα η προσέγγιση του επιστηµονικού αυτού κλάδου υποφέρει είτε από µία τυπική ανάγνωση του διπλωµατικού και πολιτικού υπόβαθρου, η οποία συχνά εκπίπτει σε περιπτωσιολογία χωρίς θεωρητικό υπόβαθρο, είτε από µια ηθικολογική εν πολλοίς προσέγγιση χωρίς θεµελίωση σε εµπειρικά δεδοµένα. Η διεθνολογική αφήγηση χρειάζεται τη συνδροµή ενός άρτιου θεωρητικού επιστηµολογικού πλαισίου, το οποίο, οριζόµενο ως υποδειγµατικό σύστηµα κριτικής αναφοράς, θα συµβάλει στην εµπέδωση µίας συστηµατικότητας και µίας συγκροτηµένης επιστηµονικής θεωρίας κατά την ανάλυση των διεθνών σχέσεων. Η έκδοση του παρόντος έργου Η Αναζήτηση της ουτοπίας αποτελεί άκρως απαραίτητη προσθήκη στην ελληνική µεταφρασµένη βιβλιογραφία, ενώ ιδιαίτερα χρήσιµη θα ήταν η έκδοση του βιβλίου των Ferguson και Mansbach, το οποίο επεξέτεινε την προβληµατική του παρόντος τόµου, του έργου The Elusive Quest Continues: Theory and Global Poltics (2003).