Συγκρούσεις/διενέξεις : ρεαλισμός και συγκρούσεις Σύνοψη Εξετάζονται και αναλύονται οι συγκρούσεις/διενέξεις (conflict): το πώς γίνονται αντιληπτές και επιλύονται από τις διαφορετικές σχολές των Διεθνών Σχέσεων, το γιατί δεν τερματίζονται οι διενέξεις/συγκρούσεις και πότε τερματίζονται οι ένοπλες αντιπαραθέσεις (διεθνείς ή εσωτερικές). Εξετάζονται επίσης οι κύριες μέθοδοι ειρηνικής επίλυσης των διενέξεων, οι οποίες διακρίνονται σε δικαστικές και διπλωματικές μεθόδους επίλυσης, και η διαδικασία επίλυσης των διπλωματικών μεθόδων από την τεχνική της πλευρά και από πλευράς ουσίας στην αναζήτηση της ειρηνικής επίλυσης. Στη μελέτη των διεθνών σχέσεων και της διεθνούς πολιτικής οι συγκρούσεις ή διενέξεις (conflict), δηλαδή κάθε μορφή αντιπαράθεσης από τις νομικές διαφορές έως τον πόλεμο, αποτελούν κεντρικά ζητήματα. Για να υπάρχει διένεξη ή σύγκρουση σε διακρατικό, εσωτερικό ή διεθνικό επίπεδο, η οποία δύσκολα επιλύεται ειρηνικά και έχει οδηγήσει, ή μπορεί να οδηγήσει, σε ένοπλη αντιπαράθεση, απαραίτητα είναι τουλάχιστον τα εξής ειδοποιά στοιχεία: (α) η ύπαρξη δύο ή περισσότερων αντιτιθέμενων μερών με αντίστοιχη ηγεσία και οργάνωση, (β) τα μέρη να επιδιώκουν ή να αναζητούν ή να θέλουν να κατέχουν την ίδια αξία, θέση ή ιδιότητα (έδαφος, αξίωμα, επιρροή, κυριαρχία κ.λπ.), (γ) η αξία, θέση ή ιδιότητα αυτή να είναι αδύνατο ή πολύ δύσκολο να διαμοιραστεί μεταξύ των αντίπαλων μερών, δηλαδή εμφανίζεται ως «μηδενικού αθροίσματος» (zero-sum), όπου μπορεί να υπάρξει μόνο «κερδισμένος» και «ηττημένος» ή δύο «χαμένοι» (αν κανείς δεν πετύχει) και όχι δύο κερδισμένοι, (δ) να έχει αναπτυχθεί αμοιβαία καχυποψία, αντιπάθεια, μίσος, φόβος και εχθρότητα. Στη θεωρία των διενέξεων/συγκρούσεων ξεχωρίζουν δύο βασικές τάσεις: αυτή που τονίζει την αντικειμενική διάσταση (το ασυμβίβαστο των αξιών και το εγγενές των διενέξεων) και αυτή που δίνει την κύρια έμφαση στην υποκειμενική πλευρά της διένεξης (στην υποκειμενική αντίληψη της πραγματικότητας, στις εθνικές και διεθνείς εικόνες-αναπαραστάσεις, στην αμοιβαία εχθρότητα και έλλειψη εμπιστοσύνης κ.λπ.). Η πρώτη τάση θεωρεί τις σοβαρές διενέξεις ως εξ ορισμού μηδενικού αθροίσματος, η δεύτερη υποστηρίζει ότι στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχουν περιθώρια για αποτέλεσμα «θετικού αθροίσματος», αφού τα περί μηδενικού αθροίσματος αποτελούν αντίληψη και οι αντιλήψεις αλλάζουν. Στην αντικειμενική άποψη περί σύγκρουσης κινείται ο ρεαλισμός και ο στρουκτουραλισμός, στην υποκειμενική ο πλουραλισμός-φιλελευθερισμός και οι περισσότερες εκφάνσεις του μεταθετικισμού στις Διεθνείς Σχέσεις.
Διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις Η ανάλυση και επίλυση των διαφορών, συγκρούσεων, αντιπαραθέσεων και πολέμων παρουσιάζεται διαφορετική για κάθε σχολή των Διεθνών Σχέσεων. Στον ρεαλισμό αποτελεί κυρίως υποκατηγορία της έρευνας του πολέμου, των διεθνών κρίσεων και της στρατηγικής. Θεωρείται κάτι το δεδομένο και φυσιολογικό στην αναρχική διεθνή κοινωνία. Στον πλουραλισμό αποτελεί ένα από τα κύρια θέματα της έρευνας με κύρια έμφαση στην υποκειμενική διάσταση και στην ειρηνική επίλυση. Στον στρουκτουραλισμό πάλι τονίζεται το στοιχείο της δομής για τη σύγκρουση και δίνεται έμφαση στις ασύμμετρες ενδοκοινωνικές ή παγκόσμιες διενέξεις. Στις αναστοχαστικές θεωρίες και στον κονστρουκτιβισμό αποτελεί μέρος του λόγου τον οποίο διαθέτει κάθε μορφής εξουσίας. Οι διενέξεις και συγκρούσεις εξετάζονται από την οπτική της εκάστοτε αφήγησης, π.χ. στον λόγο του ρεαλισμού ή της γεωπολιτικής υπάρχει η κατασκευή του απειλητικού Άλλου ως κύριου αίτιου της αντιπαράθεσης, στην προσπάθεια ενίσχυσης και εδραίωσης του «εμείς». Ρεαλισμός: επικράτηση από θέση ισχύος Ο ρεαλισμός θεωρεί, όπως είπαμε, τη διεθνή (διακρατική) κοινωνία κατεξοχήν συγκρουσιακή (βλ. Κεφάλαια 1 και 2). Οι διενέξεις που μπορούν να καταλήξουν και σε ένοπλη σύγκρουση οφείλονται σε λόγους που δεν μπορούν να εκλείψουν ποτέ από τη διεθνή κοινωνία στο μέτρο που είναι αναρχική. Μία προσπάθεια συνοπτικής παρουσίασης των κύριων αντικειμενικών αιτίων των συγκρούσεων και πολέμων στις διάφορες τάσεις του ρεαλισμού θα συμπεριλάμβανε μεταξύ άλλων τις εξής: Την επιθετική συμπεριφορά που εκλαμβάνεται ως εγγενής στον άνθρωπο. Την επιθετικότητα των κρατών που οφείλεται στο υπάρχον διεθνές σύστημα, ειδικά αν δεν είναι διπολικό (που θεωρείται πιο σταθερό). Το γεγονός ότι τα κράτη είναι «εγωιστές», έχουν ως στόχο τους την αύξηση των κερδών και οφελών τους σε βάρος των άλλων κρατών. Δεν αρκούνται μόνο στο να κερδίζουν αλλά στο να κερδίζουν συγκριτικά περισσότερο σε σχέση με τους άλλους. Την τάση των κρατών που ως μέλη της αναρχικής διεθνούς (διακρατικής) κοινωνίας έχουν ως ειδοποιό γνώρισμα την αναζήτηση ισχύος στο διεθνές σύστημα και ως προς αυτό δεν έχουν άλλη επιλογή. Τις διαφορές ισχύος και εθνικών συμφερόντων μεταξύ κρατών που καθιστούν τις αρμονικές και φιλικές σχέσεις ανέφικτες και την αμοιβαία αλληλεξάρτηση (αντί της εξάρτησης) αδύνατη. Την υπέρμετρη ισχυροποίηση ενός αντιπάλου που απειλεί την ισχύουσα ισορροπία ισχύος. Το εντελώς ασυμβίβαστο των αξιών και επιδιώξεων των μελών της διεθνούς κοινωνίας. Το γεγονός ότι οι σοβαρές συγκρούσεις είναι πράγματι (και όχι μόνο στο μυαλό των πρωταγωνιστών) «μηδενικού αθροίσματος».
Στα πλαίσια αυτά η μόνη εφικτή ειρήνη είναι η απουσία ένοπλης βίας. Η απόλυτη ειρήνη είναι ανέφικτη και συνεπώς δεν αποτελεί ρεαλιστική επιδίωξη διεθνώς για ένα υπεύθυνο κράτος. Οι στόχοι ενός κράτους μπορούν να επιτευχθούν διεθνώς είτε με πόλεμο, είτε με την αποτελεσματική χρήση αποτροπής, δηλαδή με την εκτόξευση και υλοποίηση απειλών ή με την επιτυχή χρήση θετικών κυρώσεων (βλ. Κεφάλαιο 4). Έτσι εξασφαλίζεται ο «μη πόλεμος» με τον αντίπαλο. Ο χρυσός κανόνας για τα κράτη στη διεθνή πολιτική είναι η γνωστή ρήση του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών και πρωθυπουργού λόρδου Palmerston (1784-1865), ότι για «τα έθνη δεν έχουν μόνιμους φίλους ή συμμάχους, έχουν μόνο μόνιμα συμφέροντα». Με άλλα λόγια, οι υψηλοί και ευγενείς στόχοι και αξίες των κρατών «θα χαθούν» αν δεν προνοούν συνεχώς για την εξασφάλιση των εθνικών τους συμφερόντων και, κατά κύριο λόγο, για την ασφάλεια τους. Η ειρηνική επίλυση μίας σύγκρουσης είναι νοητή μόνο από θέση ισχύος. Επιτυγχάνεται κυρίως ή αποκλειστικά με την επιβολή, χειραγώγηση, εξαγορά ή εξαπάτηση του αντιπάλου. Επικρατεί ο ισχυρότερος ή, ακριβέστερα, ο ισχυρότερος που ακολουθεί και επιτήδεια στρατηγική. Όσο για τον ασθενέστερο, θα πρέπει να επιδιώξει σχετική ισορροπία ισχύος ή πάντως αξιόπιστη αποτροπή με συμμαχίες με άλλα ισχυρότερα κράτη, αν θέλει η διαπραγμάτευση να μην αποβεί σε βάρος του. Γενικά, σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με τον αντίπαλο θα πρέπει να ακολουθείται σκληρή διαπραγματευτική τακτική: εμμονή σε μαξιμαλιστικούς στόχους και υποχωρήσεις με μεγάλη φειδώ, μόνο αν υπάρχουν απτά ανταλλάγματα. Η επιδίωξη είναι να επιτευχθεί στο τέλος το μίνιμουμ των επιδιώξεών μας, με τα κέρδη να υπερτερούν των ζημιών, και το αντίθετο να συμβαίνει για τον αντίπαλο. Στις μεγάλες διενέξεις η συμφιλιωτική στάση δεν αρμόζει, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις (π.χ. ίσως εάν υπάρχουν αξιόπιστες εγγυήσεις από ισχυρούς συμμάχους). Με εξαίρεση την τακτική υποχώρηση (κατευνασμό), οποιαδήποτε συμφιλιωτική στάση μπορεί να αποδειχτεί μοιραία. Ο αντίπαλος θα την εκλάβει ως αδυναμία, ενδοτικότητα, με αποτέλεσμα να του «ανοίξει η όρεξη» και να γίνει ακόμη πιο απαιτητικός και άπληστος. Απαραίτητη, λοιπόν, είναι η στρατηγική που κινείται με γνώμονα το χειρότερο δυνατό ενδεχόμενο. Πλουραλισμός της παγκόσμιας κοινωνίας : επίλυση θετικού αθροίσματος Η οπτική αυτή θεωρεί ότι η υποκειμενική πλευρά, δηλαδή το πώς την αντιλαμβάνεται κανείς, τι νόημα προσδίδει στα γεγονότα, είναι αποφασιστικής σημασίας σε μία αντιπαράθεση. Οι πατέρες της σχολής αυτής στις Διεθνείς Σχέσεις είναι ο Kenneth Boulding και ο John Burton, 286 και στην κοινωνική ψυχολογία ο Muzafer Sherif (1906-1988), o Morton Deutsch, ο Herbert Kelman, o Dean Pruitt κ.ά. Η δεύτερη γενιά αναλυτών των 113 συγκρούσεων σε αυτό το όλο σκεπτικό περιλαμβάνει τους Chris Mitchell, A.J.R. Groom, Ronald Fisher, David Druckman, Edward Azar, Louis Kriesberg, Jay Rothman κ.ά. Οι διενέξεις και κυρίως οι χρόνιες ιστορικές αντιπαραθέσεις, οι οποίες έχουν οδηγήσει κατά καιρούς και σε ένοπλες συγκρούσεις, δημιουργούν ιδιαίτερα δυσμενείς εικόνες-στερεότυπα για τον αντίπαλο (τις γνωστές και ως «εικόνες του εχθρού»). Η υποκειμενική αυτή πλευρά καθορίζει την αντικειμενική σύγκρουση συμφερόντων ο ασυμβίβαστο των επιδιώξεων σε σημείο που τα δύο να γίνονται αδιαχώριστα. Έτσι, τελικά, «δεν κάνω διάλογο» με τον αντίπαλο, «δεν διαπραγματεύομαι» με αυτόν, όχι επειδή μια λύση με αμοιβαίους
συμβιβασμούς θα ήταν επιζήμια, αλλά επειδή «είναι εχθρός μου» και σε καμία περίπτωση δεν «τον εμπιστεύομαι». Η στάση του πλουραλιστή ερευνητή συγκρούσεων (conflict researcher) απέναντι σε μία συγκεκριμένη διένεξη και στην επίλυσή της είναι καταρχήν ουδέτερη. Δεν είναι ούτε με τον ισχυρό ούτε με τον αδύναμο ούτε με τη δύναμη του status quo ούτε με την αντίθετη (αναθεωρητική ή επαναστατική) δύναμη ούτε με το κράτος ούτε με την επαναστατική οργάνωση. Κατά βάση προσπαθεί να αναλύσει μια διένεξη και να κατανοήσει τις θέσεις της κάθε πλευράς. Μάλιστα, πλην πρόδηλων περιπτώσεων αδικίας και στυγνής μονομερούς βίας (π.χ. Hitler, Mussolini και Ιάπωνες ηγέτες κατά τον Μεσοπόλεμο, Saddam Hussein και Milošević στη δεκαετία του 1980 και 1990) δεν θεωρεί ότι ένα από τα δύο μέρη έχει δίκαιο και είναι «αθώο», και το άλλο έχει άδικο και είναι επιθετικό ή εγγενώς επεκτατικό. Η θέση του αναλυτή είναι ότι και τα δύο μέρη πιστεύουν ειλικρινά ότι (α) το δίκαιο είναι με το μέρος τους και ότι (β) όντως απειλούνται από την άλλη πλευρά. Επίσης, αναγνωρίζεται ότι οι διενέξεις μπορεί σε ορισμένες ιστορικές στιγμές να είναι λειτουργικές, ειδικά αν χρειάζεται μια σχέση από «ασύμμετρη», δηλαδή από σχέση ισχυρού-αδύναμου, καταπιεστή-καταπιεζόμενου, κυρίαρχου έθνους και εθνοτικής μειονότητας, κράτους και επαναστατικής ομάδας, να γίνει πιο «συμμετρική», ώστε να δημιουργηθεί το κατάλληλο πλαίσιο για τον τερματισμό της ειρηνικά, με αλλαγή πλεύσης από την ισχυρότερη πλευρά και διαπραγμάτευση. Αν όμως το κόστος της συνεχιζόμενης σύγκρουσης φτάσει να υπερβεί τα όποια οφέλη από τη συνέχιση της αντιπαράθεσης και να γίνει δυσβάστακτο, τότε μπορεί να αρχίσει να ωριμάζει η ιδέα και η ανάγκη ειρηνικής διευθέτησης και διαλόγου με τον αντίπαλο. Η βιώσιμη λύση του ρεαλισμού, με υπερφαλάγγιση του ενός από τον άλλο, με επιτυχείς στρατηγικές σε βάρος του, τις περισσότερες φορές αποδεικνύονται εφήμερες. Στην καλύτερη περίπτωση προσφέρουν απλή καθυστέρηση, ανάπαυλα ή εθνική ικανοποίηση για εσωτερική κατανάλωση. Η αντιπαράθεση σύντομα θα αναζωπυρωθεί (π.χ. οι πολλαπλές αλλά εφήμερες στρατιωτικές νίκες του Ισραήλ έναντι των Παλαιστινίων, και των Τούρκων ή Ιρακινών έναντι των Κούρδων). Ειδικά όταν πρόκειται για διενέξεις εθνικές ή εθνοτικές μεταξύ εθνών ή εθνοτικών ομάδων, η τελική πορεία προς μία βιώσιμη ειρηνική λύση έρχεται με την αποδοχή και τον σεβασμό της «συλλογικής ταυτότητας» εκάστου μέρους, δηλαδή με «λύσεις αποδοχής» του άλλου μέρους όπως αυτό επιθυμεί να αυτοπροσδιορίζεται και όχι με λύσεις «άρνησής του». Η συνολική λύση επέρχεται με απευθείας διαπραγματεύσεις ή με μορφές μεσολάβησης, με στόχο την πραγματική «επίλυση της διένεξης» (conflict resolution), σε αντίθεση με απλή «διευθέτηση της διένεξης» (conflict settlement), με λύση που θα είναι προς όφελος και των δύο πλευρών στη διένεξη. Θα πρέπει να ικανοποιεί τις ουσιαστικές ανάγκες και των δύο και να μην αποτελεί προϊόν επιβολής και εξαπάτησης αλλά πραγματικής και ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ τους. Σε αντίθεση με τον ρεαλισμό και τον στρουκτουραλισμό, ο πλουραλισμός πρεσβεύει ότι λίγες διενέξεις είναι στη βάση τους πραγματικά μηδενικού αθροίσματος. Οι περισσότερες είναι, όπως παρατηρεί ο Burton και άλλοι που τον ακολούθησαν, στην ουσία «θετικού αθροίσματος», υπό την έννοια ότι επιδέχονται όχι μόνο ικανοποιητικό ισομερές μοίρασμα της διαφοράς (της «πίτας») αλλά και αύξηση της «πίτας». Και αυτό γιατί λίγες διαφορές είναι πράγματι τόσο περιορισμένης ποσότητας όσο φαίνονται
στην αρχή. Στην ουσία κρύβουν βαθύτερες ανάγκες, όπως η αίσθηση ασφάλειας, η αυτοεκτίμηση και η ανάπτυξη που δεν είναι σε περιορισμένη ποσότητα αλλά τις απολαμβάνουν ικανοποιητικά μόνο και τα δύο μέρη ταυτόχρονα. Δομισμός: πόλωση και ανατροπή Ο δομισμός ή στρουκτουραλισμός, όπως και ο ρεαλισμός, θεωρεί τις διενέξεις κατεξοχήν αντικειμενικές συγκρούσεις συμφερόντων, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο δομικό στοιχείο που το θεωρεί εγγενές σε μία σύγκρουση που δεν επιλύεται. Οι μεγάλες διενέξεις οφείλονται στη φύση των δομών που υπάρχουν σε όλες τις κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένου και του παγκόσμιου συστήματος. Πηγές σύγκρουσης που διαθέτουν δομικό χαρακτήρα είναι οι ακόλουθες: η «δομική βία», ο εξωτερικός αλλά και «εσωτερικός αποικισμός», ο αποικισμός και νεοαποικισμός, ο ιμπεριαλισμός και νεοϊμπεριαλισμός, η ταξική πάλη σε εσωτερικό και παγκόσμιο επίπεδο, η εγγενής διαφορά κυρίαρχων και κυριαρχουμένων σχεδόν σε όλες τις κοινωνίες, οι «ασύμμετρες διενέξεις» στη διεθνή και εσωτερική κοινωνία και η εξάρτηση και εκμετάλλευση κέντρου-περιφέρειας στο παγκόσμιο σύστημα. Σε διεθνές επίπεδο, μεταξύ κρατών, πρόκειται κατά βάση για την ανισότητα και ανισορροπία που προέρχεται από την ανταλλαγή και τις σχέσεις ανταλλαγής, που καθιστούν το ένα μέρος εξαρτημένο, υποδεέστερο και πιο αδύναμο από τον άλλο, με λίγα περιθώρια για την ανασκευή αυτής της σχέσης. Από τον χώρο του δομισμού ο πλέον γνωστός διεθνολόγος αναλυτής είναι ο Νορβηγός Johan Galtung, πατέρας της γνωστής ως έρευνας ειρήνης (peace research). Johan Galtung https://commons.wikimedia.org/wiki/file:johan_galtung.jpg
Στο μέτρο που μια διένεξη δεν είναι συμμετρική αλλά ασύμμετρη, δηλαδή είναι μεταξύ άνισων κρατών ή κράτους και επαναστατικού ή αποσχιστικού κινήματος, θα πρέπει να πολωθεί στο έπακρο από τη δομικά ή στρατιωτικά πιο ανίσχυρη πλευρά. Μόνο έτσι θα μπορέσει να δημιουργηθεί το κατάλληλο πλαίσιο για την επίλυση που θα ικανοποιεί την ασθενέστερη πλευρά, είτε (1) με στρατιωτική νίκη του πιο αδύναμου, στην περίπτωση αποσχιστικού (απελευθερωτικού κινήματος) ή επανάστασης, είτε (2) με αντιστροφή ρόλων μεταξύ δυνάστη και δυναστευομένου (π.χ. Γαλλική ή Ρωσική Επανάσταση), ή (3) με μία εντελώς νέα κατάσταση, μία νέα δομή που θα καταργεί την αρχική σύγκρουση και τα αίτιά της και την επικράτηση του ενός επί του άλλου, όπως προβλέπεται από το κομουνιστικό μοντέλο ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος, από το αναρχικό μοντέλο ή από διάφορα ουτοπικά σχήματα.