Το ποινικό φαινόμενο και η τυποποίησή του Μαρία Μ. Μηλαπίδου ΔρΝ, Δικηγόρος Ι. Έγκλημα - Τυποποίηση Έγκλημα = πράξη Άρθρα 1 & 14 ΠΚ και 7 Σ (Όχι φρόνημα) Πράξη ανθρώπου (όχι κινήσεις ζώων, ενέργειες στοιχείων φύσης) Αντιληπτή από τις αισθήσεις (εξωτερίκευση όχι σκέψεις /συναισθήματα) Αυτοκυβερνούμενη (ο δράστης ελέγχει την κίνησή του) Με κοινωνικό νόημα (= επιφέρει μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο, έχει κάποιο αποτέλεσμα) Δράση προς άλλον (= αφορά ένα ή περισσότερα άτομα και δημιουργεί μια κοινωνική σχέση, μια κοινωνική σύγκρουση) εκδήλωση φυσικό αποτέλεσμα - κοινωνικό αποτέλεσμα 1
Παράλειψη Άρθρο 14 παρ.2 ΠΚ (μυϊκή αδράνεια που οδηγεί σε ένα φυσικό αποτέλεσμα με αντίστοιχο κοινωνικό νόημα) π.χ. η μητέρα παραλείπει να δώσει τροφή στο νεογέννητο βρέφος της που πεθαίνει από την έλλειψη αυτή Παράλειψη να κάνω κάτι (όχι απλά αδράνεια παραλείπω να κάνω μια συγκεκριμένη μυϊκή ενέργεια) Αυτοκυβερνούμενη (εκούσια όχι π.χ. παράλυση) Επέλευση μεταβολής στον εξωτερικό κόσμο - φυσικό αποτέλεσμα Κοινωνικό νόημα, αφορά ένα ή περισσότερα άτομα Παράλειψη κοινωνικά αναμενόμενη (προϋποτίθεται ότι ο παραλείπων έχει αντίληψη των αξιώσεων όχι π.χ. κουφός που δεν αντιλαμβάνεται το διπλανό του που πνίγεται) Αδράνεια φυσικό αποτέλεσμα κοινωνικό αποτέλεσμα ΙΙ. Άδικο - Καταλογισμός Τυποποίηση της πράξης «Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται στο νόμο» Αντικειμενική υπόσταση εγκλήματος: Η πράξη πρέπει να τιμωρείται από κάποιο νόμο (τα στοιχεία της να περιγράφονται σε κάποιο κυρωτικό κανόνα) Πράξη αρχικά και τελικά άδικη (ουσιαστική απαξία της πράξης, όπως αυτή προκύπτει ύστερα από την αξιολόγηση ενόψει της προστασίας άλλων έννομων αγαθών) 2
τελικό άδικο Τυποποιημένο άδικο (αντικειμενικές υποστάσεις εγκλημάτων = επιλογή και προαγωγή κάποιου αγαθού σε έννομο & κρίση του νομοθέτη για το βλαπτικό ή επικίνδυνο χαρακτήρα της πράξης για το έννομο αγαθό) - ΑΡΧΙΚΟ ΑΔΙΚΟ σύγκρουση έννομων αγαθών Σχετικοποίηση αρχικής αξιολόγησης Δυνατότητα δικαιολόγησης της προσβολής ενόψει της συνύπαρξης και της αξιολόγησης των έννομων αγαθών ΤΕΛΙΚΟ ΑΔΙΚΟ Λόγοι που αίρουν το αρχικό άδικο (που δικαιολογούν την προσβολή) «δεν είναι άδικη η πράξη όταν», «νόμιμα» Γενικοί 1. Ενάσκηση δικαιώματος/εκπλήρωση καθήκοντος (20 ΠΚ) 2. Προσταγή (21 ΠΚ) 3. Άμυνα (22-24 ΠΚ) 4. Κατάσταση ανάγκης (25 ΠΚ) 5. Επιτρεπόμενη κινδυνώδης δράση Ειδικοί π.χ. Συναίνεση παθόντος, βιολογική και ηθική ένδειξη στη διακοπή της κύησης Υποκειμενική υπόσταση εγκλήματος: Η πράξη να είναι υπεύθυνο έργο ενός ανθρώπου (υποκειμενική σύνδεση με εκείνον που αντικειμενικά την προκάλεσε) Σύνδεση του ψυχοπνευματικού κόσμου του δράστη με το αποτέλεσμα που επέφερε η μυϊκή του κίνηση ή αδράνεια Η πράξη καλύπτεται υποκειμενικά από τη γνώση και τη θέληση ή έστω από την υπαίτια άγνοια και την αποκρουόμενη κοινωνική αδιαφορία του δράστη Δόλος (πρόθεση) Αμέλεια (έλλειψη προσοχής) Πράξη αρχικά και τελικά καταλογιστή (κρίση αποδοκιμασίας σε βάρος του δράστη με βάση οντολογικά στοιχεία & αξιολογικά στοιχεία = βουλητικός σύνδεσμος με το αποτέλεσμα & μομφή κατά της ψυχοπνευματικής σχέσης του δράστη με το συγκεκριμένο άδικο αποτέλεσμα) 3
ΔΟΛΟΣ (γνωστικό και βουλητικό στοιχείο) 27 ΠΚ: Με δόλο (πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης Επίσης, όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται. Όπου ο νόμος απαιτεί να έχει τελεστεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού, δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος. Όπου ο νόμος απαιτεί η πράξη να έχει τελεστεί με σκοπό την πρόκληση ορισμένου αποτελέσματος απαιτείται ο δράστης να έχει επιδιώξει να προκαλέσει αυτό το αποτέλεσμα. Δόλος α βαθμού Γνωρίζω ως βέβαιο ένα αποτέλεσμα και το επιδιώκω π.χ. Ο Α θέλοντας να σκοτώσει τον Β τον πυροβολεί από κοντά στο κεφάλι και τον σκοτώνει. «για να», «όπως», κ.λπ. Δόλος β βαθμού Γνωρίζω το αποτέλεσμα ως βέβαιο και το αποδέχομαι χωρίς να το αποδέχομαι π.χ. Ο Α επιθυμεί να σκοτώσει τη Β. Γνωρίζει ότι η Β είναι έγκυος, αλλά τη σκοτώνει αποδεχόμενος έτσι και την αναγκαία διακοπή της κύησης, την οποία δεν επιδίωξε. «εν γνώσει» Ενδεχόμενος δόλος Γνωρίζω το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο και το αποδέχομαι π.χ. Ο Α θέλοντας να κάψει την έπαυλη του Β της βάζει φωτιά. Γνωρίζει ότι στην έπαυλη κοιμάται ο φύλακας Γ, στον οποίο μπορεί να επεκταθεί η πυρκαγιά, αλλά αποδέχεται και αυτό το ενδεχόμενο αποτέλεσμα. καμία διάκριση «με πρόθεση» 4
ο δόλος, η βούληση και η γνώση πρέπει να καλύπτουν όλα τα στοιχεία της πράξης π.χ. 372 ΠΚ Κλοπή Αφαίρεση ξένου κινητού πράγματος από την κατοχή άλλου Κρίσιμο στοιχείο η τουλάχιστον αποδοχή του αποτελέσματος ΑΜΕΛΕΙΑ (γνωστικό και βουλητικό στοιχείο) 28 ΠΚ: Από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δε θα επερχόταν 5
Συνειδητή α βαθμού Γνωρίζοντας το ενδεχόμενο της αιτιακής σύνδεσης της μυϊκής ενέργειας και του αποτελέσματος συνεχίζω την ενέργεια ελπίζοντας ότι το αποτέλεσμα δε θα πραγματωθεί π.χ. Ο Α οδηγεί σε δρόμο της πόλης με μεγάλη ταχύτητα. Θέλει να τρέξει και τρέχει. Αντιλαμβάνεται ως ενδεχόμενο αυτής του της ενέργειας την πρόκληση ατυχήματος. Δεν αποδέχεται αυτό το ενδεχόμενο, αλλά συνεχίζει την ενέργειά του ελπίζοντας ότι θα το αποφύγει απόκρουση αποτελέσματος Συνειδητή β βαθμού Γνωρίζοντας το ενδεχόμενο της αιτιακής σύνδεσης της μυϊκής ενέργειας και του αποτελέσματος συνεχίζω την ενέργεια πιστεύοντας ότι το αποτέλεσμα δε θα πραγματωθεί π.χ. Ο Α επιχειρεί να προσπεράσει το αυτοκίνητο του Β παρότι βλέπει ότι από το αντίθετο ρεύμα βλέπει το όχημα του Γ και αντιλαμβάνεται ως ενδεχόμενη τη σύγκρουση, πιστεύει, όμως, ότι θα την αποφύγει έλλειψη φροντίδας Μη συνειδητή Μη προβλέποντας τις ενδεχόμενες αιτιακές προεκτάσεις της μυϊκής μου ενέργειας τη συνεχίζω π.χ. Ο Α περπατώντας στο πεζοδρόμιο συνομιλεί ζωηρά με τη Β. Όπως είναι απορροφημένος στη συζήτηση δεν προσέχει ότι μπροστά του περπατά ένα παιδάκι. Πέφτει επάνω του και το τραυματίζει. Δεν υπάρχει καν γνωστικός σύνδεσμος με το αποτέλεσμα Κρίσιμο στοιχείο η μη αποδοχή του αποτελέσματος ( δόλος) Κατάφαση αξιολογικών στοιχείων της αμέλειας («έλλειψη προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει» Η απροσεξία πρέπει να καλύπτει όχι μόνο τη μυϊκή ενέργεια ή αδράνεια, αλλά και το αποτέλεσμα που επέρχεται από αυτήν. 6
τελικός καταλογισμός Αξιολόγηση της αρχικά ένοχης βούλησης (τι θα μπορούσε να γνωρίζει, τι θα μπορούσε να κάνει) Αναζήτηση ουσιαστικής απαξίας της πράξης Ο συγκεκριμένος δράστης μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση της ενέργειας να έχει επιλέξει αντί για την άδικη προσβολή, στην οποία συνειδητά κατέληξε, μια άλλη στάση σύμφωνη με το δίκαιο; Αν ο δράστης δεν μπορούσε να γνωρίζει, να κάνει ή να θέλει διαφορετικά, η πράξη του μπορεί να συγχωρεθεί. Ο αρχικός καταλογισμός αίρεται δε θεμελιώνεται η ουσιαστική απαξία της βούλησής του. Συνείδηση αδίκου: συνείδηση του δράστη ότι προσβάλλει ένα έννομο αγαθό, ότι διαταράσσει το status της μορφικής και λειτουργικής ακεραιότητας των αγαθών - Γνώση των στοιχείων της πράξης και συνείδησης της απαξίας της - Επιλογή εκείνης της πράξης που προσβάλλει το έννομο αγαθό Συνειδητή επιλογή του αδίκου Ικανότητα για καταλογισμό (ικανότητα γνώσης του αδίκου) Δυνατότητα επιλογής Επιλογή με ψυχολογική πίεση 7
Λόγοι άρσης του καταλογισμού 34 ΠΚ: η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν, όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης δεν είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του γι αυτό Α) ψυχοπαθολογικά αίτια (ψυχώσεις, ψυχικές ανωμαλίες, μορφές διανοητικής καθυστέρησης) Β) παροδική διατάραξη της συνείδησης (μέθη, υπερκόπωση, απότομη και σφοδρή έκρηξη συναισθημάτων θυμού, φόβου κ.λπ.) Γ) ανεπαρκής ανάπτυξη πνευματικών λειτουργιών (κωφαλαλία 33 ΠΚ, ανηλικότητα) 35 ΠΚ: υπαίτια διατάραξη της συνείδησης και καταλογισμός σε ενοχή Π.χ. ο Α για να χτυπήσει το Β φέρει τον αυτό του σε κατάσταση πλήρους μέθης Δεν αίρεται ο καταλογισμός Αίρεται ο καταλογισμός, αν κάποιος άλλος προκαλέσει αυτή τη διατάραξη 36 ΠΚ: όταν η αξιολογική ικανότητα δε λείπει εντελώς, αλλά είναι ουσιωδώς μειωμένη είτε εξαιτίας νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών είτε εξαιτίας διατάραξης της συνείδησης, τότε επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη 8
ΜΕΘΗ 34 ΠΚ: Πλήρης & ανυπαίτια μέθη = ολοκληρωτική αξιολογική ανικανότητα 35 ΠΚ: Πλήρης & υπαίτια μέθη (διπλή υπαιτιότητα και ως προς τη μέθη και ως προς τη διάπραξη άδικης πράξης) = ο καταλογισμός δεν αίρεται 193 ΠΚ: Απλή υπαίτια μέθη τιμωρία δράστη για το έγκλημα της υπαίτιας μέθης 36 παρ. 1 ΠΚ: Μη πλήρης & ανυπαίτια μέθη = μειωμένη ποινή λόγω μειωμένης ενοχής 36 παρ. 2 ΠΚ: Μη πλήρης & υπαίτια μέθη = ακέραιη η ευθύνη του δράστη Δυνατότητα επιλογής Επιλογή με ψυχολογική πίεση - ο δράστης αντιλαμβάνεται σωστά την πράξη που θα τελέσει ως προσβολή έννομου αγαθού (συνείδηση αδίκου) - ο δράστης έχει την ικανότητα και θα ήθελε να αποφύγει το άδικο - δεν μπορεί να κάνει την ορθή επιλογή - λόγω ψυχικής πίεσης «εκβιάζεται» από τις συνθήκες - ηθικό δίλημμα κατάσταση ανάγκης 32 ΠΚ σύγκρουση καθηκόντων 9
Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο 14 ΠΚ Μυϊκή ενέργεια και αποτέλεσμα που περιγράφονται στον ποινικό νόμο (αντικειμενική υπόσταση) - Αρχικά άδικη πράξη Τελικά άδικη πράξη: η πράξη που πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση του τυποποιημένου εγκλήματος χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος που να τη δικαιολογεί, που να αίρει τον άδικο χαρακτήρα της Κάλυψη του αποτελέσματος που η πράξη ή η παράλειψη του δράστη επέφερε με δόλο ή αμέλεια (υποκειμενική υπόσταση) Αρχικά καταλογιστή πράξη Τελικά καταλογιστή πράξη: το άδικο της συμπεριφοράς καλύπτεται από τον ευρύτερο χώρο ενοχής του δράστη, καλύπτεται από τη συνείδηση αδίκου, δεν υπάρχει λόγος που να αίρει τον αρχικό καταλογισμό του δράστη, που να παρέχει δηλαδή συγγνώμη για την αρχική ενοχή του ΙΙΙ. Το «στίγμα» της εγκληματικής πράξης Τόπος τέλεσης του εγκλήματος 16 ΠΚ: Τόπος τέλεσης του εγκλήματος θεωρείται : - τόσο εκείνος που εκδηλώθηκε η μυϊκή ενέργεια του δράστη - όσο και εκείνος που πραγματώθηκε το αποτέλεσμά της ή - εκείνος όπου κατά την πρόθεση του δράστη θα έπρεπε να πραγματωθεί το αποτέλεσμα Χρόνος τέλεσης του εγκλήματος 17 ΠΚ: Χρόνος τέλεσης του εγκλήματος θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει ο δράστης, ενώ είναι αδιάφορος ο χρόνος επέλευσης του αποτελέσματος 10
IV. Διακρίσεις εγκλημάτων Με βάση το έννομο αγαθό κατά του ατόμου κατά της οργανωμένης κοινωνικής ζωής π.χ. κατά της ζωής κατά της δημόσιας τάξης κατά προσώπων κατά πραγμάτων π.χ. κατά της ανθρώπινης ζωής κατά της ιδιοκτησίας πολιτικά κοινά σύνθετα πολιτικά π.χ. εσχάτη προδοσία ανθρωποκτονία δολοφονία αρχηγού κράτους (έννομο αγαθό κατεστημένης εξουσίας, κρατικής υπόστασης) Με βάση τη νομοτυπική μορφή της προσβολής κοινά και ιδιαίτερα αυτουργός οποιοδήποτε πρόσωπο «όποιος» αυτουργός πρόσωπο με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα, π.χ.«στρατιωτικός, δημόσιος υπάλληλος» μονοπρόσωπα και πολυπρόσωπα π.χ. ανθρωποκτονία στάση, συμμορία, διγαμία, εγκληματική οργάνωση με υλικό αντικείμενο και χωρίς υλικό αντικείμενο π.χ. κλοπή ψευδορκία, απόδραση κρατουμένου γνήσια και ψευτοεγκλήματα π.χ. ανθρωποκτονία κακόβουλη βλασφημία ουσιαστικά και τυπικά π.χ. σωματική βλάβη - ψευδορκία βλάβης και διακινδύνευσης * 11
κίνησης παράλειψης μικτά π.χ. βιασμός παρασιώπηση εγκλημάτων έκθεση απλά πολύπρακτα σύνθετα π.χ. ανθρωποκτονία βιασμός - ληστεία απλότροπα - πολύτροπα ή μικτά π.χ. ανθρωποκτονία διατάραξη οικιακής ειρήνης ιδιόχειρα - μη ιδιόχειρα π.χ. αιμομιξία - κλοπή βίας εξαπάτησης - σύναψης σχέσης - εξωτερίκευσης φυσικά π.χ. εσχάτη προδοσία νόθευση αποδεικτικών συνωμοσία διέγερση σε εσχάτη προδοσία φθορά ξένης ιδιοκτησίας στιγμιαία διαρκή π.χ. ανθρωποκτονία - απαγωγή δόλου - αμέλειας* Με βάση την ποινή κακουργήματα πλημμελήματα πταίσματα* βασικά προνομιούχα, διακεκριμένα, ιδιώνυμα (παρεκκλίσεις-νέο έγκλημα) κλοπή κλοπή πράγματος ευτελούς αξίας κλοπή πράγματος μεγάλης αξίας κλοπή χρήσης μεταφορικού μέσου αυτεπάγγελτα - κατ έγκληση διωκόμενα Ανθρωποκτονία - εξύβριση 12
*Εγκλήματα βλάβης Εκείνα τα εγκλήματα που το αποτέλεσμά τους έγκειται στη βλάβη του έννομου αγαθού π.χ. ανθρωποκτονία, φθορά ξένης περιουσίας, σωματική βλάβη κ.λπ. Εγκλήματα διακινδύνευσης εκείνα που το αποτέλεσμά τους σταματά στη διακινδύνευση μόνο του έννομου αγαθού προς τα εμπρός μετάθεση της ποινικής προστασίας δεν απαιτείται βλάβη, αρκεί η διακινδύνευση Κίνδυνος: μια κατάσταση εμπειρικά διαπιστώσιμη που συνίσταται στη δημιουργία αιτιακών όρων με αυτοδύναμη και διαβαθμίσιμη εξέλιξη προς τη βλάβη Εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης Το έννομο αγαθό εξαιτίας της συμπεριφοράς που τυποποιείται στο νόμο έχει εισέλθει και βιώνει μέσα σε μια πηγή κινδύνου βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση και ανά πάσα στιγμή μπορεί να επέλθει η βλάβη Ο κίνδυνος είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης π.χ. 306 παρ. 1 ΠΚ Έκθεση Εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης Το αποτέλεσμα της εμπειρικής επέλευσης του κινδύνου από την ενέργεια του δράστη δεν αναφέρεται στην περιγραφή της τυποποίησης το έγκλημα είναι τελειωμένο πριν επέλθει εμπειρικά ο κίνδυνος η αξιόποινη μεταβολή που επέρχεται στον εξωτερικό κόσμο αποτελεί απλώς αφηρημένη δυνατότητα βλάβης του έννομου αγαθού π.χ. 282 ΠΚ Δηλητηρίαση νομής ζώων 13
Εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης Στην αντικειμενική υπόσταση περιλαμβάνεται ο κίνδυνος όχι δημιουργημένος, αλλά δυνάμενος να προκύψει κίνδυνος ως δυνατότητα δημιουργείται μια λειτουργική πηγή κινδύνου χωρίς το έννομο αγαθό να έχει εισέλθει σε αυτήν, αλλά ανά πάσα στιγμή είναι δυνατή η είσοδός του σε αυτήν ή η επέκταση της ίδιας προς αυτό π.χ. 264 ΠΚ Εμπρησμός 268 ΠΚ Πλημμύρα 270 ΠΚ Έκρηξη Ειδικής διακινδύνευσης Το έγκλημα θεμελιώνεται με έναν κίνδυνο που αναφέρεται σε ένα και μόνο αγαθό π.χ. η ζωή του Α ή η ιδιοκτησία του Β Γενικής διακινδύνευσης Ο κίνδυνος αναφέρεται σε αόριστο αριθμό έννομων αγαθών και κατ επέκταση στο γένος του έννομου αγαθού Π.χ. εμπρησμός, έκρηξη, πλημμύρα 14
* Κακουργήματα 18 α ΠΚ: Κάθε πράξη που τιμωρείται με την ποινή της κάθειρξης Πλημμελήματα 18 β ΠΚ: Κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση ή χρηματική ποινή ή με περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων Πταίσματα 18 γ ΠΚ: Κάθε πράξη που τιμωρείται με κράτηση ή πρόστιμο 26 ΠΚ: Τα κακουργήματα και τα πλημμελήματα τιμωρούνται μόνο όταν τελούνται με δόλο. Κατ εξαίρεση στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος, τα πλημμελήματα τιμωρούνται και όταν τελούνται από αμέλεια. Τα πταίσματα τιμωρούνται πάντοτε και όταν τελέστηκαν από αμέλεια, εκτός από τις περιπτώσεις για τις οποίες ο νόμος απαιτεί ρητά δόλο ΠΟΙΝΕΣ 52 ΠΚ Κάθειρξη: Η ποινή της κάθειρξης είναι ισόβια ή πρόσκαιρη Όταν ο νόμος δεν ορίζει ρητά ότι η επιβαλλόμενη κάθειρξη είναι ισόβια, αυτή είναι πρόσκαιρη. Η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης δεν υπερβαίνει τα είκοσι έτη ούτε μπορεί να είναι μικρότερη από πέντε έτη (5-20 χρόνια) 53 ΠΚ Φυλάκιση: Η διάρκεια της φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, ούτε είναι μικρότερη από δέκα ημέρες (10 ημέρες 5 χρόνια) 55 ΠΚ Κράτηση: Η διάρκεια της κράτησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα ούτε να είναι συντομότερη από μια ημέρα, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά (1 ημέρα 1 μήνας) 15