70 έλεγες σε ένα παιδί ασιατικής καταγωγής ένα ενδιαφέρον µυστικό;»), το διοµαδικό άγχος (π.χ. Φανταστείτε ότι είστε σε µια τάξη µε πλειοψηφία ασιατών µαθητών: πώς θα νιώθατε; Ευχαριστηµένος προβληµατισµένος, άνετος σε ένταση κλπ.) και τις στάσεις απέναντι στην εξωοµάδα (Ασιάτες γενικά: φιλικοί εχθρικοί, καλοί κακοί, ευχάριστοι δυσάρεστοι, κλπ.). Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι η επίδραση της ύπαρξης διοµαδικής φιλίας στις στάσεις απέναντι στην εξωοµάδα διαµεσολαβείται τόσο από το διοµαδικό άγχος, όσο και από την αυτοαποκάλυψη. ηλ., όσο περισσότερη η διοµαδική φιλία, τόσο λιγότερο το διοµαδικό άγχος και τόσο θετικότερη η στάση απέναντι στην εξωοµάδα, και, όσο περισσότερη η διοµαδική φιλία, τόσο περισσότερη η αυτοαποκάλυψη και τόσο θετικότερη η στάση απέναντι στην εξωοµάδα. Εκτεταµένη (extended) ή Έµµεση Επαφή Brown, R., & Hewstone, M. (2005). An integrative theory of intergroup contact. In M. P. Zanna (Ed.), Advances in experimental social psychology (Vol. 37, pp. 255-343). San Diego, CA: Academic Press. Crisp, R.J., & Turner, R.N. (2009). Can imagined interactions produce positive perceptions? Reducing prejudice through simulated social contact. American Psychologist, 64, 231-240. Dovidio, J. F., & Gaertner, S. L. (2010). Intergroup bias. In S. T. Fiske, D. T. Gilbert, & G. Lindzey (Eds.), Handbook of social psychology (Vol. 2, pp. 1084-1121). Hoboken, NJ: John Wiley & Sons, Inc. Pettigrew, T. F. (2008). Future directions for intergroup contact theory and research. International Journal of Intercultural Relations, 32, 187-199. Turner, R. N., Hewstone, M., & Voci, A. (2007a). Reducing explicit and implicit outgroup prejudice via direct and extended contact: The mediating role of selfdisclosure and intergroup anxiety. Journal of Personality and Social Psychology, 93, 369-388. Turner, R. N., Hewstone, M., & Voci, A., Paolini, S., & Christ, O. (2007b). Reducing prejudice via direct and extended cross-group friendship. In W. Stroebe, & M. Hewstone (Eds), European Review of Social Psychology, 18, 212 255. Turner, R. N., Hewstone, M., & Voci, A., & Vonofakou, C. (2008). A test of the extended intergroup contact hypothesis: The mediating reole of intergroup anxiety, perceived ingroup and outgroup norms, and inclusion of the outgroup in the self. Journal of Personality and Social Psychology, 95, 843-860. Wright, S.C., Aron, A., McLaughlin-Volpe, T., & Ropp, S.A. (1997). The extended contact effect: Knowledge of cross-group friendships and prejudice. Journal of Personality and Social Psychology, 73, 73-90. Οι Wright et al. (1997) στήριξαν το σκεπτικό τους για το «φαινόµενο της εκτεταµένης επαφής» στις εξής τρεις διαπιστώσεις:
71 1) Τη µεγάλη σηµασία της διοµαδικής φιλίας για τη µείωση της προκατάληψης. Για παράδειγµα, σε έρευνα του Pettigrew (1997) µε δεδοµένα από το Ευρωβαρόµετρο του 1988 από 3806 συµµετέχοντες από Γαλλία, Βρετανία, Ολλανδία και (τότε υτική) Γερµανία διαπιστώθηκε ότι η ύπαρξη φίλων από τη εξωοµάδα (διοµαδική φιλία) οδηγούσε σε µειωµένη προκατάληψη, µεγαλύτερη στήριξη πολιτικών υπέρ της εξωοµάδας και µεγαλύτερη γενίκευση των θετικών στάσεων σε άλλες οµάδες, πέραν αυτής από την οποία προέρχονταν οι φίλοι (Σηµ. Σε αυτό το θέµα θα επανέλθουµε παρακάτω). Κάτι αντίστοιχο δεν παρατηρήθηκε όταν οι ερωτώµενοι είχαν απλώς συναδέλφους στη δουλειά ή γείτονες από την εξωοµάδα. 2) Το σηµαντικό ρόλο της διοµαδικής (έναντι της προσωποποιηµένης) επαφής στη γενίκευση των θετικών αποτελεσµάτων της επαφής, δηλ. το ρόλο της ευκρίνειας της κατηγοριακής υπαγωγής σε κάποιο στάδιο της επαφής. 3) Τον αρνητικό ρόλο του διοµαδικού άγχους κατά την επαφή, ειδικά όταν είναι ευκρινής η κατηγοριακή υπαγωγή των µελών της εξωοµάδας. Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, οι Wright et al. (1997) κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι η επαφή είναι πιο αποτελεσµατική (α) όταν δηµιουργούνται συναισθηµατικοί δεσµοί (φιλία) µε µέλη της εξωοµάδας που (β) η κοινωνική τους ταυτότητα είναι ευκρινής, αλλά παρατήρησαν ότι η πιθανότητα να ισχύουν ταυτόχρονα και οι δύο παραπάνω συνθήκες υποσκάπτεται από την τάση εµφάνισης διοµαδικού άγχους. Έτσι, οι Wright et al. (1997) εισηγήθηκαν την «υπόθεση της εκτεταµένης επαφής», δηλ. ότι η γνώση ότι µέλη της ενδοµάδας έχουν φίλους από την εξωοµάδα µπορεί να µειώσει την προκατάληψη. Αυτό αποτελεί την έµµεση διοµαδική φιλία (ή εκτεταµένη επαφή). Σύµφωνα µε τους Wright et al. (1997), η έµµεση ή εκτεταµένη επαφή έχει τα εξής πλεονεκτήµατα: 1) Σε µια διοµαδική φιλία, η κατηγοριακή υπαγωγή του µέλους της εξωοµάδας είναι πιο πιθανό να είναι ευκρινής στον παρατηρητή (που δεν έχει στενή σχέση µε το µέλος της εξωοµάδας και δεν γνωρίζει τα προσωπικά του χαρακτηριστικά) παρά στο εµπλεκόµενο µέλος της ενοοµάδας. Έτσι, έστω και εµµέσως, είναι ευκρινής αλλά όχι απειλητική η κατηγοριακή υπαγωγή του ατόµου/των ατόµων της εξωοµάδας, κάτι που όπως έχουµε δει ισχυροποιεί τη γενίκευση των θετικών αποτελεσµάτων της επαφής.
72 2) Επειδή η εµπειρία επαφής είναι έµµεση δηλ. συνίσταται στην γνώση η παρατήρηση κάποιας διοµαδικής φιλίας µειώνεται η πιθανότητα εκδήλωσης διοµαδικού άγχους. 3) Τέλος, η εκτεταµένη επαφή είναι χρήσιµη σε πλαίσια όπου οι ευκαιρίες για άµεση επαφή είναι περιορισµένες. Όταν δηλ. υπάρχει διαχωρισµός ενδοοµάδας εξωοµάδας (χωριστά σχολεία, γειτονιές, χώροι εργασίας κλπ.) Οι Wright et al. (1997) βλ. και Turner, et al. (2007b) επίσης πρότειναν τους µηχανισµούς, δηλ. τις διαδικασίες, µέσω των οποίων επιτυγχάνεται η αποτελεσµατικότητα της εκτεταµένης επαφής: 1) ιοµαδικό άγχος: Όταν κάποιος παρατηρεί µια θετική σχέση µεταξύ µελών της ενδοµάδας και της εξωοµάδας, µειώνονται οι αρνητικές προσδοκίες για µελλοντικές επαφές µε την εξωοµάδα, και επιπλέον όπως προαναφέραµε αφού η επαφή δεν είναι άµεση, µειώνεται η πιθανότητα εκδήλωσης διοµαδικού άγχους. 2) Ενδοοµαδικές νόρµες: Όταν κάποιος παρατηρεί µέλος της ενδοµάδας να συµπεριφέρεται θετικά απέναντι σε µέλος της εξωοµάδας ιδιαίτερα αν αυτό είναι αντιπροσωπευτικό της εξωοµάδας, αντιλαµβάνεται ότι υπάρχουν θετικές ενδοοµαδικές νόρµες για την εξωοµάδα και αυτό επηρεάζει θετικά τη στάση του απέναντι στην εξωοµάδα. 3) Εξωοµαδικές νόρµες: Όταν κάποιος παρατηρεί µέλος της εξωοµάδας ιδιαίτερα αν αυτό είναι αντιπροσωπευτικό της εξωοµάδας, να συµπεριφέρεται θετικά απέναντι σε µέλος της ενδοοµάδας, αντιλαµβάνεται ότι υπάρχουν θετικές εξωοµαδικές νόρµες για την ενδοοµάδα και αυτό επηρεάζει θετικά τη στάση του απέναντι στην εξωοµάδα. 4) Η συµπερίληψη του «άλλου» (της εξωοµάδας) στον εαυτό: Όταν αυτοκατηριοποιούµαστε ως µέλη της οµάδας µας, η ενδοοµάδα «ενσωµατώνεται» στον εαυτό, δηλ. θεωρούµε ότι τα χαρακτηριστικά της ενδοοµάδας αντιπροσωπεύουν τον εαυτό µας. Όταν κάποιος παρατηρεί µια φιλία µεταξύ µέλους της ενδοµάδας και µέλους της εξωοµάδας, το µεν µέλος της ενδοοµάδας συµπεριλαµβάνεται στον εαυτό, αλλά και το µέλος της εξωοµάδας που γνωστικά προσλαµβάνεται να έχει επικαλύψεις µε το µέλος της εξωοµάδας συµπεριλαµβάνεται στον εαυτό. Αυτό το σκεπτικό έχει στενή σχέση µε τη θεωρία ισορροπίας του Heider (1958) που απλοϊκά µπορεί
73 να διατυπωθεί ως εξής: Αν ο Α µέλος της ενδοοµάδας είναι φίλος µου, και ο Β µέλος της εξωοµάδας είναι φίλος του Α, τότε και ο Β (πρέπει να) είναι φίλος µου (για να βρίσκεται το «σύστηµα» σε ισορροπία). Αυτό είναι το σκεπτικό της έµµεσης ή εκτεταµένης διοµαδικής φιλίας. Αυτό το σκεπτικό επεκταθεί ως εξής: Η (εξω-)οµάδα που ανήκει ο φίλος του µέλους της ενδοοµάδας µου, είναι «φιλική» µου οµάδα (έµµεση ή εκτεταµένη επαφή). Στις 2 πρώτες τους έρευνες οι Wright et al. (1997) έδειξαν ότι, όσο περισσότερα µέλη της ενδοοµάδας µε φίλους από την εξωοµάδα γνώριζαν οι συµµετέχοντες, τόσο χαµηλότερη ήταν η προκατάληψή τους για την εξωοµάδα, ακόµα κι αν «ελέγχονταν» η επίδραση της ύπαρξης διοµαδικής φιλίας (φιλία του συµµετέχοντα µε µέλος της εξωοµάδας). Οι Turner, Hewstone, Voci, & Vonofakou (2008) εξέτασαν το διαµεσολαβητικό ρόλο του διοµαδικού άγχους, των ενδοµαδικών και εξωοµαδικών νορµών και της συµπερίληψης του «άλλου» στον εαυτό στη σχέση µεταξύ εκτεταµένης επαφής και στάσεων απέναντι στην εξωοµάδα, σύµφωνα µε τις προτάσεις των Wright et al. (1997). Οι Turner et al. (2008) έκαναν δύο µελέτες που έδωσαν παρόµοια αποτελέσµατα και εδώ περιγράφουµε την πρώτη µελέτη µε συµµετέχοντες 142 Βρετανούς Λευκούς φοιτητές και εξωοµάδα τους Ασιάτες (στην περίπτωση των Βρετανών Ασιάτες θεωρούνται οι Ινδοί και οι Πακιστανοί). Οι µετρήσεις ήταν οι εξής: Εκτεταµένη επαφή: π.χ. «πόσους Λευκούς ξέρετε που έχουν φίλους Ασιάτες», «πόσοι από τους Λευκούς σας γείτονες έχουν φίλους Ασιάτες», ιοµαδικό άγχος: «Πως θα νιώθατε σε µια κοινωνική συναναστροφή µε αγνώστους Ασιάτες;» (π.χ. άβολα, αµυντικά, χαλαρά κ.λ.π.), Ενδοµαδικές νόρµες: π.χ. «πόσο πιστεύεται ότι οι Λευκοί συµπαθούν τους Ασιάτες», Εξωοµαδικές νόρµες: π.χ. «πόσο πιστεύεται ότι οι Ασιάτες συµπαθούν τους Λευκούς», Συµπερίληψη της εξωοµάδας στον εαυτό: Οι συµµετέχοντες έπρεπε από ένα σύνολο 7 ζευγών τεµνόµενων κύκλων να επιλέξουν το ζεύγος των τεµνόµενων κύκλων που αντιπροσώπευε την σχέση τους µε την εξωοµάδα όσο µεγαλύτερη η επικάλυψη των 2 κύκλων τόσο µεγαλύτερη η συµπερίληψη της εξωοµάδας στον εαυτό. Στάση απέναντι την εξωοµάδα: Θερµόµετρο συναισθήµατος (feeling thermometer) για την εξωοµάδα. Τα αποτελέσµατα αυτής της έρευνας των Turner et al. (2008) έδειξαν ότι η εκτεταµένη επαφή οδηγούσε σε (α) σε µειωµένο διοµαδικό άγχος που µε τη σειρά του οδηγούσε σε θετικότερη στάση απέναντι στην εξωοµάδα, (β) θετικότερες ενδοοµαδικές και εξωοµαδικές νόρµες που τη σειρά τους οδηγούσαν σε θετικότερη
74 στάση απέναντι στην εξωοµάδα, και (γ) µεγαλύτερη συµπερίληψη της εξωοµάδας στον εαυτό που µε τη σειρά της οδηγούσε σε θετικότερη στάση απέναντι στην εξωοµάδα. Οι Turner et al. (2007a, 2 η µελέτη) µε συµµετέχοντες 96 αγόρια (στη Βρετανία), ηλικίας 12-16 ετών, εκ των οποίων τα 48 ήταν ασιατικής καταγωγής σε ένα σχολείο µε 98% ασιάτες µαθητές (γι αυτά η εξωοµάδα ήταν λευκοί έφηβοι), και 48 ήταν λευκά σε ένα σχολείο µε 96% λευκούς µαθητές (γι αυτά η εξωοµάδα ήταν ασιάτες έφηβοι). Οι µετρήσεις αφορούσαν τις ευκαιρίες επαφής (π.χ. τι ποσοστό µελών της (αντίστοιχης) εξωοµάδας είχαν στη γειτονία τους, και, τι ποσοστό µελών της (αντίστοιχης) εξωοµάδας συναντούσαν σε µια τυπική τους µέρα), την ύπαρξη άµεσης διοµαδικής φιλίας, την αυτοαποκάλυψη, το διοµαδικό άγχος, τις στάσεις απέναντι στην εξωοµάδα (βλ. παραπάνω Turner, et al., 2007, 1 η µελέτη) και την έµµεση διοµαδική φιλία (π.χ. πόσοι (α) από τους φίλους και (β) τους συγγενείς, έχουν φίλους από την εξωοµάδα). Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι οι ευκαιρίες για επαφή οδηγούν σε αυξηµένη διοµαδική φιλία, που οδηγεί σε αυξηµένη αυτοαποκάλυψη, που τέλος οδηγεί σε θετικότερη στάση απέναντι στην εξωοµάδα. Επίσης η επίδραση της έµµεσης διοµαδικής φιλίας πάνω στις στάσεις απέναντι στην εξωοµάδα ήταν και άµεση, αλλά τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι διαµεσολαβείται τόσο από το διοµαδικό άγχος, όσο και από την αυτοαποκάλυψη. ηλ., όσο περισσότερη η έµµεση διοµαδική φιλία, τόσο λιγότερο το διοµαδικό άγχος και τόσο θετικότερη η στάση απέναντι στην εξωοµάδα, και, όσο περισσότερη η έµµεση διοµαδική φιλία, τόσο περισσότερη η πρόθεση για αυτοαποκάλυψη και τόσο θετικότερη η στάση απέναντι στην εξωοµάδα. Νοερή (imagined) Επαφή Crisp, R.J., & Turner, R.N. (2009). Can imagined interactions produce positive perceptions? Reducing prejudice through simulated social contact. American Psychologist, 64, 231-240. Όπως διαπιστώνεται από τις έρευνες πάνω στην εκτεταµένη επαφή, η άµεση επαφή δεν είναι ο µόνος τρόπος µείωσης της προκατάληψης. Ωστόσο, το ερώτηµα που τίθεται είναι αν είναι εφικτή ακόµα και η εκτεταµένη επαφή σε περιπτώσεις όπου υπάρχει τόσο έντονος διαχωρισµός µεταξύ ενδοοµάδας εξωοµάδας (π.χ. στη Μέση Ανατολή, στην Κύπρο, στην πρώην Γιουγκοσλαβία), ώστε κάποιος να µην γνωρίζει
75 καν άτοµα της ενδοοµάδας που να έχουν φίλους από την εξωοµάδα. Για τέτοιες περιπτώσεις οι Crisp & Turner (2009) πρότειναν την νοερή προσοµοίωση της κοινωνικής επαφής ή αλλιώς την νοερή επαφή µε µέλος ή µέλη της εξωοµάδας. Το βασικό σκεπτικό είναι ότι η νοερή προσοµοίωση µιας θετικής εµπειρίας επαφής µε ένα µέλος µιας εξωοµάδας, ενεργοποιεί έννοιες που συνδέονται µε πραγµατικές θετικές αλληλεπιδράσεις µε µέλη άλλων εξωοµάδων, όπως το να νιώθει κανείς λιγότερο άγχος στην προοπτική µελλοντικής επαφής, κάτι που όπως έχουµε δει συνδέεται µε θετικότερες στάσεις απέναντι στην εξωοµάδα. Οι µίνιµουµ οδηγίες που δίνονται στους συµµετέχοντες είναι: «Θα θέλαµε να φανταστείτε ότι συναντιέστε µε ένα άγνωστο µέλος της τάδε οµάδας για πρώτη φορά. Φανταστείτε ότι η αλληλεπίδραση είναι θετική, χαλαρή και άνετη». ηλ. οι οδηγίες αφορούν νοερή προσοµοίωση σε θετικό πλαίσιο, γιατί αν οι συµµετέχοντες κληθούν απλά να φανταστούν τη συνάντηση, µπορεί να την φανταστούν σε ουδέτερο πλαίσιο, ή ακόµα χειρότερα σε αρνητικό πλαίσιο. Ερευνητική στήριξη για τη νοερή επαφή παρέχουν αρκετές πρόσφατες έρευνες. Οι Turner, Crisp & Lambert (2007) στο τρίτο τους πείραµα, χώρισαν τους 27 άνδρες ετεροφυλόφιλους συµµετέχοντες σε δύο οµάδες. Στην πειραµατική οµάδα τους ζητήθηκε να φανταστούν ότι συζητούσαν για µισή ώρα µε έναν άνδρα οµοφυλόφιλο που κάθισε δίπλα τους στο τρένο και ανακάλυψαν ενδιαφέροντα και απροσδόκητα πράγµατα γι αυτόν. Στην οµάδα ελέγχου ζητήθηκε να φανταστούν ότι πήγαν µια εκδροµή και ότι βρέθηκαν απροσδόκητα σε έναν αποµονωµένο κολπίσκο. Οι µετρήσεις αφορούσαν το διοµαδικό άγχος («αν συναντούσατε έναν άνδρα οµοφυλόφιλο στο µέλλον πως θα νιώθατε;»), τη στάση απέναντι στους οµοφυλόφιλους, και την προσλαµβανόµενη οµοιογένεια της εξωοµάδας. Τα αποτελέσµατα έδειξαν σηµαντικά λιγότερο διοµαδικό άγχος, πιο θετική στάση και λιγότερη προσλαµβανόµενη οµοιογένεια της εξωοµάδας στην πειραµατική οµάδα σε σχέση µε την οµάδα ελέγχου. Επίσης, έδειξαν ότι η επίδραση της νοερής επαφής στις στάσεις απέναντι στους οµοφυλόφιλους διαµεσολαβείται από το διοµαδικό άγχος. Οι Stathi & Crisp (2008) διερεύνησαν κατά πόσο η νοερή επαφή προάγει την «κοινωνική προβολή». Σύµφωνα µε τη θεωρία της κοινωνικής προβολής (Robbins & Krueger, 2005) οι άνθρωποι διαµορφώνουν τις απόψεις τους για τους άλλους µε βάση τις αναµενόµενες οµοιότητες ή διαφορές µεταξύ του εαυτού και των άλλων. Η προβολή είναι µια διαδικασία κατά την οποία χαρακτηριστικά και στάσεις του εαυτού αποδίδονται σε άλλους. Έχει διαπιστωθεί ότι η προβολή θετικών χαρακτηριστικών
76 του εαυτού είναι ισχυρότερη προς µέλη της ενδοοµάδας παρά της εξωοµάδας κάτι που αντανακλά ενδοοµαδική την εύνοια. Στο τρίτο πείραµα των Stathi & Crisp (2008), οι 98 συµµετέχουσες Αγγλίδες φοιτήτριες έπρεπε είτε να φανταστούν επαφή µε αλλοδαπούς φοιτητές (νοερή επαφή) είτε µια επίσκεψη σε ένα κατάστηµα επίπλων (συνθήκη ελέγχου) και να καταγράψουν διάφορες όψεις της σκηνής που φαντάστηκαν. Μετά έγινε η µέτρηση της προβολής: όθηκε στις φοιτήτριες µια λίστα µε 20 χαρακτηριστικά 10 θετικά και 10 αρνητικά και έπρεπε να επιλέξουν, στη µια συνθήκη, πρώτα ποια από αυτά ήταν χαρακτηριστικά του εαυτού τους και από µια ίδια λίστα µετά ποια ήταν χαρακτηριστικά της εξωοµάδας και στη δεύτερη συνθήκη αντιστρόφως, δηλ. πρώτα της εξωοµάδας και µετά του εαυτού. Ο δείκτης προβολής που µας ενδιαφέρει ήταν ο αριθµός των θετικών χαρακτηριστικών που είχαν επιλέξει τόσο για τον εαυτό όσο και για την εξωοµάδα. Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι η προβολή θετικών χαρακτηριστικών στην εξωοµάδα ήταν συνολικά ισχυρότερη στη συνθήκη νοερής επαφής σε σχέση µε τη συνθήκη ελέγχου, αλλά αυτή η διαφορά ήταν στατιστικά σηµαντική µόνο στη συνθήκη που πρώτα επελέγησαν τα χαρακτηριστικά του εαυτού και µετά της εξωοµάδας, δηλ. στη συνθήκη όπου έγινε πρώτα ευκρινής ο προσωπικός εαυτός. Οι Crisp & Turner (2009) θεωρούν την νοερή επαφή ως ένα πρώτο βήµα για βελτίωση των διοµαδικών σχέσεων, που ενθαρρύνει τα άτοµα να επιζητήσουν την πραγµατική επαφή, επειδή µειώνει το διοµαδικό άγχος. Το φαινόµενο της δευτερογενούς µετάθεσης της επαφής (secondary transfer effect of contact) Pettigrew, T.F. (2009). Secondary transfer effect of contact: Do intergroup contact effects spread to noncontacted outgroups? Social Psychology, 40, 55-65. Ο Pettigrew (2009) ονοµάζει την γενίκευση των θετικών αποτελεσµάτων της επαφής µε ένα µέλος της εξωοµάδας, στην εξωοµάδα στο σύνολό της ως φαινόµενο πρωτογενούς µετάθεσης της επαφής (primary transfer effect of contact). Έτσι, ονοµάζει φαινόµενο δευτερογενούς µετάθεσης της επαφής τη γενίκευση της µείωσης της προκατάληψης προς µια οµάδα µέσω επαφής, σε άλλες οµάδες µε τις οποίες δεν υπάρχει επαφή. Ο Pettigrew (2009) παρατηρεί ότι ενώ το φαινόµενο της δευτερογενούς µετάθεσης της επαφής έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, στη γνωστή
77 µεταανάλυση 515 ερευνών των Pettigrew & Tropp (2006) βρέθηκαν µόνο 18 έρευνες που το είχαν εξετάσει και οι οποίες έδειξαν σηµαντική σχέση µεταξύ επαφής µε µια οµάδα και µείωσης της προκατάληψης προς άλλες οµάδες (r = -.19). Πρόσφατες έρευνες έχουν τεκµηριώσει το φαινόµενο της δευτερογενούς µετάθεσης. Ενδεικτικά, οι Eller & Abrams (2004) βρήκαν ότι Άγγλοι φοιτητές που είχαν επαφή µε Γάλλους, όχι µόνον είχαν θετικότερη στάση απέναντι στους Γάλλους γενικά, αλλά και απέναντι στους Αλγερινούς. Επίσης οι Tausch et al. (2010), αναφέρουν έρευνα µε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους έρευνα στην οποία συµµετείχε και ο Χάρης Ψάλτης που έδειξε ότι η επαφή µεταξύ των δύο οµάδων γενικευόταν και σε θετικότερες στάσεις προς τις εθνικές εξωοµάδες (Τούρκους και Έλληνες αντιστοίχως). Ο ίδιος ο Pettigrew (2009), χρησιµοποιώντας δείγµα Γερµανών από διαχρονική δηµοσκοπική έρευνα, όπου µετρήθηκε η επαφή µε ξένους στη Γερµανία και οι στάσεις απέναντι στους ξένους στη Γερµανία, τους Μουσουλµάνους, τους άστεγους, τους οµοφυλόφιλους και τις λεσβίες, τις µη παραδοσιακές γυναίκες και τους Εβραίους, διαπίστωσε ότι η ισχυρότερη δευτερογενής γενίκευση ήταν για τους Μουσουλµάνους, τους άστεγους και τους οµοφυλόφιλους και τις λεσβίες. Ο Pettigrew (2009) κατέληξε στο συµπέρασµα ότι η έκταση της δευτερογενούς γενίκευσης εξαρτάται από την πολιτισµική οµοιότητα και το βαθµό στιγµατισµού της αρχικής σε σχέση µε τη δευτερογενή οµάδα. Το θέµα της κατεύθυνσης της «αιτιότητας» µεταξύ επαφής και προκατάληψης Brown, R., & Hewstone, M. (2005). An integrative theory of intergroup contact. In M. P. Zanna (Ed.), Advances in experimental social psychology (Vol. 37, pp. 255-343). San Diego, CA: Academic Press. Ένα ερώτηµα που έχει τεθεί επανειληµµένα είναι το εξής: Η επαφή οδηγεί σε µείωση της προκατάληψης ή οι λιγότερο προκατειληµµένοι επιδιώκουν την επαφή; Με προηγµένες στατιστικές τεχνικές έχει διαπιστωθεί ότι η «διαδροµή» από την επαφή στη στάση είναι ισχυρότερη από την αντίστροφη διαδροµή (που είναι όµως επίσης σηµαντική).
78 Πειραµατικές µελέτες όπου οι συµµετέχοντες δεν είχαν επιλογή αν θα έρθουν ή όχι σε επαφή (άρα δεν τους οδηγούσε η προϋπάρχουσα στάση στην επιδίωξη επαφής) συνηγορούν υπέρ της διαδροµής από την επαφή στην µείωση της προκατάληψης. ιαχρονικές αν και σπάνιες µελέτες υποστηρίζουν και τις δύο «διαδροµές»! Πληθυσµιακά ποσοστά µειονοτήτων και προκατάληψη Pettigrew, T. F., Wagner, U., & Christ, O. (2010). Population ratios and prejudice: Modelling both contact and threat effects. Journal of Ethnic and Migration Studies, 36, 635-650. Ποια είναι η σχέση µεταξύ του αριθµού των µελών (ποσοστού) µιας (εθνικής, φυλετικής ή εθνοτικής) µειονότητας σε µια περιοχή και της στάσης της πλειοψηφίας προς αυτή τη µειονότητα; Το ερώτηµα είναι πολύ επίκαιρο σε µια εποχή που πολλές χώρες της Ευρώπης (και κυρίως η Ελλάδα) δέχονται πληθώρα µεταναστών. Από επιστηµονική άποψη, υπάρχουν δύο θεωρητικές προσεγγίσεις που οδηγούν σε αντίθετες προβλέψεις. Από τη µια µεριά, η θεωρία της απειλής (threat theory) προβλέπει ότι η αύξηση του ποσοστού µιας µειονότητας απειλεί τη θέση της πλειοψηφίας και αυξάνει την πιθανότητα εκδήλωσης προκατάληψης. Κάποιες µελέτες στις ΗΠΑ έδειξαν κάτι τέτοιο. Άλλες έρευνες δείχνουν µια αρνητική καµπυλόγραµµη σχέση µεταξύ προκατάληψης και ποσοστών των µειονοτήτων. Για παράδειγµα, ο Forman (2003) µε δείγµα αµερικανών λευκών µαθητών έδειξε ότι η αύξηση του ποσοστού µαύρων µαθητών σχετιζόταν µε µειωµένη προκατάληψη από την πλευρά των λευκών µαθητών, αλλά αν το ποσοστό των µαύρων µαθητών ήταν πάνω από 35% η προκατάληψη ήταν αυξηµένη και µάλιστα µεγαλύτερη και από την προκατάληψη λευκών µαθητών σε σχολεία µε λίγους µαύρους µαθητές. Αντίθετα, για τις µειονότητες των Λατίνων και των Ασιατών µαθητών, η έρευνα του Forman έδειξε ότι όσο αυξανόταν το ποσοστό τόσο µειωνόταν η προκατάληψη. Από την άλλη µεριά, η θεωρία της επαφής προβλέπει ότι η αύξηση του ποσοστού µιας µειονότητας δίνει περισσότερες ευκαιρίες για θετική διοµαδική επαφή και µειώνει την πιθανότητα εκδήλωσης προκατάληψης. Έρευνα των Wagner et al. (2003) έδειξε ότι η προκατάληψη στην πρώην υτική Γερµανία, όπου το ποσοστό