Λέκα Ευρυδίκη,, 2002, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Περίληψη : Με αυτό το όνομα είναι γνωστοί δύο γλύπτες από την Καρία που σταδιοδρόμησαν μεταξύ του 370 και του 270 π.χ. Ο πρεσβύτερος εργάστηκε στο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, ενώ ο νεότερος φιλοτέχνησε μεταξύ άλλων ένα περίφημο άγαλμα του Σαράπιδος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Τόπος και Χρόνος Γέννησης 4ος αι. π.χ. Καρία Τόπος και Χρόνος Θανάτου β μισό 4ου-α μισό 3ου αι. π.χ. Κύρια Ιδιότητα Γλύπτες 1. Καταγωγή Αν και παλιότερα πιστευόταν ότι υπήρχε μόνο ένας γλύπτης στην Αρχαιότητα, η σύγχρονη έρευνα έχει εντοπίσει δύο με αυτό το όνομα, που σταδιοδρόμησαν μεταξύ του 370 και του 270 π.χ. Με βάση το όνομά τους φαίνεται ότι κατάγονταν από την Καρία και ήταν συγγενείς. 2. Α Ο πρεσβύτερος ή Α γεννήθηκε γύρω στο 390 π.χ., εκπαιδεύτηκε στην Αθήνα γι αυτό αναφέρεται και ως Αθηναίος στις γραπτές πηγές 1 και εργάστηκε στα μέσα του 4ου αι. π.χ. Το όνομά του εμφανίζεται γύρω στο 350 π.χ. σε μαρμάρινη βάση τρίποδα από την Αγορά της Αθήνας που φέρει ανάγλυφες παραστάσεις ιππέων. 2 Μόνο αυτό το έργο μπορεί να αποδοθεί με σιγουριά στον πρεσβύτερο Βρύαξι. 3 Από τις γραπτές πηγές παραδίδεται επίσης ότι εργάστηκε μαζί με το Λεωχάρη, το Σκόπα και τον Τιμόθεο για το γλυπτό διάκοσμο του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού (360-350 π.χ.), του οποίου είχε αναλάβει τη βόρεια πλευρά. 4 Έχουν γίνει προσπάθειες να του αποδοθούν κάποιες από τις πλάκες της ζωφόρου της Αμαζονομαχίας με βάση κυρίως τις παραστάσεις των αλόγων, που εμφανίζουν ομοιότητες με αυτά στη βάση του τρίποδα από την Αθήνα. 5 Ο θεωρούνταν παραδοσιακά δημιουργός δύο διάσημων ανδριάντων από το Μαυσωλείο, γνωστών ως Μαύσωλος και Αρτεμισία, 6 κάτι που σήμερα αμφισβητείται. Η δραστηριότητά του στην Αθήνα και στην Αλικαρνασσό οδήγησε τη σύγχρονη έρευνα να του αποδώσει και άλλα έργα, κυρίως από τη Μικρά Ασία, που μας είναι γνωστά μόνο από γραπτές πηγές. Σε αυτά περιλαμβάνονται ένα άγαλμα Ασκληπιού και ένα άγαλμα Υγείας που είδε ο Παυσανίας 7 στα Μέγαρα, ένα μαρμάρινο άγαλμα Διονύσου στην Κνίδο, 8 ένα σύμπλεγμα Δία και Απόλλωνα με λέοντες στα Πάταρα της Λυκίας, που αποδίδεται όμως και στο Φειδία, 9 πέντε χάλκινα κολοσσικά αγάλματα θεών στη Ρόδο 10 και πιθανώς ένα άγαλμα Πασιφάης, 11 που μεταφέρθηκε αργότερα στη Ρώμη. 3. Β Ο νεότερος ή Β ήταν πιθανότατα γιος ή εγγονός του προηγούμενου. Σε αυτό συνηγορεί και μια αρχαία πηγή. 12 Φιλοτέχνησε γύρω στο 300-281 π.χ. ένα κολοσσικό λατρευτικό άγαλμα (ύψους 12 μ.) όρθιου Απόλλωνα με λύρα στη Δάφνη, κοντά στην Αντιόχεια της Συρίας. Σύμφωνα με μια άποψη το γλυπτό θα μπορούσε να έχει γίνει νωρίτερα για άλλη πόλη και να μεταφέρθηκε στην Αντιόχεια από το Σέλευκο Α Νικάτορα αμέσως μετά την ίδρυσή της το 301 π.χ. Το έργο αυτό καταστράφηκε από φωτιά το 362 μ.χ., ο αγαλματικός τύπος του όμως μας είναι γνωστός από ένα νόμισμα του Δημιουργήθηκε στις 17/3/2017 Σελίδα 1/5
Λέκα Ευρυδίκη,, 2002, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Αντιόχου Δ Επιφανούς (175-163 π.χ.) 13 και από κάποια ρωμαϊκά αυτοκρατορικά νομίσματα, όπως και από τις περιγραφές των αρχαίων συγγραφέων. 14 Ο Απόλλωνας του Βρυάξιδος ήταν ένα ακρόλιθο άγαλμα με επιχρυσωμένα τα ντυμένα του μέρη. Απεικόνιζε το θεό όρθιο, ντυμένο με πέπλο και ιμάτιο, να κρατά τη λύρα με το αριστερό του χέρι και φιάλη προσφορών στο δεξί. Το έργο θα πρέπει να επηρέασε ιδιαίτερα τα ύστερα ελληνιστικά και ρωμαϊκά αγάλματα Απόλλωνα και Μουσών, τα οποία πιθανότατα απηχούν το χαμένο πρωτότυπο έργο του Βρυάξιδος. Με αυτόν το Βρύαξι συνδέθηκε από το φιλόσοφο και ιστορικό του 1ου αι. μ.χ. Αθηνόδωρο της Ταρσού 15 το κολοσσικό (ύψους 12 μ.) καθιστό λατρευτικό άγαλμα του Σαράπιδος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, που έχει προκαλέσει πολλά ερωτηματικά στη σύγχρονη έρευνα. Το πρωτότυπο έργο καταστράφηκε από τους χριστιανούς τον 4ο αι. μ.χ., υπάρχει όμως μια υπερφυσικού μεγέθους παραλλαγή στο Ελληνορωμαϊκό Μουσείο της Αλεξάνδρειας. Το πρωτότυπο έργο ήταν παραγγελία πιθανότατα του Πτολεμαίου Α Σωτήρος (305-283 π.χ.). Ορισμένες αρχαίες πηγές 16 επίσης αναφέρουν ότι ένα παλαιότερο άγαλμα Άδη φιλοτεχνήθηκε από το Βρύαξι για την πόλη της Σινώπης στη Μαύρη θάλασσα και μεταφέρθηκε στην Αίγυπτο κατά τη βασιλεία του Πτολεμαίου Α. Σύμφωνα με τον Τάκιτο 17 το άγαλμα του Σαράπιδος φιλοτεχνήθηκε τον 4ο αι. π.χ. για τη Μέμφιδα της Αιγύπτου και αργότερα μεταφέρθηκε στην Αλεξάνδρεια. Ήταν φτιαγμένο από ξύλινο πυρήνα, πιθανότατα επενδυμένο με ένα συνδυασμό ποικίλων μετάλλων και πολύτιμων λίθων, που έδιναν στην επιφάνειά του μια σκούρα μπλε απόχρωση (θα μπορούσε όμως να ήταν και χρυσελεφάντινο). 18 Ο Σάραπις απεικονιζόταν ως θεός της γονιμότητας και του Κάτω Κόσμου, με τρόπο που συνδύαζε ελληνικά και μη στοιχεία. Φορούσε χιτώνα και ιμάτιο, έφερε στο κεφάλι κάλαθο, που ήταν πρότυπο μέτρο χωρητικότητας δημητριακών, και είχε πυκνά και μακριά μαλλιά και γένια. Κρατούσε σκήπτρο στο αριστερό του χέρι και με το δεξί ετοιμαζόταν να αγγίξει ένα από τα τρία κεφάλια του Κέρβερου, σκύλου που προστάτευε την είσοδο του Κάτω Κόσμου, ο οποίος στεκόταν δίπλα του. Τον αγαλματικό αυτό τύπο του Σαράπιδος επινόησε πιθανότατα ο. Φαίνεται ότι θέλησε να συγχωνεύσει σε αυτόν το μεγαλείο του αγάλματος του Δία του Φειδία στην Ολυμπία με την προσωπική γοητεία του Ασκληπιού και το μυστηριώδη χαρακτήρα του Πλούτωνα. Ήταν μάλλον η τελευταία φορά που εκφράστηκε στην τέχνη η ροπή προς τις προσωπικές και μυστικές πλευρές της θρησκευτικής εμπειρίας, ροπή η οποία χαρακτήριζε την Ελληνιστική εποχή. Πιθανότατα αυτός είναι ο που αναφέρεται ως χαλκοπλάστης από τον Πλίνιο, 19 ο οποίος μας παραδίδει δύο άγνωστα κατά τα άλλα έργα του, έναν Ασκληπιό και ένα πορτρέτο του βασιλιά της Συρίας Σελεύκου Α Νικάτορος (305-281 π.χ.). Ανάμεσα στα αντίγραφα άλλων χαμένων έργων που αποδίδονται στο Βρύαξι με βάση την ομοιότητά τους με το Σάραπι είναι και μια κεφαλή του Δία. 20 4. Αποτίμηση Οι δύο γλύπτες από την Καρία θεωρείται ότι ερμήνευσαν με το δικό τους τρόπο τις μορφές των ελληνικών θεών, συνδυάζοντας τα ελληνικά πρότυπα με τη μη ελληνική νοοτροπία, με αποτέλεσμα οι μορφές τους να αντανακλούν την ανάδυση του ελληνιστικού πολιτισμού. 1. Κλήμ. Αλ., Προτρ. 4.48.1-3 (FGH 746 F 3). 2. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 1733 Picard, Ch., Manuel d'archéologie grecque: La Sculpture 4 (Paris 1963), σελ. 858-863 Richter, G.M.A., The Sculpture and Sculptors of the Greeks 4 (New Haven 1970), εικ. 771-772. 3. Υπήρχε και μια άλλη βάση στη Ρώμη, χαμένη σήμερα, που έφερε τη λατινική επιγραφή Opus Bryaxidis πρόκειται όμως για ρωμαϊκό αντίγραφο ενός χαμένου έργου του Βρυάξιδος. 4. Plin., ΗΝ 36.30-31 Vitr. 7, Πρόλογος 12-13. Δημιουργήθηκε στις 17/3/2017 Σελίδα 2/5
Λέκα Ευρυδίκη,, 2002, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος 5. Έχουν προταθεί διάφορες πλάκες που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Π.χ. οι αρ. 1009 και 1019 ή οι 1018, 1019, 1020 και 1021. Κυρίως όμως η 1019. 6. Βρίσκονται και οι δύο στο Βρετανικό Μουσείο. 7. Παυσ. 1.40.6. 8. Plin., ΗΝ 36.22. 9. Κλήμ. Αλ., Προτρ. 4.47. 10. Plin., ΗΝ 34.42. 11. Tatian, Oratio ad Graecos 33 Coarelli, F., Il complesso pompeiano del Campio Marzio e la sua decorazione scultorea, Pontifica Accademia Romana di Archeologia. Rendiconti 44 (1971-1972), σελ. 99-106. 12. Κεδρ. Γεώργ. 536 Β. 13. Πρώην ιδιωτική συλλογή R. Jameson. 14. Π.χ. Λιβάν., Λόγ. 60.8-12 Φιλοστόργ., σελ. 87, 19-88, 9 Downey, G., Ancient Antioch (Princeton 1963), σελ. 43, εικ. 17 Hermann, W., Zum Apollo Borghese, AA (1973), σελ. 658-663 Fuchs, M., Eine Musengruppe aus dem Pompeius-Theater, MDAI(R) 89 (1982), σελ. 69-80 Linfert, A., Der Apollon von Daphne des Bryaxis, DaM 1 (1983), σελ. 165-173 Stewart, A., Greek Sculpture. An Exploration (New Haven - London 1990), σελ. 202, 221, 282, 300, εικ. 629. 15. Αναφέρεται από τον Κλήμ. Αλ., Προτρ. 4.48.1-3 (FGH 746 F 3). Για το ποιος καλλιτέχνης φιλοτέχνησε το Σάραπι της Αλεξάνδρειας και πότε βλ. συνοπτικά Frazer, P.M., Ptolemaic Alexandria (Oxford 1972), σελ. 246-276 Hornbostel, W., Sarapis: Studien zur Überlieferungsgeschichte, der Erscheinungsformen und Wandlungen der Gestalt eines Gottes (Leiden 1973) Pollitt, J.J., Η Τέχνη στην Ελληνιστική Εποχή, μτφρ. από τα αγγλικά Α. Γκαζή (Αθήνα 1994), σελ. 345-347 Stewart, A., Greek Sculpture. An Exploration (New Haven - London 1990), σελ. 20, 28, 196, 200-203, 282, 301, 325. 16. Tac., Hist. 4.83-84 Πλούτ., Ηθ. 361F-362A. 17. Tac., Hist. 4.84. 18. Hornbostel, W., Sarapis: Studien zur Überlieferungsgeschichte, der Erscheinungsformen und Wandlungen der Gestalt eines Gottes (Leiden 1973). 19. Plin., ΗΝ 34.73. 20. Η λεγόμενη κεφαλή Διός Otricoli, Ρώμη, Βατικανό, Museo Pio-Clementino. Βιβλιογραφία : Hornblower S., Mausolus, Oxford 1982 Smith R.R.R., Hellenistic sculpture, Thames and Hudson, New York 1991 Politt J.J., Η τέχνη στην ελληνιστική εποχή, (επανεκτ. 2003), Αθήνα 1994, Γκαζή, A. (μτφρ.) Δημιουργήθηκε στις 17/3/2017 Σελίδα 3/5
Λέκα Ευρυδίκη,, 2002, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ridgway B.S., Hellenistic sculpture I: The styles of ca. 331-200 B.C., Bristol 1990 Stewart A., Greek Sculpture. An Exploration, Yale University Press, New Haven London 1990 Todisco L., Scultura greca del iv secolo: Maestri e scuole di statuaria tra classicita ed ellenismo, Milan 1993 Bieber Μ., The Sculpture of the Hellenistic Age, 2, New York 1961 Ridgway B.S., Fifth Century Styles in Greek Sculpture, Princeton 1981 Jongkees J.H., "New Statues by Bryaxis", JHS, 68, 1948, 29-39 Robertson M., A History of Greek Art 1-2, Cambridge 1975 Fraser P.M., Ptolemaic Alexandria, Oxford 1972 Gallet de Santerre H., Le Bonniec H., Pline l ancien., H. Gallet de Santerre, H. Le Bonniec (eds.), Histoire Naturelle. Livre XXXVI, Paris 1983 Hornbostel W., Sarapis. Studien zur Überlieferungsgeschichte, der Erscheinungsformen und Wandlungen der Gestalt eines Gottes, Leiden 1973 Luttrell A., Jeppesen K., The Maussoleion at Halikarnassos 2. The Written Sources, Jutland 1986 Lippold G., Griechische Plastik, München 1951 Picard C., Manuel d'archéologie Grecque. La Sculpture 4, Paris 1963 Jongkees J.H., "Bryaxis or Satyros?", Mnemosyne, 11, 1958, 136-138 Linfert Α., "Der Apollon von Daphne des Bryaxis", DaM, 1, 1983, 165-173 Borrelli L. Vlad, "Bryaxis", EAA 2, Rome 1963, 196-199 Λεβέντης Ι., "Bryaxis", J. Turner (ed.), The Dictionary of Art 5, London: Macmillan 1996, 64-65 Φαράκλας Ν., "Τι ίστατο επί της βάσεως του Βρυάξιδος", ΑΔ, 24, 1969, 59-65 Lippold G., "Sarapis and Bryaxis", F. Beckmann, P. Festschrift (eds.), Arndt zu seinem sechzigsten Geburtstag, München 1925, 115-127 Nock A.D., "Sapor I and the Apollo of Bryaxis", AJA, 66, 1962, 307-310 Pfuhl E., "Bemerkungen zur Kunst des vierten Jahrhunderts", JdI, 43, 1928, 1-53 Schwarz F.F., "Zum sogenannten Eubouleus", J.Paul Getty Museum Journal, 2, 1975, 71-84 Schwarz F.F., "Nigra maiestas. Bryaxis, Sarapis, Claudian", G. Schwarz (ed.), Classica et provincialia: Festschrift Erna Diez, Graz 1978, 189-210 Six J., "Asklepios by Bryaxis", JHS, 42, 1922, 31-55 Δημιουργήθηκε στις 17/3/2017 Σελίδα 4/5
Λέκα Ευρυδίκη,, 2002, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Politt J.J., The art of ancient Greece: sources and documents, Cambridge 1990 Richter G.M.A., The Sculpture and Sculptors of the Greeks, 4, New Haven, London 1970 Schwarz F.F., Bryaxis: Eine Studie zur Persönlichkeitsforschung in der bildenden Kunst des 4. Jhs. v.chr., Graz 1961 Staumbaugh J., Serapis under the Early Ptolemies, Leiden 1972 Waywell G.B., The Free-standing Sculptures of the Mausoleum at Halicarnassus in the British Museum, London 1978 Adriani A., "Alla ricerca di Briasside", MemLic, 10, 1948, 434-473 Charbonneaux J., "Bryaxis et le Sarapis d Alexandrie", MonPiot, 52, 1962, 15-26 Coarelli F., "Il complesso pompeiano del Campio Marzio e la sua decorazione scultorea", Pontifica Accademia Romana di Archeologia, 44, 1971-1972, 99-106 Fuchs M., "Eine Musengruppe aus dem Pompeius-Theater", MDAI(R), 89, 1982, 69-80 Hermann A., "Zum Apollo Borghese", AA, 1973, 658-663 Γλωσσάριo : ακρόλιθο άγαλμα, το Άγαλμα κατασκευασμένο από διάφορα υλικά. Η κεφαλή ήταν λίθινη ή μαρμάρινη. Το ίδιο ίσχυε σχεδόν πάντα και για τα άκρα. Τα υπόλοιπα μέρη κατασκευάζονταν από άλλα υλικά, συνήθως ξύλο, ελεφαντόδοντο ή χαλκό. ζωφόρος, η 1. (αρχιτεκτονική) Tμήμα του θριγκού πάνω από το επιστύλιο, το οποίο αποτελείται στο μεν δωρικό ρυθμό από εναλλασσόμενα τρίγλυφα και μετόπες, στο δε ιωνικό από ενιαία επιφάνεια που φέρει συνήθως ανάγλυφη διακόσμηση. 2. (ζωγραφική) Διακοσμητική οριζόντια ταινία που περιτρέχει διάφορα μέρη ενός αγγείου ή το άνω μέρος των τοίχων ενός δωματίου. ιμάτιο, το Ορθογώνιο κομμάτι μάλλινου, κατά κανόνα, υφάσματος που το φορούσαν πάνω από το χιτώνα. Μπορούσε να τυλιχτεί με διάφορους τρόπους γύρω από τους ώμους και το σώμα και στερεωνόταν με ζώνη ή πόρπες. Δημιουργήθηκε στις 17/3/2017 Σελίδα 5/5