Διαδραστικό κείμενο 3

Σχετικά έγγραφα
Δ Φάση Επιμόρφωσης. Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Γραφείο Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων. 15 Δεκεμβρίου 2010

Μέθοδος-Προσέγγιση- Διδακτικός σχεδιασμός. A. Xατζηδάκη, Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μιο Κρήτης

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

III_Β.1 : Διδασκαλία με ΤΠΕ, Γιατί ;

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση


Eκπαίδευση Εκπαιδευτών Ενηλίκων & Δία Βίου Μάθηση

Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μίου Κρήτης «Επιστήμες Αγωγής»

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Η ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Ημέρα Γνωριμίας Κυριακή, 26 Ιανουαρίου 2014

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

(econtent Localisation Resources for Translator Training)

133 Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Θεσσαλονίκης

Διδακτική της Λογοτεχνίας

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΑΛ 102 Προφορικός λόγος 6 ΓΑΛ 103 Γραπτός λόγος I 6 ΓΑΛ 170 e-french 6 ΓΑΛ Μάθημα περιορισμένης επιλογής 6

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 21

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Τα πρώιμα μοντέλα του Cummins. Α.Χατζηδάκη

Μεταγνωστικές διεργασίες και αυτο-ρύθμιση

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ. Public Relations Management

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΕΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ Ι

Ναπολέων Μήτσης: Αποσπάσματα κειμένων για τη σχέση γλώσσας και πολιτισμού

Διάταξη Προγράμματος Σπουδών EGL / Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία

Διδακτική της Πληροφορικής

ΕΝΙΑΙΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ

Τα Διδακτικά Σενάρια και οι Προδιαγραφές τους. του Σταύρου Κοκκαλίδη. Μαθηματικού

3. Περιγράμματα Μαθημάτων Προγράμματος Σπουδών

Γεωργική Εκπαίδευση. Θεματική ενότητα 12 1/2. Όνομα καθηγητή: Αλέξανδρος Κουτσούρης Τμήμα: Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΙΑ ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

Φοιτήτρια: Τσαρκοβίστα Βικτώρια (Α.Μ ) Επιβλέπων καθηγητής: Χριστοδουλίδης Παύλος

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση

Ενότητα 1: Πώς να διδάξεις ηλικιωμένους για να χρησιμοποιήσουν τη ψηφιακή τεχνολογία. Ημερομηνία: 15/09/2017. Intellectual Output:

Αιτία παραποµπής Ε Ω ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΤΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΤΟΥ ΠΑΙ ΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ.

Ανάλυση των δραστηριοτήτων κατά γνωστική απαίτηση

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο

Τα αναλυτικά προγράμματα στην τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση. Βασίλης Δημητρόπουλος Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

Γλωσσάριο. Ανάπτυξη ικανοτήτων μέσω συνεργασίας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ, ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Προς όλες και όλους τις/τους φοιτήτριες και φοιτητές του Τμήματος

Παραδόσεις 4 ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ. Δεν υφίστανται προϋποθέσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Προσφερόμενα Διπλώματα (Προσφερόμενοι Τίτλοι)

Μεταπτυχιακό στην Κοινωνική Εργασία

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Ιδανικός Ομιλητής. Δοκιμασία Αξιολόγησης Α Λυκείου. Γιάννης Ι. Πασσάς, MEd Εκπαιδευτήρια «Νέα Παιδεία» 22 Μαΐου 2018 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Δίγλωσση προσχολική εκπαίδευση: Η εφαρμογή της Μεθόδου CLIL σε γαλλόφωνο περιβάλλον

ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΑΣΕΠ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ

Αξιολόγηση μεταφράσεων ιταλικής ελληνικής γλώσσας

Γενικοί Δείκτες για την Αξιολόγηση στη Συνεκπαίδευση

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)»

Ιδιότητες και Τεχνικές Σύνταξης Επιστημονικού Κειμένου

LOGO

ΦΥΣΙΚΑ Ε & Στ ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΡΑΣΣΑΣ ΣΧΟΛΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Οι διδακτικές πρακτικές στην πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου. Προκλήσεις για την προώθηση του κριτικού γραμματισμού.

Πολιτική Ποιότητας Τμήματος Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Πατρών

ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Κατερίνα Κασιμάτη Επίκ. Καθηγήτρια, Γενικό Τμήμα Παιδαγωγικών Μαθημάτων Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.

Αξιολόγηση μεταφράσεων ιταλικής ελληνικής γλώσσας

Εκπαιδευτική Μονάδα 1.1: Τεχνικές δεξιότητες και προσόντα

Α. Ι.Π. H.Q.A.A. ΕΚΘΕΣΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ. ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ/ΤΕΙ. Έκδοση 1.0 HELLENIC REPUBLIC ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Η αξιολόγηση των μαθητών

E-learning. Σύγχρονες Προσεγγίσεις και Διαπολιτισμική Εκπαίδευση και Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού. Οδηγός Σπουδών

ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΠΣ) Χρίστος Δούκας Αντιπρόεδρος του ΠΙ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Αποτελεσματικές Διαπραγματεύσεις

ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΕΤΟΣΦΑΙΡΙΣΗ ΚΜ: : 305 ΠΑΤΣΙΑΟΥΡΑΣ ΑΣΤΕΡΙΟΣ

ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2010 ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

ΠΡΑΞΗ: «ΜΟ.ΔΙ.Π» (Μονάδα Διασφάλισης Ποιότητας) του Πανεπιστημίου Μακεδονίας» Κωδικός MIS ΥΠΟΕΡΓΟ:

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Γεωργία Ε. Αντωνέλου Επιστημονικό Προσωπικό ΕΕΥΕΜ Μαθηματικός, Msc.

Αναγκαιότητα - Χρησιμότητα

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Αντιπαραβολικές πρωτοτυπολογίες κειμένων: Ένα λειτουργικό μεθοδολογικό εργαλείο και η χρησιμότητά του για τη διδακτική της μετάφρασης

O μετασχηματισμός μιας «διαθεματικής» δραστηριότητας σε μαθηματική. Δέσποινα Πόταρη Πανεπιστήμιο Πατρών

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΠΑ70/ Εκπαιδευτική Πολιτική και Αναλυτικά Προγράμματα

Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή

Ο 19ος αιώνας Είδαμε ότι πρώτοι ιστορικο-συγκριτικοί επιστήμονες είχαν στόχο να εξηγήσουν τις ομοιότητες που παρατηρούσαν ανάμεσα στις γλώσσες. Είδαμε

Διδακτική των Φυσικών Επιστημών Ενότητα 2: Βασικό Εννοιολογικό Πλαίσιο

Θεόδωρος Βυζάς Ελευθερία Δογορίτη ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ

Σωφρόνης Χατζησαββίδης. Οι σύγχρονες κριτικές γλωσσοδιδακτικές προσεγγίσεις στη διδασκαλία της γλώσσας ως δεύτερης και ξένης

Η ανάγκη των εσωτερικών αλλαγών στην τεχνική- επαγγελματική εκπαίδευση. Βασίλης Δημητρόπουλος Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος

ΑΡΗΣ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ Φυσικός, M.Ed. Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας

CAREER MANAGEMENT Διοίκηση Καριέρας

Ιδιότητες και Τεχνικές Σύνταξης Επιστημονικού Κειμένου Σχολιασμός ερευνητικής πρότασης

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΟΡΟΛΟΓΙΑ

Μετανάστευση, ευρωπαϊκές κοινωνικές αξίες και γλώσσα: συγκριτική αποτύπωση συμπερασμάτων του προγράμματος GRUNDTVIG MIVAL

Θέματα Υπολογισμού στον Πολιτισμό

Οικονομία - Επιχειρήσεις Μάρκετινγκ 1

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Εκπαιδευτική Διαδικασία και Μάθηση στο Νηπιαγωγείο Ενότητα 3: Δυο προσεγγίσεις που επηρεάζουν την εκπαιδευτική διαδικασία

O7: Πρόγραμμα Κατάρτισης Εκπαιδευτικών O7-A1: Αναπτύσσοντας εργαλεία για το Πρόγραμμα Κατάρτισης Εκπαιδευτικών

Ευρήματα στον τομέα του τουρισμού. Ανάλυση αναγκών

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

Ανάπτυξη Ικανοτήτων και Ηγεσία

Transcript:

Διαδραστικό κείμενο 3 Συνοπτική παρουσίαση επιμέρους θεμελιωδών παραμέτρων της μεταφραστικής επάρκειας Στη μεταφρασεολογική έρευνα, η Μεταφραστική επάρκεια συνδέεται κατά κόρον με τη διδασκαλία της μετάφρασης στην τάξη. Λόγω της εν γένει διεπιστημονικότητας και ετερογένειας της μεταφρασεολογίας, υφίστανται εδώ και περισσότερα από είκοσι χρόνια πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις, κάτι που αντικατοπτρίζει ταυτόχρονα και την πολυπλοκότητα, καθώς και την πολυδιάστατη φύση της μετάφρασης. Οι προσεγγίσεις αυτές εστιάζουν είτε σε αρκετά εξειδικευμένα και απομονωμένα ζητήματα είτε συνιστούν πιο περίπλοκες και ολιστικές προσπάθειες. Όλες, βέβαια, αποσκοπούν στο να συνεισφέρουν στη βελτίωση της μεταφραστικής επάρκειας στο σύνολό της. Από την πλειάδα των ετερογενών προσεγγίσεων ξεχωρίζουν εκείνες που επικεντρώνονται στη γνώση της μητρικής γλώσσας ως βασικής προϋπόθεσης για τη μεταφραστική ικανότητα (βλ. ενδεικτικά Lang, 1993, Will, 1997, Resch, 1998), στον ρόλο που διαδραματίζουν η γνώση της ξένης γλώσσας (βλ. ενδεικτικά Hansen, 1998), αλλά και τα ηλεκτρονικά οπτικο-ακουστικά μέσα (βλ. ενδεικτικά Schmitt, 1998), στη σημασία των μεταφραστικών κατηγοριών για τη διδασκαλία της μετάφρασης (βλ. ενδεικτικά Stolze, 1994), καθώς και της εντρύφησης στην αντιπαραβολική γλωσσολογία (βλ. Kvam, 1996, Engberg, 1996, Järventausta, 1996). Στις πιο ολοκληρωμένες προσεγγίσεις ανήκουν οι μελέτες που αντιλαμβάνονται τη μετάφραση ως μια δραστηριότητα σύνθετων δραστηριοτήτων (βλ. Wilss, 1992, Neubert, 1994, Nord, 1998, Barczaitis, 2002, Wilss, 2004) ή που εστιάζουν στις απαιτούμενες ικανότητες του μεταφραστή ως επαγγελματία (βλ. Kvam, 1996, Rieder, 1997, Barczaitis, 2002, Mackenzie, 2004). (Βλ. Snell-Hornby et al., 1998:341-367) Παράλληλα, υπάρχουν και οι προσεγγίσεις που εστιάζουν στην πραγματολογία και τον λειτουργισμό με έμφαση στην κειμενική ανάλυση (Nord, 1988, Nord, 1998α) ή και χωρίς τη συγκεκριμένη έμφαση (Kussmaul, 1995), καθώς και στη σημασία της πολιτισμικής επάρκειας για τη Mεταφραστική επάρκεια (Hansen, 1998, Witte, 1987, 1996, 1998, 2000, Löwe, 1990, 1994, 2002). Ειδικά στις τελευταίες δύο ερευνήτριες θα επικεντρωθούμε στο κύριο σκέλος του παρόντος κεφαλαίου (3.1-3.2). Δεδομένης της πληθώρας των διαφορετικών προσεγγίσεων στο ζήτημα της Μεταφραστικής επάρκειας και της καλλιέργειάς της, θα θέλαμε να παρουσιάσουμε πολύ σύντομα τις βασικότερες από αυτές, αφού μπορούμε να θεωρήσουμε ότι συμπληρώνουν λιγότερο ή περισσότερο τη Mεταφραστική επάρκεια υπό το πρίσμα του λειτουργισμού, όπως αναπτύσσεται πιο κάτω (βλ. 3.1-3.2). Ας δούμε, λοιπόν, κάποιες επιμέρους θεμελιώδεις πτυχές της μεταφραστικής επάρκειας με βάση την προσέγγιση σχετικών ερευνητών. α) Η γνώση της μητρικής γλώσσας και ο ρόλος της Σύμφωνα με τη Resch (1998:343), η γνώση της μητρικής παίζει σημαίνοντα ρόλο σε κάθε βήμα της μεταφραστικής διαδικασίας. (Βλ. και Will, 1997) Σε αντίθεση με τις όποιες ελλείψεις στην ξένη γλώσσα, η ενδεχόμενη μειωμένη επάρκεια στη μητρική γλώσσα δεν θεωρείται ότι είναι πάντοτε ιδιαίτερα εμφανής. Ωστόσο, μια στέρεη γνώση της μητρικής γλώσσας είναι πρωτίστης σημασίας για τον μεταφραστή, καθώς τον καθιστά σε θέση να συλλάβει και να αναλύσει το ΚΠ σε όλες του τις αποχρώσεις και να αντιληφθεί τα όποια προβλήματα περιεχομένου, αλλά και τα γλωσσικά ελλείμματα που μπορεί να έχει ένα ΚΠ. Επιπλέον, η ορθή χρήση της μητρικής βοηθάει τον μεταφραστή στο να επικοινωνεί αποτελεσματικά με τον πελάτη/εντολοδότη του, καθώς και στο να συλλέξει βιβλιογραφικό υλικό για την επιτυχή ολοκλήρωση της μεταφραστικής εντολής. Επίσης, σημαίνοντα ρόλο διαδραματίζει η μητρική γλώσσα και η στέρεη γνώση της, προκειμένου να συνειδητοποιήσει ο μεταφραστής ότι η γλώσσα και ο πολιτισμός έχουν άρρηκτη σύνδεση μεταξύ τους, ότι δηλαδή η γλώσσα αντικατοπτρίζει το πώς αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει τον κόσμο ένας συγκεκριμένος πολιτισμός. (Βλ. παρακάτω β.8) Αυτή η σχέση μεταξύ γλώσσας και πολιτισμού μπορεί να καταστεί σαφής, αρχικά, βάσει της μητρικής γλώσσας. Σε αυτό το πλαίσιο, ο μεταφραστής οφείλει να γνωρίζει (ή να του καταδειχθούν κατά τη φοίτησή του) τις γλωσσικές ποικιλίες της μητρικής του γλώσσας, καθώς και η πολιτισμική και κοινωνική σημασία τους εντός κειμένων. Μόνο έτσι θα μπορεί να τις χρησιμοποιεί πιο ενεργά, κάτι που συνιστά βασική προϋπόθεση για το μεταφραστικό εγχείρημα. Συν τοις άλλοις, τονίζεται η σημασία που θα πρέπει να προσδίδεται στα κειμενικά είδη που απαντώνται στη μητρική γλώσσα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις εξειδικευμένες συμβάσεις κειμενοποίησής τους (βλ. παρακάτω 3.1.2.2), καθώς και στα «βασικά σχέδια πράξεων και συστατικά που αφορούν στην ανάλυση λόγου» (Lang, 1993:398). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αποκαλύπτονται στον μεταφραστή ο τρόπος σκέψης, οι ιεραρχικές δομές και οι σχέσεις δυνάμεων στην κοινωνία προέλευσής τους. Επομένως, η ενδελεχής μελέτη κειμενικών τύπων παρέχει στον μεταφραστή μια γνωσιακή πρόσβαση στις δομές της κοινωνίας, στην οποία ζει και/ή από την οποία κατάγεται. Επιπροσθέτως, όταν ο μεταφραστής αναλύει συμβάσεις κειμενοποίησης και τα χαρακτηριστικά τους στη μητρική του γλώσσα, όπως λ.χ. τη μικροδομή και τη μακροδομή ενός κειμένου, τον καταμερισμό των πληροφοριών, την επιχει-

ρηματολογική δομή, τις υφολογικές συμβάσεις, τη λογική και τη συνεκτικότητα κ.λπ., ο μεταφραστής μαθαίνει πώς να αναλύει ένα κείμενο, και ακριβώς αυτές τις ικανότητες κειμενικής ανάλυσης μπορεί μετά να τις εφαρμόσει σε κείμενα γραμμένα σε άλλες γλώσσες, με αποτέλεσμα αυτή η ενασχόληση να οδηγήσει στην απόκτηση μιας γενικής επάρκειας μεταφραστικής κειμενικής ανάλυσης. Συνοψίζοντας, η εντρύφηση στη μητρική γλώσσα προωθεί την κατανόηση των κειμένων, καθώς και ευαισθητοποιεί για το τι δεν έχει (ακόμα) κατανοηθεί. Υπό αυτό το πρίσμα, ο εκπαιδευόμενος μεταφραστής μαθαίνει ότι η κειμενική ανάλυση για τη μετάφραση προϋποθέτει μια διαδικασία ενεργούς νοημοδότησης, στην οποία ο μεταφραστής εμπλέκεται. Αυτό συνάδει απόλυτα με το λειτουργικό παράδειγμα στη μετάφραση, σύμφωνα με το οποίο η μετάφραση προϋποθέτει την κατανόηση και την ερμηνεία ενός κειμένου που είναι μέρος μιας «κατάστασης», με όλες τις επακόλουθες εκφάνσεις της καταστασιακά προσδιοριζόμενης νοημοδότησης. (Βλ. 2.1) β) Η γνώση της ξένης γλώσσας και ο ρόλος της Μας βρίσκει απολύτως σύμφωνους η αντίληψη της Hansen (1998:341-343) ότι η επάρκεια στην ξένη γλώσσα θα πρέπει να θεωρείται ως ισότιμης σημασίας για τη συνολική Mεταφραστική επάρκεια με εκείνη της μητρικής γλώσσας. Η συγγραφέας ορίζει τον όρο «Συνολική μεταφραστική επάρκεια» (translatorische Gesamtkompetenz) ως τον συνδυασμό ικανοτήτων, δεξιοτήτων και γνώσεων που σε μια συγκεκριμένη κατάσταση απαιτούνται για να πραγματοποιηθεί επικοινωνιακή δράση. Επομένως, η επάρκεια στην ξένη γλώσσα συνιστά ένα μόνο στοιχείο της Συνολικής μεταφραστικής επάρκειας που σε καμία περίπτωση δεν δύναται να εκληφθεί ως ένα μονοδιάστατο, απομονωμένο δεδομένο. Αντιθέτως, σύμφωνα με τη Χάνσεν, η Συνολική η Μεταφραστική επάρκεια συνιστά έναν σύνθετο, πολυδιάστατο συνδυασμό ικανοτήτων, δεξιοτήτων και γνώσεων και σε μια γλώσσα που, μεταξύ των άλλων, δεν είναι μόνο η μητρική. Έτσι, αν και η «Επάρκεια στην ξένη γλώσσα» (fremdsprachliche Kompetenz) θα πρέπει να θεωρείται αναπόσπαστη προϋπόθεση για τη μετάφραση, δεν είναι ωστόσο η μόνη προϋπόθεση, καθώς αποτελεί συστατικό των ακόλουθων τριών ουσιώδων κατηγοριών: α) της «Μεταφραστικής επάρκειας», β) της «Κοινωνικής, πολιτισμικής και διαπολιτισμικής επάρκειας» (soziale, kulturelle und interkulturelle Kompetenz) και της «Επικοινωνιακής επάρκειας» (kommunikative Kompetenz). Η γνώση της ξένης γλώσσας θεωρείται ουσιώδης και για τις τρεις αυτές κατηγορίες, αλλά ιδιαίτερα για την τρίτη και τελευταία κατηγορία. Στην πρώτη κατηγορία η Χάνσεν διαχωρίζει μεταξύ δύο υποκατηγοριών, πρώτον της «έμμεσης» Μεταφραστικής επάρκειας, δηλαδή της ικανότητας να εξάγει ο μεταφραστής τις απαραίτητες πληροφορίες από το ΚΠ και να μεταγγίσει αυτές τις πληροφορίες, αν και εφόσον χρειάζονται, λειτουργικά σωστά στο ΚΣ, και, δεύτερον, η «άμεση» Μεταφραστική επάρκεια που αναφέρεται στη γνώση μεταφραστικών μοντέλων, μεθόδων και στρατηγιών (λ.χ. αξιολόγησης μεταφρασμάτων). Στη δεύτερη κατηγορία διαχωρίζει πάλι μεταξύ μιας «έμμεσης» κοινωνικής γνώσης και συμπεριφοράς και μιας «άμεσης» γνώσης κοινωνικά και πολιτισμικά εξειδικευμένων κανόνων και διαφορών. 1 Την τρίτη κατηγορία η Χάνσεν την ορίζει ως την ικανότητα να επικοινωνεί ο μεταφραστής γλωσσικά και μη γλωσσικά. Η επικοινωνιακή επάρκεια υποδιαιρείται σε «πραγματολογική» και αμιγώς «γλωσσική» επάρκεια. Η πρώτη σχετίζεται με την ικανότητα να χρησιμοποιείται η ξένη γλώσσα καταστασιακά ορθά, δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη της εξωτερικές συνθήκες επικοινωνίας, τον τόπο, τον χρόνο, τη σχέση των επικοινωνούντων, την αφορμή και τον σκοπό της επικοινωνίας, το μέσον επικοινωνίας κ.α.π., καθώς και με τη συνειδητή γνώση επικοινωνιακών σχεδίων και στρατηγικών πρόσληψης και παραγωγής. Η δεύτερη συμπεριλαμβάνει έμμεσες γλωσσικές ικανότητες, όπως λ.χ. την ατομική γνώση λεξιλογίου, του γλωσσικού συστήματος και της υφολογίας τόσο στη μητρική όσο και στην ξένη γλώσσα. Συνεπώς, πιθανές ελλείψεις στην ξένη γλώσσα θα μπορούσαν να επηρεάσουν όλους τους προαναφερθέντες τομείς της μετάφρασης. Ανάλογα με την κατεύθυνση της μετάφρασης, θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει τότε είτε μια ελλιπή πρόσληψη του ΚΠ είτε μια ελλειμματική παραγωγή του ΚΣ. Σ ό,τι αφορά στην πρόσληψη του ΚΠ, η συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο μεταφραστής καλείται να συλλάβει το κύριο περιεχόμενο του κειμένου και να μην χάσει ιδιαίτερα πολύ χρόνο με την κατανόηση λεπτομερειών. Ενώ το βασικό περιεχόμενο του ΚΠ στην ξένη γλώσσα δύναται να αντληθεί με τη βοήθεια προσληπτικών στρατηγικών που είναι ήδη γνωστές από την ενασχόληση με τη μητρική γλώσσα, όπως λ.χ. μέσω του προσδιορισμού του κειμενικού είδους, της κατάστασης, του αποστολέα, του παραλήπτη, της πρόθεσης που επιδιώκει ένα μήνυμα, της λειτουργίας του κειμένου, των τίτλων, των εικόνων και πινάκων, τα λεξιλογικά και ορολογικά προβλήματα μπορούν να επιλυθούν με τη χρήση λεξικών, παράλληλων κειμένων, ηλεκτρονικής και τεχνολογικής υποστήριξης (λ.χ. μηχανική μετάφραση). Ένα από τα κύρια προβλήματα που αντιμετωπίζει ένας μεταφραστής κατά την παραγωγή ενός ΚΣ στην ξένη γλώσσα είναι η αρνητικά αξιολογούμενη παρεμβολή της μητρικής γλώσσας. Αυτό οφείλεται, κυρίως, στην προσκόλληση του μεταφραστή σε λεξιλογικά και γραμματικά προβλήματα που τον αποτρέπουν από το να επικεντρωθεί στην επικοινωνιακή πρόθεση του κειμένου ή ακόμα και να συλλάβει την εσωτερική λογική του. Σε αυτό το πλαίσιο, η Χάνσεν σημειώνει ότι ακόμα και μεταφραστές με καλή γνώση της ξένης γλώσσας πολύ συχνά φτάνουν στα όρια της επάρκειάς τους στην ξένη γλώσσα και ότι έχουν απόλυτη συνείδηση για αυτό. Ωστόσο, η συγγραφέας υποστηρίζει, τέλος, ενάντια στην κοινή αντίληψη που συνηγορεί υπέρ του αντιθέτου, ότι είναι εφικτό για τον μεταφραστή να αναπτύξει περαιτέρω την επάρκειά του στην ξένη γλώσσα σε τέτοιο βαθμό που να 1 Εδώ θίγει σε κάποιον βαθμό και επιφανειακά την προβληματική της Πολιτισμικής μεταφραστικής επάρκειας, όπως αναπτύσσουμε διεξοδικά παρακάτω (3.1).

είναι σε θέση να μεταφράζει κείμενα από ποικίλους τομείς του επιστητού γλωσσικά, ιδιωματικά και υφολογικά ορθά, έτσι ώστε η μετάφρασή του να περνάει απαρατήρητη στη ΓΣ και στον ΠΣ. γ) Τα τεχνικά/ηλεκτρονικά οπτικο-ακουστικά μέσα του μεταφραστή και ο ρόλος τους Είναι, οπωσδήποτε, αδιαμφισβήτητο ότι τα τεχνικά μέσα αποτελούν απόλυτη προϋπόθεση για τον μεταφραστή και για την ανάπτυξη της Μεταφραστικής του επάρκειας. Είναι, επομένως, λογικό να υποστηρίζεται ότι οι μεταφραστές και διερμηνείς θα πρέπει να απολαμβάνουν κατά την εκπαίδευσή τους όλες τις απαραίτητες γνώσεις που αφορούν τεχνικά μέσα και τις σχετικές με αυτά τεχνικές που είναι απαραίτητες στην επαγγελματική τους ζωή. Ως το σημαντικότερο τεχνικό μέσο θεωρείται ο προσωπικός υπολογιστής. Εξυπακούεται ότι ο σύγχρονος μεταφραστής θα πρέπει να είναι σε θέση να χειρίζεται με ευκολία τον προσωπικό του υπολογιστή, καθώς και τουλάχιστον ένα βασικό πρόγραμμα επεξεργασίας κειμένου. Επιπροσθέτως, ο φοιτητής της μετάφρασης οφείλει οπωσδήποτε να κατέχει/(ή να διδαχθεί) την ορθή χρήση ηλεκτρονικών λεξικών, γλωσσαρίων, βάσεων δεδομένων, καθώς και του δυναμικού των σύγχρονων τηλεπικοινωνιών, υπολογιστικά υποβοηθούμενων μεταφραστικών ορολογικών εργαλείων και μεταφραστικών προγραμμάτων, μεταφραστικών μνημών και άλλων εργαλείων που βοηθούν να εξοικονομηθεί χρόνος ή επικουρούν στο να εγγυηθεί η ασφάλεια δεδομένων, όπως λ.χ. προγράμματα αρίθμησης σελίδων και αρχειοθέτησης, λογιστικά προγράμματα, προγράμματα αντίγραφων ασφαλείας. Επίσης, για την εντρύφηση σε διάφορες θεματικές, όπου η φυσική παρουσία του διδάσκοντα δεν είναι απαραίτητη, υπάρχουν προγράμματα εκμάθησης, όπως λ.χ. ηλεκτρονικές ασκήσεις, το λεγόμενο Computer-Baised Training (CBT). Τέλος, ιδιαίτερη σημασία για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων στη χρήση των τεχνικών μέσων θα πρέπει να προσδοθεί στην πρακτική μεταφραστική άσκηση στα πλαίσια του μαθήματος της μετάφρασης. Με βάση τη σχετική βιβλιογραφία, οι βασικότερες σχετικές μέθοδοι είναι δύο 2 και εξομοιώνουν την πραγματική μεταφραστική κατάσταση στην επαγγελματική ζωή και είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για την τεχνική μετάφραση. (Βλ. Schmitt, 1998:349-350) δ) Η Μεταφραστική επάρκεια ως δραστηριότητα σύνθετων δεξιοτήτων Μια συχνή προσέγγιση στη Μεταφραστική επάρκεια -συνδεδεμένη και με τη διδασκαλία της μετάφρασηςείναι η αντίληψη της μετάφρασης ως μιας δραστηριότητας σύνθετων δεξιοτήτων. Κατ επέκταση, η Μεταφραστική επάρκεια συνίσταται και στην απόκτηση αυτών των δεξιοτήτων. (Βλ. Wills, 1992, Wills, 2004:13) Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να εκληφθεί και η πρόταση του Barczaitis (2002:175-183) ότι για την εκπαίδευση του μέλλοντα μεταφραστή είναι απαραίτητη η καλλιέργεια ενός σύνθετου μηχανισμού δεξιοτήτων και γνώσεων που θα προωθήσει και θα αναπτύξει τη μετάφραση ως επαγγελματική παραγωγή κειμένων, στην οποία συγκαταλέγεται λ.χ. η γνώση των ειδικών συνθηκών, υπό τις οποίες ένα συγκεκριμένο κείμενο παράχθηκε. Αυτό προϋποθέτει από τον μεταφραστή την ανάπτυξη δεξιοτήτων κειμενικής ανάλυσης, καθώς και της ικανότητας να διεξάγει έρευνες και να έχει γενικές και ειδικές γνώσεις. Επίσης, υποστηρίζεται η αναγκαιότητα αντιπαραβολικής κειμενικής επάρκειας, η οποία, ως αυτή, αποτελείται από την κειμενοτυπολογική επάρκεια και την ικανότητα αξιολόγησης μεταφράσεων. Τέλος, ο συγγραφέας προσθέτει ότι και η ανάπτυξη μιας πολύ καλής μεταφρασεολογικά προσανατολισμένης επάρκειας (συγ) γραφής θα πρέπει να θεωρείται αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαίδευσης του μεταφραστή και, κατ επέκταση, της γενικότερης Μεταφραστικής επάρκειας. Με παρόμοιο τρόπο, ο Neubert (1994:412-420) υποδιαιρεί τη Μεταφραστική επάρκεια σε: 1) «Γλωσσική επάρκεια» (language competence), 2) «Θεματική επάρκεια» (subject competence) και 3) «Επάρκεια μετάγγισης» (transfer competence). Πολύ συνοπτικά, ο Neubert (1994:419) υποστηρίζει ότι είναι αναγκαίο να καλλιεργείται η Μεταφραστική επάρκεια ως δεξιότητα-κλειδί λόγω της εξής βασικής της ιδιότητας: Τeaching a complex interdiscipline in class such as the various subtypes of translation with their language-pair related as well as their subject-orientated problem areas [ ] needs this framework of translational competence as a guideline. (Ομοίως:419, έμφ. ομοίως). Μια προσέγγιση που, όπως θα δούμε και παρακάτω (3.1-3.2), έχει κάποιες ομοιότητες με αυτήν που ακολουθεί το ανά χείρας σύγγραμμα, είναι του Kvam (1996:121-129). Κινείται παρόμοια και με την προσέγγιση του Neubert (1994) και εστιάζει στις απαραίτητες για τον επαγγελματία μεταφραστικές δεξιότητες. Ο συγγραφέας διαχωρίζει μεταξύ ερασιτέχνη και επαγγελματία μεταφραστή. Ο πρώτος παράγει κείμενα ως αποτέλεσμα μιας αυτοδίδακτης δράσης, 2 Είτε όλοι οι φοιτητές έχουν από έναν υπολογιστή και είναι μεταξύ τους συνδεδεμένοι είτε υπάρχει ένας κεντρικός υπολογιστής με μηχάνημα προβολής, όπου προβάλλεται η μεταφραστική άσκηση στον τοίχο. (Βλ. Schmitt, 1998:350 για λεπτομερή περιγραφή των δύο αυτών μεθόδων)

ενώ το παραγωγικό προϊόν του τελευταίου συνιστά αποτέλεσμα θεωρητικής και μεθοδολογικής σκέψης. Επομένως, η επαγγελματική μετάφραση οφείλει να είναι αντικείμενο διδασκαλίας και έρευνας και, ως εκ τούτου, οφείλει να στηρίζεται σε θεωρητικά εμπεριστατωμένες στρατηγικές. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Kvam (1996:122-129) αναπτύσσει ένα «Προφίλ ικανοτήτων» για τον επαγγελματία μεταφραστή (Kompetenzprofil). Διαχωρίζει μεταξύ «Γενικών προϋποθέσεων» και της «Ειδικής μεταφραστικής επάρκειας» (spezifische translatorische Kompetenz). Στην πρώτη συγκαταλέγονται: 1) η «Γενική γλωσσική επάρκεια» (allgemeine sprachliche Kompetenz), δηλαδή η επάρκεια σε λεξιλόγιο, σύνταξη και πραγματολογία σε δύο ή και περισσότερες γλώσσες, 2) η «Γενική πολιτισμική επάρκεια» (allgemeine Kulturkompetenz), που αναφέρεται σε γνώσεις σχετικές με πολιτική, οικονομία, πολιτισμικά δεδομένα κ.λπ., και 3) η «Γενική μεθοδική επάρκεια» (allgemein-methodische Kompetenz), με την οποία εννοεί τη γενικά απαιτούμενη ικανότητα για αναλυτική σκέψη ως μια «Γενική στρατηγική επάρκεια» (allgemeine Strategiekompetenz). Η δεύτερη συμπεριλαμβάνει τα εξής συστατικά: 1) την «Επάρκεια στη θεωρία της μετάφρασης» (translationstheoretische Kompetenz), 2) τη «Μεταφραστικά προσανατολισμένη αντιπαραβολική πολιτισμική επάρκεια» (die translatologisch gesteuerte kontrastive Kulturkompetenz), 3) τη «Μεταφραστικά προσανατολισμένη αντιπαραβολική γλωσσική επάρκεια» (die translatologisch gesteuerte kontrastive linguistische Kompetenz) και 4) τον «Ρόλο-κλειδί της μεταφρασεολογίας» για τη μεταφραστικά εξειδικευμένη επάρκεια. Οι κεντρικές αυτές επάρκειες εγγυώνται ότι ο επαγγελματίας μεταφραστής θα είναι σε θέση να καλύψει τις ανάγκες του επαγγέλματος σε έναν σύνθετο κόσμο που παράγει μια πληθώρα από διαφορετικές μεταφραστικές εντολές. Για την Mackenzie (2004:31-38), ο επαγγελματίας μεταφραστής χρειάζεται -πέρα από γλωσσικές και πολιτισμικές ιδιότητες- και διαπροσωπικές δεξιότητες, καθώς και δεξιότητες στην τεχνολογία πληροφόρησης (ΙΤ skills), ικανότητες σχετικές με την αγορά εργασίας (marketing ability) και δεξιότητες στο μάνατζμεντ (management skills) (βλ. Mackenzie, 2004:32, 33, Barczaitis, 2002:182, Kiraly, 1997, Kiraly, 2000). Παρόλο που η συγγραφέας παραδέχεται ότι χωράει συζήτηση, αν όλες αυτές οι ιδιότητες μπορούν να διδαχθούν σε προπτυχιακό επίπεδο, τουλάχιστον θα είχε νόημα οι δυνητικοί μεταφραστές να προετοιμαστούν, έστω και εισαγωγικά, για τον πραγματικό επαγγελματικό βίο. Στο πλαίσιο αυτό, οι εξής ικανότητες θα πρέπει να αναπτυχθούν (βλ. Mackenzie, 2004:34, 35): α) η «Ικανότητα συγκεκριμενοποίησης του ΚΣ και ο σχεδιασμός του» (target text specification and planning), β) η «Κειμενική έρευνα» (text research), γ) η «Κειμενική παραγωγή» (text production) και, τέλος, δ) η «Κειμενική αξιολόγηση» (text evaluation). Η συγγραφέας στηρίζει την προσέγγισή της στο συνεργατικό μοντέλο της Χολτς-Μενττέρι (βλ. παραπάνω 2.1.1.4) που υποστηρίζει το εξής: [Ι]n order to prepare students for their future role as translators, the trainer needs to know the world he or she is training students for, in order to be able to create situations in which the students can practice the above listed roles and the competencies they involve. (Mackenzie, 2004:36). Η συγγραφέας ολοκληρώνει τη θέση της με την άποψη ότι, προκειμένου να προετοιμαστούν οι εκπαιδευόμενοι φοιτητές της μετάφρασης για τις προκλήσεις της επαγγελματικής βιομηχανίας στον έξω κόσμο, είναι απολύτως απαραίτητο για τον εκπαιδευτή να είναι σε θέση να δώσει δυνατά κίνητρα στους φοιτητές του και να τους εμπνεύσει: Hence, it is one of the main tasks and roles of the educator to inspire motivation by arranging conditions in which students can practice skills they see as relevant for their future. (Mackenzie, 2004:37 κ.επ.). Στο ίδιο περίπου μήκος κύματος, ίσως λιγότερο σύνθετα, κινείται και η Stolze (1994:387-394), σύμφωνα με την οποία η «μεταφραστική επάρκεια» (Übersetzungskompetenz) αποτελείται από δύο υποεπάρκειες, την «Προσληπτική επάρκεια» (rezeptive Kompetenz) και την «Παραγωγική επάρκεια» (produktive Kompetenz). Με δεδομένο ότι η Μεταφραστική επάρκεια συνιστά τη συνειδητή ενασχόληση με το κείμενο, είναι απαραίτητη η εκπόνηση ενός διεπιστημονικού μηχανισμού περιγραφής που θα μπορεί να καθιστά στους φοιτητές της μετάφρασης πιο εύκολη και προσηνή την ενασχόλησή τους με τη μετάφραση κειμένων. Έτσι, η συγγραφέας συγκαταλέγει στην προσληπτική κατηγορία το θέμα, τη σημασιολογία και το λεξιλόγιο και στην παραγωγική κατηγορία την πραγματολογία και την υφολογία, που είναι πολύ χρήσιμες για την ακρίβεια του περιεχομένου του ΚΣ και την τελική επίδρασή του στους δέκτες. Τέλος, για τη συγγραφέα αυτό το «μετα-γνωσιακό σύνολο ικανοτήτων» (meta-kognitiver Apparatus) (Stolze, 1994:393) θα πρέπει να εξασκείται διαρκώς κατά την εκπαίδευση του μεταφραστή, προκειμένου να μπορεί να τον επικουρεί στη μελλοντική επαγγελματική ζωή του. ε) Η Μεταφραστική επάρκεια και η αντιπαραβολική γλωσσολογία Στο Järventausta (1996) εξετάζεται κατά πόσο η αντιπαραβολική γραμματική ανάλυση είναι χρήσιμη για τον μεταφραστή και την ανάπτυξη Μεταφραστικής επάρκειας. (Βλ. Kvam, 1996:125 κ.επ.) Η θέση της συγγραφέως είναι ότι οι αντιπαραβολικές γλωσσικές γνώσεις, που στηρίζονται σε πορίσματα συστηματικών αντιπαραβολικών μελετών σχετικά

με ομοιότητες ή αποκλίσεις δύο γλωσσών, μπορούν να είναι πολύ χρήσιμες στη μεταφραστική πράξη. Συγκεκριμένα, βοηθούν κατά τη λήψη αποφάσεων για την επίλυση προβλημάτων σε συγκεκριμένες καταστάσεις, κυρίως κατά τη φάση της παραγωγής του ΚΣ. Αν και συνήθως η λήψη αποφάσεων κατά τη μεταφραστική διαδικασία γίνεται από τον επαγγελματία μεταφραστή κατά κόρον αυτόματα, μιας και έχει ήδη αναπτύξει με τον καιρό μια «Εσωτερικευμένη αντιπαραβολική γραμματική» (interiorisierte kontrastive Grammatik), κατά την περίοδο εκπαίδευσης του μεταφραστή τα πορίσματα της αντιπαραβολικής γραμματικής ανάλυσης θα πρέπει να ενσωματώνονται στη διδασκαλία της μετάφρασης και οι φοιτητές να τα ενστερνίζονται, προκειμένου να ευαισθητοποιούνται για μεταφραστικά προβλήματα που αφορούν σε συγκεκριμένα ζεύγη γλωσσών. Αυτή η ευαισθητοποίηση οδηγεί στην απόκτηση σχετικών αντιπαραβολικών γλωσσικών γνώσεων που συνιστούν μια σημαντική συνεισφορά στη Μεταφραστική επάρκεια των μεταφραστών σε συγκεκριμένο γλωσσικό ζεύγος, ειδικά όταν οι αυτοματοποιημένες πρακτικές δεν επαρκούν και ο μεταφραστής καλείται μέσα από συλλογισμό να αντιμετωπίσει και να αιτιολογήσει (γλωσσικά αναγόμενα) μεταφραστικά προβλήματα. Η Järventausta (1996:102) καταλήγει ότι μια καλύτερη συνεργασία της μεταφρασεολογίας και της αντιπαραβολικής γλωσσολογίας θα ήταν πολύ εποικοδομητική. Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, η μεταφρασεολογία καλείται να δώσει εναύσματα για αντιπαραβολικές γλωσσικές μελέτες σχετικές με τη μετάφραση και η αντιπαραβολική γλωσσολογία οφείλει να πραγματοποιεί τις μελέτες αυτές με τα θεωρητικά και μεθοδολογικά εργαλεία της και να παρουσιάζει τα αποτελέσματά τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι ωφέλιμα στη διδακτική της μετάφρασης. Τέλος, υποστηρίζει ότι για την εκπαίδευση των μεταφραστών και, κατ επέκταση, τη βελτίωση της Μεταφραστικής τους επάρκειας, θα πρέπει να πραγματοποιείται η μετατροπή της αντιπαραβολικής γραμματικής συγκεκριμένου ζεύγους γλωσσών σε μια «πρακτικά προσανατολισμένη μεταφραστική γραμματική» (praxisbezogene Übersetzungsgrammatik) (Järventausta, 1996:102). (Βλ. σχετικά και κεφ.4) Προτεινόμενη βιβλιογραφία για το Διαδραστικό Κείμενο 1 Kelletat, Andreas F. (1996) (επιμ.), Übersetzerische Kompetenz: Beiträge zur universitären Übersetzerausbildung in Deutschland und Skandinavien. Frankfurt am Main et al.: Lang (FASK/Johannes-Gutenberg-Universität Mainz: Reihe A, Abhandlungen und Sammelbände, 22). Snell-Hornby, Mary/Franz Pöchhacker/Klaus Kaindl (επιμ.), Translation Studies: an Interdiscipline. Amsterdam-Philadelphia: Benjamins (Benjamins Translation Library, 2). Snell-Hornby, Mary/Hans G. Hönig/Paul Kußmaul/Peter A. Schmitt (επιμ.) (1998), Handbuch Translation. Tübingen: Stauffenburg (Reihe Stauffenburg Handbücher). Wilss, Wolfram (1992), Übersetzungsfertigkeit. Annäherungen an einen komplexen übersetzungspraktischen Begriff. Tübingen: Narr (Tübinger Beiträge zur Linguistik, 376). Ερωτήσεις κρίσεως και κατανόησης για Διαδραστικό Κείμενο 1 1. Ποιος είναι ο ρόλος της γνώσης της μητρικής γλώσσας για τη μεταφραστική επάρκεια; 2. Σύμφωνα με την Χάνσεν, πώς ορίζεται η θέση της γνώσης της ξένης γλώσσας στο εννοιολογικό φάσμα της Μεταφραστικής επάρκειας; 3. Ποιοι είναι οι δύο κεντρικοί παρονομαστές που, είτε έμμεσα είτε άμεσα, είναι κοινοί για όλες τις επιμέρους προσεγγίσεις στον ορισμό ή την επίτευξη Μεταφραστικής επάρκειας; 4. Ποιες από τις παραπάνω επιμέρους πτυχές Μεταφραστικής επάρκειας θεωρείτε ότι επιτυγχάνονται ευκολότερα μέσα από τη διδασκαλία στο πλαίσιο των μεταφραστικών σπουδών και ποιες δυσκολότερα; Να αιτιολογήσετε την άποψή σας.

Διαδραστικό Κείμενο Απαντήσεις 1. Ποιος είναι ο ρόλος της γνώσης της μητρικής γλώσσας για τη μεταφραστική επάρκεια; Συνοψίζοντας, η εντρύφηση στη μητρική γλώσσα προωθεί την κατανόηση των κειμένων, καθώς και ευαισθητοποιεί για το τι δεν έχει (ακόμα) κατανοηθεί. Υπό αυτό το πρίσμα, ο εκπαιδευόμενος μεταφραστής μαθαίνει ότι η κειμενική ανάλυση για τη μετάφραση προϋποθέτει μια διαδικασία ενεργούς νοημοδότησης, στην οποία ο μεταφραστής εμπλέκεται. Αυτό συνάδει απόλυτα με το λειτουργικό παράδειγμα στη μετάφραση, σύμφωνα με το οποίο η μετάφραση προϋποθέτει την κατανόηση και την ερμηνεία ενός κειμένου που είναι μέρος μιας «κατάστασης», με όλες τις επακόλουθες εκφάνσεις της καταστασιακά προσδιοριζόμενης νοημοδότησης. 2. Σύμφωνα με την Χάνσεν, πώς ορίζεται η θέση της γνώσης της ξένης γλώσσας στο εννοιολογικό φάσμα της Μεταφραστικής επάρκειας; Σύμφωνα με τη Hansen, η επάρκεια στην ξένη γλώσσα θα πρέπει να θεωρείται ως ισότιμης σημασίας για τη «Συνολική μεταφραστική επάρκεια» με εκείνη της μητρικής γλώσσας. Η συγγραφέας ορίζει τον όρο Συνολική μεταφραστική επάρκεια (translatorische Gesamtkompetenz) ως τον συνδυασμό ικανοτήτων, δεξιοτήτων και γνώσεων που σε μια συγκεκριμένη κατάσταση απαιτούνται, για να πραγματοποιηθεί επικοινωνιακή δράση. Επομένως, η επάρκεια στην ξένη γλώσσα συνιστά ένα μόνο στοιχείο της «συνολικής μεταφραστικής επάρκειας» που σε καμία περίπτωση δεν δύναται να εκληφθεί ως ένα μονοδιάστατο και απομονωμένο δεδομένο. Αντιθέτως, σύμφωνα με τη Χάνσεν, η «μεταφραστική επάρκεια» συνιστά έναν σύνθετο και πολυδιάστατο συνδυασμό ικανοτήτων, δεξιοτήτων και γνώσεων και σε μια γλώσσα που, μεταξύ των άλλων, δεν είναι η μητρική. Έτσι, αν και η «επάρκεια στην ξένη γλώσσα» (fremdsprachliche Kompetenz) θα πρέπει να θεωρείται αναπόσπαστη προϋπόθεση για τη μετάφραση, δεν είναι ωστόσο η μόνη προϋπόθεση, καθώς αποτελεί συστατικό των ακόλουθων τριών ουσιώδων κατηγοριών: α) της «μεταφραστικής επάρκειας», β) της «κοινωνικής, πολιτισμικής και διαπολιτισμικής επάρκειας» (soziale, kulturelle und interkulturelle Kompetenz) και «της επικοινωνιακής επάρκειας» (kommunikative Kompetenz). Η γνώση της ξένης γλώσσας θεωρείται ουσιώδης και για τις τρεις αυτές κατηγορίες, αλλά ιδιαίτερα για την τρίτη και τελευταία κατηγορία. 3. Ποιοι είναι οι δύο κεντρικοί παρονομαστές που, είτε έμμεσα είτε άμεσα, είναι κοινοί για όλες τις επιμέρους προσεγγίσεις στην επίτευξη μεταφραστικής επάρκειας; Όσο προφανές και να μπορεί να θεωρηθεί, τους δύο κεντρικούς παρονομαστές για την επίτευξη μεταφραστικής επάρκειας σε όλες τις επιμέρους προσεγγίσεις συνιστούν η γνώση της μητρικής γλώσσας και η γνώση της ξένης γλώσσας ως βασικές προϋποθέσεις. 4. Ποιες από τις παραπάνω επιμέρους πτυχές μεταφραστικής επάρκειας θεωρείτε ότι επιτυγχάνονται ευκολότερα μέσα από τη διδασκαλία στο πλαίσιο των μεταφραστικών σπουδών και ποιες δυσκολότερα; Να αιτιολογήσετε την άποψή σας. Επιτυγχάνονται ευκολότερα οι δεξιότητες στη χρήση και εφαρμογή τεχνικών μέσων και γνώσεων, καθώς αυτές οι δεξιότητες είναι περισσότερο πρακτικές και ευκολότερα μεταγγίσιμες. Αντιθέτως, οι αμιγώς «γνωσιακές» δεξιότητες, όπως λ.χ. η γνώση της μητρικής γλώσσας, της ξένης γλώσσας, η πολιτισμική και επικοινωνιακή επάρκεια, η αντιπαραβολική γνώση σε ένα ζεύγος γλωσσών, είναι πιο σύνθετες γνώσεις, η απόκτηση των οποίων προϋποθέτει πολυετή και συνειδητή τριβή και μελέτη. Η πανεπιστημιακή διδασκαλία μπορεί να προσφέρει τις βάσεις και τα εναύσματα για την εντρύφηση στα γνωσιακά αυτά αντικείμενα, θεωρούμε, ωστόσο, ότι δεν μπορεί τα «διδάξει» εξ ολοκλήρου.