Εισαγωγικά στοιχεία για την Kοινωνιογλωσσολογία
Η επιστήμη της Kοινωνιογλωσσολογίας μελετά τη γλώσσα μέσα σε μια συγκεκριμένη κοινωνική δομή,ή τησχέσηγλώσσαςκαι κοινωνίας, αναλύοντας, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε εμπειρικό επίπεδο, τους κοινωνικούς παράγοντες που καθορίζουν τη γλωσσική μας συμπεριφορά (Wardhaugh, 1994, Coulmas, 1997, κ.α.). Για τη μελέτη αυτής της στενής σχέσης oι κοινωνιογλωσσολόγοι βασίζονται στα βιώματα και τις εμπειρίες των άλλων, εφόσον οι προσωπικές μας απόψεις είναι τουλάχιστον ανεπαρκείς για να εκπροσωπήσουν το κοινωνικό σύνολο (Hudson, 1980:1-2). Έτσι, μέσα από την προσέγγιση της κοινωνίας, οδηγούμαστε σε μια ανάλυση του γλωσσικού συστήματος και της γλωσσικής χρήσης, η οποία έχει ως κεντρικό της άξονα την ετερογένεια του γλωσσικού κώδικα, καθώς και τις κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις που πηγάζουν από την κοινωνιογλωσσική αυτή ετερογένεια.
Ο Bernstein (1971) είναι γνωστός για τη θεωρία του για την ύπαρξη ενός διευρυμένου (elaborated) και ενός περιορισμένου (restricted) κώδικα, οι οποίοι χρησιμοποιούνται από μαθητές/τριες μεσαίου ή ανώτερου και κατώτερου κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου, αντίστοιχα. Η θέση αυτή οδήγησε στη θεωρία της γλωσσικής ανεπάρκειας (deficit hypothesis), σύμφωνα με την οποία οι μαθητές/τριες από υποβαθμισμένα κοινωνικά περιβάλλοντα παρουσιάζουν περιορισμένη γλωσσική ικανότητα στο σχολείο.
William Labov (1972b), ο οποίος έφερε στην επιφάνεια μια από τις σημαντικότερες γλωσσολογικές και κοινωνιογλωσσολογικές θέσεις: Η γλωσσική νόρμα, δηλ. η γλώσσα της μεσαίας και ανώτερης τάξης σε μια κοινωνία δεν αποτελεί τον αποκλειστικό ορθό γλωσσικό κώδικα, αλλά την επίσημη γλωσσική ποικιλία με πολιτική, κοινωνική και οικονομική εξουσία. Πολύ γνωστή είναι η έρευνα του Labov (1972) στη Νέα Υόρκη, η οποία αφορούσε την προφορά του /r/ σε μεταφωνηεντική θέση. Ο Labov υποστήριξε ότι η φωνητική πραγμάτωση του συγκεκριμένου φωνήματος συσχετίζεται με την κοινωνική τάξη, την ηλικία, το ύφος της περίστασης και τα συμφραζόμενα.
ΓιαναφτάσεισεαυτότοσυμπέρασμαοLabov συνέλεξε τα δεδομένα του ζητώντας πληροφορίες από τους υπαλλήλους τριών καταστημάτων, που εκπροσωπούσαν το κάθε ένα την εργατική, τη μεσαία και την υψηλή κοινωνική τάξη, αντίστοιχα. Επέλεξε τις ερωτήσεις του έτσι ώστε η απάντησή τους να περιέχει την έκφραση fourth floor, στην οποία υπήρχε η μεταβλητή του μεταφωνηεντικού /r/. Με άλλα λόγια, ρωτούσε για είδη τα οποία βρίσκονταν στον τέταρτο όροφο και ζητούσε από τους υπαλλήλους να επαναλάβουν την απάντησή τους, προσποιούμενος ότι δεν είχε ακούσει καλά την απάντηση. Με τη μέθοδο αυτή ο Labov εξέτασε την υπόθεση ότι όταν κανείς/καμιά προσέχει αυτό που λέει, τότε ο γλωσσικός τύπος που χρησιμοποιεί πλησιάζει περισσότερο τη νόρμα.
Έτσι, ο Labov διατύπωσε το συμπέρασμα ότι η μεσαία κοινωνική τάξη, συγκριτικά με τις άλλες δύο, χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ευελιξία και η προφορά των μελών της μπορεί να αλλάξει ανάλογα με τις αντίστοιχες αλλαγές στην κοινωνική τους ζωή.
... Η συνειδητοποίηση της διαφορετικής επικοινωνιακής λειτουργίας της σχολικής και των άλλων παραλλαγών δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στη γλωσσολογική αρχή της ισότητας των γλωσσών και διαλέκτων, άρα απαγορεύει την αρνητική αξιολόγηση οποιασδήποτε ομιλούμενης παραλλαγής». Η πολιτική διάσταση στη μελέτη και ανάλυση της γλώσσας και του λόγου, η οποία προτείνεται από την Κοινωνιογλωσσολογία, έχει ως βάση της τη θέση ότι η γλώσσα δεν είναι αθώα, εφόσον τόσο η δομή, όσο και η χρήση της αντανακλούν, άμεσα ή έμμεσα, μια συγκεκριμένη ιδεολογία (Φραγκουδάκη, 1987). Όπως προαναφέραμε, ακόμη και μια βασική διάκριση που κάνουμε συχνά σε πρότυπη γλώσσα και σε διαλέκτους είναι εμποτισμένη από μια ιδεολογική, πολιτικοοικονομική διάσταση.
Γλωσσική ή επικοινωνιακή κοινότητα (speech community) (Hymes, 2003) μπορεί να οριστεί η κοινότητα που έχει, αφενός, κοινούς κανόνες γλωσσικής συμπεριφοράς, και, αφετέρου, κοινούς κανόνες ερμηνείας μιας τουλάχιστον γλωσσικής ποικιλίας, ενώ και οι δύο παραπάνω όροι θεωρούνται απαραίτητοι.
Η γνώση των γραμματικών κανόνων δεν είναι επαρκής για την πλήρη κατανόηση ενός μηνύματος, εφόσον για τη δεύτερη απαιτείται κοινωνική και πολιτισμική γνώση, επίσης. Ένα άτομο, όμως, μπορεί να ανήκει σε παραπάνω από μία γλωσσικές κοινότητες. Το σύνολο των κοινοτήτων με τις οποίες μπορεί να επικοινωνήσει ένα άτομο, έχοντας γνώση τόσο των γραμματικών όσο και των κοινωνικών κανόνων των διαφόρων γλωσσικών ποικιλιών, ονομάζεται, κατά το Hymes (2003:37), γλωσσικό πεδίο (language field), ενώ, αντίστοιχα, επικοινωνιακό πεδίο (speech field) είναι το σύνολο των κοινοτήτων με τις οποίες ένας/μία ομιλητής/τρια μπορεί να επικοινωνήσει, έχοντας γνώση των επικοινωνιακών κανόνων που τις διέπουν.
Setting/ Scene Περιβάλλον/Σκηνή Participants Συμμετέχοντες/ουσες End(s) Σκοπός Act sequence Ακολουθία προτάσεων Key Κλειδί Instrumentalities Μέσα Norms of interaction and interpretation Κανόνες διεπίδρασης και ερμηνείας Genre Είδη λόγου