Οι «επιτακτικοί λόγοι γενικού συµφέροντος» Μηχανισµός Λειτουργίας Περιπτώσεις εφαρµογής

Σχετικά έγγραφα
THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ. Έγγραφο καθοδήγησης 1

της 10ης Δεκεμβρίου 1968*

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρώτη Διάλεξη. 1) Ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων

Κύκλος Κοινωνικής Προστασίας ΠΟΡΙΣΜΑ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΟΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ Ι ΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩN ΠΟΣΟΤΙΚΩN ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩN ΜΕΤΑΞΥ ΤΩN ΚΡΑΤΩN ΜΕΛΩN

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 29ης Ιουνίου 1995 *

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΠΌ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ref. Ares(2014) /07/2014

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 31ης Μαρτίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3849, 30/4/2004

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής 4. Άρθρο 2 Αγωγές παραλείψεως 5. Άρθρο 3 Φορείς νομιμοποιούμενοι προς έγερση αγωγής 5. Άρθρο 4 Ενδοκοινοτικές παραβάσεις 6

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1061/2009 του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 2009 για θέσπιση κοινού καθεστώτος εξαγωγών

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ. Έγγραφο καθοδήγησης 1

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Συνοδευτικό έγγραφο στην

Αθήνα, 20 Ιουνίου 2019 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΝΠΔΔ. Αριθ. Πρωτ Προς: Φαρμακευτικός Σύλλογος Τριχωνίδας

L 162/20 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. προς την Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Αριθ. L 126/20 Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση) ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

Κατάλογος των νομικών βάσεων που προβλέπουν τη συνήθη νομοθετική διαδικασία στη Συνθήκη της Λισαβόνας 1

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

(Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Ε.Ε. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΛΗΘΗ

Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος Αλκιβιάδης Φερεσίδης Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών. Σημασία του μηχανισμού υποβολής προδικαστικού ερωτήματος

Ref. Ares(2014) /07/2014

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3850, 30/4/2004

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Ελευθερία κυκλοφορίας κεφαλαίων και πληρωμών

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ (αριθ. 7)

E-learning. Οδηγός Σπουδών

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2016/0404(COD) της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

προσκοµίζουν στην αρµόδια αρχή είναι ο προβλεπόµενος από τη σχετική οδηγία, όπως αυτή περιέχεται στη Συνθήκη Προσχώρησης των 10 νέων κρατών- µελών».

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

92/48/ΕΟΚ: Σύσταση της Επιτροπής της 18ης Δεκεμβρίου 1991 για τους ασφαλιστικούς μεσάζοντες

Περιγραφή του ισχύοντος συστήµατος οριοθέτησης αρµοδιοτήτων µεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών µελών

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 17ης Μαρτίου 2005 *

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

Εθνική νομοθεσία και τεχνική εναρμόνιση με δίκαιο ΕΕ

Τέταρτη Διάλεξη. Ελευθερία παροχής υπηρεσιών

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 46, το άρθρο 53 παράγραφος 1 και το άρθρο 62,

Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), της 12ης. προς το Δικαστήριο, δικαστηρίου μεταξύ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο SWD(2017) 115 final.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 6ης Οκτωβρίου σχετικά με περιορισμούς στις πληρωμές με χρήση μετρητών (CON/2017/40)

Με το παρόν σας υποβάλουµε τις παρατηρήσεις της ΑΠ ΠΧ επί του σχεδίου κανονισµού της Α ΑΕ σχετικά µε τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 3ης Απριλίου 1968*

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΥ ΤΟΠΟΥ

Transcript:

ΕΝΙΑΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: «ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ» ΜΑΘΗΜΑ: Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΕ (Οικονοµικές ελευθερίες, Ανταγωνισµός) ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ Οι «επιτακτικοί λόγοι γενικού συµφέροντος» Μηχανισµός Λειτουργίας Περιπτώσεις εφαρµογής ΕΚΠΟΝΗΣΗ: ΜΠΑΛΑΣΚΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΛΟΥΚΑ ΕΛΕΝΗ

ΧΡΙΣΤΟΛΟΥΚΑ ΕΛΕΝΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η έννοια των «επιτακτικών αναγκών» αποτελεί νοµολογιακό δηµιούργηµα. Αν και οι διατάξεις της Συνθήκης δεν προβλέπουν ρητά ως εξαίρεση στην ελεύθερη κυκλοφορία την προστασία του γενικού συµφέροντος, η νοµολογία του Δικαστηρίου ανέδειξε την ανάγκη αναγνώρισης προστασίας σε εθνικά ρυθµιστικά µέτρα, παρεκκλίνοντα κατ αρχήν από την θεµελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας, όταν συντρέχουν «επιτακτικοί λόγοι γενικού συµφέροντος». Η έννοια των επιτακτικών αναγκών γενικού συµφέροντος καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα κράτη µέλη, ελλείψει ενωσιακής εναρµόνισης, µπορούν να λαµβάνουν µέτρα για τη ρύθµιση της αγοράς, σεβόµενοι, όµως πάντα, τους θεµελιώδεις στόχους και τις αξίες της Ένωσης όπως εκτίθενται στις Συνθήκες ή στο παράγωγο δίκαιο ή τους στόχους που απορρέουν από αξίες που είναι κοινές στις έννοµες τάξεις των κρατών µελών. Η εισαγωγή της νοµολογιακής έννοιας των επιτακτικών αναγκών έγινε µε την απόφαση Cassis de Dijon, όπου το Δικαστήριο αναγνώρισε την ανάγκη προστασίας αξιών που ανάγονται στο γενικό συµφέρον των κρατών - µελών (επιτακτικές ανάγκες), οι οποίες δεν υπάγονται στις εξαιρέσεις κλασσικού τύπου του αρ.36 ΣΛΕΕ, και τις οποίες επικαλούνται κράτη-µέλη προκειµένου να υιοθετήσουν ή να διατηρήσουν εθνικά µέτρα που εφαρµόζονται χωρίς διακρίσεις. Η θεωρία των επιτακτικών αναγκών εντάχθηκε, λειτούργησε και λειτουργεί σε ένα τοµέα νευραλγικής σηµασίας, την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, έναν οικονοµικό χώρο δραστηριότητας χωρίς σύνορα εντός του οποίου ζωτικής σηµασίας ζήτηµα είναι η διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας εµπορευµάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Διαφορές των επιτακτικών αναγκών από τους εξαιρετικούς λόγους του αρ. 36 ΣΛΕΕ (κλασσικού τύπου εξαιρέσεις): Α) οι επιτακτικές ανάγκες αναφέρονται ενδεικτικά, δηλαδή ο κατάλογος µε τις περιπτώσεις που νοµολογιακά θεωρήθηκε πως ανταποκρίνονται στο εννοιολογικό περιεχόµενο των επιτακτικών αναγκών είναι ανοικτός καθώς προσδιορίζονται κατά περίπτωση, ενώ το άρθρο 36 ΣΛΕΕ περιλαµβάνει περιοριστικό κατάλογο των δικαιολογητικών λόγων και ερµηνεύεται στενά, Β) η επίκληση των επιτακτικών αναγκών µπορεί να γίνει µόνο σε σχέση µε αδιακρίτως εφαρµοζόµενα µέτρα. Υπό το πρίσµα των επιτακτικών αναγκών δεν εξετάζονται περιπτώσεις ανοικτής ή και συγκεκαλυµµένης διακριτικής µεταχείρισης. Χρήσιµη σηµείωση: Οι περιπτώσεις επιτακτικών αναγκών κατ ουσίαν δεν αποτελούν εξαιρέσεις, µε την κλασσική έννοιά τους. Μία εθνική ρύθµιση µε την οποία πράγµατι επιδιώκεται η προστασία αξίας αναγοµένης στο γενικό συµφέρον τους κράτους-µέλους που την εισάγει, δικαιολογείται δηλαδή από µία επιτακτική ανάγκη, και εφαρµόζεται αδιακρίτως, δεν αποτελεί ουσιαστικά αντιενωσιακό µέτρο. Αφ ης

αδιακρίτως, δεν αποτελεί ουσιαστικά αντιενωσιακό µέτρο. Αφ ης στιγµής δε, διαπιστωθεί η ύπαρξη της επιτακτικής ανάγκης, η υπό κρίση εθνική ρύθµιση δεν εξετάζεται καν εντός της ενωσιακής λογικής, καθώς η έννοια των επιτακτικών αναγκών κείται εκτός αυτής, ως απώτατο όριο της αρµοδιότητας της Ένωσης πέραν του οποίου εκτείνεται η εθνική αρµοδιότητα. Οµοιότητες των επιτακτικών αναγκών µε τους εξαιρετικούς λόγους του αρ. 36 ΣΛΕΕ: Οι επιτακτικές ανάγκες έχουν τις εξής οµοιότητες µε τους εξαιρετικούς λόγους του αρ.36 ΣΛΕΕ Α) εφαρµόζονται όταν δεν υπάρχει κοινοτική εναρµόνιση και υπόκεινται στην αρχή της αναλογικότητας Β) ισχύουν οι ίδιοι κανόνες όσον αφορά στο βάρος απόδειξης Γ) οι δικαιολογητικοί λόγοι που αναφέρονται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ µπορούν να αποτελέσουν και επιτακτικές ανάγκες, δεν µπορεί όµως να συµβεί το αντίστροφο. Μηχανισµός λειτουργίας επιτακτικών αναγκών I. Αφορούν τοµείς, όπου ελλείπει ενωσιακή εναρµόνιση II. Για το λόγο αυτό υπάρχει ρυθµιστική αρµοδιότητα των κρατών µελών III. Η αρµοδιότητα αυτή ωστόσο δεν είναι ανεξέλεγκτη. Ελέγχονται µε βάση τις παρακάτω προϋποθέσεις αλλά και τα θεµελιώδη άρθρα της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των αγαθών, υπηρεσιών, εγκατάστασης και προσώπων, ο απαράβατος χαρακτήρας των οποίων γίνεται κατά αυτόν τον τρόπο περισσότερο προφανής. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ Η προβολή των επιτακτικών αναγκών υπόκειται στις εξής προϋποθέσεις: I. Απουσία εξαντλητικής ρύθµισης του αντικειµένου µέσω της διαδικασίας εναρµόνισης, έλλειψη δηλαδή ενωσιακής εναρµόνισης (αρ.114 επ. ΣΛΕΕ) II. Επιδίωξη, µέσω της υπό κρίση εθνικής ρύθµισης, γενικού συµφέροντος, αναγοµένου στο οικείο κατά περίπτωση κράτος III. Αντικειµενική ύπαρξη ανάγκης προστασίας του επικαλούµενου γενικού συµφέροντος IIII. Η υπό κρίση εθνική ρύθµιση να εφαρµόζεται αδιακρίτως V. Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και της «αµοιβαίας αναγνώρισης» (ένα προϊόν που κατασκευάσθηκε και τέθηκε σε κυκλοφορία νοµίµως εντός ενός κράτους µέλους, πληροί τις προϋποθέσεις για να κυκλοφορεί ελεύθερα στις υπόλοιπες αγορές των κρατών µελών). Στο πλαίσιο αυτό η αναλογικότητα εκλαµβάνεται µε την έννοια του λιγότερου παρεµποδιστικού των

εκλαµβάνεται µε την έννοια του λιγότερου παρεµποδιστικού των συναλλαγών µέτρου. Το µέτρο θα πρέπει να είναι κατάλληλο αλλά και απολύτως αναγκαίο ως προς τον επιδιωκόµενο σκοπό. ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Η υπόθεση 8/74 (Dassonville) Πρόκειται για µία από τις σηµαντικότερες αποφάσεις στον τοµέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των αγαθών. Αφορούσε ένα βέλγικο νόµο σύµφωνα µε τον οποίο τα αλκοολούχα ποτά που εισάγονταν και πωλούνταν ως σκωτσέζικο ουίσκι, έπρεπε να προσκοµίζουν πιστοποιητικό προέλευσης γνησιότητας από τη χώρα παραγωγής, εν προκειµένω της Αγγλίας. Σκοπός του νόµου, σύµφωνα µε την βελγική διοίκηση, ήταν η προστασία του βέλγου καταναλωτή. Η ρύθµιση αυτή όµως κατέληγε ουσιαστικά να εµποδίζει τους εισαγωγείς να αγοράζουν σκωτσέζικο ουίσκι από τη Γαλλία, που ήταν φτηνό, καθώς δεν θα µπορούσαν να αποκτήσουν το απαραίτητο επίσηµο πιστοποιητικό. Στα πλαίσια της υπόθεσης αυτής το ΔΕΚ έδωσε τον ορισµό του µέτρου αποτελέσµατος ισοδυνάµου προς ποσοτικό περιορισµό: («κάθε µέτρο που µπορεί να παρεµποδίσει άµεσα ή έµµεσα, πραγµατικά ή δυνητικά, το εµπόριο µεταξύ των κρατών µελών»). Υιοθετώντας µια ευρεία ερµηνευτική προσέγγιση το ΔΕΚ ισχυρίστηκε ότι ακόµα και ασήµαντα εµπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εµπορευµάτων όπως π.χ. διοικητικής φύσεως άδειες εισαγωγής και εξαγωγής από τις εθνικές αρχές αποτελούν λόγω της καθυστερήσεως την οποία συνεπάγονται, εµπόδιο για το εµπόριο. «Όλοι οι κανόνες εµπορίου που τίθενται από τα κράτη-µέλη και είναι ικανοί να εµποδίζουν, άµεσα ή έµµεσα, πραγµατικά ή εν δυνάµει, το ενδοκοινοτικό εµπόριο πρέπει να θεωρούνται µέτρα ισοδυνάµου µε ποσοτικούς περιορισµούς αποτελέσµατος» Διευκρίνισε επίσης πως ελλείψει κοινοτικού συστήµατος που να εγγυάται στους καταναλωτές την αυθεντικότητα προέλευσης ενός προϊόντος, το κράτος µέλος µπορεί να λάβει µέτρα για την αντιµετώπιση άδικων πρακτικών, υπό τον όρο ότι είναι λογικά, αναγκαία και δικαιολογηµένα και δε θα λειτουργούν ως εµπόδια στο εµπόριο (αυστηρή ερµηνεία από το ΔΕΚ της δυνατότητας παραβίασης του κανόνα από τα κράτη). Σκοπός, η προστασία της Αγοράς από τα κρατικά µέτρα και τις επιπτώσεις της έλλειψης κοινών κανόνων σε τοµείς όπως η υγεία, προστασία καταναλωτή, ασφάλεια κλπ. Η νοµολογία Dassonville προσδιόρισε την έννοια των µέτρων ισοδυνάµου προς ποσοτικό περιορισµό αποτελέσµατος, όταν υπάρχει δυσµενής διακριτική µεταχείριση του εισαγόµενου και όχι όταν η εθνική

δυσµενής διακριτική µεταχείριση του εισαγόµενου και όχι όταν η εθνική ρύθµιση εφαρµόζεται αδιακρίτως στα εισαγόµενα και τα εγχώρια προϊόντα, η διάκριση όµως του εισαγόµενου οφείλεται στη διαφορά των εθνικών νοµοθεσιών. Παράλληλα, µε την υπόθεση αυτή, αναδείχθηκε η θεµελιώδης σηµασία των αρχών της ελεύθερης κυκλοφορίας και η ευρύτερη δυνατή προστασία που τους επιφυλάσσεται. Με την διατύπωση του ορισµού των µέτρων ισοδυνάµου αποτελέσµατος, το Δικαστήριο έχοντας ως λογική αφετηρία την ουσιώδους σηµασίας αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εµπορευµάτων και την ανάγκη προστασίας της ακόµη και σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει προφανής παράβασή της µε βάση τα τότε άρθρα των Συνθηκών, οδηγήθηκε στην υπαγωγή εντός του πεδίου των απαγορευµένων ποσοτικών περιορισµών και άλλων µέτρων τα οποία δεν αποτελούν καθ εαυτό ποσοτικούς περιορισµούς, τα αποτελέσµατά τους ωστόσο είναι ισοδύναµα µε αυτούς. Η παραπάνω λογική αφετηρία του Δικαστηρίου, ενδιαφέρει και στην περίπτωση των επιτακτικών αναγκών, καθώς παρά το ότι ο µηχανισµός τους δρα εκτός της παραδοσιακής ενωσιακής λογικής µε προϋποθέσεις ξεχωριστές, ανέλεγκτες κατ αρχήν από τις Συνθήκες, εντούτοις απώτατο όριο ελευθερίας της εθνικής αρµοδιότητας υπό το πρίσµα τους είναι η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας. Ως υπενθύµιση: ΟΡΙΣΜΟΙ Ποσοτικός περιορισµός: Πρόκειται για µονοµερή κρατικά µέτρα που στοχεύουν στον ολικό ή µερικό περιορισµό των εισαγωγών ή εξαγωγών. Γενικά, ποσοτικός περιορισµός είναι ο πλήρης ή µερικός περιορισµός της εισαγωγής ενός συγκεκριµένου εµπορεύµατος µε βάση την αξία, τον όγκο, την ποσότητα ή το βάρος του, κυρίως µέσω της εγκαθίδρυσης ενός συστήµατος παροχής αδειών εισαγωγής του εµπορεύµατος από το Κράτος. Στη νοµολογία του ΔΕΚ δεν υπάρχει συνήθως διαφοροποίηση µεταξύ των εννοιών «ποσοτικοί περιορισµοί» και «µέτρα ισοδυνάµου αποτελέσµατος» Μέτρο ισοδυνάµου προς τους ποσοτικούς περιορισµούς αποτέλεσµα: Νοείται κάθε µέτρο που λαµβάνεται µονοµερώς από κράτος µέλος και έχει ως αποτέλεσµα τον αποκλεισµό ή τον περιορισµό ή γενικά την παρακώλυση του ενδοενωσιακού εµπορίου. To Δικαστήριο έδωσε τον ορισµό αυτό (των µέτρων ισοδυνάµου αποτελέσµατος) στην απόφαση ΔΕΚ 11.7.1974, Dassonville, 8/74. («κάθε µέτρο που µπορεί να παρεµποδίσει άµεσα ή έµµεσα, πραγµατικά ή δυνητικά, το εµπόριο µεταξύ των κρατών µελών»). Η υπόθεση (Cassis de Dijon) 120/78 (ελεύθερη κυκλοφορία εµπορευµάτων)

Μία σηµαντική απόφαση του ΔΕΚ στον τοµέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εµπορευµάτων είναι η Cassis de Dijon. Στα πλαίσια της υπόθεσης αυτής το γερµανικό Hessisches Finanzgericht, υπέβαλε στο Δικαστήριο δύο προδικαστικά ερωτήµατα που αφορούσαν έναν γερµανικό νόµο, σύµφωνα µε τον οποίο τα ηδύποτα από φρούτα που επωλούντο στη Γερµανία, ανεξαρτήτως προέλευσης, έπρεπε να έχουν ελάχιστη περιεκτικότητα σε αλκοόλ 25 %. Ο προσφεύγων στην απόφαση ήταν γάλλος παραγωγός Cassis, γνωστού παραδοσιακού λικέρ που παραγόταν και κυκλοφορούσε ελεύθερα στη Γαλλία, η περιεκτικότητα του οποίου ωστόσο σε αλκοόλ ήταν µεταξύ 15% και 20%. Προκειµένου να µπορεί να εξάγει το λικέρ στη Γερµανία, ο Γάλλος παραγωγός έπρεπε να αλλάξει τη διαδικασία παραγωγής του, κάτι που σήµαινε περισσότερα έξοδα και αύξηση της τιµής του προϊόντος. Έτσι το λικέρ θα γινόταν λιγότερο ανταγωνιστικό, κάτι που κατά τον προσφεύγοντα συνιστούσε διάκριση. (Ενώ η απαγόρευση των διακρίσεων αναφέρεται σε κάθε δυσµενέστερη µεταχείριση του εισαγόµενου προϊόντος, η απαγόρευση των περιορισµών αντιµετωπίζει εκείνες τις περιπτώσεις, όπου το εθνικό µέτρο εφαρµόζεται µεν αδιάκριτα, εντούτοις κατ ουσία πλήττει τα εισαγόµενα προϊόντα ή τους ενωσιακούς αλλοδαπούς). Το Δικαστήριο ξεκίνησε το σκεπτικό του διατυπώνοντας κάποιες γενικές αρχές. Σηµείωσε ότι «ελλείψει κοινών κανόνων σχετικών µε την παραγωγή κα τη διάθεση στο εµπόριο του οινοπνεύµατος, εναπόκειται στα κράτη µέλη να ρυθµίσουν, καθένα στο έδαφός τους, ό,τι αφορά την παραγωγή και τη διάθεση των οινοπνευµατωδών ποτών». Συνέχισε τη σκέψη του ωστόσο αναφέροντας ότι «τα εµπόδια κατά της κυκλοφορίας εντός της Κοινότητας, τα οποία προκύπτουν από τις διαφορές των εθνικών νοµοθεσιών, περί της διάθεσης στο εµπόριο των εν λόγω προϊόντων, πρέπει να γίνουν δεκτά στο µέτρο που αυτές οι διατάξεις µπορεί να γίνει δεκτό ότι είναι απαραίτητες για να ικανοποιηθούν επιτακτικές ανάγκες». Εποµένως, η έλλειψη νοµοθετικής εναρµόνισης σε ένα χώρο της εσωτερικής αγοράς, δε σηµαίνει ότι τα κράτη µπορούν να πράττουν κατά βούληση. Η Αγορά είναι ακρογωνιαίος λίθος της Κοινότητας και βασικό µέσο ενοποίησης, γι αυτό το ΔΕΚ έσπευσε να προστατεύσει τη σταθερή της πορεία από εθνικές διαφοροποιήσεις, που θα οδηγούσαν σε κατακερµατισµό και αναστολή του εγχειρήµατος. Έθεσε δηλαδή το Δικαστήριο κανόνες ελέγχου των κρατικών ρυθµίσεων που περιορίζουν το εµπόριο, ακόµα κι όταν δεν υπάρχει κοινοτική νοµοθεσία που να τους προβλέπει. Παρακάτω στην απόφαση σε µια πολύ γνωστή σκέψη το ΔΕΚ έθεσε κατ ουσίαν τον κανόνα της αµοιβαίας αναγνώρισης: «Εάν τα αλκοολούχα ποτά έχουν παραχθεί νόµιµα και κυκλοφορήσει σε ένα κράτος µέλος, δεν υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος να µην εισάγονται από ένα άλλο κράτος µέλος». Τη λύση αυτή επιβάλλει η αρχή της εµπιστοσύνης που πρέπει να

µέλος». Τη λύση αυτή επιβάλλει η αρχή της εµπιστοσύνης που πρέπει να διέπει τις σχέσεις µεταξύ των κρατών µελών (αρ. 4 ΣΕΕ). Δεν είναι νοητό κατά το ΔΕΚ ένα προϊόν που τέθηκε νόµιµα σε κυκλοφορία σε ορισµένο κράτος µέλος να απαγορεύεται η κυκλοφορία του σε άλλο κράτος µέλος, επειδή οι τεχνικές του προδιαγραφές δεν συµπίπτουν µε αυτές του εγχώριου προϊόντος. Έκρινε ότι πράγµατι, ένα προϊόν που κατασκευάστηκε σύµφωνα µε τη νοµοθεσία ενός κράτους µέλους και τέθηκε σε νόµιµη κυκλοφορία από αυτό, πληροί κατά κανόνα τις προϋποθέσεις για να κυκλοφορεί ελεύθερα στις υπόλοιπες αγορές των κρατών µελών, εκτός αν «επιτακτικοί λόγοι» προστασίας του γενικού συµφέροντος, όπως π.χ λόγοι προστασίας της δηµόσιας υγείας, αποτελεσµατικοί φορολογικοί έλεγχοι κλπ. επιβάλλουν τον περιορισµό και τα µέτρα αυτά είναι αναγκαία και ικανά για την επίτευξη των στόχων. Η Κυβέρνηση της Οµοσπονδιακής Δηµοκρατίας της Γερµανίας, παρεµβαίνουσα ισχυρίστηκε ότι: «Στον συγκεκριµένο τοµέα (παραγωγή και διάθεση οινοπνευµατωδών ποτών) δεν υπήρχε κοινοτική εναρµόνιση, άρα το κάθε κράτος µέλος έχει την ευχέρεια να καθορίζει ελάχιστα όρια περιεκτικότητας εκείνα που θεωρεί αναγκαία για εθνικούς λόγους (εν προκειµένω προστασία της υγείας και των καταναλωτών). Επικαλέστηκε ειδικότερα ότι: «ο καθορισµός ελάχιστης περιεκτικότητας σε οινόπνευµα από την εθνική νοµοθεσία χρησίµευε για την αποφυγή του πολλαπλασιασµού στην εγχώρια αγορά, των ποτών µε µέτρια περιεκτικότητα σε οινόπνευµα, διότι αυτά κατά τη γνώµη της µπορούν να προκαλέσουν ευκολότερα έξη από ότι τα ποτά µε υψηλότερη περιεκτικότητα. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο καθορισµός κατωτάτου ορίου έχει σκοπό να προστατεύσει τον καταναλωτή κατά αθέµιτων πρακτικών, µε τη σκέψη ότι η ελάττωση του αλκοολικού τίτλου παρέχει ανταγωνιστικά πλεονεκτήµατα σε σχέση µε αυτά µε υψηλότερο τίτλο, δεδοµένου ότι το οινόπνευµα συνιστά το κατά πολύ ακριβότερο συστατικό» Το ΔΕΚ εν προκειµένω έκρινε ότι το εθνικό µέτρο, αν και αδιακρίτως εφαρµοζόµενο δεν δικαιολογούταν από την επιτακτική ανάγκη προστασίας της δηµόσιας υγείας ενώ θεώρησε πως ήταν δυσανάλογο σε σχέση µε την επιτακτική ανάγκη προστασίας των καταναλωτών. Ισχυρίστηκε ότι «µέτρο ισοδυνάµου αποτελέσµατος» προς ποσοτικό περιορισµό υπάρχει, όταν ο περιορισµός της κυκλοφορίας των εµπορευµάτων είναι δυσανάλογος σε σχέση µε τον επιδιωκόµενο σκοπό ή ο σκοπός θα µπορούσε να πραγµατοποιηθεί µε άλλο µέσο, λιγότερο περιοριστικού της ελεύθερης κυκλοφορίας (αρχή της αναλογικότητας). Εδώ δηλαδή σταθµίζοντας µέσο και σκοπό έκρινε ότι η προστασία των καταναλωτών δεν κινδύνευε από την ελεύθερη κυκλοφορία του συγκεκριµένου λικέρ όπως ισχυριζόταν η γερµανική πλευρά Η νοµολογία Cassis de Dijon σε συνδυασµό µε εκείνη της Dassonville, δηµιούργησε τις προϋποθέσεις για τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προϊόντων, αντιµετωπίζοντας τα εθνικά µέτρα που, χωρίς να επιβάλλουν φανερή ή καλυµµένη διάκριση, θέτουν σοβαρά εµπόδια στην κυκλοφορία των προϊόντων στα πλαίσια της ενιαίας αγοράς

εµπόδια στην κυκλοφορία των προϊόντων στα πλαίσια της ενιαίας αγοράς λόγω των διαφορετικών εθνικών ρυθµίσεων των κρατών µελών. Στην ίδια απόφαση το ΔΕΚ παρέθεσε ταυτόχρονα τέσσερα ενδεικτικά παραδείγµατα επιτακτικών αναγκών: 1. Η αποτελεσµατικότητα των φορολογικών ελέγχων 2. Η προστασία της δηµόσιας υγείας 3. Η εντιµότητα των εµπορικών συναλλαγών 4. Η προστασία των καταναλωτών Ενδεικτική αναφορά Η αποτελεσµατικότητα των φορολογικών ελέγχων: Σπάνια εµφανίζεται η επιτακτική ανάγκη της αποτελεσµατικότητας των φορολογικών ελέγχων. Παρόµοια είναι η επιτακτική ανάγκη της εξασφαλίσεως της συνοχής ενός φορολογικού συστήµατος που µπορεί να δικαιολογεί µια κανονιστική ρύθµιση ικανή να περιορίσει την άσκηση θεµελιωδών ελευθεριών εγγυηµένων από τη Συνθήκη, όπως η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και αυτή όµως σπάνια γίνεται δεκτή. Η εντιµότητα των εµπορικών συναλλαγών: Αφορά την προστασία των καταναλωτών και των επειχειρηµατιών από τον αθέµιτο ανταγωνισµό καθώς και την απαγόρευση πώλησης πειρατικών αγαθών ή εισαγόµενων προϊόντων πιστής αποµίµησης (ΔΕΚ 16/83, Prantl). Συνήθως συνδυάζεται µε την επιτακτική ανάγκη προστασίας των καταναλωτών. Προστασία δηµόσιας υγείας: Επίκληση της δηµόσιας υγείας ως επιτακτικής ανάγκης έγινε µόνο σε τρείς αποφάσεις αµέσως µετά από την απόφαση Cassis de Dijon. Θεωρείται, ως «τυπογραφικό» λάθος που παρείσφρησε στην απόφαση αυτή. Έκτοτε η εξέταση της µεταφέρθηκε στο πλαίσιο του άρθ. 36 ΣΛΕΕ, όπου η εν λόγω επιτακτική ανάγκη βρίσκει ασφαλές έρεισµα λόγω της οµοιότητας της µε την εκεί διατυπωµένη ανάγκη προστασίας της ζωής και της υγείας των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών (ΔΕΚ C-176/90, Aragonesa). Η προστασία των καταναλωτών: Αποτελεί την επιτακτικά ανάγκη που χρησιµοποιείται περισσότερο ως δικαιολογητικός λόγος για την εφαρµογή εθνικών ρυθµίσεων που παρεµποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εµπορευµάτων. Ειδικότερα, έχουν κριθεί ως αντικείµενα προστασίας η ασφάλεια και τα οικονοµικά συµφέροντα, η ενηµέρωση του καταναλωτή. Η έννοια της προστασίας των καταναλωτών έχει µεγάλη ευρύτητα, και γι αυτό παρουσιάζει αρκετές επικαλύψεις µε άλλες επιτακτικές ανάγκες. Η προστασία του περιβάλλοντος: Ήδη πριν από την έκδοση της απόφασης Cassis de Dijon το ΔΕΚ είχε αναγνωρίσει ως ένα από τους ουσιώδεις στόχους της Κοινότητας και ένα στόχο γενικού συµφέροντος την προστασία του περιβάλλοντος. Η επιτακτική

συµφέροντος την προστασία του περιβάλλοντος. Η επιτακτική απαίτηση προστασίας του περιβάλλοντος υπερβαίνει την έννοια της προστασίας και της υγείας των ανθρώπων και των ζώων ή των φυτών που εντάσσεται στο αρ. 36 ΣΛΕΕ, επειδή περιέχει και στόχους όπως: την διατήρηση του φυσικού πλούτου της θάλασσας (Kramer), την απαγόρευση καύσης χρησιµοποιηµένων ορυκτελαίων εκτός ορισµένων εγκεκριµένων εγκαταστάσεων (ADBHU, 240/83), την υποχρέωση οργάνωσης συστήµατος χρέωσης και επιστροφής κενών συσκευασιών(επιτροπή/δανίας,δεκ 302/86), την υποχρέωση αγοράς του παραγόµενου επιτοπίως από ανανεώσιµες πηγές ηλεκτρικού ρεύµατος σε ελάχιστες τιµές, ανώτερες της πραγµατικής οικονοµικής αξίας του.(preussen Elektra, C-379/98). Το ΔΕΚ έκρινε πως τα µέτρα αυτά αν και ασύµβατα µε το αρ. 34 ΣΛΕΕ και το κοινοτικό δίκαιο γενικότερα, δεν συνιστούσαν παράβαση γιατί αποσκοπούσαν στην προστασία του περιβάλλοντος Ο κατάλογος των επιτακτικών αναγκών είναι καταρχήν ανοικτός και περιλαµβάνει εκτός από τους προαναφερθέντες κι άλλους λόγους όπως, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας, η προστασία του πολιτισµού, η προστασία της οδικής ασφάλειας κλπ. Μπορεί να εµπλουτισθεί µε βάση τις εκάστοτε κρινόµενες ως άξιες προστασίας προτεραιότητες των κρατών µελών. Επιτρέπει στο Δικαστήριο να επιδεικνύει ευλυγισία και να προσαρµόζει τη νοµολογία του στις ανάγκες της εκάστοτε χρονικής συγκυρίας. Υπόθεση (Keck, Mithouard) C-267, 268/91 Στην υπόθεση Keck και Mithouard επρόκειτο για µια γαλλική ρύθµιση που απαγόρευε τη µεταπώληση προϊόντος σε τιµή χαµηλότερη του κόστους αγοράς. Οι Keck και Mithouard, υπεύθυνοι δύο µεγάλων καταστηµάτων σε µεθοριακές περιοχές της Γαλλίας, µεταπώλησαν προϊόντα σε τιµή χαµηλότερη του κόστους αγοράς και γι αυτό ασκήθηκε εναντίον τους ποινική δίωξη. Στα πλαίσια της υπόθεσης αυτής το Δικαστήριο σηµείωσε ότι: «Το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που ασχολούνται µε πωλήσεις εντός διαφορετικών κρατών µελών υπόκεινται σε διαφορετικές νοµοθεσίες από τις οποίες οι µεν απαγορεύουν τη µεταπώληση σε τιµή κάτω του κόστους, οι δε την επιτρέπουν δεν συνιστά διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 7 της Συνθήκης, εφόσον η επίδικη στις κύριες δίκες εθνική νοµοθεσία εφαρµόζεται σε όλες τις πωλήσεις που πραγµατοποιούνται εντός εθνικού εδάφους ανεξαρτήτως της ιθαγένειας των προσώπων που τις πραγµατοποιούν» Συνέχισε σηµειώνοντας ότι: «.. η εθνική νοµοθεσία που απαγορεύει γενικώς τη µεταπώληση σε τιµή κάτω του κόστους δεν έχει ως αντικείµενο να ρυθµίσει το εµπόριο µεταξύ των κρατών µελών». «Βεβαίως µια τέτοια νοµοθεσία είναι ικανή να περιορίσει τον όγκο των πωλήσεων και κατά συνέπεια τον όγκο των πωλήσεων προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών µελών εφόσον αφαιρεί από τους

προελεύσεως άλλων κρατών µελών εφόσον αφαιρεί από τους επιχειρηµατίες τη δυνατότητα να χρησιµοποιήσουν µια συγκεκριµένη µέθοδο προωθήσεως των πωλήσεων. Διερωτάται όµως το Δικαστήριο αν το ενδεχόµενο αυτό αρκεί για να προσδώσει στην επίδικη νοµοθεσία τον χαρακτήρα µέτρου ισοδυνάµου αποτελέσµατος προς ποσοτικό περιορισµό επί των εισαγωγών». Η νοµολογία αυτή του Δικαστηρίου, αναφέρεται στις εθνικές ρυθµίσεις, που εφαρµόζονται µεν αδιακρίτως σε εισαγόµενα και εγχώρια προϊόντα διακρίνει όµως µεταξύ εθνικών µέτρων που καθορίζουν τις τεχνικές προδιαγραφές και σε ρυθµίσεις που αφορούν τις µορφές και τις µεθόδους πώλησης. Η επιβολή εθνικών ρυθµίσεων ως προς τις τεχνικές προδιαγραφές περιορίζει το ενδοενωσιακό εµπόριο, καθιστά την εισαγωγή ακριβότερη ή αδύνατη, καθώς επιβάλλει στα εισαγόµενα προϊόντα την υποχρέωση να συµµορφωθούν µε τις προδιαγραφές που προβλέπονται στο εκάστοτε κράτος µέλος κι άρα µη συµβατή µε το αρ.34 ΣΛΕΕ. Αντίθετα, τα αδιακρίτως εφαρµοζόµενα εθνικά µέτρα που αφορούν µορφές πώλησης, διανοµής και προώθησης των εµπορευµάτων είναι συµβατά µε το αρ. 34 ΣΛΕΕ, αν εφαρµόζονται αδιακρίτως και πλήττουν το ίδιο εγχώρια και εισαγόµενα προϊόντα. Εν ολίγοις θα λέγαµε ότι µε την απόφαση αυτή το ΔΕΚ ήρθε να περιορίσει την ευρύτητα που είχε δοθεί µε τις προγενέστερες αποφάσεις Dassonville και Cassis de Dijon στην έννοια «µέτρα ισοδυνάµου αποτελέσµατος», πραγµατοποιώντας µία ριζική στροφή της νοµολογίας του. Γενικότερα θα µπορούσε να γίνει η εξής διάκριση: εθνικές ρυθµίσεις που έχουν σχέση µε την παραγωγή του προϊόντος (το βάρος, τη σύνθεση, τις διαστάσεις κλπ) και ρυθµίσεις που αφορούν τη διάθεση του εµπορεύµατος (εθνικές ρυθµίσεις που αφορούν την τιµή, τη διαφήµιση, τον τόπο και χρόνο πώλησης. Οι πρώτες εµπίπτουν κατά κανόνα στην απαγόρευση του αρ. 34 ΣΛΕΕ ενώ οι ρυθµίσεις που αφορούν στη διάθεση των εµπορευµάτων δεν είναι κατά κανόνα ικανά να εµποδίσουν το ενδοενωσιακό εµπόριο και είναι εκτός ενωσιακής λογικής. Σκοπός η ακώλυτη δράση των κρατών µελών σε τοµείς όπου έχουν ρυθµιστική αρµοδιότητα (αυτόνοµη ρύθµιση των κρατών µελών στη ρύθµιση των συναλλαγών). Το ΔΕΕ ακολουθώντας τη νοµολογία όπως αυτή διαµορφώθηκε στην απόφαση Keck έκρινε ότι η απαγόρευση διαφήµισης συγκεκριµένου προϊόντος, η απαγόρευση ασκήσεως εµπορικών δραστηριοτήτων την Κυριακή, η πώληση µόνο σε συγκεκριµένα καταστήµατα, ο καθορισµός ωραρίων για τη λειτουργία των καταστηµάτων, είναι καταρχήν συµβατές µε το αρ. 34 ΣΛΕΕ. Thieffry 71/76 ΔΕΚ 28.4.1977 (ελευθερία εγκατάστασης) Η απόφαση αυτή αφορούσε έναν Βέλγο δικηγόρο, κάτοχο βελγικού διπλώµατος διδάκτορος νοµικής, που ενώ πέτυχε στις εξετάσεις του δικηγορικού συλλόγου Παρισίου, δεν έγινε δεκτός ως µέλος του, επειδή δεν είχε δίπλωµα νοµικής από γαλλικό πανεπιστήµιο.

δεν είχε δίπλωµα νοµικής από γαλλικό πανεπιστήµιο. Το αρ.53 ΣΛΕΕ όσον αφορά στο δικαίωµα εγκατάστασης προβλέπει την έκδοση οδηγιών για την αµοιβαία αναγνώριση διπλωµάτων καθώς και οδηγιών για το συντονισµό των εθνικών διατάξεων των κρατών µελών που αφορούν την ανάληψη και άσκηση των µη µισθωτών δραστηριοτήτων. Το Δικαστήριο επικαλούµενο το αρ. 53ΣΛΕΕ αναφέρθηκε στην ανάγκη συµβιβασµού της ελευθερίας εγκατάστασης µε την εφαρµογή εθνικών επαγγελµατικών κανόνων, υπαγορευόµενων από το γενικό συµφέρον, ιδίως των κανόνων που αφορούν την οργάνωση, τα προσόντα, τη δεοντολογία, τον έλεγχο και την ευθύνη, υπό την προϋπόθεση ότι η εφαρµογή αυτή θα γίνεται χωρίς διακρίσεις. Kαταρχήν να αναφέρουµε ότι µολονότι η Συνθήκη επιφέρει την άρση στον τοµέα αυτό κάθε διακρίσεως στηριζόµενης στην ιθαγένεια, η εφαρµογή της δεν συνεπάγεται ωστόσο την αυτόµατη αναγνώριση της ισοτιµίας των πτυχίων. Μόνο µία κοινή ρύθµιση µπορεί να αποτρέψει προβλήµατα προερχόµενα από την έλλειψη αντιστοιχίας των προϋποθέσεων ανάληψης και άσκησης ενός επαγγέλµατος. Φυσικά η έκδοση οδηγιών που περιέχουν κοινές ρυθµίσεις για την αµοιβαία αναγνώριση, υπερέχουν οποιασδήποτε εθνικής προστασίας του εν λόγω συµφέροντος. Στα πλαίσια της υποθέσεως αυτής το ΔΕΚ έκρινε ότι: «Καθόσον ελλείπουν σχετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, η εφαρµογή των στόχων αυτών µπορεί να υλοποιηθεί µε µέτρα θεσπιζόµενα από τα κράτη µέλη, τα οποία υποχρεούνται να λαµβάνουν κάθε µέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη Συνθήκη και να απέχουν από κάθε µέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την πραγµατοποίηση των σκοπών της Συνθήκης» Συνεχίζει αναφέροντας ότι : «Δεδοµένου ότι η πραγµατική χρήση της ελευθερίας εγκαταστάσεως µπορεί, υπό ορισµένες προϋποθέσεις, να εξαρτάται από εσωτερικές νοµοθετικές διατάξεις, εναπόκειται στις αρµόδιες αρχές και στα νοµίµως αναγνωρισµένα επαγγελµατικά σωµατεία να διασφαλίσουν την εφαρµογή των νοµοθετικών αυτών διατάξεων σύµφωνα µε τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελευθερίας εγκαταστάσεως». Έκρινε ωστόσο ότι «συντρέχει αδικαιολόγητος περιορισµός της εν λόγω ελευθερίας, όταν απαγορεύεται η ανάληψη ορισµένης επαγγελµατικής δραστηριότητας σε ένα κράτος µέλος, από πρόσωπο που εµπίπτει στο πεδίο εφαρµογής της Συνθήκης και κατέχει δίπλωµα που έχει αναγνωριστεί ως ισότιµο από την αρµόδια αρχή της χώρας εγκαταστάσεως και το οποίο, επιπλέον, συγκεντρώνει τις ειδικές προϋποθέσεις επαγγελµατικής εκπαιδεύσεως που ισχύουν στην εν λόγω χώρα, για το µοναδικό λόγο ότι ο ενδιαφερόµενος δεν κατέχει το εθνικό δίπλωµα που αντιστοιχεί µε το δίπλωµα που κατέχει και το οποίο έχει αναγνωριστεί ως ισότιµο» Έτσι, το ΔΕΚ κατάληξε στο ότι «το να απαιτείται από υπήκοο κράτους µέλους που επιθυµεί να ασκήσει επαγγελµατική δραστηριότητα σε άλλο κράτος µέλος, όπως το δικηγορικό επάγγελµα, να κατέχει το εθνικό δίπλωµα που προβλέπει η νοµοθεσία της χώρας εγκαταστάσεις ενώ το δικό του έχει αναγνωριστεί ως ισότιµο από την αρµόδια αρχή και βάσει αυτού

του έχει αναγνωριστεί ως ισότιµο από την αρµόδια αρχή και βάσει αυτού µπόρεσε να µετάσχει στις ειδικές εξετάσεις ικανότητας ασκήσεως του εν λόγω επαγγέλµατος, συνιστά ακόµη και ελλείψει των οδηγιών περιορισµό ασυµβίβαστο µε το δικαίωµα εγκατάστασης». Συµπερασµατικά θα λέγαµε ότι το ΔΕΚ αναγνώρισε την αρµοδιότητα των κρατών µελών να θέτουν κανόνες δικαίου µε τους οποίους προστατεύουν το γενικό συµφέρον, ιδίως των κανόνων που αφορούν την οργάνωση, τα προσόντα, τη δεοντολογία, τον έλεγχο και την ευθύνη έστω και αν οι κανόνες αυτοί θα µπορούσαν να θεωρηθούν περιοριστικοί της ελευθερίας εγκατάστασης, υπό προθυποθέσεις όµως. Καταρχήν η εφαρµογή των εν λόγω επαγγελµατικών κανόνων να µη γίνεται κατά τρόπο που εµπεριέχει διάκριση σε βάρος των αλλοδαπών υπηκόων. Αυτό σηµαίνει ότι η απόρριψη του αιτήµατος εγκατάστασης θα πρέπει να είναι η τελευταία λύση και µόνο για τις περιπτώσεις που ο επιθυµών αδυνατεί να ανταποκριθεί στους επαγγελµατικούς κανόνες της χώρας υποδοχής. Στις άλλες περιπτώσεις αρκεί η επιβολή πρόσθετων υποχρεώσεων, πάντοτε βέβαια σε συµφωνία µε την αρχή της αναλογικότητας. Gebhard C-55/94 (ελευθερία εγκατάστασης) Αφορούσε την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερµηνεία της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ του Συµβουλίου περί διευκολύνσεως της πραγµατικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους (δραστηριότητες δικηγόρου που ασκούνται ως παροχή υπηρεσιών). O Gebhard ήταν γερµανός υπήκοος που είχε από το 1976 άδεια ασκήσεως δικηγορικού επαγγέλµατος και είχε εγγραφεί στον δικηγορικό σύλλογο Στουτγάρδης χωρίς να διαθέτει δικηγορικό γραφείο στο κράτος αυτό. Στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας που κίνησε το συµβούλιο του δικηγορικού συλλόγου του Μιλάνου προσάπτεται κατά του Gebhard, ότι παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον νόµο υπ' αριθ. 31/1982, περί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους, υπηκόους των κρατών µελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ασκώντας στην Ιταλία σταθερή επαγγελµατική δραστηριότητα σε δικό του δικηγορικό γραφείο, χρησιµοποιώντας τον τίτλο «avvocato», χωρίς να ανήκει στον επαγγελµατικό σύλλογο του κράτους αυτού. Η απόφαση «Gebhard» αφορά στην αναγνώριση επαγγελµατικών προσόντων και διπλωµάτων που αποκτήθηκαν σε άλλο κράτος µέλος. Το άρθρο 50 ΣΛΕΕ προβλέπει την έκδοση οδηγιών για την πραγµατοποίηση της ελευθερίας εγκατάστασης. Το άρθρο 53 ΣΛΕΕ προβλέπει την αµοιβαία αναγνώριση των διπλωµάτων και την έκδοση οδηγιών που συντονίζουν τις εθνικές νοµοθεσίες όσον αφορά στην ανάληψη και άσκηση µη µισθωτών δραστηριοτήτων. Πλέον, µε την Οδηγία 2005/36/ΕΚ για την αµοιβαία αναγνώριση των επαγγελµατικών προσόντων, έχει επέλθει εναρµόνιση στον τοµέα αυτό και τα σχετικά ζητήµατα έχουν επιλυθεί για ένα ευρύ σύνολο επαγγελµατικών δραστηριοτήτων. Αντικείµενο της οδηγίας αυτής είναι η αναγνώριση στο κράτος υποδοχής των επαγγελµατικών προσόντων που

αναγνώριση στο κράτος υποδοχής των επαγγελµατικών προσόντων που έχουν αποκτηθεί στο κράτος-µέλος καταγωγής, όταν η άσκηση ενός επαγγέλµατος εξαρτάται από την κατοχή συγκεκριµένων επαγγελµατικών προσόντων. Πριν, όµως, εκδοθεί η Οδηγία αυτή, το ΔΕΚ είχε κάνει δεκτό πως, ειδικά για τις εθνικές ρυθµίσεις που αναφέρονταν στους όρους άσκησης ενός επαγγέλµατος και στα απαιτούµενα επαγγελµατικά προσόντα και διπλώµατα, ακόµη και ελλείψει εναρµόνισης και αµοιβαίας αναγνώρισης, το κράτος µέλος υποδοχής οφείλει να λάβει υπόψη γνώσεις και δεξιότητες που απέκτησε ο ενδιαφερόµενος στο κράτος µέλος προέλευσης και να προβεί σε σύγκριση αυτών προκειµένου να διασφαλισθεί η αποτελεσµατικότερη άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης. Ακόµα κι ένα αδιακρίτως εφαρµοζόµενο εθνικό µέτρο δεν επιτρέπεται να στερεί ή να καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκηση των θεµελιωδών ελευθεριών όπως ορίζει η Συνθήκη. Με την απόφαση «Gebhard» εισήχθη η δικαιολόγηση µέτρων που περιορίζουν την ελευθερία εγκατάστασης εξαιτίας «επιτακτικών λόγων γενικού συµφέροντος» (ΔΕΚ, 30.11.1995, Gebhard, C-55/94, σκ.37), κατά το πρότυπο των «επιτακτικών αναγκών» που είχε αναγνωρίσει η απόφαση «Cassis de Dijon» ως προς την ελεύθερη κυκλοφορία εµπορευµάτων. Από τη νοµολογία του ΔΕΚ προκύπτει: Υπήκοος κράτους µέλους, ο οποίος κατά σταθερό και συνεχή τρόπο ασκεί επαγγελµατική δραστηριότητα σε άλλο κράτος µέλος όπου, µε βάση την επαγγελµατική του κατοικία απευθύνεται µεταξύ άλλων, στους υπηκόους του κράτους αυτού, υπάγεται στις διατάξεις του κεφαλαίου που αφορά στο δικαίωµα εγκατάστασης και όχι αυτού που αφορά τις υπηρεσίες. Ο υπήκοος άλλου κράτους µέλους που σκοπεί να ασκήσει συγκεκριµένη δραστηριότητα στο κράτος µέλος υποδοχής, πρέπει να πληροί καταρχήν τις προϋποθέσεις που τίθενται από το κράτος µέλος υποδοχής, δεν µπορεί όµως το κράτος αυτό να µη λάβει υπόψη τις γνώσεις και τα προσόντα που ο ενδιαφερόµενος έχει αποκτήσει σε άλλο κράτος µέλος. Τα εθνικά µέτρα που δικαιολογούνται λόγω συνδροµής κάποιου «επιτακτικού λόγου γενικού συµφέροντος» (όπως κανόνες που αφορούν την οργάνωση, τα προσόντα, τη δεοντολογία) ενδέχεται ωστόσο να παρακωλύσουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των θεµελιωδών ελευθεριών πρέπει να πληρούν τις εξής προϋποθέσεις : I. Να εφαρµόζονται κατά τρόπο που να µη δηµιουργεί διακρίσεις, II. να είναι κατάλληλα για την επίτευξη του σκοπού αυτού και III. να µην δεσµεύουν πέραν του αναγκαίου µέτρου Επισηµαίνεται και πάλι πως το Δικαστήριο ασκεί αποτελεσµατικό έλεγχο αναφορικά µε την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας Kraus ΔΕΚ C-19/92 (ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων-

Kraus ΔΕΚ C-19/92 (ελεύθερη κυκλοφορία προσώπωνεργαζοµένων) Όσον αφορά στα πραγµατικά περιστατικά της υποθέσεως αυτής το Υπουργείο Επιστηµών και Τεχνών οµόσπονδου γερµανικού κρατιδίου υποχρέωσε τον Kraus, Γερµανό υπήκοο να υπαχθεί στο καθεστώς προηγούµενης άδειας που ίσχυε στο πλαίσιο της γερµανικής νοµοθεσίας προκειµένου να χρησιµοποιήσει πανεπιστηµιακό τίτλο µεταπτυχιακών σπουδών, που είχε αποκτήσει σε άλλο κράτος µέλος. Η αίτηση παροχής αδείας για τη χρησιµοποίηση πανεπιστηµιακών τίτλων στην Γερµανία επρέπε να υποβάλλεται επί ειδικού εντύπου και να συνοδεύεται από µια σειρά εγγράφων. Επιπλέον, στο Land Baden- Württemberg, ο αιτών υποχρεούτο σε καταβολή διοικητικού τέλους 130 γερµανικών µάρκων Στα πλαίσια της απόφασης αυτής το Δικαστήριο έκρινε : «Συνεπώς ελλείψει εναρµονίσεως των προϋποθέσεων υπό τις οποίες ο κάτοχος πανεπιστηµιακού µεταπτυχιακού τίτλου δικαιούται να τον επικαλεσθεί σε κράτη µέλη εκτός του κράτους χορηγήσεως του, τα κράτη µέλη εξακολουθούν καταρχήν να είναι αρµόδια για τον καθορισµό των ειδικών όρων στους οποίους υπόκειται η χρησιµοποίηση ενός τέτοιου τίτλου στο έδαφος τους». Ωστόσο τα άρθρα 48 και 52 (νυν 45 και 49 ΣΛΕΕ) αντιτίθενται σε οποιοδήποτε εθνικό µέτρο, σχετικό µε τις προϋποθέσεις χρησιµοποιήσεως συµπληρωµατικού πανεπιστηµιακού τίτλου αποκτηθέντος σε άλλο κράτος µέλος, το οποίο, ακόµη και αν εφαρµόζεται άνευ διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, ενδέχεται να παρακωλύσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση, από τους υπηκόους των κρατών µελών της Κοινότητας, συµπεριλαµβανοµένων των υπηκόων του κράτους µέλους που το έχει θεσπίσει, των θεµελιωδών ελευθεριών που εξασφαλίζονται από τη Συνθήκη. Το ζήτηµα έχει άλλως µόνο στην περίπτωση κατά την οποία το εν λόγω µέτρο επιδιώκει θεµιτό σκοπό συµβιβαζόµενο µε τη Συνθήκη και δικαιολογούµενο από επιτακτικό λόγο γενικού συµφέροντος. Ακόµα όµως και στην περίπτωση αυτή θα πρέπει η εφαρµογή της οικείας εθνικής ρυθµίσεως να είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκοµένου σκοπού και να µην είναι δεσµευτική πέραν του βαθµού που αυτό είναι αναγκαίο. Συνεπώς θα λέγαµε πως η θέσπιση από ορισµένο κράτος µέλος διαδικασίας χορηγήσεως διοικητικών αδειών, ως προϋπόθεση της χρησιµοποιήσεως πανεπιστηµιακών µεταπτυχιακών τίτλων αποκτηθέντων σε άλλο κράτος µέλος και η πρόβλεψη ποινικών κυρώσεων σε περίπτωση µη τηρήσεως της εν λόγω διαδικασίας δεν προσκρούει, αυτή καθαυτή, στις επιταγές του κοινοτικού δικαίου. Η διαδικασία χορηγήσεως άδειας πρέπει, ωστόσο, να έχει ως µοναδικό σκοπό την εξακρίβωση του αν ο µεταπτυχιακός πανεπιστηµιακός τίτλος που έχει αποκτηθεί σε άλλο κράτος µέλος έχει χορηγηθεί νοµότυπα,

που έχει αποκτηθεί σε άλλο κράτος µέλος έχει χορηγηθεί νοµότυπα, κατόπιν πραγµατικών σπουδών και από αρµόδιο για τον σκοπό αυτό πανεπιστηµιακό ίδρυµα. Τέλος, η διαδικασία παροχής άδειας πρέπει να είναι προσιτή σε όλους τους ενδιαφεροµένους και δεν επιτρέπεται, ιδίως, να εξαρτάται από την καταβολή υπέρµετρων διοικητικών τελών. ΔΕΚ 279/80 17.12.1981 Webb (ελεύθερη παροχή υπηρεσιών) Ιστορικό: ο Webb ήταν διευθυντής µίας εταιρίας αγγλικού δικαίου στο Η.Β, που ασχολείτο ιδίως µε την αποστολή τεχνικού προσωπικού στις Κάτω Χώρες. Κατείχε άδεια διαθέσεως εργατικού δυναµικού δυνάµει του βρετανικού δικαίου.κατηγορήθηκε στο πλαίσιο ποινικής δίκης στην Ολλανδία, ότι προσλάµβανε προσωπικό για να το θέσει προσωρινά και έναντι αµοιβής στη διάθεση επιχειρήσεων εγκατεστηµένων εκεί, χωρίς σύµβαση εργασίας, αλλά και χωρίς να είναι κάτοχος της σχετικής άδειας από τον ολλανδικό υπουργό κοινωνικών υποθέσεων. Γενικά : I. Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (αρ. 56επ. ΣΛΕΕ), αποτελεί θεµελιώδη αρχή της Συνθήκης II. Δύναται να περιοριστεί µόνο από ρυθµίσεις, που δικαιολογούνται από το γενικό συµφέρον και επιβάλλονται σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκούν δραστηριότητα στο έδαφος του εν λόγω κράτους, κι εφόσον το συµφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων την υπηρεσία στο κράτος µέλος της εγκατάστασης του. Αν ο υπάρχων λόγος καλύπτεται ήδη από το κράτος εγκατάστασης του παρέχοντος την υπηρεσία, στην περίπτωση αυτή δεν χωρεί η εισαγωγή περιορισµού για τον ίδιο λόγο από το κράτος υποδοχής («αµοιβαία αναγνώριση») III. έγκυρη επίκληση λόγων γενικού συµφέροντος νοείται µόνο ελλείψει εναρµόνισης των κανόνων που εφαρµόζονται στις υπηρεσίες IIII. Τέλος, ελέγχεται η πραγµατική ανταπόκριση του µέτρου σε µια τέτοια ανάγκη, σύµφωνα µε την αρχή της αναλογικότητας. Gouda C-288/89 (ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών) Ιστορικό: Το 1988 επιβλήθηκε από τον αρµόδιο οργανισµό εποπτείας της εκµετάλλευσης του καλωδιακού δικτύου, πρόστιµο στις επιχειρήσεις διαχείρισης τηλεοπτικών δικτύων στην Ολλανδία, επειδή είχαν µεταδώσει προγράµµατα αλλοδαπών ραδιοτηλεοπτικών οργανισµών µε διαφηµιστικά µηνύµατα στην ολλανδική γλώσσα, που δεν ανταποκρίνονταν στις προβλεπόµενες προϋποθέσεις (όπως η διάρκεια των µηνυµάτων να µην ξεπέρνα το 5% του χρόνου εκποµπής, να µην µεταδίδονται την Κυριακή) Μεταξύ των επιτακτικούς λόγων γενικού συµφέροντος, που δικαιολογούν την εισαγωγή περιορισµών στην ελεύθερη παροχή

δικαιολογούν την εισαγωγή περιορισµών στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, έχουν αναγνωριστεί από το Δικαστήριο πως συνιστούν: η κατοχύρωση των δικαιωµάτων πνευµατικής ιδιοκτησίας, Βλ. ΔΕΚ, 18.03.1980, Cotidel, C-62/79. η προστασία των καταναλωτών, Βλ. ΔΕΚ, 04.12.1986, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-220/83 η διατήρηση της εθνικής ιστορικής και καλλιτεχνικής κληρονοµιάς, η προστασία των εργαζοµένων, Βλ. ΔΕΚ, 26.02.1991, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C-180/89, η αξιοποίηση των αρχαιολογικών, ιστορικών και καλλιτεχνικών θησαυρών και η καλύτερη δυνατή διάδοση των γνώσεων σχετικά µε την καλλιτεχνική και πολιτιστική κληρονοµιά µιας χώρας Σκέψεις Δικαστηρίου 23. «Μία πολιτική πολιτιστικής φύσεως µπορεί να αποτελεί επιτακτικό λόγο γενικού συµφέροντος, δικαιολογούντα περιορισµό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (η διατήρηση της πολυφωνίας συνδέεται προς την ελευθερία έκφρασης, όπως αυτή προστατεύεται στο αρ. 10 της ΕΣΔΑ)» 27. «.. πρέπει να τονιστεί, καταρχάς, ότι είναι δυνατόν να δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συµφέροντος περιορισµοί στην εκποµπή διαφηµιστικών µηνυµάτων, όπως η απαγόρευση διαφηµίσεως ορισµένων προϊόντων ή η µετάδοση διαφηµίσεων κατά ορισµένες ηµέρες, ο περιορισµός της διάρκειας ή της συχνότητας των µηνυµάτων, οι περιορισµοί που σκοπό έχουν να επιτρέψουν στους ακροατές ή στους τηλεθεατές να µη συγχέουν την εµπορική διαφήµιση µε άλλα µέρη του προγράµµατος. Τέτοιου είδους περιορισµοί µπορούν, πράγµατι, να επιβάλλονται προκειµένου να προστατεύουν τους καταναλωτές από τις υπερβολές της εµπορικής διαφηµίσεως ή, στα πλαίσια µιας πολιτιστικής πολιτικής, προς διατήρηση της ποιότητας των εκποµπών σε ορισµένο επίπεδο». Konle C-302/97(ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων) Αφορούσε ερωτήµατα που ανέκυψαν στο πλαίσιο εκδικάσεως αγωγής που άσκησε ο Konle, γερµανικής ιθαγένειας, για να υποχρεωθεί η Αυστριακή Δηµοκρατία να αποκαταστήσει τη ζηµία που του προκάλεσε η φερόµενη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από τη νοµοθεσία του οµόσπονδου κράτους του Τιρόλου περί συναλλαγών επί ακινήτων. Ιστορικό: Στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικού πλειστηριασµού, κατακυρώθηκε στον Konle, µε την επιφύλαξη χορηγήσεως της διοικητικής άδειας που απαιτούνταν, ακίνητο κείµενο στο οµόσπονδο κράτος του Τιρόλου. Η περιφερειακή διοικητική αρχή απάντησε αρνητικά στην αίτηση του για χορήγηση της άδειας, µολονότι ισχυρίστηκε ότι ήθελε να µεταφέρει εκεί την κύρια κατοικία του και να ασκήσει επί του ακινήτου εµπορική δραστηριότητα. Προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον της δευτεροβάθµιας επιτροπής, η οποία επικύρωσε την άρνηση. H αυστριακή νοµοθεσία, αδιακρίτως εφαρµοζόµενη υπήγαγε την

H αυστριακή νοµοθεσία, αδιακρίτως εφαρµοζόµενη υπήγαγε την απόκτηση δευτερεύουσας κατοικίας σε καθεστώς αδειών, τούτο δε επικαλούµενη λόγους γενικού συµφέροντος, ειδικότερα τη διατήρηση µόνιµου πληθυσµού και ανεξάρτητης οικονοµικής δραστηριότητας σε περιοχές µε τουριστικό ενδιαφέρον. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ένας τέτοιος λόγος γενικού συµφέροντος µπορεί να δικαιολογήσει περιορισµούς στην ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, όπως αυτούς της αυστριακής νοµοθεσίας υπό δύο προϋποθέσεις: πρώτον να µην εφαρµόζεται κατά τρόπο που να δηµιουργεί διακρίσεις και δεύτερον ο στόχος να µην µπορεί να επιτευχθεί µε άλλες λιγότερο περιοριστικές διαδικασίες. Έκρινε δε ότι καµία από τις εν λόγω δύο προϋποθέσεις δεν πληρούνταν εν προκειµένω: - Ως προς την πρώτη είπε ότι επειδή εκ των πραγµάτων ο σκοπός απόκτησης ακινήτου και χρήσης αυτού είναι ανεπίδεκτος βεβαίας αποδείξεως, η διοίκηση διαθέτει ευρύτατα περιθώρια εκτιµήσεως (διακριτική ευχέρεια) για να αποφανθεί επί της αποδεικτικής αξίας των παρασχεθεισών πληροφοριών ενώ απεδείχθη ότι ο έλεγχος των αιτήσεων των αιτήσεων των αλλοδαπών ήταν ενδελεχέστερος του ελέγχου των αιτήσεων των αυστριακών πολιτών. - Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση έκρινε ότι η εθνική νοµοθεσία παρείχε ευρύ φάσµα κατασταλτικών µέτρων εναντίον όσων καταστρατηγούσαν τις διατάξεις που διασφάλιζαν τον προαναφερθέντα λόγο γενικού συµφέροντος (την τήρηση των προσανατολισµών που έχει επιλέξει για τη χωροταξία του), σε βαθµό που να παρέλκει ο προληπτικός έλεγχος Συγκρίνοντας την απόφαση Konle µε τις αντίστοιχες αποφάσεις του ΔΕΚ για την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, υπηρεσιών, διαπιστώνει κανείς ότι η προσέγγιση είναι οµοιόµορφη. Έτσι το Δικαστήριο κατέληξε ότι η αυστριακή νοµοθεσία αντέβαινε στο άρ 56 ΣΕΚ, νυν 63 ΣΛΕΕ. Ως Επίλογος Με την αναγνώριση της έννοιας των επιτακτικών αναγκών ο ενωσιακός Δικαστής, ήρθε να δώσει µία λύση σε σχέση µε την αντιµετώπιση των ρυθµίσεων εκείνων, οι οποίες βρίσκονται εντός της ρυθµιστικής αρµοδιότητας των κρατών µελών, καθώς ελλείπει η ενωσιακή εναρµόνιση και οι οποίες δεν εισάγουν κάποια διακριτική µεταχείριση µε κριτήριο την εντοπιότητα, είτε ευθεία είτε συγκεκαλυµµένη. Θέτουν ωστόσο, εµπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία. Ο εντοπισµός τους είναι διάχυτος σε όλους τους τοµείς της ελεύθερης κυκλοφορίας. Η έννοιά τους είναι διάφορη εκείνης των κλασσικών εξαιρέσεων, καθώς λειτουργούν µε έναν δικό τους µηχανισµό εκτός των Συνθηκών και της ενωσιακής λογικής. Μόνος και απώτατος έλεγχος τον οποίο ασκεί η Ένωση είναι εκείνος της µη παραβίασης των θεµελιακών αρχών της ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών, προσώπων, υπηρεσιών όπως

αρχών της ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών, προσώπων, υπηρεσιών όπως διατυπώνονται στην Συνθήκη. Κατά τα λοιπά ο έλεγχος συνδροµής περίπτωσης επιτακτικής ανάγκης, κατά τα παραπάνω αναφερόµενα, υπόκειται σε αυστηρά ξεχωριστό και αυτόνοµο µηχανισµό. Εκ των ως άνω εκτεθέντων, προβάλλει και η διττή λειτουργική σηµασία της έννοιας των επιτακτικών αναγκών. Ως µηχανισµός εκτός πάσης ενωσιακής λογικής, αφενός αποτελεί τον τύπο βάσει του οποίου γίνεται η διάκριση µεταξύ εθνικής και αρµοδιότητας της Ένωσης. Στην περίπτωση συνδροµής των όρων επιτακτικών αναγκών, το ερώτηµα εάν πρόκειται για τοµέα εθνικής αρµοδιότητας απαντάται θετικά. Βρισκόµαστε λοιπόν σε χώρο που δεν υπάγεται στην ενωσιακή λογική, υπό την έννοια ότι δεν εξετάζεται το ενδεχόµενο ανοχής ενός εθνικού µέτρου κατ αρχήν αντιενωσιακού. Αφετέρου, µε την έννοια των επιτακτικών αναγκών οριοθετείται η ίδια η εθνική αρµοδιότητα. Κατά την έννοια των επιτακτικών αναγκών, γίνεται σαφές ότι η εξουσία των κρατών µελών δεν ελέγχεται µεν µε βάση τους κλασσικούς µηχανισµούς της Ένωσης, ωστόσο δεν µένει ποτέ ανέλεγκτη. Υπόκειται στον ίδιο τον έλεγχο των όρων των επιτακτικών αναγκών, κατά τις παραπάνω αναλυτικώς αναφερόµενες προϋποθέσεις τους και της θεµελιώδους αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας.