ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, ικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων 17.3.2014 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ για την ενίσχυση ορισµένων πτυχών του τεκµηρίου αθωότητας και του δικαιώµατος παράστασης του κατηγορουµένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, ικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων Εισηγήτρια: Renate Weber DT\1023400.doc PE530.088v01-00 Eνωµένη στην πολυµορφία
I. Τεκµήριο αθωότητας και το επίπεδο των θεµελιωδών δικαιωµάτων όπως κατοχυρώνονται στον Χάρτη Το τεκµήριο της αθωότητας αποτελεί πυλώνα των σύγχρονων δηµοκρατικών ποινικών διαδικασιών που βασίζονται στον σεβασµό των θεµελιωδών δικαιωµάτων. Έτσι όπως διαµορφώνεται σήµερα, προήλθε από την ιστορική εµπειρία στην ανακριτική διαδικασία, καθώς και από απολυταρχικά συστήµατα του 20ού αιώνα που βασίζονταν στο τεκµήριο της ενοχής και στη δυνατότητα χρήσης εξαναγκασµού κατά του υπόπτου. υστυχώς, η έννοια αυτή απειλείται ήδη σήµερα, µεταξύ άλλων από τις λεγόµενες «προληπτικού χαρακτήρα» νοµοθετικές πράξεις (µαζική αποθήκευση δεδοµένων και κατάρτιση προφίλ του πληθυσµού) και την εισαγωγή «πολιτικών/διοικητικών» διαδικασιών παράλληλων προς τις ποινικές διαδικασίες, στις οποίες δεν ισχύει το τεκµήριο. Καταρχήν, το τεκµήριο έχει τρεις άµεσες επιπτώσεις για τα δικαιώµατα του υπόπτου στο πλαίσιο µιας ποινικής διαδικασίας: α) το δικαίωµα σιωπής β) το βάρος της απόδειξης φέρει η εισαγγελική αρχή και γ) την αρχή in dubio pro reo (οιαδήποτε αµφιβολία είναι υπέρ της υπεράσπισης). Λόγω της σηµασίας του τεκµηρίου της αθωότητας, η εισηγήτρια επικροτεί εν προκειµένω µια κοινή ενωσιακή πράξη εναρµόνισης. Εντούτοις, µια τέτοιου είδους πράξη πρέπει να θεσπίζει πολύ υψηλά κοινά πρότυπα και να µην αντικατοπτρίζει µόνο τον ελάχιστο κοινό παρονοµαστή βάσει της ΕΣΑ. Η εισηγήτρια επισηµαίνει σχετικά ότι το άρθρο 52 παράγραφος 3 του Χάρτη των Θεµελιωδών ικαιωµάτων της ΕΕ που επεξηγεί τη σχέση µεταξύ του Χάρτη και της ΕΣΑ ορίζει ότι «Στο βαθµό που ο παρών Χάρτης περιλαµβάνει δικαιώµατα που αντιστοιχούν σε δικαιώµατα τα οποία διασφαλίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύµβαση για την Προάσπιση των ικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών, η έννοια και η εµβέλειά τους είναι ίδιες µε εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύµβαση. Η διάταξη αυτή δεν εµποδίζει το δίκαιο της Ένωσης να παρέχει ευρύτερη προστασία.» Κατά συνέπεια, ο Χάρτης επιτρέπει την εισαγωγή πολύ υψηλότερων προτύπων σχετικά µε τα θεµελιώδη δικαιώµατα έναντι της ΕΣΑ. Η εισηγήτρια επισηµαίνει εν προκειµένω την απόφαση του ΕΕ στην υπόθεση Melloni (C-399/11), στην οποία το ικαστήριο αποφαίνεται όσον αφορά την ερµηνεία του άρθρου 53 του Χάρτη ότι η έγκριση κοινών ενωσιακών προτύπων στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας εµποδίζει την τήρηση υψηλότερων εθνικών συνταγµατικών προτύπων ως λόγου µη αναγνώρισης στο πλαίσιο της αµοιβαίας αναγνώρισης. Προς αποφυγή αντιφάσεων µεταξύ των εθνικών συνταγµατικών προτύπων στον τοµέα του ποινικού δικονοµικού δικαίου τα οποία είναι υψηλότερα από τα ελάχιστα πρότυπα βάσει της ΕΣΑ, αφενός, και του Χάρτη και των κανόνων εναρµόνισης της ΕΕ, αφετέρου (προς αποφυγή µιας διαµάχης τύπου «Solange» µεταξύ του δικαίου της ΕΕ και του εθνικού συνταγµατικού δικαίου όσον αφορά τα θεµελιώδη δικαιώµατα), τα δικαιώµατα που απορρέουν από τον Χάρτη θα πρέπει να ερµηνεύονται ως τα πλέον υψηλότερα, στο µέτρο του δυνατού, και η κοινή εναρµόνιση της ΕΕ θα πρέπει να θεσπίζει υψηλό επίπεδο προστασίας. Εξίσου σηµαντική είναι η χρήση ενός αντίστοιχα υψηλού επιπέδου στις πράξεις της ΕΕ για την εναρµόνιση των δικονοµικών δικαιωµάτων, ώστε να αιτιολογείται η αρµοδιότητα της ΕΕ στον τοµέα του ποινικού δικαίου σύµφωνα µε την αρχή της επικουρικότητας. ΙΙ. Αρχική αξιολόγηση της πρότασης της Επιτροπής Η τρέχουσα πρόταση της Επιτροπής πληροί µόνο εν µέρει το ανωτέρω καθήκον. Το θετικό στοιχείο είναι ότι η Επιτροπή περιλαµβάνει σαφώς µια απαγόρευση δηµόσιων αναφορών στην ενοχή προσώπου πριν από την καταδίκη εκ µέρους των δηµόσιων αρχών (άρθρο 4), ένα πρότυπο που έχει καθιερωθεί ξεκάθαρα µετά την απόφαση του Ε Α στην υπόθεση Allenet de Ribemont κατά Γαλλίας (1995). Ταυτόχρονα, αναφέρεται µε σαφήνεια ότι η άσκηση του δικαιώµατος σιωπής και του δικαιώµατος µη αυτοενοχοποίησης δεν χρησιµοποιείται κατά του υπόπτου ή του κατηγορουµένου σε µεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας και δεν θεωρείται επιβεβαίωση των πραγµατικών περιστατικών (άρθρο 6 παράγραφος 3 και άρθρο 7 παράγραφος 3). Η Επιτροπή έλαβε υπόψη εν προκειµένω την επίκριση που δέχθηκε µετά τη δηµοσίευση της Πράσινης Βίβλου του 2006 σχετικά µε το τεκµήριο της αθωότητας, όταν επετράπη η εξαγωγή αρνητικών συµπερασµάτων από το δικαίωµα σιωπής βάσει της απόφασης του Ε Α στην υπόθεση John Murray κατά Ηνωµένου Βασιλείου (1996). Η εισηγήτρια χαιρετίζει αυτήν τη βελτίωση του επιπέδου προστασίας του δικαιώµατος σιωπής ως απόλυτο δικαίωµα του υπόπτου ή του κατηγορουµένου σύµφωνα µε άλλες νοµικές πράξεις εναρµόνισης της ΕΕ, όπως η οδηγία 2012/13/ΕΕ σχετικά µε το δικαίωµα ενηµέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Η οδηγία περιλαµβάνει ένα είδος «ενωσιακού συστήµατος προειδοποίησης Miranda» βάσει του οποίου οι αρχές καλούνται να παρέχουν εκ των προτέρων προειδοποίηση σε κάθε ύποπτο, µεταξύ άλλων και σχετικά µε το δικαίωµα σιωπής, ως προληπτικό κανόνα για την προστασία του δικαιώµατος σιωπής (βλ. επίσης εν προκειµένω PE530.088v01-00 2/5 DT\1023400.doc
την αιτιολογική έκθεση του Ανώτατου ικαστηρίου των ΗΠΑ στην υπόθεση Miranda κατά Arizona, 1966). Η εν λόγω βελτίωση αντικατοπτρίζει επίσης τη διαφορετική άποψη του Ε Α στην υπόθεση John Murray, όπου αναφέρει, µεταξύ άλλων, ότι: «Το δικαίωµα σιωπής αποτελεί µείζονα αρχή. Οποιοσδήποτε περιορισµός που έχει ως αποτέλεσµα την επιβολή κυρώσεων σχετικά µε την άσκηση του εν λόγω δικαιώµατος, µε την εξαγωγή αρνητικών συµπερασµάτων κατά του κατηγορουµένου, αντιστοιχεί σε παραβίαση της αρχής.» υστυχώς, η ίδια προσέγγιση υψηλού επιπέδου δεν τηρείται πλήρως σε άλλα σηµεία της πρότασης της Επιτροπής, όπως όσον αφορά το ζήτηµα του καταναγκασµού (αιτιολογική σκέψη 17), τα τεκµήρια για τη µετάθεση του βάρους της απόδειξης (άρθρο 5) καθώς και το χαµηλό επίπεδο όσον αφορά το παραδεκτό αποδεικτικών στοιχείων (άρθρο 6 παράγραφος 4, άρθρο 7 παράγραφος 4 και άρθρο 10). α) Σαφής απαγόρευση της χρήσης καταναγκασµού Η Επιτροπή προτείνει στην αιτιολογική σκέψη 17 το ακόλουθο κείµενο: «Οιοδήποτε µέσο καταναγκασµού χρησιµοποιείται για να υποχρεώσει τον ύποπτο ή κατηγορούµενο να παράσχει πληροφορίες πρέπει να είναι περιορισµένο. Προκειµένου να προσδιοριστεί εάν ο καταναγκασµός παραβίασε τα δικαιώµατα αυτά, πρέπει να συνεκτιµώνται τα ακόλουθα, υπό το πρίσµα όλων των περιστάσεων της υπόθεσης: η φύση και ο βαθµός καταναγκασµού που χρησιµοποιείται κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων, το βάρος του δηµοσίου συµφέροντος κατά την έρευνα και την επιβολή ποινής όσον αφορά το επίµαχο αδίκηµα, η ύπαρξη σχετικών δικονοµικών εγγυήσεων και η χρήση του υλικού που αποκτήθηκε µέσω καταναγκασµού. Ωστόσο, ο βαθµός καταναγκασµού που επιβάλλεται στους υπόπτους ή κατηγορουµένους ώστε να τους υποχρεώσει να παράσχουν πληροφορίες σχετικά µε τις εις βάρος τους κατηγορίες δεν πρέπει να εκµηδενίζει την ουσία του δικαιώµατός τους µη αυτοενοχοποίησης και σιωπής, ακόµη και για λόγους ασφάλειας και δηµόσιας τάξης.» Η διατύπωση αυτή είναι ασαφής, θα µπορούσε να οδηγήσει σε κακοµεταχείριση και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να διαγραφεί. Πρέπει να προκύπτει µε σαφήνεια από το κείµενο ότι απαγορεύεται οποιαδήποτε χρήση σωµατικής ή ψυχολογικής βίας ή απειλών κατά του κατηγορουµένου, βασανιστηρίων και απάνθρωπης και ταπεινωτικής µεταχείρισης, καθώς οι ενέργειες αυτές παραβιάζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και το δικαίωµα σε δίκαιη διαδικασία. υστυχώς, η καταπολέµηση της τροµοκρατίας, καθώς και η καταπολέµηση του σοβαρού εγκλήµατος έχουν δείξει ότι ακόµη και οι σύγχρονες δηµοκρατίες δεν είναι απρόσβλητες στην υποχώρηση σε µεθόδους του πολύ διαφορετικού παρελθόντος (βλ. παραδείγµατος χάρη, υποθέσεις του Ε Α όπως Ιρλανδία κατά Ηνωµένου Βασιλείου, A. αριθ. 5310/71, σχετικά µε τη χρήση «ειδικών» τεχνικών ανάκρισης, Gäfgen κατά Γερµανίας, 2005, σχετικά µε τη χρήση σωµατικών απειλών από την αστυνοµία, El-Masri κατά ΠΓ Μ, 2012, όσον αφορά τις κατ εξαίρεση παραδόσεις ή El-Haski κατά Βελγίου, 2012 σχετικά µε την απαγόρευση οποιουδήποτε αποδεικτικού στοιχείου αποσπάται µε βασανιστήρια). Η εισηγήτρια θα ήθελε να επισηµάνει εν προκειµένω ότι το άρθρο 3 της ΕΣΑ σχετικά µε την απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και ταπεινωτικής µεταχείρισης αποτελεί απόλυτο δικαίωµα από το οποίο δεν είναι δυνατή καµία παρέκκλιση σύµφωνα µε το άρθρο 15 της ΕΣΑ, καθώς «το άρθρο 3, που απαγορεύει µε απόλυτους όρους τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη ή ταπεινωτική µεταχείριση ή τιµωρία, κατοχυρώνει µία από τις θεµελιώδεις αξίες των δηµοκρατικών κοινωνιών. Σε αντίθεση µε τις περισσότερες ουσιώδεις ρήτρες της Σύµβασης και των Πρωτοκόλλων αριθ. 1 και 4, το άρθρο 3 δεν προβλέπει εξαιρέσεις και δεν επιτρέπεται καµία παρέκκλιση από αυτό δυνάµει του άρθρου 15, ακόµη και σε περίπτωση δηµόσιου κινδύνου που απειλεί τη ζωή του έθνους» (Ε Α, Saadi κατά Ιταλίας, 2008, παράγραφος 127). Κατά συνέπεια, δεν γίνονται αποδεκτά ούτε αποδεικτικά στοιχεία που αποσπώνται από τέτοιου είδους συµπεριφορά, καθώς η εµπειρία του παρελθόντος στον τοµέα του ποινικού δικαίου έχει δείξει ξεκάθαρα ότι µόνο οι πειθαρχικές διαδικασίες κατά αξιωµατούχων δεν µπορούν να αντικαταστήσουν ένα αποτελεσµατικό απαγορευτικό σύστηµα όσον αφορά την παροχή αποτελεσµατικού ένδικου µέσου, όπως θα εξηγηθεί περαιτέρω στη συνέχεια. Ταυτόχρονα, γίνεται ήδη αρκετά σαφές στο κείµενο της Επιτροπής (βλ. αιτιολογική σκέψη 18) ότι επιτρέπεται η συλλογή και χρήση µη µαρτυρικών καταθέσεων (δείγµα αίµατος και ούρων, DNA, δακτυλικά αποτυπώµατα, φωτογραφίες, γραπτές ή προφορικές καταθέσεις για σκοπούς ταυτοποίησης κ.λπ.). εν παραβιάζει την αρχή του δικαιώµατος µη αυτοενοχοποίησης, σύµφωνα µε την απόφαση του Ε Α στην υπόθεση Saunders κατά Ηνωµένου Βασιλείου, 1996, σύµφωνα µε την οποία το δικαίωµα «δεν πρέπει να περιλαµβάνει τη χρήση, κατά την ποινική διαδικασία, υλικού το οποίο µπορεί να ληφθεί από τον κατηγορούµενο µέσω άσκησης εξουσιών καταναγκασµού, έχει όµως ύπαρξη ανεξάρτητη από τη βούληση των υπόπτων π.χ. έγγραφα που αποκτώνται δυνάµει εντάλµατος, τα δείγµατα αναπνοής, αίµατος και ούρων και οι ιστοί ανθρωπίνου σώµατος για την ανάλυση του DNA». Εντούτοις, τέτοιες µέθοδοι θα ήταν παράνοµες εάν χρησιµοποιούνταν, παραδείγµατος χάρη, άκρως DT\1023400.doc 3/5 PE530.088v01-00
επεµβατικές και µη αποδεκτές ιατρικές πρακτικές, ή η εν λόγω ανάλυση πραγµατοποιούνταν για την απόσπαση απαντήσεων που είναι ουσιαστικά µαρτυρικές. Το Ανώτατο ικαστήριο των ΗΠΑ, παραδείγµατος χάρη, έχει ήδη αποσαφηνίσει εν προκειµένω στην υπόθεση του 1996 Schmerber κατά California (384 U.S. 757) ότι «ο εξαναγκασµός ενός προσώπου να υποβληθεί σε εξετάσεις κατά τις οποίες υπάρχει απόπειρα προσδιορισµού της ενοχής ή της αθωότητάς του βάσει φυσιολογικών απαντήσεων, ηθεληµένων ή όχι, είναι η επίκληση του πνεύµατος και της ιστορίας της Πέµπτης Τροπολογίας» και παραθέτει την υποχρεωτική χρήση ανιχνευτών ψεύδους ως τέτοιο παράδειγµα. Επίσης, το Ε Α απορρίπτει επίσης την αµεροληψία διαδικασιών κατά τις οποίες αποσπάστηκαν αποδεικτικά στοιχεία από το σώµα του υπόπτου µε αναγκαστική ιατρική πρόκληση εµέτου (Jalloh κατά Γερµανίας, 2006). β) Αντιστροφή του βάρους απόδειξης Στο άρθρο 5 παράγραφος 2, το κείµενο της Επιτροπής επιτρέπει τα τεκµήρια που µεταθέτουν το βάρος της απόδειξης. Η εν λόγω παραποµπή βασίζεται στις υποθέσεις του Ε Α Salabiaku, 1988, Telfner, 2001 και O'Halloran and Francis κατά Ηνωµένου Βασιλείου, 2007. Ωστόσο, η εισηγήτρια είναι της άποψης ότι η συµπερίληψη του άρθρου 5 παράγραφος 2 δεν αντικατοπτρίζει τα πολύ συγκεκριµένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αναφερόµενων υποθέσεων κατοχή απαγορευµένων αγαθών στην υπόθεση Salabiaku, παραποµπή στην ελεύθερη αξιολόγηση από τα δικαστήρια και στα αρχικά αποδεικτικά στοιχεία στην υπόθεση Telfner (στην οποία διαπιστώθηκε παραβίαση) ή το συγκεκριµένο καθεστώς της οδικής παράβασης στην υπόθεση O'Halloran and Francis στην οποία έγινε επιτρεπτό το τεκµήριο ότι ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου είναι ο οδηγός. Η συµπερίληψη αυτή σε ένα νοµοθετικό κείµενο δεν αντικατοπτρίζει επαρκώς την ιδιαιτερότητα της αναφερόµενης νοµολογίας του Ε Α, αφενός, ούτε λαµβάνει υπόψη τον κίνδυνο που σχετίζεται µε τη συµπερίληψη µιας ρήτρας τεκµηρίου που αντιστρέφει το βάρος της απόδειξης στο εκτελεστικό µέρος ενός νοµοθετικού κειµένου, αφετέρου. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να λαµβάνονται υπόψη οι παρατηρήσεις επί της πρόσφατα εγκριθείσας οδηγίας 2013/48/ΕΕ σχετικά µε το δικαίωµα πρόσβασης σε δικηγόρο όσον αφορά τη συµπερίληψη ευρύτατων γενικών εξαιρέσεων από το δικαίωµα πρόσβασης σε δικηγόρο (άρθρο 3 παράγραφος 6 της ανωτέρω οδηγίας) 1 βάσει πολύ συγκεκριµένης νοµολογίας του Ε Α. Υπάρχουν ισχυρισµοί ότι η εν λόγω ευρεία νοµοθετική εξαίρεση δεν λαµβάνει υπόψη την ιδιαιτερότητα πολύ συγκεκριµένης νοµολογίας του Ε Α και µάλιστα κινδυνεύει να µην λαµβάνει υπόψη µελλοντικές αλλαγές της νοµολογίας του Ε Α, δηµιουργώντας έτσι ασυνέπεια µεταξύ του δικαίου της ΕΕ και της νοµολογίας του Ε Α, βάσει της οποίας το δίκαιο της ΕΕ θα µπορούσε να θεωρηθεί ότι υπολείπεται του επιπέδου που ορίζεται στην ΕΣΑ. Ταυτόχρονα, η µετατροπή πολύ συγκεκριµένης νοµολογίας (όπως στην υπόθεση Salabiaku) σε γενικό νοµοθετικό τεκµήριο εγκυµονεί επίσης τον κίνδυνο δηµιουργίας, αφενός, αρνητικών εξελίξεων στα κράτη µέλη που εφαρµόζουν υψηλότερα πρότυπα (παρά τη ρήτρα µη υποβάθµισης), καθώς και δηµιουργίας µιας ελάχιστης προσέγγισης για τα εν λόγω δικαιώµατα στο δίκαιο υποψήφιων ή εν δυνάµει υποψήφιων προς ένταξη στην ΕΕ κρατών. Συνεπώς, το άρθρο 5 παράγραφος 2 θα πρέπει να διαγραφεί από το κείµενο ή να συνταχθεί εκ νέου. γ) Παραδεκτό των αποδείξεων Πολλά σηµεία της πρότασης της Επιτροπής περιλαµβάνουν κανόνες για το παραδεκτό (άρθρο 6 παράγραφος 4, άρθρο 7 παράγραφος 4 και άρθρο 10). Γενικά, οι κοινοί κανόνες της ΕΕ για το παραδεκτό επικροτούνται και αποτελούν άµεση συνέπεια της εναρµόνισης των δικονοµικών δικαιωµάτων, καθώς οποιαδήποτε εναρµόνιση των δικονοµικών δικαιωµάτων χωρίς αντιµετώπιση των επιπτώσεων των παραβιάσεων αυτών παραµένει lex imperfecta. Στο πλαίσιο αυτό, στο άρθρο 12 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/48/ΕΕ σχετικά µε την πρόσβαση σε δικηγόρο υπάρχει ήδη κοινός ενωσιακός κανόνας σχετικά µε το παραδεκτό. Εντούτοις, τα πρότυπα που χρησιµοποιούνται είναι και πάλι πολύ υψηλά και πρέπει να τηρείται, τουλάχιστον, η νοµολογία του Ε Α. 1 6. Σε εξαιρετικές περιστάσεις και µόνο κατά το στάδιο της προδικασίας, τα κράτη µέλη µπορούν να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρµογή των προβλεπόµενων στην παράγραφο 3 δικαιωµάτων, στον βαθµό που ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν, για έναν από τους ακόλουθους επιτακτικούς λόγους: α) όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές συνέπειες για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωµατική ακεραιότητα προσώπου ή β) όταν είναι επιτακτική η ανάληψη άµεσης δράσης από τις αρχές έρευνας προς αποτροπή σηµαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία. PE530.088v01-00 4/5 DT\1023400.doc
Η Επιτροπή αναφέρεται στην πρότασή της στο απαράδεκτο των αποδείξεων ως συνέπεια παραβίασης του δικαιώµατος σιωπής και του δικαιώµατος µη αυτοενοχοποίησης «εκτός αν η χρήση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων δεν θίγει την εν γένει αµεροληψία της διαδικασίας». Ωστόσο, ο ορισµός αυτός δεν λαµβάνει υπόψη πολύ σαφή νοµολογία του Ε Α σχετικά µε αποδεικτικά στοιχεία που αποσπώνται κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΑ (βασανιστήρια, απάνθρωπη και ταπεινωτική µεταχείριση). Το Ε Α, παραδείγµατος χάρη, στην υπόθεση Gäfgen κατά Γερµανίας (ακόµη και βάσει του Τµήµατος Μείζονος Συνθέσεων του Ε Α) επαλήθευσε µια πολύ σαφή θεωρία για έναν απόλυτο απαγορευτικό κανόνα σχετικά µε το µη παραδεκτό σε υποθέσεις άµεσων καταθέσεων που αποσπάστηκαν κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΑ, καθώς και έµµεσων αποδείξεων που αποσπάστηκαν από βασανιστήρια. Η θεωρία συνοψίστηκε και πάλι πρόσφατα στην υπόθεση El-Haski κατά Βελγίου στην οποία αναφέρεται ότι (παράγραφος 85) «η χρήση, στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, καταθέσεων που αποσπάστηκαν κατά παράβαση του άρθρου 3 ανεξαρτήτως της ταξινόµησης της συµπεριφοράς ως βασανιστήρια ή απάνθρωπης και ταπεινωτικής µεταχείρισης καθιστά αυτοµάτως τη διαδικασία στο σύνολό της άδικη, κατά παράβαση του άρθρου 6» και ότι «αυτό ισχύει επίσης για τη χρήση πραγµατικών αποδεικτικών στοιχείων που αποσπάστηκαν ως άµεσο αποτέλεσµα πράξεων βασανισµού (ibid., 173) η παραδοχή τέτοιου είδους αποδεικτικών στοιχείων που αποσπάστηκαν ως αποτέλεσµα πράξης που χαρακτηρίζεται ως απάνθρωπη µεταχείριση κατά παράβαση του άρθρου 3, αλλά υπολείπεται των βασανιστηρίων, ωστόσο, παραβιάζει µόνο το άρθρο 6 εάν έχει αποδειχθεί ότι η παράβαση του άρθρου 3 συνέβαλε στην έκβαση της διαδικασίας κατά του εναγοµένου, ήτοι, είχε επιπτώσεις στην καταδίκη ή στην ποινή του/της». Συνεπώς, εάν παραβιάστηκε το δικαίωµα σιωπής ή το δικαίωµα µη αυτοενοχοποίησης κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΑ, τα αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να εξαιρούνται και να µην είναι πλέον δυνατό να αποδοθεί βάρος σε αυτά (σύγκριση µεταξύ της µη νοµιµότητας και της επιρροής τους στην αµεροληψία), όπως προτείνει η Επιτροπή (εκτός αν η χρήση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων δεν θίγει την εν γένει αµεροληψία της διαδικασίας). Ως εκ τούτου, η πρόταση της Επιτροπής δεν συνάδει µε τις ελάχιστες απαιτήσεις του Ε Α εν προκειµένω. Ωστόσο, καθώς οι κανόνες της ΕΕ θα πρέπει να είναι πολύ υψηλοί κανόνες, ενδείκνυται η θέσπιση ακόµη υψηλότερων προτύπων, όπως το ελάχιστο επίπεδο του Ε Α που ισχύει επί του παρόντος και περιγράφεται ανωτέρω. Στο πλαίσιο αυτό, η εισηγήτρια θα ήθελε να επισηµάνει την εν µέρει διαφορετική άποψη πολλών δικαστών του Ε Α στην υπόθεση Gäfgen, στην οποία αναφέρεται ότι η παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΑ δηµιουργεί σε κάθε περίπτωση άµεση εξαίρεση όλων των αποδεικτικών στοιχείων (άµεσων και έµµεσων, χωρίς διάκριση µεταξύ βασανιστηρίων, αφενός, και απάνθρωπης και ταπεινωτικής συµπεριφοράς, αφετέρου, όσον αφορά τα έµµεσα αποδεικτικά στοιχεία). Ταυτόχρονα, η ίδια προσέγγιση προτάθηκε από µια µειοψηφία ακόµη και για άλλες παραβιάσεις της ΕΣΑ, όπως παραβιάσεις του άρθρου 8 της ΕΣΑ (δικαίωµα στην ιδιωτική ζωή) βλ. διαφορετική άποψη του δικαστή Λουκαΐδη στην υπόθεση Khan κατά Ηνωµένου Βασιλείου, 1999. Η προσέγγιση αυτή υφίσταται ήδη σε ορισµένα κράτη µέλη της ΕΕ. Περίληψη Η προτεινόµενη οδηγία σχετικά µε το τεκµήριο της αθωότητας αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους ενός σύγχρονου ποινικού δικονοµικού δικαίου της ΕΕ που βασίζεται στον υψηλού επιπέδου σεβασµό των θεµελιωδών δικαιωµάτων. Εντούτοις, λόγω των σηµείων που προαναφέρονται, η τρέχουσα αρχική πρόταση της Επιτροπής απαιτεί, κατά την άποψη της εισηγήτριας, ορισµένες σηµαντικές τροποποιήσεις. DT\1023400.doc 5/5 PE530.088v01-00