MÉTHODE DE FRANÇAIS: VITE ET BIEN 2 COMPAGNON D ÉTUDE - UNITÉ 2 VOCABULAIRE MOTS NOUVEAUX DU PREMIER DIALOGUE enquêteur (n.m.) ο ερευνητής viviez (v.) ζω (ζούσατε) effecvvement (adv.) πραγματικά nous habivons (v.) κατοικώ (κατοικούσαμε) ex-mari (n.m.) ο πρώην σύζυγος étaient (v.) είμαι (ήμασταν) allaient (v.) πηγαίνω (πήγαιναν) quartier (n.m.) η συνοικία vous aviez (v.) εσείς έχετε (είχατε) activité (n.f.) η δραστηριότητα je ne travaillais pas (v.) δεν εργαζόμουν voyageait (v.) ταξιδεύω (ταξιδευε) je ne voyais pas (v.) βλέπω (έβλεπα) grand monde (expr.) πολύς κόσμος vous passiez (v.) περνώ (περνούσατε) je ne faisais rien (v.) κάνω (έκανα) extraordinaire (adj.) ασυνήθης, έκτακτος, εξαίσιος ménage (n.m.) νοικοκυριό parfois (adv.) μερικές φορές frustrant (adj.) στερητικός, φθαρμένος, αμόρφωτος isolée (adj.) απομονωμένη MOTS NOUVEAUX DU DEUXIÈME DIALOGUE 1/2 changement (n.m.) grosse crise (expr.) divorcé (adj.) J'ai décidé (v.) emploi (n.m.) compagnon (n.m.) réserve (v.) parfois (adv.) η αλλαγή χοντρή (μεγάλη) κρίση χωρισμέμος αποφασίζω (αποφάσισα) η απασχόληση, η εργασία ο σύντροφος επιφυλάσσω μερικές φορές
MOTS NOUVEAUX DU DEUXIÈME DIALOGUE 2/2 la moitié (n.f.) entretiennent (v.) relation (n.f.) vous vous sentez (v.) vendeuse (n.f.) en plein centre ville (expr.) J adore (v.) de plus en plus (expr.) responsabilités (n.f.) le contact (n.m.) la clientèle (n.f.) apparemment (adv.) un certain sens (expr.) à concilier (expr.) me permettent (v.) être disponible (v. & adj.) το μισό διατηρώ, συντηρώ (διατηρούν) η σχέση αισθάνομαι (αισθάνεσθε) πωλήτρια στο κέντρο της πόλης λατρεύω όλο και πιό πολύ οι ευθύνες η επαφή η πελατεία προδήλως, προφανώς κατά κάποια έννοια να συμφιλιώσω, συνδυάσω μου επιτρέπουν είμαι διαθέσιμη MOTS NOUVEAUX DU TROISIÈME DIALOGUE (1/2) percevons-nous (v.) sensibles (adj.) qu autrefois (expr.) désormais (adv.) accessible (adj.) banalisée (adj.) générations (n.f.) précédentes (adj.) s émerveillaient (v.) feutres (n.m.) curieux (adj.) créatifs (adj.) à l égard (expr.) peintres (n.m.) tendance (n.f.) telle qu'elle sort (expr.) sans la travailler (expr.) n'importe quoi (expr.) consacrés (adj.) les manuels (n.m.) publicitaires (adj.) αντιλαμβανόμαστε ευαίσθητοι από άλλοτε εις το εξής προσβάσιμος συνηθισμένη γενιές προηγούμενες θαμπώνονταν οι μαρκαδόροι περίεργοι δημιουργικοί δε ότι αφορά οι ζωγράφοι η τάση τέτοια που βγαίνει χωρίς να τη δουλέψω οτιδήποτε αφιερωμένοι τα εγχειρίδια διαφημιστικά
MOTS NOUVEAUX DU TROISIÈME DIALOGUE (2/2) on mélange (v.) époques (n.f.) les continents (n.m.) les sociétés (n.f.) Pis (adv.) prétendent (v.) dresser (v.) catalogué (adj.) excité (adj.) aïveté (n.f.) affligeante (adj.) ανακατεύουν εποχές ήπειροι οι κοινωνίες χειρότερα ισχυρίζονται δημιουργούν, φτιάχνουν καταλογογραφημένος διεγερμένος αφέλεια θλιβερή MOTS NOUVEAUX DU QUATRIÈME DIALOGUE une drôle (adj.) dans le temps (expr.) de sa personne (expr.) d argent de poche (expr.) la figuravon (n.f.) porteurs (n.m.) la revue (n.f.) de la façon (expr.) m a indiquée (v.) en scène (expr.) Vtubant (p.pr.) mes lunešes (n.f.) patatras (n.m.) la figure (n.f.) tombés (adj.) par terre (expr.) fou rire (expr.) baisser (v.) le rideau (n.m.) elle faisait parve (expr.v.) un chuchotement (n.m.) originaire (.adj.) braves (adj.) μία αστεία τον καιρό εκείνο για το άτομό του/της χαρτζηλίκι η απεικόνιση, η παράσταση οι βαστάζοι, φορείς η επιθεώρηση με τον τρόπο μου υπέδειξε επί σκηνής παραπαίοντας, παραπατώντας τα γυαλιά μου πατατράκ, θόρυβος πτώσης το πρόσωπο πεσμένοι κατά γης τρελλό γέλιο (νευρικό γέλιο) χαμηλώνω, ρίχνω την κουρτίνα, την αυλαία αποτελούσε μέρος ψιθύρισμα προέλευσης ανδρείος, καλός, αγαθός EXPRESSIONS - CLÉS EffecVvement! πραγματικά Tout de même εν τούτοις = quand même. εν τούτοις Comment est-ce que ça se passe? πώς συνέβη;..., n'est-ce pas? έτσι δεν είναι; J'en ai assez! αρκετά, βαρέθηκα J'ai un certain sens έχω μιά σχετική αίσθηση Quel changement τι αλλαγή!
VOCABULAIRE COMPLÉMENTAIRE DE L UNITÉ (1/2) le changement (n.m.) la situa6on (n.f.) agréable (adj.) la proposi6on (n.f.) tombe du ciel (expr.) la surprise (n.f.) j ai saisi (v.) saisir l occasion (n.f.) j ai accepté (v.) accepter une mission (n.f.) en fait (expr.) excellente (adj.) s améliorer le contraire (n.m.) se dégrader (v.) se détériorer (v.) se modifier (v.) évoluer (v.) durer (v.) persister (v.) un élément (n.m.) se développer (v.) augmenter (v.) diminuer (v.) une idée (n.f.) progresse (v.) progresser se répand (v.) répandre devient (v.) devenir populaire (adj.) à la mode (expr.) dans l air du temps (expr.) elle régresse (v.) régresser décline (v.) décliner disparaît (v.) disparaître adverbes (n.m.) introduisent (v.) introduire un jour (n.m.) soudain (adv.) tout à coup (expr.) finalement (adv.) à la fin (expr.) au bout du compte (expr.) insistent (v.) insister le résultat (n.m.) enfin (adv.) désormais (adv.) aigu (adj.) η αλλαγή η κατάσταση ευχάριστος/η η πρόταση ουρανοκατεύατος/η η έκπληξη συλλαμβάνω, πιάνω η ευκαιρία αποδέχομαι μία αποστολή στην πράξη εξαιρετική βελτιώνομαι το αντίθετο φθείρομαι καταστρέφομαι τροποποιούμαι εξελίσσομαι διαρκώ εμμένω, επιμένω ένα στοιχείο εξελίσσομαι αυξάνω μειώνω μία ιδέα προοδεύω εξαπλώνομαι γίνομαι λαϊκός του συρμού, στη μόδα στο ύφος των καιρών αδυνατίζω, μικραίνω αποφεύγω, αποκλίνω, παρακμάζω χάνομαι, εξαφανίζομαι επιρρήματα εισάγω μία ημέρα ξαφνικά ξαφνικά τελικά στο τέλος στο κάτω κάτω της γραφής ενίσταμαι, επιμένω το αποτέλεσμα επι τέλους εις το εξής οξύ
VOCABULAIRE COMPLÉMENTAIRE DE L UNITÉ (2/2) déboucher (v.) εκβάλλω, εκτονώνομαι une solu6on (n.f.) μία λύση personelle (adj.) προσωπική financière (adj.) οικονομική poli6que (adj.) πολιτική historiquement (adv.) ιστορικά les conséquences (n.f.) οι συνέπειες la rupture (n.f.) η ρήξη, η διακοπή les rela6ons (n.f.) οι σχέσεις la sépara6on (n.f.) ο χωρισμός le divorce (n.m.) ο χωρισμός, διαζύγιο les termes (n.m.) οι όροι un contexte (n.m.) το συγκείμενο intérieure (adj.) εσωτερική les députés (n.m.) οι βουλευτές le gouvernement (n.m.) η κυβέρνηση la rupture (n.f.) η ρήξη, η διακοπή se meere à = je commence à άρχισα να me plaît (v.) (plaire) με ευχαριστεί passionne (v.) passionner παθιάζω il m ennuie (v.) s ennuyer βαριέμαι, ενοχλούμαι travailler en équipe (expr.) εργάζομαι ομαδικά elle est à l aise (expr.) είναι άνετη, ευτυχής le contact (n.m.) η επαφή arriver à + infini6f (expr.) φθάνω να καταφέρνω ÉLÉMENTS DE CIVILISATION