ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Β: ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ CULT ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: ΒΕΛΤΙΣΤΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΓΙΔΕΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Σύνοψη Στην παρούσα έκθεση διενεργείται μια διεξοδική συγκριτική ανάλυση δεκατριών περιπτωσιολογικών μελετών για τη γλώσσα, προκειμένου να υπάρξει κατανόηση της κατάστασης των μειονοτικών γλωσσών στην εκπαίδευση στην Ευρώπη. Περιγράφονται ενδείξεις για βέλτιστες πρακτικές και επισημαίνονται προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι μειονοτικές γλώσσες στην εκπαίδευση. Δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην επαγγελματική εκπαίδευση και τις προοπτικές σταδιοδρομίας. Τέλος, η παρούσα έκθεση περιλαμβάνει συστάσεις σχετικά με τρόπους στήριξης των μειονοτικών γλωσσών στην εκπαίδευση εκ μέρους της ΕΕ. IP/B/CULT/IC/2016-073 Φεβρουάριος 2017 PE 585.915 EL
Το παρόν έγγραφο εκπονήθηκε κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. ΣΥΝΤΑΚΤΕΣ Rixt VAN DONGERA, MA, Ευρωπαϊκό ερευνητικό κέντρο Mercator Δρ Cor VAN DER MEER, Ευρωπαϊκό ερευνητικό κέντρο Mercator, Richt STERK, MA, Ευρωπαϊκό ερευνητικό κέντρο Mercator Ευχαριστίες Οι συντάκτες θα ήθελαν να ευχαριστήσουν τη Ramziè Krol-Hage, MA, τον Jorrit Huizinga, MA, και τη Marlous Visser, MA, για τη βοήθεια και τα πολύτιμα σχόλιά τους σε όλη τη διάρκεια εκπόνησης της μελέτης. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια του έργου πήραμε συνέντευξη από πολλούς εμπειρογνώμονες τους οποίους θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε για τις πολύτιμες ιδέες και τη συνεισφορά τους. ΑΡΜΟΔΙΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Διοικητικός υπάλληλος κοινοβουλευτικής έρευνας: Michaela FRANKE Βοηθός έργων και εκδόσεων: Virginija KELMELYTE Θεματικό Τμήμα Β: Διαρθρωτικές Πολιτικές και Πολιτική Συνοχής Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο B-1047 Βρυξέλλες Διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: poldep-cohesion@europarl.europa.eu ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Πρωτότυπο: EN ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΚΔΟΤΗ Για να επικοινωνήσετε με το Θεματικό Τμήμα ή να εγγραφείτε συνδρομητές στο ενημερωτικό δελτίο του, στείλτε μήνυμα στο: Poldep-cohesion@ep.europa.eu Το χειρόγραφο ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 2017. Ευρωπαϊκή Ένωση, 2017 Το παρόν έγγραφο είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο στην ακόλουθη διεύθυνση: http://www.europarl.europa.eu/supporting-analyses ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ ΕΥΘΥΝΗΣ Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν έγγραφο αποτελούν αποκλειστική ευθύνη του συντάκτη και δεν εκφράζουν κατ ανάγκη την επίσημη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η αναπαραγωγή και η μετάφραση για μη εμπορικούς σκοπούς επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι γίνεται μνεία της πηγής, και ο εκδότης έχει ενημερωθεί και του έχει αποσταλεί αντίγραφο.
Μειονοτικές γλώσσες και εκπαίδευση: βέλτιστες πρακτικές και παγίδες ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Κύρια συμπεράσματα Στην παρούσα έκθεση, η οποία βασίζεται σε μια επισκόπηση της σχετικής νομοθεσίας, έργων και βιβλιογραφίας, σε συνδυασμό με μια διεξοδική συγκριτική ανάλυση δεκατριών περιπτωσιολογικών μελετών, παρατίθεται μια ποικιλία βασικών συμπερασμάτων καίριας σημασίας για την πλήρη κατανόηση βέλτιστων πρακτικών και παγίδων που αφορούν περιφερειακές και μειονοτικές γλώσσες στην εκπαίδευση. Τα σημαντικότερα συμπεράσματα παρουσιάζονται κατωτέρω: Δεν υπάρχει κάποια ενιαία βέλτιστη πρακτική που να είναι κατάλληλη για όλες τις μειονότητες. Το κράτος που αναγνωρίζει μια γλώσσα ως επίσημη ή συνεπίσημη δεσμεύεται να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία και την προώθηση της εν λόγω γλώσσας. Το εθνικό κράτος είναι εκείνο που πρέπει να εφαρμόσει τα αναγκαία μέτρα που έχουν συμφωνηθεί. Η θεσμική στήριξη και ο γλωσσικός σχεδιασμός είναι θεμελιώδους σημασίας όσον αφορά τη μειονοτική εκπαίδευση. Ένα ευρέως αναγνωρισμένο πρόβλημα σχετικά με τις μειονοτικές γλώσσες στην εκπαίδευση το οποίο χρήζει αντιμετώπισης είναι η διαθεσιμότητα εκπαιδευτικού υλικού υψηλής ποιότητας και εκπαιδευτικών εξειδικευμένων στις μειονοτικές γλώσσες. Η πλέον διαδεδομένη και κοινώς αναγνωρισμένη πρόκληση όσον αφορά τις μειονοτικές γλώσσες στην εκπαίδευση είναι η διαθεσιμότητα εκπαιδευτικού υλικού υψηλής ποιότητας και η επάρκεια των εκπαιδευτικών των μειονοτικών γλωσσών. Μολονότι δεν υπάρχει ενιαία λύση για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι μειονότητες, η παρούσα έκθεση παρέχει μια σειρά συστάσεων για την περαιτέρω ανάπτυξη και προώθηση των μειονοτικών γλωσσών. Πρέπει να σημειωθεί ότι η βασική ευθύνη για την εφαρμογή αναγκαίων μέτρων με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης σε μειονοτικές γλώσσες βαρύνει το εθνικό κράτος. Ένα εθνικό κράτος μπορεί να δεσμευτεί για περαιτέρω προώθηση και ανάπτυξη των μειονοτικών του γλωσσών, αναγνωρίζοντας τη(τις) γλώσσα(-ες) ως συνεπίσημη(-ες) ή επίσημη(-ες) γλώσσα(- ες) και/ή κυρώνοντας τον Ευρωπαϊκό Χάρτη για τις περιφερειακές και μειονοτικές γλώσσες (ECRML) για την(τις) αντίστοιχη(-ες) γλώσσα(-ες). Επομένως, η θεσμική στήριξη και ο γλωσσικός σχεδιασμός αποτελούν τα βασικά στοιχεία στήριξης που μπορεί να παράσχει ένα εθνικό κράτος. Συστάσεις Οι συστάσεις που μπορούν να προκύψουν από τη συγκριτική ανάλυση των περιπτωσιολογικών μελετών (παράρτημα 2) επικεντρώνονται σε ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων. Με βάση την επισκόπηση στο κεφάλαιο 1 της παρούσας έκθεσης, καθώς και την ανάλυση που εκπονείται στο κεφάλαιο 2, η παρούσα έκθεση παρέχει τις ακόλουθες συστάσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της: διατήρηση και προώθηση προγραμμάτων που εστιάζουν στην ανταλλαγή εμπειριών και βέλτιστων πρακτικών σχετικά με τις περιφερειακές και μειονοτικές γλώσσες στην Ευρώπη προώθηση της έρευνας στην εκπαίδευση, την εκμάθηση γλωσσών και τα μοντέλα διδασκαλίας σε πολύγλωσσο πλαίσιο σε ολόκληρη την ΕΕ
Θεματικό Τμήμα Β: Διαρθρωτικές Πολιτικές και Πολιτική Συνοχής τόνωση της ανάπτυξης ποιοτικού εκπαιδευτικού υλικού σε μειονοτικές γλώσσες για όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης προώθηση σταθερών σχέσεων μεταξύ χωρών, ιδίως σε παραμεθόριες περιοχές στις οποίες ομιλούνται και οι δύο γλώσσες ανάπτυξη ενός διεθνούς συστήματος επιβράβευσης το οποίο ενθαρρύνει τους εκπαιδευτικούς να αποκτήσουν ικανότητες διδασκαλίας σε πολύγλωσσο σχολικό περιβάλλον ευαισθητοποίηση όσον αφορά την πολυγλωσσία σε ολόκληρη την Ευρώπη ενθάρρυνση των κρατών μελών να κυρώνουν τα νομοθετικά πλαίσια για την ορθή, νόμιμη αναγνώριση των γλωσσών υλοποίηση του γλωσσικού σχεδιασμού ως μακροπρόθεσμου βασικού ζητήματος της κρατικής πολιτικής ενθάρρυνση των κρατών μελών να παρέχουν συνεχείς δυνατότητες εκμάθησης των μειονοτικών γλωσσών, από την προσχολική έως και την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η βάση για τις εν λόγω προτάσεις καθώς και μια περισσότερο λεπτομερής και επεξηγηματική περιγραφή των συστάσεων παρατίθενται στο κεφάλαιο 3. Ιστορικό Υπάρχουν πολλές μειονοτικές γλώσσες στην Ευρώπη και καθεμία από αυτές αντιμετωπίζει διαφορετικές συνθήκες σε επίπεδο εθνικού κράτους και σε περιφερειακό επίπεδο. Δεν υπάρχουν σταθεροί ορισμοί για τις έννοιες «μειονότητα» και «μειονοτικές» γλώσσες. Για την παρούσα έκθεση επιλέχθηκε ο ορισμός που χρησιμοποιείται στον ECRML και δόθηκε εστίαση μόνο σε γλώσσες που χρησιμοποιούνται παραδοσιακά εντός συγκεκριμένης επικράτειας ενός κράτους από υπηκόους του κράτους αυτού. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι δεν λαμβάνονται υπόψη οι γλώσσες που χρησιμοποιούνται από ομάδες οι οποίες έχουν μεταναστεύσει στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, τα ζητήματα των μειονοτικών γλωσσών στην εκπαίδευση πρέπει να αντιμετωπίζονται σε εθνικό και, ορισμένες φορές, ακόμα και σε περιφερειακό επίπεδο. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπεται η διεθνής και, ειδικότερα, η ευρωπαϊκή επιρροή στα εν λόγω ζητήματα. Πολλές χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου έχουν υπογράψει και κυρώσει τον ECRML και τη Σύμβαση-πλαίσιο για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων (FCNM), η οποία απαιτεί από τις εν λόγω χώρες να λάβουν σχετικά μέτρα για την προστασία και τη βελτίωση της κατάστασης των εθνικών μειονοτήτων και των γλωσσών τους. Πρόκειται για δύο νομικώς δεσμευτικά μέσα του Συμβουλίου της Ευρώπης, και ιδίως ο ECRML εστιάζει πολύ συγκεκριμένα στα δικαιώματα που μπορούν να διεκδικήσουν οι μειονοτικές γλώσσες όσον αφορά την εκπαίδευση στο πλαίσιο του Χάρτη. Η επιρροή του ECRML και της FCNM, συναφών Χαρτών της ΕΕ με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και η στήριξη που μπορεί να παράσχει η Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα, δρομολογώντας έρευνα ή έργα που τονώνουν τη συνεργασία μεταξύ πολλών περιοχών όπου ομιλούνται μειονοτικές γλώσσες, έχει ιδιαίτερη σημασία κατά την εξέταση του ζητήματος των μειονοτικών γλωσσών στην εκπαίδευση. Βασικός στόχος αυτού του ερευνητικού έργου είναι να παρουσιάσει μια σαφή επισκόπηση της κατάστασης δεκατριών ευρωπαϊκών μειονοτικών γλωσσών, ιδίως όσον αφορά τον ρόλο που διαδραματίζουν οι μειονοτικές γλώσσες στην εκπαίδευση. Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης ένα
Μειονοτικές γλώσσες και εκπαίδευση: βέλτιστες πρακτικές και παγίδες κεφάλαιο σχετικά με ιστορικά ζητήματα, στο οποίο περιλαμβάνεται ο αποδεκτός ορισμός των μειονοτικών γλωσσών, μια περιγραφή των συναφών διεθνών συμφωνιών και οι εξελίξεις σε επίπεδο ΕΕ. Είναι σημαντικό να καταστεί σαφές ότι υφίσταται ήδη ένα εκτεταμένο πλαίσιο προστασίας και προώθησης των περιφερειακών γλωσσών. Γίνεται σύγκριση των δεκατριών περιπτώσεων με βάση τις «βέλτιστες πρακτικές» που εφαρμόζουν και τις «προκλήσεις» που αντιμετωπίζουν. Μολονότι κάθε περιφέρεια βιώνει τη δική της ειδική γλωσσική κατάσταση, μπορούν να προκύψουν πολλά οφέλη από την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και να αντληθούν πολλά διδάγματα από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει καθεμία από αυτές. Λαμβάνεται επίσης υπόψη ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η ΕΕ στο πλαίσιο αυτό. Μεθοδολογία Η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για την παρούσα μελέτη περιλαμβάνει τη συγγραφή ολοκληρωμένων περιπτωσιολογικών μελετών για όλες τις επιλεγμένες γλώσσες. Οι πληροφορίες αντλήθηκαν κυρίως από τη σειρά Regional Dossiers του ερευνητικού κέντρου Mercator και συμπληρώθηκαν από συνεντεύξεις με εμπειρογνώμονες από διαφορετικές περιφέρειες της Ευρώπης (παράρτημα 1). Οι συνεντεύξεις αυτές ολοκλήρωσαν την επισκόπηση των περιπτωσιολογικών μελετών στην παρούσα έκθεση και οδήγησαν στην εξασφάλιση περισσότερο λεπτομερών πληροφοριών, για παράδειγμα, σχετικά με ειδικές γλωσσικές καταστάσεις και περιπτώσεις επαγγελματικής εξέλιξης. Προκειμένου να υπάρξει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο στο οποίο να μπορούν να ενταχθούν η παρούσα έκθεση και τα αποτελέσματά της, πραγματοποιήθηκε εκτενής επανεξέταση της σχετικής νομοθεσίας, της βιβλιογραφίας και των ευρωπαϊκών έργων.