Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Τμήμα Νομικής Π.Μ.Σ. στις Διεθνείς Νομικές Σπουδές «ΧΩΡΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ & ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ» Ζητήματα της απόφασης ΔΕΚ C-105/2003 Maria Pupino Χριστίνα Κουδουνά Κωνσταντίνος Πανάγος Υπεύθυνος Καθηγητής Δρ. Εμμ. Περάκης, Ειδικός Επιστήμων Νομικής Σχολής Αθηνών (Τομέας Διεθνών Σπουδών) Ακαδημαϊκό Έτος 2015 2016
Π.Μ.Σ. Διεθνών Νομικών Σπουδών Κατεύθυνση Ευρωπαϊκού Δικαίου I. Εισαγωγή 1. Η θέσπιση των νομικών κανόνων στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Μάαστριχτ), με τίτλο «Διατάξεις για την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις», αποτελούσε ένα μάλλον νέο φαινόμενο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μόνο μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ το 1999, η οποία άλλαξε ριζικά τον τρίτο πυλώνα, κατάφεραν οι ανωτέρω διατάξεις να έχουν πραγματική νομική ισχύ. 2. Ειδικότερα, η μάλλον καθαρά διακυβερνητική μορφή της συνεργασίας, αντικαταστάθηκε και εμπεδώθηκε τελικά από τα κράτη μέλη, με τη διαπίστωση, ότι οι αποφάσεις - πλαίσιο, οι οποίες αποτελούν το κύριο εργαλείο εναρμόνισης του εθνικού δικαίου, σε ό,τι αφορά τον τομέα αυτό, δεν διαφέρουν από τις Οδηγίες, παρά μόνο στο ότι δεν παράγουν άμεσο αποτέλεσμα. Η διαπίστωση δε αυτή επετεύχθη νομολογιακά με την υπό εξέταση απόφαση C-105/03, αφού η συγκεκριμένη διάταξη, αφορώσα στις αποφάσεις πλαίσιο σιωπά, δεν ορίζει δηλαδή ρητά το ακριβές νομικό καθεστώς που τις διέπει. ΙΙ. Πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και ανάλυση του νομικού πλαισίου 3. Ενώπιον του Tribunale di Firenze (Ιταλία) εκκρεμούσε ποινική διαδικασία κατά μιας νηπιαγωγού, της Maria Pupino, η οποία κατηγορείτο, ότι κατά τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2001 χρησιμοποίησε έναντι των παιδιών των οποίων είχε την ευθύνη σκληρά μέσα σωφρονισμού προκαλώντας κατ αυτόν τον τρόπο σωματικές βλάβες. Συγκεκριμένα, η Pupino, προέβη επανειλημμένα σε «καταχρηστική χρήση σωφρονιστικών μέσων», σε βάρος ορισμένων μαθητών της που, κατά τον χρόνο των περιστατικών, δεν είχαν συμπληρώσει το πέμπτο έτος της ηλικίας τους, και συγκεκριμένα τους χτυπούσε κατά σύστημα, τους απειλούσε ότι θα τους χορηγήσει ηρεμιστικά, ότι θα τους κλείσει το στόμα με λευκοπλάστη και τους εμπόδιζε να πηγαίνουν στην τουαλέτα. Κατηγορήθηκε επίσης, ότι τον Φεβρουάριο 2001 προκάλεσε «βαριές σωματικές βλάβες», διότι γρονθοκόπησε μία από τις μαθήτριες προκαλώντας έτσι ελαφρό οίδημα στο μέτωπο. 4. Η υπόθεση βρισκόταν εκείνη τη στιγμή σε προκαταρκτικό στάδιο, ήτοι στάδιο κατά το οποίο, σύμφωνα με το Ιταλικό ποινικό δικονομικό δίκαιο, ο Εισαγγελέας διεξάγει έρευνες, συλλέγει αποδεικτικό υλικό και ανακρίνει μάρτυρες με απώτερο σκοπό την αρχειοθέτηση της υπόθεσης ή την άσκηση ποινικής δίωξης και την εισαγωγή της υπόθεσης στο Δικαστήριο (ακροαματική διαδικασία). Την διαδικασία αυτή την επιβλέπει και εποπτεύει ένας δικαστής, ο οποίος και αποφασίζει τελικά αν θα ασκηθεί η ποινική δίωξη. Αν τελικά αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη, τότε η υπόθεση εισάγεται στο Δικαστήριο κατά τη συνεδρίαση του οποίου, Παρουσίαση, 16.03.2016 Σελίδα 2
Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας & Δικαιοσύνης στην Ε.Ε. Απόφαση C-105/03 Maria Pupino διασταυρώνονται τα στοιχεία που έχουν ήδη συλλεχθεί κατά τη προκαταρκτική διαδικασία, αντικρούονται και αμφισβητούνται ή επιβεβαιώνονται τελικώς από την υπεράσπιση και την πολιτική αγωγή. Η ανωτέρω διαδικασία δε, δεν φαίνεται να διαφέρει με το γενικότερο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας στη Χώρα μας. 5. Στο Ιταλικό ποινικό δικονομικό δίκαιο το σχετικό άρθρο 392, παράγραφος 1, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί μαρτυρική κατάθεση στο πλαίσιο της διεξαγωγής συντηρητικής απόδειξης όταν πιθανολογείται βασίμως, ότι ο μάρτυρας αδυνατεί να εξεταστεί στο ακροατήριο λόγω ασθένειας ή άλλου σοβαρού κωλύματος ή όταν, λόγω συγκεκριμένων και ειδικών στοιχείων, πιθανολογείται βασίμως ότι ο μάρτυρας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο βίας, απειλής, δωροδοκίας ή υποσχέσεως δωροδοκίας ή οποιουδήποτε άλλου μέσου προκειμένου να μην καταθέσει ή να ψευδομαρτυρήσει. Το δικαστήριο, μπορεί να διατάξει τη συντηρητική κατάθεση ως μάρτυρα ανηλίκου κάτω των 16 ετών, ακόμη και αν δεν συντρέχει κανείς από τους προαναφερθέντες λόγους, όταν πρόκειται για περιπτώσεις εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλημάτων με γενετήσια κίνητρα. 6. Κατά δε το άρθρο 398, παράγραφος 5 του ιταλικού ΚΠΔ, το δικαστήριο μπορεί να επιλέξει ειδικές μορφές διεξαγωγής αποδείξεων και καταχώρισης στα πρακτικά, εφόσον πρόκειται για την τέλεση εγκλήματος κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή πράξης με γενετήσια κίνητρα και πρόκειται να καταθέσει ως μάρτυρας ανήλικος κάτω των 16 ετών στο πλαίσιο της διεξαγωγής συντηρητικής απόδειξης και εφόσον τούτο παρίσταται αναγκαίο και σκόπιμο λόγω της κατάστασης του ανηλίκου. Οι ειδικές αυτές μορφές συνίστανται στη δυνατότητα να πραγματοποιηθεί η εξέταση του μάρτυρα εκτός δικαστηρίου, και συγκεκριμένα σε ειδικούς χώρους φορέα κοινωνικής πρόνοιας ή ακόμη και στην κατοικία του ανηλίκου. Επιπλέον, η μαρτυρική κατάθεση πρέπει να αποτυπωθεί πλήρως σε ακουστικά ή οπτικοακουστικά μέσα, ώστε να είναι δυνατή η αναπαραγωγή της. 7. Η εισαγγελική αρχή λοιπόν, κατά τη διάρκεια της πρώτης προκαταρκτικής φάσης, πρότεινε τον Αύγουστο του 2001, να εξεταστούν ως μάρτυρες, στο πλαίσιο συντηρητικής διεξαγωγής αποδείξεων, οκτώ παιδιά που είχαν γεννηθεί το 1996, τα οποία ήταν μάρτυρες και θύματα των πράξεων που αφορούσε η ποινική διαδικασία. Κατά την άποψη της εισαγγελικής αρχής, αυτή η διεξαγωγή αποδείξεων δεν θα μπορούσε να επαναληφθεί κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο λόγω της πολύ μικρής ηλικίας των μαρτύρων και των αναπόφευκτων σε αυτή την ηλικία μεταβολών της ψυχολογικής τους κατάστασης, καθώς και λόγω μιας πιθανής διαδικασίας «απώθησης». Ο εισαγγελέας ζήτησε επιπλέον να πραγματοποιηθεί η διεξαγωγή των αποδείξεων υπό συνθήκες προστατευμένου περιβάλλοντος, και συγκεκριμένα σε ειδικό χώρο κατά τρόπο που να διασφαλίζει την αξιοπρέπεια, την ιδιωτική ζωή και την ψυχική γαλήνη των Παρουσίαση, 16.03.2016 Σελίδα 3
Π.Μ.Σ. Διεθνών Νομικών Σπουδών Κατεύθυνση Ευρωπαϊκού Δικαίου παιδιών, ενδεχομένως δε και με τη στήριξη ειδικού παιδοψυχολόγου, λόγω του λεπτού και σοβαρού χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών, αλλά και των δυσχερειών προσεγγίσεως των προς εξέταση προσώπων λόγω της μικρής τους ηλικίας. 8. Το νομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την άλλη, προβλέπει τα εξής: α) Η απόφαση πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ ορίζει ότι: άρθρο 2: «1. Κάθε κράτος μέλος παρέχει στα θύματα ουσιαστικό και κατάλληλο ρόλο στο πλαίσιο του συστήματος της ποινικής του δικαιοσύνης. Εξακολουθεί να καταβάλλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να διασφαλίσει στα θύματα μεταχείριση που βασίζεται στον οφειλόμενο σεβασμό της αξιοπρέπειάς τους κατά τη διαδικασία και αναγνωρίζει τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντά τους, ιδίως στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας 2. Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι τα ιδιαιτέρως ευάλωτα θύματα μπορούν να τυγχάνουν ειδικής μεταχείρισης, που ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο στην κατάσταση τους», άρθρο 3: «Κάθε κράτος μέλος κατοχυρώνει τη δυνατότητα των θυμάτων να ακούονται κατά τη διαδικασία και να προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζει ότι οι αρχές του εξετάζουν τα θύματα μόνον καθόσον είναι αναγκαίο για τους σκοπούς της ποινικής διαδικασίας». και, άρθρο 8 παρ. 4: «4. Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι, όταν είναι αναγκαίο για την προστασία των θυμάτων, ιδιαίτερα των πλέον ευάλωτων, από τις συνέπειες της κατάθεσης τους σε δημόσια συνεδρίαση, [τα θύματα] δικαιούνται να καταθέτουν υπό συνθήκες οι οποίες καθιστούν δυνατή την επίτευξη του στόχου αυτού, μετά από σχετική δικαστική απόφαση, με κάθε κατάλληλο μέσο, συμβατό προς τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του.» β) Σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 2 εδ. β ΕΕ (Άμστερνταμ): «[...] Οι αποφάσεις-πλαίσιο δεσμεύουν τα κράτη μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν στην αρμοδιότητα κρατών μελών την επιλογή του τύπου και των μέσων. Δεν παράγουν άμεσο αποτέλεσμα.» γ) Ενώ, η εφαρμογή της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στις νομικές πράξεις του τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως θα δούμε παρακάτω, απορρέει από το άρθρο 35 EE, σύμφωνα με το οποίο: «1. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει αρμοδιότητα, υπό τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου, να αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις επί του κύρους και της ερμηνείας των μέτρων εφαρμογής τους». Παρουσίαση, 16.03.2016 Σελίδα 4
Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας & Δικαιοσύνης στην Ε.Ε. Απόφαση C-105/03 Maria Pupino 9. H επιβλέπουσα, στην περίπτωση αυτή, δικαστής, παρόλο που, αν εφήρμοζε το εθνικό (ιταλικό) δίκαιο, θα έπρεπε να απορρίψει το αίτημα του εισαγγελέα, δεδομένου ότι το άρθρο 392 ιταλικού ΚΠΔ αφορά μόνο εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλήματα με γενετήσια κίνητρα, εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το αν η διάταξη αυτή συμβιβάζεται με την ανωτέρω απόφαση πλαίσιο και απέστειλε αίτημα στο Δικαστήριο για έκδοση προδικαστικής απόφασης. Η δικαστής, επεσήμανε επίσης το γεγονός, ότι πολλά από τα αδικήματα που δεν αναφέρονται στο άρθρο 392 ιταλικού ΚΠΔ θα μπορούσαν να αποδειχθούν ακόμα πιο σοβαρά για το θύμα, όπως στην επίδικη περίπτωση κακοποίησης παιδιών κάτω των πέντε ετών, προκαλώντας τους έτσι ψυχολογικά τραύματα. ΙΙΙ. Ο νομικός συλλογισμός της Γενικής Εισαγγελέως & του Δικαστηρίου Α. Σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης: 10. Η Εισαγγελέας Kokott, αρχικά, απαντώντας στις σχετικές ενστάσεις, που προβλήθηκαν από διάφορες χώρες, απεφάνθη, ότι η αίτηση, που υποβάλλεται κατά το άρθρο 35 ΕΕ, παραδεκτά ασκείται, εφαρμόζοντας αναλογικά το άρθρο 234 ΕΚ, καθότι όπως επιβεβαίωσε και το Δικαστήριο, ο επιβλέπων Δικαστής ασκεί στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας δικαστικά καθήκοντα, οπότε αφενός μεν πρέπει να χαρακτηριστεί «δικαστήριο κράτους-μέλους», αφετέρου δε η απόφαση πλαίσιο, περιλαμβάνεται μεταξύ των πράξεων που αφορά το άρθρο 35 παράγραφος 1 ΕΕ. 11. Συγκεκριμένα, οι ενστάσεις αφορούσαν το απαράδεκτο της αίτησης εκδόσεως προδικαστικής απόφασης επί τη βάσει της «χρησιμότητας» (και συγκεκριμένα, εν προκειμένω, «αχρησίας») μιας τέτοιας απόφασης, δεδομένου ότι δεν θα μπορεί να εφαρμοστεί την κύρια δίκη 1. Με την άποψη αυτή συντάχθηκαν και οι κυβερνήσεις της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Δηλαδή, αν και δεν αμφισβήτησαν το παραδεκτό της αίτησης, τόνισαν την ύπαρξη δύο διαφορετικών πηγών δικαίου και τον διακυβερνητικό χαρακτήρα της συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών. Περαιτέρω δε, σύμφωνα με την Ολλανδική κυβέρνηση υπάρχουν σαφή και διακριτά όρια τα οποία δεν επιτρέπουν την ευθεία εφαρμογή της απόφασηςπλαισίου, μέσω της ερμηνείας της, στην κύρια ποινική δίκη. 12. Η Εισαγγελέας, επί των ανωτέρω ενστάσεων, έκρινε ότι η έκδοση προδικαστικής απόφασης έχει οπωσδήποτε σημασία για την κύρια δίκη, υπό την προϋπόθεση ότι το αιτούν δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να λάβει καταρχήν υπόψη την απόφαση- 1 Ένσταση της Γαλλικής και Ιταλικής κυβέρνησης ως προς το παραδεκτό της αίτησης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης. Παρουσίαση, 16.03.2016 Σελίδα 5
Π.Μ.Σ. Διεθνών Νομικών Σπουδών Κατεύθυνση Ευρωπαϊκού Δικαίου πλαίσιο (άρθρα 2, 3, και 8) κατά την ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων της ιταλικής νομοθεσίας 2. 13. Στη συνέχεια, όπως είχε ήδη γίνει δεκτό νομολογιακά, το Δικαστήριο δέχτηκε, για ακόμη μία φορά, ότι το τεκμήριο της λυσιτέλειας των προδικαστικών ερωτημάτων, που υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί υπό καμία εκδοχή, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες περιορίζονται στη σχετική συνάφεια της ερμηνείας των διατάξεων του δικαίου με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, στην υποθετική φύση του ζητήματος, καθώς και την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν κατέχει τα νομικά και πραγματικά εργαλεία προκειμένου να αποφανθεί επί των ερωτημάτων που του έχουν τεθεί 3. Β. Σχετικά με την ερμηνεία της απόφασης πλαίσιο: 14. Παράλληλα με την Εισαγγελέα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ. γ ΕΚ, οι αποφάσεις πλαίσιο αφενός δεσμεύουν τα κράτη μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αφετέρου αφήνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών άρχων την επιλογή του τύπου και των μέσων για την επίτευξη αυτού. Εξομοιώνοντας με τον τρόπο αυτό τις αποφάσεις πλαίσιο με τις Οδηγίες, ήχθη στο συμπέρασμα ότι το εθνικό δικαστήριο κατά την εφαρμογή του εθνικού δικαίου οφείλει να βασίσει την ερμηνεία του, κατά το μέτρο του δυνατού, στο γράμμα και το σκοπό της απόφασης πλαισίου. Τονίζοντας την αρχή της σύμφωνης ερμηνείας με το ενωσιακό δίκαιο, καθώς και την υποχρέωση πίστης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο τίτλος IV της Συνθήκης για την ΕΕ δεν θεμελιώνει απλώς τη διακρατική συνεργασία, αλλά την ανάγει σε υποχρέωση για το εκάστοτε κράτος μέλος. Σε συνέχεια των ανωτέρω συμπερασμάτων, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι τα κράτη-μέλη έχουν αποδεχθεί την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων τους στην Ένωση 4. 15. Εκτός των ανωτέρω γενικών άρχων, και μετά από σχετική γνώμη της Γαλλίας, ότι μια σύμφωνη ερμηνεία της απόφασης - πλαισίου με το ιταλικό ποινικό δικονομικό δίκαιο είναι αδύνατη, το Δικαστήριο ανέφερε κατά πάγια νομολογία του ότι η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας δεν μπορεί να καταλήγει σε ερμηνεία contra legem ούτε σε χειροτέρευση της κατάστασης ενός ιδιώτη σε ποινική διαδικασία. Τονίζει επίσης ότι ένα εθνικό δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψιν του το σύνολο του εθνικού δικαίου, για να μπορέσει να διαπιστώσει κατά πόσο θα ισχύσει με έναν τρόπο έτσι ώστε να μην παράγει αντίθετο αποτέλεσμα από τη σχετική απόφασηπλαίσιο. Η απόφαση δε, για μια ερμηνεία contra legem είναι έργο του εθνικού 2 βλ. σκέψη 21 των προτάσεων της Γενικής Εισαγγελέως Julianne Kokkot. 3 βλ. σκέψη 30 της υπό κρίση απόφασης. 4 βλ. σκέψεις 33 επ. της υπό κρίση απόφασης, και σκέψεις 22 επ. των προτάσεων της γενικής Εισαγγελέως, ο.π. Παρουσίαση, 16.03.2016 Σελίδα 6
Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας & Δικαιοσύνης στην Ε.Ε. Απόφαση C-105/03 Maria Pupino δικαστηρίου και όχι του Δικαστηρίου, επειδή το τελευταίο δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει το σύνολο του εθνικού δικαίου 5. Γ. Επί του ζητήματος ένταξης των παιδιών στην κατηγορία ιδιαίτερα ευάλωτων θυμάτων: 16. Η απόφαση πλαίσιο στα επίδικα άρθρα της δεν ορίζει ποιο θύμα θεωρείται «ευάλωτο», και επομένως καλείται το Δικαστήριο να αποφασίσει εάν τα παιδιά εντάσσονται στην κατηγορία αυτή, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο την ηλικία αλλά και τις ιδιαίτερες συνθήκες των εγκλημάτων, των οποίων υπήρξαν θύματα (φύση και συνέπειες αυτών, ιδίως στην ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη) 6. 17. Προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ανωτέρω ερμηνεία του όρου, η μεν Εισαγγελέας παραθέτει το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, που ισχύει και δεσμεύει τα κράτη μέλη (άρθρο 25 Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, άρθρο 39 Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού και άρθρο 24 του ΧΘΔΕΕ), το δε Δικαστήριο θεώρησε ότι και μόνο το γεγονός, ότι το θύμα αξιόποινης πράξης είναι ανήλικος αρκεί κατά κανόνα για να χαρακτηριστεί ως θύμα ως ιδιαίτερα ευάλωτο κατά την έννοια της απόφασης-πλαισίου, επικαλούμενο μεταξύ άλλων το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. ΙV. Η απάντηση του Δικαστηρίου στο προδικαστικό ερώτημα 18. Μετά τα γενικά σχόλια του Δικαστηρίου σχετικά με τη νομική ισχύ των αποφάσεων - πλαισίων, απάντησε στα ερωτήματα που του απευθύνθηκαν με την υπό εξέταση προδικαστική αίτηση. 19. Συγκεκριμένα έκρινε, ότι το άρθρο 3 της απόφασης πλαισίου απαιτεί από κάθε κράτος μέλος να μεριμνά τη δυνατότητα στα θύματα να ακούγονται στη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Επιπροσθέτως, το άρθρο 2 και 8 παράγραφος 4 της απόφασης-πλαισίου, απαιτούν από κάθε κράτος μέλος να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια έτσι ώστε να διασφαλίσουν ότι τα θύματα να αντιμετωπίζονται με τον δέοντα σεβασμό σε σχέση με την αξιοπρέπειά τους, ότι πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα ιδιαιτέρως ευάλωτα θύματα πρέπει να ωφελούνται από την ειδική μεταχείριση και ότι τα ανωτέρω πρέπει να πραγματώνονται με κάθε πρόσφορο μέσο ως προς τις ανωτέρω γενικές αρχές και με απόφαση του εθνικού δικαστηρίου. 20. Η μεν απόφαση πλαίσιο δεν ορίζει ακριβώς, το ποιος θεωρείται ιδιαιτέρως ευάλωτο θύμα αλλά και το ίδιο το Δικαστήριο απέχει από το να δώσει έναν ακριβή ορισμό. Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο έκρινε ότι το εθνικό δικαστήριο θα 5 Βλ. σκέψεις 46 κ. επ. της υπό κρίση απόφασης, και σκέψεις 39 κ. επ. των προτάσεων της Γενικής Εισαγγελέως, ο.π. 6 Βλ. σκέψεις 53 κ. επ. της υπό κρίση απόφασης, και σκέψεις 54 κ. επ. των προτάσεων της Γενικής Εισαγγελέως, ο.π. Παρουσίαση, 16.03.2016 Σελίδα 7
Π.Μ.Σ. Διεθνών Νομικών Σπουδών Κατεύθυνση Ευρωπαϊκού Δικαίου πρέπει να έχει την ευχέρεια να χρησιμοποιήσει τις διατάξεις της απόφασης πλαισίου και να επιφυλάσσει ειδική μεταχείριση για τα θύματα ad hoc. 21. Αναπόφευκτα, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι τα άρθρα της απόφασης -πλαισίου θα πρέπει να ερμηνευθούν με τέτοιο τρόπο ώστε το εθνικό δικαστήριο να μπορεί να εγκρίνει την ειδική μεταχείριση των παιδιών ως ιδιαιτέρως ευάλωτων θυμάτων. V. Επίλογος - Σχόλια 22. Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η απόφαση Pupino αγγίζει ευαίσθητα νομικά ζητήματα, ουσιαστικά σε τομείς που άπτονται της κυριαρχίας των κρατών, της δικαιικής προστασίας και της προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων, και ως εκ τούτου ανάγεται σε απόφαση εξέχουσας σημασίας. 23. Συγκεκριμένα, με την υπογραφή της Συνθήκης του Άμστερνταμ (υπογράφηκε στις 2 Οκτωβρίου 1997, τέθηκε σε ισχύ την 1 η Μαΐου 1999), και την εξέλιξη που αυτή επέφερε στην αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε αστικές και ποινικές υποθέσεις στους κόλπους της Ένωσης και της Κοινότητας, δημιουργήθηκε επιπλέον ο λεγόμενος «τρίτος πυλώνας» της Ένωσης, ο οποίος περιελάμβανε ένα ισχυρότερο μοντέλο συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, έχοντας ως στόχο τη δημιουργία ενός χώρου «Ελευθερίας, Ασφάλεια και Δικαιοσύνης» (άρθρο 2, σημείο δ της ΣΕΕ/Α), ο οποίος ως όρος εισήχθη πανηγυρικά για πρώτη φορά με την παραπάνω Συνθήκη. 24. Ο νέος τρίτος πυλώνας έλαβε τον τίτλο «Αστυνομική και Δικαστική Συνεργασία σε Ποινικές Υποθέσεις» (ΑΔΣΠΥ) και οι στόχοι του είχαν πεδίο αναφοράς τον πολίτη της Ένωσης (άρθρο 29 ΣΕΕ/Α). Ειδικότερα μεταξύ άλλων, στόχος ήταν η στενότερη συνεργασία μεταξύ των αστυνομικών και δικαστικών αρχών σε ποινικές υποθέσεις και ως κατάλληλο μέσο επίτευξης θεωρήθηκε η προσέγγιση των κανόνων του ποινικού δικαίου στα κράτη μέλη. Πάντως η προσέγγιση των κανόνων δικαίου ως μέσο στενότερης συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις προκάλεσε έντονες ανησυχίες στο εσωτερικό των κρατών μελών, επειδή για πρώτη φορά το ποινικό δίκαιο, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την εθνική κυριαρχία, υπήχθη έστω και μερικώς, στις εξουσίες της Κοινότητας και της Ένωσης. 25. Στον καινούργιο τρίτο πυλώνα τα νομικά εργαλεία για την επίτευξη των παραπάνω στόχων σύμφωνα με το άρθρο 34 ΣΕΕ/Α ήταν: οι Κοινές Θέσεις, οι Αποφάσεις-Πλαίσιο με σκοπό την προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, οι Αποφάσεις και οι Συμβάσεις. Από τις πράξεις αυτές οι σημαντικότερες ήταν οι αποφάσεις-πλαίσιο, για τις οποίες η Συνθήκη ρητά απέκλειε την ανάπτυξη άμεσων αποτελεσμάτων, σε αντίθεση με τις Παρουσίαση, 16.03.2016 Σελίδα 8
Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας & Δικαιοσύνης στην Ε.Ε. Απόφαση C-105/03 Maria Pupino Οδηγίες. Το ΔΕΚ όμως, με την νομολογία του, και συγκεκριμένα με την υπό κρίση απόφαση (βλ. ΔΕΚ, 16 Ιουνίου 2005, C-105/2003, Ποινική δίκη κατά Pupino, Συλλογή Νομολογίας 2005 Ι-5285), καθιέρωσε την αρχή της σύμφωνης με το κείμενο και το σκοπό της απόφασης πλαίσιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου, επιχειρώντας μια σύγκριση των αποφάσεων-πλαισίων του άρθρου 34 παρ. 2 ΕΕ με τις Οδηγίες, έτσι όπως ρυθμίζονται από το άρθρο 249 παρ. 3 ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 10 ΕΚ. Επίσης, το Δικαστήριο, αναφέρει, παράλληλα με την Εισαγγελέα, ότι παρόλο που μια διάταξη σαν αυτή του άρθρου 10 ΕΚ δεν υπάρχει στην Συνθήκη για την ΕΕ, τα Κράτη μέλη είχαν υποχρέωση πίστης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας του εθνικού με το ενωσιακό δίκαιο. 26. Εν προκειμένω, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η Εισαγγελέας στην πρότασή της δεν ορίζει τη νομική φύση του ενωσιακού δικαίου, αλλά αναφέρει ότι αν οι αποφάσεις πλαίσιο θεωρούνταν καθαρά διεθνές δίκαιο, τότε τα Κράτη μέλη θα έπρεπε να εναρμονιστούν με τη διεθνή τους υποχρέωση. Σχετικά δε με τη Συνθήκη για την ΕΕ και το άρθρο 1 παρ. 2, οι σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των λαών τους θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από συνεκτικότητα και αλληλεγγύη. Είναι φανερή, επομένως η προσπάθεια των κρατών μελών να αφήσουν όσο το δυνατόν λιγότερες αρμοδιότητες στην Ένωση. 27. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να σημειωθεί ότι, με την υπογραφή της Συνθήκης της Λισαβόνας, οι αποφάσεις πλαίσιο ως μέσα ενωσιακού δικαίου καταργήθηκαν 7. Οι εναπομείνασες παραμένουν όμως σε ισχύ. Σε κάθε όμως περίπτωση η αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις παραμένει απλά μια συνεργασία χωρίς δεσμευτική ισχύ. Όσο μάλιστα τα ποινικά θέματα παραμένουν στον πυρήνα των κυριαρχικών δικαιωμάτων του κάθε κράτους μέλους, οι εθνικές επιφυλάξεις προς μια πλήρη ενοποίηση αποδεικνύονται ως το βασικό στοιχείο της διαμόρφωσης του έμμεσου αποτελέσματος (indirect effect) του πρώην «τρίτου πυλώνα». 7 Με τη Συνθήκη αυτή επήλθαν σημαντικές αλλαγές στο μόρφωμα της Ένωσης, καθώς η Ένωση αντικατέστησε και διαδέχθηκε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η οποία καταργήθηκε. Καταργήθηκαν επιπλέον οι τρεις πυλώνες, αναγνωρίστηκε νομική προσωπικότητα στην Ένωση, τροποποιήθηκαν η ΣΕΕ και η ΣΕΚ και η τελευταία μετονομάστηκε σε «Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)» Παρουσίαση, 16.03.2016 Σελίδα 9