Skills for First Certificate Reading Wordlist



Σχετικά έγγραφα
1. 1. Emergency=επείγουσα ανάγκη 2. Food=φαγητό 3. Medicine=φάρμακα 4. Natural disaster=φυσική καταστροφή 5. Charity=φιλανθρωπία 6.

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΣΙΚΗ ΤΝΕΙΔΗΗ ΣΗ ΚΑΜΑΡΙΔΗ GLOBAL WIRE ΑΒΕΕ

Γονείς, παιδιά και μέσα προώθησης της κινητής τηλεφωνίας

«Μαθαίνοντας Επιστήμη μέσα από το Θέατρο»

Διαφήμιση και Δημόσιες Σχέσεις Ενότητα 5: Επιλογή των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και έλεγχος Αποτελεσματικότητας Θεοδωρίδης Προκόπης Σχολή Οργάνωσης

Τα πιστεύω μας. Οι άνθρωποί μας

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Ενίσχυση Αυθεντικού και Ποιοτικού Τουριστικού Προϊόντος Περιφέρειας Θεσσαλίας Σύµπραξη Τουρισµού για την Θεσσαλία

ΟΡΙΣΜΟΙ ΓΡΑΜΜΩΝ A-M /ΣΤ1

Ι ΑΚΤΙΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ: Αθλήματα σπορ

Ermis Integrated Campaign

Ηλεκτρονικό εμπόριο. HE5 Ηλεκτρονικό κατάστημα Σχεδιασμός και λειτουργίες

Θέμα Πτυχιακής Εργασίας Η Επίδραση της Κινηματογραφικής Εικόνα στη Δημιουργία Τουριστικής Κίνησης. Ονόματα Φοιτήτριας Μαρίνα Πατούλα

Δημόσια Αξία & Κοινωνική Υπευθυνότητα

Τίτλος Υπηρεσίας Αριθµός παροχής υπηρεσίας Σύντοµη περιγραφή της υπηρεσίας Χρεώσεις

ΠΡΟΛΗΨΗ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Μέτρα ασφάλειας στο µάθηµα της Φυσικής Αγωγής

Προηγμένες Υπηρεσίες Τηλεκπαίδευσης στο ΤΕΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΔΕΑ. Νικόλαος Καρανάσιος Επίκουρος Καθηγητής

ΜΑΘΗΜΑ: ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΠΡΟΙΌΝΤΩΝ ΞΥΛΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΠΛΟΥ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ

Εισαγωγή στο Κουκλοθέατρο

Διαφήμιση και Δημόσιες Σχέσεις Ενότητα 2: Επικοινωνιακοί Στόχοι

Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν τηλεφωνικά και ηλεκτρονικά και τα αποτελέσματα τους είναι αντιπροσωπευτικά του πληθυσμού της χώρας.

Ermis Integrated Campaign

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ

EURONET 50/50. Μεθοδολογία. Πως μπορείτε να οργανώσετε ένα επιτυχημένο πρόγραμμα 50/50

ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΤΟΤΕ

Ομάδα μαθητών :Τρασάνη Κλαρίσα, Μάλλιαρη Ελένη, Πολυξένη Αθηνά Τσαούση, Κοτσώνη Ζωή Ανθή, Αθανασοπούλου Ευφροσύνη, Θεοδωροπούλου Θεώνη

Φύλλο Εργασίας 5 Από τη Θερμότητα στη Θερμοκρασία Η Θερμική Ισορροπία α. Παρατηρώ, Πληροφορούμαι, Ενδιαφέρομαι

Ermis Media. Κατηγορία: Tηλεόραση. Τίτλος Συμμετοχής: ΔΕΛΤΙΟ ΓΥΡΗΣ. Προϊόν/Υπηρεσία ( Brand Name): LIVOSTIN. Εταιρία/Πελάτης: JOHNSON N JOHNSON

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

Ενημερωτικό Δελτίο Μάιος-Ιούνιος 2018

Χριστοδούλου Αλέξης Καθηγητής Φυσικής Αγωγής - Προπονητής Καλαθοσφαίρισης

Ermis Media. Κατηγορία: Ε1.Τηλεόραση. Τίτλος Συμμετοχής: Που θα φάμε σήμερα; Προϊόν/Υπηρεσία ( Brand Name): Χωριό

Digital Marketing Services

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΛΑΘΟΣΦΑΙΡΙΣΗΣ ΙΙ

ask after ρωτώ για κάποιον (να μάθω νέα του) back down υποχωρώ, εγκαταλείπω (κάποια απαίτησή μου) back out υπαναχωρώ, αθετώ (υπόσχεση, δέσμευση) bank

Τ Ι Μ Ο Κ Α Τ Α Λ Ο Γ Ο Σ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ. Ηλεκτρονικό Εμπόριο

Δ.Π.Μ.Σ. στα Πληροφοριακά Συστήματα

Edginton & Hanson s theories (1976)

ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΘΛΟΠΟΛΙΣ - ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΠΑΤΡΑ Πάροδος Ηρακλέους 116 Εγλυκάδα Τηλ , athlopol@otenet.

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ MARKETING & SMS MARKETING ΗΡΑΚΛΕΙΟ 31/5/2014

Επιθετικότητα. Βία και επιθετικότητα στον αθλητισµό. ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ έννοια. Θεωρίες για την επιθετικότητα. Ψυχολογικές θεωρίες για την

Δράσεις Οκτωβρίου 2017

Θεματολογία Ιστοσελίδων

1Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗ ΘΕΜΑΤΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ (ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ) ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο Η έννοια της επιχείρησης. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

2009 : :00-13:30

Κατανοώντας την επιχειρηματική ευκαιρία

Παρουσίαση Έρευνας για Κλινικές Μελέτες. Ετοιμάστηκε για τον: Click to edit Master subtitle style

Συγγραφέας: Μαρίνα Ματθαιουδάκη Δεξιότητα: Κατανόηση γραπτού λόγου Τύπος κειμένου: Αγγελία Θεματική: Αγορά

Μέθοδος : έρευνα και πειραματισμός

τι σημαίνει ΚΑΡΙΕΡΑ ΣΤΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ; Έλια Λιατάκη Διευθύνουσα Σύμβουλος

ΟΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΩΝ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ Τ.Ε.Φ.Α.Α.

Εταιρική στρατηγική. Chapter 2

Το κυνηγί της φώκιας νέο index Το κυνήγι της φώκιας...2 Λεξιλόγιο...2 Ερωτήσεις...4 Κείμενο...5 Το κυνήγι της φώκιας...5

Από το 0 μέχρι τη συγγραφή ενός σεναρίου μυθοπλασίας. (βιωματικό εργαστήρι) Βασισμένο σε μια ιδέα του Γιώργου Αποστολίδη

Ψηφιακό Περιεχόμενο και Συμπεριφορά Καταναλωτή στον Τομέα της Ψυχαγωγίας

Η διαδικασία επικοινωνίας. Μείγµα επικοινωνίας. Ανάλυση των µέσων επικοινωνίας. Πηγή. Μήνυµα. έκτης

Ενημερωτικό Δελτίο. Εθνικοί. Εορτασμοί. The G C School of Careers ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

Ermis Media. Τίτλος Συμμετοχής: ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟ ΚΡΙΣ ΚΡΙΣ ΤΟΣΤΙΜΟ

Μαθητές ενωμένοι για ένα βιώσιμο σχολείο (GR)

Έρευνα Ηλεκτρονικού Εμπορίου 2015 Β-C στην Ελλάδα: Η Συμπεριφορά των Online Καταναλωτών Καθ. Γεώργιος Ι. Δουκίδης Δρ.

Μεταφορές Μεταφορές Καταναλωτής Ε

Καταγραφή του Ηλεκτρονικού Εμπορίου B-C στην Ελλάδα: Αντιλήψεις και συμπεριφορά των on-line καταναλωτών

1.1 Τι είναι η Χημεία και γιατί τη μελετάμε:

Τιμοκατάλογος 2014 Διαφημιστικό Κόστος ( ) για impressions (CPM)

Τα Αίτια Των Κλιματικών Αλλαγών

2. Να αναπτύσσει τις επαγγελματικές του γνώσεις και να τις βελτιώνει μελετώντας τα αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΩΝ ΓΙΑ «ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ - ΧΕΙΜΩΝΑ 2015/16»

ΕΡΓΟΝΟΜΙΑ - Λύσεις ασκήσεων στην ενότητα

Ασφάλεια Επιχειρήσεων INTERAMERICAN Βusiness

Επιχειρηματικότητα Υψηλής Τεχνολογίας στην Ελλάδα του 2014

Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη. στις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ «ΠΟΛΛΑΠΛΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ»

Περιεχόμενα. Επίπεδο Β2: Δομή Εξέτασης 9

Φυσική Κατάσταση - Το κλειδί της επιτυχίας. Φυσική Κατάσταση - Το κλειδί της επιτυχίας. Του Μπίλλυ Φορλάν

ΙΑΣΤΑΣΗ ΖΩΝΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΟΣΤΟΣ

ΔΗΜΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΝΗΣ

Σακχαρώδης Διαβήτης & Διατροφή Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015 Αίγλη Ζαππείου

NUOS PLUS ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ

ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΛΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ & ΓΥΡΙΣΜΑΤΩΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΩΝ ΤΑΙΝΙΩΝ

Επιχειρησιακός Σχεδιασμός & Επιχειρηματικότητα

ΓΙΟΥΛΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (Α.Μ.: 1301) ΠΕΣΤΑΝΗΣ ΓΙΟΥΛΙΑΝ (Α.Μ.: 1387) MEΛΛΕΡ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ (Α.Μ.: 1357)

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΛΑΘΟΣΦΑΙΡΙΣΗΣ ΙΙ

ΙΟΝΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Τμήμα Ψηφιακών Μέσων & Επικοινωνίας. Στρατηγική του Πλάνου Μέσων (Media Plan)

Κώδικας Δεοντολογίας Κοινωνικής Ευθύνης

Μανουσάκη Μαρία Σχολική Σύμβουλος Φυσικής Αγωγής

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΚΕΝΤΡΟ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΔΗΜΟΥ ΕΛΑΦΟΝΗΣΟΥ

Διοργάνωση: Line Εxecutive

Διάλεξη 2η Φυσική Αγωγή Στο Ειδικό Σχολείο: Εξατομικευμένο Πρόγραμμα Και Προσαρμογές

MICRO: Ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των πολύ μικρών επιχειρήσεων σε αγροτικές περιοχές Ενότητα No 1: Marketing/ Προώθηση & ηλεκτρονικό εμπόριο

Η Καλύτερη Μουσική του Σήμερα Τα Αγαπημένα του Χθές. 24 years radio history

Το θέμα με το οποίο επιλέξαμε να ασχοληθούμε κατά τη φετινή χρονιά είναι: «Ενέργεια Τρόποι εξοικονόμησής της».

Πέτρος Γ. Οικονομίδης Πρόεδρος και Εκτελεστικός Διευθυντής

Χρηματοδότηση σε αρχικό στάδιο ανάπτυξης: μια γενική προσέγγιση

Πτυχιακή Εργασία. Η στάση των Ελλήνων καταναλωτών έναντι των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας και των σούπερ μάρκετ

Διαφήμιση και Δημόσιες Σχέσεις Ενότητα 1: Εισαγωγή και Ιστορική αναδρομή

Cambridge International Examinations Cambridge International General Certificate of Secondary Education

Μάθημα: ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΩΛΗΣΕΩΝ

Τελικός τίτλος σπουδών:

ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ 2013 Γυμνάσια - Λύκεια Δρ Μιχάλης Ιερείδης Γενικός Γραμματέας ΧΟΡΗΓΟΙ

Transcript:

Unit 1 Films 1.1 horror film (n) = ταινία τρόμου 1.2 action film (n) = ταινία δράσης 1.3 comedy (n) = κωμωδία 1.4 romance (n) = αισθηματική ταινία 1.5 thriller (n) = θρίλερ, ταινία αγωνίας 1.6 amusing (adj) = διασκεδαστικός 1.7 loveable (adj) = αξιαγάπητος 1.8 hilarious (adj) = ξεκαρδιστικός 1.9 grin (v) = χαμογελώ πλατιά 1.10 prove (v) = αποδεικνύω 1.11 special effect (n) = ειδικό εφέ (στον κινηματογράφο) 1.12 costume (n) = κοστούμι, ενδυματολογικό στοιχείο 1.13 graveyard (n) = νεκροταφείο 1.14 yawn (v) = χασμουριέμαι 1.15 explosion (n) = έκρηξη 1.16 complicated (adj) = περίπλοκος 1.17 arrest (v) = συλλαμβάνω (νομικός όρος) 1.18 suspense (n) = αγωνία, σασπένς 1.19 spy (n) = κατάσκοπος 1.20 struggle (n) = αγώνας που προϋποθέτει μεγάλη προσπάθεια 1.21 innocence (n) = αθωότητα 1.22 alas (interj) = αλοίμονο 1.23 let down (phr v) = απογοητεύω, προδίδω 1.24 plot (n) = σενάριο ταινίας 1.25 gentle (adj) = ήπιος, λεπτός, ευγενικός 1.26 script (n) = κείμενο σεναρίου 1.27 trailer (n) = διαφημιστικό απόσπασμα ταινίας, τρέιλερ 1.28 cure (n) = θεραπεία 1.29 give in (phr v) = ενδίδω 1.30 triumph (v) = θριαμβεύω 1.31 ultimate (adj) = ύστατος 1.32 director (n) = σκηνοθέτης 1.33 based on (adj) = βασισμένος σε 1.34 cast (n) = συντελεστές ταινίας (ηθοποιοί) 1.35 acting (n) = ηθοποιία 1.36 row (n) = σειρά καθισμάτων σε θέατρο 1.37 the big screen (n) = η μεγάλη οθόνη 1.38 review (n) = κριτική, άρθρο αναφερόμενο σε έργο 1.39 on (adj) = αυτός, -ό που παίζεται τώρα (π.χ. στον κιν/φο) 1.40 budget (n) = προϋπολογισμός κόστους 1

1.41 glamorous (adj) = αυτός που διαθέτει ακτινοβολία 1.42 producer (n) = παραγωγός 1.43 convince (v) = πείθω 1.44 blockbuster (n) = ταινία που «σπάει» τα ταμεία, μεγάλη επιτυχία 1.45 willing (adj) = πρόθυμος, -η, -ο 1.46 crew (n) = συντελεστές ταινίας (τεχνικοί) 1.47 cast (v) = επιλέγω τον κατάλληλο ηθοποιό 1.48 audition (n) = διαδικασία επιλογής ηθοποιών ή καλλιτεχνών, οντισιόν 1.49 screen test (n) = δοκιμαστικό ηθοποιού επί της οθόνης 1.50 rehearsal (n) = πρόβα, δοκιμή 1.51 location (n) = τοποθεσία 1.52 storyboard (v) = απεικόνιση ενός σεναρίου με εικόνες σε χαρτί 1.53 set (n) = σκηνικό 1.54 boredom (n) = βαρεμάρα 1.55 stressful (adj) = αγχωτικός 1.56 tedious (adj) = βαρετός, ατελείωτος 1.57 edit (v) = μοντάρω 1.58 perfect (v) = τελειοποιώ 1.59 preview (v) = παρακολουθώ δοκιμαστική προβολή 1.60 reaction (n) = αντίδραση 1.61 backer (n) = χρηματοδότης, παραγωγός 1.62 fee (n) = αμοιβή 1.63 command (v) = εντολή πληρωμής 1.64 account for (v) = λογαριάζω 1.65 exact (adj) = ακριβής Unit 2 Occupations 2.1 court (n) = δικαστήριο 2.2 client (n) = πελάτης 2.3 represent (v) = εκπροσωπώ 2.4 demanding (adj) = απαιτητικός 2.5 persuade (v) = πείθω λεκτικά 2.6 unload (v) = ξεφορτώνω 2.7 tabloid (n) = κουτσομπολίστικη εφημερίδα, ταμπλόιντ 2.8 current affairs (n) = τρέχουσες υποθέσεις, επικαιρότητα 2.9 press conference (n) = συνέντευξη τύπου 2.10 lively (adj) = ζωντανός, παραστατικός 2.11 whisper (v) = ψιθυρίζω 2.12 literature (n) = λογοτεχνία 2.13 borrow (v) = δανείζομαι 2.14 responsibility (n) = ευθύνη, υπευθυνότητα 2.15 accurately (adv) = ακριβώς, με ακρίβεια 2

2.16 librarian (n) = βιβλιοθηκονόμος, βιβλιοθηκάριος 2.17 profession (n) = επάγγελμα 2.18 supportive (adj) = αυτός που παρέχει υποστήριξη 2.19 appreciative (adj) = ευγνώμων 2.20 standing ovation (n) = έκρηξη ενθουσιασμού από ακροατήριο 2.21 foundation (n) = θεμέλιο, θεμελίωση 2.22 brickwork (n) = εργασία σχετική με τα τούβλα 2.23 creative (adj) = δημιουργικός 2.24 wire (n) = σύρμα 2.25 cable (n) = καλώδιο 2.26 plug (n) = πρίζα 2.27 electrocute (v) = σκοτώνω με ηλεκτρικό ρεύμα 2.28 rewire (v) = επανακαλωδιώνω 2.29 varied (adj) = ποικίλος 2.30 completion (n) = ολοκλήρωση (έργου) 2.31 put up with (phr v) = ανέχομαι 2.32 building site (n) = οικοδομικό εργοτάξιο 2.33 wage (n) = ημερομίσθιο, μεροκάματο, αμοιβή 2.34 salary (n) = μισθός (μηνιαίος) 2.35 retire (V) = αποσύρομαι, συνταξιοδοτούμαι 2.36 pension (n) = σύνταξη 2.37 redundant (adj) = απολυμένος, υπό καθεστώς απόλυσης (εργασιακός όρος) 2.38 raise (n) = αύξηση 2.39 pay rise (n) = αύξηση μισθού 2.40 promote (v) = προάγω 2.41 commute (v) = ταξιδεύω για το χώρο της εργασίας μου 2.42 work as (v + prep) = εργάζομαι ως 2.43 CV / Curriculum Vitae (n) = βιογραφικό σημείωμα 2.44 Ré sumé (n) = σύντομο βιογραφικό σημείωμα 2.45 update (v) = ενημερώνω 2.46 market research (n) = έρευνα αγοράς 2.47 undergo (v) = υφίσταμαι 2.48 hourly rate (n) = ωρομίσθιο, χρέωση ανά ώρα 2.49 unemployment benefit (n) = επίδομα ανεργίας 2.50 supervisor (n) = επιθεωρητής 2.51 booth (n) = θάλαμος, παραβάν 2.52 concrete (n) = τσιμέντο, μπετόν 2.53 permission (n) = άδεια 2.54 budget (n) = προϋπολογισμός 2.55 aspect (n) = άποψη, θεώρηση, πλευρά ενός ζητήματος 2.56 destined (adj) = προορισμένος 2.57 handle (v) = χειρίζομαι 2.58 quit (v) = παραιτούμαι 3

2.59 bearable (adj) = ανεκτός 2.60 carry out (phr v) = διεξάγω 2.61 deal with (phr v) = αντιμετωπίζω 2.62 set up (phr v) = στήνω, ιδρύω Unit 3 Education Skills for First Certificate 3.1 strict (adj) = αυστηρός 3.2 discipline (n) = πειθαρχία 3.3 disincentive (n) = αποθάρρυνση 3.4 effective (adj) = αποτελεσματικός 3.5 efficient (adj) = ικανός, επαρκής 3.6 graduate (n) = αποφοιτώ 3.7 bank balance (n) = υπόλοιπο τραπεζικού λογαριασμού 3.8 in the red (phr) = ξοδεύω περισσότερο απ ότι διαθέτω, «μπαίνω μέσα» 3.9 mixed-ability class (n) = τάξη με μαθητές των οποίων το επίπεδο ποικίλει 3.10 discriminate (v) = διακρίνω, κάνω διάκριση 3.11 able (adj) = ικανός 3.12 role (n) = ρόλος 3.13 moral guidance (n) = ηθική καθοδήγηση 3.14 instil (v) = εμφυτεύω (κάποιο χαρακτηριστικό σε κάποιον) 3.15 lecturer (n) = λέκτορας, ομιλητής 3.16 grounding (n) = υπόβαθρο (κυρίως γνωστικό) 3.17 workforce (n) = εργατικό δυναμικό 3.18 state school (n) = δημόσιο σχολείο 3.19 private school (n) = ιδιωτικό σχολείο 3.20 curriculum (n) = πρόγραμμα, σκελετός προγράμματος 3.21 in droves (phr) = σε κοπάδια, πολλοί μαζί 3.22 adequately (adv) = κατάλληλα, επαρκώς 3.23 assign (v) = αναθέτω 3.24 overall (adj) = συνολικά 3.25 motivate (v) = κινητοποιώ, δίνω κίνητρο 3.26 troublesome (adj) = προβληματικός 3.27 higher education (n) = ανώτερη εκπαίδευση 3.28 corporal punishment (n) = σωματική τιμωρία, ξυλοδαρμός 3.29 barbaric (adj) = βάρβαρος 3.30 destructive (adj) = καταστρεπτικός 3.31 qualification (n) = κεκτημένη ικανότητα, προσόν 3.32 degree (n) = τίτλος, πτυχίο 3.33 public school (n) = δημόσιο σχολείο 3.34 nursery (school) (n) = προνηπιακός σταθμός 3.35 kindergarten (n) = νηπιαγωγείο 3.36 assess (v) = αξιολογώ και τοποθετώ σε κάποιο επίπεδο 4

3.37 essay (n) = έκθεση ιδεών, εργασία 3.38 illiterate (adj) = αναλφάβητος 3.39 GCSE (n) = επίπεδο εξετάσεων πριν την επιλογή κατεύθυνσης σπουδών 3.40 boarder (n) = εσώκλειστος μαθητής σε σχολείο με οικοτροφείο 3.41 adapt (v) = προσαρμόζω, προσαρμόζομαι 3.42 irrespective of (phr) = ανεξαρτήτως, παρά 3.43 mess up (phr v) = χαλάω ένα σχέδιο, «τα κάνω θάλασσα» 3.44 skill (n) = εξειδικευμένη ικανότητα 3.45 outlet (n) = κατάστημα εκποίησης 3.46 launderette (n) = πλυντήριο/καθαριστήριο αυτοεξυπηρέτησης (κατάστημα) 3.47 lecture (n) = διάλεξη 3.48 seminar (n) = σεμινάριο 3.49 confidential (adj) = εμπιστευτικός 3.50 counselling service (n) = υπηρεσία συμβουλευτικής υποστήριξης 3.51 factsheet (n) = πληροφοριακό έντυπο δεδομένων 3.52 productive (adj) = παραγωγικός 3.53 campus (n) = πανεπιστημιούπολη 3.54 Hall of Residence (n) = φοιτητική εστία 3.55 communal (adj) = κοινοτικός 3.56 revolve around (phr v) = επικεντρώνομαι 3.57 entitled to (adj) = αυτός που έχει δικαίωμα ή πρόσβαση σε κάτι 3.58 vote (v) = ψηφίζω 3.59 election (n) = εκλογές 3.60 upcoming (adj) = ανερχόμενος 3.61 staffed by (adj) = επανδρωμένος από 3.62 volunteer (n) = εθελοντής 3.63 visa (n) = βίζα, άδεια εισόδου σε άλλη χώρα 3.64 immigration (n) = μετανάστευση 3.65 hand in (phr v) = παραδίδω 3.66 concentrate (v) = συγκεντρώνομαι Unit 4 Sport 4.1 field event (n) = αγώνισμα στίβου όπου ο αθλητής αγωνίζεται μόνος 4.2 javelin (n) = ακοντισμός 4.3 track event (n) = αγώνας δρόμου 4.4 board (n) = σανίδα 4.5 sail (n) = ιστίο 4.6 keep one s balance (phr) = κρατώ ισοροπία 4.7 get the hang of (phr) = παίρνω τον αέρα 4.8 net (n) = δίχτυ 4.9 racket (n) = ρακέτα 4.10 wrist (n) = καρπός 5

4.11 course (n) = μεγάλης έκτασης αγωνιστική περιοχή (π.χ. για γκολφ) 4.12 leisure centre (n) = κέντρο αναψυχής 4.13 length (n) = μήκος 4.14 splash around (phr v) = παίζω στο νερό, πιτσιλάω 4.15 shallow end (n) = ρηχή πλευρά 4.16 hurdle (n) = εμπόδιο 4.17 discus (n) = δίσκος, δισκοβολία 4.18 amateur (n) = ερασιτέχνης 4.19 waterproof (adj) = αδιάβροχος 4.20 opponent (n) = αντίπαλος 4.21 strategy (n) = στρατηγική 4.22 injury (n) = τραύμα 4.23 occupational hazard (n) = επαγγελματικός κίνδυνος 4.24 professional (adj) = επαγγελματίας, επαγγελματικός 4.25 train (v) = προπονώ, προπονούμαι 4.26 referee (n) = διαιτητής 4.27 ref (n) = συντομογραφία του referee 4.28 whistle (n) = σφυρίχτρα 4.29 dedicated (adj) = αφοσιωμένος 4.30 draw (n) = ισοπαλία 4.31 spectator (n) = θεατής 4.32 pitch (n) = είδος αθλητικού γηπέδου 4.33 field (n) = πεδίο, γήπεδο 4.34 court (n) = είδος μεσαίου γηπέδου για αθλήματα όπως το τένις 4.35 competitor (n) = ανταγωνιστής / συναγωνιστής 4.36 athletics (n) = αθλήματα στίβου 4.37 pole vault (n) = άλμα επί κοντώ 4.38 gymnastics (n) = γυμναστική ενόργανη ή εδάφους 4.39 beam (n) = μπάρα εξάσκησης 4.40 betting (n) = στοίχημα 4.41 (football) pools (n) = στοιχήματα προγνωστικών ποδοσφαίρου, ΠΡΟ-ΠΟ 4.42 impartial (adj) = αμερόληπτος 4.43 favour (v) = ευνοώ 4.44 sprinter (n) = αθλητής στίβου στο τρέξιμο 4.45 lottery (n) = λοταρία, λαχείο, λόττο 4.46 narrow (adj) = στενός 4.47 rematch (n) = δεύτερος αγώνας μεταξύ των ίδιων ομάδων, ρεβάνς 4.48 diner (n) = ο εστιαζόμενος 4.49 pensioner (n) = συνταξιούχος 4.50 expand (v) = επεκτείνω 4.51 committed to (adj) = αφοσιωμένος, πιστός σε κάτι 4.52 policy (n) = η πολιτική, οι κανόνες κάποιου φορέα 4.53 assured of (adj) = διασφαλισμένος 6

4.54 OAP (n) = ηλικιωμένος συνταξιούχος 4.55 boast (v) = παινεύομαι για κάτι 4.56 badminton (n) = μπάντμιντον, παιχνίδι με ρακέτες και ένα φτερωτό μπαλάκι 4.57 squash (n) = σκουώς, παιχνίδι με ρακέτες σε κλειστό χώρο με τοίχο 4.58 catering (n) = εστίαση 4.59 wheelchair access (n) = πρόσβαση αναπηρικής καρέκλας 4.60 get-together (n) = συγκέντρωση (καθημερινή γλώσσα) 4.61 martial art (n) = πολεμική τέχνη 4.62 pony trekking (n) = ιππασία με μικρά άλογα σε ελεύθερο πεδίο ή δάσος 4.63 vegetarian (n) = αυτός που δεν τρώει κρέας 4.64 vegan (n) = αποκλειστικά χορτοφάγος, δεν τρώει ούτε ζωικά προϊόντα Unit 5 People 5.1 attitude (n) = στάση, άποψη 5.2 disruptive (adj) = αυτός που αποσπά, διακόπτει 5.3 sloppy (adj) = πρόχειρος, ατημέλητος 5.4 terminology (n) = ορολογία 5.5 concept (n) = σύλληψη, ιδέα 5.6 analytical (adj) = αναλυτικός 5.7 mature (adj) = ώριμος 5.8 have a good eye for (phr) = έχω καλό μάτι για κάτι, είμαι καλός σε κάτι 5.9 perspective (n) = προοπτική 5.10 shade (v) = σκιάζω 5.11 social worker (n) = κοινωνικός λειτουργός 5.12 redundant (adj) = απολυμένος, υπό απόλυση 5.13 gambling (n) = τζόγος 5.14 debt (n) = χρέος 5.15 homeless (adj) = άστεγος 5.16 alcohol addiction (n) = εθισμός στο αλκοόλ 5.17 counselling (n) = συμβουλευτική υποστήριξη 5.18 assure (v) = διαβεβαιώ, διασφαλίζω 5.19 GP (n) = γενικός παθολόγος, προσωπικός γιατρός 5.20 therapist (n) = θεραπευτής, ψυχοθεραπευτής 5.21 play truant (phr) = κάνω κοπάνα 5.22 bully (v) = παρενοχλώ βίαια 5.23 trainers (n) = αθλητικά παπούτσια 5.24 bully (n) = αυτός που παρενοχλεί βίαια 5.25 poverty (n) = φτώχεια 5.26 skilled (adj) = αυτός που έχει ειδικά προσόντα 5.27 quality (n) = προσόν 5.28 strict (adj) = αυστηρός 5.29 will (n) = θέληση 7

5.30 bullying (n) = βίαιη παρενόχληση 5.31 fashionable (adj) = αυτός που είναι στη μόδα 5.32 condition (n) = όρος, προϋπόθεση, κατάσταση 5.33 cloning (n) = κλωνισμός 5.34 clone (v) = κλωνοποιώ 5.35 controversy (n) = αντιμαχία 5.36 drawback (n) = οπισθοχώρηση 5.37 DNA (n) = DNA (δεσοξυριβοζονουκλεϊκό οξύ) / γενετικός κώδικας 5.38 identical (adj) = πανομοιότυπος 5.39 cell (n) = κύτταρο 5.40 organism (n) = οργανισμός 5.41 mammal (n) = θηλαστικό 5.42 realm (n) = περιοχή ευθύνης, γνώσης, ειδίκευσης 5.43 science fiction (n) = επιστημονική φαντασία 5.44 prospect (n) = προσδόκιμο, προσδοκία 5.45 keen (adj) = αυτός που έχει θετική διάθεση σε κάτι 5.46 organ (n) = όργανο του σώματος 5.47 transplant operation (n) = επέμβαση μεταμόσχευσης 5.48 genetic disease (n) = γενετική ασθένεια, σύνδρομο 5.49 infertile (adj) = ανίκανος για τεκνοποίηση 5.50 ethical (adj) = ηθικός, αναφερόμενος στο ήθος 5.51 determine (v) = προσδιορίζω 5.52 prejudice (n) = προκατάληψη 5.53 intolerance (n) = έλλειψη ανοχής 5.54 black market (n) = μαύρη αγορά 5.55 embryo (n) = έμβρυο 5.56 legislate (v) = νομιμοποιώ, νομοθετώ 5.57 morally indefensible (adj) = ηθικά ατεκμηρίωτος Unit 6 Travel 6.1 exotic (adj) = εξωτικός 6.2 imply (v) = υπονοώ 6.3 decent (adj) = αξιοπρεπής / θετικός 6.4 vast (adj) = πολύ μεγάλος 6.5 income (n) = εισόδημα 6.6 nightlife (n) = νυχτερινή ζωή 6.7 sight (n) = αξιοθέατο 6.8 unspoilt (adj) = άσπιλος, ανέγγιχτος 6.9 mosquito (n) = κουνούπι 6.10 scary (adj) = τρομακτικός 6.11 feat (n) = κατόρθωμα 6.12 monument (n) = μνημείο 8

6.13 holiday resort (n) = θέρετρο 6.14 traditional (adj) = παραδοσιακός 6.15 siesta (n) = μεσημεριανός ύπνος 6.16 nightmare (n) = εφιάλτης 6.17 journey (n) = διαδρομή, ταξίδι 6.18 trip (n) = ταξίδι 6.19 voyage (n) = μεγάλο ταξίδι μέσω θάλασσας 6.20 travel agent (n) = ταξιδιωτικός πράκτορας 6.21 brochure (n) = διαφημιστικό φυλλάδιο 6.22 destination (n) = προορισμός 6.23 check in (phr v) = επικυρώνω εισητήριο και θέση για να ταξιδέψω 6.24 departure lounge (n) = αίθουσα αναχωρήσεων 6.25 steward / stewardess (n) = αεροσυνοδός 6.26 webpage (n) = ιστοσελίδα 6.27 drizzle (n) = σιγανή βροχή, ψιχάλισμα 6.28 insist (v) = επιμένω 6.29 steadily (adv) = σταθερά 6.30 lifelong ambition (n) = φιλοδοξία μιας ζωής 6.31 refer (v) = αναφέρομαι Unit 7 Food and Drink 7.1 cookery (n) = μαγειρική 7.2 herb (n) = βότανο 7.3 fry (v) = τηγανίζω 7.4 frying pan (n) = τηγάνι 7.5 pasta (n) = ζυμαρικά 7.6 recipe (n) = συνταγή 7.7 flour (n) = αλεύρι 7.8 chef (n) = σέφ, αρχιμάγειρας 7.9 speciality (n) = σπεσιαλιτέ 7.10 menu (n) = μενού, κατάλογος 7.11 root (n) = ρίζα 7.12 seed (n) = σπόρος 7.13 stew (n) = φαγητό κατσαρόλας, γιαχνί 7.14 spice (n) = μπαχαρικό 7.15 bee-keeper (n) = μελισσοκόμος 7.16 hive (n) = κυψέλη 7.17 bee sting (n) = το κεντρί της μέλισσας 7.18 disturb (v) = ενοχλώ 7.19 pitta bread (n) = πίτα (για σουβλάκι) 7.20 run out of (phr v) = μου τελειώνει κάτι, ξέμεινα απο κάτι 7.21 category (n) = κατηγορία, τάξη 9

7.22 sacrifice (n) = θυσία (π.χ. σε έναν Θεό) 7.23 olive (n) = ελιά 7.24 ingredient (n) = συστατικό 7.25 slice (v) = τεμαχίζω, κόβω σε φέτες 7.26 roast (v) = ψήνω (π.χ. κρέας) 7.27 oven (n) = φούρνος 7.28 bake (v) = ψήνω (π.χ. ψωμί ή κάποιο γλυκό) 7.29 dish (n) = πιάτο 7.30 peel (v) = ξεφλουδίζω 7.31 oil (n) = λάδι 7.32 steak (n) = φιλέτο, μπριζόλα 7.33 chop (v) = τεμαχίζω, κόβω σε κομμάτια 7.34 flavour (v) = άρωμα (φαγητού) 7.35 adjust (v) = προσαρμόζω, -ομαι 7.36 discipline (n) = πειθαρχία 7.37 chaos (n) = χάος 7.38 have a hand in (phr) = βοηθώ σε κάτι, βάζω το χέρι μου σε κάτι 7.39 unbearable (adj) = αφόρητος 7.40 shift (n) = βάρδια 7.41 stove (n) = εστία φωτιάς / κουζίνας 7.42 high season (n) = υψηλή εποχικότητα 7.43 scarred (adj) = σημαδεμένος 7.44 illusion (n) = ψευδαίσθηση 7.45 fall behind (phr v) = μένω πίσω 7.46 in charge of (phr) = επικεφαλής 7.47 frustrating (adj) = απογοητευτικός, οδυνηρός 7.48 work flat out (phr) = δουλεύω σκληρά και ασταμάτητα Unit 8 The Media 8.1 aspect (n) = άποψη 8.2 click on (phr v) = κάνω κλικ (με το ποντίκι) σε κάποιο σύνδεσμο (διαδίκτυο) 8.3 bargain (n) = διαπραγμάτευση / μεγάλη ευκαιρία 8.4 weather forecast (n) = πρόγνωση καιρού 8.5 traffic bulletin (n) = δελτίο κίνησης στους δρόμους 8.6 pollution (n) = μόλυνση 8.7 broadcaster (n) = εκφωνητής 8.8 sponsor (n) = χορηγός 8.9 broadcast (v) = εκφωνώ 8.10 dedication (n) = αφιέρωση 8.11 cloak (n) = μπέρτα 8.12 invasion (n) = εισβολή 8.13 official (adj) = επίσημος 10

8.14 interrupt (v) = διακόπτω 8.15 news bulletin (n) = σύντομο δελτίο ειδήσεων 8.16 on-line (adj) = δικτυωμένος, ζωντανός στο δίκτυο 8.17 TV channel (n) = τηλεοπτικό κανάλι 8.18 satellite dish (n) = δορυφορικό πιάτο / κάτοπτρο 8.19 radio station (n) = ραδιοφωνικός σταθμός 8.20 current affairs (n) = τρέχουσες υποθέσεις, επικαιρότητα 8.21 the press (n) = ο Τύπος 8.22 on (the) air (phr) = στον αέρα 8.23 viewer (n) = θεατής, τηλεθεατής 8.24 advertising (n) = διαφήμιση 8.25 context (n) = θεματικό πλαίσιο 8.26 take something off the air (phr) = βγάζω κάτι εκτός αέρα 8.27 comment (v) = σχολιάζω 8.28 ecology (n) = οικολογία 8.29 build on (phr v) = αναπτύσσω, βελτιώνω / διογκώνω 8.30 reputation (n) = φήμη 8.31 slot (n) = κενό στον τηλεοπτικό χρόνο που γεμίζουν μικρές εκπομπές 8.32 sitcom (n) = κωμικό σήριαλ, οικογενειακή σειρά 8.33 highlights (n) = οι καλύτερες στιγμές ενός προγράμματος 8.34 controversial (adj) = αντιλεγόμενος, αντιμαχόμενος 8.35 prime-time viewing (n) = τηλεθέαση πρώτης ζώνης 8.36 feedback programme (n) = πρόγραμμα απόψεων και κριτικής 8.37 thrilled (adj) = συνεπαρμένος 8.38 soap (opera) (n) = σαπουνόπερα 8.39 critic (n) = κριτικός 8.40 (TV) rating (n) = μέτρηση (τηλεθέασης) 8.41 lessen (v) = μειώνω, -ομαι 8.42 craze (n) = τρέλλα 8.43 live (adj) = ζωντανός 8.44 current affairs programme (n) = πρόγραμμα επικαιρότητας 8.45 content (n) = περιεχόμενα 8.46 headline (n) = τίτλος (ειδήσεων) Unit 9 The Weather 9.1 climate (n) = κλίμα 9.2 global warming (n) = υπερθέρμανση του πλανήτη 9.3 hype (n) = πυρετός πληροφοριών, πολλές φήμες 9.4 regional (adj) = τοπικός, ο αναφερόμενος σε μια περιοχή 9.5 nigh (adv) = αναμενόμενος 9.6 frostbite (n) = παγωνιά 9.7 decade (n) = δεκαετία 11

9.8 permanent (adj) = μόνιμος 9.9 competent (adj) = ικανός, επαρκής 9.10 indication (n) = ένδειξη 9.11 chilly (adj) = ψυχρός 9.12 gale (n) = θύελλα 9.13 hail (n) = χαλάζι 9.14 accurate (adj) = ακριβής 9.15 prediction (n) = πρόβλεψη 9.16 alter (v) = διαφοροποιώ, αλλάζω 9.17 at all costs (phr) = με κάθε κόστος 9.18 ignorance (n) = άγνοια 9.19 witness (v) = γίνομαι μάρτυρας σε κάτι 9.20 stable (adj) = σταθερός 9.21 blizzard (n) = χιονοθύελλα 9.22 pour (v) = ρίχνω με δύναμη (π.χ. βροχή) 9.23 drought (n) = ξηρασία 9.24 shortage (n) = έλλειψη 9.25 thunderstorm (n) = καταιγίδα 9.26 lightning (n) = αστραπή 9.27 thunder (n) = κεραυνός 9.28 overcast (adj) = νεφελώδης, συννεφιασμένος 9.29 degrees (n) = βαθμοί 9.30 Centigrade / Celsius (n) = Κελσίου 9.31 soaked (adj) = μούσκεμα 9.32 sunbathe (v) = λιάζομαι, κάνω ηλιοθεραπεία 9.33 famine (n) = μεγάλη πείνα 9.34 corruption (n) = διαφθορά 9.35 postpone (v) = αναβάλλω 9.36 roam (v) = περιάγομαι, περιοδεύω, τριγυρνώ 9.37 hi-tech (adj) = υψηλής τεχνολογίας 9.38 initial (adj) = αρχικός 9.39 detect (v) = εντοπίζω 9.40 accurate (adj) = ακριβής 9.41 day-to-day (adj) = καθημερινός, μέρα με τη μέρα 9.42 in advance (phr) = προκαταβολικά 9.43 rely (v) = βασίζομαι 9.44 observation (n) = παρατήρηση 9.45 barometer (n) = βαρόμετρο 9.46 complex (adj) = σύνθετος, πολύπλοκος 9.47 proverb (n) = παροιμία, ρητό 9.48 inaccurate (adj) = ανακριβής 9.49 heatwave (n) = κύμα καύσωνα 9.50 severe (adj) = εξαιρετικά σοβαρός Skills for First Certificate 12

9.51 mild (adj) = ήπιος 9.52 class as (v + prep) = ταξινομώ Unit 10 The Environment Skills for First Certificate 10.1 rural (adj) = επαρχιακός, σχετικός με την ύπαιθρο 10.2 urban (adj) = αστικός 10.3 agricultural (adj) = αγροτικός 10.4 mankind (n) = η ανθρωπότητα, το ανθρώπινο είδος 10.5 review (n) = ανασκόπηση 10.6 rainforest (n) = τροπικό δάσος 10.7 destruction (n) = καταστροφή 10.8 tabloid journalism (n) = ανεύθυνη δημοσιογραφία, κίτρινος τύπος 10.9 back up (phr v) = υποστηρίζω 10.10 shock tactics (n) = τακτικές αιφνιδιασμού 10.11 frankly (adv) = ειλικρινά 10.12 cause (n) = αίτιο (σε αυτή την περίπτωση «καλός σκοπός») 10.13 scuttle (v) = διέρχομαι τρέχοντας με μικρά βήματα 10.14 bulldozer (n) = μπουλντόζα 10.15 blank (adj) = κενός 10.16 deforest (v) = υλοτομώ 10.17 timber (n) = ξυλεία 10.18 naïve (adj) = αφελής 10.19 assume (v) = συνάγω, βγάζω συμπέρασμα 10.20 cattle (n) = αγέλη βοοϊδών 10.21 harvest (v) = σοδειά 10.22 indigenous tribe (n) = ιθαγενής φυλή 10.23 queue up (phr v) = μπαίνω στην ουρά / σειρά 10.24 species (n) = έμβιο είδος 10.25 lay the blame on (phr) = αποδίδω τις ευθύνες / το φταίξιμο 10.26 rhetorical question (n) = ρητορική ερώτηση 10.27 pollutant (n) = ρυπαντικός, μολυσματικός παράγοντας 10.28 toxic waste (n) = τοξικό απόβλητο 10.29 recycling (n) = ανακύκλωση 10.30 green (adj) = πράσινος (με την έννοια του φιλικού προς το περιβάλλον) 10.31 ozone layer (n) = στρώμα όζοντος 10.32 radiation (n) = ακτινοβολία 10.33 extinct (adj) = υπό εξαφάνιση 10.34 ecology (n) = οικολογία 10.35 exhaust fumes (n) = εκπομπές ρύπων, καυσαέρια 10.36 endangered species (n) = έμβιο είδος σε κίνδυνο (εξαφάνισης) 10.37 chimney (n) = καπνοδόχος 10.38 public transport (n) = μαζικές συγκοινωνίες 13

10.39 polar ice cap (n) = πολικό στρώμα πάγου 10.40 aerosol can (n) = σπρέυ 10.41 CFC gas (n) = χημικό αέριο που καταστρέφει το όζον 10.42 resource (n) = πηγή 10.43 scarce (adj) = αυτός που βρίσκεται σε ανεπάρκεια, έλλειψη 10.44 fragile (adj) = εύθραυστος 10.45 eco-balance (n) = οικολογική ισορροπία 10.46 detached house (n) = αυτόνομο σπίτι 10.47 seal (n) = μόνωση 10.48 cost-effective (adj) = οικονομικά συμφέρων 10.49 heating (n) = θέρμανση 10.50 tune (v) = συντονίζω 10.51 double glazing (n) = διπλά τζάμια 10.52 pane (n) = υαλοπίνακας 10.53 efficiency (n) = ικανότητα, επάρκεια 10.54 air filter (n) = φίλτρο αέρα 10.55 fuel consumption (n) = κατανάλωση καυσίμων 10.56 willingness (n) = θέληση, βούληση Unit 11 Technology 11.1 technological advance (n) = τεχνολογική ανάπτυξη / υπεροχή 11.2 keen (adj) = με θετική διάθεση σε κάτι 11.3 breakthrough (n) = τεχνολογική τομή, επίτευξη 11.4 primitive man (n) = πρωτόγονος άνθρωπος 11.5 ancestor (n) = πρόγονος 11.6 motivation (n) = κίνητρο 11.7 plough (n) = πατόφτυαρο 11.8 inventiveness (n) = επινοητικότητα 11.9 exception (n) = εξαίρεση 11.10 right (v) = διορθώνω, επαναφέρω 11.11 injustice (n) = αδικία, έλειψη δικαιοσύνης 11.12 persuasive (adj) = πειστικός 11.13 fund (v) = χρηματοδοτώ 11.14 beneficial (adj) = ωφέλιμος 11.15 prosperous (adj) = προσοδοφόρος, πρόσπορος 11.16 distribute (v) = διανέμω 11.17 Third World (n) = ο Τρίτος Κόσμος 11.18 effectively (adv) = αποτελεσματικά 11.19 loaded (adj) = γεμισμένος 11.20 inventor (n) = εφευρέτης 11.21 discover (v) = ανακαλύπτω 11.22 develop (v) = αναπτύσσω 14

11.23 tool (n) = εργαλείο 11.24 progress (n) = πρόοδος 11.25 weapon of mass destruction (n) = όπλο μαζικής καταστροφής 11.26 nuclear bomb (n) = πυρηνική βόμβα 11.27 research (n) = έρευνα 11.28 carry out (phr v) = διεξάγω 11.29 experiment (n) = πείραμα 11.30 science lab (n) = επιστημονικό εργαστήριο 11.31 cure (n) = θεραπεία 11.32 fibre optics (n) = οπτικές ίνες 11.33 telecommunications (n) = επικοινωνίες 11.34 equipment (n) = εξοπλισμός 11.35 scanner (n) = σαρωτής, σκάνερ 11.36 photocopier (n) = φωτοτυπικό μηχάνημα 11.37 origin (n) = προέλευση 11.38 come up with (phr v) = μου κατεβαίνει μια ιδέα 11.39 vacuum cleaner (n) = ηλεκτρική σκούπα 11.40 common cold (n) = κοινό κρύωμα 11.41 sodium (n) = χημικό στοιχείο της κατηγορίας των αλάτων, νάτριο 11.42 exposed (adj) = εκτεθειμένος 11.43 predict (v) = προβλέπω, προλέγω 11.44 astonishment (n) = κατάπληξη 11.45 vaccine (n) = εμβόλιο 11.46 carry on (phr v) = συνεχίζω 11.47 test tube (n) = δοκιμαστικός σωλήνας 11.48 conduct (v) = εκτελώ, διεξάγω συντονίζοντας (ένα πείραμα) 11.49 leukaemia (n) = λευχαιμία 11.50 in the long run (phr) = μακροπρόθεσμα 11.51 steel (n) = ατσάλι 11.52 inject (v) = κάνω ένεση 11.53 side effect (n) = παρενέργεια 11.54 squeaky (adj) = τσιριχτός (π.χ. θόρυβος, φωνή, κλπ.) 11.55 privilege (n) = προνόμιο Unit 12 Health and Fitness 12.1 zip (n) = ενέργεια 12.2 fiction (n) = σενάριο φαντασίας 12.3 column (n) = στήλη 12.4 durability (n) = ανθεκτικότητα 12.5 portability (n) = ικανότητα για εύκολη μεταφορά 12.6 beat hands down (phr) = κατατροπώνω 12.7 aromatherapy (n) = αρωμαθεραπεία 15

12.8 tone up (phr v) = τονώνω 12.9 saggy (adj) = αγύμναστος, λαπαδιασμένος 12.10 repetition (n) = επανάληψη 12.11 consumer (n) = καταναλωτής 12.12 unfit (adj) = αγύμναστος, σε κακή φυσική κατάσταση 12.13 in shape (phr) = σε καλή φυσική κατάσταση, σε φόρμα 12.14 diet (n) = διατροφή, διατροφική συνήθεια 12.15 exercise (n) = άσκηση 12.16 surgeon (n) = χειρούργος 12.17 operation (n) = επέμβαση 12.18 surgery (n) = χειρουργική επέμβαση 12.19 operating theatre (n) = χειρουργείο 12.20 surgery (n) = χειρουργική κλινική 12.21 have an operation (phr) = εγχειρίζομαι 12.22 temperature (n) = θερμοκρασία 12.23 come down with (phr v) = αρρωσταίνω από κάτι, πέφτω από κάποια ασθένεια 12.24 flu (n) = γρίπη 12.25 recover (v) = αναρρώνω 12.26 vet (n) = κτηνίατρος 12.27 treatment (n) = θεραπεία 12.28 protein (n) = πρωτεϊνη 12.29 carbohydrate (n) = υδρογονάνθρακας 12.30 cyst (n) = κύστη 12.31 glandular fever (n) = αδενικός πυρετός, αδενοπάθεια 12.32 dull (adj) = μουντός 12.33 disciplinarian (n) = κάποιος που έχει εμμονή με την πειθαρχία 12.34 matron (n) = ο τύπος της παλιάς, αυστηρής νοσοκόμας 12.35 settle down (phr v) = αποκαθίσταμαι, σταθεροποιούμαι 12.36 mortgage (n) = δάνειο κατοικίας / υποθήκη 12.37 fulfilling (adj) = κάτι που μας γεμίζει, μας ικανοποιεί 12.38 frustrating (adj) = απογοητευτικός, οδυνηρός 12.39 liver transplant (n) = μεταμόσχευση ήπατος 12.40 blood pressure (n) = αρτηριακή πίεση Unit 13 Transport 13.1 means of transport (n) = μέσα συγκοινωνίας 13.2 get around (phr v) = τριγυρίζω, κινούμαι άνετα 13.3 cart (n) = μικρό εξαρτώμενο όχημα, καρότσι, κάρο 13.4 submarine (n) = υποβρύχιο 13.5 float (v) = επιπλέω 13.6 hot-air balloon (n) = αερόστατο 13.7 aboard (adj) = επιβαίνων 16

13.8 goods (n) = αγαθά 13.9 cargo (n) = κάργκο, εμπορικό μέσο μεταφοράς 13.10 oil tanker (n) = δεξαμενόπλοιο 13.11 coach (n) = πούλμαν 13.12 limousine (n) = λιμουζίνα 13.13 old-fashioned (adj) = παλιομοδίτικος 13.14 exposed (adj) = εκτεθειμένος 13.15 vehicle (n) = όχημα 13.16 vulnerable (adj) = ευάλωτος 13.17 lack (n) = έλειψη 13.18 command (n) = εντολή 13.19 vital (adj) = ζωτικός 13.20 obey (v) = υπακούω 13.21 territory (n) = επικράτεια 13.22 coast (n) = ακτή 13.23 congested (adj) = συμφορημένος, μποτιλιαρισμένος 13.24 train (v) = προπονώ, -ούμαι / εκπαιδεύω, -ομαι 13.25 traffic jam (n) = κυκλοφοριακή συμφόρηση, μποτιλιάρισμα 13.26 procedure (n) = διαδικασία 13.27 alert (adj) = αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση επαγρύπνησης 13.28 commuter (n) = αυτός που ταξιδεύει για το χώρο της εργασίας του 13.29 commercial travel (n) = εμπορικό ταξίδι 13.30 accessible (adj) = προσβάσιμος 13.31 investment (n) = επένδυση 13.32 long-distance lorry driver (n) = οδηγός φορτηγού μεγάλων αποστάσεων 13.33 rush hour (n) = ώρα αιχμής 13.34 lorry (n) = φορτηγό 13.35 diesel train (n) = πετρελαιοκινούμενο τρένο 13.36 commute (v) = ταξιδεύω για το χώρο της εργασίας μου 13.37 public transport (n) = μαζικές συγκοινωνίες 13.38 fare (n) = αντίτιμο εισιτηρίου 13.39 at the wheel (phr) = στο τιμόνι 13.40 saddle (n) = σέλα 13.41 petrol (n) = βενζίνη 13.42 turn to (phr v) = στρέφομαι προς 13.43 oppose (v) = αντιτίθεμαι 13.44 minority (n) = μειοψηφία 13.45 successive (adj) = αλλεπάλληλος 13.46 pour money into (phr) = ρίχνω χρήματα σε κάτι 13.47 tend (v) = τείνω να 13.48 overcrowding (n) = αυτό που προκαλεί συνωστισμό 13.49 overstretched (adj) = παρατραβηγμένος 13.50 dissatisfied (adj) = ανικανοποίητος 17

13.51 resent (v) = απεχθάνομαι 13.52 ease (v) = απαλύνω 13.53 outskirts (n) = προάστια 13.54 retail outlet (n) = περιφερειακό κέντρο αγορών και αποθεμάτων 13.55 income (n) = εισόδημα 13.56 toll (n) = αντίτιμο διοδίων 13.57 fine (v) = βάζω πρόστιμο 13.58 banned (adj) = απαγορευμένος, αποσυρμένος 13.59 threat (n) = απειλή 13.60 sustain (v) = διατηρώ 13.61 belongings (n) = υπάρχοντα, κτήσεις Unit 14 Fashion 14.1 old-fashioned (adj) = παλιομοδίτικος 14.2 traditional (adj) = παραδοσιακός 14.3 fur coat (n) = γούνινο πανωφόρι 14.4 catwalk (n) = πασαρέλα 14.5 trainers (n) = αθλητικά παπούτσια 14.6 brand (n) = μάρκα, φίρμα 14.7 ponytail (n) = αλογοουρά 14.8 perm (n) = περμανάντ 14.9 material (n) = υλικό (υφάσματος) 14.10 starve (v) = πεθαίνω από την πείνα 14.11 sole (n) = σόλα 14.12 breed (v) = ανατρέφω 14.13 fake fur (n) = ψεύτικη / οικολογική γούνα 14.14 trendy (adj) = μοντέρνος 14.15 model (n) = μοντέλο 14.16 costume (n) = κοστούμι, στολή 14.17 suit (n) = κοστούμι (συνδυασμένο ένδυμα) 14.18 label (n) = ετικέτα 14.19 designer clothes (n) = επώνυμα ρούχα 14.20 craze (n) = τρέλλα 14.21 in (adj) = στη μόδα 14.22 top (n) = μπλουζάκι 14.23 fit (v) = ταιριάζω, χωράω 14.24 suit (v) = ταιριάζω (για κάτι που μου πάει) 14.25 fur farm (n) = εκτροφείο ζώων για τη γούνα τους 14.26 slogan (n) = σλόγκαν, λογότυπο μήνυμα 14.27 profit (n) = κέρδος 14.28 manufacturer (n) = κατασκευαστής 14.29 trend (n) = η μόδα, η τελευταία τάση 18

14.30 cruel (adj) = σκληρός 14.31 trap (n) = παγίδα 14.32 device (n) = συσκευή 14.33 campaign (n) = καμπάνια 14.34 demonstration (n) = επίδειξη / διαμαρτυρία 14.35 dig (v) = σκάβω 14.36 cruelty (n) = σκληρότητα 14.37 protest (n) = διαμαρτύρομαι 14.38 fur trapper (n) = γουνοπαγιδευτής Unit 15 Crime 15.1 robbery (n) = ληστεία 15.2 grab (v) = αρπάζω 15.3 end up (phr v) = καταλήγω 15.4 behind bars (phr) = πίσω από τα σίδερα 15.5 spot (v) = εντοπίζω 15.6 calm (adj) = ήρεμος 15.7 consequence (n) = συνέπεια 15.8 burst in (phr v) = ξεσπάω 15.9 get away (phr v) = ξεφεύγω 15.10 appreciate (v) = εκτιμώ 15.11 knock over (phr v) = βγάζω από τη μέση, κλωτσάω 15.12 mud (n) = λάσπη 15.13 explosion (n) = έκρηξη 15.14 burgle (v) = κάνω διάρρηξη, κλέβω 15.15 accused (n) = ο κατηγορούμενος 15.16 charge (v) = αποδίδω κατηγορία 15.17 mug (v) = ληστεύω κάποιον στο δρόμο 15.18 install (v) = εγκαθιστώ 15.19 theft (n) = κλοπή 15.20 sentence (n) = πρόταση ποινής 15.21 inmate (n) = εσώκλειστος 15.22 shoplifting (n) = μικροκλοπές σε κατάστημα 15.23 burglary (n) = ληστεία μετά από διάρρηξη 15.24 break into (phr v) = κάνω διάρρηξη 15.25 fine (n) = πρόστιμο 15.26 smuggle (v) = μεταφέρω κάτι λαθραία 15.27 community service (n) = κοινωνική θητεία 15.28 jury (n) = σώμα ενόρκων 15.29 verdict (n) = ετυμηγορία 15.30 guilty (adj) = ένοχος 15.31 cell (n) = κελί Skills for First Certificate 19

15.32 poster (n) = αφίσα 15.33 socialise (v) = κοινωνικοποιούμαι, κάνω επαφές 15.34 volunteer (v) = προσφέρω εθελοντικά 15.35 warden (n) = φύλακας 15.36 yard (n) = προαύλιο φυλακής 15.37 canteen (n) = καντίνα, χώρος εστίασης φυλακισμένων 15.38 stick to (v) = συνεχίζω σταθερά με έναν δεδομένο τρόπο 15.39 qualify (v) = τελώ τις προϋποθέσεις 15.40 point out (phr v) = υποδεικνύω 15.41 look up (phr v) = κοιτάζω, ψάχνω κάτι (π.χ. στο λεξικό) 15.42 siren (n) = σειρήνα 15.43 come by (phr v) = αποκτώ Unit 16 Shopping 16.1 product (n) = προϊόν 16.2 purchase (v) = συναλλαγή αγοράς 16.3 counter (n) = πάγκος, ταμείο, γκισέ 16.4 hand over (phr v) = παραδίδω 16.5 assistant (n) = βοηθός 16.6 till (n) = ταμείο 16.7 glance at (v) = ρίχνω μια ματιά σε 16.8 get away with (phr v) = ξεφεύγω 16.9 trolley (n) = καροτσάκι 16.10 flee (v) = εγκαταλείπω, ξεφεύγω, αποδρώ 16.11 the sales (n) = οι εκπτώσεις 16.12 gossip (n) = κουτσομπόλης, κουτσομπολιό 16.13 lively (adj) = ζωντανός, χαρωπός 16.14 receipt (n) = απόδειξη 16.15 corner shop (n) = ψιλικατζίδικο 16.16 hypermarket (n) = υπεραγορά 16.17 outskirts (n) = προάστια 16.18 shopkeeper (n) = μαγαζάτορας 16.19 refund (n) = επιστροφή χρημάτων 16.20 Value Added Tax / VAT (n) = Φόρος Προστιθέμενης Αξίας / ΦΠΑ 16.21 discount (n) = έκπτωση 16.22 charity (n) = έρανος, φιλανθρωπία 16.23 branch (n) = υποκατάστημα 16.24 flexible (adj) = ελαστικός 16.25 games console (n) = κονσόλα παιχνιδιών 16.26 donation (n) = δωρεά 16.27 disposable (adj) = αναλώσιμος 16.28 unique (adj) = μοναδικός 20

16.29 develop (v) = εμφανίζω (φιλμ) 16.30 barber (n) = κουρέας Skills for First Certificate 21