Unit 1 Films 1.1 horror film (n) = ταινία τρόμου 1.2 action film (n) = ταινία δράσης 1.3 comedy (n) = κωμωδία 1.4 romance (n) = αισθηματική ταινία 1.5 thriller (n) = θρίλερ, ταινία αγωνίας 1.6 amusing (adj) = διασκεδαστικός 1.7 loveable (adj) = αξιαγάπητος 1.8 hilarious (adj) = ξεκαρδιστικός 1.9 grin (v) = χαμογελώ πλατιά 1.10 prove (v) = αποδεικνύω 1.11 special effect (n) = ειδικό εφέ (στον κινηματογράφο) 1.12 costume (n) = κοστούμι, ενδυματολογικό στοιχείο 1.13 graveyard (n) = νεκροταφείο 1.14 yawn (v) = χασμουριέμαι 1.15 explosion (n) = έκρηξη 1.16 complicated (adj) = περίπλοκος 1.17 arrest (v) = συλλαμβάνω (νομικός όρος) 1.18 suspense (n) = αγωνία, σασπένς 1.19 spy (n) = κατάσκοπος 1.20 struggle (n) = αγώνας που προϋποθέτει μεγάλη προσπάθεια 1.21 innocence (n) = αθωότητα 1.22 alas (interj) = αλοίμονο 1.23 let down (phr v) = απογοητεύω, προδίδω 1.24 plot (n) = σενάριο ταινίας 1.25 gentle (adj) = ήπιος, λεπτός, ευγενικός 1.26 script (n) = κείμενο σεναρίου 1.27 trailer (n) = διαφημιστικό απόσπασμα ταινίας, τρέιλερ 1.28 cure (n) = θεραπεία 1.29 give in (phr v) = ενδίδω 1.30 triumph (v) = θριαμβεύω 1.31 ultimate (adj) = ύστατος 1.32 director (n) = σκηνοθέτης 1.33 based on (adj) = βασισμένος σε 1.34 cast (n) = συντελεστές ταινίας (ηθοποιοί) 1.35 acting (n) = ηθοποιία 1.36 row (n) = σειρά καθισμάτων σε θέατρο 1.37 the big screen (n) = η μεγάλη οθόνη 1.38 review (n) = κριτική, άρθρο αναφερόμενο σε έργο 1.39 on (adj) = αυτός, -ό που παίζεται τώρα (π.χ. στον κιν/φο) 1.40 budget (n) = προϋπολογισμός κόστους 1
1.41 glamorous (adj) = αυτός που διαθέτει ακτινοβολία 1.42 producer (n) = παραγωγός 1.43 convince (v) = πείθω 1.44 blockbuster (n) = ταινία που «σπάει» τα ταμεία, μεγάλη επιτυχία 1.45 willing (adj) = πρόθυμος, -η, -ο 1.46 crew (n) = συντελεστές ταινίας (τεχνικοί) 1.47 cast (v) = επιλέγω τον κατάλληλο ηθοποιό 1.48 audition (n) = διαδικασία επιλογής ηθοποιών ή καλλιτεχνών, οντισιόν 1.49 screen test (n) = δοκιμαστικό ηθοποιού επί της οθόνης 1.50 rehearsal (n) = πρόβα, δοκιμή 1.51 location (n) = τοποθεσία 1.52 storyboard (v) = απεικόνιση ενός σεναρίου με εικόνες σε χαρτί 1.53 set (n) = σκηνικό 1.54 boredom (n) = βαρεμάρα 1.55 stressful (adj) = αγχωτικός 1.56 tedious (adj) = βαρετός, ατελείωτος 1.57 edit (v) = μοντάρω 1.58 perfect (v) = τελειοποιώ 1.59 preview (v) = παρακολουθώ δοκιμαστική προβολή 1.60 reaction (n) = αντίδραση 1.61 backer (n) = χρηματοδότης, παραγωγός 1.62 fee (n) = αμοιβή 1.63 command (v) = εντολή πληρωμής 1.64 account for (v) = λογαριάζω 1.65 exact (adj) = ακριβής Unit 2 Occupations 2.1 court (n) = δικαστήριο 2.2 client (n) = πελάτης 2.3 represent (v) = εκπροσωπώ 2.4 demanding (adj) = απαιτητικός 2.5 persuade (v) = πείθω λεκτικά 2.6 unload (v) = ξεφορτώνω 2.7 tabloid (n) = κουτσομπολίστικη εφημερίδα, ταμπλόιντ 2.8 current affairs (n) = τρέχουσες υποθέσεις, επικαιρότητα 2.9 press conference (n) = συνέντευξη τύπου 2.10 lively (adj) = ζωντανός, παραστατικός 2.11 whisper (v) = ψιθυρίζω 2.12 literature (n) = λογοτεχνία 2.13 borrow (v) = δανείζομαι 2.14 responsibility (n) = ευθύνη, υπευθυνότητα 2.15 accurately (adv) = ακριβώς, με ακρίβεια 2
2.16 librarian (n) = βιβλιοθηκονόμος, βιβλιοθηκάριος 2.17 profession (n) = επάγγελμα 2.18 supportive (adj) = αυτός που παρέχει υποστήριξη 2.19 appreciative (adj) = ευγνώμων 2.20 standing ovation (n) = έκρηξη ενθουσιασμού από ακροατήριο 2.21 foundation (n) = θεμέλιο, θεμελίωση 2.22 brickwork (n) = εργασία σχετική με τα τούβλα 2.23 creative (adj) = δημιουργικός 2.24 wire (n) = σύρμα 2.25 cable (n) = καλώδιο 2.26 plug (n) = πρίζα 2.27 electrocute (v) = σκοτώνω με ηλεκτρικό ρεύμα 2.28 rewire (v) = επανακαλωδιώνω 2.29 varied (adj) = ποικίλος 2.30 completion (n) = ολοκλήρωση (έργου) 2.31 put up with (phr v) = ανέχομαι 2.32 building site (n) = οικοδομικό εργοτάξιο 2.33 wage (n) = ημερομίσθιο, μεροκάματο, αμοιβή 2.34 salary (n) = μισθός (μηνιαίος) 2.35 retire (V) = αποσύρομαι, συνταξιοδοτούμαι 2.36 pension (n) = σύνταξη 2.37 redundant (adj) = απολυμένος, υπό καθεστώς απόλυσης (εργασιακός όρος) 2.38 raise (n) = αύξηση 2.39 pay rise (n) = αύξηση μισθού 2.40 promote (v) = προάγω 2.41 commute (v) = ταξιδεύω για το χώρο της εργασίας μου 2.42 work as (v + prep) = εργάζομαι ως 2.43 CV / Curriculum Vitae (n) = βιογραφικό σημείωμα 2.44 Ré sumé (n) = σύντομο βιογραφικό σημείωμα 2.45 update (v) = ενημερώνω 2.46 market research (n) = έρευνα αγοράς 2.47 undergo (v) = υφίσταμαι 2.48 hourly rate (n) = ωρομίσθιο, χρέωση ανά ώρα 2.49 unemployment benefit (n) = επίδομα ανεργίας 2.50 supervisor (n) = επιθεωρητής 2.51 booth (n) = θάλαμος, παραβάν 2.52 concrete (n) = τσιμέντο, μπετόν 2.53 permission (n) = άδεια 2.54 budget (n) = προϋπολογισμός 2.55 aspect (n) = άποψη, θεώρηση, πλευρά ενός ζητήματος 2.56 destined (adj) = προορισμένος 2.57 handle (v) = χειρίζομαι 2.58 quit (v) = παραιτούμαι 3
2.59 bearable (adj) = ανεκτός 2.60 carry out (phr v) = διεξάγω 2.61 deal with (phr v) = αντιμετωπίζω 2.62 set up (phr v) = στήνω, ιδρύω Unit 3 Education Skills for First Certificate 3.1 strict (adj) = αυστηρός 3.2 discipline (n) = πειθαρχία 3.3 disincentive (n) = αποθάρρυνση 3.4 effective (adj) = αποτελεσματικός 3.5 efficient (adj) = ικανός, επαρκής 3.6 graduate (n) = αποφοιτώ 3.7 bank balance (n) = υπόλοιπο τραπεζικού λογαριασμού 3.8 in the red (phr) = ξοδεύω περισσότερο απ ότι διαθέτω, «μπαίνω μέσα» 3.9 mixed-ability class (n) = τάξη με μαθητές των οποίων το επίπεδο ποικίλει 3.10 discriminate (v) = διακρίνω, κάνω διάκριση 3.11 able (adj) = ικανός 3.12 role (n) = ρόλος 3.13 moral guidance (n) = ηθική καθοδήγηση 3.14 instil (v) = εμφυτεύω (κάποιο χαρακτηριστικό σε κάποιον) 3.15 lecturer (n) = λέκτορας, ομιλητής 3.16 grounding (n) = υπόβαθρο (κυρίως γνωστικό) 3.17 workforce (n) = εργατικό δυναμικό 3.18 state school (n) = δημόσιο σχολείο 3.19 private school (n) = ιδιωτικό σχολείο 3.20 curriculum (n) = πρόγραμμα, σκελετός προγράμματος 3.21 in droves (phr) = σε κοπάδια, πολλοί μαζί 3.22 adequately (adv) = κατάλληλα, επαρκώς 3.23 assign (v) = αναθέτω 3.24 overall (adj) = συνολικά 3.25 motivate (v) = κινητοποιώ, δίνω κίνητρο 3.26 troublesome (adj) = προβληματικός 3.27 higher education (n) = ανώτερη εκπαίδευση 3.28 corporal punishment (n) = σωματική τιμωρία, ξυλοδαρμός 3.29 barbaric (adj) = βάρβαρος 3.30 destructive (adj) = καταστρεπτικός 3.31 qualification (n) = κεκτημένη ικανότητα, προσόν 3.32 degree (n) = τίτλος, πτυχίο 3.33 public school (n) = δημόσιο σχολείο 3.34 nursery (school) (n) = προνηπιακός σταθμός 3.35 kindergarten (n) = νηπιαγωγείο 3.36 assess (v) = αξιολογώ και τοποθετώ σε κάποιο επίπεδο 4
3.37 essay (n) = έκθεση ιδεών, εργασία 3.38 illiterate (adj) = αναλφάβητος 3.39 GCSE (n) = επίπεδο εξετάσεων πριν την επιλογή κατεύθυνσης σπουδών 3.40 boarder (n) = εσώκλειστος μαθητής σε σχολείο με οικοτροφείο 3.41 adapt (v) = προσαρμόζω, προσαρμόζομαι 3.42 irrespective of (phr) = ανεξαρτήτως, παρά 3.43 mess up (phr v) = χαλάω ένα σχέδιο, «τα κάνω θάλασσα» 3.44 skill (n) = εξειδικευμένη ικανότητα 3.45 outlet (n) = κατάστημα εκποίησης 3.46 launderette (n) = πλυντήριο/καθαριστήριο αυτοεξυπηρέτησης (κατάστημα) 3.47 lecture (n) = διάλεξη 3.48 seminar (n) = σεμινάριο 3.49 confidential (adj) = εμπιστευτικός 3.50 counselling service (n) = υπηρεσία συμβουλευτικής υποστήριξης 3.51 factsheet (n) = πληροφοριακό έντυπο δεδομένων 3.52 productive (adj) = παραγωγικός 3.53 campus (n) = πανεπιστημιούπολη 3.54 Hall of Residence (n) = φοιτητική εστία 3.55 communal (adj) = κοινοτικός 3.56 revolve around (phr v) = επικεντρώνομαι 3.57 entitled to (adj) = αυτός που έχει δικαίωμα ή πρόσβαση σε κάτι 3.58 vote (v) = ψηφίζω 3.59 election (n) = εκλογές 3.60 upcoming (adj) = ανερχόμενος 3.61 staffed by (adj) = επανδρωμένος από 3.62 volunteer (n) = εθελοντής 3.63 visa (n) = βίζα, άδεια εισόδου σε άλλη χώρα 3.64 immigration (n) = μετανάστευση 3.65 hand in (phr v) = παραδίδω 3.66 concentrate (v) = συγκεντρώνομαι Unit 4 Sport 4.1 field event (n) = αγώνισμα στίβου όπου ο αθλητής αγωνίζεται μόνος 4.2 javelin (n) = ακοντισμός 4.3 track event (n) = αγώνας δρόμου 4.4 board (n) = σανίδα 4.5 sail (n) = ιστίο 4.6 keep one s balance (phr) = κρατώ ισοροπία 4.7 get the hang of (phr) = παίρνω τον αέρα 4.8 net (n) = δίχτυ 4.9 racket (n) = ρακέτα 4.10 wrist (n) = καρπός 5
4.11 course (n) = μεγάλης έκτασης αγωνιστική περιοχή (π.χ. για γκολφ) 4.12 leisure centre (n) = κέντρο αναψυχής 4.13 length (n) = μήκος 4.14 splash around (phr v) = παίζω στο νερό, πιτσιλάω 4.15 shallow end (n) = ρηχή πλευρά 4.16 hurdle (n) = εμπόδιο 4.17 discus (n) = δίσκος, δισκοβολία 4.18 amateur (n) = ερασιτέχνης 4.19 waterproof (adj) = αδιάβροχος 4.20 opponent (n) = αντίπαλος 4.21 strategy (n) = στρατηγική 4.22 injury (n) = τραύμα 4.23 occupational hazard (n) = επαγγελματικός κίνδυνος 4.24 professional (adj) = επαγγελματίας, επαγγελματικός 4.25 train (v) = προπονώ, προπονούμαι 4.26 referee (n) = διαιτητής 4.27 ref (n) = συντομογραφία του referee 4.28 whistle (n) = σφυρίχτρα 4.29 dedicated (adj) = αφοσιωμένος 4.30 draw (n) = ισοπαλία 4.31 spectator (n) = θεατής 4.32 pitch (n) = είδος αθλητικού γηπέδου 4.33 field (n) = πεδίο, γήπεδο 4.34 court (n) = είδος μεσαίου γηπέδου για αθλήματα όπως το τένις 4.35 competitor (n) = ανταγωνιστής / συναγωνιστής 4.36 athletics (n) = αθλήματα στίβου 4.37 pole vault (n) = άλμα επί κοντώ 4.38 gymnastics (n) = γυμναστική ενόργανη ή εδάφους 4.39 beam (n) = μπάρα εξάσκησης 4.40 betting (n) = στοίχημα 4.41 (football) pools (n) = στοιχήματα προγνωστικών ποδοσφαίρου, ΠΡΟ-ΠΟ 4.42 impartial (adj) = αμερόληπτος 4.43 favour (v) = ευνοώ 4.44 sprinter (n) = αθλητής στίβου στο τρέξιμο 4.45 lottery (n) = λοταρία, λαχείο, λόττο 4.46 narrow (adj) = στενός 4.47 rematch (n) = δεύτερος αγώνας μεταξύ των ίδιων ομάδων, ρεβάνς 4.48 diner (n) = ο εστιαζόμενος 4.49 pensioner (n) = συνταξιούχος 4.50 expand (v) = επεκτείνω 4.51 committed to (adj) = αφοσιωμένος, πιστός σε κάτι 4.52 policy (n) = η πολιτική, οι κανόνες κάποιου φορέα 4.53 assured of (adj) = διασφαλισμένος 6
4.54 OAP (n) = ηλικιωμένος συνταξιούχος 4.55 boast (v) = παινεύομαι για κάτι 4.56 badminton (n) = μπάντμιντον, παιχνίδι με ρακέτες και ένα φτερωτό μπαλάκι 4.57 squash (n) = σκουώς, παιχνίδι με ρακέτες σε κλειστό χώρο με τοίχο 4.58 catering (n) = εστίαση 4.59 wheelchair access (n) = πρόσβαση αναπηρικής καρέκλας 4.60 get-together (n) = συγκέντρωση (καθημερινή γλώσσα) 4.61 martial art (n) = πολεμική τέχνη 4.62 pony trekking (n) = ιππασία με μικρά άλογα σε ελεύθερο πεδίο ή δάσος 4.63 vegetarian (n) = αυτός που δεν τρώει κρέας 4.64 vegan (n) = αποκλειστικά χορτοφάγος, δεν τρώει ούτε ζωικά προϊόντα Unit 5 People 5.1 attitude (n) = στάση, άποψη 5.2 disruptive (adj) = αυτός που αποσπά, διακόπτει 5.3 sloppy (adj) = πρόχειρος, ατημέλητος 5.4 terminology (n) = ορολογία 5.5 concept (n) = σύλληψη, ιδέα 5.6 analytical (adj) = αναλυτικός 5.7 mature (adj) = ώριμος 5.8 have a good eye for (phr) = έχω καλό μάτι για κάτι, είμαι καλός σε κάτι 5.9 perspective (n) = προοπτική 5.10 shade (v) = σκιάζω 5.11 social worker (n) = κοινωνικός λειτουργός 5.12 redundant (adj) = απολυμένος, υπό απόλυση 5.13 gambling (n) = τζόγος 5.14 debt (n) = χρέος 5.15 homeless (adj) = άστεγος 5.16 alcohol addiction (n) = εθισμός στο αλκοόλ 5.17 counselling (n) = συμβουλευτική υποστήριξη 5.18 assure (v) = διαβεβαιώ, διασφαλίζω 5.19 GP (n) = γενικός παθολόγος, προσωπικός γιατρός 5.20 therapist (n) = θεραπευτής, ψυχοθεραπευτής 5.21 play truant (phr) = κάνω κοπάνα 5.22 bully (v) = παρενοχλώ βίαια 5.23 trainers (n) = αθλητικά παπούτσια 5.24 bully (n) = αυτός που παρενοχλεί βίαια 5.25 poverty (n) = φτώχεια 5.26 skilled (adj) = αυτός που έχει ειδικά προσόντα 5.27 quality (n) = προσόν 5.28 strict (adj) = αυστηρός 5.29 will (n) = θέληση 7
5.30 bullying (n) = βίαιη παρενόχληση 5.31 fashionable (adj) = αυτός που είναι στη μόδα 5.32 condition (n) = όρος, προϋπόθεση, κατάσταση 5.33 cloning (n) = κλωνισμός 5.34 clone (v) = κλωνοποιώ 5.35 controversy (n) = αντιμαχία 5.36 drawback (n) = οπισθοχώρηση 5.37 DNA (n) = DNA (δεσοξυριβοζονουκλεϊκό οξύ) / γενετικός κώδικας 5.38 identical (adj) = πανομοιότυπος 5.39 cell (n) = κύτταρο 5.40 organism (n) = οργανισμός 5.41 mammal (n) = θηλαστικό 5.42 realm (n) = περιοχή ευθύνης, γνώσης, ειδίκευσης 5.43 science fiction (n) = επιστημονική φαντασία 5.44 prospect (n) = προσδόκιμο, προσδοκία 5.45 keen (adj) = αυτός που έχει θετική διάθεση σε κάτι 5.46 organ (n) = όργανο του σώματος 5.47 transplant operation (n) = επέμβαση μεταμόσχευσης 5.48 genetic disease (n) = γενετική ασθένεια, σύνδρομο 5.49 infertile (adj) = ανίκανος για τεκνοποίηση 5.50 ethical (adj) = ηθικός, αναφερόμενος στο ήθος 5.51 determine (v) = προσδιορίζω 5.52 prejudice (n) = προκατάληψη 5.53 intolerance (n) = έλλειψη ανοχής 5.54 black market (n) = μαύρη αγορά 5.55 embryo (n) = έμβρυο 5.56 legislate (v) = νομιμοποιώ, νομοθετώ 5.57 morally indefensible (adj) = ηθικά ατεκμηρίωτος Unit 6 Travel 6.1 exotic (adj) = εξωτικός 6.2 imply (v) = υπονοώ 6.3 decent (adj) = αξιοπρεπής / θετικός 6.4 vast (adj) = πολύ μεγάλος 6.5 income (n) = εισόδημα 6.6 nightlife (n) = νυχτερινή ζωή 6.7 sight (n) = αξιοθέατο 6.8 unspoilt (adj) = άσπιλος, ανέγγιχτος 6.9 mosquito (n) = κουνούπι 6.10 scary (adj) = τρομακτικός 6.11 feat (n) = κατόρθωμα 6.12 monument (n) = μνημείο 8
6.13 holiday resort (n) = θέρετρο 6.14 traditional (adj) = παραδοσιακός 6.15 siesta (n) = μεσημεριανός ύπνος 6.16 nightmare (n) = εφιάλτης 6.17 journey (n) = διαδρομή, ταξίδι 6.18 trip (n) = ταξίδι 6.19 voyage (n) = μεγάλο ταξίδι μέσω θάλασσας 6.20 travel agent (n) = ταξιδιωτικός πράκτορας 6.21 brochure (n) = διαφημιστικό φυλλάδιο 6.22 destination (n) = προορισμός 6.23 check in (phr v) = επικυρώνω εισητήριο και θέση για να ταξιδέψω 6.24 departure lounge (n) = αίθουσα αναχωρήσεων 6.25 steward / stewardess (n) = αεροσυνοδός 6.26 webpage (n) = ιστοσελίδα 6.27 drizzle (n) = σιγανή βροχή, ψιχάλισμα 6.28 insist (v) = επιμένω 6.29 steadily (adv) = σταθερά 6.30 lifelong ambition (n) = φιλοδοξία μιας ζωής 6.31 refer (v) = αναφέρομαι Unit 7 Food and Drink 7.1 cookery (n) = μαγειρική 7.2 herb (n) = βότανο 7.3 fry (v) = τηγανίζω 7.4 frying pan (n) = τηγάνι 7.5 pasta (n) = ζυμαρικά 7.6 recipe (n) = συνταγή 7.7 flour (n) = αλεύρι 7.8 chef (n) = σέφ, αρχιμάγειρας 7.9 speciality (n) = σπεσιαλιτέ 7.10 menu (n) = μενού, κατάλογος 7.11 root (n) = ρίζα 7.12 seed (n) = σπόρος 7.13 stew (n) = φαγητό κατσαρόλας, γιαχνί 7.14 spice (n) = μπαχαρικό 7.15 bee-keeper (n) = μελισσοκόμος 7.16 hive (n) = κυψέλη 7.17 bee sting (n) = το κεντρί της μέλισσας 7.18 disturb (v) = ενοχλώ 7.19 pitta bread (n) = πίτα (για σουβλάκι) 7.20 run out of (phr v) = μου τελειώνει κάτι, ξέμεινα απο κάτι 7.21 category (n) = κατηγορία, τάξη 9
7.22 sacrifice (n) = θυσία (π.χ. σε έναν Θεό) 7.23 olive (n) = ελιά 7.24 ingredient (n) = συστατικό 7.25 slice (v) = τεμαχίζω, κόβω σε φέτες 7.26 roast (v) = ψήνω (π.χ. κρέας) 7.27 oven (n) = φούρνος 7.28 bake (v) = ψήνω (π.χ. ψωμί ή κάποιο γλυκό) 7.29 dish (n) = πιάτο 7.30 peel (v) = ξεφλουδίζω 7.31 oil (n) = λάδι 7.32 steak (n) = φιλέτο, μπριζόλα 7.33 chop (v) = τεμαχίζω, κόβω σε κομμάτια 7.34 flavour (v) = άρωμα (φαγητού) 7.35 adjust (v) = προσαρμόζω, -ομαι 7.36 discipline (n) = πειθαρχία 7.37 chaos (n) = χάος 7.38 have a hand in (phr) = βοηθώ σε κάτι, βάζω το χέρι μου σε κάτι 7.39 unbearable (adj) = αφόρητος 7.40 shift (n) = βάρδια 7.41 stove (n) = εστία φωτιάς / κουζίνας 7.42 high season (n) = υψηλή εποχικότητα 7.43 scarred (adj) = σημαδεμένος 7.44 illusion (n) = ψευδαίσθηση 7.45 fall behind (phr v) = μένω πίσω 7.46 in charge of (phr) = επικεφαλής 7.47 frustrating (adj) = απογοητευτικός, οδυνηρός 7.48 work flat out (phr) = δουλεύω σκληρά και ασταμάτητα Unit 8 The Media 8.1 aspect (n) = άποψη 8.2 click on (phr v) = κάνω κλικ (με το ποντίκι) σε κάποιο σύνδεσμο (διαδίκτυο) 8.3 bargain (n) = διαπραγμάτευση / μεγάλη ευκαιρία 8.4 weather forecast (n) = πρόγνωση καιρού 8.5 traffic bulletin (n) = δελτίο κίνησης στους δρόμους 8.6 pollution (n) = μόλυνση 8.7 broadcaster (n) = εκφωνητής 8.8 sponsor (n) = χορηγός 8.9 broadcast (v) = εκφωνώ 8.10 dedication (n) = αφιέρωση 8.11 cloak (n) = μπέρτα 8.12 invasion (n) = εισβολή 8.13 official (adj) = επίσημος 10
8.14 interrupt (v) = διακόπτω 8.15 news bulletin (n) = σύντομο δελτίο ειδήσεων 8.16 on-line (adj) = δικτυωμένος, ζωντανός στο δίκτυο 8.17 TV channel (n) = τηλεοπτικό κανάλι 8.18 satellite dish (n) = δορυφορικό πιάτο / κάτοπτρο 8.19 radio station (n) = ραδιοφωνικός σταθμός 8.20 current affairs (n) = τρέχουσες υποθέσεις, επικαιρότητα 8.21 the press (n) = ο Τύπος 8.22 on (the) air (phr) = στον αέρα 8.23 viewer (n) = θεατής, τηλεθεατής 8.24 advertising (n) = διαφήμιση 8.25 context (n) = θεματικό πλαίσιο 8.26 take something off the air (phr) = βγάζω κάτι εκτός αέρα 8.27 comment (v) = σχολιάζω 8.28 ecology (n) = οικολογία 8.29 build on (phr v) = αναπτύσσω, βελτιώνω / διογκώνω 8.30 reputation (n) = φήμη 8.31 slot (n) = κενό στον τηλεοπτικό χρόνο που γεμίζουν μικρές εκπομπές 8.32 sitcom (n) = κωμικό σήριαλ, οικογενειακή σειρά 8.33 highlights (n) = οι καλύτερες στιγμές ενός προγράμματος 8.34 controversial (adj) = αντιλεγόμενος, αντιμαχόμενος 8.35 prime-time viewing (n) = τηλεθέαση πρώτης ζώνης 8.36 feedback programme (n) = πρόγραμμα απόψεων και κριτικής 8.37 thrilled (adj) = συνεπαρμένος 8.38 soap (opera) (n) = σαπουνόπερα 8.39 critic (n) = κριτικός 8.40 (TV) rating (n) = μέτρηση (τηλεθέασης) 8.41 lessen (v) = μειώνω, -ομαι 8.42 craze (n) = τρέλλα 8.43 live (adj) = ζωντανός 8.44 current affairs programme (n) = πρόγραμμα επικαιρότητας 8.45 content (n) = περιεχόμενα 8.46 headline (n) = τίτλος (ειδήσεων) Unit 9 The Weather 9.1 climate (n) = κλίμα 9.2 global warming (n) = υπερθέρμανση του πλανήτη 9.3 hype (n) = πυρετός πληροφοριών, πολλές φήμες 9.4 regional (adj) = τοπικός, ο αναφερόμενος σε μια περιοχή 9.5 nigh (adv) = αναμενόμενος 9.6 frostbite (n) = παγωνιά 9.7 decade (n) = δεκαετία 11
9.8 permanent (adj) = μόνιμος 9.9 competent (adj) = ικανός, επαρκής 9.10 indication (n) = ένδειξη 9.11 chilly (adj) = ψυχρός 9.12 gale (n) = θύελλα 9.13 hail (n) = χαλάζι 9.14 accurate (adj) = ακριβής 9.15 prediction (n) = πρόβλεψη 9.16 alter (v) = διαφοροποιώ, αλλάζω 9.17 at all costs (phr) = με κάθε κόστος 9.18 ignorance (n) = άγνοια 9.19 witness (v) = γίνομαι μάρτυρας σε κάτι 9.20 stable (adj) = σταθερός 9.21 blizzard (n) = χιονοθύελλα 9.22 pour (v) = ρίχνω με δύναμη (π.χ. βροχή) 9.23 drought (n) = ξηρασία 9.24 shortage (n) = έλλειψη 9.25 thunderstorm (n) = καταιγίδα 9.26 lightning (n) = αστραπή 9.27 thunder (n) = κεραυνός 9.28 overcast (adj) = νεφελώδης, συννεφιασμένος 9.29 degrees (n) = βαθμοί 9.30 Centigrade / Celsius (n) = Κελσίου 9.31 soaked (adj) = μούσκεμα 9.32 sunbathe (v) = λιάζομαι, κάνω ηλιοθεραπεία 9.33 famine (n) = μεγάλη πείνα 9.34 corruption (n) = διαφθορά 9.35 postpone (v) = αναβάλλω 9.36 roam (v) = περιάγομαι, περιοδεύω, τριγυρνώ 9.37 hi-tech (adj) = υψηλής τεχνολογίας 9.38 initial (adj) = αρχικός 9.39 detect (v) = εντοπίζω 9.40 accurate (adj) = ακριβής 9.41 day-to-day (adj) = καθημερινός, μέρα με τη μέρα 9.42 in advance (phr) = προκαταβολικά 9.43 rely (v) = βασίζομαι 9.44 observation (n) = παρατήρηση 9.45 barometer (n) = βαρόμετρο 9.46 complex (adj) = σύνθετος, πολύπλοκος 9.47 proverb (n) = παροιμία, ρητό 9.48 inaccurate (adj) = ανακριβής 9.49 heatwave (n) = κύμα καύσωνα 9.50 severe (adj) = εξαιρετικά σοβαρός Skills for First Certificate 12
9.51 mild (adj) = ήπιος 9.52 class as (v + prep) = ταξινομώ Unit 10 The Environment Skills for First Certificate 10.1 rural (adj) = επαρχιακός, σχετικός με την ύπαιθρο 10.2 urban (adj) = αστικός 10.3 agricultural (adj) = αγροτικός 10.4 mankind (n) = η ανθρωπότητα, το ανθρώπινο είδος 10.5 review (n) = ανασκόπηση 10.6 rainforest (n) = τροπικό δάσος 10.7 destruction (n) = καταστροφή 10.8 tabloid journalism (n) = ανεύθυνη δημοσιογραφία, κίτρινος τύπος 10.9 back up (phr v) = υποστηρίζω 10.10 shock tactics (n) = τακτικές αιφνιδιασμού 10.11 frankly (adv) = ειλικρινά 10.12 cause (n) = αίτιο (σε αυτή την περίπτωση «καλός σκοπός») 10.13 scuttle (v) = διέρχομαι τρέχοντας με μικρά βήματα 10.14 bulldozer (n) = μπουλντόζα 10.15 blank (adj) = κενός 10.16 deforest (v) = υλοτομώ 10.17 timber (n) = ξυλεία 10.18 naïve (adj) = αφελής 10.19 assume (v) = συνάγω, βγάζω συμπέρασμα 10.20 cattle (n) = αγέλη βοοϊδών 10.21 harvest (v) = σοδειά 10.22 indigenous tribe (n) = ιθαγενής φυλή 10.23 queue up (phr v) = μπαίνω στην ουρά / σειρά 10.24 species (n) = έμβιο είδος 10.25 lay the blame on (phr) = αποδίδω τις ευθύνες / το φταίξιμο 10.26 rhetorical question (n) = ρητορική ερώτηση 10.27 pollutant (n) = ρυπαντικός, μολυσματικός παράγοντας 10.28 toxic waste (n) = τοξικό απόβλητο 10.29 recycling (n) = ανακύκλωση 10.30 green (adj) = πράσινος (με την έννοια του φιλικού προς το περιβάλλον) 10.31 ozone layer (n) = στρώμα όζοντος 10.32 radiation (n) = ακτινοβολία 10.33 extinct (adj) = υπό εξαφάνιση 10.34 ecology (n) = οικολογία 10.35 exhaust fumes (n) = εκπομπές ρύπων, καυσαέρια 10.36 endangered species (n) = έμβιο είδος σε κίνδυνο (εξαφάνισης) 10.37 chimney (n) = καπνοδόχος 10.38 public transport (n) = μαζικές συγκοινωνίες 13
10.39 polar ice cap (n) = πολικό στρώμα πάγου 10.40 aerosol can (n) = σπρέυ 10.41 CFC gas (n) = χημικό αέριο που καταστρέφει το όζον 10.42 resource (n) = πηγή 10.43 scarce (adj) = αυτός που βρίσκεται σε ανεπάρκεια, έλλειψη 10.44 fragile (adj) = εύθραυστος 10.45 eco-balance (n) = οικολογική ισορροπία 10.46 detached house (n) = αυτόνομο σπίτι 10.47 seal (n) = μόνωση 10.48 cost-effective (adj) = οικονομικά συμφέρων 10.49 heating (n) = θέρμανση 10.50 tune (v) = συντονίζω 10.51 double glazing (n) = διπλά τζάμια 10.52 pane (n) = υαλοπίνακας 10.53 efficiency (n) = ικανότητα, επάρκεια 10.54 air filter (n) = φίλτρο αέρα 10.55 fuel consumption (n) = κατανάλωση καυσίμων 10.56 willingness (n) = θέληση, βούληση Unit 11 Technology 11.1 technological advance (n) = τεχνολογική ανάπτυξη / υπεροχή 11.2 keen (adj) = με θετική διάθεση σε κάτι 11.3 breakthrough (n) = τεχνολογική τομή, επίτευξη 11.4 primitive man (n) = πρωτόγονος άνθρωπος 11.5 ancestor (n) = πρόγονος 11.6 motivation (n) = κίνητρο 11.7 plough (n) = πατόφτυαρο 11.8 inventiveness (n) = επινοητικότητα 11.9 exception (n) = εξαίρεση 11.10 right (v) = διορθώνω, επαναφέρω 11.11 injustice (n) = αδικία, έλειψη δικαιοσύνης 11.12 persuasive (adj) = πειστικός 11.13 fund (v) = χρηματοδοτώ 11.14 beneficial (adj) = ωφέλιμος 11.15 prosperous (adj) = προσοδοφόρος, πρόσπορος 11.16 distribute (v) = διανέμω 11.17 Third World (n) = ο Τρίτος Κόσμος 11.18 effectively (adv) = αποτελεσματικά 11.19 loaded (adj) = γεμισμένος 11.20 inventor (n) = εφευρέτης 11.21 discover (v) = ανακαλύπτω 11.22 develop (v) = αναπτύσσω 14
11.23 tool (n) = εργαλείο 11.24 progress (n) = πρόοδος 11.25 weapon of mass destruction (n) = όπλο μαζικής καταστροφής 11.26 nuclear bomb (n) = πυρηνική βόμβα 11.27 research (n) = έρευνα 11.28 carry out (phr v) = διεξάγω 11.29 experiment (n) = πείραμα 11.30 science lab (n) = επιστημονικό εργαστήριο 11.31 cure (n) = θεραπεία 11.32 fibre optics (n) = οπτικές ίνες 11.33 telecommunications (n) = επικοινωνίες 11.34 equipment (n) = εξοπλισμός 11.35 scanner (n) = σαρωτής, σκάνερ 11.36 photocopier (n) = φωτοτυπικό μηχάνημα 11.37 origin (n) = προέλευση 11.38 come up with (phr v) = μου κατεβαίνει μια ιδέα 11.39 vacuum cleaner (n) = ηλεκτρική σκούπα 11.40 common cold (n) = κοινό κρύωμα 11.41 sodium (n) = χημικό στοιχείο της κατηγορίας των αλάτων, νάτριο 11.42 exposed (adj) = εκτεθειμένος 11.43 predict (v) = προβλέπω, προλέγω 11.44 astonishment (n) = κατάπληξη 11.45 vaccine (n) = εμβόλιο 11.46 carry on (phr v) = συνεχίζω 11.47 test tube (n) = δοκιμαστικός σωλήνας 11.48 conduct (v) = εκτελώ, διεξάγω συντονίζοντας (ένα πείραμα) 11.49 leukaemia (n) = λευχαιμία 11.50 in the long run (phr) = μακροπρόθεσμα 11.51 steel (n) = ατσάλι 11.52 inject (v) = κάνω ένεση 11.53 side effect (n) = παρενέργεια 11.54 squeaky (adj) = τσιριχτός (π.χ. θόρυβος, φωνή, κλπ.) 11.55 privilege (n) = προνόμιο Unit 12 Health and Fitness 12.1 zip (n) = ενέργεια 12.2 fiction (n) = σενάριο φαντασίας 12.3 column (n) = στήλη 12.4 durability (n) = ανθεκτικότητα 12.5 portability (n) = ικανότητα για εύκολη μεταφορά 12.6 beat hands down (phr) = κατατροπώνω 12.7 aromatherapy (n) = αρωμαθεραπεία 15
12.8 tone up (phr v) = τονώνω 12.9 saggy (adj) = αγύμναστος, λαπαδιασμένος 12.10 repetition (n) = επανάληψη 12.11 consumer (n) = καταναλωτής 12.12 unfit (adj) = αγύμναστος, σε κακή φυσική κατάσταση 12.13 in shape (phr) = σε καλή φυσική κατάσταση, σε φόρμα 12.14 diet (n) = διατροφή, διατροφική συνήθεια 12.15 exercise (n) = άσκηση 12.16 surgeon (n) = χειρούργος 12.17 operation (n) = επέμβαση 12.18 surgery (n) = χειρουργική επέμβαση 12.19 operating theatre (n) = χειρουργείο 12.20 surgery (n) = χειρουργική κλινική 12.21 have an operation (phr) = εγχειρίζομαι 12.22 temperature (n) = θερμοκρασία 12.23 come down with (phr v) = αρρωσταίνω από κάτι, πέφτω από κάποια ασθένεια 12.24 flu (n) = γρίπη 12.25 recover (v) = αναρρώνω 12.26 vet (n) = κτηνίατρος 12.27 treatment (n) = θεραπεία 12.28 protein (n) = πρωτεϊνη 12.29 carbohydrate (n) = υδρογονάνθρακας 12.30 cyst (n) = κύστη 12.31 glandular fever (n) = αδενικός πυρετός, αδενοπάθεια 12.32 dull (adj) = μουντός 12.33 disciplinarian (n) = κάποιος που έχει εμμονή με την πειθαρχία 12.34 matron (n) = ο τύπος της παλιάς, αυστηρής νοσοκόμας 12.35 settle down (phr v) = αποκαθίσταμαι, σταθεροποιούμαι 12.36 mortgage (n) = δάνειο κατοικίας / υποθήκη 12.37 fulfilling (adj) = κάτι που μας γεμίζει, μας ικανοποιεί 12.38 frustrating (adj) = απογοητευτικός, οδυνηρός 12.39 liver transplant (n) = μεταμόσχευση ήπατος 12.40 blood pressure (n) = αρτηριακή πίεση Unit 13 Transport 13.1 means of transport (n) = μέσα συγκοινωνίας 13.2 get around (phr v) = τριγυρίζω, κινούμαι άνετα 13.3 cart (n) = μικρό εξαρτώμενο όχημα, καρότσι, κάρο 13.4 submarine (n) = υποβρύχιο 13.5 float (v) = επιπλέω 13.6 hot-air balloon (n) = αερόστατο 13.7 aboard (adj) = επιβαίνων 16
13.8 goods (n) = αγαθά 13.9 cargo (n) = κάργκο, εμπορικό μέσο μεταφοράς 13.10 oil tanker (n) = δεξαμενόπλοιο 13.11 coach (n) = πούλμαν 13.12 limousine (n) = λιμουζίνα 13.13 old-fashioned (adj) = παλιομοδίτικος 13.14 exposed (adj) = εκτεθειμένος 13.15 vehicle (n) = όχημα 13.16 vulnerable (adj) = ευάλωτος 13.17 lack (n) = έλειψη 13.18 command (n) = εντολή 13.19 vital (adj) = ζωτικός 13.20 obey (v) = υπακούω 13.21 territory (n) = επικράτεια 13.22 coast (n) = ακτή 13.23 congested (adj) = συμφορημένος, μποτιλιαρισμένος 13.24 train (v) = προπονώ, -ούμαι / εκπαιδεύω, -ομαι 13.25 traffic jam (n) = κυκλοφοριακή συμφόρηση, μποτιλιάρισμα 13.26 procedure (n) = διαδικασία 13.27 alert (adj) = αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση επαγρύπνησης 13.28 commuter (n) = αυτός που ταξιδεύει για το χώρο της εργασίας του 13.29 commercial travel (n) = εμπορικό ταξίδι 13.30 accessible (adj) = προσβάσιμος 13.31 investment (n) = επένδυση 13.32 long-distance lorry driver (n) = οδηγός φορτηγού μεγάλων αποστάσεων 13.33 rush hour (n) = ώρα αιχμής 13.34 lorry (n) = φορτηγό 13.35 diesel train (n) = πετρελαιοκινούμενο τρένο 13.36 commute (v) = ταξιδεύω για το χώρο της εργασίας μου 13.37 public transport (n) = μαζικές συγκοινωνίες 13.38 fare (n) = αντίτιμο εισιτηρίου 13.39 at the wheel (phr) = στο τιμόνι 13.40 saddle (n) = σέλα 13.41 petrol (n) = βενζίνη 13.42 turn to (phr v) = στρέφομαι προς 13.43 oppose (v) = αντιτίθεμαι 13.44 minority (n) = μειοψηφία 13.45 successive (adj) = αλλεπάλληλος 13.46 pour money into (phr) = ρίχνω χρήματα σε κάτι 13.47 tend (v) = τείνω να 13.48 overcrowding (n) = αυτό που προκαλεί συνωστισμό 13.49 overstretched (adj) = παρατραβηγμένος 13.50 dissatisfied (adj) = ανικανοποίητος 17
13.51 resent (v) = απεχθάνομαι 13.52 ease (v) = απαλύνω 13.53 outskirts (n) = προάστια 13.54 retail outlet (n) = περιφερειακό κέντρο αγορών και αποθεμάτων 13.55 income (n) = εισόδημα 13.56 toll (n) = αντίτιμο διοδίων 13.57 fine (v) = βάζω πρόστιμο 13.58 banned (adj) = απαγορευμένος, αποσυρμένος 13.59 threat (n) = απειλή 13.60 sustain (v) = διατηρώ 13.61 belongings (n) = υπάρχοντα, κτήσεις Unit 14 Fashion 14.1 old-fashioned (adj) = παλιομοδίτικος 14.2 traditional (adj) = παραδοσιακός 14.3 fur coat (n) = γούνινο πανωφόρι 14.4 catwalk (n) = πασαρέλα 14.5 trainers (n) = αθλητικά παπούτσια 14.6 brand (n) = μάρκα, φίρμα 14.7 ponytail (n) = αλογοουρά 14.8 perm (n) = περμανάντ 14.9 material (n) = υλικό (υφάσματος) 14.10 starve (v) = πεθαίνω από την πείνα 14.11 sole (n) = σόλα 14.12 breed (v) = ανατρέφω 14.13 fake fur (n) = ψεύτικη / οικολογική γούνα 14.14 trendy (adj) = μοντέρνος 14.15 model (n) = μοντέλο 14.16 costume (n) = κοστούμι, στολή 14.17 suit (n) = κοστούμι (συνδυασμένο ένδυμα) 14.18 label (n) = ετικέτα 14.19 designer clothes (n) = επώνυμα ρούχα 14.20 craze (n) = τρέλλα 14.21 in (adj) = στη μόδα 14.22 top (n) = μπλουζάκι 14.23 fit (v) = ταιριάζω, χωράω 14.24 suit (v) = ταιριάζω (για κάτι που μου πάει) 14.25 fur farm (n) = εκτροφείο ζώων για τη γούνα τους 14.26 slogan (n) = σλόγκαν, λογότυπο μήνυμα 14.27 profit (n) = κέρδος 14.28 manufacturer (n) = κατασκευαστής 14.29 trend (n) = η μόδα, η τελευταία τάση 18
14.30 cruel (adj) = σκληρός 14.31 trap (n) = παγίδα 14.32 device (n) = συσκευή 14.33 campaign (n) = καμπάνια 14.34 demonstration (n) = επίδειξη / διαμαρτυρία 14.35 dig (v) = σκάβω 14.36 cruelty (n) = σκληρότητα 14.37 protest (n) = διαμαρτύρομαι 14.38 fur trapper (n) = γουνοπαγιδευτής Unit 15 Crime 15.1 robbery (n) = ληστεία 15.2 grab (v) = αρπάζω 15.3 end up (phr v) = καταλήγω 15.4 behind bars (phr) = πίσω από τα σίδερα 15.5 spot (v) = εντοπίζω 15.6 calm (adj) = ήρεμος 15.7 consequence (n) = συνέπεια 15.8 burst in (phr v) = ξεσπάω 15.9 get away (phr v) = ξεφεύγω 15.10 appreciate (v) = εκτιμώ 15.11 knock over (phr v) = βγάζω από τη μέση, κλωτσάω 15.12 mud (n) = λάσπη 15.13 explosion (n) = έκρηξη 15.14 burgle (v) = κάνω διάρρηξη, κλέβω 15.15 accused (n) = ο κατηγορούμενος 15.16 charge (v) = αποδίδω κατηγορία 15.17 mug (v) = ληστεύω κάποιον στο δρόμο 15.18 install (v) = εγκαθιστώ 15.19 theft (n) = κλοπή 15.20 sentence (n) = πρόταση ποινής 15.21 inmate (n) = εσώκλειστος 15.22 shoplifting (n) = μικροκλοπές σε κατάστημα 15.23 burglary (n) = ληστεία μετά από διάρρηξη 15.24 break into (phr v) = κάνω διάρρηξη 15.25 fine (n) = πρόστιμο 15.26 smuggle (v) = μεταφέρω κάτι λαθραία 15.27 community service (n) = κοινωνική θητεία 15.28 jury (n) = σώμα ενόρκων 15.29 verdict (n) = ετυμηγορία 15.30 guilty (adj) = ένοχος 15.31 cell (n) = κελί Skills for First Certificate 19
15.32 poster (n) = αφίσα 15.33 socialise (v) = κοινωνικοποιούμαι, κάνω επαφές 15.34 volunteer (v) = προσφέρω εθελοντικά 15.35 warden (n) = φύλακας 15.36 yard (n) = προαύλιο φυλακής 15.37 canteen (n) = καντίνα, χώρος εστίασης φυλακισμένων 15.38 stick to (v) = συνεχίζω σταθερά με έναν δεδομένο τρόπο 15.39 qualify (v) = τελώ τις προϋποθέσεις 15.40 point out (phr v) = υποδεικνύω 15.41 look up (phr v) = κοιτάζω, ψάχνω κάτι (π.χ. στο λεξικό) 15.42 siren (n) = σειρήνα 15.43 come by (phr v) = αποκτώ Unit 16 Shopping 16.1 product (n) = προϊόν 16.2 purchase (v) = συναλλαγή αγοράς 16.3 counter (n) = πάγκος, ταμείο, γκισέ 16.4 hand over (phr v) = παραδίδω 16.5 assistant (n) = βοηθός 16.6 till (n) = ταμείο 16.7 glance at (v) = ρίχνω μια ματιά σε 16.8 get away with (phr v) = ξεφεύγω 16.9 trolley (n) = καροτσάκι 16.10 flee (v) = εγκαταλείπω, ξεφεύγω, αποδρώ 16.11 the sales (n) = οι εκπτώσεις 16.12 gossip (n) = κουτσομπόλης, κουτσομπολιό 16.13 lively (adj) = ζωντανός, χαρωπός 16.14 receipt (n) = απόδειξη 16.15 corner shop (n) = ψιλικατζίδικο 16.16 hypermarket (n) = υπεραγορά 16.17 outskirts (n) = προάστια 16.18 shopkeeper (n) = μαγαζάτορας 16.19 refund (n) = επιστροφή χρημάτων 16.20 Value Added Tax / VAT (n) = Φόρος Προστιθέμενης Αξίας / ΦΠΑ 16.21 discount (n) = έκπτωση 16.22 charity (n) = έρανος, φιλανθρωπία 16.23 branch (n) = υποκατάστημα 16.24 flexible (adj) = ελαστικός 16.25 games console (n) = κονσόλα παιχνιδιών 16.26 donation (n) = δωρεά 16.27 disposable (adj) = αναλώσιμος 16.28 unique (adj) = μοναδικός 20
16.29 develop (v) = εμφανίζω (φιλμ) 16.30 barber (n) = κουρέας Skills for First Certificate 21