Επιπτώσεις σεισμών σε αρχαιολογικές θέσεις και μνημεία της Β. Πελοποννήσου



Σχετικά έγγραφα
Ευρασιατική, Αφρικανική και Αραβική

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ

ΑΛΛΗΛΕΠΙ ΡΑΣΗ ΡΗΓΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΙΚΗ ΕΠΙΚΙΝ ΥΝΟΤΗΤΑ ΣΤΟΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟ

ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΩΝ ΤΑΣΕΩΝ

ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΠΡΟΔΡΟΜΩΝ ΣΕΙΣΜΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ

ΡΗΞΙΓΕΝΗΣ ΙΣΤΟΣ, ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΤΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ Σ.Γ.Π. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΘΕΣΕΩΝ ΓΕΩΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑΣ

ΜΕΡΟΣ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Γεωλογείν περί Σεισμών Λιθοσφαιρικές πλάκες στον Ελληνικό χώρο Κλάδοι της Γεωλογίας των σεισμών...

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ & ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΞΟ. Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Το Ελληνικό τόξο

ΒΕΖΥΡΙΑΝΟΥ ΙΩΑΝΝΑ Α.Μ

Μηχανισμοί γένεσης σεισμών

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ


Συσχέτιση Νεοτεκτονικών αμώυ και Σεισμικότητας στην Ευρύτερη Περιοχή ταυ Κορινθιακού Κόλπου (Κεντρική Ελλάδα).

Φυσικό Περιβάλλον ΦΥΣΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ

Ενεργά ρήγµατα. Ειδικότερα θέµατα: Ο σεισµός ως φυσικό φαινόµενο. Ενεργά ρήγµατα στον Ελλαδικό χώρο και παρακολούθηση σεισµικής δραστηριότητας.

Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο Γ Ε Ν Η Σ Ε Ξ Ε Λ Ι Ξ Η Τ Ο Υ Α Ν Α Τ Ο Λ Ι Κ Ο Υ Κ Ο Ρ Ι Ν Θ Ι Α Κ Ο Υ Κ Ο Λ Π Ο Υ

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Φαινόµενα ρευστοποίησης εδαφών στον Ελληνικό χώρο Κεφάλαιο 1

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΜΑΚΥΝΕΙΑΣ.

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία

ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες

Ερµηνεία Τοπογραφικού Υποβάθρου στη Σύνταξη και Χρήση Γεωλoγικών Χαρτών

Ε.Μ. Σκορδύλης Καθηγητής Σεισμολογίας Τομέας Γεωφυσικής, Α.Π.Θ.

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

Τα θέατρα της Αμβρακίας. Ανδρέας Μαυρίκος, ΒΠΠΓ

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

ΜΕΛΕΤΗ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΩΝ ΙΕΡΓΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΟΜΩΝ ΣΤΟΝ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟ ΚΟΛΠΟ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ

Η Βοιωτία θεωρείται από αρχαίους και συγχρόνους ιστορικούς καθώς και γεωγράφους, περιοχή ευνοημένη από τη φύση και τη γεωπολιτική θέση της.

MIA ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ. Κατολισθήσεις Ταξινόµηση κατολισθήσεων

Ο σεισμός είναι φαινόμενο το οποίο εκδηλώνεται συνήθως χωρίς σαφή προειδοποίηση, δεν μπορεί να αποτραπεί και παρά τη μικρή χρονική διάρκεια του,

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης;

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

«ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΩΝ ΣΕΙΣΜΩΝ ΣΕ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ: ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΔΙΑΚΟΠΤΟΥ» ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

FloReTo Μοντέλο εκτίμησης ζημιών πλημμυρικών φαινομένων

ΣΗΡΑΓΓΑ ΑΝΗΛΙΟΥ ΑΣΤΟΧΙΑ ΠΡΑΝΟΥΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

"Γεωπεριβαλλοντικές επιπτώσεις των πυρκαγιών στον ευρύτερο χώρο της Αρχαίας Ολυµπίας, Κρόνιος λόφος - Προτάσεις µέτρων."

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra)

ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Α ΤΡΙΜΗΝΟΥ

Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες

Παράκτιοι κρημνοί Γεωμορφές βραχωδών ακτών & Ακτόλιθοι

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Πάπυροι - Επιστημονικό Περιοδικό τόμος 7, 2018

ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ

Αποτυπώσεις Μνημείων και Αρχαιολογικών Χώρων

Κυριότερες πόλεις ήταν η Κνωσός, η Φαιστός, η Ζάκρος και η Γόρτυνα

7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΝΟΨΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

Συμπεράσματα Κεφάλαιο 7.

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΕΙΣΜΙΚΗΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΤΗΤΑΣ R=H*V

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2016)

Το Μεσαιωνικό Κάστρο Λεμεσού.

Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου

Υπάρχει ο μαγικός κόσμος των μνημείων του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου Οι σιωπηλοί αυτοί μάρτυρες του παρελθόντος

ΜΑΝΩΛΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, ΒΠΠΓ

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

0,5 1,1 2,2 4,5 20,8 8,5 3,1 6,0 14,9 22,5 15,0 0,9

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΩΝ ΚΑΤΑΣΡΟΦΩΝ -ΤΟ ΣΕΙΣΜΙΚΟ ΤΟΞΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΝΩΝΕΙ- Ρήγματα

Κώστας Ζάµπας Πολιτικός Μηχανικός ρ ΕΜΠ. Σκιάθου Αθήνα. Τηλέφωνο: Φαξ: Ηλεκτρονική διεύθυνση:

ΒΛΑΒΕΣ ΣΕ ΚΟΜΒΟΥΣ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΥ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑΤΟΣ, ΑΙΤΙΑ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΑΥΤΩΝ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΟΧΩΝ ΤΟΥΣ

Να περιγραφεί ο κύκλος του νερού στη φύση (υδρολογικός κύκλος).

Project : Θέμα σεισμός. Σεισμοθηλυκά Ταρακουνήματα!!

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3: ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ

Αρχαιολογική διαχείριση μνημείων,

2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ-2 (ο χάρτης)

Γεωγραφικά Πληροφοριακά Συστήµατα (GIS) στη διαχείριση καταστροφών

Γεωδυναµικό Ινστιτούτο Ε.Α.Α. στην Περιφέρεια Πελοποννήοσυ

Γεωτεχνική Έρευνα και Εκτίμηση Εδαφικών παραμέτρων σχεδιασμού Η ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ


Συστήματα Υποστήριξης Αποφάσεων

ΤΕΓΕΑ. Γνωριμία με μια πόλη της αρχαίας Αρκαδίας ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΞΕΝΑΓΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΤΕΓΕΑ

Tαξινόμηση υδρορρεύματος

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Το μυστήριο των Δρακόσπιτων

Ένα ξεχασμένο θέατρο. (το Ρωμαϊκό Ωδείο) Έφη Νικολοπούλου, ΒΠΠΓ

Έτσι ήταν η Θεσσαλονίκη στην αρχαιότητα - Υπέροχη ψηφιακή απεικόνιση

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΠΛΑΤΙΑΝΑΣ» 1 Μ Α Ρ Ι Α Μ Α Γ Ν Η Σ Α Λ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π. MSc Ε.Μ.Π.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ

Ε.Μ. Σκορδύλης Καθηγητής Σεισμολογίας Τομέας Γεωφυσικής, Α.Π.Θ.

ΣΕΙΣΜΟΣ ΛΗΜΝΟΥ-ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ 24/05/2014

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ

1. Επεμβάσεις συντήρησης

ΕΠΙ ΑΥΡΟΣ. Είμαι η ήμητρα Αλεβίζου, μαθήτρια του Βαρβακείου ΠΠ Γυμνασίου και θα σας παρουσιάσω το Ωδείο και το μικρό θέατρο της αρχαίας Επιδαύρου...

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

Καταγραφή και Διαχείριση Πολιτιστικής Πληροφορίας με τη χρήση Τεχνολογιών Διαδικτύου: Εφαρμογή για τους Αρχαίους Χώρους Θέασης και Ακρόασης

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΣΠΑΝΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΙΣΜΟ ΤΩΝ 6,5 R ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΕ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΣΤΙΣ 20/6/1978

01 Ιερός ναός Αγίου Γεωργίου ΓουμένισσΗΣ

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ (1) ΜΕ ΤΙΤΛΟ: «Γεωμετρία της παραμόρφωσης και κινηματική ανάλυση της Μεσοελληνικής Αύλακας»

ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΙΚΤΥΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ

Transcript:

Επιπτώσεις σεισμών σε αρχαιολογικές θέσεις και μνημεία της Β. Πελοποννήσου Διατριβή ειδίκευσης του Βασίλειου Παναγιωτόπουλου Που υποβλήθηκε στο Πανεπιστήμιο Πατρών Τμήμα Γεωλογίας Τομέας Γενικής-θαλάσσιας γεωλογίας και Γεωδυναμικής Πάτρα Οκτώβρης 2011 1

ΕΥΧΑΡΙΣΤΊΕΣ Οι παράγοντες που καθορίζουν την πορεία µιας ερευνητικής δραστηριότητας είναι πολλοί. Η υποστήριξη και η βοήθεια των ανθρώπων που συµµετέχουν σ αυτή είναι ένας από τους κυριότερους. Με την ολοκλήρωση της µεταπτυχιακής διατριβής µου, µου δίνεται η ευκαιρία να ευχαριστήσω όλους αυτούς που συνέβαλαν στην διαµόρφωση της. Αρχικά την τριµελή συµβουλευτική επιτροπή η οποία αποτελείται από: τον Καθηγητή κ. Ιωάννη Κουκουβέλα, και τους Επίκουρος Καθηγητές κ.κ. Σωτήρη Κοκκάλα και Παρασκευά Ξυπολιά, για τη θερµή υποστήριξη τους, τις συνεχείς συµβουλές τους και την καθοδήγηση τους µε σκοπό να εργαστώ µε τρόπο µεθοδικό, διευρύνοντας τις γνώσεις µου και τις ικανότητες µου. Αισθάνοµαι πολύ τυχερός που είχα την ευκαιρία να τους γνωρίσω και να τους εκτιµήσω ως διδάσκοντες και ως ανθρώπους. Επίσης ευχαριστώ: Τους διδάσκοντες µου στο µεταπτυχιακό πρόγραµµα σπουδών του Τµήµατος Γεωλογίας του Πανεπιστηµίου Πατρών Καθηγητές κ.κ. Ιωάννη Κουκουβέλα, Νικόλαο Κοντόπουλο, Αβραάµ Ζεληλίδη, Κίµωνα Χρηστάνη και Κωνσταντίνο Χατζηπαναγιώτου, τον Αναπληρωτή Καθηγητή κ. Γεώργιο Παπαθεοδώρου, τον Επίκουρο Καθηγητή κ. Σωτήρη Κοκκάλα, που µε υποδέχτηκαν ζεστά από την πρώτη στιγµή, µου µετέδωσαν σηµαντικές γεωλογικές γνώσεις, τον τρόπο σκέψης των θετικών επιστηµών και ήταν πάντα διαθέσιµοι για οποιαδήποτε δυσκολία είχα. Στην επιτυχή ολοκλήρωση της παρούσας µελέτης συνέβαλαν επίσης οι ακόλουθοι, τους οποίους ευχαριστώ θερµά: Την αρχαιολόγο κ. Ερωφίλη Κόλλια, από τον χώρο εργασίας µου, για την υποστήριξη της σε επιστηµονικά και διαδικαστικά θέµατα στην πορεία της ολοκλήρωσης αυτής της διατριβής. Τον αρχαιολόγο κ. Μιχάλη Πετρόπουλο για την άµεση ανταπόκριση του στην παροχή βιβλιογραφικών δεδοµένων. Την αρχαιολόγο και προϊσταµένη της 6 ΕΒΑ κ. Ανίτα Κουµούση για την άµεση ανταπόκριση της στην παροχή βιβλιογραφίας. Τον συµφοιτητή µου στο µεταπτυχιακό Νικόλαο Κοκίδη για την υποστήριξη του. Τέλος αφιερώνω την εργασία αυτή στην σύντροφο µου Βασιλική για την αµέριστη υποστήριξή της καθ όλη τη διάρκεια της παρούσας εργασίας. 2

Περιεχόµενα Σελίδα Εισαγωγή 1 Κεφάλαιο 1 3 1.1 Γεωαρχαιολογία 3 1.2 Στρωµατογραφία αρχαιολογικών θέσεων 3 1.2.1 Ανθρωπογενή στρώµατα 3 1.2.2 Φάσεις ή στρώµατα καταστροφής 6 1.2.3 Ειδικά στρωµατογραφικά προβλήµατα 10 Κεφάλαιο 2 11 2.1 Η τάφρος της Κορίνθου 11 2.1.1 Γεωδυναµικό καθεστώς της τάφρου Πατρών Κορίνθου 11 2.1.2 Τεκτονική δοµή 13 2.1.3 Σεισµικότητα 15 2.2 Μεθοδολογία 16 Κεφάλαιο 3 18 3.1 Σεισµοί 18 3.1.1 Σεισµοί την περίοδο 69-79 µ.χ. 18 3.1.2 Αναφορές σεισµών την περίοδο 69-79 µ.χ. σε φιλολογικές και αρχαιολογικές µαρτυρίες στους καταλόγους ιστορικής σεισµικότητας 22 3.2.1 Σεισµοί 365, 375 µ.χ. 23 3.2.2 Αναφορές σεισµών τον 4 ο αιώνα µ.χ. σε φιλολογικές και αρχαιολογικές µαρτυρίες στους καταλόγους ιστορικής σεισµικότητας 32 3.3.1 Σεισµοί 521/2, 551/2 µ.χ. 37 3.3.2 Αναφορές σεισµών τον 6 ο αιώνα µ.χ. σε φιλολογικές και αρχαιολογικές µαρτυρίες στους καταλόγους ιστορικής σεισµικότητας 41 Κεφάλαιο 4 44 4.1 Συζήτηση 44 4.2 Συµπεράσµατα 45 ABSTRACT 48 Βιβλιογραφία 49 3

Εισαγωγή Στον Ελλαδικό χώρο από τους προϊστορικούς χρόνους έως και σήµερα, υπάρχει συνεχής κατοίκηση και ανάπτυξη µεγάλων πολιτισµών, όπως ο Μυκηναϊκός, οι ελληνικές πόλεις κράτη, η βυζαντινή αυτοκρατορία κ.τ.λ. Πιο ειδικά, η περιοχή της βόρειας Πελοποννήσου κατοικείται από τα νεολιθικά χρόνια και οι αρχαιολογικές έρευνες επιβεβαιώνουν όλο και περισσότερες θέσεις κατοίκησης σε όλες τις αρχαίες περιόδους (Εικόνα 1). Αρχαϊκή περίοδος Κλασσική περίοδος Ελληνιστική περίοδος Ρωµαϊκή περίοδος Υστερορωµαϊκή/Πρώιµη Βυζαντινή περίοδος 700-480 π.χ 480-323 π.χ 323-146 π.χ 146 π.χ-330 µ.χ 330 µ.χ- 843(;) µ.χ Εικόνα 1. Χρονολογικός πίνακας (Camp 2005). Μέσα σε αυτό τον χώρο και χρόνο, πολιτισµοί, πόλεις ή περιοχές παρήκµασαν ή καταστράφηκαν είτε από ανθρωπογενείς παράγοντες ( πόλεµος, λιµός, παρακµή οικονοµίας κτλ) είτε από φυσικές καταστροφές ( ξηρασία, πληµµύρες, σεισµούς κτλ). Στις αρχαιολογικές ανασκαφές η χρονολογική διακοπή, δηλαδή, η παύση στην κατοίκηση µιας περιοχής είναι ένα συνηθισµένο φαινόµενο, ενώ ο αρχαιολόγος καλείται να απαντήσει στα αίτια που την προκάλεσαν και στο χρόνο που συνέβη. Αρωγός στα ερωτήµατα αυτά, είναι τα αρχαιολογικά ευρήµατα που σε συνδυασµό µε τη στρωµατογραφία, θα ορίσουν το χρονικό πλαίσιο χρήσης της περιοχής και τις αντίστοιχες χρονολογικές φάσεις. Τα αίτια της καταστροφής ενός οικισµού συνήθως µπορούν να απαντηθούν µέσα από την κατάσταση που βρέθηκε ο οικισµός και από τον τύπο των ευρηµάτων. Η χρονολόγηση της καταστροφής γίνεται συνήθως µε ευκολία από τους αρχαιολόγους, αν και µερικές φορές τα αίτια της καταστροφής δεν είναι πάντα προφανή. Ειδικότερα, οι καταστροφές των αρχαίων θέσεων από σεισµούς, είναι ένα συχνό φαινόµενο ειδικά στη Βόρεια Πελοπόννησο όπου η ιστορική και σύγχρονη σεισµικότητα είναι έντονη. Η περιοχή της Βόρειας Πελοποννήσου αποτελεί τµήµα του Αιγιακού χώρου και υπόκειται σε διαστολή από το ανώτερο Μειοκαίνο έως σήµερα (McKenzie1978, Angelier 1979, Jackson and McKenzie 1988, Papazachos and Kiratzi 1992). Αυτή η διαστολή πιστοποιείται από την ανάπτυξη µιας σειράς κανονικών ρηγµάτων σηµαντικού µήκους της επιφανειακής τους εκδήλωσης (Jackson et al. 1982, Doutsos and Poulimenos 1992, Doutsos and Kokkalas 2001). Σειρά ερευνητικών εργασιών καταδεικνύει ότι η παραµόρφωση του Ελληνικού χώρου σχετίζεται µε δύο κύριες µεγαδοµές, που είναι γνωστές ως το ρήγµα της Βόρειας Ανατολίας και η Ελληνική ζώνη καταβύθισης. Έτσι, η ενόργανη σεισµικότητα στο χώρο του Αιγαίου θεωρείται συγκεντρωµένη σε ορισµένες περιοχές, όπως η τάφρος του βορείου Αιγαίου (Pavlides et al.1990, Koukouvelas and Aydin 2002), η τάφρος Πάτρας Κορίνθου ( Koukouvelas et al. 1996; Jackson 1999; Koukouvelas et al. 2005) και κατά µήκος 4

του σύγχρονου Ελληνικού τόξου ενώ ιδιαίτερα αυξηµένη σεισµική δραστηριότητα αναπτύσσεται στην υτική Ελλάδα (Clement et al. 2000, Papadimitriou et al. 2006). Παρά το γεγονός ότι το γεωτεκτονικό πλαίσιο της σεισµικότητας είναι καλά µελετηµένο, η χρονολόγηση και ο αριθµός των σεισµών που εκδηλώθηκαν κατά τα ιστορικά χρόνια όπως αυτή καταδεικνύεται από τα αρχαιολογικά ευρήµατα των ανασκαφών, είναι κάτι το οποίο δεν έχει επιχειρηθεί συστηµατικά. Αποτέλεσµα της απουσίας αυτού του είδους των µελετών είναι σηµαντικοί σεισµοί του παρελθόντος να µην έχουν προσδιορισθεί κατά µέγεθος ή κατά χρόνο εκδήλωσης. Αντικείµενο της παρούσας διατριβής ειδίκευσης αποτελεί η µελέτη των σεισµών που εκδηλώθηκαν στην αρχαιότητα από τον 1 ο µ.χ έως τον 6 ο µ.χ, στην περιοχή της βόρειας Πελοποννήσου µέσα από τις αρχαίες πηγές και από ενδείξεις σεισµικών καταστροφών σε αρχαιολογικούς χώρους. Η αρχαιολογία σε συνδυασµό µε την γεωλογία γίνεται ένα σηµαντικό εργαλείο στο να επιβεβαιώσει, να προσθέσει, ν απορρίψει σεισµούς του παρελθόντος ή να περιορίσει χρονικά τα σεισµικά γεγονότα. Συγκεκριµένα, οι στόχοι της διατριβής ειδίκευσης περιλαµβάνουν: Χρονικό προσδιορισµό της εκδήλωσης των σεισµικών γεγονότων σε σύγκριση µε τις υπάρχουσες καταγραφές σε γνωστούς καταλόγους ιστορικών σεισµών. Για παράδειγµα ο σεισµός που αναφέρεται από τους Guidoboni et al. (1994) ότι έγινε το 69-79 µ.χ στα πλαίσια της παρούσας εργασίας θα τοποθετηθεί µε βάση την αρχαιολογική µαρτυρία µε την µέγιστη δυνατή ακρίβεια. Να προστεθούν επιπλέον σεισµικά γεγονότα ή να αφαιρεθούν σεισµοί ανάλογα µε το αν έχουν ή δεν έχουν αναγνωρισθεί στις αρχαιολογικές ανασκαφές. Αξιολόγηση και συµπλήρωση και περαιτέρω έλεγχος της εγκυρότητας των γραπτών πηγών πληροφόρησης για ισχυρούς σεισµούς του παρελθόντος. Πιθανότητα της συσχέτισης ενός ρήγµατος µε ισχυρούς σεισµούς του παρελθόντος µε βάση την γειτνίαση ή την διασπορά των καταστροφών σε αρχαιολογικές ανασκαφικές µαρτυρίες. 5

Κεφάλαιο 1 1.1 Γεωαρχαιολογία Οι πληροφορίες για τις αρχαιολογικές θέσεις προέρχονται συνήθως ως το σύνθετο αποτέλεσµα ανθρώπινων ενεργειών και φυσικών διαδικασιών τόσο κατά τη διάρκεια χρήσης της θέσης όσο και µετά την εγκατάλειψη της (Καρκάνας 2010). Ο Schiffer (1987) επισήµανε δύο µεγάλες κατηγορίες διαδικασιών οι οποίες σχηµατίζουν µια αρχαιολογική θέση: τους πολιτισµικούς µετασχηµατισµούς και τους φυσικούς µετασχηµατισµούς. Οι φυσικοί µετασχηµατισµοί, προέρχονται από ενδογενείς και εξωγενείς γεωλογικές διεργασίες και αναφέρονται σε όλες αυτές τις διαδικασίες οι φυσικές, χηµικές και βιολογικές διαδικασίες οι οποίες είναι υπεύθυνες για τον ενταφιασµό της θέσης κάτω από αποθέσεις ή τη διάβρωση και την εν γένει αλλαγή της αρχικής αρχαιολογικής διάταξης (Κουκουβέλας κ. αλ. 2011). Επιπλέον, δεν πρέπει να µας διαφεύγει ότι οι φυσικές διεργασίες δρουν και καθ όλη τη διάρκεια της κατοίκησης µιας θέσης ή γενικότερα της χρήσης µιας επιφάνειας (γεωµορφής) που «συµµετείχαν» στη τελική διαµόρφωση των αρχαιολογικών θέσεων. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο η µελέτη των φυσικών διαδικασιών σχηµατισµού µιας θέσης είναι σηµαντικό στοιχείο για να κατανοήσουµε τη σχέση αυτής της θέσης µε το περιβάλλον της. Οι πολιτισµικοί µετασχηµατισµοί αναφέρονται στις διαδικασίες µε τις οποίες η ανθρώπινη συµπεριφορά δηµιουργεί συγκεκριµένη αναγνωρίσιµη διάταξη των υλικών στο χώρο που χρησιµοποιούνται (π.χ., η κουζίνα αναγνωρίζεται από το είδος και τη διάταξη της οικοσκευής, την ύπαρξη εστίας µαγειρέµατος κλπ). Αυτή η διάταξη συχνά διαστρέφεται και αλλάζει από την καθηµερινή δραστηριότητα του ανθρώπου, µεταβάλλοντας την πρωτογενή θέση των υλικών και µεταφέροντας τα σε µη λειτουργικούς γι αυτά χώρους (π.χ., η απόρριψη στους δρόµους κάθε είδους υλικού). Όµως ακόµη και σε αυτή την περίπτωση οι µετατροπές αυτές µπορούν θεωρητικά να υποδείξουν στον αρχαιολόγο συγκεκριµένες συµπεριφορές του ανθρώπου. Για να αναλυθούν οι παρατηρούµενες διατάξεις του αρχαίου υλικού πολιτισµού έχει πολύ µεγάλη σηµασία να διακριθούν οι πολιτισµικοί από τους φυσικούς µετασχηµατισµούς οι οποίοι είναι το κατεξοχήν αντικείµενο της γεωαρχαιολογίας. Έτσι, το κύριο πεδίο της γεωαρχαιολογίας είναι το σύστηµα άνθρωπος-περιβάλλον κατά το παρελθόν και ο στόχος της η καταγραφή και η ερµηνεία της φύσης, της διαδικασίας και των αιτιών των ανθρώπινων επιδράσεων πάνω στο τοπίο σε αντιδιαστολή µε τις φυσικές επιδράσεις (French 2003). Επίσης ένας επιµέρους κλάδος της γεωαρχαιολογίας, είναι η αρχαιοσεισµολογία, η οποία µελετά τις βλάβες από σεισµούς σε αρχαία µνηµεία. 1.2 Στρωµατογραφία αρχαιολογικών θέσεων 1.2.1 Ανθρωπογενή στρώµατα Είναι συχνό το φαινόµενο να δηµιουργείται σύγχυση µεταξύ της έννοιας του στρώµατος και του περιεχοµένου του. Ένα στρώµα δηµιουργείται όταν ένας συγκεκριµένος τρισδιάστατος χώρος στην επιφάνεια της γης πληρώνεται από ιζήµατα (ανθρωπογενή ή φυσικά) υπό συνθήκες που µένουν σταθερές καθ όλη τη διάρκεια σχηµατισµού του (Καρκάνας 2010). Έτσι ένα στρώµα καθορίζεται από τη στιγµή ή το χρονικό διάστηµα της 6

πλήρωσης του χώρου που καταλαµβάνει και από τις συνθήκες ιζηµατογένεσης ή της εναπόθεσης που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο. Η στιγµή ή το χρονικό διάστηµα αναφέρεται στην ηλικία του στρώµατος (Εικόνα 2) ενώ οι συνθήκες περιγράφουν τον τρόπο δηµιουργίας του γνωστή στη γεωλογική βιβλιογραφία ως φάση ή λιθοφάση. Το περιεχόµενο των στρωµάτων µπορεί κατά περίπτωση µόνο να δίνει πληροφορίες για τις συνθήκες δηµιουργίας του και την ηλικία σχηµατισµού του, εφόσον αυτό έχει πρωτογενώς σχηµατιστεί ταυτόχρονα µε τη δηµιουργία του στρώµατος εξελίσσεται και η ανθρώπινη δραστηριότητα, ενώ, όταν το στρώµα προϋπάρχει της κατοίκησης δείχνει το υπόβαθρο µιας αρχαιολογικής θέσης. Για παράδειγµα όταν λέµε ότι δύο αντικείµενα βρέθηκαν µαζί στην ίδια αρχαιολογική εναπόθεση, εννοούµε, γενικά ότι τάφηκαν ταυτόχρονα. εδοµένου ότι η εναπόθεση, µπορεί είναι "σφραγισµένη", χωρίς στρωµατογραφικές παρεµβάσεις από µεταγενέστερη εναπόθεση, µπορεί να ειπωθεί ότι τα συσχετιζόµενα δεν είναι µεταγενέστερα (όχι πρόσφατα) από την ίδια την εναπόθεση. Έτσι, µια ακολουθία σφραγισµένων εναποθέσεων δίνει µια σχετική χρονολόγηση-για τον χρόνο ταφής των αντικειµένων που βρέθηκαν µαζί µέσα σ αυτές τις εναποθέσεις (Θέµελης 1985, Renfrew and Bahn 1991, Καραλή 2005) (Εικόνα 3). Εικόνα 2. Το σχεδιάγραµµα, από τον Mortimer Wheeler, µιας τοµής σ' ένα τελλ στην κοιλάδα του Ινδού, στο σηµερινό Πακιστάν. Η διατάραξη του λάκκου καθιστά τη χρονολόγηση δύσκολη, αλλά η σφραγίδα από τη Harappa, για παράδειγµα ( που χρονολογείται σαφώς µε βάση όµοιες σφραγίδες που βρέθηκαν παντού), βρέθηκε σ ένα αδιατάραχτο τµήµα του στρώµατος 8 και µπορεί εποµένως να βοηθήσει στη χρονολόγηση αυτού του στρώµατος και του τοίχου επάνω στο οποίο ακουµπά το στρώµα (Renfrew and Bahn 1991). 7

Εικόνα 3. Τοµές στο καταφύγιο Catecliff της Νεβάδα, από τον David Hurst Thomas, δείχνουν πως οι χρονολογήσεις που προέρχονται από ραδιοχρονολόγηση σχετίζονται µε τη στρωµατογραφική ακολουθία (Renfrew and Bahn 1991). Αυτή είναι µια πολύ σηµαντική θεώρηση, γιατί αν σ ένα από εκείνα τα αντικείµενα (ας πούµε ένα κοµµάτι ξυλοκάρβουνου που µπορεί να χρονολογηθεί στο εργαστήριο µε ραδιενεργό άνθρακα) δοθεί αργότερα µια απόλυτη χρονολόγηση, στη συνέχεια είναι δυνατόν ν αποδοθεί η ίδια απόλυτη χρονολόγηση όχι µόνο στο ξυλοκάρβουνο, αλλά και στη σφραγισµένη εναπόθεση καθώς και στα άλλα αντικείµενα που σχετίζονται µε αυτήν. Μια σειρά τέτοιων χρονολογήσεων από διαφορετικές εναποθέσεις θα δώσει µια απόλυτη χρονολόγηση για όλη την ακολουθία. Αυτή η αλληλοσύνδεση των στρωµατογραφικών ακολουθιών µε απόλυτες µεθόδους χρονολόγησης παρέχει την πιο αξιόπιστη βάση για την χρονολόγηση των αρχαιολογικών θέσεων και των περιεχόµενων τους (Renfrew and Bahn 1991). Ωστόσο, αυτό που χρειαζόµαστε για ν ανασυγκροτήσουµε και να χρονολογήσουµε είναι οι δραστηριότητες και η συµπεριφορά του ανθρώπου κατά το παρελθόν, όπως αυτές αντιπροσωπεύονται στις εναποθέσεις και το περιεχόµενό τους (Θέµελης 1985 Renfrew and Bahn 1991). Αν µία από αυτές τις εναποθέσεις είναι ένας λάκκος απορριµµάτων που έχει µέσα κεραµική, η εναπόθεση της από µόνη της είναι ενδιαφέρουσα ως ένα παράδειγµα ανθρώπινης δραστηριότητας και η χρονολογία της θα είναι η χρονολογία της χρήσης του λάκκου από τους ανθρώπους. Αυτή θα είναι επίσης η χρονολογία της τελικής ταφής της κεραµικής αλλά δεν θα είναι η χρονολογία της χρήσης της από τους ανθρώπους, αφού τα αγγεία θα µπορούσαν να έχουν χρησιµοποιηθεί δεκάδες ή εκατοντάδες χρόνια νωρίτερα, πριν πεταχτούν θαµµένα ίσως σε µια άλλη εναπόθεση και έπειτα ανασκαµµένα απρόσεκτα και αναµιγµένα µε άλλα σκουπίδια, για να πεταχτούν τελικά στον λάκκο (Renfrew and Bahn 1991) (Εικόνα 4). 8

Από την άλλη δεν πρέπει να ξεχνάµε ότι τα στρώµατα σε µια ανασκαφή συνήθως περιέχουν θραύσµατα από πετρώµατα τα οποία δεν χρονολογούν το σχηµατισµό του στρώµατος. Κατ αναλογία, λοιπόν, υπάρχει πιθανότητα τα στρώµατα µιας αρχαιολογικής θέσης να εγκλείουν ανθρωπογενούς προέλευσης υλικά αλλά και γεωλογικά πετρώµατα τα οποία προέρχονται από τη διάβρωση µιας παρακείµενης πλαγιάς και έχουν µεταφερθεί στις αποθέσεις νεότερων στρωµάτων. Στην περίπτωση αυτή τα αρχαιολογικά κατάλοιπα δεν χρονολογούν τη δηµιουργία του στρώµατος, δηλαδή, τη χρονική περίοδο που πληρώθηκε ο συγκεκριµένος χώρος µε ιζήµατα, αλλά την χρονική περίοδο της διάβρωσης Η θέση της αρχαιολογίας ουσιαστικά είναι να µελετήσει και να χρονολογήσει, τις µεταβολές αυτές και τους παράγοντές τους µέσα από τα ανθρώπινα κατάλοιπα (Θέµελης 1985). Ένα διακριτό στρώµα ή λιθόφαση είναι δυνατόν να έχει σχηµατιστεί κατά την διάρκεια κατοίκησης µιας αρχαιολογικής θέσης. Η αλλαγή της λιθόφασης ή του ρυθµού απόθεσής της µπορεί να υποδηλώνεται από ένα νέο στρώµα. Τότε η στρωµατογραφία µιας αρχαιολογικής θέσης παραπέµπει σε συγκεκριµένες πολιτισµικές πρακτικές που ακολουθούνται περίπου µε τον ίδιο τρόπο για ένα χρονικό διάστηµα ( π.χ. χρήση ενός χώρου µε τον ίδιο τρόπο). Επίσης συχνά τα στρώµατα που αντιπροσωπεύουν µια ρυθµικά επαναλαµβανόµενη διαδικασία µπορεί να αντιπροσωπεύουν µικρότερης χρονικής διάρκειας διεργασίες ή ακόµη και διεργασίες που ακολουθούν καταστροφικά γεγονότα (π.χ., µια αδιατάραχτη εστία καύσης είναι δυνατόν να αναλυθεί σε επιµέρους καύσεις). Με αυτό τον τρόπο µπορούν να αναλυθούν διεργασίες σε επίπεδο γενιάς, εποχής ή και ηµέρας. Μια τέτοια ανάλυση µπορεί, για παράδειγµα, να επιτευχθεί σε ακολουθίες δαπέδων στο εσωτερικό σπιτιών. Οι επαφές µεταξύ των στρωµάτων ορίζουν είτε απότοµη αλλαγή των συνθηκών δηµιουργίας τους, διάβρωση, ή απόθεση νεώτερων στρωµάτων ή συνδυασµό των παραπάνω. Στην περίπτωση της διάβρωσης αυτή υποδηλώνεται από απώλεια υλικού ή και στρωµατογραφικό κενό. Στην περίπτωση της διακοπής της ιζηµατογένεσης δεν έχουµε απόθεση ιζηµάτων για κάποιο χρονικό διάστηµα, αυτή έχει σαν αποτέλεσµα την αλλοίωση της επιφάνειας του στρώµατος και ως εκ τούτου την αποτύπωση αυτής της επαφής στη στρωµατογραφία ως διακριτής επιφάνειας. Συνοψίζοντας η καταγραφή της µορφής και της γεωµετρίας των επαφών των στρωµάτων είναι µεγάλης σηµασίας για την ερµηνεία της δηµιουργίας των στρωµάτων (Καρκάνας 2010). 1.2.2 Φάσεις ή στρώµατα καταστροφής Ένα στρώµα καταστροφής είναι ένα στρώµα που βρέθηκε κατά την ανασκαφή ενός αρχαιολογικού χώρου και χαρακτηρίζεται ως αποτέλεσµα φυσικών καταστροφών ή εν γένει καταστροφών λόγω ότι υπέρκειται και υποκρύπτει τιµφαλή, χαρακτηρίζεται από την παρουσία εκτεταµένης πυρκαγιάς, άταφους νεκρούς µέσα σε ερείπια, σκορπισµένα όπλα σε δηµόσιους χώρους ως αποτέλεσµα στρατιωτικής δράσης, ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία καταστροφής, π.χ. σεισµοί που προκαλούν πτώσεις κιόνων προς µια συστηµατική διεύθυνση (Eικόνα 4). Τα στρώµατα καταστροφής συχνά συνδέονται µε αλλαγή στην κεραµική ή στα αντικείµενα του υλικού πολιτισµού, που µπορούν να αποδοθούν σε µια εισβολή ή εγκατάλειψη και µετέπειτα κατοίκηση λόγω του ότι στην περιοχή έχουν υπάρξει φυσικά καταστροφικά φαινόµενα. 9

Εικόνα 4. Πεσµένοι κίονες πάνω σε στρώµα καταστροφής (http://static.panoramio.com/photos/original/37989540.jpg). Χαρακτηριστικό παράδειγµα στρωµάτων καταστροφής σε γνωστό αρχαιολογικό χώρο είναι η πόλη της Τροίας στην οποία έχουν διαπιστωθεί δύο εκτεταµένα στρώµατα καταστροφής, στο επίπεδο 2 (χρονολογείται περίπου 2200 π.χ.) και το επίπεδο 7 (χρονολογείται περίπου το 1200 π.χ. και θεωρείται ότι συνδέεται µε τον Τρωικό Πόλεµο). Από τις πιο διαδεδοµένες αιτίες καταστροφής, αλλά και από τις πιο δύσκολες να επιβεβαιωθούν είναι οι σεισµοί. Οι σεισµοί αποτελούν συχνή αιτία καταστροφής οικισµών, πόλεων ακόµη και πολιτισµών ( µια καταγραφή ελληνικών ιστορικών σεισµών παρουσιάζεται από τους Ambraseys and Jackson 1990;; Guidoboni et al 1994 Papazachos and Papazachou 1997 Papadopoulos et al. 2000 και Ambraseys 2009 ). Για παράδειγµα, τόσο η καταστροφή των Μυκηνών, όσο και της Τίρυνθας έχουν αποδοθεί σε αλλεπάλληλους σεισµούς (βλέπε Maroukian et al. 1996, Zangger 1994 και την περιεχόµενη βιβλιογραφία τους). Πολλά άλλα παραδείγµατα στρωµάτων καταστροφής αναφέρονται και στην έκδοση Stiros and Jones (1996). Αν και η γεωµορφολογική και σεισµοτεκτονική ανάλυση µιας περιοχής µπορεί να µας δώσει πληροφορίες ως προς την σεισµική επικινδυνότητα κατά το παρελθόν ωστόσο άµεσες πληροφορίες από την ανασκαφή είναι δύσκολο να εξαχθούν. Ο Nikonov (1988) συστηµατοποιεί τις περισσότερες ενδείξεις που παραπέµπουν σε καταστροφές λόγου σεισµού στο επίπεδο ενός ή πολλών κτισµάτων, αλλά επισηµαίνει και την ανάγκη µιας ολοκληρωµένης προσέγγισης όπου όλοι οι άλλοι λόγοι (φυσικοί αλλά και πολιτισµικοί) λαµβάνονται εξίσου υπόψη πριν από το τελικό συµπέρασµα. Από τις σηµαντικότερες ενδείξεις πιστοποίησης της ύπαρξης στρωµάτων καταστροφής λόγω σεισµών κατά τον Nikonov (1988) είναι: α) ο οµοειδής τρόπος κατάρρευσης κτιρίων ανεξαρτήτως σηµασίας και χρήσης (Εικόνα 5), β) η κατάρρευση όλων των τµηµάτων του κτιρίου, συµπεριλαµβανόµενου των τοίχων των κάτω ορόφων ακόµη και των δαπέδων του και όχι µόνο των εξωτερικών κατασκευών ή των πάνω ορόφων, γ) η συστηµατική και µε ίδια ή µε 10

αντίθετες κατευθύνσεις κατάρρευση (Εικόνα 8) ή κλίση των κατασκευών, η συστηµατική διεύθυνση των ρωγµών τόσο στους τοίχους (επικλινή) όσο και στα δάπεδα, δ) η πτώση αντικειµένων στο εσωτερικό κτιρίων που είναι συγκρίσιµη µε διεύθυνση των καταρρεύσεων των κατασκευών, η συστηµατική κυµατοειδής παραµόρφωση επιφανειών, οι ρωγµές (Εικόνα 6, 7) που συνεχίζουν από το δάπεδο στους τοίχους, οι ρωγµές που γίνονται ανοιχτές προς τα κάτω, ρωγµάτωση των πιο αδύνατων σηµείων των κατασκευών (γωνίες, παράθυρα κλπ) και ε) οι επιδιορθώσεις των ζηµιών µετά το καταστροφικό γεγονός, µε τέτοιο τρόπο ώστε οι κατασκευές να γίνονται ισχυρότερες και µεγαλύτερης αντοχής από τις προηγούµενες. Εικόνα 5. Κίονες οι οποίοι έχουν καταρρεύσει προς την ίδια κατεύθυνση (Galadini et al. 2006). Εικόνα 6. Ρωγµή στην γωνία ρωµαϊκού κτιρίου (Galadini et al. 2006). 11

Εικόνα 7. Περιστροφή γύρω από τον κάθετο άξονα του ρωµαϊκού στύλου (Galadini et al. 2006). Εικόνα 8. Καταστροφή κτιρίων από σεισµό. Κίονες και τµήµατα από την τοιχοποιία έχουν καταρρεύσει σε αντίθετες κατευθύνσεις (http://israeltours.files.wordpress.com/2011/01/bet-shean-earthquake.jpg). 12

Επιπλέον ο Marco (2008) αναφέρει ότι στις σπάνιες περιπτώσεις που ρήγµατα διατρέχουν αρχαιολογικές θέσεις, η διάρρηξη και µετακίνηση κατασκευών, είναι από τα πιο αξιόπιστα στοιχεία για να εξαχθούν συµπεράσµατα ως προς τη διεύθυνση και το µέγεθος της µετακίνησης. Κατά τον ίδιο ερευνητή πολύ αξιόπιστα στοιχεία σεισµογενούς καταστροφής είναι η οριζόντια µετατόπιση µεγάλων δοµών, η προς τα κάτω µετακίνηση λίθων σε τοξοειδείς κατασκευές, η θραύση γωνιακών στοιχείων κτιρίων (Εικόνα 6) ή κατασκευών και η συστηµατική πτώση τοίχων και στύλων κλπ. Άλλες πολύ γνωστές φυσικές καταστροφές που σχετίζονται µε στρώµατα καταστροφής, είναι η ηφαιστειακή δράση, που έχει εξαφανίσει ολόκληρες πόλεις ακόµα και πολιτισµούς (π.χ., Ακρωτήρι Σαντορίνης κ.α.), τα µεγάλα παλιρροϊκά κύµατα γνωστά ως τσουνάµι και οι αποθέσεις που σχετίζονται µε αυτά (Παλαιόκαστρο και Φαλάσσαρνα Κρήτης, Bruins et al. 2008). 1.2.3 Ειδικά στρωµατογραφικά προβλήµατα Οι αρχιτεκτονικές κατασκευές, παρεµβαίνουν, στρωµατογραφικά στο επιφανειακό έδαφος, αλλά και στο πέρασµα του χρόνου, λειτουργούν ως µάρτυρες, εγκατάστασης, εγκατάλειψης της θέσης και των φυσικών και ανθρωπίνων καταστροφών. Επειδή η αρχαιολογική θέση µε αρχιτεκτονικά κατάλοιπα εµπεριέχει τους παραπάνω παράγοντες, χρήζει ιδιαίτερης παρατήρησης στα ειδικά στρωµατογραφικά προβλήµατα που αντιµετωπίζει: Α) Οι τοίχοι συνήθως θεµελιώνονται µέσα σε παλαιότερα ιζήµατα. Συνεπώς ο τοίχος θα είναι νεώτερος από το στρώµα θεµελίωσης και παλαιότερος ή σύγχρονος από το στρώµα που βρίσκεται στο εσωτερικό ενός κτιρίου (Θέµελης 1985). Β) Η καταστροφή µιας οικίας δηµιουργεί συνήθως στρωµατογραφική αναστροφή µεταξύ της ανοδοµής, των τοίχων και των δαπέδων. Γ) Φαινοµενικές αναστροφές της στρωµατογραφίας, αναµένονται κατά την θεµελίωση ενός κτιρίου από απόθεση του σκαµµένου στρώµατος στην επιφάνεια χρήσης. Για παράδειγµα µια εκσκαφή µιας τάφρου στο παρελθόν µπορεί να φέρει κεραµική του παρελθόντος στην επιφάνεια ενός νεότερου στρώµατος. ) Σε χώρους πλαγιών ή σε πολύ παλαιότερα ιζήµατα της απώτερης προϊστορίας τα στρώµατα µπορεί να παρουσιάζουν κλίση. Η κλίση αυτή οφείλεται είτε σε απόθεση σε επικλινή επιφάνεια (πλαγιά) είτε σε µετα-αποθετικούς παράγοντες. Ε) Στο αρχαιολογικό στρώµα που έχει διαπιστωθεί καταστροφή από σεισµό, να µην γίνει ορθή χρονολόγηση του γεγονότος για τον ακόλουθο λόγο. Για παράδειγµα ένα κτίριο παθαίνει βλάβες, εξαιτίας ενός σεισµού το 100 µ.χ, τέτοιες ώστε το κτίριο να µην καταρρεύσει, αλλά παράλληλα να µην είναι κατοικήσιµο, οπότε και εγκαταλείπεται. Το κτίριο καθίσταται πλέον ευάλωτο, καταρρέει, σε µεταγενέστερο χρόνο, από έναν ίδιου µεγέθους ή και µικρότερου σεισµό. Έτσι είναι πιθανό στην περίπτωση αυτή η καταστροφή να προέρχεται από το συνδυασµό των σεισµών και όχι ένα σεισµό. 13

Κεφάλαιο 2 2.1 Η τάφρος της Κορίνθου 2.1.1 Γεωδυναµικό καθεστώς της τάφρου Πατρών Κορίνθου Η ευρύτερη περιοχή του Αιγιακού χώρου αποτελεί έναν χώρο ενεργού διαστολής ( McKenzie 1978, Le Pichon and Angelier 1979, 1981, Jackson and McKenzie 1988, Jolivet et al. 1994). H διαστολή αυτή ξεκινά κυρίως από το Ανώτερο Μειόκαινο και διαρκεί έως και σήµερα. Σήµερα µε βάση γεωδαιτικά δεδοµένα η διαστολή υπολογίζεται σε 30mm/yr σε σχέση µε τη σταθερή ευριασιτική πλάκα (Εικόνα 11) Reilinger et al. 1997, Kahle et al. 2000, McClusky et al. 2000). Άλλες διαδικασίες βάθους όπως η προς νότο οπισθοχώρηση της καταδυόµενης Αφρικανικής πλάκας καθώς και η προς τα δυτικά εξώθηση της πλάκας της Ανατολίας κατά µήκος του ρήγµατος οριζόντιας µετατόπισης της Βόρειας Ανατολίας (Εικόνα 11) (Dewey and Sengor 1979, Le Pichon et al. 1995, Armijo et al. 1996, McClusky et al. 2000, Doutsos and Kokkalas 2001, Koukouvelas and Aydin 2002) δείχνουν να επηρεάζουν σηµαντικά κινήσεις που προαναφέρθηκαν αλλά και τη δηµιουργία της τάφρου της Κορίνθου (Εικόνα 12). Επιπλέον η τάφρος της Κορίνθου θεωρείται ότι συνδέει το ρήγµα της Βόρειας Ανατολίας µε την Ελληνική Ζώνη Καταβύθισης (Doutsos and Kokkalas 2001). Η τάφρος της Κορίνθου περιορίζεται από τον κόλπο των Αλκυονίδων στα ανατολικά και από τον πορθµό Ρίου Αντιρρίου στα δυτικά. Η συνολική έκτασή της υπολογίζεται στα 4100 km 2 από τα οποία 2400 km 2 καταλαµβάνονται από τον Κορινθιακό κόλπο ο οποίος φτάνει σε µέγιστο βάθος 896 m έναντι του Πατραϊκού κόλπου µε µέγιστο βάθος 135 m (Εικόνα 13). Η θέση της τάφρου της Κορίνθου, όπως απεικονίστηκε από σεισµικές τοµογραφίες όπως αυτές των Tiberi et al. (2000), βρίσκεται σχεδόν επάνω από το σηµείο όπου η Αφρικανική πλάκα ξεκινά την απότοµη βύθισή της προς βορρά (Le Pourhiet et al. 2003). Αυτή η αλλαγή στη γωνία κλίσης της καταδυόµενης Αφρικανικής πλάκας θεωρείται ότι επηρεάζει σηµαντικά τόσο το τοπικό πεδίο τάσης όσο και την εξέλιξη της γεωµετρίας των ρηγµάτων στην περιοχή της τάφρου της Κορίνθου. Στα πλαίσια της γενικότερης διαστολής που προαναφέρθηκε και αρχίζει από το ανώτερο Μειόκαινο-Κατώτερο Πλειόκαινο (Doutsos et al. 1988, Doutsos and Piper 1990, Billiris et al. 1991, Roberts 1996, Doutsos and Kokkalas 2001) σχηµατίζονται µια σειρά ταφρών που διατρέχουν την ελληνική χερσόνησο και ονοµάζονται, η τάφρος της Πάτρας, της Κορίνθου και του Ρίου Αντιρρίου (Εικόνα 12). Η τάφρος Πάτρας Κορίνθου συγκαταλέγεται ανάµεσα στις τρεις πιο ενδιαφέρουσες, από γεωλογική άποψη, περιοχές σε παγκόσµια κλίµακα. Πρόκειται για µια Β -διευθυνόµενη περιοχή βύθισης µήκους130 Κm και πλάτους έως 30 Km η οποία αναπτύσσεται εγκάρσια προς τις αλπικές ενότητες (ισοπικές ζώνες) των Ελληνίδων οροσειρών. 14

Εικόνα 11. Χάρτης στον οποίο φαίνονται οι κύριες γεωτεκτονικές δοµές που επικρατούν στον Ελλαδικό χώρο ( ανάγλυφο από http://www.ngdc.noaa.gov/mgg/image/2minrelief.html) β. Χάρτης στον οποίο φαίνονται οι κυριότεροι µηχανισµοί παραµόρφωσης κατά µήκος του ελληνικού τόξου και του ρήγµατος της Ανατολίας οι οποίοι αλληλεπιδρούν στο σχηµατισµό της τάφρου της Κορίνθου (τροποποιηµένο από Doutsos and Kokkalas 2001). Η τάφρος της Πάτρας αποτελεί το δυτικότερο τµήµα της τάφρου Πάτρας Κορίνθου µε µήκος 30 Κm και πλάτος 20 Κm (Εικόνα 12). Χαρακτηρίζεται από χαµηλούς ρυθµούς βύθισης σε σύγκριση µε τις υπόλοιπες τάφρους (Piper et al. 1990) και ελέγχεται από ένα ροµβοειδές σύστηµα ρηγµάτων ΑΒΑ διεύθυνσης και Β διεύθυνσης (Zelilidis et al. 1988). Εικόνα 12.Απλοποιηµένος γεωλογικός χάρτης της τάφρου Πάτρας Κορίνθου, στον οποίο φαίνονται οι τρεις υπολεκάνες στις οποίες µπορεί να διαχωριστεί (Ζυγούρη 2009). Μέσα στο σύστηµα αυτών των τάφρων σχηµατίζονται διάφορες υπολεκάνες ιζηµατογένεσης. Έτσι, η υπολεκάνη του Ρίου µε διεύθυνση ΒΑ Ν φτάνει σε µήκος τα 15 Κm και πλάτος τα 3 Κm (Εικόνα 13) (Doutsos et al. 1988, Kontopoulos and Zelilidis 1992). Η υπολεκάνη του Ρίου διαµορφώνεται στο Ανώτερο Πλειόκαινο Κατώτερο Πλειστόκαινο εξαιτίας της δράσης ΒΑ- διευθυνόµενων ρηγµάτων και πληρώνεται µε θαλάσσιες λιµνοθαλάσσιες και χερσαίες αποθέσεις. 15

Εικόνα 13.Ψηφιακό µοντέλο εδάφους της Βόρειας Πελοποννήσου, στο οποίο έχει συµπεριληφθεί η βυθοµετρία του Κορινθιακού κόλπου(ζυγούρη 2009). Κατά τη διάρκεια του Πλειστοκαίνου ολόκληρη η υπολεκάνη εξαιτίας των µεταβολών στο προϋπάρχων καθεστώς της τάσεως λειτουργεί ως ζώνη µετασχηµατισµού ανάµεσα στις τάφρους της Πάτρας και της Κορίνθου (Doutsos et al. 1988). Με αυτό τον τρόπο διαχωρίζεται η ζώνη εντονότερης παραµόρφωσης στα ανατολικά ( τάφρος της Κορίνθου) από τη ζώνη ηπιότερης παραµόρφωσης (τάφρος της Πάτρας) στα δυτικά. Σύγχρονες γεωδαιτικές µετρήσεις στην περιοχή της βόρειας Πελοποννήσου και της νότιας Στερεάς Ελλάδας (Clarke et al. 1997, Briole et al. 2000, Avallone et al. 2004), η ιστορική και η ενόργανα καταγεγραµµένη σεισµικότητα (Ambraseys and Jackson 1990, 1997, Abercrombie et al. 1995, Papazachos and Papazachou 1997, Collier et al. 1998, Papadopoulos 2000) καθώς και τα αποτελέσµατα χερσαίων νεοτεκτονικών ερευνών (Vita-Finzi and King 1985, Doutsos et al. 1988, Roberts and Jackson 1991, Doutsos and Poulimenos 1992, Roberts and Koukouvelas 1996, Doutsos and Kokkalas 2001, Koukouvelas et al. 2005; Zygouri et al. 2008) κατατάσσουν τον Κορινθιακό κόλπο στις πιο γρήγορα διανοιγόµενες τάφρους στον κόσµο µε µέσο αριθµό διάνοιξης ~1.5 cm/yr και διεύθυνση διαστολής περίπου Β Ν (Avallone et al. 2004). Οι υψηλότεροι ρυθµοί διαστολής εντοπίζονται στο δυτικό άκρο της τάφρου και υπολογίζονται σε 1.5+-0.2 cm/yr (Clarke et al. 1997; Avallone et al. 2004). Τέλος, σεισµικά προφίλ που πραγµατοποιήθηκαν στην τάφρο έδειξαν ότι το πάχος το ηπειρωτικού φλοιού πάνω στον οποίο αναπτύσσεται η τάφρος διαφοροποιείται από δυτικά προς ανατολικά από 40 km σε 25 km αντίστοιχα (Tiberi et al. 2001, Clement et al. 2004, Sachpazi et al. 2007). 2.1.2 Τεκτονική δοµή Η απόθεση των Πλειοκαινικών ιζηµάτων της τάφρου της Κορίνθου ελέγχεται και τροποποιείται από δύο διακριτά συστήµατα ρηγµάτων (Εικόνα 14) (Doutsos et al. 1988, Poulimenos et al. 1989, Πουληµένος 1991): α) ένα κύριο σύστηµα Β κανονικών ρηγµάτων, συνοδευόµενο από ΒΒΑ διεύθυνσης ρήγµατα µεταβίβασης. ύο σενάρια µπορούν να εξηγήσουν την προέλευση των ρηγµάτων µεταβίβασης: 16

Θεωρούνται ως ζώνες αλληλεπίδρασης, µεταξύ των Β κανονικών ρηγµάτων. Εποµένως η ανάπτυξη µιας τέτοιας δοµής περιορίζεται από την απόσταση των ρηγµάτων µεταξύ τους. Αυτό το είδος δοµών έχει παρατηρηθεί πολλές φορές σε γεωτεκτονικά περιβάλλοντα διαστολής (Peacock 2002). Εναλλακτικά, στα ρήγµατα µεταβίβασης το µήκος τους µπορεί να φτάνει τα δεκάδες km και να κόβει εγκάρσια τα µεγάλα κανονικά ρήγµατα. Επιβεβαίωση αυτής της υπόθεσης αποτελεί η τάφρος του Ρίου, που αποτελεί ζώνη µεταβίβασης µεταξύ της τάφρου της Πάτρας και της Κορίνθου (Doutsos et al. 1988). β) ένα δευτερεύον σύστηµα ΑΒΑ κανονικών ρηγµάτων και ΒΒ ρηγµάτων µεταβίβασης (Zelilidis et al 1988, Doutsos and Kokkalas 2001). Αυτό το σύστηµα ρηγµάτων θεωρείται ότι προήλθε λόγω κατάρρευσης της ΒΒ προϋπάρχουσας δοµής των Ελληνίδων όπως έχει προταθεί από τους Doutsos 1984, Doutsos et al 1988, Koukouvelas et al. 1996, Kokkalas et al. 2006. Λαµβάνοντας υπόψη την γνώµη αυτή τα ΑΒΑ ρήγµατα δραστηριοποιούνται και ελέγχουν την εξέλιξη της ιζηµατογένεσης κατά τη διάρκεια της Πλειο-Πλειστοκαινικής διάνοιξης του κόλπου. Τα ρήγµατα Β σύµφωνα µε γεωφυσικά και σεισµολογικά δεδοµένα διεύθυνσης, έχουν ληστρική γεωµετρία και στο βάθος περιλαµβάνουν ένα ανώτερο τµήµα κλίσης <45 o, ενώ το κατώτερο τµήµα τους έχει κλίση <20 ο. Τα ρήγµατα χαρακτηρίζονται από κανονικό ως πλάγιο χαρακτήρα κίνησης. Έχουν κυρίως διεύθυνση κλίσης προς Βορρά, και γωνίες κλίσης κοντά στην επιφάνεια 40 ο -60 ο, ενώ συνοδεύονται από 1-3 αντιθετικά µικρότερα ρήγµατα διεύθυνσης κλίσης, σχηµατίζοντας µε αυτό τον τρόπο µικρής κλίµακας ασύµµετρες τάφρους (Doutsos et al. 1988, Poulimenos et al. 1989, Doutsos and Piper 1990, Doutsos and Poulimenos 1992, Roberts et al. 1993, Roberts 1996). To µήκος τους δεν είναι πάνω από 25 km και για ένα µικρό αριθµό από αυτά θεωρείται σίγουρη η υποθαλάσσια προέκταση τους (Armijo et al. 1996, Doutsos and Kokkalas 2001, Zygouri et al. 2008). Εικόνα 14. Ο Τεκτονο-γεωµορφολογικός χάρτης της Κορινθιακής τάφρου µε σκιαγραφηµένο ανάγλυφο απεικονίζει τις ζώνες των κανονικών ρηγάτων (Geomorphic and biological indicators of paleoseismicity and Holocene uplift rate at a coastal normal fault footwall (western Corinth Gulf, Greece, N. Palyvos, F. Lemeille, D. Sorel, D. Pantosti, K. Pavlopoulos, 2008). 17

Η τάφρος χαρακτηρίζεται ως µια σύνθετη ασύµµετρη τάφρος (µε την έννοια ότι στο βόρειο περιθώριο της λεκάνης τα ρήγµατα εµφανίζουν µικρότερο ρυθµό βύθισης) (Brooks and Ferentinos 1984, Hatzafeld et al. 2000),εξαιτίας της ύπαρξης µεγάλων και εντυπωσιακών ρηξιγενών πρανών στο νότιο περιθώριο της λεκάνης τόσο στον υποθαλάσσιο τµήµα όσο και στο χερσαίο τµήµα της τάφρου. Τα ρήγµατα του βόρειου περιθωρίου κλίνουν νότια και εµφανίζουν ρυθµό βύθισης µικρότερο ή ίσο µε το ρυθµό βύθισης που θεωρείται ότι οφείλεται στη λειτουργία των υποθαλάσσιων ρηγµάτων του νοτίου περιθωρίου (Εικόνα 14 Stefatos et al. 2002). Επιπλέον οι Exadaktylos et al.(2003) διαπίστωσαν σε πειράµατα διάνοιξης της τάφρου ότι η ολίσθηση σε κύρια ρήγµατα που κλίνουν προς βορρά, προκαλεί σε επόµενο στάδιο την ολίσθηση σε ρήγµατα που κλίνουν προς νότο. 2.1.3 Σεισµικότητα Ο σεισµός είναι αποτέλεσµα της στιγµιαίας απελευθέρωσης ενέργειας που είναι αποθηκευµένη στο εσωτερικό της Γης λόγω της κίνησης και θραύσης των πετρωµάτων από φυσικά αίτια. Η εκλυόµενη ενέργεια καταναλώνεται για τη µετακίνηση των πετρωµάτων και τη δηµιουργία σεισµικών κυµάτων (Τσελέντης 1997, Παπαζάχος κ λ 2005). Τα ρήγµατα θεωρείται πλέον σήµερα ότι φιλοξενούν τους σεισµούς (Εικόνα 15). Εικόνα 15. Απλοποιηµένος χάρτης δοµών του Κορινθιακού κόλπου (Koukouvelas et al. 2005) Μια από τις κύριες πήγες πληροφόρησης που χρησιµοποιούνται για την σεισµικότητα κατά την αρχαιότητα είναι οι ιστορικές πηγές. Η µέθοδος αυτή έχει ως βάση τη λεπτοµερή µελέτη των καταγραφών. Συνήθως στις καταγραφές αυτές, υπάρχουν στοιχεία τα οποία είναι περιγραφικά. Η εκτίµηση των στοιχείων µιας ιστορικής πηγής είναι αρκετά δύσκολη στο να συγκριθούν µε τις επιπτώσεις ανάλογων φαινόµενων του σήµερα, αλλά είναι εφικτό να επανεκτιµηθούν µε µια διαφορετική προσέγγιση όπως είναι αυτή της αρχαιολογίας. Ωστόσο, στις πηγές αυτές συνήθως καταγράφονται οι µεγαλύτεροι σεισµοί µε βάση το µέγεθος της καταστροφής (Κουκουβέλας κ λ 2011). Αυτή η θεώρηση όµως µπορεί να είναι λανθασµένη επειδή η καταστροφή µπορεί να συνδέεται µε διαδοχικούς και χρονικά κοντινούς σεισµούς. Επίσης είναι δυνατό οι δύο διαδοχικοί σεισµοί να προέρχονται από δύο διαφορετικές 18

σεισµικές πηγές (ρήγµατα) οι οποίες δεν απέχουν ίση απόσταση από τη θέση παρατήρησης. Μια άλλη δυσκολία που αντιµετωπίζει η ιστορική σεισµικότητα, είναι ότι συνήθως δεν µπορεί να χρονολογηθεί µε ακρίβεια το σεισµικό γεγονός. Για παράδειγµα ένας σεισµός που έγινε στην αρχαιότητα µπορεί να καλύπτει σύµφωνα µε τις πηγές το χρονικό πλαίσιο µιας διετίας, αλλά ακόµα και µιας δεκαετίας. Η σεισµικότητα της βόρειας Πελοποννήσου αποτελεί αντικείµενο έρευνας από την αρχαιότητα καθώς οι ισχυροί σεισµοί που έδρασαν στη περιοχή είχαν ως αποτέλεσµα την απώλεια πολλών ανθρώπινων ζωών ή ακόµα και την καταστροφή ολόκληρων πόλεων. Ήδη ο Στράβων (64 24 π. Χ. ) στα Γεωγραφικά και ο Παυσανίας ( 110-170 µ. Χ.) στις Περιηγήσεις περιέγραψαν την ολική καταστροφή αρχαίων πόλεων όπως της Βούρας, της Ελίκης και της Εφύρας ( αρχαία Κόρινθος) που οφείλονταν στη δράση καταστρεπτικών σεισµών. Σήµερα η ενόργανα καταγεγραµµένη σεισµικότητα, στην περιοχή µελέτης, είναι εξίσου έντονη. Είναι αξιοσηµείωτο ότι πέντε γεγονότα µε µέγιστο σεισµικό µέγεθος µεγαλύτερο από 5.8 έχουν παρατηρηθεί στην περιοχή της τάφρου της Κορίνθου κατά τη διάρκεια των τελευταίων 40 χρόνων ( Papazachos and Papazachou 1997). Η πλειοψηφία των σεισµικών γεγονότων σχετίζεται µε µια µικρού βάθους σεισµούς. Η εντονότερη συγκέντρωση σεισµικών επικέντρων τοποθετείται σε βάθος µεταξύ 6-12 km µε πιο σύνηθες το βάθος των 10 km. Τα ισχυρά σεισµικά γεγονότα εµφανίζουν µεγαλύτερη συγκέντρωση στις περιοχές µεταξύ Αιγίου και Ακράτας και µεταξύ Κορίνθου Αλκυονίδων (Εικόνα 15). Αυτή η συγκέντρωση συµπίπτει χωρικά µε το δυτικό (περιοχή Αιγίου Ακράτας) και ανατολικό περιθώριο ( κόλπος Αλκυονίδων) της τάφρου της Κορίνθου (Koukouvelas and Doutsos 1996, Koukouvelas et al. 2005). 2.2 Μεθοδολογία Για τη µελέτη των σεισµών κατά την αρχαιότητα, επιλέχθηκε η περιοχή της αρχαίας Κορίνθου και της Πάτρας. Οι περιοχές αυτές επιλέχθηκαν, επειδή στην αρχαία Κόρινθο είναι γνωστή η έντονη ιστορική σεισµικότητα, ενώ ταυτόχρονα για την περιοχή είναι δηµοσιευµένες συστηµατικές και σωστικές ανασκαφές σε σύνολο οχτώ θέσεων. Τα άρθρα που µελετήθηκαν για την περιοχή είναι στο σύνολο εικοσιπέντε ( Meritt 1932, Broneer 1935, Edwards 1937, Dinsmoor 1949, Stillwell 1952, Scracton 1957, Weinberg 1960, Broneer 1954, Kent 1966,, Wiseman 1967, Gregory 1972, Miller 1972, Wiseman 1972, Calting 1975-1976, Robinson 1976, Calting 1977-1978, Scracton et al. 1978, Gregory 1979, Williams and Zervos 1987, Pallas 1990, William and Zervos 1990, Pirazzoli et al. 1994, Rothaus 1995 Stiros and Pirazzoli 1998, Blackman 2000-2001). Αντίθετα στην ευρύτερη περιοχή της Πάτρας δεν υπάρχει έντονη ιστορική σεισµικότητα και οι δηµοσιευµένες σωστικές και συστηµατικές ανασκαφές που επιβεβαιώνουν καταστροφές από σεισµό είναι σε σύνολο τέσσερις. Τα άρθρα που µελετήθηκαν για την ευρύτερη περιοχή της Πάτρας είναι έξι (Καλλιπολίτης 1959, Καλλιπολίτης 1960 ADelt 33 Chr 79-98, Calting 1987, Κουµούση 1996, Πετρόπουλος 2004). Επιπλέον επιλέχθηκε να µελετηθεί αυτή η χρονική περίοδος, διότι οι αρχιτεκτονικές κατασκευές επί ρωµαϊκής κυριαρχίας, είναι πιο ανθεκτικές στον χρόνο. Στις ανασκαφές οι αρχιτεκτονικές κατασκευές επί ρωµαϊκής περιόδου σώζονται σε καλύτερη κατάσταση, όπως σχεδόν πάντα υπάρχει η ανωδοµή και σε κάποιες περιπτώσεις σώζεται έως το ανώτερο 19

σηµείο της. Αυτό έχεις ως αποτέλεσµα όταν υπάρχουν βλάβες από σεισµό να διακρίνονται ευκολότερα στις κατασκευές αυτές. Οι κύριες πηγές στις ανασκαφές από τις οποίες συνάγονται σεισµικά επεισόδια είναι τα στρώµατα καταστροφής χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις στην ανασκαφή για εισβολή ή για πυρκαγιά (εκτός και αν προκλήθηκε από σεισµό). Επίσης λήφθηκαν υπόψη επισκευές που πραγµατοποιήθηκαν σε αρχαία κτίρια προκειµένου να ενισχυθούν τοιχοποιίες που έχουν χαρακτηριστικού τύπου αστοχίες που αποδίδονται σε σεισµούς (δες υποκεφάλαιο 1.2.2). Για να αποφευχθεί η ερµηνεία καταστροφών που δεν συνδέονται µε σεισµούς ως αποτέλεσµα σεισµού πραγµατοποιήθηκε αποδελτίωση των σεισµών για την περιοχή µελέτης, από τους ιστορικούς καταλόγους σεισµών των Guidoboni et al. (1994) και Papazachos and Papazachou (1997), Papadopoulos et al. (2000), Ambraseys (2009). Τέλος ως µια περίοδος σηµαντική επιλέχθηκε αυτή των πρώτων έξι αιώνων µετά την γένεση του Χριστού, λόγω του ότι οι περισσότερες διαθέσιµες ανασκαφές αφορούν αυτή την περίοδο. 20

Κεφάλαιο 3 3.1 Σεισµοί 3.1.1 Σεισµοί την περίοδο 69-79 µ.χ Τη δεκαετία αυτή θεωρείτε ότι έγιναν στην περιοχή της Κορίνθου, ένας σεισµός ή µια σειρά από σεισµούς στην ευρύτερη περιοχή της Κορινθίας (Guidoboni et al. 1994, Papazachos and Papazachou 1997, Papadopoulos et al. 2000, Ambraseys 2009). Επειδή τα στοιχεία στους καταλόγους της ιστορικής σεισµικότητας ήταν αντιφατικά και δεν προσδιοριζόταν ο αριθµός των σεισµών, επιλέχθηκε να γίνει συστηµατική διερεύνηση των δηµοσιευµένων αρχαιολογικών ανασκαφών. Στην περιοχή προκαλούνται καταστροφές και ζηµιές σε αρχαία κτίρια σε δύο θέσεις. Η πρώτη θέση είναι η πόλη της αρχαίας Κορίνθου και η δεύτερη το αρχαίο λιµάνι της Κορίνθου στις Κεχριές (Εικόνα 16). Οι φιλολογικές µαρτυρίες επιβεβαιώνουν την σεισµική δραστηριότητα την δεκαετία αυτή χωρίς να συγκλίνουν σε µια συγκεκριµένη ηµεροµηνία. Εικόνα 16. Χάρτης µε την ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Κορίνθου (Brown 2008). 21

Στην πρώτη θέση, στην αρχαία Κόρινθο, σύµφωνα µε ανασκαφικές µαρτυρίες, αρκετά και σπουδαία κτίρια, παθαίνουν σηµαντικές ζηµιές, από σεισµό το 77 µ.χ. Τα κτίρια αυτά βρίσκονται στο δυτικό τµήµα του κέντρου της πόλης. Σύµφωνα µε τα ανασκαφικά δεδοµένα θα πρέπει οι καταρρεύσεις να ήταν περιορισµένες επειδή κάποια από αυτά επισκευάζονται και άλλα ενισχύονται για να µην επέλθει η κατάρρευσή τους. Η Κόρινθος την ρωµαϊκή περίοδο φαίνεται να επηρεάζεται από το σεισµό αυτό επειδή µετά την εκδήλωσή του τερµατίζεται η ρωµαϊκή φάση 1 (Williams and Zervos 1987). Μετά τον σεισµό του 77 µ.χ., γίνονται επισκευές στο θέατρο (Εικόνα 17), που περιλαµβάνει την κατασκευή αντηρίδων, για την ενίσχυση του τοίχου του κοίλου, ειδικά στην περιοχή του vomitorium. O τοίχος µε τους τετραγωνισµένους λίθους που ενίσχυε την είσοδο του διαδρόµου του vomitorium επιµηκύνθηκε κατά τις επισκευές κατά δύο µέτρα προς νότο και κατασκευάστηκε νέο δάπεδο διαδρόµου (Stillwell R. 1952, Williams and Zervos 1987). Σε αυτή τη δραστηριότητα των επισκευών, µετά τον σεισµό, πρέπει επίσης να συµπεριληφθούν οι µετατροπές-επισκευές στον ναό D (Εικόνα 17) (Williams and Zervos 1990) και η ανακατασκευή του κτιρίου 1 και πιθανόν η ανακατασκευή του κτιρίου 3 που πιστοποιείται από την αλλαγή στην τοιχοποιία µε opus africanum (Williams and Zervos 1987) (Εικόνα 17). Εικόνα 17. Σχέδιο κάτοψης της κεντρικής περιοχής της αρχαίας Κορίνθου το 50 µ.χ. (Williams and Zervos 1990). Η δεύτερη αρχαιολογική θέση που επιβεβαιώνει τον σεισµό του 77 µ.χ., στο δυτικό Σαρωνικό κόλπο, είναι τα βυθισµένα ερείπια του νότιου µόλου του ανατολικού λιµανιού της Κορίνθου στη θέση Κεχριές (Stiros and Pirazzoli 1998) (Εικόνα 18). Ο µόλος αυτός είναι τώρα βυθισµένος κατά 4.0 m από την επιφάνεια της θάλασσας. Με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν, η βύθιση των 2.3m έγινε στα τελευταία 2300 χρόνια (Stiros and Pirazzoli 1998). Σύµφωνα µε τον Scranton et al. (1978, p. 147) έχει πραγµατοποιηθεί βύθιση µε τον σεισµό του 77 µ.χ. κατά 0.7m (Εικόνα 19, 20, 21). 22

Εικόνα 18.Κεχριές κατά την ύστερη αρχαιότητα (Brown 2008). Εικόνα 19. Αεροφωτογραφία από το βυθισµένο λιµάνι των Κεχριών (Stiros and Pirazzoli 1998). 23

Εικόνα 20. Μέρος από το βυθισµένο λιµάνι των Κεχριών όπως είναι σήµερα. (http://v17.nonxt3.c.bigcache.googleapis.com/static.panoramio.com/photos/original/30654824.jpg?ir=1&re direct_counter=1). Εικόνα 21. Το βυθισµένο λιµάνι των Κεχριών όπως είναι σήµερα. (http://alt1.v4.cache4.c.bigcache.googleapis.com/static.panoramio.com/photos/original/5207303.jpg?ir=1& redirect_counter=4). 24

3.1.2 Αναφορές σεισµών την περίοδο 69-79 µ.χ. σε φιλολογικές και αρχαιολογικές µαρτυρίες στους καταλόγους ιστορικής σεισµικότητας Σύµφωνα µε τις αρχαίες πηγές υπήρξε τουλάχιστον ένα σεισµικό γεγονός µεταξύ 69-79 µ.χ. Αυτό συνάγεται από την ανεύρεση στον Ισθµό της Κορίνθου επιγραφής η οποία αναφέρεται στο σεισµικό γεγονός της περιόδου αυτής και πιθανόν να αναφέρεται στα ιερά της Ελευσίνας ή σε κάποια άλλα ιερά κοντινά στον Ισθµό (κωδικός επιγραφής ΙG 4.203) : [Publius Licinius Priscus Iuventianus] Καὶ τοὺς ναοὺς / τῆς Εὐτηρίας καὶ τῆς Κόρης καὶ τὸ Πλου/τὼνειον καὶ τὰς ἀναβάσεις καὶ τὰ αναλήµ/µατα ὑπὸ σεισµῶν και παλαιότητος δια/λελυµένα ἐπεσκεύασεν. O Curtius (1851-52, pp.544-5) χρονολογεί ανακατασκευή κτιρίων στην περιοχή, την χρονική περίοδο που ο Παυσανίας επισκέφτηκε την Κόρινθο, δηλαδή γύρω στα µέσα του 2 ου αιώνα µ.χ. Ο ρωµαίος ιστορικός Σουητώνιος (69/75-130 µ.χ.) αναφέρει ότι ο κατά την περίοδο που ήταν αυτοκράτορας (69-79 µ.χ.) της Ρώµης ο Βεσπασιανός ανακατασκεύασε και ανακαίνισε πολλές πόλεις που είχαν πληγεί από σεισµό ή φωτιά (Guidoboni et al. 1994, Suet.Vesp. 17). Και ο βυζαντινός χρονογράφος Μαλάλας (Guidoboni et al. 1994, Mal.261) (491 578 µ.χ.) επιβεβαιώνει µε τα γραπτά του ότι κατά πληροφορίες η Κόρινθος καταστρέφεται από σεισµό την νύχτα στις 20 Ιουνίου επί της αυτοκρατορίας Βεσπασιανού και ανακατασκευάζεται από τον ίδιο. Ἐπὶ δὲ τῆς αὐτοῦ βασιλείας ἔπαθεν ὑπὸ θεοµηνίας ἡ Κόρινθος, µητρόπολις τῆς Ἑλλάδος µηνὶ ἰουνίῳ τῶ καὶ δαισὶῳ κ, ἑσπέρας βαθείας. καὶ ἐχαρίσατο τοῖς ζήσασι καὶ τῆ πόλει πολλά. (Guidoboni et al. 1994, Mal.261) Για το σεισµό αυτό στην Κόρινθο οι Papazachos and Papazachou (1997) µε βάση και τα στοιχεία από Georgiades (1904) θεωρεί ως ποιο πιθανή χρονολογία εκδήλωσης του σεισµού το 74 µ.χ και µε ένταση Μ=6.3. Σύµφωνα µε τα αρχαιολογικά δεδοµένα, η αβεβαιότητα στον κατάλογο της Guidoboni et al. (1994), και ο χρόνος πιθανής εκδήλωσης του σεισµού που προτείνεται από Papazachos and Papazachou (1997) πρέπει να αναθεωρηθούν. Στην περιοχή τα υπάρχοντα αρχαιολογικά δεδοµένα δείχνουν την εκδήλωση ενός σεισµού το 77 µ.χ., που προκάλεσε σοβαρές ζηµιές στην Κόρινθο και βύθιση στο λιµάνι των Κεχριών. Επίσης το ότι οι αρχαιολόγοι σηµατοδοτούν ανασκαφικά το τέλος της ρωµαϊκής φάσης 1 από τον σεισµό αυτό, παραπέµπει στο ότι ο σεισµός αυτός άλλαξε κάποια αρχαιολογικά δεδοµένα, ή υπήρξαν εκτεταµένα στρώµατα καταστροφής. Οι φιλολογικές µαρτυρίες, αλλά και η επιγραφή που βρέθηκε στον Ισθµό επιβεβαιώνουν τις επισκευές σε κτίρια από σεισµό το 69-79 µ.χ. Οι µαρτυρίες αυτές µπορούν να ταυτιστούν µε τις επισκευές που πραγµατοποιήθηκαν και στην Κόρινθο, όπως αποδεικνύουν τα αρχαιολογικά δεδοµένα. Μερικά από τα κτίρια που υπέστησαν ζηµιές ήταν κοινής ωφέλειας όπως το θέατρο και ο ναός D και σίγουρα η επισκευή τους, θα χρειαζόταν κι ένα µεγάλο χρηµατικό ποσό λόγο του όγκου και της αξίας τους. Στην περίπτωση αυτή, µπορεί να συνέβαλε οικονοµικά ο αυτοκράτορας όπως αναφέρει ο Μαλάλας. Αν και ο Μαλάλας έζησε πολύ αργότερα από το γεγονός, η ηµεροµηνία 20 Ιουνίου θα µπορούσε να ταυτιστεί µε τον σεισµό του 77 µ.χ. Οι Papazachos and Papazachou (1997) τοποθετούν τον 25

σεισµό 20 Ιουνίου το 74 µ.χ χωρίς όµως να προσθέτουν νέα δεδοµένα για αυτόν. Στην παρούσα εργασία προτείνεται ως πιο πιθανή ως ηµεροµηνία εκδήλωσης του σεισµού η 20 Ιουνίου του 77 µ.χ. Εικόνα 22. Χάρτης µε τις αρχαιολογικές θέσεις που υπέστησαν καταστροφές µε τον σεισµό του 77µ.Χ. 3.2.1 Σεισµοί 365, 375 µ.χ. Τον 4 ο αιώνα µ.χ. η ευρύτερη περιοχή της Κορίνθου πλήττεται από τουλάχιστον ένα σεισµικό γεγονός. Στους καταλόγους ιστορικής σεισµικότητας αναφέρουν τους σεισµούς του 365 και 375 µ.χ. αλλά δεν υπάρχει σαφή εικόνα για την ένταση και την καταστροφική έκταση που είχαν αυτοί οι σεισµοί. Αν και επηρεάζουν την περιοχή µελέτης σύµφωνα µε τα αρχαία κείµενα, ωστόσο υπάρχει πιθανότητα να έχουν συγχυστεί µε µεγαλύτερους σεισµούς ή µε τοπικούς µικρότερου µεγέθους. Από την άλλη πλευρά τα αρχαιολογικά δεδοµένα υποδεικνύουν τρεις θέσεις όπου αναγνωρίζονται επιπτώσεις επί του εδάφους ή των κτιρίων, η αρχαία πόλη της Κορίνθου, το αρχαίο λιµάνι στις Κεχριές και το Ηραίο της Περαχώρας. Επίσης τη περίοδο αυτή, και συγκεκριµένα το 396 µ.χ. η Κόρινθος δέχεται επίθεση από τους Βισιγότθους µε αρχηγό τον Αλάριχο, πράγµα που επηρεάζει την αξιοποίηση κατεστραµµένων οικιών για τον προσδιορισµό επιπτώσεων σεισµών εξαιτίας της εκδήλωσης και της επιδροµής. Τα άρθρα για αυτό τον σεισµό µπορούν να χωριστούν στα γεωλογικά, σε αυτά που δεν αποδίδουν µια συγκεκριµένη ηµεροµηνία εκδήλωσης του σεισµικού γεγονότος και σ αυτές που είναι χρονικά συγκεκριµένες. Παρά την ύπαρξη της επίθεσης των Βισιγότθων µια µαρτυρία για ένα σεισµό την περίοδο αυτή, χωρίς όµως να είναι αρκετά συγκεκριµένη χρονικά, αφορά θέση στην Περαχώρα Κορινθίας στο Ηραίο (Εικόνα 23). Στην περιοχή αυτή η νότια ακτή της χερσονήσου ανυψώθηκε 1.1 m από σεισµό και η ανύψωση αυτή χρονολογείται µε βάση την απόλυτη χρονολόγηση ότι έχει συµβεί την περίοδο από το 190-440 µ.χ. (Pirazzoli et al. 26

1994). O σεισµός αυτός δεν µπορεί να αξιοποιηθεί περαιτέρω γιατί δεν υπάρχουν ανασκαφικές µαρτυρίες που χρονολογούν συγκεκριµένα κάποιο σεισµό την περίοδο αυτή. Εικόνα 23. Περιοχή Περαχώρας ( Pirazzoli et al. 1994). Τα βυθισµένα ερείπια του νότιου µόλου του ανατολικού λιµανιού της Κορίνθου στις Κεχριές στο Σαρωνικό κόλπο (Εικόνα 16) επιβεβαιώνουν σεισµικό γεγονός τον 4 ο αιώνα µ.χ. Ο µόλος σήµερα, όπως προαναφέρθηκε, είναι βυθισµένος 4.0 m κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και η συνολική αυτή βύθιση προήλθε από µια σειρά σεισµών (Stiros S. and Pirazzoli P. 1998). Σύµφωνα µε τον Scranton et al. (1978, p. 147) η βύθιση του 4 ου αιώνα µ.χ. πραγµατοποιήθηκε µε τον σεισµό του 365 ή 375 µ.χ. και ήταν της τάξης των 0.8m (Εικόνα 18, 19, 20, 21). Στην πόλη της Κορίνθου τα στοιχεία για κάποιο σεισµικό γεγονός στον 4 ο αιώνα είναι πιο έντονα. Συγκεκριµένα στο ύστερο ρωµαϊκό τείχος της πόλης, στις προσόψεις του, χρησιµοποιήθηκε υλικό από άλλα παλαιότερα κτίρια, τα οποία πρέπει να είχαν καταστραφεί από σεισµό ή από την επίθεση των Βισιγότθων όπως προαναφέρθηκε (Gregory 1979). Μια καλή πηγή υλικού για το τείχος θεωρείται ότι ήταν το αµφιθέατρο (Εικόνα 25), το οποίο κατασκευάστηκε στο τέλος του 3 ου ή αρχές 4 ου µ.χ. (Gregory 1979). Το κτίριο R σύµφωνα µε τα νοµίσµατα που βρέθηκαν, καταστράφηκε από φωτιά την περίοδο 365-375 µ.χ. ενώ θεωρείται ως πιθανή αιτία για την πυρκαγιά η εκδήλωση των σεισµών του 365 ή του 375 (Blackman 2000-2001). Στην συνέχεια, στα πρώιµα αυτοκρατορικά λουτρά, η σκεπή καταρρέει από σεισµό το 375 µ.χ. ή από κατακλυσµό µια δεκαετία αργότερα (Wiseman 1972). Όµοια θεωρείται ότι µια ρωµαϊκή βίλα στην περιοχή της αρχαίας Κορίνθου (Εικόνα 24) καταστρέφεται και αυτή από τον ίδιο σεισµό ή από την επίθεση του Αλάριχου (Miller 1972, Gregory T. 1979). 27

Εικόνα 24. Σχεδιαστική κάτοψη της αρχαίας Κορίνθου στην ύστερη ρωµαϊκή εποχή ( Gregory 1979). Εικόνα 25. H κεντρική περιοχή της Κορίνθου και η περιοχή του γυµνασίου (Wiseman 1972). 28

Εικόνα 26. H κεντρική περιοχή της Κορίνθου και η περιοχή του γυµνασίου (Wiseman 1972). Πιο συγκεκριµένες ενδείξεις για καταστροφές κτιρίων από σεισµό την περίοδο αυτή και µε ακριβέστερη χρονολόγηση προέρχεται από το σύνολο των δυτικών καταστηµάτων της αρχαίας Κορίνθου το οποίο όµως σύµφωνα µε τα ανασκαφικά δεδοµένα δεν πλήττεται σηµαντικά από τον σεισµό του 365 µ.χ και έτσι η χρήση τους συνεχίζεται µετά από επισκευές (Εικόνα 27). Οι επιγραφικές µαρτυρίες για τις επισκευές είναι καταγεγραµµένες στο επιστύλιο κιονοστοιχίας (Williams and Zevros 1990, Kent 1966). Άλλες δύο επιγραφές στην ίδια περιοχή αναφέρουν επισκευές που έγιναν στα κτίρια της αρχαίας Κορίνθου µετά τον σεισµό του 375 µ.χ. (Meritt 1932). Μια από αυτές που βρέθηκε σε τµήµα από τη ζωοφόρο των δυτικών καταστηµάτων αναφέρει τα ακόλουθα (Broneer 1935): Σωτηρίας κ[αὶ] νείκης κ[αὶ] αἰω[νίου διαµονῆς], Εικόνα 27. Επισκευασµένο κιονόκρανο από τα δυτικά καταστήµατα. (Williams and Zervos 1989). 29

Εικόνα 28. Τµήµα από τα δυτικά καταστήµατα όπως είναι σήµερα. Παράλληλα ο ναός Ε στην αρχαία Κόρινθο (Εικόνα 25), θεωρείται ότι έχει πληγεί σε µικρότερο βαθµό από τον σεισµό του 365 µ.χ., αλλά δεν υπέστη ανάλογες ζηµιές όσο η στοά (Williams and Zevros 1990). Επίσης το ορθογώνιο κτίριο που βρέθηκε στη ρωµαϊκή αγορά της αρχαίας Κορίνθου, καταστρέφεται ή υφίσταται σηµαντικές ζηµιές στο τρίτο τέταρτο του 4 ου αιώνα µ.χ. συνέπεια του οποίου είναι το ανατολικό τµήµα του να εγκαταλειφθεί (Calting 1975-1976). Σύµφωνα µε χρονολόγηση που πραγµατοποιήθηκε, βασισµένη στα νοµίσµατα και στη κεραµική θεωρείται ότι η καταστροφή του κτιρίου κατά πάσα πιθανότητα συσχετίζεται µε το σεισµό του 365 µ.χ. (Calting H. 1975-1976). Το Επιστύλιο τείχος (Epistyle wall) (κατασκευάστηκε πριν την επίθεση του Αλάριχου) που βρίσκεται στην περιοχή του γυµνάσιου (Εικόνα 24, 29, 30, 31), περιλαµβάνει σύµφωνα µε τους Dinsmoor (1949) και Wiseman (1972) αρχιτεκτονικά µέρη από γειτονικά κτίρια όπως είναι το γυµνάσιο, ένα τεράστιο δωρικό ναό του 5 ου αιώνα π.χ. (Dinsmoor 1949),το θολωτό (domed) κτίριο και τις δυτικές κρήνες (West waterworks), που πιθανόν προήλθαν από καταρρεύσεις στη διάρκεια του σεισµού του 375 µ.χ ( Wiseman 1967). 30