1 Ψυχανάλυση και Νευροεπιστήμες Μία απάντηση στις παρατηρήσεις της Έλσας Κιτσίκη και του Βασίλη Καψαμπέλη Ι. Κλεώπας Θα ήθελα να ευχαριστήσω την Έλσα Σμιτ-Κιτσίκη και τον Βασίλη Καψαμπέλη για την συμμετοχή τους σε αυτή τη συζήτηση και για την αποδοχή εκ μέρους τους να σχολιάσουν το άρθρο μου. Οι απόψεις που αναπτύσσουν όπως άλλωστε η αναλυτική προσέγγιση του δημοσιευμένου στην RFP άρθρου της Ε. Κιτσίκη, αναφέρονται σε καίρια ερωτήματα γύρω από το θέμα της σχέσης μεταξύ ψυχανάλυσης και νευροεπιστημών. Ανοίγοντας έτσι ένα πρόσφορο και, θα έλεγα, απαραίτητο πεδίο σκέψεων και διαλόγου i. Υπό μία έννοια, το ερώτημα που τίθεται είναι ακριβώς αυτό : τι, και για ποιον λόγο, καθιστά πρόσφορο και απαραίτητο αυτόν τον διάλογο. Το ίδιο ερώτημα θέτουν η Κιτσίκη και ο Καψαμπέλης. Αυτό επίσης είναι το κεντρικό θέμα του συνεδρίου νευρο-ψυχανάλυσης τον προσεχή Ιούνιο στο Παρίσι. Είναι ενδιαφέρον και προφανώς σημαίνον το γεγονός ότι στο πλαίσιο αντίστοιχων συναντήσεων μεταξύ ψυχαναλυτών και εκπροσώπων άλλων επιστημών, παρά το δεδηλωμένο ενδιαφέρον για τα εκατέρωθεν ευρήματα, στο πέρας των παρουσιάσεων και του διαλόγου, συνεχίζει να πλανάται το ερώτημα, «ωραία όλα αυτά, ενδιαφέροντα, αλλά προς τι; Ποιο το όφελος για την ψυχανάλυση». Με τα λόγια του Pulver (2002), η νευροεπιστήμη είναι άραγε κλινικά irrelevant για την ψυχανάλυση; Σύμφωνα με τον Β. Καψαμπέλη, το ερώτημα εάν η ψυχανάλυση χρειάζεται τις νευροεπιστήμες, παραπέμπει σε ένα άλλο. Αναφέρει τα εξής : «Ας δεχθούμε λοιπόν ότι χρειαζόμαστε τις νευροεπιστήμες, κι ότι είναι απαραίτητο να ανοίξουμε διάλογο μαζί τους και να τις χρησιμοποιήσουμε. Το ερώτημα πού τίθεται τότε είναι : ναι, αλλά πώς; Οι παρούσες σκέψεις προτείνουν μια αρκετά απλή απάντηση : όπως ο Φρόυντ». Σχετικά με την φροϋδική μέθοδο, η Ε. Κιτσίκη εξετάζει την έννοια και το επιστημολογικό διάβημα της αναλογίας στο έργο του Freud και ο Β. Καψαμπέλης αναφέρεται στην έννοια και την διεργασία της εκπροσώπησης. Προτού ασχοληθούμε με αυτό το εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα (να κάνουμε όπως ο Freud έκανε), θα έλεγα ότι η προσέγγιση που προτείνει ο Καψαμπέλης, μεθοδολογικά επισημαίνει ότι η αναζήτηση μίας, ή περισσοτέρων απαντήσεων στο ερώτημα τι καθιστά απαραίτητο τον διάλογο, απαντά επίσης στο πώς, με ποιον παραγωγικό τρόπο μπορεί να γίνει αυτός ο διάλογος. Μεταψυχολογία και νευροεπιστήμες Ως προς την σχέση μεταξύ μεταψυχολογίας και βιολογίας θεωρώ ότι υπάρχουν καταβολές της μεταψυχολογίας στην βιολογία. Διαφοροποιώντας όμως την έννοια των καταβολών από μία απλοϊκή εννοιολογική μετατόπιση - ή από μία απλοϊκή αναλογία ή και εκπροσώπηση - σωματικών λειτουργιών στο ψυχικό επίπεδο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μεταψυχολογία είναι
2 μία θεωρία και μάλιστα μία μεταθεωρία της ψυχικής λειτουργίας, ενώ η βιολογία ή η νευροεπιστήμη, είναι πρωτογενείς επιστήμες. Εφόσον η ίδια η ψυχαναλυτική κλινική πρακτική όπως και η θεωρητική της αποτύπωση, μας καλούν να θέσουμε ένα ζήτημα σχέσης, αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί ανάμεσα σε μία μεταψυχολογία και σε μία μεταβιολογία. Το οποίο ακριβώς έκανε ο Freud, διερευνώντας τις μετα-λειτουργίες και από τις δύο πλευρές, του ψυχικού και του βιολογικού. Διαφορετικά η σύνδεση μεταξύ μίας ψυχαναλυτικής ή άλλης ψυχολογίας και μίας φυσιολογίας φτιάχνουν μία ψυχοφυσιολογία. Οι αναζητήσεις του Freud γύρω από τους νόμους που διέπουν την ψυχική λειτουργία ξεκινούν από κλινικά προβλήματα τα οποία αφορούν το σώμα. Πριν την θητεία του στο Παρίσι κοντά στον Charcot, ο Freud ακολουθεί την οργανική και ανατομοκλινική κατεύθυνση των Brucke και Meynert. Οι οποίοι θεωρούν ότι κάθε έκφραση της σωματοψυχικής οντότητας ανάγεται και έχει τις ρίζες της σε μία συγκεκριμένη χημική ή φυσική λειτουργία του οργανισμού. Οι πρώτες εργαστηριακές έρευνες του Freud επικεντρώνονται στην ανατομία του νευρικού συστήματος με στόχο την ανακάλυψη πιθανών ιστολογικών βλαβών που ευθύνονται για την εμφάνιση των νοσημάτων. Μετά το 1886 και την παραμονή του στο Παρίσι όπου ενημερώνεται για την γαλλική σχολή της νευρολογίας, ο Freud ακολουθεί μία περισσότερο κλινική προσέγγιση καταγραφής των συμπτωμάτων και προσπάθειας εξήγησης των μηχανισμών που προκαλούν τις παρατηρούμενες διαταραχές. Έτσι περνά από την παρατήρηση του τι είναι, στο πώς και στην συνέχεια στο γιατί είναι. Αυτό το πέρασμα θα φέρει τον Freud και την ψυχαναλυτική σκέψη αντιμέτωπους με το «ανεξήγητο» των φαινομένων που παρατηρούνται. Η εντύπωση του ανεξήγητου δεν προέρχεται από το ίδιο το φαινόμενο, όπως για παράδειγμα η υστερική μετατροπή. Προέρχεται από την σχέση του με την γνώση που είχε στην διάθεση του και από σχέση του με την γνώση που δεν είχε, που έλειπε γύρω από την λειτουργία του νευρικού συστήματος. Όπως επίσης απορρέει από την σχέση, την κλινική και θεραπευτική σχέση, με την ασθένεια και τον αναλυόμενο ασθενή. Ως προς το πρώτο, ο Freud έφτιαξε μία μεταψυχολογία, ή καλύτερα το τμήμα της μεταψυχολογίας το οποίο επεξεργάζεται την σχέση με το βιολογικό. Ως προς το δεύτερο, ο αναλυτής Freud μαζί με τον αναλυόμενο και την νεύρωσή του (ή τους), συνέλαβε αυτή την ιδιαίτερη πραγματικότητα της μεταβίβασης. Η σκέψη μου είναι ότι η μία και η άλλη κατασκευή και σύλληψη, συμπεριλαμβανομένων των όρων τους (σχέση ψυχισμού σώματος, σχέση αναλυτού αναλυόμενου), συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Ας σταθούμε όμως περισσότερο στην μεταψυχολογία και την σχέση της με το βιολογικό. Η σκέψη του Freud ακολουθεί την εξελικτική προσέγγιση του Δαρβίνου. Προσεγγίζει την φύση από αυτό το οποίο είναι δομικά και οργανωτικά απλούστερο προς το πλέον σύνθετο και σε ανώτερη τάξη οργάνωσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο προσέγγισης, η αναγωγή στις υπάρχουσες γνώσεις της φυσιολογίας είναι αναμενόμενη για τους δύο λόγους που αναφέραμε. Ο ένας αφορά στην χρήση των δεδομένων που ήταν ήδη γνωστά ως τα βασικά στοιχεία της λειτουργίας του οργανισμού και ιδιαίτερα των νευρικών κυττάρων. Ο άλλος λόγος της αναγωγής του ψυχικού στο βιολογικό είναι το αρνητικό του προηγουμένου. Αφορά στην μη γνώση, την απουσία περισσοτέρων δεδομένων γύρω από το πρωτογενές, το προ και προς τον ψυχισμό, το οποίο ο Freud φαίνεται να αναζητά. Θα ήθελα να τονίσω ότι, ως προς αυτή την παρουσία και την απουσία γνώσεων, ο Freud αναπτύσσει μία, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε επιστημολογική, σχέση. Η οποία αναπτύσσεται μέσω των μηχανισμών της μεταφοράς και της ερμηνείας, και όχι μίας κάποιας αναπαραγωγής των όποιων αντικειμενικών γνώσεων. Και σε αυτό το σημείο βλέπουμε με ενδιαφέρον ότι ο Freud κάνει όπως το σώμα, ο εγκέφαλος, κάνουν. Ερμηνεύει και επεξεργάζεται μεταφορικά, όχι, όχι μόνον, γραμμικά, επαγωγικά ή αλγοριθμικά. Έτσι, η αναφορά στα βιολογικά δεδομένα δεν αποτελεί απλώς έναν τρόπο υπερκέρασης ενός ελλείμματος, αλλά μία προσπάθεια νοηματοδότησης της παρατηρούμενης και ανεξήγητης πραγματικότητας του
3 οργανισμού. Λέγοντας ανεξήγητη δεν εννοώ την κατανόηση των βιολογικών μηχανισμών, αλλά την κατανόηση της οργάνωσης της ψυχικής πραγματικότητας, για την οποία εργάζεται ο Freud, εντός της πραγματικότητας των βιολογικών μηχανισμών. Η συσχέτιση του ψυχικού με το βιολογικό και οι μεταψυχολογικές έννοιες που προτείνει ο Freud δεν αποτελούν θεωρητικές κατασκευές ασύνδετες με την κλινική πράξη. Είναι μία προσπάθεια φαινομενολογικής κλινικής αποτύπωσης των απαρχών του ψυχισμού. Και η φαινομενολογία του μη αντιληπτού είναι η αναπαράσταση. Όπως επισημαίνει στο άρθρο της η Κιτσίκη, την θέση της παρατήρησης και της απότοκης εξήγησης, λαμβάνει η ερμηνεία. Συχνά αναφέρεται η φράση του Freud όπου εκφράζει την απόφαση του να εγκαταλείψει την πρώιμη νευρική θεωρία, την «neurotica» και την προσδοκία συγκρότησης μίας νευρολογικής θεωρίας που να εξηγεί τα ψυχικά φαινόμενα. Ο Freud από τα τέλη της δεκαετίας του 1880 και με την ματαίωση της έκδοσης του «σχεδιασμού για μία επιστημονική ψυχολογία» εγκαταλείπει μία συγκεκριμένη μέθοδο, αλλά όχι το ζήτημα της κατανόησης των «θεμελίων» του ψυχισμού. Αυτή η αναζήτηση θα συνεχιστεί από τον Freud στο θεωρητικό και στο κλινικό επίπεδο. Στο κλινικό επίπεδο θα σκεφτόμασταν την ανάλυση της ενεστώσας νεύρωσης, της έννοιας του ελευθέρου άγχους και της τραυματικής νεύρωσης. Στο θεωρητικό επίπεδο η συνέχεια της αναζήτησης των βιολογικών θεμελίων του ψυχισμού βρίσκεται στην μεταψυχολογία και στην κατασκευή μίας αναπαραστατικής εξήγησης βιολογικών φαινομένων - μίας μεταβιολογίας - που συνδέονται με την οργάνωση και την λειτουργία του ψυχισμού. Με την μεταψυχολογική θεωρία ο Freud προσπαθεί να δώσει τον λόγο σε αυτό που δεν μιλά τον ψυχαναλυτικό ή τον ψυχικό λόγο. Υπό τον όρο της «εγκατάλειψης» της πρώτης νευρικής θεωρίας και στην βάση της μεταψυχολογίας, έγκειται μία σημαντική εργασία του αρνητικού που πραγματοποιεί ο Freud. Εγκαταλείπει την προσπάθεια άμεσης παρατήρησης καθώς η αντίληψη του αντικειμένου δεν είναι δυνατή. Το ότι δεν είναι δυνατή η αντίληψη του αντικειμένου, δεν οφείλεται στο ότι ο Freud δεν διέθετε ένα καλό μικροσκόπιο ή έναν μαγνητικό τομογράφο. Διότι δεν ήταν αυτό το ζητούμενο του Freud. Στην πορεία της εξήγησης του ένυλου ψυχισμού, αναζητούσε έναν λόγο του βιολογικού ο οποίος να αποκτά και να προσδίδει ένα νόημα (μία αναπαράσταση) και μία ενέργεια (ένα ποσό ενέργειας ή συναισθήματος) στο ψυχισμό. Για τον σκοπό αυτό ελευθερώνει έναν χώρο σκέψης του. Περνά σε μία διεργασία αναπαράστασης της απουσίας αναπαράστασης και αντίληψης και προχωρά στην δημιουργία νέων αναπαραστάσεων επί αυτού το οποίο απουσιάζει. Δηλαδή την γνώση μίας νοητικά ή ψυχικά σημαίνουσας βιολογικής πραγματικότητας. Στην εποχή του Freud, όπως και σήμερα, το πρόβλημα δεν είναι και δεν περιορίζεται στην απόκτηση γνώσεων για την λειτουργία των νευρώνων ή του γενετικού κώδικα. Αυτές αργά ή γρήγορα θα γίνουν πολύ πιο λεπτομερείς και αντικειμενικές. Το πρόβλημα είναι η γνώση μίας «αντικειμενικής πραγματικότητας» που θα μπορεί να ανήκει, να κινείται προς τον ψυχισμό και προς την συγκρότησή του. Μίας πραγματικότητας η οποία θα φέρει μία ψυχική σημασία. Μία από τις πρώτες αναφορές του Freud στην σχέση ψυχισμού και οργανισμού βρίσκεται στο δοκίμιο για την αφασία (1981) 1. Προτείνει ότι η σχέση μεταξύ της αλύσου των φυσιολογικών 1 Η αναφορά του Freud στην σχέση µεταξύ οργανικού και ψυχικού στο πλαίσιο της µελέτης για την αφασία έχει ένα διπλό ενδιαφέρον. Σύµφωνα µε την Standard Edition, το έργο του Freud για την αφασία δεν συγκαταλέγεται στα ψυχαναλυτικά έργα. Ο Freud άλλωστε θα το θεωρήσει ως νευρολογικό και όχι ψυχαναλυτικό έργο. Αυτό είναι αλήθεια εάν λάβουµε υπ όψη µας ότι το έργο αυτό είναι προγενέστερο του κυρίου σώµατος του ψυχαναλυτικού έργου και ότι δεν αναφέρεται εδώ στην ψυχαναλυτική µέθοδο. Όµως γνωρίζουµε πως έχει ήδη απασχολήσει τον Freud το µυστηριώδες πέρασµα στο σώµα («Υστερία», 1988) και η σχέση σωµατικού και ψυχικού. Ενδιαφέρον είναι επίσης το ότι το έργο του για την αφασία, που είναι µία νευρολογική µελέτη, πριν την προσπάθεια καταγραφής µίας θεωρίας (Σχέδιο για µία επιστηµονική ψυχολογία, 1895), αποτελεί ένα ενδιάµεσο πέρασµα και µία ουσιαστική άρθρωση µεταξύ
4 γεγονότων στο νευρικό σύστημα και των νοητικών διεργασιών δεν είναι του τύπου αιτίου αιτιατού. Το νευρολογικό γίγνεσθαι δεν παύει όταν εμφανίζεται η ψυχική ζωή, αλλά, «μετά από κάποια χρονική στιγμή, ένα νοητικό φαινόμενο αντιστοιχεί σε κάθε μέρος της αλύσου, ή σε πολλά μέρη». Πλέον «η ψυχική διεργασία είναι παράλληλη με την φυσιολογική διεργασία». Στο τέλος της παραγράφου του κειμένου ο Freud προσθέτει εντός παρενθέσεων και στα αγγλικά την φράση «a dependent concomitant», για την οποία ο Mettens (2006) δικαίως λέει ότι προκαλεί αμηχανία. Η ψυχική διεργασία μπορεί να εννοηθεί ως μία εξαρτώμενη συνύπαρξη ή συνακολουθία. Διαφορετικά μπορεί να εννοηθεί ως μία συνεπακόλουθη εξάρτηση, ως μία εξαρτώμενη εκ της φυσιολογίας συνεπαγωγή. Εάν ισχύει η πρώτη ερμηνεία, αναγνωρίζεται η εξάρτηση και το έρεισμα από το βιολογικό, αλλά αναγνωρίζεται επίσης μία υπόσταση του ψυχισμού που του επιτρέπει να συνυπάρχει. Εάν ισχύει η δεύτερη ερμηνεία, διατυπώνεται μία σαφής αναγωγή του ψυχισμού στο ανατομοφυσιολογικό και δεν απέχει από το να θεωρηθεί ως επιφαινόμενο. Όμως γνωρίζουμε την διάθεση αποστασιοποίησης του Freud από την άμεση ανατομο-ψυχική συσχέτιση. Και αυτό, θα ήθελα να επαναλάβω, δεν οφείλεται μόνον στο γεγονός ελλιπών γνώσεων. Η σκέψη μου είναι ότι σε αυτό το πρώιμο κείμενο αντανακλάται η αμφιταλάντευση του Freud γύρω από το δίλλημα της ψυχικής ή/και βιολογικής εξήγησης. Εάν αποκλείει, όπως το διατυπώνει, την σχέση αιτίου αιτιατού, πολύ περισσότερο θα πρέπει να αποκλείσουμε την περίπτωση μίας απλής αναγωγής. Θα υπέθετα ότι ίσως η αναζητούμενη απάντηση στο δίλλημα ευρίσκεται στην φράση ότι «μετά από κάποια χρονική στιγμή, ένα νοητικό φαινόμενο αντιστοιχεί σε κάθε μέρος της αλύσου, ή σε πολλά μέρη», επιχειρώντας μία δυναμική εξήγηση, ότι ούτε είναι όλα αμιγώς ή πρωτογενώς οργανικά, ούτε αντίστοιχα ψυχικά. Η κάθε πορεία, οργανική και ψυχική, φαίνεται να έχει μία εννοιολογική και οργανωτική αυτονομία, και άρα μπορεί να εξετασθεί ανεξάρτητα. Ενώ ταυτόχρονα διατηρεί η μία με την άλλη, μία σχέση σύνδεσης. Ή θα πρότεινα, μία μεταβατική σύνδεση. Και από την άποψη της κλινικής, καθώς η πρόοδος του φροϋδικού μεταψυχολογικού έργου ακολουθεί την πορεία της ψυχαναλυτικής κλινικής, μία μεταβιβαστική σχέση. Την σημασία της οποίας, υπό την ευρύτερη έννοια της μεταβατικής πραγματικότητας και του μεταβατικού μονισμού, προσπάθησα να αναδείξω στο επιστημολογικό θεωρητικό και κυρίως στο κλινικό επίπεδο. Σημεία αναφοράς νομίζω ότι είναι η κλινική εργασία με ψυχοσωματικούς και με νευροψυχολογικούς ασθενείς. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να σημειώσω ότι η λειτουργία του πεδίου της μεταβατικής πραγματικότητας και των μεταβατικών διεργασιών που πρότεινα, δεν αφορά μόνον την σχέση μεταξύ ψυχισμού και σώματος. Διατρέχει το σύνολο των πεδίων οργάνωσης της σωματοψυχικής οντότητας, από το μικροσκοπικό έως το μακροσκοπικό επίπεδο. Με αυτόν τον τρόπο δεν εισάγει κανένα είδος δυϊσμού, ούτε παραπέμπει στην σχέση μεταξύ ξένων μεταξύ τους πεδίων. Αντίθετα, θεωρώ ότι επιτρέπει την ανάπτυξη διαφοροποιήσεων, σχέσεων και δυναμικών συνδέσεων, την ανάπτυξη των αυτο-οργανωτικών δυνατοτήτων, εντός της ενιαίας σωματοψυχικής οντότητας. Παραμένοντας στον χώρο του προβληματισμού γύρω από το δίπολο μονισμού-δυϊσμού, θα έλεγα ότι, όπως σωστά επισημαίνει ο Β. Καψαμπέλης, το μέλημα του Freud δεν είναι αυτό του μονισμού ή του δυϊσμού. Και σε καμία περίπτωση δεν βρίσκει κανείς ένα είδος καρτεσιανού διαχωρισμού στην ψυχαναλυτική θεωρία. Άλλωστε, νομίζω ότι ένα μεγάλο μέρος των μονιστικών προσεγγίσεων (με κυρίαρχα παραδείγματα τον αναγωγισμό και την απλοϊκή φυσιοκρατία) είναι μη-δυϊσμοί. Είναι μία προσπάθεια απόδειξης ότι δεν υφίσταται ένας δυϊσμός ψυχισμού σώματος, παρά ένας ουσιαστικός μονισμός. Η σκέψη μου είναι ότι η συνήθης μονιστική προσέγγιση της εξέτασης του νευρικού συστήµατος και των ψυχικών διεργασιών και εκδηλώσεων. Εδώ επίσης θα αναπτύξει ο Freud τις έννοιες των αναπαραστάσεων λέξεως και πράγµατος και την σηµασία του λόγου.
5 αποτυγχάνει να αποτελέσει έναν μονισμό (ή όπως διαφορετικά θα μπορούσε να ονομασθεί η θεωρητική απάντηση στο περίφημο binding problem) ο οποίος εξηγεί πώς, γιατί, με ποιον τρόπο αναπτύσσονται αυτές οι ποιοτικές διαφοροποιήσεις οι οποίες συγκροτούν την ανθρώπινη οντότητα. Το διάβημα της εκπροσώπησης και το διάβημα της αναλογίας Ο Β. Καψαμπέλης προτείνει ως απάντηση στο ερώτημα του τρόπου σύνδεσης ψυχανάλυσης και νευροεπιστημών, την διεργασία της εκπροσώπησης, όπως αυτή εξετάζεται στο έργο του Freud. Κεντρικό σημείο αναφοράς είναι η έννοια της ενόρμησης (και οι έννοιες του εκπροσώπου ενόρμησης, της αναπαράστασης, του συναισθήματος, οι διαδοχικές θεωρίες των ενορμήσεων). Όμως, τι σημαίνει αντιπροσωπία ή εκπροσώπηση; Το να χρησθεί κανείς, εκπρόσωπος, και άρα να έχει να πει κάτι εκεί όπου εκπροσωπεί, για αυτό το οποίο του ζητήθηκε να εκπροσωπεί, προϋποθέτει μία σειρά πραγμάτων. Θέλω να πω ότι δεν είναι ούτε αυτονόητο, ούτε απλό. Στην περίπτωση μάλιστα της ενόρμησης, δεν πρόκειται μόνον για μία εκπροσώπηση από έναν χώρο αυτόν του σώματος προς έναν άλλο αυτόν του ψυχισμού. Συγχρόνως, ή κυρίως, είναι μία ποιητική διεργασία καθώς ορίζει, διαφοροποιεί και συνδέει αυτούς τους χώρους. Όταν ο Freud τοποθετεί την ενόρμηση στο όριο του σωματικού και του ψυχικού, νομίζω ότι με την έννοια όριο δεν έχουμε να καταλάβουμε μία κάποια διαχωριστική επιφάνεια, αλλά ένα δυναμικό πεδίο μεταβατικών διεργασιών που επιτρέπουν το αμφίδρομο πέρασμα μεταξύ ψυχισμού και σώματος. Εάν δεν είναι έτσι, τότε θα έχουμε να σκεφθούμε ότι ο Freud, δανειζόμενος, εισάγοντας έννοιες ή λειτουργίες, είτε με το σκεπτικό της εκπροσώπησης είτε με αυτό της αναλογίας, επιτελεί ένα τεράστιο επιστημολογικό και ουσιαστικά κλινικό άλμα. Για το οποίο άλλωστε έχει κατηγορηθεί η ψυχανάλυση. Η Ε. Κιτσίκη εξετάζει το διάβημα της αναλογίας. Ανευρίσκει τα ίχνη του στη σκέψη του Freud και αναλύει λεπτομερώς τα επιστημολογικά θεμέλια αυτού του διαβήματος, χωρίς ωστόσο, όπως μπόρεσα να καταλάβω από το δημοσιευμένο άρθρο της, να καθιστά σαφές εάν συμφωνεί ή όχι με αυτό, ή με ποιον τρόπο θα μπορούσαμε να δεχτούμε αυτή την προσέγγιση. Μία περισσότερο κριτική άποψη διατυπώνει στο κείμενο σχολιασμού που φιλοξενεί η παρούσα ιστοσελίδα. Η σκέψη μου είναι ότι η προσέγγιση της αναλογίας αποτελεί μία εξωτερική παρατήρηση, ένας τρόπος κατανόησης προς όφελος ενός εξωτερικού παρατηρητή. Ο οποίος παρατηρεί και λέει, σχεδόν περιγραφικά, έχοντας ίσως την στατιστική σημαντικότητα με το μέρος του, ότι αυτό που συμβαίνει στο ένα συμβαίνει ανάλογα και στο άλλο. Δεν προβαίνει σε μία άμεση ταύτιση, σε έναν ισομορφισμό, αλλά διατηρεί μία κάποια επιστημολογική επιφύλαξη κάποιων δυναμικών, εισάγοντας την σχετικότητα που προσφέρει η έννοια της αναλογίας. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν μας πληροφορεί τίποτα σχετικά με το πώς, για ποιον λόγο, μπορεί να αναπτύσσεται αυτή η παρατηρούμενη αναλογία. Δεν μας πληροφορεί για το ποια εσωτερική ανάγκη, επιθυμία ή μηχανισμός οδηγούν σε ένα τέτοιο φαινόμενο, ούτε γύρω από τους διϋποκειμενικούς μηχανισμούς ενός διαλόγου που εξασφαλίζει ίσως την αναλογία. Έτσι θα έλεγα ότι η έννοια της αναλογίας, χωρίς να είναι λανθασμένη, είναι τουλάχιστον μερική και μάλλον περιγραφική. Νομίζω ότι τόσο για την εκπροσώπηση όσο και για την αναλογία, ο κίνδυνος είναι να παραμείνουμε σε μία απλοϊκή μορφή της εφαρμογής τους, ιδιαίτερα την στιγμή κατά την οποία επιχειρούμε την μελέτη των πιθανών συνδετικών μηχανισμών. Θα ήθελα να προτείνω ένα παράδειγμα με αφορμή μία πρόσφατη δημοσίευση έρευνας γύρω από την εξάρτηση από την κοκαΐνη (Marcello Solinas, Nathalie Thiriet, Rana El Rawas, Virginie Lardeux and Mohamed Jaber, 2009. «Environmental Enrichment During Early Stages of Life Reduces the Behavioral, Neurochemical, and Molecular Effects of Cocaine».
6 Neuropsychopharmacology 34, 1102 1111). Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι η έκθεση σε σύνθετες και εμπλουτισμένες μορφές περιβάλλοντος κατά την διάρκεια των πρώτων σταδίων της ζωής, προκαλεί σημαντικές αλλαγές στο επίπεδο του ραβδωτού σώματος (υποφλοιώδης μάζα λευκής και φαιάς ουσίας προσθιοπλαγίως του θαλάμου και στα δύο ημισφαίρια) με άμεση επίπτωση στην λειτουργία του ντοπαμινεργικού συστήματος και του επικληνούς πυρήνα, η οποία με την σειρά της προκαλεί την μειωμένη αντιδραστικότητα σε ναρκωτικές ουσίες, άρα μειώνονται οι πιθανότητες εξάρτησης από αυτές. Να σημειώσουμε βεβαίως ότι η έρευνα έγινε σε ποντίκια. Η απλοϊκή αναλογία και ο απλοϊκός συσχετισμός θα θεωρήσει ότι η νευροεπιστήμη επιβεβαιώνει αυτά που λέει η ψυχανάλυση για την σχέση μητέρας παιδιού, για τις επιπτώσεις του αρνητικού και του πρώιμου τραύματος, της απουσίας, ή αντίθετα την σημασία ενός περιβάλλοντος που παρέχει την δυνατότητα ανάπτυξης του παιχνιδιού, του αυτοερωτισμού, που διασφαλίζει την μητρική λειτουργία κλπ. Αυτή η μορφή αναλογίας είναι τόσο εσφαλμένη όσο και η ιδέα ότι σε μία μητέρα ή σε ένα ανθρώπινο περιβάλλον ανάπτυξης, αρκεί το νευρικό σύστημα και το μυαλό μίας ποντικίνας για την αποφυγή των εξαρτήσεων στα παιδιά. Το πείραμα αναδεικνύει την πλαστικότητα του νευρικού συστήματος και την δυναμική σχέση του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας του εγκεφάλου ως προς το περιβάλλον. Αυτό το δεδομένο, ίσως, μπορεί να μας επισημάνει ένα πιθανό, ένα εν δυνάμει εύρος της επίδρασης της λεγόμενης μητρικής λειτουργίας, μικροσκοπικά, μακροσκοπικά, συμπεριφορικά, γνωσιακά και ψυχικά. Μας μιλάει για μία νευρωνική πραγματικότητα η οποία αποτελεί μία διαθεσιμότητα του εγκεφάλου προς την ψυχική ζωή. Στην ίδια κατεύθυνση πρότεινα την διάκριση μίας νοητικής πραγματικότητας - πχ της δυνατότητας να αρθρώνει κανείς λέξεις, πραξίες, να θυμάται, η οποία είναι μία διαθεσιμότητα προς τον ψυχισμό. Δεν είναι ο ψυχισμός ούτε η ύπαρξή της προδικάζει την μία ή την άλλη εξέλιξη ενός ανθρώπου. Το τι θα πράξει και πώς θα διαμορφωθεί συνολικά ο κάθε συγκεκριμένος εγκέφαλος ενός συγκεκριμένου ψυχισμού σε κάθε συγκεκριμένο περιβάλλον, έχει να κάνει με τις μεταξύ τους σχέσεις, μεταξύ εγκεφάλου και ψυχισμού, μεταξύ σωματοψυχικής οντότητας και περιβάλλοντος. Η μεταβίβαση και το πεδίο των μεταβατικών διεργασιών Η Ε. Κιτσίκη στο κείμενο του σχολιασμού, αναφέρεται σε μία αίσθηση σύγχυσης που είχε αναφορικά με την χρήση της έννοιας της μεταβίβασης ως «ένα μεταβατικό πεδίο στην διατομή της ψυχανάλυσης και των νευροεπιστημών», που προτείνεται στο άρθρο μου. Αρχικά θα ήθελα να σημειώσω ότι δεν προτείνω έναν διαφορετικό ορισμό της ψυχαναλυτικής μεταβίβασης. Ήδη ο Freud έχει επισημάνει ότι το φαινόμενο της μεταβίβασης δεν αποτελεί μία αποκλειστικότητα της ψυχανάλυσης. Η ψυχανάλυση, επειδή ακριβώς προσπαθεί να κατανοήσει και έρχεται αντιμέτωπη με τον τρόπο οργάνωσης και την παθολογική έκφραση του ψυχισμού, ιδιαιτέρως όταν το σύμπτωμα αφορά στο σώμα, αναδεικνύει την εξαιρετική σημασία και την δυναμική των μεταβιβαστικών φαινομένων. Η θεραπευτική σχέση γίνεται μία πραγματοποίηση, ένα πεδίο πραγμάτωσης και επεξεργασίας της ψυχικής πραγματικότητας (Guillaumin, 1975). Ένα πεδίο, ένας «πλήρης οργανισμός» (Freud, 1913) τόσο πραγματικός όσο και εικονικός, εν δυνάμει. Με μία λέξη, μεταβατικός. Και αυτή, ξαναβρίσκοντας την άποψη του Georgieff (2007), είναι η θεραπευτική αξία της ψυχανάλυσης. Η σκέψη μου είναι ότι η μεταβιβαστική σχέση είναι η λειτουργική και δυναμική έκφραση των ενδοϋποκειμενικών και των διϋποκειμενικών διεργασιών αυτο-οργάνωσης που αναπτύσσονται και διατρέχουν το σύνολο των πεδίων από τα οποία συγκροτείται η σωματοψυχική οντότητα. Η τοποθέτηση της μεταβίβασης στην διατομή της ψυχανάλυσης και των νευροεπιστημών, επισημαίνει : Πρώτον, την σημασία και την ύπαρξη
7 αυτών των μεταβατικών διεργασιών που επιτρέπουν την διαφοροποίηση και την σύνδεση ψυχισμού και σώματος έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η διαθεσιμότητα προς την φυλογενετική και την οντογενετική εξέλιξη. Δεύτερον, σε ένα θεωρητικό και επιστημολογικό επίπεδο, παραπέμπει στην διατύπωση ενός διαφορετικού τρόπου σκέψης γύρω από το binding problem και την σχέση μεταξύ ψυχανάλυσης και νευροεπιστημών, με την υπόθεση του μεταβατικού μονισμού. Σκέφτομαι ότι κατά έναν τρόπο η ψυχανάλυση και οι νευροεπιστήμες, στην έμπρακτη προσπάθεια διαλόγου τους, έχουν την ανάγκη μίας θεραπείας ζεύγους. Δηλαδή την ανάγκη ενός ενδιάμεσου πεδίου, μίας μεταβιβαστικής σχέσης (μία μεταψυχολογική και μεταβιολογική σχέση), την οποία θα έχουν να βιώσουν, να αναλύσουν και να ερμηνεύσουν. Να κάνουν, όπως το ίδιο το σώμα κάνει, και ίσως, όπως έκανε ο Freud. Θα ήθελα και πάλι να ευχαριστήσω την κυρία Κιτσίκη και τον κύριο Καψαμπέλη. ΟΙ απόψεις που προτείνουν παραπέμπουν και σε πολλά άλλα ερωτήματα γύρω από τα οποία ελπίζω ότι θα έχουμε την δυνατότητα συζήτησης και επεξεργασίας τους. i Οι βιβλιογραφικές αναφορές περιέχονται στον ανάλογο πίνακα του δηµοσιευµένου άρθρου. Τµήµατα αυτού του κειµένου είναι αποσπάσµατα από το βιβλίο «Ψυχανάλυση και Νευροεπιστήµες - Αντιστίξεις και Μεταβάσεις», προς έκδοση.