ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2004 Επιτροπή Αλιείας 2009 4.5.2007 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ σχετικά µε την έκθεση αξιολόγησης για την εφαρµογή του από 7 Μαΐου 1998 Κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συµβουλίου για την εφαρµογή των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ορισµένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων, δυνάµει του άρθρου 5 του εν λόγω Κανονισµού Επιτροπή Αλιείας Εισηγήτρια: Carmen Fraga Estévez DT\665998.doc PE 388.580v01-00
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Αφενός δυνάµει των διατάξεων περί διαφάνειας, ενηµέρωσης και επίβλεψης των αποφάσεων, και αφετέρου εν όψει του σχεδίου αναθεώρησης της νοµοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε ένα Σχέδιο Έκθεσης στο Συµβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά µε την εφαρµογή του Κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 994/98 περί εφαρµογής των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ σε ορισµένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων, δυνάµει του άρθρου 5 του εν λόγω Κανονισµού. Επειδή ορισµένες εξαιρέσεις αφορούν κρατικές ενισχύσεις υπέρ του αλιευτικού τοµέα, η Επιτροπή Αλιείας οφείλει να γνωµοδοτήσει επί του ως άνω Σχεδίου Έκθεσης της Επιτροπής. Όµως, και επειδή στην πράξη οι δυνατότητες χορήγησης κρατικών ενισχύσεων στον αλιευτικό τοµέα είναι πολύ περιορισµένες, η Επιτροπή Αλιείας επιδιώκει µε τη γνωµοδότησή της αυτή, πέρα από τον έλεγχο της λειτουργίας του κανονισµού περί κρατικών ενισχύσεων στον τοµέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας, να δώσει έναν προσανατολισµό στις νέες προτάσεις που ετοιµάζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και για τις οποίες δεν προβλέπεται γνωµοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι κρατικές ενισχύσεις στον αλιευτικό τοµέα Υπάρχουν τρία σαφώς διαχωρισµένα επίπεδα στους κανονισµούς περί κρατικών ενισχύσεων και περί εφαρµογής των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης: * Οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραµµές του 2004, * Οι κρατικές ενισχύσεις για τις µικρές και µεσαίες επιχειρήσεις, * Ο Κανονισµός περί ήσσονος σηµασίας (de minimis) ενισχύσεων. Οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραµµές του 2004 Αντικατέστησαν τις προηγούµενες του 2001, µετά τη µεταρρύθµιση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), και ειδικότερα µετά την έκδοση του Κανονισµού 2369/2002 περί διαρθρωτικής πολιτικής. Σκοπός τους είναι να ρυθµίσουν τις εξαιρέσεις από το άρθρο 87.1 που ορίζει την αρχή του ασυµβίβαστου ενισχύσεων και κοινής αγοράς, πλην ορισµένων εξαιρέσεων απαριθµούµενων στο άρθρο 87.2 και 87.3. Να τονίσουµε ότι, όπως ήδη είπαµε, οι κατευθυντήριες γραµµές είναι πολύ περιοριστικές για τον αλιευτικό τοµέα, αντίθετα µε ό,τι ισχύει για άλλους τοµείς οικονοµικής δραστηριότητας, συµπεριλαµβανοµένων εκείνων που αντιµετωπίζουν προβλήµατα αρκετά όµοια µε της αλιείας, όπως π.χ. είναι ο τοµέας των θαλασσίων µεταφορών. Για τον τοµέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας, οι µόνες ενισχύσεις που µπορούν να θεωρηθούν συµβατές παρατίθενται στην παράγραφο 4 και σχεδόν εξ ολοκλήρου αφορούν ενισχύσεις και λεπτοµέρειες εφαρµογής που προβλέπονται από τους διαρθρωτικούς κανονισµούς. PE 388.580v01-00 2/5 DT\665998.doc
Αντίθετα, οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραµµές π.χ. για τις κρατικές ενισχύσεις υπέρ των θαλασσίων µεταφορών λαµβάνουν υπόψη την µειωµένη ανταγωνιστικότητα που χαρακτηρίζει τα σκάφη που είναι νηολογηµένα στην ΕΕ, σε σχέση µε τα σκάφη που είναι νηολογίου τρίτων χωρών και, εποµένως, λαµβάνουν υπόψη και τα συνεπαγόµενα προβλήµατα µετακόµισης επιχειρήσεων. Στην πράξη, η πτυχή αυτή είναι ίδια µε την κατάσταση που επικρατεί στον αλιευτικό στόλο που δρα εκτός κοινοτικών υδάτων, όπως ήδη αποδείχθηκε µε διάφορες µελέτες, δεδοµένου ότι η εφαρµογή των όλων των κοινοτικών κανονισµών και όχι µόνο των αλιευτικών, µαζί µε τα φορολογικά και κοινωνικά βάρη, καθιστά λιγότερο ανταγωνιστικό τον κοινοτικό αλιευτικό στόλο. Οι προβλεπόµενες και επιτρεπόµενες ενισχύσεις για τις θαλάσσιες µεταφορές που, αν και αρχικά ήταν έκτακτες και προσωρινές, έγιναν µόνιµες µετά τη µεταρρύθµιση του 2004, είναι φορολογικής φύσης (αφορούν κυρίως τον φόρο επιχειρήσεων) και κοινωνικής φύσης, αφού επιτρέπουν µειώσεις του συντελεστή κοινωνικών εισφορών και του φορολογικού συντελεστή επί του εισοδήµατος των κοινοτικών ναυτικών που εργάζονται σε σκάφη υπό σηµαία ΕΕ. Πρέπει να επισηµάνουµε ότι το µέγιστο επίπεδο των ενισχύσεων, όπως ορίζεται από τις οδηγίες περί θαλασσίων µεταφορών, µπορεί να φτάσει µέχρι τη µείωση των φορολογικών και κοινωνικών βαρών στο µηδέν και µια σηµαντική µείωση του φόρου επιχειρήσεων. Εύκολο είναι εποµένως να αντιληφθούµε τη διαφορετική και αδικαιολόγητη µεταχείριση που επιφυλάσσει η κοινοτική νοµοθεσία σε καταστάσεις πολύ όµοιες µεταξύ τους. Οι ενισχύσεις υπέρ των µικρών και µεσαίων επιχειρήσεων Το δεύτερο επίπεδο εφαρµογής των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης αφορά τις ενισχύσεις υπέρ των µικρών και µεσαίων επιχειρήσεων που ασχολούνται µε την παραγωγή, µεταποίηση και εµπορία των αλιευτικών προϊόντων, θέµα που το ρυθµίζει ο Κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 1595/2004. Και πάλι, όπως και στην προαναφερθείσα περίπτωση των κοινοτικών οδηγιών, το πεδίο εφαρµογής είναι επίσης περιορισµένο και, εκ νέου, η χορήγηση ενισχύσεων ρυθµίζεται από τον Κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 2792/1999 περί καθορισµού των λεπτοµερών κανόνων και ρυθµίσεων σχετικά µε την κοινοτική διαρθρωτική βοήθεια στον τοµέα της αλιείας. Άλλος περιορισµός στην εφαρµογή του Κανονισµού αυτού είναι ότι δεν ισχύει για έργα των οποίων οι επιδοτήσιµες δαπάνες ξεπερνούν τα δυο εκατοµµύρια ευρώ ή όταν το ποσόν της ενίσχυσης ξεπερνάει το ένα εκατοµµύριο ευρώ ανά δικαιούχο και ανά έτος. Τούτο συνέβαλε στο να είναι πολύ µικρή η χρήση τέτοιων ενισχύσεων από τις µικρές και µεσαίες επιχειρήσεις, έστω κι αν, σύµφωνα µε το Σχέδιο Έκθεσης της Επιτροπής, από το 2005 σηµειώθηκε µια αύξηση της χρήσης τέτοιων ενισχύσεων, αύξηση όµως που επιβάρυνε µικρό αριθµό κρατών µελών. Οι ήσσονος σηµασίας (de minimis) ενισχύσεις Τρίτο επίπεδο είναι το σχετικό µε τον Κανονισµό (ΕΚ) 1860/2004 περί στις ενισχύσεις ήσσονος σηµασίας στους τοµείς της γεωργίας και της αλιείας, που σήµερα είναι υπό αναθεώρηση. Ο κανονισµός αυτός θεµελιώνεται στον Κανονισµό 994/98, βάσει του οποίου πρέπει να κοινοποιούνται οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε µια επιχείρηση για µια συγκεκριµένη περίοδο και που δεν ξεπερνούν ένα συγκεκριµένο όριο. DT\665998.doc 3/5 PE 388.580v01-00
Ο Κανονισµός 69/2001, που ρύθµιζε αυτές τις ενισχύσεις γενικού χαρακτήρα εξαιρέσει εκείνων του γεωργικού και του αλιευτικού τοµέα, έθετε ως όριο τα 100.000 ευρώ ανά τριετία. Πέρυσι, η Επιτροπή τον αναθεώρησε µέσω του Κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1998/2006, µε τον οποίο το όριο της ενίσχυσης αυξάνεται στα 200.000 ευρώ, συµπεριλαµβάνεται δε εφεξής στο γενικό καθεστώς και ο τοµέας της µεταποίησης και εµπορίας γεωργικών προϊόντων. Αντιθέτως, και απέναντι σε αυτά τα όρια που έχουν θεσπιστεί για τους υπόλοιπους τοµείς, ο Κανονισµός 1860/2004 θέτει για τον αλιευτικό τοµέα ένα όριο µόνον 3.000 ευρώ ανά δικαιούχο και ανά τριετία. Η νέα πρόταση αυξάνει το όριο σε 30.000 ευρώ, χωρίς µέχρι στιγµής να έχει δοθεί οποιαδήποτε σαφής και πειστική εξήγηση για τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία αυτή η άνιση µεταχείριση σε σχέση µε τους τοµείς που υπάγονται στον Κανονισµό αριθ. 1998/06, ούτε γιατί προτείνεται µια τόσο µικρή αύξηση, ούτε ακόµη γιατί υπάγεται µόνο η µεταποίηση και εµπορία γεωργικών προϊόντων στο γενικό καθεστώς και όχι τουλάχιστον η ίδια κατηγορία επιχειρήσεων του αλιευτικού τοµέα που για άλλη µια φορά υφίσταται διακρίσεις που κατά τη γνώµη της εισηγήτριας του παρόντος δεν δικαιολογούνται επ ουδενί. Συµπεράσµατα 1.- Η Επιτροπή Αλιείας θεωρεί ότι το καθεστώς των κρατικών ενισχύσεων υπέρ του τοµέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας εφαρµόζεται µε κριτήριο υπερβολικά περιοριστικό, ιδίως εάν το συγκρίνουµε µε άλλους τοµείς οικονοµικής δραστηριότητας υπό παρόµοιες συνθήκες. 2.- εδοµένης της αρχής της βάσει της οποίας πρέπει σε παρόµοια προβλήµατα να δίδονται παρόµοιες λύσεις, ή ακόµη και ταυτόσηµες όπως στην περίπτωση που µας απασχολεί, και λαµβάνοντας υπόψη την ύπαρξη των Οδηγιών περί των κρατικών ενισχύσεων υπέρ του τοµέα των θαλασσίων µεταφορών, η Επιτροπή Αλιείας ζητεί να µεταρρυθµιστούν οι Οδηγίες οι σχετικές µε τις κρατικές ενισχύσεις υπέρ του αλιευτικού τοµέα. 3.- Η Επιτροπή Αλιείας ζητεί κατά συνέπεια να καλύψει ένα κεφάλαιο της εν λόγω µεταρρύθµισης ρητώς τον κοινοτικό αλιευτικό στόλο που πλέει αποκλειστικά εκτός των κοινοτικών υδάτων, βάσει των ιδίων αρχών και µέτρων που διέπουν τις Οδηγίες περί των θαλασσίων µεταφορών, αφού τα προβλήµατα ανταγωνιστικότητάς τους έναντι τρίτων χωρών είναι απολύτως συγκρίσιµα, και να εγκριθούν µέτρα για ειδική µεταχείριση των φορολογικών και κοινωνικών βαρών του συγκεκριµένου τµήµατος του αλιευτικού στόλου. 4.- Η Επιτροπή Αλιείας θεωρεί αδικαιολόγητη τη διακριτική µεταχείριση που επιφυλάσσει η πρόταση της Επιτροπής στις ήσσονος σηµασίας (de minimis) ενισχύσεις που ισχύουν για τον αλιευτικό τοµέα και ζητεί ίδια µεταχείριση µε εκείνη που ο Κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 1998/06 προβλέπει για άλλους τοµείς. Επί πλέον, η Επιτροπή Αλιείας θεωρεί ότι ο εν λόγω Κανονισµός πρέπει να τροποποιηθεί, ώστε να συµπεριλάβει τουλάχιστον και τον τοµέα της µεταποίησης και εµπορίας αλιευτικών προϊόντων. 5.- Η Επιτροπή Αλιείας τονίζει ότι η αύξηση σε 30.000 ευρώ που προβλέπει η προτεινόµενη τροποποίηση του Κανονισµού περί ήσσονος σηµασίας (de minimis) ενισχύσεων εξακολουθεί να είναι σαφώς ανεπαρκής και ζητεί τουλάχιστον µια αύξηση σε 100.000 ευρώ ανά δικαιούχο, όπως ζητεί και το από 12 Σεπτεµβρίου 2006 ψήφισµα του Ευρωπαϊκού PE 388.580v01-00 4/5 DT\665998.doc
Κοινοβουλίου σχετικά µε την Ανακοίνωση της Επιτροπής περί βελτίωσης της οικονοµικής κατάστασης στον αλιευτικό τοµέα. DT\665998.doc 5/5 PE 388.580v01-00