ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Γ Ε Ν Ι Κ Η Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Ε Ι Α Γ Δ Σ Τ Ετήσια έκθεση του Συµβουλίου σχετικά µε την πρόσβαση στα έγγραφα - 2006 Α Π Ρ Ι Λ Ι Ο Σ 2 0 0 7
Ετήσια έκθεση του Συµβουλίου σχετικά µε την πρόσβαση στα έγγραφα - 2006 Α Π Ρ Ι Λ Ι Ο Σ 2 0 0 7
Περισσότερες πληροφορίες για την Ευρωπαϊκή Ένωση παρέχονται από το Internet µέσω του εξυπηρετητή Europa (http://www.europa.eu). Βιβλιογραφικό δελτίο υπάρχει στο τέλος του τεύχους. ISBN 978-92-824-2225-0 ISSN 1830-3994 Ευρωπαϊκές Κοινότητες, 2007 Επιτρέπεται η αναπαραγωγή µε αναφορά της πηγής. Printed in Belgium ΤΥΠΩΜΕΝΟ ΣΕ ΧΑΡΤΙ ΛΕΥΚΑΣΜΕΝΟ ΧΩΡΙΣ ΧΛΩΡΙΟ
Το παρόν φυλλάδιο περιέχει την ετήσια έκθεση του Συµβουλίου σχετικά µε την εφαρµογή του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα κατά το 2006. Η έκθεση, την οποία ενέκρινε το Συµβούλιο τον Απρίλιο του 2007, παρουσιάζει τις κανονιστικές, διοικητικές και πρακτικές αναπροσαρµογές στις οποίες προέβη το Συµβούλιο προκειµένου να τηρηθούν οι διατάξεις του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Η έκθεση παρέχει επίσης πληροφορίες σχετικά µε το δηµόσιο µητρώο των εγγράφων του Συµβουλίου, καθώς και στατιστικά στοιχεία σχετικά µε την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα. Επιπλέον, η έκθεση υπογραµµίζει τις κυριότερες εξελίξεις κατά το πέµπτο έτος εφαρµογής του κανονισµού, περιέχει ανασκόπηση των καταγγελιών που υποβλήθηκαν στον Ευρωπαίο διαµεσολαβητή καθώς και των αποφάσεων που εκδόθηκαν από τα Δικαστήρια της Κοινότητας, σε σχέση µε τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, και απαριθµεί τις υποθέσεις που εκκρεµούν ενώπιον των Δικαστηρίων της Κοινότητας όσον αφορά την πρόσβαση στα έγγραφα του Συµβουλίου. Πρόσθετες πληροφορίες (καθώς και οι προηγούµενες εκθέσεις) όσον αφορά την πρόσβαση στα έγγραφα του Συµβουλίου και άλλα ζητήµατα σχετικά µε τη διαφάνεια παρέχονται στην ιστοσελίδα http:/www.consilium.europa.eu, ενότητα «Έγγραφα». 3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελίδα ΕΙΣΑΓΩΓΗ 7 I. ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΕΣ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ 8 1. Το δηµόσιο µητρώο των εγγράφων του Συµβουλίου 8 2. Πρακτικές αναπροσαρµογές 9 3. Εσωτερικές οδηγίες, ηµερίδες κατάρτισης, προσωπικό 11 II. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ 12 Επαγγελµατική προέλευση και γεωγραφική κατανοµή των αιτούντων 12 Τοµείς που αποτελούν το αντικείµενο των αιτήσεων πρόσβασης 13 Αριθµός εξεταζόµενων εγγράφων και αρνήσεων πρόσβασης 13 III. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΞΑΙΡΕΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ 15 Λόγοι άρνησης 15 Ειδική εξαίρεση για τις νοµικές γνωµοδοτήσεις 15 IV. ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 17 1. Επιπτώσεις της βελτιωµένης διαφάνειας των εργασιών του Συµβουλίου στην πολιτική 17 πρόσβασης του κοινού του εν λόγω θεσµικού οργάνου 2. Διοργανική επιτροπή «Πρόσβαση στα έγγραφα» 18 3. Κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 για την εφαρµογή των διατάξεων της σύµβασης του Ώρχους σχετικά µε την πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες 19 V. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 21 A. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ 21 B. ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 23 VI. ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 27 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΣΤΑ 29 ΕΓΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ 5
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το άρθρο 17 παράγραφος 1 του κανονισµού αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, 1 του Συµβουλίου και της Επιτροπής προβλέπει ότι «Κάθε θεσµικό όργανο δηµοσιεύει ετησίως έκθεση για το προηγούµενο έτος, που περιλαµβάνει τον αριθµό των περιπτώσεων στις οποίες το θεσµικό όργανο αρνήθηκε την πρόσβαση σε έγγραφα, καθώς και τους λόγους για τις αρνήσεις αυτές και τον αριθµό των ευαίσθητων εγγράφων που δεν καταχωρήθηκαν στο µητρώο.». H παρούσα έκθεση αφορά την εφαρµογή του κανονισµού αριθ. 1409/2001 από το Συµβούλιο κατά τη διάρκεια του 2006. Όπως και στις 2 προηγούµενες ετήσιες εκθέσεις, στην παρούσα έκθεση παρατίθενται, στο πρώτο µέρος, οι κανονιστικές, διοικητικές και πρακτικές αναπροσαρµογές στις οποίες προέβη το Συµβούλιο το 2006 σε εφαρµογή των διατάξεων του κανονισµού αριθ. 1049/2001. Το δεύτερο µέρος είναι αφιερωµένο στην ανάλυση των αριθµητικών στοιχείων όσον αφορά τις αιτήσεις πρόσβασης για την περίοδο αναφοράς. Το τρίτο µέρος αφορά ειδικότερα την εφαρµογή, από µέρους του Συµβουλίου, των εξαιρέσεων από το δικαίωµα πρόσβασης που προβλέπονται από το άρθρο 4 του κανονισµού αριθ. 1049/2001. Στο τέταρτο µέρος αναφέρονται τα αξιοσηµείωτα γεγονότα του πέµπτου έτους εφαρµογής του κανονισµού και στο πέµπτο µέρος εξετάζονται οι καταγγελίες που υποβλήθηκαν στον Ευρωπαίο Διαµεσολαβητή και οι προσφυγές στη δικαιοσύνη. Τα συµπεράσµατα της έκθεσης περιέχονται στο έκτο και τελευταίο µέρος. 1 2 Βλέπε εν προκειµένω τις προηγούµενες εκθέσεις του Συµβουλίου (έγγρ. 7957/03, 8036/04, 8896/05 και 13354/1/06 REV 1) καθώς και τις εκθέσεις της Επιτροπής (COM(2003) 216 τελικό, COM(2004) 347 τελικό και COM(2005) 348 τελικό). Οι εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τα έτη 20022005 περιλαµβάνονται στα σηµειώµατα του Γενικού Γραµµατέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς το Προεδρείο µε ηµεροµηνίες 23 Ιανουαρίου 2003 (PE 324.992/BUR), 19 Φεβρουαρίου 2004 (PE 338.930/BUR/NT), 7 Μαρτίου 2005 (PE 352.676/BUR./ANN.) και 22 Μαρτίου 2006 (PE 371.089/BUR./ANN.). Σηµειωτέον εξάλλου ότι, σύµφωνα µε το άρθρο 17 παράγραφος 2 του κανονισµού αριθ. 1049/2001, η Επιτροπή δηµοσίευσε έκθεση για την εφαρµογή των αρχών του εν λόγω κανονισµού στις 30 Ιανουαρίου 2004 (COM (2004) 45 τελικό). Βλέπε έγγρ. 7957/03, 8036/04 και 13354/1/06 REV 1. 7
I. ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΕΣ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ 1. Το δηµόσιο µητρώο των εγγράφων του Συµβουλίου Σύµφωνα µε το άρθρο 11 του κανονισµού αριθ. 1049/2001, τα κοινοτικά θεσµικά όργανα παρέχουν πρόσβαση σε µητρώο εγγράφων µε ηλεκτρονική µορφή. Το δηµόσιο µητρώο των εγγράφων του Συµβουλίου, το οποίο άρχισε να λειτουργεί την 1η Ιανουαρίου 1999, περιέχει αναφορές σε όλα τα έγγραφα του Συµβουλίου που έχουν καταχωρηθεί µέσω αυτόµατου συστήµατος αρχειοθέτησης. Κατά τον τρόπο αυτό, κάθε µη ευαίσθητο έγγραφο που υποβάλλεται στο Συµβούλιο ή σε ένα από τα προπαρασκευαστικά όργανά του και χρησιµεύει ως βάση για τις συζητήσεις ή το οποίο επηρεάζει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων ή αντικατοπτρίζει την πορεία των εργασιών ενός φακέλου καταχωρείται αυτοµάτων στο µητρώο. Όσον αφορά τα ευαίσθητα έγγραφα 3, ο συντάκτης διευκρινίζει τις αναφορές που µπορούν, ενδεχοµένως, να περιέχονται στο µητρώο 4. Το µητρώο επιτρέπει την πρόσβαση στο πλήρες κείµενο µεγάλου αριθµού εγγράφων, τα οποία, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 11 του Παραρτήµατος ΙΙ του εσωτερικού κανονισµού του Συµβουλίου, πρέπει να καθίστανται απευθείας προσιτά στο κοινό µόλις κυκλοφορήσουν 5. Πρόκειται για τις ακόλουθες κατηγορίες εγγράφων: προσωρινές ηµερήσιες διατάξεις των συνόδων του Συµβουλίου και των προπαρασκευαστικών οργάνων του (πλην ορισµένων οργάνων που είναι αρµόδια για στρατιωτικά θέµατα και θέµατα ασφαλείας), έγγραφα που υποβάλλονται στο Συµβούλιο τα οποία περιέχονται σε σηµείο της ηµερήσιάς του διάταξης µε την αναφορά «δηµόσια σύσκεψη» ή «δηµόσια συζήτηση» σύµφωνα µε το άρθρο 8 του εσωτερικού κανονισµού, 6 στο νοµοθετικό τοµέα, σηµειώµατα για σηµεία «Ι/Α» και σηµεία «Α», υποβαλλόµενα στην ΕΜΑ και/ή το Συµβούλιο, καθώς και σχέδια νοµοθετικών πράξεων και κοινών θέσεων και κοινά κείµενα εγκεκριµένα από την Επιτροπή Συνεννόησης, στα οποία παραπέµπουν τα εν λόγω σηµειώµατα, έγγραφα σχετικά µε νοµοθετική πράξη µετά τον καθορισµό κοινής θέσης, την έγκριση κοινού σχεδίου από την Επιτροπή Συνεννόησης ή την οριστική έκδοση της πράξης, οποιοδήποτε άλλο κείµενο εγκρινόµενο από το Συµβούλιο και προοριζόµενο για δηµοσίευση στην Επίσηµη Εφηµερίδα, 3 4 5 6 8 Για τους σκοπούς του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, νοούνται ως «ευαίσθητα έγγραφα» τα έγγραφα που φέρουν την ένδειξη «CONFIDENTIEL», «SECRET» ή «TRΘS SECRET/TOP SECRET». Βλέπε στη συνάρτηση αυτή το άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισµού αυτού. Βλέπε το άρθρο 9 παράγραφος 2 καθώς και το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισµού αριθ. 1049/2001. Το 2006 102.087 έγγραφα κατέστησαν κατά τον τρόπο αυτό προσιτά µέσω του µητρώου µόλις κυκλοφόρησαν. Βλέπε το άρθρο 11 παράγραφος 5 σηµείο β του Παραρτήµατος ΙΙ του εσωτερικού κανονισµού του Συµβουλίου, ΕΕ L 285, 16.10.2006, σ. 47. Για επιπλέον πληροφορίες σχετικά µε το εν λόγω ζήτηµα, βλέπε επίσης το κεφάλαιο IV παράγραφος 1 της παρούσας έκθεσης, σ. 17.
έγγραφα τρίτων που έχουν δοθεί στη δηµοσιότητα από το συντάκτη τους ή µε τη συγκατάθεσή του, έγγραφα στα οποία επετράπη πλήρης πρόσβαση σε ένα µέλος του κοινού το οποίο υπέβαλε σχετική αίτηση. Στις 31 Δεκεµβρίου 2006 στο µητρώο είχαν καταχωρηθεί 849.117 έγγραφα όλων των γλωσσών το περιεχόµενο 583.905 εγγράφων (ήτοι το 68,7 των καταχωρηµένων στο µητρώο εγγράφων) ήταν δηµοσιοποιηµένο, δηλαδή είτε σε µορφή που «κατεβαίνει» ηλεκτρονικά (563.089 έγγραφα σε µορφή PDF ή HTML) είτε διαθέσιµο κατόπιν απλής αιτήσεως (20.816 έγγραφα συντάχθηκαν σε άλλη µορφή). Κατά συνέπεια, σε σχέση µε το προηγούµενο έτος, ο αριθµός των εγγράφων που εµφαίνονται στο µητρώο αυξήθηκε κατά 22,8 περίπου (691.410 στα τέλη Δεκεµβρίου του 2005 έναντι 849.117 στις αρχές του 2006), ενώ ο αριθµός εγγράφων που είναι απευθείας προσιτά µέσω του µητρώου αυξήθηκε σχεδόν κατά 38,3 (422.297 στα τέλη του 2006 έναντι 583.905 στο τέλος του έτους). Επίσης, στις 31 Δεκεµβρίου του 2006 το µητρώο περιείχε 14.763 έγγραφα µε την ένδειξη «Ρ/Α» (δηλαδή εν µέρει προσιτά), εκ των οποίων 2.133 (σε µορφή PDF) ήταν προσιτά ηλεκτρονικά 7. Τα έγγραφα «Ρ/Α» που καταχωρήθηκαν στο µητρώο πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2004 (ηµεροµηνία µετά την οποία κάθε νέο και µερικώς προσιτό έγγραφο καθίσταται απευθείας προσιτό στο κοινό µέσω του µητρώου) γενικά δεν «κατεβάζονται» ηλεκτρονικά, µπορούν όµως να διατεθούν στους ενδιαφεροµένους κατόπιν αιτήσεως. Το 2006 380.349 διαφορετικοί χρήστες συνδέθηκαν µέσω του Διαδικτύου µε το δηµόσιο µητρώο του Συµβουλίου (έναντι 259.106 το 2005), δηλαδή ο αριθµός των χρηστών αυξήθηκε κατά 46,8 σε ένα έτος. Ο συνολικός αριθµός των επισκέψεων αυξήθηκε κατά 61,8, (1.722.354 επισκέψεις το 2006 έναντι 1.064.039 το 2005), πράγµα που αντιστοιχεί σε περισσότερες από 4.780 επισκέψεις ηµερησίως. Ο συνολικός αριθµός των αναζητήσεων πληροφοριών (υπολογιζόµενων µε βάση των αριθµό ανακλήσεων σε οθόνη) 7 818 759. Κατά την υπό εξέταση περίοδο παρήχθησαν, στην πρωτότυπη γλώσσα, 409 ευαίσθητα έγγραφα, εκ των οποίων 32 διαβαθµίστηκαν ως «SECRET UE» και 377 ως «CONFIDENTIEL UE». Μεταξύ των εγγράφων αυτών, 1 έγγραφο «SECRET UE» και 78 έγγραφα «CONFIDENTIEL UE» αναφέρονται στο µητρώο, κατ εφαρµογή των διατάξεων του άρθρου 9 παράγραφος 2 και του άρθρου 11 παράγραφος 2 του κανονισµού αριθ. 1049/2001. 2. Πρακτικές αναπροσαρµογές Σύµφωνα µε τις διατάξεις του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, πρέπει να λαµβάνεται υπόψη κάθε αίτηση πρόσβασης που αφορά έγγραφα υπό την κατοχή του Συµβουλίου, τα οποία αφορούν θέµατα σχετικά µε τις πολιτικές, τις δραστηριότητες και τις αποφάσεις που εµπίπτουν στην αρµοδιότητα του Συµβουλίου, συµπεριλαµβανοµένων των αιτήσεων που αφορούν διαβαθµισµένα έγγραφα. 7 Η µερική δηµοσιοποίηση εφαρµόζεται σύµφωνα µε το άρθρο 4 παράγραφος 6 του κανονισµού. 9
Η διεκπεραίωση των αιτήσεων πρόσβασης σε διαβαθµισµένα έγγραφα απαιτεί διεξοδική εξέταση από µέρους των αρµόδιων υπηρεσιών της Γενικής Γραµµατείας του Συµβουλίου. Το 2006 το Τµήµα Διαφάνειας εξέτασε 949 διαβαθµισµένα έγγραφα (έναντι 593 το 2005), 45 εκ των οποίων είχαν διαβαθµισθεί ως «CONFIDENTIEL UE» και 904 ως «RESTREINT UE»«8. Οι υπάλληλοι του Τµήµατος Διαφάνειας, προκειµένου να προβούν στην εξέτασή τους, διαβουλεύονται συστηµατικά µε τους συντάκτες/τα αρµόδια τµήµατα. Παρά το συχνά εξόχως περίπλοκο χαρακτήρα των φακέλων που πρέπει να εξετασθούν, η Γενική Γραµµατεία του Συµβουλίου µπόρεσε να αντιµετωπίσει το συνεπαγόµενο αυξηµένο διοικητικό φόρτο και να συµµορφωθεί προς τους όρους και τις χρονικές προθεσµίες που ορίζονται από τον κανονισµό αριθ. 1049/2001. Σηµειωτέον, εν προκειµένω, ότι η προθεσµία απάντησης είναι 15 εργάσιµες ηµέρες µε δυνατότητα παράτασης κατά 15 εργάσιµες ηµέρες σε περιπτώσεις δεόντως αιτιολογηµένες, λ.χ. όταν η αίτηση αφορά πολύ µεγάλο αριθµό εγγράφων. Το 2006 η µέση προθεσµία διεκπεραίωσης των αρχικών αιτήσεων ήταν 14 εργάσιµες ηµέρες. Η Γραµµατεία του Συµβουλίου παρέτεινε την προθεσµία στο 18,6 των αρχικών αιτήσεων, αλλά υποχρεούται να κάνει συχνότερα χρήση αυτής της δυνατότητας για τις απαντήσεις στις επιβεβαιωτικές αιτήσεις, οι οποίες πρέπει να εξετάζονται από την Οµάδα «Πληροφόρηση» πριν να υποβληθούν στην ΕΜΑ και το Συµβούλιο προς έγκριση, επειδή για κάθε ένα από τα στάδια αυτά απαιτείται κάποιο χρονικό διάστηµα. Όπως προβλέπεται από το άρθρο 4 παράγραφος 6 του κανονισµού αριθ. 1049/2001, το Συµβούλιο εξετάζει συστηµατικά τη δυνατότητα χορήγησης µερικής πρόσβασης στα αιτούµενα έγγραφα. Η πρακτική αυτή παρέχει τη δυνατότητα να εξασφαλισθεί µεγαλύτερη διαφάνεια, ιδίως στο νοµοθετικό τοµέα. Στις περιπτώσεις που ένα έγγραφο εξακολουθεί να συζητείται στο πλαίσιο του Συµβουλίου ή των προπαρασκευαστικών του οργάνων και εφόσον το έγγραφο αυτό αντανακλά τις θέσεις των αντιπροσωπιών, ενδέχεται να ανακύψει µια κατάσταση στην οποία η πλήρης δηµοσιοποίηση του εγγράφου µπορεί να επηρεάσει τη διεξαγωγή των διαπραγµατεύσεων. Στις περιπτώσεις αυτές το Συµβούλιο εφαρµόζει, κατά γενικό κανόνα, το άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισµού, χορηγώντας πρόσβαση στο περιεχόµενο των προπαρασκευαστικών εγγράφων ενόσω αυτά εξακολουθούν να συζητούνται, αλλά χωρίς να κατονοµάζονται οι αντιπροσωπίες. Κατά τον τρόπο αυτό, οι ενδιαφερόµενοι µπορούν να παρακολουθήσουν τη διεξαγωγή των εργασιών χωρίς να θίγεται η διαδικασία λήψης αποφάσεων του οργάνου. Η πρακτική αυτή ωστόσο δεν θίγει τη δυνατότητα εφαρµογής άλλων εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισµού. 3. 8 10 Τα εν λόγω έγγραφα αφορούσαν µεταξύ άλλων τους τοµείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων (40,6), της ΚΕΠΠΑ (21,2) και της διεύρυνσης (34,9).
3. Εσωτερικές οδηγίες, ηµερίδες κατάρτισης, προσωπικό Όπως και κατά τα προηγούµενα έτη, το 2006 η Γραµµατεία του Συµβουλίου οργάνωσε σειρά ηµερίδων κατάρτισης 9 για το προσωπικό του Συµβουλίου που είναι επιφορτισµένο µε την παραγωγή εγγράφων προκειµένου να εξοικειωθεί µε τις ακολουθητέες διαδικασίες και πρακτικές όσον αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα. Το 2006 το προσωπικό της Μονάδας της Γενικής Γραµµατείας του Συµβουλίου «Διαφάνεια, πρόσβαση στα έγγραφα και ενηµέρωση του κοινού» (ΓΔ ΣΤ) ανερχόταν σε 16 υπαλλήλους οι οποίοι ήταν κατανεµηµένοι ως εξής: Πρόσβαση στα έγγραφα: Ενηµέρωση του κοινού: 2 ΑD και 8 AST 6 AST Τα µέλη της υπηρεσίας «Ενηµέρωση του κοινού» διεκπεραιώνουν τις αιτήσεις του κοινού για ενηµέρωση, κατ εφαρµογή του κώδικα ορθής διοικητικής συµπεριφοράς για τη Γενική Γραµµατεία του Συµβουλίου 10. Το 2006 η υπηρεσία έλαβε συνολικά από το κοινό 17.712 κοινοποιήσεις (περιλαµβανοµένων 11.070 αναφορών) και διεκπεραίωσε 4.811 αιτήσεις ενηµέρωσης, από τις οποίες 3.913 διαβιβάσθηκαν µε το ηλεκτρονικό ταχυδροµείο και 898 ταχυδροµικώς 11. 9 10 11 Οργανώθηκαν συνολικά 4 περίοδοι κατάρτισης (µια ανά τρίµηνο) κατά την περίοδο αναφοράς. Διεξήχθησαν επιπλέον ειδικές συνεδριάσεις ενηµέρωσης του προσωπικού της υπηρεσίας «Διαφάνεια», των µελών των διάφορων σχετικών υπηρεσιών της ΓΓΣ και των µελών των προπαρασκευαστικών οργάνων του Συµβουλίου. Απόφαση του Γενικού Γραµµατέα του Συµβουλίου/ Ύπατου Εκπροσώπου για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας της 25ης Ιουνίου 2001 σχετικά µε κώδικα ορθής διοικητικής συµπεριφοράς για τη Γενική Γραµµατεία του Συµβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το προσωπικό της στις υπηρεσιακές τους επαφές µε το κοινό, EE C 189, 5.7.2001, σ. 1. Το 2005 ο αντίστοιχος αριθµός ήταν 13.147 κοινοποιήσεις (11.785 απεστάλησαν µε το ηλεκτρονικό ταχυδροµείο και 1.362 ταχυδροµικά). 11
II. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ Οι αιτήσεις πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα του Συµβουλίου εξετάζονται σε πρώτο στάδιο από τη Γενική Γραµµατεία του Συµβουλίου. Εάν η Γραµµατεία του Συµβουλίου αρνηθεί εν όλω ή εν µέρει την πρόσβαση σε ένα έγγραφο, ο αιτών µπορεί να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση προκειµένου το Συµβούλιο να αναθεωρήσει τη θέση του. Σε περίπτωση πλήρους ή µερικής απόρριψης µιας επιβεβαιωτικής αίτησης, ο αιτών µπορεί να υποβάλει είτε καταγγελία στον Ευρωπαίο Διαµεσολαβητή είτε προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το Παράρτηµα της παρούσας έκθεσης περιέχει στατιστικές για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Συµβουλίου για τα πέντε πρώτα πλήρη έτη µετά την έναρξη ισχύος του κανονισµού αριθ. 1049/2001. Κατά την υπό εξέταση περίοδο το Συµβούλιο έλαβε 2.224 αιτήσεις πρόσβασης σε 11.353 έγγραφα συνολικά. Ο αριθµός των εγγράφων που κατέστησαν προσιτά στο κοινό εν όλω ή εν µέρει (έπειτα από αρχικές ή επιβεβαιωτικές αιτήσεις) ανήλθε σε 9.606 το 2006. Όπως καταδεικνύουν τα στατιστικά στοιχεία σχετικά µε τον αριθµό αναζητήσεων πληροφοριών στο δηµόσιο µητρώο εγγράφων του Συµβουλίου µέσω του Διαδικτύου, το Διαδίκτυο εξακολουθεί να αποτελεί ένα σηµαντικό ερευνητικό εργαλείο για τους πολίτες που επιθυµούν να παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό προκύπτει από την αύξηση κατά 61,8 περίπου του αριθµού των επισκέψεων (αριθµού που σηµειώνει αύξηση επί τέσσερα διαδοχικά έτη). Επαγγελµατική προέλευση και γεωγραφική κατανοµή των αιτούντων Όσον αφορά τις αρχικές αιτήσεις, οι αιτούντες ήταν κυρίως σπουδαστές και ερευνητές (34,5). Περιλαµβάνονταν επίσης στις πλέον εκπροσωπούµενες κοινωνικές και επαγγελµατικές κατηγορίες οι δικηγόροι (9,1), ο βιοµηχανικός και ο εµπορικός τοµέας και οι οµάδες πίεσης (17,6 ). Δεδοµένου ότι οι αιτούντες δεν υποχρεούνται να δηλώσουν την ταυτότητά τους ούτε να αιτιολογήσουν την αίτησή τους, η οποία κατά κανόνα διαβιβάζεται ηλεκτρονικά, είναι άγνωστο το επάγγελµα σηµαντικού ποσοστού αιτούντων (13,6). Στο πλαίσιο των επιβεβαιωτικών αιτήσεων, οι περισσότεροι αιτούντες ήταν επίσης σπουδαστές ή ερευνητές (54,3). Οι δηµοσιογράφοι αντιστοιχούσαν µόνο το 5,7 των αιτούντων στο επιβεβαιωτικό στάδιο, πράγµα που εξηγείται ιδίως από το γεγονός ότι για τους δηµοσιογράφους τα δηµόσια µητρώα εγγράφων των οργάνων συνιστούν απλώς µια πηγή πληροφοριών µεταξύ άλλων. Εξάλλου, οι δηµοσιογράφοι, στη µεγάλη τους πλειοψηφία, ενδιαφέρονται µάλλον για την άµεση επικαιρότητα. Εποµένως δεν είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι οι ελάχιστες αιτήσεις πρόσβασης τις οποίες υπέβαλαν δηµοσιογράφοι αφορούσαν κατ ουσία τη δηµοσιογραφία που ασχολείται µε έρευνες και ως εκ τούτου είχαν τον ίδιο χαρακτήρα µε τις αιτήσεις πρόσβασης που προέρχονταν από τον πανεπιστηµιακό χώρο. 12
Όσον αφορά τη γεωγραφική κατανοµή των αιτούντων, είναι σκόπιµο να σηµειωθεί ότι οι περισσότερες αρχικές αιτήσεις προέρχονταν από το Βέλγιο (26,1), τη Γερµανία (15,4) τη Γαλλία (8,1) και το Ηνωµένο Βασίλειο (7,8). Οι αιτήσεις από χώρες εκτός ΕΕ ανήλθαν σε 8,5 του συνόλου. Επιβεβαιωτικές αιτήσεις υποβλήθηκαν κυρίως από τις εξής πέντε χώρες: Ηνωµένο Βασίλειο (22,9), Γερµανία (22,8), Βέλγιο (17,1), Ιταλία (8,6) και Κάτω Χώρες (8,6) 12. Ο σχετικά υψηλός αριθµός αρχικών αιτήσεων πρόσβασης και επιβεβαιωτικών αιτήσεων που προέρχονταν από το Βέλγιο εξηγείται από το γεγονός ότι πολλές πολυεθνικές επιχειρήσεις και διεθνή δικηγορικά γραφεία καθώς και µεγάλος αριθµός ενώσεων που εκπροσωπούν τους διάφορους οικονοµικούς και βιοµηχανικούς τοµείς σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχουν την έδρα τους στις Βρυξέλλες. Τοµείς που αφορούν οι αιτήσεις πρόσβασης Όσον αφορά τους τοµείς που αποτέλεσαν το αντικείµενο αιτήσεων, παρέµεινε υψηλό το ενδιαφέρον για τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις (24,5) 13. Εν συνεχεία, κατά φθίνουσα τάξη, οι αιτήσεις αφορούσαν έγγραφα σχετικά µε τις εξωτερικές σχέσεις και την ΚΕΠΠΑ (14,3), το περιβάλλον (6,6), τη γεωργία και την αλιεία (5,9) και την ανταγωνιστικότητα (5,8). Το ενδιαφέρον που επέδειξαν οι αιτούντες για τους τοµείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων (24,5 των αιτήσεων το 2006 έναντι 22,5 το 2005) της ΚΕΠΠΑ (14,3 το 2006, 12,8 το 2005) και της ανταγωνιστικότητας (5,8 το 2006, 5,3 το 2005) παρέµεινε σχετικά σταθερό, ενώ το ποσοστό των αιτήσεων που αφορούσαν την εσωτερική αγορά µειώθηκε περαιτέρω σε 4,6 (έναντι 6,2 το 2005 και 14,2 το 2004) 14. Αριθµός εξεταζόµενων εγγράφων και αρνήσεων πρόσβασης Κατά την υπό εξέταση περίοδο η Γενική Γραµµατεία εξέτασε 11.353 έγγραφα και εξ αυτών κατέστησε προσιτά στο κοινό 9.606 σε αρχικό στάδιο (απάντηση της Γενικής Γραµµατείας εξ ονόµατος του Συµβουλίου). Υποβλήθηκαν 40 επιβεβαιωτικές αιτήσεις, που αφορούσαν 142 έγγραφα, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσµα να αποφασίσει το Συµβούλιο να δηµοσιοποιήσει ακόµη 99 έγγραφα (46 εξ ολοκλήρου και 53 εν µέρει). 12 13 14 Το 2005 οι περισσότερες επιβεβαιωτικές αιτήσεις προέρχονταν από το Βέλγιο (28,1), το Ηνωµένο Βασίλειο (18,8) και τη Γερµανία (12,5). Ο αριθµός αυτός έχει σηµειώσει ελαφρά άνοδο σε σχέση µε το προηγούµενο έτος. Το 1999 το 37 των αιτήσεων πρόσβασης αφορούσε τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις, ποσοστό το οποίο µειώθηκε σε 29 το 2000, σε 29,5 το 2001, σε 24,4 το 2002, σε 22 το 2003 και σε 20,4 το 2004. Από τα έγγραφα τα οποία έγιναν προσιτά εν όλω έπειτα από αιτήσεις πρόσβασης, το 24,3 αφορούσε τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις, το 11,5 την ΚΕΠΠΑ, το 7,4 την εσωτερική αγορά και το 6,8 την κοινωνική πολιτική. Από το συνολικό αριθµό των εγγράφων που έγιναν προσιτά (εν όλω ή εν µέρει), το 28,2 αφορούσε τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις, το 12,7 την ΚΕΠΠΑ, το 6,9 την εσωτερική αγορά και το 6,4 την κοινωνική πολιτική. 13
Εποµένως, από τα 11.353 ζητηθέντα έγγραφα κατά την υπό εξέταση περίοδο, το Συµβούλιο αρνήθηκε να δηµοσιοποιήσει 1.648 (τόσο αρχικές όσο και επιβεβαιωτικές αιτήσεις), πράγµα που αντιστοιχούσε σε ποσοστό πρόσβασης 76,8 (ζητηθέντα έγγραφα και έγγραφα που δηµοσιοποιήθηκαν εξ ολοκλήρου) ή 87,7 εάν ληφθούν υπόψη και τα έγγραφα στα οποία χορηγήθηκε µερική πρόσβαση. Μολονότι κατά τον τρόπο αυτό το ποσοστό πρόσβασης στα έγγραφα του Συµβουλίου αυξήθηκε από 81,2 το 2005 σε 87,7 το 2006, τα εν λόγω αριθµητικά στοιχεία πρέπει εκτιµηθούν σε σχέση µε την αύξηση του αριθµού των εγγράφων που ζητήθηκαν (κατά 20 από το προηγούµενο έτος) αλλά και υπό το πρίσµα του σηµαντικού αριθµού εγγράφων (102.087 το 2006 έναντι 77.832 το 2005) τα οποία κατέστησαν απευθείας προσιτά µέσω του µητρώου µόλις κυκλοφόρησαν. 14
III. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΞΑΙΡΕΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ Λόγοι άρνησης Όσον αφορά τις αρχικές αιτήσεις, ο λόγος άρνησης του οποίου έγινε συχνότερα επίκληση ήταν η προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων που αντιστοιχούσε στο ήµισυ σχεδόν του συνόλου των αρνήσεων (43,2 ) και εν συνεχεία προβλήθηκαν η προστασία του δηµόσιου συµφέροντος όσον αφορά τη δηµόσια ασφάλεια (17,1 ), τις διεθνείς σχέσεις (12,3 ) και την άµυνα και τις στρατιωτικές υποθέσεις (4,5 ). Στο 20,2 των περιπτώσεων έγινε επίκληση πολλών λόγων για την άρνηση: η προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων συνδέθηκε συχνά µε την προστασία του δηµόσιου συµφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις (8,7) ή τη δηµόσια ασφάλεια (2,8) παροµοίως, σε αρκετές περιπτώσεις η προστασία του δηµόσιου συµφέροντος όσον αφορά τη δηµόσια ασφάλεια συνδέθηκε µε την προστασία του δηµόσιου συµφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις (3,6). Όσον αφορά τις επιβεβαιωτικές αιτήσεις, έγινε επίκληση του λόγου της προστασίας του δηµόσιου συµφέροντος όσον αφορά τη δηµόσια ασφάλεια στο 37,2 των απορριπτικών αποφάσεων το 2006 (49,6 το 2005). Όσο για την προστασία του δηµόσιου συµφέροντος προκειµένου για τις διεθνείς σχέσεις, το 2006 έγινε επίκληση του λόγου αυτού σε 14 των περιπτώσεων (έναντι 20,3 το 2005), ενώ η προστασία του δηµόσιου συµφέροντος προκειµένου για την άµυνα και τις στρατιωτικές υποθέσεις ήταν λόγος απόρριψης στο 16,3 των περιπτώσεων (έναντι 5,7 το 2005). Όσον αφορά την προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, έγινε επίκλησή της ως λόγου άρνησης στο 7 των περιπτώσεων (11,4 το 2005). Τέλος, στο 20,9 των περιπτώσεων έγινε επίκληση πολλών λόγων για την άρνηση: Η προστασία του δηµόσιου συµφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις συνδέθηκε συχνά µε άλλους λόγους άρνησης, όπως η προστασία της δηµόσιας ασφάλειας (7,5) ή η προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων (5). Ειδική εξαίρεση για τις νοµικές γνωµοδοτήσεις Η επίκληση της προστασίας δικαστικών διαδικασιών και των νοµικών γνωµοδοτήσεων (εξαίρεση η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 δεύτερη περίπτωση του κανονισµού αριθ. 1049/2001) χρησιµοποιήθηκε στο µεν αρχικό στάδιο µόνο στο 2 των απορριπτικών αποφάσεων το 2006 (1,8 το 2005), στο δε επιβεβαιωτικό στάδιο στο 4,6 των απορριπτικών αποφάσεων. Μολονότι η εξαίρεση αυτή δεν είναι ο λόγος άρνησης που επικαλείται συχνότερα το Συµβούλιο, ωστόσο θα πρέπει να υπογραµµισθεί η σηµασία της για την εύρυθµη λειτουργία και την αποτελεσµατικότητα των εργασιών του οργάνου 15. 15 Εφόσον υπάρχει δυνατότητα, χορηγείται µερική πρόσβαση, σύµφωνα µε το άρθρο 4 παράγραφος 6 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, στα έγγραφα που περιέχουν τις γνώµες της Νοµικής Υπηρεσίας του Συµβουλίου και τις εισηγήσεις της Νοµικής Υπηρεσίας κατά τις εργασίες του Συµβουλίου και των προπαρασκευαστικών του οργάνων. Η τακτική αυτή επιτρέπει να παρέχονται στους ενδιαφεροµένους τα πραγµατικά στοιχεία που περιλαµβάνονται στα έγγραφα, ενώ ταυτόχρονα διαφυλάσσεται το απόρρητο των νοµικών γνωµοδοτήσεων αυτών καθεαυτές. 15
Βάσει της νοµολογίας που έχει καθιερωθεί εδώ και πολλά χρόνια 16 και την οποία επικύρωσε το 2004 το Πρωτοδικείο µε την απόφασή του στην υπόθεση Turco 17, το Συµβούλιο κρίνει ότι οι ανεξάρτητες γνωµοδοτήσεις που παρέχει η Νοµική Υπηρεσία στο Συµβούλιο του επιτρέπουν να εξασφαλίζει τη συµβατότητα των πράξεών του προς το κοινοτικό δίκαιο και να προωθεί τις συζητήσεις για τις νοµικές πτυχές ενός φακέλου. Εάν το Συµβούλιο στερηθεί το µέσο αυτό, θα µειωθεί ενδεχοµένως η αποτελεσµατικότητα των εργασιών του. Για το λόγο αυτό, είναι προς το δηµόσιο συµφέρον να έχει το Συµβούλιο πρόσβαση σε ανεξάρτητες νοµικές γνωµοδοτήσεις. 16 17 16 Βλέπε εν προκειµένω τη διάταξη του Πρωτοδικείου, της 3ης Μαρτίου 1998, στην υπόθεση Τ-610/97 R, Carlsen και άλλοι κατά Συµβουλίου, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-485, σηµεία 45 έως 47, καθώς και την απόφασή του, της 8ης Νοεµβρίου 2000, στην υπόθεση Τ-44/97, Ghignone και άλλοι κατά Συµβουλίου, Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-1023, σηµεία 47 και 48. Η νοµολογία αυτή χρησιµοποιήθηκε από το Δικαστήριο στη διάταξή του της 23ης Οκτωβρίου 2002 στην υπόθεση C- 445/00, Αυστρία κατά Συµβουλίου, παράγραφος 12. βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Νοεµβρίου 2004 στην υπόθεση T-84/03 Maurizio Turco κατά Συµβουλίου (δεν έχει ακόµη δηµοσιευτεί στη Συλλογή), παράγραφος 62 και εξής. Η απόφαση αυτή έχει εφεσιβληθεί (υποθέσεις C-39/05 P και C-52/05 Ρ).
IV. ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 1. Επιπτώσεις της βελτιωµένης διαφάνειας των εργασιών του Συµβουλίου στην πολιτική πρόσβασης του κοινού του εν λόγω θεσµικού οργάνου Μετά την έγκριση γενικής πολιτικής διαφάνειας από το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο του Ιουνίου 2006 ελήφθη σειρά µέτρων για την περαιτέρω βελτίωση της πρόσβασης του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του Συµβουλίου 18. Τροποποιήθηκαν συνεπώς οι σχετικές διατάξεις του εσωτερικού κανονισµού του Συµβουλίου ενόψει του µεγαλύτερου ανοίγµατος των εργασιών του οργάνου, µε το να καταστούν προσιτές στο κοινό: όλες οι συσκέψεις του Συµβουλίου όσον αφορά νοµοθετικές πράξεις που θεσπίζονται µε τη διαδικασία της συναπόφασης, οι πρώτες συσκέψεις του Συµβουλίου για νοµοθετικές πράξεις πλην εκείνων που εκδίδονται µε συναπόφαση και οι επόµενες συσκέψεις για µια συγκεκριµένη πράξη, εκτός εάν το Συµβούλιο ή η Επιτροπή των Μόνιµων Αντιπροσώπων αποφασίσει διαφορετικά, οι συσκέψεις του Συµβουλίου Γενικών Υποθέσεων και Εξωτερικών Σχέσεων για το δεκαοκτάµηνο πρόγραµµα, όπως και οι συσκέψεις των άλλων συνθέσεων του Συµβουλίου σχετικά µε τις προτεραιότητές τους, η παρουσίαση από την Επιτροπή του πενταετούς της προγράµµατος, του ετήσιου προγράµµατος εργασιών και της ετήσιας πολιτικής στρατηγικής της καθώς και η επακόλουθη συζήτηση, άλλες συζητήσεις για σηµαντικά ζητήµατα που επηρεάζουν τα συµφέροντα της Ένωσης και των πολιτών της 19. Επιπλέον, όλα τα έγγραφα στα οποία παραπέµπει η ηµερήσια διάταξη ανοικτής συνόδου του Συµβουλίου δηµοσιοποιούνται πριν από τη διεξαγωγή της συνόδου του Συµβουλίου, σύµφωνα µε το άρθρο 11 παράγραφος 5 του Παραρτήµατος ΙΙ του εσωτερικού κανονισµού του Συµβουλίου 20. Στην πράξη αυτό σηµαίνει ότι τα έγγραφα που αναφέρονται σε σηµείο δηµόσιας σύσκεψης ή σε σηµείο δηµόσιας συζήτησης και τα οποία δεν κατέστησαν προσιτά µόλις κυκλοφόρησαν πρέπει να δηµοσιοποιούνται. Κατά το δεύτερο εξάµηνο του 2006, περισσότερα από 225 έγγραφα κατέστησαν προσιτά ηλεκτρονικά µέσω του δηµόσιου µητρώου την παραµονή της σχετικής συνόδου του Συµβουλίου. Επίσης έχουν ληφθεί µέτρα προκειµένου να βελτιωθούν ουσιαστικά όλα τα τεχνικά µέσα που χρησιµοποιούνται για τη µετάδοση, σε όλες τις επίσηµες γλώσσες των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των δηµόσιων συσκέψεων και συζητήσεων του Συµβουλίου, ιδίως µέσω του Διαδικτύου. Οι προσπάθειες για περαιτέρω βελτίωση των ζωντανών µεταδόσεων των συνόδων του Συµβουλίου θα συνεχιστούν. 18 19 20 Βλέπε έγγρ. 10633/1/06 REV 1, σ. 23 και 24. Βλέπε, ιδίως, το άρθρο 8 της απόφασης 2006/683/ΕΚ, Ευρατόµ του Συµβουλίου, της 15ης Σεπτεµβρίου 2006, για την έγκριση του εσωτερικού κανονισµού του Συµβουλίου, ΕΕ L 285, 16.10.2006, σ. 47. Έπειτα από σχετική απόφαση της ΕΜΑ η οργάνωση των δηµόσιων συσκέψεων και συζητήσεων του Συµβουλίου, όπως προβλέπεται στην τροποποιηµένη µορφή του άρθρου 8, εφαρµόσθηκε από 1ης Ιουλίου 2006, δηλ. πριν ακόµη εγκριθεί επισήµως ο τροποποιηµένος εσωτερικός κανονισµός από το Συµβούλιο Γενικών Υποθέσεων της 15ης Σεπτεµβρίου 2006. ΕΕ L 285, 16.10.2006, σ. 63-64. 17
Στην ιστοσελίδα του Συµβουλίου υπάρχει πλέον ένα ειδικό τµήµα «Ανοικτές σύνοδοι», ώστε να µπορούν οι ενδιαφερόµενοι πολίτες να παρακολουθούν τις διαδικτυακές µεταδόσεις και να συµβουλεύονται όλα τα έγγραφα που συνδέονται µε τις δηµόσιες συνόδους του Συµβουλίου καθώς και τα ενηµερωτικά σηµειώµατα, τα ανακοινωθέντα τύπου και - έπειτα από κάθε δηµόσια σύσκεψη που καταλήγει σε ψηφοφορία σχετικά µε νοµοθετική πράξη - επίσης τα λεπτοµερή αποτελέσµατα της ψηφοφορίας. Το Δεκέµβριο του 2006 η Προεδρία υπέβαλε στο Συµβούλιο προκαταρκτική έκθεση για την εφαρµογή της γενικής πολιτικής διαφάνειας και την αξιολόγηση των επιπτώσεών της στην αποτελεσµατικότητα των εργασιών του Συµβουλίου 21. Ουσιαστικότερη επανεξέταση της εφαρµογής και των επιπτώσεων της γενικής πολιτικής διαφάνειας θα διεξαχθεί στο τέλος του 2007, όταν θα έχει αποκτηθεί περισσότερη πρακτική πείρα. Ενώ κατά τη στιγµή της προκαταρκτικής αξιολόγησης τα νέα µέτρα διαφάνειας δεν φαίνεται να είχαν αρνητικό αντίκτυπο στην αποτελεσµατικότητα των εργασιών του Συµβουλίου 22, ο αριθµός των δηµόσιων συνόδων όσον αφορά νοµοθετικά αλλά και µη νοµοθετικά ζητήµατα αυξήθηκε ουσιαστικά κατά το τελευταίο εξάµηνο του 2006 23 και καταγράφηκε σηµαντικός αριθµός επισκέψεων ως προς τα νέα µέσα που παρέχουν πρόσβαση στις διαδικτυακές µεταδόσεις και τα έγγραφα που συνδέονται µε τις δηµόσιες συνόδους του Συµβουλίου 24. 2. Διοργανική επιτροπή «Πρόσβαση στα έγγραφα» Σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, συγκροτήθηκε το 2002 µια διοργανική επιτροπή µε στόχο τη διερεύνηση της βέλτιστης πρακτικής, την εξέταση ενδεχόµενων διαφορών και τη συζήτηση των µελλοντικών εξελίξεων όσον αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα. Η επιτροπή δεν συνεδρίασε σε πολιτικό επίπεδο κατά την περίοδο αναφοράς. Ωστόσο, το 2006 διεξήχθη σειρά συνεδριάσεων µεταξύ των υπηρεσιών του Συµβουλίου, του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής που είναι υπεύθυνες για την εφαρµογή του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, µε σκοπό να διερευνηθεί η δυνατότητα να καταστούν φιλικότερα για το χρήστη τα δηµόσια µητρώα των τριών οργάνων και ενόψει της σύγκρισης και ανταλλαγής πρακτικής πείρας από την εφαρµογή του κανονισµού υπό το πρίσµα της πρόσφατης νοµολογίας σχετικά µε την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα. 21 22 23 24 18 Βλέπε έγγρ. 15951/1/06 REV 1. Ουσιαστικότερη επανεξέταση της εφαρµογής και των επιπτώσεων της γενικής πολιτικής διαφάνειας θα διεξαχθεί στο τέλος του 2007, όταν θα έχει αποκτηθεί περισσότερη πρακτική πείρα. Ενώ κατά το πρώτο εξάµηνο του 2006 το 17 όλων των νοµοθετικών συζητήσεων του Συµβουλίου είχε δηµόσιο χαρακτήρα, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σε 76 κατά το δεύτερο εξάµηνο του ίδιου έτους. Συνολικά 122 νοµοθετικά σηµεία (τόσο σηµεία «Α» όσο και «B») και 45 µη νοµοθετικά σηµεία (αποκλειστικά σηµεία «B») εξετάσθηκαν σε δηµόσιες συνεδριάσεις κατά το δεύτερο εξάµηνο του 2006, µε αποτέλεσµα τα σηµεία που εξετάσθηκαν δηµοσία κατά την περίοδο αυτή να ανέρχονται συνολικά σε 167. Έως το τέλος του 2006 είχαν καταγραφεί περισσότερες από 40.000 επισκέψεις για τα νέα αυτά µέσα στον ιστότοπο του Συµβουλίου.
3. Κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 για την εφαρµογή των διατάξεων της σύµβασης του Ώρχους σχετικά µε την πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες Το Σεπτέµβριο του 2006 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συµβούλιο θέσπισαν από κοινού τον κανονισµό αριθ. 1367/2006 για την εφαρµογή στα όργανα και τους οργανισµούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύµβασης του Århus σχετικά µε την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συµµετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέµατα 25. Όπως αναφέρθηκε ήδη στην προηγούµενη ετήσια έκθεση σχετικά µε την πρόσβαση στα έγγραφα, το 1998 θεσπίστηκε και υπεγράφη από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα κράτη µέλη της η σύµβαση ΟΕΕ/ΗΕ για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συµµετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση των κοινοτικών οργάνων και οργανισµών στη δικαιοσύνη για θέµατα σχετικά µε το περιβάλλον (σύµβαση του Århus) 26. Η Κοινότητα ενέκρινε τη σύµβαση µε την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συµβουλίου της 17ης Φεβρουαρίου 2005 27. Δυνάµει του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1367/2006, που θα τεθεί σε εφαρµογή στις 28 Ιουνίου 2007, κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο έχει δικαίωµα πρόσβασης στις περιβαλλοντικές πληροφορίες που κατέχει οποιοδήποτε κοινοτικό όργανο ή οργανισµός 28. Εφόσον ο κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 προβλέπει εξαιρέσεις, αυτές ισχύουν µε την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 σχετικά µε τις αιτήσεις για περιβαλλοντικές πληροφορίες. Σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 2 πρώτη και τρίτη περίπτωση του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, 29 θεωρείται ότι υπάρχει υπερισχύον δηµόσιο συµφέρον που επιβάλλει τη δηµοσιοποίηση των πληροφοριών όταν οι ζητούµενες πληροφορίες αφορούν εκποµπές στο περιβάλλον. Όσον αφορά τις λοιπές εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, οι λόγοι απόρριψης ερµηνεύονται περιοριστικά, λαµβανοµένου υπόψη του δηµοσίου συµφέροντος που εξυπηρετείται από τη δηµοσιοποίηση και το κατά πόσον οι ζητούµενες πληροφορίες αφορούν εκποµπές στο περιβάλλον. Εκτός από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, τα όργανα και οι οργανισµοί της Κοινότητας µπορούν να αρνούνται την πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες, όταν η δηµοσιοποίηση των πληροφοριών θα είχε αρνητικές συνέπειες στην προστασία του περιβάλλοντος το οποίο αφορούν οι πληροφορίες, όπως οι χώροι αναπαραγωγής σπανίων ειδών 30. 25 26 27 28 29 30 ΕΕ L 264, 25.9.2006, σ. 13. Βλέπε την ετήσια έκθεση του Συµβουλίου σχετικά µε την πρόσβαση στα έγγραφα για το 2004 (έγγρ. 8896/05), σ. 11-13. Απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συµβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005, για σύναψη, εξ ονόµατος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της σύµβασης του Ώρχους, ΕΕ L 124, 17.5.2005, σ. 1. Κατά συνέπεια ο κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 καλύπτει επίσης το Δικαστήριο, εκτός εάν το Δικαστήριο ενεργεί µε τη δικαστική του ιδιότητα. Με εξαίρεση τις έρευνες, ιδίως εκείνες που αφορούν τυχόν παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου, πβ. άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1367/2006. Βλ. άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1367/2006. 19
Οι διατάξεις του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 σχετικά µε τη συλλογή και διάδοση των περιβαλλοντικών πληροφοριών υπερβαίνουν κατά τι τα προβλεπόµενα στα άρθρα 12 και 13 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Τίθενται ως εκ τούτου στη διάθεση του κοινού: - κείµενα διεθνών συνθηκών, συµβάσεων ή συµφωνιών, και κείµενα της κοινοτικής νοµοθεσίας για το περιβάλλον ή για συναφή θέµατα, καθώς και πολιτικών, σχεδίων και προγραµµάτων για το περιβάλλον, - οι εκθέσεις προόδου σχετικά µε την εφαρµογή αυτών των πράξεων, - οι ενέργειες στο πλαίσιο διαδικασιών επί παραβάσει του κοινοτικού δικαίου από το στάδιο της αιτιολογηµένης γνώµης σύµφωνα µε το άρθρο 226 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, - οι εκθέσεις για την κατάσταση του περιβάλλοντος που οφείλει να δηµοσιεύει και να θέτει σε κυκλοφορία η Επιτροπή σε τακτά χρονικά διαστήµατα που δεν υπερβαίνουν την τετραετία, - τα δεδοµένα ή συνόψεις δεδοµένων από την παρακολούθηση δραστηριοτήτων που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάζουν το περιβάλλον, - οι άδειες µε ουσιαστικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, όπως επίσης οι µελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων και αξιολόγησης των κινδύνων σχετικά µε στοιχεία του περιβάλλοντος. Στις ενδεδειγµένες περιπτώσεις, τα όργανα και οι οργανισµοί της Κοινότητας µπορούν να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους ως προς τη συλλογή και διάδοση περιβαλλοντικών πληροφοριών δηµιουργώντας ζεύξεις µε τις ιστοσελίδες του Διαδικτύου όπου διατίθενται οι εν λόγω πληροφορίες. 20
V. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ A. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ Το ακόλουθο τµήµα της παρούσας έκθεσης αναφέρεται στη µόνη καταγγελία που υποβλήθηκε το 2006 όσον αφορά την εφαρµογή του κανονισµού αριθ. 1049/2001 από το Συµβούλιο. Καταγγελία 386/2006/BΜ που υποβλήθηκε στον Ευρωπαίο Διαµεσολαβητή στις 8 Φεβρουαρίου 2006 Η καταγγελία αυτή αφορά την άρνηση του Συµβουλίου να παράσχει πρόσβαση στο έγγρ. 15066/05, που είναι επιστολή του Προέδρου του Διοικητικού Συµβουλίου του Γραφείου Εναρµόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (ΓΕΕΑ) (εµπορικά σήµατα, σχέδια και υποδείγµατα) προς το Γενικό Γραµµατέα του Συµβουλίου/Ύπατο Εκπρόσωπο για την ΚΕΠΠΑ, ενώ στο Παράρτηµα περιλαµβάνονται σύνοψη των αποφάσεων του εν λόγω Διοικητικού Συµβουλίου κατά την 30ή συνεδρίαση του, που έλαβε χώρα στο Αλικάντε στις 23 Νοεµβρίου 2005, και κατάλογος των υποψηφίων για τη θέση του Προέδρου των Τµηµάτων Προσφυγών. Δεδοµένου ότι το ζητούµενο έγγραφο προερχόταν από το ΓΕΕΑ, το Συµβούλιο διαβουλεύθηκε µε τον οργανισµό αυτό, σύµφωνα µε το άρθρο 4 παράγραφος 4 του κανονισµού αριθ. 1049/2001. Στις 19 Δεκεµβρίου 2005 το ΓΕΕΑ συµφώνησε να δηµοσιοποιηθεί το έγγραφο, αλλά ζήτησε από το Συµβούλιο να αφαιρέσει από τη σελίδα 5 τα ονόµατα των υποψηφίων που περιλαµβάνονται στον προαναφερόµενο κατάλογο. Κατά τη γνώµη του ΓΕΕΑ, η ταυτότητα των εν λόγω υποψηφίων προστατεύεται σύµφωνα µε το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισµού (προστασία της ιδιωτικής ζωής). Η Γενική Γραµµατεία, µε την απάντησή της στην αρχική αίτηση, µε ηµεροµηνία 19 Δεκεµβρίου 2005, χορήγησε µερική πρόσβαση στο έγγραφο αυτό βάσει των ανωτέρω, δεδοµένου ότι δεν έκρινε σκόπιµη την απόκλιση από τη γνώµη του ΓΕΕΑ. Το Συµβούλιο επιβεβαίωσε τη θέση αυτή µε την απάντησή του στην επιβεβαιωτική αίτηση, στην οποία ο αιτών ζητούσε από το όργανο να αναθεωρήσει την αρχική του άρνηση χορηγώντας πλήρη πρόσβαση στο έγγρ. 15066/05. Στην καταγγελία προς το Διαµεσολαβητή, ο καταγγέλλων ισχυριζόταν ότι η απόφαση του Συµβουλίου να µην του χορηγήσει πρόσβαση στα αποτελέσµατα της διαδικασίας επιλογής για τη θέση του Προέδρου των Τµηµάτων Προσφυγών του ΓΕΕΑ ήταν αδικαιολόγητη και επέµεινε να του δοθεί πρόσβαση στο έγγραφο, µε αναγραφή του ονόµατός του όπου τυχόν αναφέρεται και µε την παράλειψη µόνο των ονοµάτων των άλλων υποψηφίων του κλειστού καταλόγου. 21
Ο καταγγέλλων γνωστοποίησε εν συνεχεία στο Διαµεσολαβητή ότι θα µπορούσε να δεχθεί, σε περίπτωση που το Συµβούλιο θα του έδινε µερική πρόσβαση σε ένα έγγραφο µε πληροφορίες που τον αφορούν, να υποχρεωθεί να παράσχει την ίδια µερική πρόσβαση σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο σύµφωνα µε τον κανονισµό αριθ. 1049/2001. Στη γνωµοδότησή του σχετικά µε την καταγγελία το Συµβούλιο επισήµανε ότι το ζήτηµα είχε δύο διαφορετικές πτυχές, δηλ. (1) το κατά πόσον το Συµβούλιο υπέπεσε σε κακοδιοίκηση κατά τη λήψη της προσβαλλόµενης επιβεβαιωτικής απόφασης και (2) το κατά πόσον οι πρόσθετες πληροφορίες τις οποίες παρέσχε ο καταγγέλλων στην καταγγελία του προς το Διαµεσολαβητή θα επέτρεπαν πλέον στο Συµβούλιο να λάβει διαφορετική απόφαση. Όπως αναφέρεται ανωτέρω, η Γενική Γραµµατεία του Συµβουλίου είχε διαβουλευθεί αρχικά µε το ΓΕΕΑ σύµφωνα µε το άρθρο 4 παράγραφος 4 του κανονισµού αριθ. 1049/2001, το οποίο αναφέρει τα ακόλουθα: «Στην περίπτωση εγγράφων τρίτων, το θεσµικό όργανο διαβουλεύεται µε τον τρίτο προκειµένου να εκτιµήσει κατά πόσον µπορεί να εφαρµοσθεί η εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή 2, εκτός εάν είναι σαφές ότι το έγγραφο θα δηµοσιοποιηθεί ή όχι». Στη γνωµοδότησή του σχετικά µε την καταγγελία, το Συµβούλιο υποστήριξε ότι ενώ πράγµατι, στο πλαίσιο του συστήµατος του άρθρου 4 παράγραφος 4 του κανονισµού, η τελική απόφαση επί των επιβεβαιωτικών αιτήσεων δεν λαµβάνεται πλέον από το συντάκτη, αληθεύει επίσης ότι το άρθρο 4 παράγραφος 4 πρέπει να ερµηνεύεται µε στόχο την καλύτερη δυνατή εφαρµογή του. Πέραν του γεγονότος ότι ο συντάκτης είναι συχνά στην πλέον κατάλληλη θέση ώστε να εκτιµήσει τη βλάβη που θα µπορούσε να προξενήσει η δηµοσιοποίηση του εγγράφου, είναι επίσης εξαιρετικά απίθανο να προέβλεψαν οι συντάκτες του κανονισµού τη διαβούλευση µε τον τρίτο συντάκτη ως απλή διατύπωση. Η λειτουργία του άρθρου 4 παράγραφος 4 προϋποθέτει κάποιο βαθµό αµοιβαίας εµπιστοσύνης µεταξύ των οργάνων και οργανισµών όσον αφορά τη µεταχείριση των αντίστοιχων εγγράφων τους. Συνεπώς, το Συµβούλιο δεν µπορούσε απλώς να αγνοήσει τη γνώµη του ΓΕΕΑ σχετικά µε ένα έγγραφο που το ίδιο το ΓΕΕΑ είχε συντάξει. Η εφαρµογή του άρθρου 4 παράγραφος 4 από το Συµβούλιο θα έπρεπε να εξετασθεί βάσει των ανωτέρω. Το Συµβούλιο κατά κανόνα διαβουλεύεται µε τον τρίτο και, εφόσον η γνώµη του δεν είναι προδήλως παράλογη ή παράνοµη, ακολουθεί τη γνώµη αυτή. 22
Στη συγκεκριµένη περίπτωση, το ζήτηµα δεν ήταν κατά πόσον το Συµβούλιο θα είχε καταλήξει στο ίδιο ακριβώς συµπέρασµα µε το ΓΕΕΑ. Εξετάσθηκε µάλλον µήπως το σκεπτικό του ΓΕΕΑ ήταν προδήλως εσφαλµένο. Κατά τη γνώµη του Συµβουλίου, δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Συνεπώς, η αίτηση πρόσβασης στα τρία ονόµατα απορρίφθηκε. Το Συµβούλιο έκρινε ότι η εφαρµογή του άρθρου 4 παράγραφος 4 σύµφωνα µε τα ανωτέρω ήταν εύλογος και εντός των ορίων του νόµου. Επιπλέον ελαχιστοποιούσε τον κίνδυνο να θεωρηθεί νοµικά υπεύθυνο το Συµβούλιο λόγω προσβολής της δηµοσιοποίησης του εγγράφου από το τρίτο πρόσωπο που το είχε συντάξει. Όσον αφορά το δεύτερο ζήτηµα, το Συµβούλιο διερεύνησε κατά πόσον οι πρόσθετες πληροφορίες τις οποίες παρέσχε ο καταγγέλλων στο Διαµεσολαβητή δικαιολογούσαν την αναγνώριση ευρύτερης πρόσβασης, µολονότι το ζήτηµα αυτό, υπό τη στενή έννοια, εξέρχεται του πεδίου εφαρµογής όπου εµπίπτει η καταγγελία. Προς το σκοπό αυτό, το Συµβούλιο προέβη σε νέα διαβούλευση µε το ΓΕΕΑ. Μετά τη νέα αυτή διαβούλευση και δεδοµένου ότι ο καταγγέλλων ενδιαφερόταν µάλλον να µάθει κατά πόσον περιλαµβανόταν στους τρεις υποψηφίους που κατονοµάζονταν στο έγγραφο και πόσες ψήφους είχε λάβει, το Συµβούλιο ήταν σε θέση να γνωστοποιήσει στον καταγγέλλοντα ότι δεν αναφερόταν στο έγγραφο. Δεν έχει ακόµη ληφθεί απόφαση σχετικά µε την εν λόγω υπόθεση. B. ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ Αποφάσεις δυνάµει των κανόνων για την πρόσβαση στα έγγραφα Το 2006 τα κοινοτικά δικαστήρια δεν εξέδωσαν αποφάσεις σε υποθέσεις σχετικές µε την πρόσβαση σε έγγραφα του Συµβουλίου. Ωστόσο, την 1η Φεβρουαρίου 2007 το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση για την υπόθεση C-266/05 P, στην οποία ο προσφεύγων José María Sisón είχε ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 26ης Απριλίου 2005 για τις συνδικαζόµενες υποθέσεις T-110/03, T-150/03 και T-405/03 31. Στην υπόθεση εκείνη, ο προσφεύγων ζήτησε την ακύρωση της προαναφερόµενης απόφασης ισχυριζόµενος ότι: - το Πρωτοδικείο είχε περιορίσει ως µη όφειλε την εµβέλεια της επανεξέτασης της νοµιµότητας χωρίς να απαντήσει στα επιχειρήµατα του αιτούντος, - η επανεξέταση της νοµιµότητας είχε στην πραγµατικότητα ως αποτέλεσµα την πλήρη διακριτική ευχέρεια του Συµβουλίου και την πλήρη άρνηση του δικαιώµατος πρόσβασης στα έγγραφα και, επιπλέον, 31 Βλ. τη σύνοψη της απόφασης αυτής στις σελίδες 31 και 32 της ετήσιας έκθεσης του Συµβουλίου σχετικά µε την πρόσβαση στα έγγραφα για το 2004. 23
- είχε ως αποτέλεσµα την άρνηση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και συνεπώς αποτελούσε παράβαση του άρθρου 253 της συνθήκης ΕΚ, - το Πρωτοδικείο είχε παρερµηνεύσει και εφαρµόσει εσφαλµένα τα άρθρα 4 και 9 του κανονισµού αριθ. 1049/2001. Στην απόφασή του το Δικαστήριο δεν δέχθηκε αυτούς τους λόγους έφεσης και απέρριψε την έφεση ως αβάσιµη στο σύνολό της. Όσον αφορά τον πρώτο λόγο έφεσης, το Δικαστήριο υπενθύµισε ότι η εµβέλεια της επανεξέτασης της νοµιµότητας που έχει ανατεθεί στα κοινοτικά δικαστήρια δυνάµει του άρθρου 230 της συνθήκης ΕΚ εξαρτάται από τα εξεταζόµενα ζητήµατα. Συνεπώς, ο ασκούµενος από το Πρωτοδικείο έλεγχος επί της νοµιµότητας των αποφάσεων των κοινοτικών οργάνων, µε τις οποίες αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφα λόγω των σχετικών µε το δηµόσιο συµφέρον εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α, του κανονισµού 1049/2001, πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση της τηρήσεως των κανόνων σχετικά µε τη διαδικασία και την αιτιολογία της οικείας αποφάσεως, της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγµατικών περιστατικών, καθώς και της απουσίας προφανούς πλάνης κατά την εκτίµηση των πραγµατικών περιστατικών και της καταχρήσεως εξουσίας. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο ορθά υποστήριξε ότι το ιδιαίτερο συµφέρον που µπορεί να επικαλεσθεί ο αιτών την πρόσβαση σε έγγραφο το οποίο τον αφορά προσωπικά δεν είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη κατά την εφαρµογή των υποχρεωτικών εξαιρέσεων που προβλέπονται από το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισµού αριθ. 1049/2001. Με τον εν λόγω κανονισµό επιδιώκεται γενικά η εξασφάλιση της πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα των οργάνων και όχι η θέσπιση κανόνων για την προστασία του ιδιαίτερου συµφέροντος που ενδέχεται να έχει συγκεκριµένο πρόσωπο όσον αφορά την πρόσβαση σε ένα από αυτά 32. Όσον αφορά την προβαλλόµενη παράβαση του άρθρου 253 της συνθήκης ΕΚ, το Δικαστήριο επισήµανε ότι η αιτιολογία που απαιτείται σύµφωνα µε το άρθρο αυτό πρέπει να είναι ανάλογη µε την εκάστοτε πράξη και να εκθέτει µε σαφή και µη επιδεχόµενο παρερµηνεία τρόπο το σκεπτικό του οργάνου το οποίο θέσπισε το συγκεκριµένο µέτρο, ώστε να µπορούν οι ενδιαφερόµενοι να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το µέτρο καθώς και το αρµόδιο κοινοτικό δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του. 32 24 Βλ. την απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, παράγραφοι 43 και 47.
Οι απαιτήσεις που πρέπει να πληροί η αιτιολογία εξαρτώνται από τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης, ιδίως δε από το περιεχόµενο του εξεταζόµενου µέτρου, τη φύση των προβαλλόµενων λόγων και το συµφέρον που ενδέχεται να έχουν όσον αφορά τη λήψη διευκρινίσεων τα πρόσωπα για τα οποία έχει ληφθεί το µέτρο ή τρίτοι τους οποίους το εν λόγω µέτρο αφορά άµεσα και προσωπικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγµατικά περιστατικά και νοµικούς ισχυρισµούς, δεδοµένου ότι το κατά πόσον πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να κρίνεται όχι µόνο από την άποψη της διατύπωσης αλλά και από την άποψη του εκάστοτε πλαισίου και όλων των νοµικών κανόνων που διέπουν το συγκεκριµένο ζήτηµα. Στην παρούσα υπόθεση το Πρωτοδικείο ορθά εφήρµοσε τις προαναφερόµενες αρχές και δεν υπέπεσε σε νοµική πλάνη αποφαινόµενο ότι η αιτιολογία της πρώτης απόφασης για την άρνηση πρόσβασης, παρά τη συντοµία της, όσον αφορά τόσο την πλήρη άρνηση πρόσβασης όσο και την άρνηση µερικής πρόσβασης στα έγγραφα των οποίων είχε ζητηθεί η δηµοσιοποίηση, δεν έπαυε να είναι κατάλληλη στο πλαίσιο της υπόθεσης και επαρκής ώστε να δοθεί πλήρως στον προσφεύγοντα η δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους άρνησης και στο Πρωτοδικείο η δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχο της νοµιµότητας που του έχει ανατεθεί. Το Πρωτοδικείο ορθά αποφάνθηκε ότι η συντοµία αυτή δικαιολογείται ιδίως από την ανάγκη να µην υπονοµευθούν τα ευαίσθητα συµφέροντα που προστατεύονται από τις εξαιρέσεις του δικαιώµατος πρόσβασης σύµφωνα µε την πρώτη και την τρίτη περίπτωση του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισµού αριθ. 1049/2001 µέσω γνωστοποιήσεως αυτών ακριβώς των πληροφοριών των οποίων επιδιώκεται η προστασία µε τις εν λόγω εξαιρέσεις 33. Όσον αφορά τον τελευταίο λόγο έφεσης του προσφεύγοντος, δηλ. την προβαλλόµενη παραβίαση του δικαιώµατος πρόσβασης λόγω παρερµηνείας των άρθρων 4 παράγραφος 5 και 9 παράγραφος 3 του κανονισµού, το Δικαστήριο επισήµανε ότι τα έγγραφα στα οποία είχε αρνηθεί πρόσβαση το Συµβούλιο ήταν ευαίσθητα έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισµού αριθ. 1049/2001 και ότι, λόγω της ειδικής φύσης των ευαίσθητων εγγράφων, το άρθρο 9 παράγραφος 3 του κανονισµού αριθ. 1049/2001 προβλέπει ότι αυτά καταχωρίζονται στο µητρώο ή δίδονται στη δηµοσιότητα µόνον έπειτα από σύµφωνη γνώµη του συντάκτη τους. Το Πρωτοδικείο ορθά υποστήριξε συνεπώς ότι σύµφωνα µε τις διατάξεις αυτές ο συντάκτης ευαίσθητου εγγράφου δικαιούται να αντιταχθεί στη δηµοσιοποίηση όχι µόνο του περιεχοµένου του εν λόγω εγγράφου αλλά και της ύπαρξής του ακόµη και να συµπεράνει ότι ο συντάκτης δικαιούται επίσης να εµποδίσει τη δηµοσιοποίηση της ίδιας της ταυτότητάς του για το ενδεχόµενο γνωστοποίησης της ύπαρξης ευαίσθητου εγγράφου 34. 33 34 Αυτόθι, παράγραφοι 80-82. Αυτόθι, παράγραφοι 101-102. 25
Το Δικαστήριο κατέληξε ότι, δεδοµένου ότι η νοµική ανάλυση και οι διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου στην εφεσιβαλλόµενη απόφαση επαρκούσαν αυτές καθεαυτές ώστε να θεµελιωθεί το συµπέρασµα ότι το Συµβούλιο δικαιούταν να αρνηθεί τη δηµοσιοποίηση της ταυτότητας του συντάκτη (στη συγκεκριµένη περίπτωση του οικείου κράτους), ήταν περιττό να εξετασθεί η καταγγελία περί παρερµηνείας του άρθρου 4 παράγραφος 5 του κανονισµού αριθ. 1049/2001, εφόσον η εν λόγω εξέταση δεν θα µπορούσε σε καµία περίπτωση να θέσει υπό αµφισβήτηση το προαναφερόµενο συµπέρασµα ούτε συνεπώς το διατακτικό της εφεσιβαλλόµενης απόφασης. Εκκρεµείς υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου όσον αφορά αποφάσεις του Συµβουλίου σχετικά µε την άρνηση πρόσβασης σε έγγραφα Επί του παρόντος εκκρεµούν ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων τέσσερις υποθέσεις αµφισβήτησης της νοµιµότητας αποφάσεων του Συµβουλίου σχετικά µε την άρνηση πρόσβασης βάσει του κανονισµού αριθ. 1049/2001, δύο από τις οποίες αναφέρονταν ήδη στην ετήσια έκθεση του Συµβουλίου σχετικά µε την πρόσβαση στα έγγραφα για το 2004, στην οποία παραπέµπουµε τον αναγνώστη 35. Όσον αφορά τις υποθέσεις C-39/05 P, Βασίλειο της Σουηδίας κατά Συµβουλίου, και C-52/05 P, Maurizio Turco κατά Συµβουλίου, στις οποίες οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 23ης Νοεµβρίου 2004 στην υπόθεση T-84/03 (Maurizio Turco κατά Συµβουλίου)» 36, υπενθυµίζεται ότι οι εν λόγω υποθέσεις συνδικάσθηκαν για τους σκοπούς της γραπτής διαδικασίας, της προφορικής διαδικασίας και της απόφασης, κατόπιν διαταγής του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Απριλίου 2005. Εκκρεµείς υποθέσεις όσον αφορά αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά µε την άρνηση πρόσβασης σε έγγραφα, στις οποίες το Συµβούλιο παρεµβαίνει ως τρίτος Όσον αφορά τις δύο υποθέσεις που είχαν αναφερθεί στην προηγούµενη ετήσια έκθεση, στις οποίες το Συµβούλιο παρενέβαινε ως τρίτος, η αγωγή στην υπόθεση Τ-5/05, Verband der Internationale Caterer in Deutschland e.v. κατά Επιτροπής, αποσύρθηκε. Κατά συνέπεια η υπόθεση διεγράφη από το µητρώο του Πρωτοδικείου µε διαταγή της 22ας Ιανουαρίου 2007. Το Συµβούλιο παρεµβαίνει στην υπόθεση Τ-444/05, S.p.A. Navigazione Libera del Golfo v. Επιτροπής, όπου ο προσφεύγων αµφισβητεί έµµεσα την εγκυρότητα του άρθρου 4 παράγραφος 5 του κανονισµού αριθ. 1049/2001. 35 36 26 Βλ. τη σύνοψη των εκκρεµών υποθέσεων T-3/00, Πιτσιόρλας κατά Συµβουλίου και ΕΚΤ, και Τ- 264/04, WWF-EPO κατά Συµβουλίου, στην ετήσια έκθεση του Συµβουλίου σχετικά µε την πρόσβαση στα έγγραφα για το 2004, σ. 32 και 33. Βλ. την απόφαση στην υπόθεση T-84/03 (που αναφέρεται στην ετήσια έκθεση του Συµβουλίου για το 2004, σ. 30-31), παράγραφος 62 και εξής. Στην έφεσή του, ο κ. Turco ισχυρίζεται, µεταξύ άλλων, ότι το Πρωτοδικείο παρερµήνευσε και εφήρµοσε εσφαλµένα τον όρο «νοµική συµβουλή» του άρθρου 4 παράγραφος 2 του κανονισµού αριθ. 1049/2001 και ότι το Δικαστήριο εσφαλµένα χαρακτήρισε την περί ης ο λόγος νοµική γνώµη ως «νοµική συµβουλή», ενώ το Βασίλειο της Σουηδίας ισχυρίζεται στην προσφυγή του ότι το Πρωτοδικείο σφάλλει στην κρίση του ότι υπάρχει «γενική απαίτηση απορρήτου» για τις γνώµες της νοµικής υπηρεσίας επί νοµοθετικών ζητηµάτων.