Σταματόπουλος Δημήτριος,, 2002, Εγκυκλοπαίδεια Περίληψη : Πόλη με σημαντικό ελληνορθόδοξο πληθυσμό στη βορειοδυτική Μικρά Ασία. Ήταν κέντρο διοικητικής περιφέρειας. Η οικονομία της στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στα μεταλλεία αργυρούχου μολύβδου, όπου απασχολούνταν ντόπιοι και μετανάστες μεταλλωρύχοι. Άλλες Ονομασίες Balya, Balyamaden, Balya Karaydin, Βάλια, Περιχάραξις Γεωγραφική Θέση βορειοδυτική Μικρά Ασία Ιστορική Περιοχή Μυσία Διοικητική Υπαγωγή Βιλαέτι Προύσας, μουτεσαριφλίκι Μπαλούκεσερ, καϊμακαμλίκι ς 1. Ανθρωπογεωγραφία Κωμόπολη σε πλαγιά νότια της Πανόρμου, χτισμένη σε κοιλάδα που περιβάλλεται από λόφους. Τα σπίτια στις άκρες του οικισμού ήταν χτισμένα πάνω στους λόφους αυτούς, δίνοντάς της αμφιθεατρική όψη. Ο οικισμός βρίσκεται 51 χλμ. ΒΑ του Αδραμυττίου και 28 χλμ. ΒΔ του Μπαλούκεσερ. Το όνομα του οικισμού στα επίσημα οθωμανικά έγγραφα ήταν Καραϊντίν (το Karaydın ήταν κωμόπολη ΒΔ της ς στην ίδια περιφέρεια). Επίσης αναφερόταν και ως Μαντέν (maden = μεταλλείο). Στα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα είχε την ονομασία «Βάλια». Σπανιότερα αναφέρεται και ως «Περιχάραξις». Η κατοικούνταν από περίπου 6.000 ελληνορθόδοξους και 2.000 μουσουλμάνους στις αρχές του εικοστού αιώνα. 1 Υπήρχαν επίσης αρκετοί Κούρδοι και Λαζοί, οι οποίοι εργάζονταν στα μεταλλεία της πόλης, και λίγοι Αρμένιοι (μέχρι το διωγμό του 1915). Η καταγωγή των περισσότερων ελληνορθοδόξων ήταν από τον Πόντο. Aυτοί μετανάστευσαν στην ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα (ιδιαίτερα μετά το 1840, όταν άρχισε η λειτουργία των μεταλλείων) ως ειδικοί μεταλλωρύχοι, αφού γνώριζαν την τέχνη αυτή λόγω της εργασίας τους στα μεταλλεία του Πόντου. Ελληνορθόδοξοι επίσης έποικοι που κατοίκησαν στην είχαν έλθει από τη Μυτιλήνη, την Πέργαμο και το Αϊβαλί. Στο μέρος αυτό είχαν φτάσει και κάποιοι έποικοι από την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Στερεά Ελλάδα. Η γλώσσα των ελληνορθοδόξων ήταν η ελληνική και ομοίαζε με την ντοπιολαλιά της περιοχής του Αϊδινίου. Σχεδόν όλοι, όμως, γνώριζαν και τουρκικά. 2. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τον 20ό αιώνα, η ήταν πρωτεύουσα καϊμακαμλικιού (kaymakamlık), το οποίο υπαγόταν στο μουτεσαριφλίκι (mutasarrıflık) του Μπαλούκεσερ του βιλαετιού (vilayet) της Προύσας. 2 Στο συμβούλιο του καϊμακάμη, του διοικητή της πόλης, υπήρχαν δύο σύμβουλοι-εκπρόσωποι του ελληνορθόδοξου στοιχείου. Η ήταν και έδρα δημάρχου. Στο συμβούλιο της δημαρχίας δεν εκπροσωπούνταν οι ελληνορθόδοξοι του οικισμού, δεν υπήρχαν δηλαδή ελληνορθόδοξοι δημοτικοί σύμβουλοι. Ο δήμαρχος ήταν συνήθως μουσουλμάνος. Υπήρξε όμως και περίπτωση ανάληψης του αξιώματος από ελληνορθόδοξο πριν από το 1908: επρόκειτο για τον Παναγή Ψαραδέλλη από το Μόλυβο της Μυτιλήνης. Επίσης υπήρχε ελληνορθόδοξος σύμβουλος στα δικαστήρια, αλλά και μουχτάρης υπεύθυνος για το ελληνορθόδοξο στοιχείο. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα διέθετε δημογεροντία, η οποία έλεγχε τις δραστηριότητες της σχολικής εφορείας και της εκκλησιαστικής επιτροπής. Δημιουργήθηκε στις 11/8/2017 Σελίδα 1/5
Σταματόπουλος Δημήτριος,, 2002, Εγκυκλοπαίδεια Η υπαγόταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Κυζίκου με έδρα την Αρτάκη. Φαίνεται ότι μετά το 1907 η έγινε έδρα του επισκόπου Μελιτουπόλεως, ο οποίος ήταν τιτουλάριος βοηθός επίσκοπος του μητροπολίτη Κυζίκου. Το 1907 έγινε επίσκοπος Μελιτουπόλεως ο Γερμανός, ο μέχρι τότε πρωτοσύγκελος του μητροπολίτη Κυζίκου. 3. Θρησκεία εκπαίδευση Η μεγάλη εκκλησία της ς ήταν αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Χτίστηκε περί το 1897 και είχε μεγάλη αυλή. Η εκκλησία, στην οποία υπηρετούσαν τρεις ιερείς, είχε αναπτύξει σημαντική φιλανθρωπική δραστηριότητα. Με τα έσοδα που είχε συντηρούσε τα σχολεία και πρόσφερε περίθαλψη σε φτωχούς. Όταν μάλιστα κάποιος επισκεπτόταν τους Αγίους Τόπους και γινόταν χατζής, έπρεπε να προσφέρει κάποιο δώρο στην εκκλησία. Το νεότερο σχολείο του οικισμού χτίστηκε το 1909. Ήταν οκτατάξιο ελληνικό σχολείο και περιλάμβανε αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο, τα οποία λειτουργούσαν διακριτά. Ήταν διώροφο με 6 αίθουσες για το αρρεναγωγείο και 6 για το παρθεναγωγείο. Είχε 4 δασκάλους και 4 δασκάλες, οι οποίοι συνήθως έρχονταν από τη Σμύρνη ή την Κωνσταντινούπολη. Η οικοδόμηση της εκκλησίας και του σχολείου κόστισαν στην ελληνορθόδοξη κοινότητα 130.000 οθωμανικές λίρες. Το σχολείο βρισκόταν δίπλα στον περίβολο της εκκλησίας, σε υψηλότερο όμως επίπεδο. Δίπλα αλλά χαμηλότερα από την εκκλησία βρισκόταν το κτήριο της επισκοπής. Εκεί διέμενε ο επίσκοπος Μελιτουπόλεως. Η οθωμανική διοίκηση δεν είχε επιτρέψει την οικοδόμηση και άλλων εκκλησιών. Υπήρχε όμως μία μικρή εκκλησία στο ανατολικό άκρο της κωμόπολης: ήταν ένα μικρό ιδιωτικό εκκλησάκι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Ανήκε σε κάποιον Ηπειρώτη ονόματι Αρναούτογλου, ο οποίος είχε μάλιστα κατασκευάσει μέσα στο εκκλησάκι και τον τάφο του. Ο ίδιος είχε αναλάβει τα έξοδα συντήρησης, όμως αν κάποιος ήθελε, μπορούσε να φέρει κάποιον ιερέα για να το λειτουργήσει. Πίσω από το εκκλησάκι αυτό υπήρχε και ένα αγίασμα. 4. Τα μεταλλεία Τα μεταλλεία στην ήταν γνωστά από την Αρχαιότητα και η εκμετάλλευσή τους άρχισε μετά το 133 π.χ. από τους βασιλείς της Περγάμου. Στη νεότερη εποχή η εκμετάλλευση των μεταλλείων άρχισε το 1840, εντάθηκε όμως μετά το 1880, όταν την επιχείρηση ανέλαβε η εταιρεία που δραστηριοποιούνταν στα μεταλλεία του Λαυρίου. Το 1892 συγκροτήθηκε από Έλληνες κεφαλαιούχους η «Ανώνυμος Οθωμανική Εταιρεία» των μεταλλείων Καραϊντίν με σκοπό την εκμετάλλευση αργυρούχου μολύβδου και σκωρίας του Κοτζά Γκιουμούς, του μεταλλείου αργυρούχου μολύβδου και σκωρίας του χωριού Καραϊντίν, και ενός λιγνιτωρυχείου που βρισκόταν στη θέση Μανζιλιά. Το αρχαίο όνομα του οικισμού Καραϊντίν ήταν «Αργύρεια», ένδειξη ότι εκεί λειτουργούσε μεταλλείο στην Αρχαιότητα. Δίπλα στο μουσουλμανικό Καραϊντίν χτίστηκε και χριστιανικό χωριό με το ίδιο όνομα, όπου εγκαταστάθηκαν ελληνορθόδοξοι από τη Μυτιλήνη. Από το 1893 το δικαίωμα εκμετάλλευσης των μεταλλείων το απέκτησε γαλλική εταιρεία, που είχε την έδρα της στην Κωνσταντινούπολη. Η επιχείρηση αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία της το 1922 λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής. Στα μεταλλεία στις αρχές του 20ού αιώνα εργάζονταν περί τα 200 άτομα που είχαν έρθει από το Λαύριο. Ήταν επιστάτες, ξυλοδέτες κ.ά. Γύρω από την, τόσο στο ποτάμι Koca dere όσο και σε διάφορες χαράδρες, η εταιρεία των μεταλλείων έχτισε πολλά γεφύρια, ούτως ώστε να μετακινούνται εύκολα τα βαγονάκια με το μετάλλευμα. Τα βαγονάκια της εταιρείας, αφού ξεκινούσαν από την, έκαναν την πρώτη στάση στην τοποθεσία «Καντάρι», η οποία βρισκόταν πάνω από το οθωμανικό χωριό Οσμανλαρί (Osmanları), και είχαν τελικό σταθμό το χωριό Βελανιδιά. Εκεί ξεφόρτωναν το μετάλλευμα το παραλάμβαναν βοϊδάμαξες που το μετέφεραν στο Άκτσάι (20 χλμ. απόσταση, επίνειο του Αδραμυττίου) και εκεί φορτωνόταν σε βαπόρια. Στο Άκτσάι υπήρχαν πολλά μαγαζιά με ελληνορθόδοξους ιδιοκτήτες, όπως και γραφεία της εταιρείας που εκμεταλλευόταν τα μεταλλεία. Η συγκεκριμένη εταιρεία είχε ανοίξει σε διάφορες τοποθεσίες έξω από την πηγάδια για την εξόρυξη μεταλλεύματος. Το πιο σημαντικό ήταν το πηγάδι στην τοποθεσία «Κοτζά Μαγαρά» (Kocamağara = μεγάλη σπηλιά), το οποίο είχε βάθος 300 μ. Στην τοποθεσία αυτή βρίσκονταν τα εργοστάσια των μεταλλείων, τα γραφεία της εταιρείας, το νοσοκομείο, το πλυντήριο, Δημιουργήθηκε στις 11/8/2017 Σελίδα 2/5
Σταματόπουλος Δημήτριος,, 2002, Εγκυκλοπαίδεια οι φούρνοι, το ηλεκτρικό εργοστάσιο, τα μηχανουργεία και οι λέσχες των υπαλλήλων. Επίσης υπήρχαν περίπου 300 σπιτάκια Κούρδων και Λαζών μεταλλωρύχων, τους οποίους εγκατέστησε εκεί η εταιρεία. Τα σπίτια τα έφτιαξαν μόνοι τους με υλικά που τους είχε δώσει η εταιρεία. Έτσι δημιουργήθηκε ένας ολόκληρος συνοικισμός γύρω από τα μεταλλεία. Άλλο πηγάδι που είχε ανοίξει η εταιρεία βρισκόταν στην τοποθεσία «Βαγγελίστρα» και ονομαζόταν έτσι επειδή βρισκόταν κοντά στην εκκλησία της κωμόπολης που ήταν αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Είχε 300 μ. βάθος και είχε ανελκυστήρα, με τον οποίο ανεβοκατέβαιναν οι μεταλλωρύχοι. Πηγάδια επίσης υπήρχαν στις τοποθεσίες «Αγία Βαρβάρα» (βάθους 250 μ.), «Άγιος Γιάννης» (βάθους 150 μ., λεγόταν έτσι επειδή υπήρχε ξωκλήσι του αγίου που γιόρταζε στις 29 Αυγούστου), «Αρί Μαγαρά», δηλαδή «Σπηλιά της Μέλισσας» (εκεί υπήρχαν δύο πηγάδια βάθους 180 μ.). Υπήρχε ακόμη ένα πηγάδι ανατολικά της ς με την ονομασία «Τερέζα». Ίσως το όνομα προερχόταν από κάποια συγγενή του Γάλλου διευθυντή των μεταλλείων. Στα μεταλλεία απασχολούνταν περί τα 15.000 άτομα, τόσο από τα γύρω χωριά όσο και Πόντιοι και Κούρδοι που είχαν εποικίσει την περιοχή. 5. Στοιχεία οικιστικής δομής Η γενικότερα ήταν μία τοποθεσία με πολύ πράσινο και νερά. Όμως η ατμοσφαιρική μόλυνση από τον καπνό των μεταλλείων κατέστρεψε πολλά δέντρα και είχε αρνητικές επιπτώσεις κυρίως στα αμπέλια της περιοχής. Η εταιρεία που εκμεταλλευόταν τα μεταλλεία αναγκάστηκε να χτίσει ψηλότερες καμινάδες και να αποζημιώσει τους κατοίκους που έπαθαν ζημιές στις αμπελοκαλλιέργειες. Οι χριστιανικοί μαχαλάδες του οικισμού ήταν ο Επάνω, ο Μεσαίος και ο Κάτω. Στην αριστερή πλευρά του Επάνω μαχαλά βρισκόταν και η συνοικία όπου κατοικούσαν οι μουσουλμάνοι του οικισμού. Εκεί, και συγκεκριμένα στο ύψωμα του Γκαγιάκ, βρισκόταν και η αρμενική συνοικία. Στις ελληνορθόδοξες συνοικίες του οικισμού βρισκόταν μία τοποθεσία η οποία ονομαζόταν «του Πανάγου οι καμάρες». Εκεί κάποιος Πανάγος είχε χτίσει πολλά δωμάτια, τα οποία ενοικίαζαν ξένοι που έρχονταν για να δουλέψουν στα μεταλλεία. Τα δωμάτια αυτά βρίσκονταν κοντά στα μεταλλεία. Υπήρχαν και άλλα σημεία στο συνοικισμό όπου ενοικιάζονταν δωμάτια, όπως «του Καρακάση οι καμάρες», «του Δημήτρη Μαμιάμη οι καμάρες» κτλ. Τα οικοδομήματα αυτά έδειχναν ομοιόμορφα και έδιναν την εντύπωση ενός ξεχωριστού συνοικισμού όπου διέμεναν οι υπάλληλοι των μεταλλείων. Υπήρχε ένας κεντρικός δρόμος, ο οποίος διέσχιζε ολόκληρη την πόλη. Ξεκινούσε από το Μέσο μαχαλά και κατέληγε στο φρουραρχείο. Εκεί σχηματιζόταν μία πλατεία στην οποία πραγματοποιούνταν το παζάρι. Τα σπίτια του οικισμού ήταν αραιοδομημένα και χωρίζονταν συνήθως από μεγάλους κήπους. Ήταν τα περισσότερα διώροφα και πέτρινα. Στην αγορά υπήρχαν πολλά χάνια και ξενοδοχεία. Μεγάλα κτήρια ήταν το διοικητήριο και το τηλεγραφείο. 6. Στοιχεία οικονομίας Ο μεγάλος ποταμός που περνούσε έξω από την ήταν ο Koca dere, ο οποίος χυνόταν στη λίμνη της Πανόρμου. Είχε πολλά ψάρια τα οποία συνήθως οι κάτοικοι αλίευαν με δυναμίτη. Κάθε Πέμπτη στην γινόταν μεγάλο παζάρι. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών έφερναν και πουλούσαν τα αγροτικά προϊόντα τους. Οι μεγαλέμποροι της ς προμηθεύονταν τα εμπορεύματά τους από την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Ο πληθυσμός της κωμόπολης ήταν αγροτικός και αστικός, ενώ γεωργοί ήταν κυρίως οι μουσουλμάνοι. Αυτοί δούλευαν στα κτήματα των ελληνορθοδόξων και συνήθως, ως αντάλλαγμα, έπαιρναν τη σοδειά, προσφέροντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη. Δούλευαν όμως και ως εργάτες στα μεταλλεία. Οι ελληνορθόδοξοι ήταν κατά βάση τεχνίτες και επαγγελματίες. Στην αγορά της πόλης τα περισσότερα μαγαζιά ήταν ιδιοκτησίες ελληνορθοδόξων. Παραδίδεται πως μόνο κατά τα έτη πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή είχαν αρχίσει και οι Οθωμανοί να ασχολούνται με το εμπόριο. Υπήρχε επίσης ανεπτυγμένη κτηνοτροφία. Η βασική όμως κινητήρια δύναμη της οικονομίας της περιοχής ήταν, φυσικά, τα μεταλλεία. 7. Η τελευταία περίοδος της ελληνορθόδοξης παρουσίας στην Οι κάτοικοι κατά την επιστράτευση που είχαν επιβάλει οι Οθωμανοί το 1914 προσπαθούσαν να καταταγούν στο Μπελεμεντίκ (80 χλμ. Β-ΒΔ των Αδάνων) στην υπηρεσία της γερμανικής εταιρείας που είχε αναλάβει να ανοίξει εκεί σήραγγα για να Δημιουργήθηκε στις 11/8/2017 Σελίδα 3/5
Σταματόπουλος Δημήτριος,, 2002, Εγκυκλοπαίδεια περάσει η μεγάλη σιδηροδρομική γραμμή που θα ένωνε τη Βαγδάτη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αρχιμηχανικός στην εταιρεία αυτή ήταν ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος (γνωστός με το όνομα Νικόλαος Μαύρος). Αυτός φρόντιζε για τους ελληνορθόδοξους επιστρατευμένους που έφθαναν εκεί και τους έδινε θέσεις με καλή πληρωμή. Ο Μαυροκορδάτος συνελήφθη αργότερα από κεμαλικούς. Πάντως, πολλοί από τους ελληνορθόδοξους της ς είχαν στρατολογηθεί στα περίφημα τάγματα εργασίας (amele taburu), όπου και αποδεκατίστηκαν. 1. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Μ 18. Τους ίδιους αριθμούς αναφέρει και ο Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 261. Βλ. και Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι. - 1919. Οι Ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος, Αθήνα 1997, πίνακες. Σύμφωνα με τη στατιστική που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ξενοφάνης [Ανώνυμος, «Στατιστικός πίναξ της επαρχίας Κυζίκου», Ξενοφάνης 3 (1905), σελ. 92-93], η κατοικούνταν από 5.000 ελληνορθόδοξους, ενώ δεν αναφέρονται καθόλου μουσουλμάνοι. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την ίδια χρονική περίοδο [Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα Κωνσταντινουπόλεως. Ημερολόγιον του έτους 1905 (Κωνσταντινούπολις 1904), σελ. 2] αναφέρει ότι κατοικούσαν μόνιμα στην 2.500 «ομογενείς» ελληνορθόδοξοι και άλλοι 2.100 ελληνορθόδοξοι που εγκαταστάθηκαν εκεί για να εργαστούν στα μεταλλεία. 2. Το μουτεσαριφλίκι (σαντζάκι) του Μπαλούκεσερ μέχρι το 1888 αποτελούσε ανεξάρτητο βιλαέτι. Το έτος εκείνο προσαρτήθηκε στο βιλαέτι της Προύσας. Κατά τα έτη πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή είχε ανεξαρτητοποιηθεί από το βιλαέτι της Προύσας και υπαγόταν απευθείας στο υπουργείο Εσωτερικών στην Κωνσταντινούπολη, όπως δηλαδή συνέβαινε και στο μουτεσαριφλίκι της Νικομήδειας (το οποίο όμως εξαρτήθηκε από το υπουργείο Εσωτερικών ήδη από το 1888). Βιβλιογραφία : Κοντογιάννης Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος, Αθήναι 1921 Αναγνωστοπούλου Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι Eλληνορθόδοξες Κοινότητες. Aπό το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997 Patriarcat Oecumenique, Les atrocités Kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l'anatolie, Constantinople 1922 Μοσχόπουλος Ν., "", Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 17, Αθήνα 1931, 479 Δικτυογραφία : Τα γεωλογικά χαρακτηριστικά της περιοχής Μάντεν http://www.mta.gov.tr/english/dergi/dergi_pdf/51/3.pdf Γλωσσάριo : αγίασμα, το Το αγιασμένο νερό, αλλά και ο ιερός χώρος απ όπου αναβλύζει το ιαματικό ύδωρ, το οποίο οι πιστοί πίνουν ή ραντίζονται με αυτό ή ακόμα λούζονται μέσα σε αυτό για να θεραπευτούν. Τα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά αγιάσματα μπορούν να διακριθούν σε αγιάσματα ενωμένα με τις φιάλες των βασιλικών, σε αγιάσματα με λουτρώνες, σε μαρτύρια με αγιάσματα και σε αυτοτελή αγιάσματα. βιλαέτι (βαλιλίκι), το Η ανώτατη βαθμίδα της διοίκησης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία αφορούσε μεγάλες διοικητικές περιοχές. Οι μεγάλες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ονομάζονταν αρχικά εγιαλέτ. Η νέα διαίρεση του 1864 εισήγαγε τον όρο βιλαγέτ (vilayet), κατά αντιστοιχία προς το γαλλικό διοικητικό όρο départment, μικρότερης όμως έκτασης. Ο διοικητής του βιλαετιού ονομαζόταν βαλής και είχε εκτεταμένες δικαιοδοσίες. δημογέροντας, ο Δημιουργήθηκε στις 11/8/2017 Σελίδα 4/5
Σταματόπουλος Δημήτριος,, 2002, Εγκυκλοπαίδεια Μέλος της δημογεροντίας, δηλαδή του εκτελεστικού οργάνου της κοινότητας για οτιδήποτε αφορούσε τις εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις της. καϊμακαμλίκι, το Oθωμανική διοικητική μονάδα που αντικατέστησε τον καζά στην Ύστερη Οθωμανική περίοδο, μετά τη διοικητική μεταρρύθμιση του 1864. μουτεσαριφλίκι, το Οθωμανική διοικητική μονάδα μεσαίου μεγέθους που αντικατέστησε το σαντζάκι κατά την Ύστερη Οθωμανική περίοδο, μετά τη διοικητική μεταρρύθμιση του 1864. μουχτάρης, ο Αιρετός κοινοτικός υπάλληλος, ο επικεφαλής της κοινότητας σε επίπεδο χωριού ή συνοικίας. πρωτοσύγκελλος, ο Σύμβουλος του Πατριάρχη ή των αρχιεπισκόπων και συχνά διάδοχός τους, ως πρόσωπο με ιδιαίτερη επιρροή. Μέχρι τον 5ο αιώνα υπήρχε μόνον ο τίτλος του σύγκελλου, που δήλωνε ακριβώς το ίδιο αξίωμα. Με την πάροδο του χρόνου ο τίτλος αυτός διευρύνεται και προκύπτουν οι τίτλοι του πρωτοσύγκελλου και του μεγάλου πρωτοσύγκελλου, που την εποχή των Παλαιολόγων δηλώνει πλέον τον πρωτοσύγκελλο του Πατριάρχη. σχολική εφορεία, η Η σχολική εφορεία αποτελούνταν από μέλη είτε εκλεγμένα από την κοινότητα είτε οριζόμενα από επιτροπή, που είχαν υποχρέωσή τους να φροντίζουν για τη σωστή λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. τιτουλάριος, ο 1. Εκκλησιαστικός αξιωματούχος που έφερε για λόγους διάκρισης τον τίτλο του επισκόπου ή μητροπολίτη μιας ανενεργού εκκλησιαστικής επαρχίας. 2. Ο κάτοχος ενός τίτλου που έχει δοθεί τιμής ένεκεν, χωρίς να περιέχει καμία αρμοδιότητα. Πηγές Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Μ 18. Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα Κωνσταντινουπόλεως. Ημερολόγιον του έτους 1905 (Κωνσταντινούπολις 1904). Ανώνυμος, «Στατιστικός πίναξ της επαρχίας Κυζίκου», Ξενοφάνης 3 (1905), σελ. 92 96. Δημιουργήθηκε στις 11/8/2017 Σελίδα 5/5