ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 H ΕYΕΛΙΚΤΗ ΖΩΝΗ, H ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 6.1 Η Ευέλικτη Ζώνη ΕYΕΛΙΚΤΗ ΖΩΝΗ ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΧΕΔΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Σχήμα 4 «Η Ευέλικτη Ζώνη της υποχρεωτικής εκπαίδευσης αποτελεί καινοτομία του ΥΠΕΠΘ, μέσω του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, που αποβλέπει στην αναβάθμιση του κοινωνικού και πολιτιστικού ρόλου του σχολείου, συμβάλλοντας έτσι στην επιδιωκόμενη ενίσχυση του σχολικού περιβάλλοντος. Η εν λόγω καινοτομία βασίζεται στην διαθεματική προσέγγιση της γνώσης, προωθεί την ανάπτυξη σχεδίων εργασίας (projects), την ομαδοσυνεργατική διδασκαλία και ενισχύει τη δημιουργική και διερευνητική μάθηση και την κριτική σκέψη. Μπορεί, επίσης, να λειτουργεί και να καταδειχθεί σαν ένα «φίλτρο», στο οποίο θα δοκιμαστούν τα τρέχοντα πιλοτικά προγράμματα και θα δοκιμάζονται τα μέλλοντα, για να διαφανεί ποιο μπορεί να «επιβιώσει» και να αποτελέσει συστατικό στοιχείο της Ευέλικτης Ζώνης και του σχολείου γενικότερα» (Αλαχιώτης, 2002). 97
Η Ευέλικτη ζώνη είναι ένα πρόγραμμα, το οποίο εφαρμόσθηκε πιλοτικά για πρώτη φορά στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα το σχολικό έτος 2001-2002 σε 239 σχολικές μονάδες (11 Νηπιαγωγεία, 176 Δημοτικά και 52 Γυμνάσια) και από το 2002-2003 επεκτάθηκε προαιρετικά σε περισσότερες σχολικές μονάδες (149 Νηπιαγωγεία, 563 δημοτικά σχολεία, 43 γυμνάσια και αρκετά ειδικά σχολεία) (Αλαχιώτης, 2002). Για τη σχολική χρονιά 2005-2006 η Ευέλικτη Ζώνη εφαρμόζεται υποχρεωτικά από όλα τα σχολεία με Α- πόφαση του Υ.Π.Ε.Π.Θ. (Αριθμ. Εγκυκλίου, Φ.12.1/545/85812/Γ1, 31/8/2005). Στα σχολικά συστήματα του εξωτερικού είναι γνωστή με τους όρους exploratory time, discovery hour, student project time, wonder time και independent study (Wolk, 2001). Αυτή η διαφοροποίηση στην ορολογία αποκαλύπτει τις διαφορές στο θεωρητικό υπόβαθρο και στις επιδιώξεις. Βασική επιδίωξη της Ευέλικτης Ζώνης είναι εντός του πλαισίου του υποχρεωτικού προγράμματος, η εξασφάλιση χρόνου στον οποίο ο εκπαιδευτικός σε συνεργασία με τους μαθητές να επιλέγουν θέματα, να εφαρμόζουν μεθόδους επεξεργασίας και να δοκιμάζουν τρόπους έκφρασης της μάθησης που εφαρμόζουν τις γενικές αρχές της διαθεματικότητας και γι αυτό το λόγο δεν εντάσσονται στο συμβατικό Αναλυτικό Πρόγραμμα. Τα διαθεματικά προγράμματα χρησιμοποιούν μαθητοκεντρικές μεθόδους διδασκαλίας διερευνητικής κατεύθυνσης, οι οποίες παίρνουν συχνά τη μορφή οργανωμένων «σχεδίων εργασίας» συλλογικής μορφής (Ματσαγγούρας, 2003). Από αυτή την οριοθέτηση προκύπτει και το σχεδιάγραμμα (Σχήμα 5), όπου η Ευέλικτη Ζώνη, μέσω της πιλοτικής διαδικασίας, μπορεί να αποτελέσει το φίλτρο διαχωρισμού των ποικίλων καινοτόμων προγραμμάτων και να λειτουργήσει συμπληρωματικά με το Δ.Ε.Π.Π.Σ. (ΥΠΕΠΘ-Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, 2002). Το ελλειπτικό σχήμα της Ευέλικτης Ζώνης εμπεριέχει αυτό της διαθεματικότητας, η οποία αναπτύσσεται, μέσω των ποικίλων διαθεματικών προσεγγίσεων της γνώσης. Στις διαθεματικές προσεγγίσεις οι διάφορες γνωστικές 98
περιοχές παρουσιάζουν διαφορετικό βαθμό διασύνδεσης μεταξύ τους. Τα σχέδια εργασίας αποτελούν μια γνήσια διαθεματική προσέγγιση όπου καταλύονται τα όρια των γνωστικών περιοχών, είναι η καταλληλότερη για το νηπιαγωγείο και βρίσκονται στο κέντρο της διαθεματικότητας. Αλλά και η ίδια η Ευέλικτη Ζώνη, ως πιλοτική εφαρμογή, μπορεί να ε- ξελιχθεί σε καινοτόμο παρέμβαση, που θα σπάσει το παθητικό του παραδοσιακού σχολείου και θα εδραιώσει το πολύτροπο, το ενδιαφέρον και το δημιουργικό στην καθημερινή εκπαιδευτική πράξη, που επιδιώκει η διαθεματικότητα. Παρουσιάζει τη μορφή ενός ανοικτού συστήματος, που βρίσκεται σε κατάσταση δυναμικής αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον, στο οποίο κλήθηκε να ενσωματωθεί. Η Ευέλικτη Ζώνη βρίσκεται σε διαδικασία διαμόρφωσης. «Η αλλαγή δεν είναι κάτι που απλώς συμβαίνει. Η αλλαγή είναι διαδικασία» (Fullan, 1982:41). Η επιτυχία της εισαγωγής της εξαρτάται από την κατεύθυνση που θα πάρει η εφαρμογή της στο Αναλυτικό Πρόγραμμα. Υπάρχουν δύο προσεγγίσεις, αυτή της «πιστής εφαρμογής» (fidelity approach) και της «αμοιβαίας προσαρμογής» (mutual adaptation approach). Στην πρώτη περίπτωση το σχολείο και οι εκπαιδευτικοί λογίζονται ως αντικείμενα, που αναλαμβάνουν να εκτελέσουν τις έξωθεν και άνωθεν αποφάσεις. Η έρευνα έχει αποδείξει ότι τέτοιου είδους προσεγγίσεις φέρνουν α- ντίθετα αποτελέσματα. Αναδύονται κίνδυνοι, όπως η Ευέλικτη Ζώνη να παραμείνει στα χαρτιά ως καινοτόμος παρέμβαση, τα στοιχεία της να ατονήσουν, να γίνουν σταθερά και επαναλαμβανόμενα, τα οποία να συνυπάρχουν αρμονικά με πρακτικές και νοοτροπίες, τις οποίες η Ευέλικτη Ζώνη θέλει να ανατρέψει. Σε αυτήν την περίπτωση θα τυποποιηθεί και θα αφομοιωθεί από τα συντηρητικά στοιχεία της κυρίαρχης διδακτικής κουλτούρας. Ουσιαστικά το καινοτόμο πρόγραμμα αποτυγχάνει και οι λόγοι αυτής της αποτυχίας σχετίζονται με την ανύπαρκτη συμβολή των εκπαιδευτικών στο σχεδιασμό και την προσαρμογή του προγράμματος, την αποσπασματική και ελλιπή επιμόρφωσή 99
τους και τη χαλαρή υποστήριξη και καθοδήγηση εκ μέρους της διεύθυνσης (Meister & Nolan, 2001). Σε αντίθεση με την «πιστή εφαρμογή», η προσέγγιση της «αμοιβαίας προσαρμογής» προδιαγράφει μεγάλα ποσοστά επιτυχίας, και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι σχεδιαστές έρχονται σε επαφή με όσους θα εφαρμόσουν το πρόγραμμα, συζητούν μαζί τους, ανταλλάσσουν απόψεις και διαπραγματεύονται αναγκαίες προσαρμογές και τροποποιήσεις, οι οποίες έχουν άμεσες επιπτώσεις στους ρόλους των συμμετοχόντων στην εκπαιδευτική διαδικασία. Στο ανοικτό και αυτοπροσδιοριζόμενο σύστημα της Ευέλικτης Ζώνης επαναπροσδιορίζονται οι ρόλοι των εμπλεκομένων καθώς και ο ρόλος του ίδιου του σχολείου και οι σχέσεις με το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον (Stahl et al, 1994). Απώτερη προσδοκία είναι η απόκτηση περισσότερης εμπειρίας για το πώς μπορεί η σχολική μονάδα να αυτοδιαχειρίζεται και να αυτοπροσδιορίζεται. Ειδικότερα η Ευέλικτη Ζώνη παρεμβαίνει στο εκπαιδευτικό σύστημα με αρκετά στοιχεία, από τα οποία άλλα αποτελούν εκπαιδευτική καινοτομία και άλλα εμπίπτουν στην κατηγορία του εκσυγχρονισμού (Ματσαγγούρας, 2003:124-129). α. Καινοτομικά στοιχεία - Θεσμοθετημένη αναγνώριση της αυτονομίας του εκπαιδευτικού και της σχολικής μονάδας. Ο εκπαιδευτικός αυτο-προγραμματίζεται και αυτο-αξιολογείται, λειτουργεί αυτόνομα στο επίπεδο του σχεδιασμού, της υλοποίησης και της αξιολόγησης του περιεχομένου του προγράμματος (ημιαυτονομία), ενώ αναγκαία θεωρείται και η συνεργασία μεταξύ των εκπαιδευτικών (Ιωαννίδου-Κουτσελίνη,2001, Βρεττός & Καψάλης, 1997). - Νέα αντίληψη διαχείρισης του χρόνου, όπου οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές επιλέγουν επίκαιρα και ενδιαφέροντα θέματα, τα οποία έ- χουν τη χρονική δυνατότητα να επεξεργασθούν, ανάλογα με τη φύση 100
των θεμάτων, το είδος των μεθόδων και τους ρυθμούς μάθησης των μαθητών (Ιωαννίδου-Κουτσελίνη, 2001, Βρεττός & Καψάλης, 1994). Για το νηπιαγωγείο προβλέπεται ελεύθερη ένταξη των σχεδίων εργασίας στις ημερήσιες δραστηριότητες. - Δημιουργία διαφορετικής κουλτούρας μέσα στο σχολείο. Η σχολική κουλτούρα είναι το πλέγμα των πεποιθήσεων, των ρόλων, των αξιών, των σχέσεων, των προσδοκιών και πρακτικών δράσης, που διαμορφώνουν την καθημερινή διδακτική πρακτική. Η ευέλικτη ζώνη προωθεί τη συλλογική και την ατομική αυτονομία, την ανακατανομή των ρόλων, την αναμόρφωση των σχέσεων, που συνεπάγεται η διπλή μορφή της αυτονομίας, την επαναθεώρηση του χρόνου, τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου και της προοπτικής των μαθητών, τον ενδοσχολικό προγραμματισμό και τη διασχολική δικτύωση. Αναμένεται, μέσω αυτών, να αναπτυχθούν νέες αντιλήψεις στους εκπαιδευτικούς (Ματσαγγούρας, 2003). - Συγκρότηση στους μαθητές ταυτότητας ενεργού και συνειδητού πολίτη. β. Εκσυγχρονιστικά στοιχεία - Η ευέλικτη ζώνη επαναπροσδιορίζει τη θεματική και τη φύση της σχολικής της γνώσης. - Η ευέλικτη ζώνη ανανεώνει τη μεθοδολογία του σχολείου (σχέδια εργασίας, διερευνητικές δραστηριότητες, επισκέψεις σε χώρους ενδιαφέροντος, αναπαραστάσεις κοινωνικών γεγονότων ή καταστάσεων, αξιοποίηση του προφορικού λόγου, ενεργοποίηση δημιουργικότητας). - Οι μαθησιακές δραστηριότητες είναι αυξημένης διαθεματικότητας. - Η εξασφάλιση χώρου στο πρόγραμμα για τα ενδιαφέροντα των μαθητών και των δασκάλων. - Η ενθάρρυνση της φαντασίας και της δημιουργικότητας δασκάλων και μαθητών. 101
- Η δυνατότητα μελέτης σημαντικών θεμάτων, που δεν μπορούν να καταλάβουν θέση ανεξάρτητου μαθήματος. - Η λειτουργία ως πλαίσιο ανάπτυξης διερευνητικών πρακτικών και στάσεων και συλλογικού κλίματος σε όλα τις δραστηριότητες του Αναλυτικού Προγράμματος. - Η ανάπτυξη εσωτερικών κινήτρων, δεξιοτήτων αυτο-ρυθμιζόμενης μάθησης και θετικής αυτοεκτίμησης των μαθητών. - Η ανατροπή της στατικότητας και της προκαθορισμένης ομοιομορφίας παραδοσιακών δομών και πρακτικών. Ουσιαστικά, με την Ευέλικτη Ζώνη επέρχονται αλλαγές σε τέσσερα ε- πίπεδα: α) Στο επίπεδο του σχολικού προγράμματος, αλλαγές όχι μόνο σε επίπεδο ωρολογίου προγράμματος αλλά και αναλυτικού. β) Στο επίπεδο της διδακτικής διαδικασίας, (μεθοδολογία, συλλογικές διαδικα- σίες επιλογής θεμάτων κοντά στα βιώματα των παιδιών, αλληλεπιδραστικό μοντέλο διδασκαλίας, ανοικτές ερωτήσεις, ομαδοσυνεργατική, αξιολόγηση συνεργατική, αυτοαξιολόγηση, ανατροφοδοτική). γ) Στο επίπεδο του ρόλου του εκπαιδευτικού, ο οποίος συνεργάζεται και διευκολύνει τους μαθητές στην ανάληψη ερευνητικών καθηκόντων, βρίσκεται σε διαρκή ενδοσκόπηση, προβληματισμό για την υλοποίηση και αξιολόγηση της διδακτικής διαδικασίας και συνεργάζεται με άλλους εκπαιδευτικούς, στο πλαίσιο της διερεύνησης ενός σχεδίου εργασίας με διεπιστημονικό τρόπο. δ) Στο επίπεδο του ρόλου των μαθητών, οι οποίοι έχουν συμπληρωματικές σχέσεις, συμμετέχουν στους στόχους και επιλέγουν δραστηριότητες (Δάλκος, 2001). Από τα παραπάνω αναδύεται η ανάγκη της ύπαρξης σαφών κριτηρίων σχεδιασμού, υλοποίησης και αξιολόγησης (Σολομών, 2000), για να μην 102