ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ In vitro έλεγχος της συγκράτησης και της αντίστασης στην εκτόπιση στεφανών ολικής κάλυψης προσθίων δοντιών με 2 διαφορετικούς τρόπους προπαρασκευής Αιμιλία Μπιντιβάνου Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος, 2015
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΙΚΗ» ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΚΙΝΗΤΗ ΠΡΟΣΘΕΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΘΕΤΙΚΗ ΕΜΦΥΤΕΥΜΑΤΟΛΟΓΙΑ Εργαστήριο: ΟΔΟΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΕΡΑΣ ΠΡΟΣΘΕΤΙΚΗΣ In vitro έλεγχος της συγκράτησης και της αντίστασης στην εκτόπιση στεφανών ολικής κάλυψης προσθίων δοντιών με 2 διαφορετικούς τρόπους προπαρασκευής Αιμιλία Μπιντιβάνου Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία Επιβλέπων: Κωνσταντίνος, Μιχαλάκης, Αναπληρωτής Καθηγητής Οδοντιατρικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ii
Εγκρίθηκε από την τριμελή επιτροπή αξιολόγησης την 11/11/2015 Κωνσταντίνος, Μιχαλάκης, Αναπληρωτής Καθηγητής Οδοντιατρικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, επιβλέπων Αργύριος, Πισιώτης, Διευθυντής του Εργαστηρίου Οδοντικής και Ανωτέρας Προσθετικής, Καθηγητής Οδοντιατρικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μέλος Ελένη, Κωτσιομύτη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Οδοντιατρικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μέλος Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος, 2015 iii
ARISTOTLE UNIVERSITY OF THESSALONIKI FACULTY OF HEALTH SCIENCES SCHOOL OF DENTISTRY POSTGRAGUATE PROGRAM «DENTISTRY» DESIPLINARY: DIVISION OF REMOVABLE AND IMPLANT PROSTHODONTICS Department: DEPARTMENT OF PROSTHODONTICS Retention and resistance failure loads of 2 preparation designs for maxillary anterior teeth Aimilia, Bintivanou, Postgraduate Student Postgraduate Thesis Thessaloniki, November, 2015 iv
ΠΕΡΙΛΗΨΗ In vitro έλεγχος της συγκράτησης και της αντίστασης στην εκτόπιση στεφανών ολικής κάλυψης προσθίων δοντιών με 2 διαφορετικούς τρόπους προπαρασκευής Εισαγωγή: Η διατήρηση του υπερώϊου αξονικού τοιχώματος στις προπαρασκευές των προσθίων δοντιών είναι μια παράμετρος που προτείνεται στη διεθνή βιβλιογραφία. Ωστόσο η συνεισφορά του χαρακτηριστικού αυτού, τόσο στη συγκράτηση όσο και στην αντίσταση στην εκτόπιση δεν έχει πλήρως αποσαφηνιστεί. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να συγκριθεί και να εκτιμηθεί η επίδραση στη συγκράτηση και στην αντίσταση στην εκτόπιση δύο διαφορετικών τρόπων προπαρασκευής (με διατήρηση υπερώϊου αξονικού τοιχώματος ή μη) στα πρόσθια δόντια. Μέθοδοι και υλικά : Για την παρούσα έρευνα κατασκευάστηκαν 40 μεταλλικές στεφάνες στα αντίστοιχα 40 μεταλλικά δόντια-δοκίμια από χρωμιονικέλιο. Είκοσι από αυτά τα δοκίμια (ομάδες Α,Γ), είχαν παράλληλα παρειογλωσσικά αξονικά τοιχώματα, ενώ τα εναπομείναντα (ομάδες Β,Δ) δεν είχαν, δηλαδή σε αυτά δεν διατηρήθηκε το υπερώϊο αξονικό τοίχωμα. Οι αποκαταστάσεις συγκολλήθηκαν στα μεταλλικά δόντια-δοκίμια με ρητινωδώς τροποποιημένη υαλοϊονομερή κονία (Fuji CEM). Είκοσι από τα δοκίμια (ομάδες Α,Β) υποβλήθηκαν σε δυνάμεις εφελκυσμού και τα υπόλοιπα (ομάδες Γ,Δ) σε δυνάμεις συμπίεσης, μέχρι την αποτυχία τους. Έπειτα όλα τα δοκίμια εξετάστηκαν κάτω από μικροσκόπιο για την εξακρίβωση της αποτυχίας τους. Ακολούθησε ανάλυση των αποτελεσμάτων με περιγραφική στατιστική και independent samples t-test (α=0.05) για την εξακρίβωση της επίδρασης των φορτίων αποτυχίας στα δοκίμια. v
Aποτελέσματα: Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας κατέδειξαν πως υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στις ομάδες Α,Γ και Β,Δ (Ρ<0.001). Οι ομάδες παρουσίασαν διαφορετικά φορτία αποτυχίας. Οι ομάδες Α,Γ παρουσίασαν μικρότερη (2400.00 Ν<3225.40 Ν) αντίσταση στην εκτόπιση κατά τη δοκιμασία της συμπίεσης και μεγαλύτερη συγκράτηση (455.00 Ν>393.20 Ν) στη δοκιμασία του εφελκυσμού. Τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα βρέθηκαν για τις ομάδες Β,Δ. Συμπερασματικά, η παρούσα έρευνα κατέληξε, ότι η διατήρηση παράλληλων παρειογλωσσικών αυχενικών αξονικών τοιχωμάτων σε ένα κεντρικό τομέα της άνω γνάθου αυξάνει τη συγκράτηση της στεφάνης αλλά όχι την αντίσταση στην εκτόπιση. Η κλινική εφαρμογή του παραπάνω αποτελέσματος συνίσταται στο ότι, η διατήρηση του υπερώϊου αξονικού τοιχώματος σε κεντρικό τομέα της άνω γνάθου δεν είναι απαραίτητη, καθώς η αντίσταση στην εκτόπιση είναι πιο σημαντική ιδιότητα από τη συγκράτηση. Λέξεις Κλειδιά: Συγκράτηση, αντίσταση στην εκτόπιση, υπερώϊο έπαρμα. vi
ABSTRACT Retention and resistance failure loads of 2 preparation designs for maxillary anterior teeth Statement of problem. Preservation of the cingulum in anterior teeth preparations has been advocated in the literature. However, its contribution to both retention and resistance to dislodgment has not been evaluated. Purpose. The purpose of this study was to evaluate and compare the retention and resistance failure loads of 2 preparation designs for maxillary anterior teeth. Material and methods. Forty metal restorations were fabricated and paired with 40 cobalt-chrome tooth analogs. Twenty of the specimens (first group Α,Β), had parallel bucco-lingual axial walls, while the remainder (second group C,D) had not, by not preserving the cingulum. The restorations were cemented on the metal tooth analogs with a resin modified glass ionomer luting agent (Fuji CEM). Twenty specimens (10 from each group) were subjected to tensile loading and the rest were subjected to compression loading until failure, with a universal testing machine. The specimens were then examined under a microscope to determine failure. Descriptive statistics and independent samples t-test (α=0.05) were used to determine the effect of failure loads among the tested groups. Results. The independent samples t-test revealed statistically significant differences among the tested groups A,B and C,D (P<0.001). The groups presented different failure loads. The group A and B presented lower (2400.00N<3225.40N) resistance to dislodgment in compression test and greater retention (455.00N>393.20N) in tensile test. The opposite results were found for groups C and D. Conclusions. The parallel preparation of bucco-lingual axial walls in a central maxillary incisor increases its retention but not its resistance to dislodgment. vii
Clinical Implications. Since resistance to dislodgment is more crucial than retention, the preservation of the cingulum in an anterior maxillary incisor is not justified. Key Words: Resistance, retention, cingulum. viii
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Περιεχόμενα...... Περιλήψεις... Ελληνική. Αγγλική... ix-x v-viii v-vi vii-viii Εισαγωγή..... 1-14 Ανατομία-μορφολογία άνω κεντρικών τομέων. 2-5 Τομικός οδηγός- Λειτουργικός φάκελος κίνησης. 5-6 Δύναμη δήξεως.... 6-8 Συγκράτηση-αντίσταση στην εκτόπιση..... 8-14 Σκοπός και Ερευνητικές υποθέσεις. 14 Υλικά και Μέθοδοι.... 15-32 Κατασκευή μεταλλικών δοντιών-δειγμάτων... 15-24 Κατασκευή στεφανών..... 25-27 Συγκόλληση στεφανών... 27-28 Δοκιμασία συγκράτησης... 29 Δοκιμασία αντίστασης στην εκτόπιση..... 30-32 Στατιστική επεξεργασία αποτελεσμάτων.. 32-33 ix
Αποτελέσματα..... 34-42 Αποτελέσματα για τη δοκιμασία συγκράτησης. 34-37 Αποτελέσματα για τη δοκιμασία αντίστασης στην εκτόπιση.. 37-41 Συνολική ανάλυση αποτελεσμάτων.. 42 Συζήτηση... 43-54 Συμπεράσματα. 55 Βιβλιογραφικές πηγές. 56-61 x
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τα δόντια σε αντίθεση με τους περισσότερους ιστούς στερούνται της αναγεννητικής ικανότητας. Κατά συνέπεια σε ενδεχόμενη απώλεια της αδαμαντίνης ή της οδοντίνης από αίτια όπως η τερηδόνα, η φθορά από λειτουργικές ή παραλειτουργικές δυνάμεις, ή κάποιο τραύμα θα χρησιμοποιηθούν αποκαταστατικά υλικά για την εκ νέου απόδοση του σχήματος και της λειτουργίας. Ως προϋπόθεση για την τοποθέτηση των αποκαταστάσεων αποτελεί η προετοιμασία των δοντιών καθώς η προπαρασκευή τους θα πρέπει να είναι σε αντιστοιχία με συγκεκριμένες αρχές. Η προβλεψιμότητα της επιτυχίας της προσθετικής αποκατάστασης αποτελεί βασικό στόχο των συγκεκριμένων αρχών. Κατά την προπαρασκευή των δοντιών θα πρέπει να δίνεται σημασία στην κάθε λεπτομέρεια, εφόσον αποτελεί το πρώτο βήμα από μια σειρά κλινικών και εργαστηριακών διαδικασιών (αποτύπωση, πλήρωση αποτυπωμάτων, κατασκευή εκμαγείων, διαγνωστικό κέρωμα) ώστε αυτές να ολοκληρωθούν με επιτυχία. Οι βασικές αρχές που διέπουν τη διαδικασία της προπαρασκευής των δοντιών είναι: 1) οι βιολογικές παράμετροι διατήρησης της υγείας των ιστών του στοματογναθικού συστήματος 2) οι λειτουργικές παράμετροι, που αφορούν την απρόσκοπτη λειτουργία και τη μακροβιότητα των αποκαταστάσεων, και 3) οι αισθητικές παράμετροι, που επηρεάζουν την εμφάνιση του ασθενούς. (Rosenstiel και συν., 2006) Για τη διασφάλιση της επιτυχούς προπαρασκευής ενός δοντιού και της περαιτέρω αποκατάστασής του κρίνεται απαραίτητη η ταυτόχρονη θεώρηση αυτών των παραμέτρων. Πολύ συχνά η προσπάθεια βελτίωσης μιας παραμέτρου μπορεί να έχει συχνά αρνητικά αποτελέσματα σε κάποια άλλη 1
(υπερβολική απομάκρυνση οδοντικής ουσίας για αισθητικούς λόγους). Η κατανόηση και η σωστή εκτίμηση των προαναφερθέντων κριτηρίων αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχή προπαρασκευή των δοντιών. Η επίτευξη της βέλτιστης προπαρασκευής περιλαμβάνει αναπόφευκτα το βέλτιστο συνδυασμό συμβιβασμών μεταξύ των 3 παραμέτρων που τη διέπουν. Ανατομία-Μορφολογία άνω κεντρικών τομέων Μέχρι σήμερα οι περισσότερες αποκαταστατικές διαδικασίες επηρεάζουν τη μορφολογία των δοντιών καθώς και των επιφανειών σύγκλεισης. Η έγκαιρη και κατάλληλη οδοντιατρική μέριμνα εξασφαλίζει ότι οι σχέσεις των λειτουργικών επαφών αποκαθίστανται σε αρμονία τόσο σε στατικές όσο και σε δυναμικές (λειτουργικές) θέσεις. Τα δόντια τόσο της άνω όσο και της κάτω γνάθου πρέπει να συναρμόζονται με τρόπο τέτοιο ώστε να επιτυγχάνεται η βέλτιστη λειτουργία, η μείωση του τραύματος στους στηρικτικούς ιστούς και η ομαλή κατανομή των δυνάμεων στην οδοντοφυΐα (Δουβίτσας, 1996).Ξεκινώντας από την απαρχή της καταβολής του κεντρικού τομέα της άνω γνάθου, τη 16 η εμβρυική εβδομάδα, μέχρι την περάτωση της διαμόρφωσης της ρίζας του, μεταξύ του 10 ου και του11 ου χρόνου, τα μορφολογικά χαρακτηριστικά που αναπτύσσονται σε κάθε επιφάνεια του δοντιού είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τις λειτουργικές και αισθητικές του ιδιότητες. Ο κεντρικός τομέας της άνω γνάθου έχει τη μεγαλύτερη εγγύς- άπω διάσταση από τα πρόσθια δόντια, ενώ η προστομιακή του επιφάνεια είναι συγκριτικά λιγότερο κυρτή από ότι του πλάγιου τομέα και του κυνόδοντα, γεγονός που προσδίδει τη μορφή του τετράγωνου ή ορθογώνιου σχήματος. (Nelson, 2010). Στη γλωσσική επιφάνεια ο κεντρικός τομέας παρουσιάζει περισσότερες μορφολογικές παραλλαγές. Το μεγαλύτερο τμήμα του μέσου και κοπτικού τριτημορίου είναι κοίλο. Οι εγγύς και άπω οριακές ακρολοφίες οριοθετούν την κοιλότητα αυτή. Η ύπαρξη περισσότερο έντονων οριακών ακρολοφιών 2
δημιουργεί τη γνωστή ως «υπερώϊα επιφάνεια δίκην φτυαριού» που παρατηρείται σε Μογγολοειδείς φυλές καθώς και σε ιθαγενείς φυλές του αμερικάνικου βορρά και νότου (Hattab και συν., 1996). Παραλλαγές κατά τη διάπλαση του κεντρικού τομέα της άνω γνάθου περιλαμβάνουν την ύπαρξη μικρότερης ρίζας, με μέσο όρο 15.5 mm και μύλης μεγαλύτερης από 10 mm. Οι κεντρικοί τομείς της άνω γνάθου συναντώνται σε δύο βασικές μορφές, η πρώτη με σχετικά ευρύ το αυχενικό τμήμα σε σχέση με την εγγύς - άπω διάσταση στα σημεία επαφής από προστομιακή άποψη και η δεύτερη μορφή με σχετικά στενό αυχενικό τμήμα, πάλι σε σχέση με την ίδια διάσταση. Η γλωσσική επιφάνεια του κεντρικού τομέα στο σύνολο της είναι κοίλη εκτός από το αυχενικό τριτημόριο και αποτελεί το ακριβώς αντίστροφο από αυτό που παρατηρεί κανείς στην προστομιακή του επιφάνεια. Το πρώτο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι το υπερώϊο έπαρμα που βρίσκεται στην απόληξη των εγγύς και άπω οριακών ακρολοφιών οι οποίες εκτείνονται μέχρι το κοπτικό χείλος. Το ποσοστό των ανθρώπων που φέρουν αυτό το ανατομικό μόρφωμα κυμαίνεται από 1% έως 6 % με το 33% των περιπτώσεων να εμφανίζεται στη μόνιμη οδοντοφυΐα. Ανάμεσα σε αυτές τις οριακές ακρολοφίες και αμέσως κάτω από το έπαρμα βρίσκεται η υπερώϊα γλήνη (Nelson, 2010). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το υπερώϊο έπαρμα των κεντρικών άνω τομέων δεν θα πρέπει να συγχέεται με το φύμα του Talon, το οποίο είναι πλεονάζον φύμα και αποτελεί οδοντική ανωμαλία που εντοπίζεται συνηθέστερα στα πρόσθια δόντια της άνω και κάτω γνάθου. Η υπερώϊα εντόπιση του θεωρείται παθολογική (Hattab και συν., 1996). Το φύμα του Talon αποτελεί ένα μορφολογικά καλά περιγεγραμμένο, πλεονάζον φύμα. Είναι μια μη φυσιολογική δομή, που προβάλλει από την περιοχή του υπερώϊου επάρματος ή από την αδαμαντινο-οστεινική ένωση και εκτείνεται το λιγότερο μέχρι την μέση της αυχενο-κοπτικής απόστασης της γλωσσικής/υπερώϊας επιφάνειας 3
των άνω και κάτω προσθίων δοντιών, τόσο στην νεογιλή όσο και στην μόνιμη οδοντοφυΐα (Hattab και συν., 1996). Μεγαλύτερο ποσοστό εμφάνισης παρατηρείται στον αντρικό πληθυσμό. Μέχρι σήμερα θεωρούνται υπαίτιοι τόσο οι περιβαλλοντικοί όσο και οι γενετικοί παράγοντες, χωρίς να έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως τα αίτια της παθολογίας (Hattab και συν., 1996). Έχει αποτελέσει σύμπτωμα συνδρόμων όπως αυτά των Mohr, Sturge-Weber, Rubinstein-Taybi και Ellis-van Creveld (Hattab και συν., 1996). Οι Hattab και συν. (1996) κάνουν μια ταξινόμηση με βάση την έκταση και τα βαθμό της μορφολογίας του φύματος. Αυτό που επισημαίνεται στο συγκεκριμένο άρθρο είναι πως το βασικό πρόβλημα με την ύπαρξη αυτού του φύματος δεν είναι το αισθητικό, αλλά το λειτουργικό κομμάτι (Hattab και συν., 1996). Η ύπαρξη αυτού του φύματος δημιουργεί προβλήματα παρεμβολών στη σύγκλειση, ερεθισμό των μαλακών ιστών και της γλώσσας ή τέλος μια τυχαία απόσπαση του μπορεί να προκαλέσει πιθανή πολφική έκθεση, καθώς αποτελείται τόσο από αδαμαντίνη όσο και οδοντίνη. Με εξαίρεση την παραπάνω περίπτωση του φύματος του Talon, το υπερώϊο έπαρμα ως μέρος της οδοντικής ανατομίας παρουσιάζει ποικιλομορφία. Αυτή την ποικιλομορφία και την αίσθηση που έχει ο ασθενής για το μορφολογικό αυτό έπαρμα μελέτησαν οι Rouas & Beaumont (2003), σε μια κλινική μελέτη που πραγματοποίησαν. Η μελέτη αυτή αποτελεί μια σύνθεση της μορφολογίας του υπερώϊου επάρματος του κεντρικού τομέα της άνω γνάθου ενός εκ των δύο ημιμορίων. Το υπερώϊο έπαρμα ορίστηκε από τους ερευνητές ως προεξοχή της αδαμαντίνης και της οδοντίνης, που βρίσκεται στη βάση της μύλης του δοντιού, στην τρίτη αυχενική μοίρα της υπερώϊας επιφάνειας των τομέων και των κυνοδόντων της άνω γνάθου. Πιθανολογείται πως είναι το εναπομείναν στοιχείο ενός υπερώϊου φύματος που ατρόφησε κατά τη διάρκεια μιας φυλογενετικής εξέλιξης. Στη συγκεκριμένη μελέτη εντοπίστηκαν μορφολογικά χαρακτηριστικά τα οποία διαφέρουν με βάση το φύλο, το έθνος και το άτομο. Το υπερώϊο έπαρμα περιγράφεται κλασσικά με ένα ή δύο λοβούς άλλοτε 4
επιμηκυμένους και άλλοτε όχι, ενώ μπορεί να υπάρχουν παραλλαγές ανάλογα με τη μορφή, τον όγκο ή κάποιες φορές και με συνδυασμό των δύο. Γενικότερα είτε ως απλό ή ως δίλοβο, δημιουργεί στον ασθενή μια αίσθηση «ανησυχίας, ενός εξογκώματος, μιας ρωγμής.» Τομικός οδηγός-λειτουργικός φάκελος κίνησης Μετά τον καθορισμό της κεντρικής σχέσης, ο τομικός οδηγός είναι το δεύτερο πιο σημαντικό κομμάτι στην αποκατάσταση της σύγκλεισης (Dawson, 2006). Η ύπαρξη σωστού τομικού και κονδυλικού οδηγού αποτελούν προϋποθέσεις για ένα σωστό λειτουργικό φάκελο κίνησης της κάτω γνάθου. Ο τομικός οδηγός πρέπει να βρίσκεται σε αρμονία με τα χείλη, τη φώνηση, τη κεντρική σχέση, τα χείλη και το λειτουργικό φάκελο της κίνησης. Για το λόγο αυτό ο λειτουργικός φάκελος της κίνησης είναι άμεσα συνδεδεμένος με την τοποθέτηση των προσθίων δοντιών στην περιοχή της ουδέτερης ζώνης. Επιπλέον τα πρόσθια δόντια διαδραματίζουν δομικό ρόλο στον καθορισμό της λειτουργικής διαδρομής της κάτω γνάθου και άρα στο λειτουργικό φάκελο της κίνηση. Πιο συγκεκριμένα, το γλωσσικό/υπερώϊο και παρειακό περίγραμμα των άνω και κάτω προσθίων δοντιών, η τρισδιάστατη θέση τους, η θέση της κοπτικής ακμής και η κλίση των άνω προσθίων δοντιών δεν επηρεάζουν μόνο την αισθητική εικόνα ενός ασθενούς αλλά και τη λειτουργία του στοματογναθικού συστήματος (Dawson, 2006). Η γωνία που σχηματίζεται ανάμεσα στους επιμήκεις άξονες των τομέων της άνω και κάτω γνάθου όταν αυτοί είναι σε επαφή είναι κατά μέσο όρο 130º, με μια κλινική απόκλιση της τάξης των 6º (Dawson, 2006). Σε περιπτώσεις που υπάρχει κλινική παρέμβαση στη μορφολογία των προσθίων δοντιών της κάτω γνάθου οι τροποποιήσεις που γίνονται θα πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να εξασφαλίζουν τη σωστή θέση και το σχήμα των 5
κοπτικών ακμών. Το περίγραμμα των επαφών σε κεντρική σχέση ανάμεσα στα πρόσθια δόντια της άνω και κάτω γνάθου θα πρέπει να διαμορφώνεται ώστε να σχηματίζει συγκλεισιακή επαφή στην περιοχή του υπερώϊου επάρματος στα πρόσθια δόντια της άνω γνάθου, όταν αυτό μπορεί να επιτευχθεί. Οποιαδήποτε άλλη μορφή επαφής η οποία δε θα αποτρέπει την περαιτέρω ανατολή των κάτω προσθίων θα είναι ασταθής (Dawson, 2006). Ένα μεγάλο ποσοστό αποτριβών των προσθίων δοντιών οφείλεται κατά ένα μεγάλο ποσοστό σε λανθασμένες συγκλεισιακές επαφές σε κεντρική σχέση (Dawson, 2006). Ένα από τα αποτελέσματα μη σωστής διαμόρφωσης των υπερώϊων επιφανειών των άνω προσθίων δοντιών στις αποκαταστάσεις και κατά συνέπεια μη σωστής απόδοσης των συγκλεισιακών επαφών είναι η συνεχής ανατολή των προσθίων δοντιών της κάτω γνάθου, με τελικό πιθανό αποτέλεσμα το συνωστισμό τους. Επιπλέον παρατηρούνται παρεμβολές στο λειτουργικό φάκελο της κίνησης, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε εκτεταμένες αποτριβές που φτάνουν μέχρι την οδοντίνη στην παρειο-κοπτική περιοχή επαφής των προσθίων δοντιών της κάτω γνάθου (Dawson, 2006). Δύναμη δήξεως Η δύναμη δήξης είναι η δύναμη που δημιουργείται από τη δυναμική δράση των μυών κατά τη διάρκεια της φυσιολογικής διαδικασίας της μάσησης και αποτελεί το αποτέλεσμα της μυϊκής δύναμης που εφαρμόζεται ανάμεσα σε ζεύγη ανταγωνιστών δοντιών. Σύμφωνα με τον Close (1972) η ένταση της δύναμης που αναπτύσσεται από ένα μυ εξαρτάται από το αρχικό του μήκος. Έχει επίσης αναφερθεί ότι η ένταση της δύναμης που αναπτύσσεται από τους μύες της κάτω γνάθου ποικίλλει ανάλογα με το βαθμό διάνοιξης του στόματος (Mackenna & Τurker, 1983). Τα αποτελέσματα αυτά βρέθηκαν με τη βοήθεια γναθοδυναμόμετρου και μελέτης της αλληλεπίδρασης της διάνοιξης του 6
στόματος σε σχέση με τη μέγιστη δύναμη δήξης. Στοιχεία από δείγμα 20 ατόμων έδειξαν ότι η μέγιστη τιμή της δύναμης δήξης καταγράφηκε όταν η απόσταση των κοπτικών ακμών των τομέων της άνω και κάτω γνάθου είχαν απόσταση 17 mm με απόκλιση +/- 3 mm. Σε κλινική έρευνα που περιελάμβανε 10 άτομα καταγράφηκε η κοπτική δύναμη δήξης με τη βοήθεια ηλεκτρομυογράφου, σε απόσταση διάνοιξης στόματος 15 και 30 mm. Οι τιμές που καταγράφηκαν κυμαίνονταν από 2.5 έως 40kg (Gay και συν., 1994). Καθώς όμως είναι πολύ σημαντική όχι μόνο η ένταση της δύναμης αλλά και η φορά αυτής πραγματοποιήθηκε κλινική έρευνα σε δείγμα 15 ατόμων η οποία είχε ως στόχο την μέτρηση και την καταγραφή της πρόσθιας συνισταμένης της δύναμης σύγκλεισης η οποία αναπτύσσεται σε ένα δόντι (Southard και συν., 1989). Αναφέρεται ότι η πρόσθια συνισταμένη της δύναμης δήξης προκύπτει από την αξονική κλίση των οπισθίων δοντιών και προκαλεί μικροκίνηση των δοντιών κατά τη φόρτιση τους, με κατεύθυνση προς τη μέση γραμμή. Ωστόσο αυτή η δύναμη έχει την δυνατότητα να παίρνει μεγάλες τιμές ακόμα και σε άσκηση μικρών φορτίων δύναμης στα δόντια και να μεταδίδεται σε πιο πρόσθια δόντια μέσω των όμορων σημείων επαφής ακόμα και στην αντίθετη μεριά του τόξου, πέρα από τη μέση γραμμή δηλαδή. Κλινική έρευνα σε 136 άτομα κατέδειξε ότι υπάρχει θετική συσχέτιση ανάμεσα στη μέγιστη δύναμη δήξης στην περιοχή των τομέων και στην αναλογία ανάμεσα στο ύψος του άνω (μεσόφρυο-βάση ρινός) και του κάτω (βάση ρινόςπωγώνιο) τριτημορίου του προσώπου (Killiaridis και συν., 1993). Αποδείχθηκε ότι τα άτομα με μεγαλύτερη δύναμη δήξης εμφάνιζαν μικρότερο κάτω ύψος προσώπου, ενώ φάνηκε ότι οι δυνάμεις που αναπτύσσονται στην πρόσθια περιοχή κυμαίνονται από 60-270 Ν. Ωστόσο θα πρέπει να τονισθεί πως η διαδικασία της μάσησης δεν επιτελείται πάντα με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Είναι μια σύνθετη διαδικασία η οποία επηρεάζεται από το φύλο, την ηλικία, τη 7
σύσταση της τροφής, το συγκλεισιακό σχήμα, τον χρόνο και την ύπαρξη ή όχι δυσλειτουργιών στην κροταφογναθική άρθρωση. Κλινική έρευνα κατέγραψε με τηλεμέτρηση πως οι δυνάμεις που ασκούνταν στις επιφάνειες σύγκλεισης μιας μερικής οδοντοστοιχίας δεν ξεπερνούσαν τα 5 με 7kg (DeBoever και συν., 1978). Πρέπει να τονισθεί ότι υπάρχει ένα μεγάλο εύρος στις ασκούμενες συγκλεισιακές δυνάμεις καθώς μία άλλη κλινική έρευνα που πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια γναθοδυναμόμετρου και με διάνοιξη στόματος στα 20 mm κατέγραψε μέγιστη δύναμη 443kg. (Gibbs και συν., 1986). Συγκράτηση- αντίσταση στην εκτόπιση Ο σχεδιασμός της προπαρασκευής ενός δοντιού για μια αποκατάσταση και η εκτέλεση αυτής της προπαρασκευής πρέπει να διέπεται από πέντε βασικούς κανόνες: 1) Διατήρηση της οδοντικής δομής 2) Συγκράτηση και Αντίσταση στην εκτόπιση της αποκατάστασης 3) Αντοχή της αποκατάστασης 4) Οριακή εφαρμογή της αποκατάστασης 5) Διατήρηση της υγείας του περιοδοντίου (Rosenstiel και συν., 2006). Εκτός από την αντικατάσταση ενός δοντιού, προϋπόθεση μιας αποκατάστασης αποτελεί η διατήρηση της εναπομείνασας οδοντικής ουσίας, η διατήρηση της υγείας των ιστών του στόματος και η λειτουργικότητα και μακροβιότητα των αποκαταστάσεων. Για να μπορέσει μια αποκατάσταση να εξυπηρετήσει το σκοπό της θα πρέπει να παραμείνει στον οδοντικό φραγμό. Καμία κονία, η οποία είναι συμβατή με την οδοντική δομή και με το βιολογικό περιβάλλον της στοματικής κοιλότητας, δεν έχει τις συγκολλητικές ιδιότητες ώστε από μόνη της να διατηρήσει την 8
αποκατάσταση στη στοματική κοιλότητα. Η γεωμετρία της προπαρασκευής είναι αυτή που σε συνδυασμό με την κονία θα δώσει την απαραίτητη συγκράτηση και αντίσταση στην εκτόπιση (Shillinburg και συν., 1973). Ο όρος συγκράτηση μιας συγκολλημένης στεφάνης αναφέρεται στο χαρακτηριστικό μιας αποκατάστασης να ανθίσταται στις δυνάμεις εκτόπισης που εξασκούνται κατά μήκος της φοράς ένθεσης της αποκατάστασης αλλά με αντίθετη διεύθυνση. Παράγοντες που επηρεάζουν τη συγκράτηση ενός παρασκευασμένου δοντιού είναι : 1) η γωνία σύγκλεισης των αξονικών τοιχωμάτων 2) η συνολική επιφάνεια 3) το ύψος 4) η διάμετρος 5) η υφή (αδρότητα) της επιφάνειας 6) πρόσθετα συγκρατητικά στοιχεία (αύλακες, κιβωτίδια, ισθμός ή συνδυασμός αυτών). (Rosenstiel και συν., 2006; Proussaefs και συν., 2004). Κατά τη προπαρασκευή ενός δοντιού, ως κωνικότητα ορίζεται η σύγκλειση δύο απέναντι τοιχωμάτων σε ένα ορισμένο επίπεδο. Η γωνία που σχηματίζεται από αυτά τα δύο τοιχώματα ονομάζεται γωνία σύγκλισης ή κωνικότητα (Goodacre και συν., 2004). Διευκρινιστικά, στις παρακάτω εργασίες που γίνεται αναφορά στη γωνία σύγκλισης των αξονικών τοιχωμάτων πρόκειται για τη συνολική γωνία σύγκλισης. Θεωρητικά όσο πιο παράλληλα είναι δύο απέναντι αξονικά τοιχώματα μιας προπαρασκευής τόσο μεγαλύτερη συγκράτηση θα έχει η αποκατάσταση. (Shillinburg και συν., 1973). Ωστόσο αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί στην κλινική πράξη χωρίς να δημιουργηθούν εσοχές στην 9
προπαρασκευή (Shillinburg και συν., 1973). Είναι ευρέως αναγνωρισμένο πως όσο πιο μικρή είναι η γωνία που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο απέναντι επιφάνειες ενός κολοβώματος, τόσο μεγαλύτερη είναι η συγκράτηση της συγκολλούμενης στεφάνης (Wilson & Chan, 1994). Μία εργαστηριακή πειραματική μελέτη σε κυλινδρικά δοκίμια διαμέτρου και ύψους 8 mm με διαφορετικές κλίσεις αξονικών τοιχωμάτων στα οποία προσκολλήθηκαν στεφάνες κατέδειξε ότι η συγκράτηση εξαρτάται τις κλίσεις αυτές. (Jorgensen, 1955). Συγκεκριμένα, κλίση 5º απέδιδε τη μεγαλύτερη συγκράτηση, ενώ κλίση 10º είχε ως αποτέλεσμα μείωση της συγκράτησης κατά 50%. Η έρευνα κατέδειξε επιπλέον ότι αξονική κλίση 45º απέδιδε μικρή συγκράτηση. Είναι γενικά αποδεκτό ότι οι μεγάλες κλίσεις στις προπαρασκευές πρέπει να αποφεύγονται καθώς έχει καταδειχθεί ότι μειώνουν τις περιοχές αντίστασης στην εκτόπιση (Hegdahl &, Silness, 1977). Η κλίση των αξονικών τοιχωμάτων, το μήκος του κολοβώματος και η διάμετρος αυτού συμβάλλουν καθοριστικά στη σταθερότητα μιας προπαρασκευής, όπως καταδείχθηκε από ένα διάγραμμα που σχεδιάστηκε από τους Weed & Baez (1984), οι οποίοι κατέληξαν πως κολόβωμα μήκους 3.5 mm και με κλίση αξονικών τοιχωμάτων 10º, 13º, 16º, 19º, πρόσφερε ικανοποιητική σταθερότητα στην αποκατάσταση, ενώ το αντίστοιχο των 22º δεν προσέφερε επαρκή σταθερότητα. Η αξία αυτού του διαγράμματος επιβεβαιώθηκε και εργαστηριακά. Στις ίδιες τιμές δηλαδή από 2º μέχρι 5º καταλήγουν και άλλοι συγγραφείς υποστηρίζοντας τις αρχικές έρευνες (Shillingburg και συν.,1981; Galun και συν., 1986; Rosenstiel και συν., 1995). Γενικά φαίνεται ότι κλίση 6-12º αποδίδει τη μέγιστη συγκράτηση (Wilson & Chan, 1994). Ωστόσο έχουν αναφερθεί εργασίες με τιμές γωνιών σύγκλεισης εκτός των ιδανικών. Έρευνα κατά την κλινική άσκηση προπτυχιακών φοιτητών, για προπαρασκευή στεφανών χρυσού, κατέδειξε ένα μέσο όρο γωνιών 19.2º, με 10
μία βελτίωση των κλίσεων κατά 20% στις επίσημες πρακτικές εξετάσεις τους (Noonan & Goldfogel, 1991). Ανάλυση 208 παρασκευασμένων δοντιών που πραγματοποιήθηκαν από 10 οδοντιάτρους έδειξε γωνία κλίσης αξονικών τοιχωμάτων 17.3 ο για τους προγομφίους και 27.3 ο για τους γομφίους, με ένα συνολικό μέσο όρο 19.9 ο (Noorlander και συν., 1988). Έχει αναφερθεί ότι μια μέση κλινικά αποδεκτή τιμή κλίσης των αξονικών τοιχωμάτων είναι οι 16.5º, ενώ οι 12º θεωρούνται ως η ελάχιστη τιμή ώστε να εξασφαλιστεί η απουσία εσοχών (Mack, 1980). Παρ όλα αυτά οι Shillinburg και συν. (1973) θεωρεί ότι οι 10º για τα πρόσθια και οι 22º για τα οπίσθια είναι ένας επιτεύξιμος και αποδεκτός στόχος, αλλά συστήνει τις 6º ως ιδανική τιμή για την επίτευξη μέγιστης συγκράτησης. Σύμφωνα με τους Goodacre και συν. (2001) μια γενική κατευθυντήρια γραμμή για την συνολική γωνία σύγκλεισης των τοιχωμάτων είναι η εξής: 1) θα πρέπει είναι επιτεύξιμη τόσο προκλινικά, σε εργαστηριακό επίπεδο, όσο και σε κλινικό, και 2) θα πρέπει να παρέχει επαρκή αντίσταση στην εκτόπιση της αποκατάστασης. Οι ίδιοι καταλήγουν προτείνοντας σαν ιδανική τιμή κωνικότητας των τοιχωμάτων ένα εύρος τιμών από 10º μέχρι 20º. Ο όρος αντίσταση στην εκτόπιση, αναφέρεται σε εκείνα τα χαρακτηριστικά μιας συγκολλημένης στεφάνης που προσδίδουν σταθερότητα και ανθίστανται στην απομάκρυνση αυτής σε άξονα άλλο από τη φορά ένθεσης. (Rosenstiel και συν., 2006). Οι ιδιότητες αυτές είναι αλληλοεξαρτώμενες και αλληλένδετες. Οι Proussaefs και συν. (2004) στην εργαστηριακή έρευνα κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι σε περιπτώσεις παρασκευής δοντιού για στεφάνη που δεν υπάρχει αντίσταση στην εκτόπιση (είτε λόγω μειωμένου ύψους κολοβώματος, λιγότερο από 2,5 mm είτε λόγω αυξημένης γωνίας σύγκλεισης αξονικών 11
τοιχωμάτων, μεγαλύτερη από 20 ο ) το στοιχείο που μπορεί να προσδώσει καλύτερη αντίσταση στην εκτόπιση είναι η μείωση της γωνίας σύγκλεισης των τοιχωμάτων στο αυχενικό τριτημόριο από 20º σε 8 ο. Ωστόσο θα πρέπει να τονιστεί ότι σημαντικότερη είναι η αντίσταση στην εκτόπιση μιας στεφάνης, δηλαδή η αντίσταση στις πλάγιες δυνάμεις και όχι η συγκράτηση που εμφανίζει κατά μήκος της φοράς ένθεσης. Σε αυτό το αποτέλεσμα κατέληξαν με έρευνα τους οι Dodge και συν. (1985) και Wiskott και συν. (1996; 1997). Ταυτόχρονη εξέταση δύο μεταβλητών, δηλαδή της συγκράτησης και της αντίστασης στην εκτόπιση στεφανών προσκολλημένων σε μεταλλικά κολοβώματα δοντιών, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η αντίσταση στην εκτόπιση ως μεταβλητή παρουσίαζε μεγαλύτερη «ευαισθησία» στις μεταβολές της κωνικότητας των δοντιών (Dodge και συν., 1985). Έχουν εξετασθεί στο παρελθόν οι ελάχιστες γωνίες κωνικότητας σε συνάρτηση με το αυχενομασητικό ύψος και τη διάμετρο της παρασκευής έτσι ώστε να προσφέρεται ικανοποιητική αντίσταση στην εκτόπιση. Καταδείχθηκε ότι όταν η διάμετρος ενός γομφίου ήταν 10mm με αυχενομασητικό ύψος 3mm η συνολική κωνικότητα που απαιτούνταν ήταν μικρότερη ή ίση των 17.4º. Η γωνία αυτή τροποποιούνταν δραματικά όταν το αυχενομασητικό ύψος ήταν 1mm με διάμετρο δοντιού 10 mm και και διαμορφωνόταν στις 5.8º, ενώ για δόντια ύψους 2 mm με διάμετρο 10 mm η επιθυμητή γωνία ήταν 11.6º (Parker et al 1988; 1993). Έχει καθορισθεί επίσης η ύπαρξη γραμμικής σχέσης ανάμεσα στη γωνία σύγκλισης των τοιχωμάτων και στην αντίσταση στην εκτόπιση μιας στεφάνης (Wiskott και συν., 1996; 1997). Έρευνα των Maxwell και συν. (1990) σχετικά με την αντίσταση στην εκτόπιση σε στεφάνες τομέων άνω γνάθου και προγομφίων κάτω γνάθου με αυχενομασητικό ύψος 1,2,3,5 mm και συνολική κωνικότητα 6º κατέληξε στο συμπέρασμα πως η απαραίτητη αυχενομασητική διάσταση που μπορεί να αποδώσει ικανοποιητική αντίσταση στην εκτόπιση είναι το λιγότερο 3 mm. Σε 12
αντίστοιχα αποτελέσματα κατέληξε και η έρευνα των Woolsey & Matich (1978), όταν εξετάστηκαν στεφάνες που δεν είχαν προσκολληθεί στα κολοβώματα και μετρήθηκε η αντίσταση στην εκτόπιση. Η αυχενομασητική διάσταση των 3 mm βρέθηκε να είναι αποδεκτή αλλά με την προϋπόθεση σύγκλεισης των αξονικών τοιχωμάτων μικρότερης ή ίσης των 10º. Διαφαίνεται επίσης ότι όταν η γωνία είναι 20º, όπως συνήθως συμβαίνει σε προπαρασκευές στην περιοχή των γομφίων, τα 3 mm είναι ανεπαρκή. Η συγκεκριμένη έρευνα προτείνει περισσότερα από 3 mm αυχενομασητικό ύψος για τους γομφίους. Σύμφωνα με τον Goodacre και συν. (2001) προτείνονται τα 3 mm ως η ελάχιστη αυχενομασητική (αυχενοκοπτική) διάσταση για τους προγομφίους και τα πρόσθια δόντια τα οποία έχουν παρασκευαστεί με γωνία σύγκλισης τοιχωμάτων 10-20º. Επειδή στους γομφίους συναντάται δυσκολία στην πρόσβαση συνήθως παρασκευάζονται με κωνικότητα μεγαλύτερη απ ότι τα πρόσθια δόντια. Τα 4 mm λοιπόν, θεωρούνται ως ελάχιστο απαραίτητο αυχενομασητικό ύψος καθώς οι γομφίοι έχουν μεγαλύτερη διάμετρο από τα υπόλοιπα δόντια και εφαρμόζονται σ αυτούς μεγαλύτερες συγκλεισιακές δυνάμεις απ ότι στις υπόλοιπες ομάδες δοντιών (Goodacre και συν., 2001). Σχετικά με την έδραση των στεφανών, οι Eames και συν. (1978) κατέδειξαν ότι αξονική κλίση 20º έχει ως αποτέλεσμα καλύτερη έδραση απ ότι η αντίστοιχη των 10º χωρίς η διαφορά να είναι στατιστικά σημαντική. Σε αντιδιαστολή με την προηγούμενη εργασία οι Mou και συν. (2002) βρήκαν ότι αξονική κλίση 12º προσφέρει καλύτερη έδραση απ ότι αυτή των 20º σε στεφάνες τύπου Cerec και η διαφορά ήταν στατιστικά σημαντική. Συμπερασματικά, η ιδανική κλίση αξονικών τοιχωμάτων κυμαίνεται από 6º- 12º. Ωστόσο στην κλινική πράξη γίνεται αποδεκτό ένα εύρος τιμών από 12º-15º με απόκλιση +/- 5º, ώστε σε κάποιες περιπτώσεις δύσκολες να μην ξεπεραστούν οι 20º. Στην παρούσα εργασία η κλίση που αποδόθηκε ήταν στις 14º. 13
Στη διεθνή βιβλιογραφία γίνεται σαφές ότι η γωνία σύγκλεισης διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη συγκράτηση μιας συγκολλημένης στεφάνης και αντίστοιχα το ύψος της προπαρασκευής στην αντίσταση στην εκτόπιση. Αυτό που δεν έχει αποσαφηνιστεί είναι κατά πόσο η διατήρηση της παραλληλότητας παρεϊουπερώια στο αυχενικό τριτημόριο ενός πρόσθιου δοντιού της άνω γνάθου επηρεάζει τη συγκράτηση της συγκολλημένης στεφάνης και την αντίσταση στην εκτόπιση. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΚΑΙ ΜΗΔΕΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ Σκοπός της μελέτης αυτής είναι να εκτιμηθεί κατά πόσο η τροποποίηση της κλασικής παρασκευής των προσθίων δοντιών της άνω γνάθου - χωρίς την ύπαρξη παράλληλου παρειακού και υπερώϊου αξονικού τοιχώματος - επηρεάζει τη συγκράτηση και την αντίσταση στην εκτόπιση. Στην εργασία αυτή εξετάστηκαν οι 2 παρακάτω μηδενικές υποθέσεις : 1) Η ύπαρξη ή μη παράλληλων τοιχωμάτων ανάμεσα στο παρειακό και το υπερώϊο αυχενικό τριτημόριο δεν επηρεάζει την αντίσταση στην εκτόπιση 2) Η ύπαρξη ή μη παράλληλων τοιχωμάτων ανάμεσα στο παρειακό και το υπερώϊο αυχενικό τριτημόριο δεν επηρεάζει συγκράτηση. τη 14
ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ Για την πραγματοποίηση της εργαστηριακής αυτής έρευνας, χρησιμοποιήθηκαν 40 μεταλλικά ομοιώματα παρασκευασμένων δοντιών και 40 στεφάνες. Χωρίστηκαν σε 4 ομάδες Α, Β, Γ, Δ όπως φαίνεται στον πίνακα 1. Με παρειουπερώϊα παραλληλότητα Χωρίς παρειουπερώϊα παραλληλότητα Δοκιμασία εφελκυσμού Ομάδα Α n=10 Ομάδα Β n=10 Δοκιμασία συμπίεσης Ομάδα Γ n=10 Ομάδα Δ n=10 Πίνακας 1. Ο συνολικός αριθμός των δειγμάτων ήταν 40. Κατασκευή μεταλλικών δοντιών/δειγμάτων Αρχικά κατασκευάστηκε 1 κυκλική μεταλλική μήτρα (Εικόνα 1) που χρησιμοποιήθηκε τόσο για την προπαρασκευή του αρχικού δοντιού εποξικής ρητίνης στον εργαστηριακό φρεζαδόρο όσο και για την κατασκευή των υπολοίπων δειγμάτων. Οι διαστάσεις της κυκλικής μήτρας από αλουμίνιο ήταν οι εξής: εξωτερική διάμετρος 55 mm και εσωτερική διάμετρος 30 mm (Εικόνα 2), εξωτερικο ύψος 20 mm και εσωτερικό ύψος 15 mm (Εικόνα 3). 15
Εικ. 1 Μεταλλική μήτρα Εικ. 2 Μεταλλική μήτρα Εικ. 3 Μεταλλική μήτρα 16
Η μεταλλική αυτή μήτρα είχε 2 διαφορετικές μεταλλικές βάσεις. Μια για την τοποθέτηση της στο φρεζαδόρο και μία για την τοποθέτηση της στη συσκευή εφελκυσμού και συμπίεσης (Testometric AX M350-10KN; Instron Corp, Norwood, MA). Χρησιμοποιήθηκε ομοίωμα άνω κεντρικού τομέα από εποξική ρητίνη (Viade Products Inc., Camarillo, CA) το οποίο παρασκευάστηκε για μια τυπική μεταλλοκεραμική στεφάνη. Η συνολική αποκοπή του κοπτικού χείλους ήταν 2 mm, για το απαραίτητο πάχος μεταλλικού υποστρώματος και αισθητικού υλικού της αποκατάστασης, το οποίο θα προσδίδει την κατάλληλη αντοχή και την ημιδιαφάνεια στην τελική αποκατάσταση (Goodacre και συν., 2001). Η αποκοπή στη χειλική επιφάνεια έγινε σε δύο (Εικόνα 4β) επίπεδα και σε πάχος 1.5 mm 4α 4β 17
4γ Εικ. 4α,β,γ Προπαρασκευή των δειγμάτων εποξικής ρητίνης. Η κλίση των αξονικών τοιχωμάτων ήταν 14º (Εικόνα 5α) και η προπαρασκευή πραγματοποιήθηκε σε εργαστηριακό φρεζαδόρο (Fedi 18;Mariotti & C Attrezatura Dentale Forli FC, Italy). Προπαρασκευάστηκε και η υπερώία επιφάνεια του δοντιού, το βάθος αποκοπής ήταν 1 mm, με διαμάντι σχήματος "football". Αυτό το βάθος είναι επαρκές στην περίπτωση που οι κεντρικές επαφές βρίσκονται σε μέταλλο, αλλιώς απαιτείται επιπλέον μείωση (Shillingburg και συν., 1973). Η γραμμή οριοθέτησης της παρασκευής ήταν 1.5 mm με βάθρο "shoulder" με αποστρογγυλεμένη εσωτερική γωνία το οποίο ακολουθούσε περιφερικά σε απόσταση 1mm την προσομοίωση της αδαμαντινοοστεινικής ένωσης (Εικόνα 1β). Οι διαστάσεις ελέγχονταν με τη χρήση μιας μήτρας σιλικόνης (Lab-Putty ; Coltene/ Whaledent, Inc, Cuyahoga Falls, Ohio) που κατασκευάστηκε στο ανάλογο δοντιού εποξικής ρητίνης πριν την προπαρασκευή του. 18
5α 5β Εικ. 5α,β Προπαρασκευή άνω κεντρικού τομέα με διατήρηση παραλληλότητας μεταξύ αυχενικού παρειακού και υπερώιου τριτημορίου. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε εργαστηριακή πολυβινυλ-σιλοξάνη (Εικονα 6) (Deguform, Degussa, Parsipanny, New Jersey) που μετρήθηκε και αναμείχθηκε σε συνθήκες κενού αέρος 25-30 in Hg (WhipMix VPM2, Whipmix Corp, Louisville, KY, USA), σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή. Κατόπιν εγχύθηκε κάτω από συνθήκες δόνησης (Vibrator No. 200; Buffalo Dental Mfg Co, Syosset, NY) στην κυλινδρική μεταλλική μήτρα που περιγράφηκε. 19
Κατασκευάστηκε ένας μεταλλικός δίσκος αντίστοιχης διαμέτρου με τη μεταλλική μήτρα και πάχους 3mm στο κέντρο του οποίου κολλήθηκε το παρασκευασμένο ομοίωμα εποξικής ρητίνης. Εικ. 6 Μήτρα εργαστηριακής πολυβινυλ-σιλοξάνης Εμβυθίστηκε το παρασκευασμένο δόντι στο υλικό της σιλικόνης 2mm από το όριο περάτωσης της παρασκευής, προσομοιάζοντας συνθήκες στήριξης περιοδοντικής υγείας (Gargiulo και συν., 1961). Μετά τη διαδικασία κατασκευής της μήτρας που χρησιμοποιήθηκε για την δημιουργία της Α και Γ ομάδας δοκιμίων (n=10 η καθεμιά), και στην οποία ανήκαν τα δοκίμια με διατήρηση παραλληλότητας ανάμεσα στο αυχενικό παρειακό και στο αυχενικό υπερώιο τριτημόριο ακολούθησε η τροποποίηση της προπαρασκευής του ίδιου τομέα εποξικής ρητίνης με την παραλλαγή της μη διατήρησης της παρειουπερώϊας παραλληλότητας (Εικόνες 7α, 7β). Ακολούθως λήφθηκε αποτύπωμα με τον ίδιο τρόπο και προέκυψε και η δεύτερη μήτρα σιλικόνης. Από αυτή τη μήτρα κατασκευάστηκαν οι Β και Δ ομάδες δοκιμίων (n=10 η καθεμιά), τα οποία δεν είχαν την παρειουπερώϊα παραλληλότητα, δηλαδή χωρίς διατήρηση του παράλληλου υπερώιου αξονικού τοιχώματος. 20
7α 7β Εικ. 7 α, β Προπαρασκευή άνω κεντρικού τομέα χωρίς τη διατήρηση παραλληλότητας ανάμεσα στο αυχενικό παρειακό και υπερώιο τριτημόριο. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε αυτοπολυμεριζόμενη πολυμεθυλ-μεθακρυλική ρητίνη (Pattern Resin LS; GC, America Inc, Alsip, IL 60803), η οποία μετρήθηκε 21
και αναμείχθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή (η αναλογία σκόνης: υγρού είναι 3:1 vol %) κάτω από συνθήκες δόνησης (Vibrator No. 200; Buffalo Dental Mfg Co, Syosset, NY). Το μίγμα ρητίνης εγχύθηκε υπό δόνηση (Vibrator No. 200; Buffalo Dental Mfg Co, Syosset, NY) στην μήτρα πολυβινυλσιλοξάνης που περιγράφηκε παραπάνω και προέκυψε το δοκίμιο ακρυλικής ρητίνης του πρώτου τρόπου παρασκευής (Εικόνες 8 α,β). Η ίδια διαδικασία επαναλήφθηκε 20 φορές για να προκύψουν τελικά οι ομάδες Α και Γ. Η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε με τη δεύτερη μήτρα σιλικόνης, από όπου αντίστοιχα προέκυψαν άλλα 20 δοκίμια ακρυλικής ρητίνης για τις ομάδες Β και Δ (Εικόνες 9 α,β). 8α 8β Εικ.8 α,β Δοκίμια ακρυλικής ρητίνης άνω κεντρικών τομέων με διατήρηση παραλληλότητας μεταξύ παρειακού και υπερώιου αυχενικού τριτημορίου. 22
9α 9β Εικ.9 α,β Δοκίμια ακρυλικής ρητίνης άνω κεντρικών τομέων χωρίς διατήρηση παραλληλότητας μεταξύ παρειακού και υπερώιου αυχενικού τριτημορίου. Μετά το πέρας της διαδικασίας είχαν κατασκευαστεί συνολικά 40 ακρυλικά δοκίμια από τις αρχικές παρασκευές. Πριν τη διαδικασία της χύτευσης έγιναν οριζόντιες εντομές κατά μήκος του τμήματος των ριζών ώστε να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη μηχανική συγκράτηση στα μπλοκ ακρυλικής ρητίνης στα οποία θα τοποθετούνταν για την πειραματική διαδικασία (Εικόνα 10 α,β,γ). Ακολούθησε η χύτευση τους με βασικό κράμα (4all, Ivoclar Vivadent, nickel based ceramic casting alloy, type 4, Σύνθεση : Ni 61.4%, Co 0%, Cr 25.7%, Mo 11.0%, Si 1.5%, Mn < 1.0%, Al < 1.0 %, C< 1.0%). Μετά τη χύτευση έγινε κωδικοποίση του καθενός μεταλλικού δοντιού δοκιμίου. 23
Αμέσως μετά τα μεταλλικά δοκίμια τοποθετήθηκαν σε μηχάνημα υπερήχων με διάλυμα (Alconox Citranox Liquid Acid Cleaner and Detergent, Garfield Ave, West Chester, PA, USA) και ελέγχθηκαν με μικροσκόπιο 10 μεγέθυνση (Olympus Bh2; Olympus Corp, Tokyo, Japan) για την ύπαρξη τυχόν ανωμαλιών (θετικών προεξοχών) στις επιφάνειες παρασκευής, οι οποίες απομακρύνθηκαν με στρογγύλη εγγλυφίδα (Η ½ ; Brasseler USA, Savannah, Ga). 10α 10β 10γ Εικ. 10 α,β,γ Μεταλλικά δοκίμια με οριζόντιες εντομές. 24
Κατασκευή στεφανών Κατόπιν εφαρμόστηκαν δύο στρώσεις από βερνίκι χώρου (Belle de St Claire; KerrHawe SA) στο κάθε μεταλλικό τροχισμένο ανάλογο δοντιού (Campagni και συν., 1982). Μια ζώνη 1mm περιμετρικά στο όριο περάτωσης του δοντιού έμεινε χωρίς βερνίκι (Emtiaz & Goldstein, 1997). Aκολούθησε η διαδικασία κατασκευής των κέρινων προπλασμάτων ολικής χυτής στεφάνης, τα οποία αντίστοιχα κωδικοποιήθηκαν ανάλογα με το δόντι στο οποίο κατασκευάστηκαν (ABF Wax; Metalor Dental AG, Oensingen, Switzerland). Στις ομάδες Α και Β για τη δοκιμασία του εφελκυσμού, προστέθηκε στο κέρινο πρόπλασμα μια τοξοειδής κατασκευή από το κοπτικό άκρο της μιας όμορης επιφάνειας μέχρι το άλλο (Εικόνα 12 α,β). Έτσι κατασκευάστηκαν κέρινα προπλάσματα για όλα τα μεταλλικά δοκίμια δοντιών με πάχος 0.5 mm.,το οποίο εξακριβώθηκε με τη χρήση παχύμετρου (Dial Caliper D; Aura Dental, Aura an der Saale, Germany). Με βάση την κωδικοποίηση σε κάθε κέρινο πρόπλασμα αντιστοιχούσε ένα μεταλλικό δοκίμιο δοντιού. Τα κέρινα αυτά προπλάσματα επενδύθηκαν με πυρόχωμα φωσφορικού τύπου (Fujivest II; GC America) και χυτεύθηκαν με βασικό κράμα (4all, Ivoclar Vivadent, nickel based ceramic casting alloy, type 4. 12α 25
12β Εικ.12 α,β Δοκίμια για την δοκιμασία εφελκυσμού. Στις ομάδες Γ και Δ το κέρινο πρόπλασμα έφερε εντομή σχήματος L στην υπερώια επιφάνεια 2 mm κάτω από το κοπτικό άκρο του κέρινου προπλάσματος προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τη δοκιμασία της συμπίεσης. (Εικόνα 11 α,β). 11α 11β Eικ. 11 α,β Δοκίμια για τη δοκιμασία συμπίεσης. 26
Οι χυτευμένες στεφάνες τοποθετήθηκαν σε μηχάνημα καθαρισμού υπερήχων με διάλυμα (Alconox Citranox Liquid Acid Cleaner and Detergent, Garfield Ave, West Chester, PA, USA) και ελέγθηκαν με τη βοήθεια μικροσκοπίου για την τυχόν ύπαρξη ανωμαλιών στις επιφάνειες τους (Olympus Bh2; Olympus Corp, Tokyo, Japan) σε μεγέθυνση 10. Σε περίπτωση θετικής ανίχνευσης ανωμαλιών (προεξοχών) στην επιφάνεια τους απομακρύνθηκαν με τη βοήθεια στρογγύλης εγγλυφίδας (Η ½ ; Brasseler USA, Savannah, Ga). Οι μεταλλικές στεφάνες υποβλήθηκαν σε αμμοβόληση με σωματίδια Al 2 O 3 (Alu-oxyde, Collet, Ballaigues, Switzerland) 50-μm πριν την προσκόλληση τους, με πίεση 30 PSI μέχρι την πλήρη αμμοβόληση της εσωτερικής επιφάνειας και με ιδιαίτερη προσοχή στα όρια. Συγκόλληση στεφανών Τα μεταλλικά δόντια-δοκίμια εμβυθίστηκαν σε αυτοπολυμεριζόμενη ακρυλική ρητίνη (Pattern Resin LS; GC America Inc, Alsip, IL, 60803) με τη βοήθεια της ίδιας στρόγγυλης μήτρας που είχε χρησιμοποιηθεί στην αρχή, με τη βοήθεια παραλληλογράφου. Η κορυφή της επιφάνειας του ακρυλικού μπλόκ που προέκυψε ήταν 2mm κάτω από το όριο της στεφάνης. Ο σχεδιασμός αυτός έγινε για να προσομοιαστεί η κλινική κατάσταση υγιούς περιοδοντικής στήριξης (Strub & Beschnidt, 1998). Για τη συγκόλληση των στεφανών στα μεταλλικά δόντια δοκίμια χρησιμοποιήθηκε ρητινωδώς τροποποιημένη υαλοιονομερής κονία (FujiCEM; GC America Inc, Alsip, IL, 60803) (Εικόνα 13 α,β). Ακολουθήθηκαν οι οδηγίες του κατασκευαστή και η κονία εφαρμόστηκε με τη βοήθεια ειδικού πινέλου (Bendable Brush; 3M ESPE) στην εσωτερική επιφάνεια της στεφάνης. Η υδραυλική πίεση απελευθερώθηκε με μικρές παρειογλωσσικές κινήσεις (Rosenstiel και συν., 2006) και εφαρμόστηκε σταθερή δύναμη 5-kg, από ειδική συσκευή με αυτό το βάρος και σταθερή, επίπεδη βάση, για 2 min (Εικόνα 14). Η 27
περίσσεια κονίας απομακρύνθηκε με ανιχνευτήρα. Όλες οι στεφάνες προσκολλήθηκαν από τον ίδιο επεμβαίνοντα. Τα δοκίμια έπειτα αφέθηκαν ανέπαφα για ένα εικοσιτετράωρο σε κανονικές συνθήκες. 13α 13β Εικ. 13 α,β Συγκολλημένες στεφάνες Εικ. 14 Άσκηση δύναμης 5-kg 28
Δοκιμασία συγκράτησης Για να πραγματοποιηθεί η δοκιμασία συγκράτησης χρησιμοποιήθηκαν οι ομάδες Α και Β και τοποθετήθηκαν στη συσκευή εφελκυσμού/συμπίεσης (Testometric AX M350-10KN; Instron Corp, Norwood, Mass) με αισθητήρα φορτίου (load cell) 10 ΚΝ (Testometric Rochdale, England, Type DSCC-10KN). Για τη δοκιμασία χρησιμοποιήθηκε επίσης η μήτρα που περιγράφηκε αρχικά με διαφορετική βάση προκειμένου να προσαρμοστεί στη συσκευή. Τοποθετήθηκε ειδικό εξάρτημα με ατσάλινη (Fe 79.09%, Cr 16%, C 2.06%, Mn 1.65%, Si 0.6%, Cu 0.6%) αγκιστροειδή απόληξη το οποίο κατασκευάστηκε για τις ανάγκες του πειράματος εξάσκησε εφελκυστική δύναμη (Εικόνα 15-16). Η ταχύτητα σε αυτή τη δοκιμασία ήταν 1 mm/min ενώ σε κανένα δοκίμιο δεν παρατηρήθηκε αποκόλληση του δοντιού δοκιμίου από το ακρυλικό μπλόκ αλλά ούτε και θραύση του ίδιου του ακρυλικού μπλοκ. Καταγράφηκε η δύναμη που απαιτήθηκε για την αποκόλληση των στεφανών από τα δοκίμια. Εικ. 15 Δοκιμασία συγκράτησης 29
Εικ.16 Δοκιμασία συγκράτησης Δοκιμασία αντίστασης στην εκτόπιση Εικ.17α. Δοκιμασία αντίστασης στην εκτόπιση. 30
Εικ. 17β Δοκιμασία αντίστασης στην εκτόπιση. Τα δοκίμια των ομάδων Γ και Δ τοποθετήθηκαν στη συσκευή εφελκυσμού/συμπίεσης (Testometric AX M350-10KN; Instron Corp, Norwood, MA). Χρησιμοποιήθηκε αισθητήρας φορτίου (load cell) 10KN (Testometric Rochdale, England, Type DSCC-10KN). Ένας στυλίσκος (Fe 79.09%, Cr 16%, C 2.06%, Mn 1.65%, Si 0.6%, Cu 0.6%) με επίπεδο άκρο εύρους 7 mm, ο οποίος κατασκευάστηκε για τις ανάγκες του πειράματος και με μορφολογία η οποία εφάρμοζε ακριβώς στην υπερώια εντομή των στεφανών, άσκησε δύναμη με ταχύτητα 1 mm/min, ενώ τα δοκίμια είχαν ήδη τοποθετηθεί με γωνία κλήσης 130º ως προς τον επιμήκη άξονα του δοντιού (Εικόνα17 α,β,γ,δ). Η γωνία αυτή επιλέχθηκε για να προσομοιάσει τη γωνία κλίσης ανάμεσα στα άνω πρόσθια και κάτω πρόσθια δόντια στην οδοντική τάξη κατά Angle I (Dawson, 2006). Για όλα τα δοκίμια καταγράφηκε η δύναμη που προκάλεσε την αποκόλληση της στεφάνης. Σε κανένα από τα 20 δοκίμια δεν παρατηρήθηκε αποκόλληση του αναλόγου δοντιού από το ακρυλικό μπλόκ αλλά ούτε και θραύση του ίδιου του ακρυλικού μπλοκ. 31
17γ 17δ Εικ. 17 γ,δ Δοκιμασία αντίστασης στην εκτόπιση. Στατιστική επεξεργασία αποτελεσμάτων Πραγματοποιήθηκε ανάλυση των αποτελεσμάτων, περιγραφική στατιστική και independent samples t-test (α=0.05), για τον προσδιορισμό στατιστικά σημαντικών διαφορών μεταξύ των φορτίων αποτυχίας πάνω στις ομάδες των 32
δειγμάτων. Για τη στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό SPSS 20.0. 33
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Αποτελέσματα για τη δοκιμασία συγκράτησης Τα αποτελέσματα της περιγραφικής στατιστικής για τις μέσες τιμές των δυνάμεων και τις τυπικές αποκλίσεις των δειγμάτων των ομάδων Α και Β για τη δοκιμασία συγκράτησης φαίνονται στον πίνακα 1, ενώ οι μέγιστες και οι ελάχιστες τιμές των δυνάμεων από τα δοκίμια των 2 ομάδων για την ίδια δοκιμασία φαίνονται στον πίνακα 2. Πίνακας 1. Περιγραφική στατιστική για τη δοκιμασία συγκράτησης των δειγμάτων (n=10). Group Statistics Preparation N Mean Std. Deviation Std. Error Mean Δύναμη εφελκυσμού Α 10 455.00 32.94 10.42 Β 10 393.20 27.41 8.67 Συγκεκριμένα για την Α ομάδα δειγμάτων, δηλαδή τα δοκίμια με τη διατήρηση της παραλληλότητας του τοιχώματος ανάμεσα στο αυχενικό παρειακό και υπερώϊο τριτημόριο η μέση τιμή απώλειας της συγκράτησής τους ήταν 455 Ν, ενώ για την ομάδα Β, δηλαδή τα δοκίμια χωρίς τη διατήρηση της παραλληλότητας 393.2 Ν. Επομένως η πρώτη ομάδα παρουσίασε μικρότερη απώλεια συγκράτησης. 34
Πίνακας 2. Περιγραφική στατιστική για τη δοκιμασία συγκράτησης των δειγμάτων (n=10). Descriptive Statistics Preparation N Minimum Maximum Mean Std. Deviation Δύναμη εφελκυσμού Α 10 408.80 498.70 455.00 32.94 Β 10 348.80 436.10 393.20 27.41 Όπως φαίνεται και από τον πίνακα 2 τα δοκίμια της Α ομάδας εμφάνισαν τιμές από 408.80 Ν μέχρι 498.70 Ν, ενώ τα δοκίμια της Β ομάδας τιμές μικρότερες από την πρώτη, δηλαδή από 348.80 Ν μέχρι 436.10 Ν. Η στατιστική ανάλυση με t-test ανεξάρτητων δειγμάτων (independent samples t-test) (α=0.05) κατέδειξε ότι η διατήρηση ή μη του υπερώϊου παράλληλου αξονικού τοιχώματος έχει στατιστικά σημαντική επίδραση (t(20)= 4.56, P<.001) (Πίνακας 3) στη συγκράτηση. 35
Πίνακας 3. Η ανάλυση με t-test ανεξάρτητων δειγμάτων για τη δοκιμασία συγκράτησης των δειγμάτων. Independent Samples Test Levene's Test for Equality of Variances t-test for Equality of Means 95% F Sig. t df Sig. (2-tailed) Mean Difference Std. Error Difference Confidence Interval of the Difference Lower Upper Δύναμη εφελκυσμού Equal variances assumed Equal variances not assumed.53.48 4.56 18.00.000 61.80 13.55 33.33 90.27 4.56 17.43.000 61.80 13.55 33.26 90.34 36
Γράφημα 1. Θηκόγραμμα για τη δοκιμασία συγκράτησης/tensile Test 1(ομάδα Α)= Δόντια παρασκευασμένα με διατήρηση παράλληλου παρειουπερώϊου τοιχώματος. 2(ομάδα Β)= Δόντια παρασκευασμένα χωρίς τη διατήρηση παράλληλου παρειουπερώϊου τοιχώματος. Στο γράφημα 1 παρατηρούμε ότι οι δυνάμεις στις οποίες τα δοκίμια της πρώτης ομάδας είχαν απώλεια συγκράτησης ήταν μεγαλύτερες σε σχέση με τα δοκίμια της δεύτερης ομάδας. Αποτελέσματα για τη δοκιμασία αντίστασης στην εκτόπιση. Τα αποτελέσματα της περιγραφικής στατιστικής για τις μέσες τιμές των δυνάμεων και τις τυπικές αποκλίσεις των δειγμάτων των 2 ομάδων για τη 37
δοκιμασία αντίστασης στην εκτόπιση φαίνονται στον πίνακα 4, ενώ οι μέγιστες και οι ελάχιστες τιμές των δυνάμεων που αναπτύχθηκαν στα δοκίμια για την ίδια δοκιμασία φαίνονται στον πίνακα 5. Πίνακας 4. Περιγραφική στατιστική για τη δοκιμασία αντίστασης στην εκτόπιση των δειγμάτων (n=10). Group Statistics Preparation N Mean Std. Deviation Std. Error Mean Δύναμη συμπίεσης Γ 10 2400.00 60.23 19.05 Δ 10 3225.40 82.57 26.11 Όπως φαίνεται από τον πίνακα 4 η ομάδα Γ δειγμάτων, δηλαδή τα δοκίμια με το παρειουπερώϊο παράλληλο τοίχωμα αυχενικού τριτημορίου, ανέπτυξαν μέση τιμή δύναμης κατά την αντίστασή τους στην εκτόπιση 2400 Ν, ενώ η ομάδα Δ, δηλαδή τα δοκίμια χωρίς το υπερώϊο παράλληλο τοίχωμα 3225.4 Ν. Επομένως η δεύτερη ομάδα παρουσίασε μεγαλύτερη αντίσταση στην εκτόπιση. Τα δοκίμια της Γ ομάδας εμφάνισαν τιμές από 2287.60 Ν μέχρι 2488.30 Ν, ενώ τα δοκίμια της Δ ομάδας τιμές μεγαλύτερες από την πρώτη, δηλαδή από 3090.00 Ν μέχρι 3320.00 Ν. (Πίνακας 5) 38
Πίνακας 5. Περιγραφική στατιστική για τη δοκιμασία αντίστασης στην εκτόπιση των δειγμάτων (n=10). Descriptive Statistics Preparation N Minimum Maximum Mean Std. Deviation Δύναμη συμπίεσης Γ 10 2287.60 2488.30 2400.00 60.23 Δ 10 3090.00 3320.00 3225.40 82.57 Και στην περίπτωση αυτή η στατιστική ανάλυση με t-test ανεξάρτητων δειγμάτων (independent samples t-test) (α=0.05) κατέδειξε ότι η διατήρηση ή μη του παράλληλου υπερώϊου αξονικού τοιχώματος έχει στατιστικά σημαντική επίδραση (t(20)= 25.53, P<.001) στην αντίσταση στην εκτόπιση. 39
Πίνακας 6. Η ανάλυση με t-test ανεξάρτητων δειγμάτων για τη δοκιμασία αντίστασης στην εκτόπιση των δειγμάτων. Independent Samples Test Levene's Test for Equality of Variances t-test for Equality of Means 95% Confidence F Sig. t df Sig. (2- tailed) Mean Difference Std. Error Differen ce Interval of the Difference Lower Upper Δύναμη συμπίεσης Equal variances assumed 2.37.141-25.54 18.00.000-825.40 32.32-893.30-757.50 Equal variances not assumed -25.54 16.47.000-825.40 32.32-893.76-757.04 40
Γράφημα 2. Θηκόγραμμα δοκιμασίας αντίστασης στην εκτόπιση/compression Test 1(ομάδα Γ)= Δόντια παρασκευασμένα με διατήρηση παράλληλου παρειουπερώϊου τοιχώματος. 2(ομάδα Δ)= Δόντια παρασκευασμένα χωρίς διατήρηση παράλληλου παρειουπερώϊου τοιχώματος Στο γράφημα 2 παρατηρούμε ότι οι δυνάμεις στις οποίες τα δοκίμια της Γ ομάδας έχασαν την ιδιότητα της αντίστασης στην εκτόπιση ήταν μικρότερες σε σχέση με τα δοκίμια της Δ ομάδας. 41
Συνολική ανάλυση αποτελεσμάτων Συμπερασματικά, αυτό που παρατηρήθηκε από την ανάλυση των αποτελεσμάτων με t-test ανεξάρτητων δειγμάτων ήταν πως ο παράγοντας γεωμετρία της προπαρασκευής είχε στατιστικά σημαντική επίδραση μεταξύ των τιμών των ομάδων Α,Γ και Β,Δ, (t(20)= 4.56, P<.001) για τη δοκιμασία της συγκράτησης και t(20)= 25.53, P<.001) για τη δοκιμασία αντίστασης στην εκτόπιση. Όπως φάνηκε, η διατήρηση της παραλληλότητας ανάμεσα στο παρειακό και υπερώϊο αυχενικό τριτημόριο ως προς τη δοκιμασία της συγκράτησης (ομάδες Α,Β) είχε ως επακόλουθο την αύξηση στατιστικά σημαντικά των τιμών της δύναμης συγκράτησης των δειγμάτων, με μέση τιμής δυνάμεων που κυμάνθηκε από 393.2 Ν μέχρι 455 Ν. Αντίθετα, ως προς τη δοκιμασία αντίστασης στην εκτόπιση (ομάδες Γ,Δ) η διατήρηση της παραλληλότητας μεταξύ του παρειακού και υπερώϊου αυχενικού τριτημορίου είχε ως αποτέλεσμα μικρότερες τιμές δύναμης αλλά στατιστικά σημαντικές, στις οποίες τα δοκίμια έχαναν αυτή τους την ιδιότητα, συγκριτικά με τα δοκίμια της άλλης ομάδας. Η μέση τιμή των δυνάμεων που αναπτύχθηκαν για αυτή τη δοκιμασία ήταν από 2400 Ν μέχρι τα 3225.4 Ν. 42
ΣΥΖΗΤΗΣΗ Η παρούσα in vitro έρευνα μελέτησε την επίδραση που έχει η διατήρηση ή μη παράλληλων τοιχωμάτων στο παρειακό και υπερώϊο αυχενικό τριτημόριο των άνω κεντρικών τομέων, στη συγκράτηση και στην αντίσταση στην εκτόπιση. Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης καταδεικνύουν ότι η διατήρηση παράλληλων τοιχωμάτων στο τριτημόριο αυτών των δοντιών οδηγεί στην αύξηση της συγκράτησης μιας στεφάνης, αλλά όχι στην αύξηση της αντίστασης στην εκτόπιση. Επομένως και οι δύο μηδενικές προτάσεις απορρίπτονται. Τα αποτελέσματα αναφέρονται σε δόντια προσθίων κεντρικών τομέων και αφορούν φορτία δύναμης τα οποία ασκήθηκαν με κλίση 130 0 ως προς τον επιμήκη άξονα των δοντιών, ώστε να προσομοιωθεί η γωνία επαφής ανάμεσα στα άνω και κάτω πρόσθια δόντια σε τάξη I κατά Angle (Dawson, 2006). Όσον αφορά το υλικοτεχνικό κομμάτι, στην παρούσα εργαστηριακή έρευνα δεν χρησιμοποιήθηκαν φυσικά δόντια. Το πλεονέκτημα της χρήσης μεταλλικών δοντιών ήταν ότι: 1) Όλα τα δόντια δοκίμια είχαν τις ίδιες διαστάσεις 2) Εκμηδενίστηκαν οι πιθανότητες θραύσης δοντιού. Κατασκευάστηκαν μεταλλικά δοκίμια δοντιών από ένα αρχικό πρότυπο παρασκευασμένου δοντιού και πάνω σε αυτά τα μεταλλικά δοκίμια κατασκευάστηκαν οι στεφάνες. Εναλλακτικά οι στεφάνες θα μπορούσαν να είχαν κερωθεί επάνω σε γύψινα κολοβώματα. Ωστόσο έχει αποδειχθεί ότι ο βαθμός μη προσαρμογής μιας στεφάνης η οποία έχει κερωθεί πάνω σε μεταλλικό κολόβωμα είναι μικρότερη από το αν η ίδια στεφάνη είχε κερωθεί πάνω σε γύψινο κολόβωμα (Fusayama και συν., 1963). Τα μεταλλικά κολοβώματα χρησιμοποιήθηκαν και για την αποφυγή της θραύσης κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών στο μηχάνημα. Στο αρχικό στάδιο της έρευνας για την κατασκευή της μήτρας από εργαστηριακή πολυβινυλ-σιλοξάνη, το αρχικό δόντι εποξικής ρητίνης εμβυθίστηκε σε αυτή 2 mm από το όριο περάτωσης της προπαρασκευής. Το ίδιο έγινε και με όλα τα μεταλλικά δόντια δοκίμια κατά την τοποθέτηση τους 43
στα μπλοκ αυτοπολυμεριζόμενης πολυμεθυλ-μεθακρυλικής ρητίνης. Ο λόγος που έγινε αυτό είναι για να προσομοιαστούν οι συνθήκες στήριξης περιοδοντικής υγείας. Οι Gargiulo και συν. (1961) πρότειναν ότι οι διαστάσεις της επιθηλιακής πρόσφυσης σε συνδυασμό με τις διαστάσεις του συνδετικού ιστού πάνω από το όριο του οστού πρέπει να είναι τουλάχιστο 2 mm. Ο Nevins (1986) έδειξε πως η τοποθέτησης του ορίου μιας αποκατάστασης μέσα σε αυτή τη ζώνη μπορεί να επηρεάσει την περιοδοντική υγεία του ασθενούς. Προκειμένου να γίνουν οι δοκιμασίες όλα τα δοκίμια τοποθετήθηκαν σε μπλόκ αυτοπολυμεριζόμενης πολυμεθυλ-μεθακρυλική ρητίνη και αυτό έγινε επειδή το μέτρο ελαστικότητάς της (6.7 GPa) είναι παραπλήσιο με το μέτρο ελαστικότητας του σπογγώδους οστού (10.4 GPa) (Skinner και συν., 1975). Στο όριο της παρασκευής υπήρχε μια ζώνη στενής εφαρμογής (εύρους περίπου 1 mm) για την πρόληψη αποδόμησης της κονίας. Οι ιδανικές διαστάσεις (Fusayama και συν., 1963; Eames και συν., 1978) που προτάθηκαν για το χώρο της κονίας είναι 20-40 μm για κάθε τοίχωμα. Επομένως μια στεφάνη ολικής κάλυψης πρέπει να έχει εσωτερική διάμετρο 40-80 μm μεγαλύτερη από τη διάμετρο του παρασκευασμένου δοντιού. Τέτοιος βαθμός προσαρμογής του χυτού μπορεί να επιτευχθεί, ανεξάρτητα της γεωμετρίας του ορίου (Byrne, 1992; Syu και συν., 1993). Στα ανάλογα δοντιών δημιουργήθηκε χώρος για την κονία πάχους 25μm σε κάθε αξονικό τοίχωμα. Αν το κενό για τη συγκολλητική κονία είναι πολύ μικρό το χυτό δεν θα εδράζεται κατάλληλα εξαιτίας της υδραυλικής πίεσης που αναπτύσσεται όταν η ιξώδης μάζα της συγκολλητικής κονίας δεν μπορεί να διαφύγει από το μικρό κενό μεταξύ στεφάνης και παρασκευασμένου δοντιού (Rosenstiel και συν., 2006). Αντίστροφα, αν ο χώρος είναι πολύ ευρύς το συγκρατητικό σχήμα περιορίζεται και η θέση του χυτού είναι δύσκολο να διατηρηθεί με ακρίβεια (Rosenstiel και συν., 2006). Αυτό που επηρεάζεται σε βάθος χρόνου είναι η μακροβιότητα της αποκατάστασης. 44
Η χρήση βασικού κράματος σε αυτή την έρευνα έγινε λόγω της μεγάλης σκληρότητας και του υψηλού δείκτη ελαστικότητας σε συνδυασμό με τη χαμηλή πυκνότητα που παρουσιάζουν τα κράματα αυτά. Έτσι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας τα δοκίμια είχαν μεγαλύτερη αντίσταση στην παραμόρφωση με την εφαρμογή μεγάλων δυνάμεων. Εντούτοις οι Eden και συν. (1979) απέδειξαν σε εργασία τους ότι τα βασικά κράματα έχουν μικρότερο βαθμό εφαρμογής επάνω σε μεταλλικά κολοβώματα. Ως βασικά κράματα (μη πολύτιμα) ορίζονται τα κράματα αυτά που περιέχουν λιγότερο από 25% κατά βάρος ευγενή μέταλλα. Τα περισσότερα από τα κράματα που χρησιμοποιούνται για ακίνητες προσθετικές αποκαταστάσεις είναι κράματα νικελίου-χρωμίου (Anusavice, 1996). Η αντοχή στη διαρροή, το μέτρο ελαστικότητας και η σκληρότητα μπορούν να επηρεαστούν σημαντικά από μικρές διαφορές στα κατά βάρος ποσοστά μικρών στοιχειωδών συστατικών των συνθέσεων αυτών των κραμάτων (Anusavice, 1996). Ένα πλεονέκτημά τους είναι ότι οι τιμές του μέτρου ελαστικότητας είναι πολύ υψηλότερες από εκείνες των κραμάτων ευγενών μετάλλων. Έτσι εκτεταμένες ακίνητες προσθετικές αποκαταστάσεις κατασκευασμένες από κράματα Ni-Cr υφίστανται πολύ μικρότερη κάμψη από παρόμοιες αποκαταστάσεις από ευγενή κράματα (Anusavice, 1996). Η αδροποίηση στην ερευνητική αυτή εργασία πραγματοποιήθηκε καθώς όταν οι εσωτερικές επιφάνειες μιας αποκατάστασης είναι πολύ λείες, η απώλεια συγκράτησης δε συμβαίνει στη μάζα της κονίας, αλλά στη διεπιφάνεια κονίαςαποκατάστασης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η συγκράτηση αυξάνεται αν η εσωτερική επιφάνεια της αποκατάστασης αδροποιηθεί (Smith, 1970). Για τα χυτά είναι καλύτερη η αδροποίηση του εσωτερικού της επιφάνειας του με αμμοβολή με κόκκους Al 2 O 3 50μm. Αυτή η διαδικασία συνίσταται πριν την τελική προσκόλληση (Goodacre και συν., 2001), καθώς έχει αποδειχθεί σε in vitro έρευνα ότι οι κόκκοι της αμμοβολής αυξάνουν τη συγκράτηση κατά 64% 45
(O Connor και συν., 1990). Το ίδιο ακολουθήθηκε και στην παρούσα πειραματική μελέτη. Η κονία εκλογής στην παρούσα έρευνα ήταν η ρητινωδώς τροποποιημένη υαλοϊονομερής. Οι ρητινωδώς τροποποιημένες υαλοϊονομερείς κονίες εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1990 σε μια προσπάθεια συνδυασμού των ιδιοτήτων της υαλοϊονομερούς κονίας (απελευθέρωση φθορίου, χημική συγκόλληση) με την υψηλή αντοχή και τη μειωμένη διαλυτότητα των ρητινών. Οι κονίες αυτές είναι λιγότερο επιρρεπείς από τις υαλοϊονομερείς στην πρόωρη έκθεση στην υγρασία (Cho και συν., 1995). Παρουσιάζουν υψηλότερη αντοχή από τις συμβατικές κονίες με τιμές παρόμοιες με αυτές της ρητινώδους κονίας (Piwowarczyk και συν., 2002). Οι κονίες αυτές παρουσιάζουν χαμηλή διαλυτότητα, καλή χημική σύνδεση με τους οδοντικούς ιστούς και περιορισμένη μικροδιείσδυση (Rosenstiel και συν., 2006). Στη διεθνή βιβλιογραφία υπάρχουν λίγες έρευνες που να εξετάζουν την επίδραση της γεωμετρίας της προπαρασκευής κεντρικού τομέα της άνω γνάθου και να ελέγχουν τόσο τη συγκράτηση όσο και την αντίσταση στην εκτόπιση. Στην έρευνα των Khatami και συν. (2010) παρόμοια με την παρούσα, γίνεται μελέτη 3 διαφορετικών τρόπων προπαρασκευής κεντρικού τομέα της άνω γνάθου για μεταλλοκεραμική στεφάνη, τόσο με ιδανική αυχενομασητική διάσταση 8.42 mm όσο και με μειωμένη στα 3 mm. Οι παραλλαγές που έγιναν στην προπαρασκευή του τομέα (ivorine tooth) ήταν: 1) με διατήρηση του υπερώϊου τοιχώματος, 2) με τη δημιουργία αύλακας στο υπερώϊο τοίχωμα και 3) χωρίς διατήρηση του υπερώϊου τοιχώματος. Τα δοκίμια ελέγχθηκαν μόνο ως προς την αντίσταση στην εκτόπιση και οι συγγραφείς κατέληξαν στα παρακάτω συμπεράσματα: 1) ότι η αντίσταση στην εκτόπιση ιδανικά προπαρασκευασμένων τομέων της άνω γνάθου για μεταλλοκεραμικές αποκαταστάσεις δε βελτιώνεται με την προσθήκη αυλάκων στα αξονικά τοιχώματα. 2) σε δόντια με μειωμένο ύψος η προπαρασκευή αυλάκων στο 46
υπερώϊο τοίχωμα βελτιώνει την αντίσταση στην εκτόπιση. Η εξήγηση που δόθηκε για το πρώτο εύρημα είναι πως καταλυτικό ρόλο στην αντίσταση στην εκτόπιση διαδραμάτισε η διατήρηση των δίεδρων γωνιών (ομοροπαρειακές και ομορογλωσσικές) καθώς και η υπερώια κοίλανση. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα δόντια είχαν το ιδανικό ύψος προπαρασκευής. Κριτήρια που εφαρμόστηκαν και στην παρούσα έρευνα. Η τεκμηρίωση του δεύτερου αποτελέσματος ήταν ότι λόγω του μειωμένου ύψους η προσθήκη αυλάκων βελτιώνει την αντίσταση αφού αυξάνει τη συνολική επιφάνεια του δοντιού. Ωστόσο η παράμετρος μειωμένου ύψους δε υφίσταται στην παρούσα έρευνα. Ένα από τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας είναι ότι κανένα από τα δοκίμια δεν απέτυχε κατά τη διάρκεια των δύο δοκιμασιών σε συνθήκες στατικής φόρτισης. Στα δοκίμια η δύναμη που ασκήθηκε και στις δύο δοκιμασίες ήταν σταδιακά αυξανόμενη. Όπως έδειξαν τα αποτελέσματα οι τιμές στη δοκιμασία της αντίστασης στην εκτόπιση κυμάνθηκαν από 2.287 Ν μέχρι 3.320 Ν με μια μέση τιμή περίπου 2800 Ν. Αντίστοιχα στη δοκιμασία της συγκράτησης ήταν από 348 Ν μέχρι 498 Ν με μια μέση τιμή 420 Ν. Οι τιμές που εφαρμόστηκαν για την πρώτη δοκιμασία ήταν περίπου 10 με 46 φορές μεγαλύτερη και για τη δεύτερη έως 7 φορές μεγαλύτερη από τη δύναμη δήξης που παρατηρείται στην πρόσθια περιοχή (Killiaridis και συν., 1993). Ωστόσο πρέπει να αναφερθεί πως οριζόντιες και πλάγιες δυνάμεις μπορούν να αναπτυχθούν κατά τη διάρκεια παραλειτουργικών κινήσεων (Dawson, 2006). Οι Potts και συν. (1980) σε πειραματική μελέτη παρουσίασαν 5 διαφορετικούς τρόπους προπαρασκευής οπίσθιου δοντιού δοκιμίου (ivorine tooth) προκειμένου να μελετήσουν τη συγκράτηση και την αντίσταση στην εκτόπιση με την προσθήκη αυλάκων στα αξονικά τοιχώματα. Για το πείραμά χρησιμοποίησαν μηχάνημα στατικής φόρτισης. Οι τιμές που κατέγραψαν κατά μέσο όρο για την δοκιμασία στη συγκράτηση ήταν 576 Ν και για την δοκιμασία αντίστασης στην εκτόπιση κατά μέσο όρο 6.680 Ν. Οι Weed & Baez (1984) σε 47
εργασία μελέτησαν την επίδραση που μπορεί να έχει η αλλαγή στη γωνία κλίσης των τοιχωμάτων μόνο μασητικά στην αντίσταση στην εκτόπιση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιήθηκαν μεταλλικά δόντια- δοκίμια και για τη δοκιμασία αντίστασης στην εκτόπιση χρησιμοποιήθηκε μηχάνημα στατικής φόρτισης. Οι τιμές που κατέγραψε κυμαίνονταν από 1.386 Ν μέχρι 3.113 Ν. Οι Wiskott και συν. (1997) μελέτησε τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη διάμετρο, το ύψος και την αντίσταση στην εκτόπιση προσκολλημένων στεφανών σε μεταλλικά δόντια δοκίμια υπό την επίδραση πλαγίων δυνάμεων και πάλι σε συνθήκες κυκλικής φόρτισης. Τα αποτελέσματα από την έρευνα αυτή κατέδειξαν ότι υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στη διάμετρο και την αντίσταση στην εκτόπιση, κάτι που εξακριβώθηκε και στην παρούσα έρευνα. Σε εργαστηριακή έρευνα οι Proussaefs και συν. (2004) μελέτησαν κατά πόσο γομφίοι με μειωμένο ύψος αξονικών τοιχωμάτων και μορφολογία που δεν προσφέρει αντίσταση στην εκτόπιση, μπορούν με την προπαρασκευή κιβωτιδίων, αυλάκων, κεκλιμένων επιπέδων και ισθμών στη μασητική επιφάνεια να βελτιώσουν την αντίσταση στη εκτόπιση. Χρησιμοποίησαν μηχάνημα στατικής φόρτισης με δύναμη σταδιακά αυξανόμενη. Το αποτέλεσμα της έρευνας αυτής ήταν ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να αποδοθεί αντίσταση στην εκτόπιση σε ένα δόντι που την στερείται, είναι να γίνει μείωση της γωνίας σύγκλεισης των αξονικών τοιχωμάτων στο αυχενικό τριτημόριο. Οι τιμές που καταγράφηκαν για τη δύναμη εκτόπισης των στεφανών κυμαίνονταν από 1.205 Ν μέχρι 2.048 Ν. Ο τρόπος και η μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί σε μια πειραματική εργασία, αποτελεί μια προσπάθεια απόδοσης ενός φαινομένου που εξελίσσεται στη στοματική κοιλότητα σε πολύ συγκεκριμένο περιβάλλον και σε συνθήκες που αλλάζουν κάθε φορά. Έτσι κάποιες μεθοδολογίες προσεγγίζουν καλύτερα την πραγματικότητα και κάποιες όχι. Γεγονός είναι πως η διαδικασία της μάσησης είναι μια πολυσύνθετη και πολυπαραγοντική διαδικασία, η οποία επηρεάζεται από την ηλικία, το φύλο, τη σύσταση της τροφής, το συγκλεισιακό σχήμα, τη 48
χρονική στιγμή της ημέρας και από την ύπαρξη κροταφογναθικών διαταραχών. Συνεπώς, η ταχύτητα κατάσπασης και ανάσπασης της κάτω γνάθου, η κατεύθυνση της κίνησης, και το εύρος τω πλαγίων κινήσεων ποικίλλει από άτομο σε άτομο. Επιπροσθέτως, οι διακυμάνσεις της θερμοκρασίας, οι χημικομηχανικές και οι μικροβιολογικές μεταβολές που εξελίσσονται στον ανθρώπινο οργανισμό, δημιουργούν από μόνες τους ένα εχθρικό περιβάλλον για τη μακροβιότητα μιας αποκατάστασης (Strub & Beschnidt, 1998). Για το λόγο αυτό η διαδικασία της στατικής φόρτισης μπορεί να δώσει μόνον μια μερική ένδειξη για την εξέλιξη της διαδικασίας μέσα στη στοματική κοιλότητα. Άλλωστε στην παρούσα έρευνα βασικός στόχος ήταν η μελέτη της επίδρασης της γεωμετρία προπαρασκευής του δοντιού όσον αφορά τη συγκράτηση και την αντίσταση στην εκτόπιση, που όπως αποδείχθηκε ήταν στατιστικά σημαντικός. Όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή, έχει παρατηρηθεί στη βιβλιογραφία από συγγραφείς, ότι για τη συγκράτηση μιας στεφάνης, εκτός από τη γωνία σύγκλεισης των αξονικών τοιχωμάτων, την υφή της επιφάνειας του παρασκευασμένου δοντιού και τα πρόσθετα συγκρατητικά στοιχεία, βασικό ρόλο παίζει το ύψος του παρασκευασμένου δοντιού και η διάμετρος του (Shillingburg και συν., 1973; Gilboe & Tetruck, 1974). Οι Shillingburg και συν. (1973) και Gilboe & Tetruck (1974) κατέληξαν στο συμπέρασμα πως το ύψος του παρασκευασμένου δοντιού είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για τη συγκράτηση μιας στεφάνης. Ωστόσο οι Kaufman και συν. (1961) καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η αύξηση του ύψους αυξάνει τη συγκράτηση αλλά όχι σε σημαντικό βαθμό, αφού η αύξηση της συγκράτησης με την αύξηση του ύψους είναι λιγότερο σημαντική σε σύγκριση με την επίδραση της κλίσης των αξονικών τοιχωμάτων στη συγκράτηση μιας στεφάνης που έχει το ίδιο ύψος. Οι ίδιοι συγγραφείς αποδεικνύουν πως υπάρχει γραμμική αύξηση στη συγκράτηση μιας στεφάνης με την αύξηση της διαμέτρου ενός παρασκευασμένου δοντιού. Αυτό άλλωστε καταδεικνύεται και από το γεγονός 49
πως ένας γομφίος ίδιου ύψους με ένα προγόμφιο και με την ίδια κλίση αξονικών τοιχωμάτων εμφανίζει συγκριτικά μεγαλύτερη συγκρατητική ικανότητα. Όπως έχει αναφερθεί και προηγούμενα, από τους βασικότερους παράγοντες που καθορίζουν την αντίσταση στην εκτόπιση μιας στεφάνης κατά την προπαρασκευή της είναι η γωνία σύγκλεισης των αξονικών τοιχωμάτων, το αυχενοκοπτικό ή αυχενομασητικό ύψος του παρασκευασμένου δοντιού, η διάμετρος του, ο τύπος της παρασκευής και η ύπαρξη αυλάκων ή κιβωτιδίων. Στην παρούσα πειραματική μελέτη το ύψος των παρασκευασμένων κολοβωμάτων που κατασκευάστηκαν διατηρήθηκε το ίδιο προκειμένου αυτός ο παράγοντας να είναι σταθερός και ίδιος για όλα τα δοκίμια. Ως προς τη δοκιμασία αντίστασης στην εκτόπιση ο παράγοντας διάμετρος έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Όπως φαίνεται και από την εικόνα 20, τα δοκίμια με παράλληλο το αυχενικό παρειακό και υπερώϊο τοίχωμα με διάμετρο x είχαν μεγαλύτερη παρειουπερώϊα διάμετρο από τα υπόλοιπα δοκίμια με διάμετρο y και κατά συνέπεια εμφάνισαν μικρότερη αντίσταση στην εκτόπιση από τα αντίστοιχα που δεν διατηρήθηκε η παραλληλότητα. 50
Εικ. 20. Δοκίμιο δοντιού με διατήρηση παραλληλότητας παρειουπερώϊου τοιχώματος. Η διακεκομμένη γραμμή αναπαριστά το όριο της περάτωσης του δοντιού χωρίς την παρειουπερώϊα παραλληλότητα. Χ 1 >Χ 2 >Χ 3 >Χ 4 ( Δείχνουν τη σταδιακή μείωση της παρειουπερώϊας διαμέτρου στο δόντι με την παρειουπερώϊα παραλληλότητα). Y 1 >Y 2 >Y 3 >Y 4 (Δείχνουν τη σταδιακή μείωση της παρειουπερώϊας διαμέτρου στο δόντι χωρίς την παρειουπερώϊας διαμέτρου) Αλλά πάντα X 1 >Y 1, X 2 >Y 2, X 3 >Y 3, X 4 >Y 4 Μια βιβλιογραφική αναφορά που μπορεί να παρατεθεί με παρόμοια πειραματική μεθοδολογία είναι η έρευνα των Weed & Baez (1984). Σε αυτή την έρευνα μελετήθηκε η γωνία σύγκλεισης των αξονικών τοιχωμάτων, η διάμετρος και το ύψος του δοντιού. Προτείνεται από τους συγγραφείς ένα 51