Build Up Your Listening Skills



Σχετικά έγγραφα
ask after ρωτώ για κάποιον (να μάθω νέα του) back down υποχωρώ, εγκαταλείπω (κάποια απαίτησή μου) back out υπαναχωρώ, αθετώ (υπόσχεση, δέσμευση) bank

LESSON 28 (ΜΑΘΗΜΑ ΕΙΚΟΣΙ ΟΚΤΩ) REF : 201/033/28. 2 December 2014

1. 1. Emergency=επείγουσα ανάγκη 2. Food=φαγητό 3. Medicine=φάρμακα 4. Natural disaster=φυσική καταστροφή 5. Charity=φιλανθρωπία 6.

Εκπομπή του αφιερώματος «Διασκέδασε το Μυαλό σου»

- SELF-EVALUATION project - Self-evaluation tool

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Κάρτες Υπευνθύμισης για τη Λήψη Φαρμάκων

e-seminars Ηγούμαι 1 Επαγγελματική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

Πέτρος Γ. Οικονομίδης Πρόεδρος και Εκτελεστικός Διευθυντής

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ CYPRUS COMPUTER SOCIETY ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΜΑΘΗΤΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ 19/5/2007

Advanced Subsidiary Unit 1: Understanding and Written Response

ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ. 1.4 Αλληλεπιδράσεις και προσαρμογές

CYTA Cloud Server Set Up Instructions

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

Paper Reference. Paper Reference(s) 1776/04 Edexcel GCSE Modern Greek Paper 4 Writing. Thursday 21 May 2009 Afternoon Time: 1 hour 15 minutes

b. Use the parametrization from (a) to compute the area of S a as S a ds. Be sure to substitute for ds!

«Δουλεύω Ηλεκτρονικά, Δουλεύω Γρήγορα και με Ασφάλεια - by e-base.gr»

ΕΙΔΙΚΕΣ ΒΟΥΛΗΤΙΚΕΣ ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ. Εισάγονται με τους συνδέσμους: ότι, πως, που

Πώς μπορεί κανείς να έχει έναν διερμηνέα κατά την επίσκεψή του στον Οικογενειακό του Γιατρό στο Ίσλινγκτον Getting an interpreter when you visit your

4ο Δημοτικό Σχολείο Βέροιας ΣΧΟΛΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ. για ένα ευχάριστο και ασφαλές περιβάλλον

Ποιο άτομο θεωρείται παιδί;

2.21 here εδώ 2.22 talk μιλάω 2.23 town πόλη 2.24 have fun διασκεδάζω 2.25 dinosaur δεινόσαυρος 2.26 be quiet κάνω ησυχία

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΓΟΝΙΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

Right Rear Door. Let's now finish the door hinge saga with the right rear door

RDNS (Royal District Nursing Service) Κάρτες Υπευνθύμισης για τη Λήψη Φαρμάκων Medicines Reminder Cards

9.09. # 1. Area inside the oval limaçon r = cos θ. To graph, start with θ = 0 so r = 6. Compute dr

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά Τεχνολογικού Τομέα. Ξένη Ορολογία. Ενότητα 6: Working Capital

You & I. ΑΝΤΡΑΣ Γεια σου.

ΟΝΟΜΑ ΜΑΘΗΤΗ/ΤΡΙΑΣ: ΟΝΟΜΑ ΣΧΟΛΕΙΟΥ: Ένας οδηγός για τα δικαιώματα των παιδιών σε συνεργασία με την:

50 τρόποι για να προετοιμαστεί η επανάσταση. Stephanie McMillan

Για αυτό τον μήνα έχουμε συνέντευξη από μία αγαπημένη και πολυγραφότατη συγγραφέα που την αγαπήσαμε μέσα από τα βιβλία της!

ΨΗΦΙΑΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΕ ΣΥΣΚΕΥΕΣ ΚΙΝΗΤΗΣ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: ΕΙΡΗΝΗ ΡΗΓΟΥ ΟΡΓΑΝΩΣΙΑΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ

Μισελ ντε Μονταιν ΔΟΚΙΜΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ (απόσπασμα από την αρχή) Τα συναισθήματα μας επεκτείνονται πέρα από εμάς

ΟΔΗΓΙΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣTΑΣΗΣ ΓΙΑ ΠΑΤΩΜΑ WPC INSTALLATION GUIDE FOR WPC DECKING

Medicines Reminder Cards. Greek/English

THE ECONOMIST ΟΜΙΛΙΑ NIKI KERAMEUS. Head of education, research and religious affairs sector, New Democracy

Writing for A class. Describe yourself Topic 1: Write your name, your nationality, your hobby, your pet. Write where you live.

Instruction Execution Times

How to register an account with the Hellenic Community of Sheffield.

ΣΕΡΒΙΣ ΒΑΤΣΑΚΛΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

retailer tools ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ & ΕΓΚΑΙΡΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΧΡΗΣΗ ΑΛΚΟΟΛ ΑΠΟ ΝΕΟΥΣ

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΔΙΑΙΤΗΤΩΝ ΚΑΛΑΘΟΣΦΑΙΡΙΣΗΣΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Δ.Κ.Ε.) EΡΩΤΗΣΕΙΣ 1o ΓΚΡΟΥΠ

LESSON 14 (ΜΑΘΗΜΑ ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ) REF : 202/057/34-ADV. 18 February 2014

2009 : :00-13:30

Οπότε, εκείνος που κινεί τα νήματα στην δραστηριότητα των επιχειρήσεων, είναι ο πελάτης και μόνο ο πελάτης.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΡΕΜΑΣΤΙΝΟΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο

Please be sure that your kid memorized the song. Students homework -Pg.2: Read the song and the translation 3 times.

derivation of the Laplacian from rectangular to spherical coordinates

LESSON 9 (ΜΑΘΗΜΑ ΕΝΝΙΑ) REF : 101/011/9-BEG. 14 January 2013

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

ΖΩΔΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΑΠΟ 6 12 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2017 ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

4 th Grade Greek Language HW 02/19-02/25 Week 27 NOTES Ένα δώρο για την Ελένη. Ms. Mesimeri

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ. Ψηφιακή Οικονομία. Διάλεξη 7η: Consumer Behavior Mαρίνα Μπιτσάκη Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών

Κάρτες Υπευνθύ για τηφαρμάκων για τη Λήψη Φαρμάκων

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΥΜΑΘ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ECONOMIST ΜΕ ΘΕΜΑ «ΕΠΙΤΑΧΥΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ» ( )

Αλεξία!Γιαννακοπούλου,!Δείγματα!για!δοκιμασίες!παραγωγής!γραπτού!λόγου!

Εγκατάσταση λογισμικού και αναβάθμιση συσκευής Device software installation and software upgrade

Ξεπεράστε τις προκλήσεις στην οικογενειακή επιχείρηση. Λουκής Ταπάκης Τηλ κιν

Τ ρ ί τ η, 5 Ι ο υ ν ί ο υ Το τελευταίο φως, Ιφιγένεια Τέκου

Section 8.3 Trigonometric Equations

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΟΧΟΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

2ος Διαιτητής - Βασίλης Ράπτης

A8-0417/158

HOMEWORK 4 = G. In order to plot the stress versus the stretch we define a normalized stretch:

Τί είναι οι μεταλλαγμένες τροφές; (Γεωργία Αποστόλου)

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ (ΘΥΜΟΣ) ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗΣ

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΠΙΓΕΙΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΛΥΣΟΚΙΝΗΣΗΣ ΓΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΡΟΛΕΪ

Agile Προσέγγιση στη Διαχείριση Έργων Λογισμικού

LESSON 5 (ΜΑΘΗΜΑ ΠΕΝΤΕ) REF: 201/033/25-ADV. 3 December 2013

" # $ # % & # Sve pticice (') I don t know how to love him ( El Dorado! )# # * '# ' )

Το κυνηγί της φώκιας νέο index Το κυνήγι της φώκιας...2 Λεξιλόγιο...2 Ερωτήσεις...4 Κείμενο...5 Το κυνήγι της φώκιας...5

Φάνια Παπαϊωάννου. Θέμα εργασίας: Κάποτε συναντήθηκε η κοινωνία με ένα πολίτη που πληρώνει τους φόρους του, ένα φοροφυγά και έναν έντιμο πολιτικό

The new Remote Networks Regulatory Framework Το νέο Ρυθμιστικό Πλαίσιο των Απομακρυσμένων Δικτύων

«Ο ξεχωριστός κόσμος των διδύμων», η Εύη Σταθάτου μιλά στο Mothersblog, για το πρώτο της συγγραφικό εγχείρημα!

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ & ΠΕΤΡΟΣ ΣΟΦΙΚΙΤΗΣ:

Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΟΨΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΦΥΣΗ

Κατανοώντας την επιχειρηματική ευκαιρία

ΖΩΔΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΑΠΟ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2017 ΜΕ ΤΗΝ ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

τεύχος #20, Οκτώβριος#Νοέμβριος#Δεκέμβριος 2009, περιοδικό των Μεγάλων Οδηγών

Από την Διονυσία Γιαννοπούλου Ψυχοθεραπεύτρια Οικογενειακή Σύμβουλο Επιστημονικά Υπεύθυνη του Κ.Π «ΠΡΟΝΟΗ»

Can I open a bank account online? Ερώτηση αν μπορείτε να ανοίξετε τραπεζικό λογαριασμό μέσω του ίντερνετ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Math 6 SL Probability Distributions Practice Test Mark Scheme

Βασικοί κανόνες σύνθεσης στη φωτογραφία

Ένα ερωτηματολόγιο που θα σας βοηθήσει να γνωρίσετε καλύτερα τον αγωνιστικό σας εαυτό!

Πρόγραμμα Σπουδών Φυσικών Επιστημών. Θέμα: Εφαρμογή του ΑΠ των Φυσικών Επιστημών

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ CYPRUS COMPUTER SOCIETY ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΜΑΘΗΤΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ 6/5/2006

Βυζαντινός Ρεπαντής Κολλέγιο Αθηνών 2010

Περιοχή διαγωνισμού Rethink Athens

Γενικό Λύκειο Ζεφυρίου Τμήματα : Α1 Α2

Section 1: Listening and responding. Presenter: Niki Farfara MGTAV VCE Seminar 7 August 2016

Οδηγίες Αγοράς Ηλεκτρονικού Βιβλίου Instructions for Buying an ebook

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

Κώδικας Δεοντολογίας Κοινωνικής Ευθύνης

Διδακτική Μεθοδολογία

3.4 SUM AND DIFFERENCE FORMULAS. NOTE: cos(α+β) cos α + cos β cos(α-β) cos α -cos β

Transcript:

The New Build Up Your Listening Skills English-Greek Glossary Copyright Hellenic American Union, 2011 Unit 1 be stumped (phr) σηκώνω ψηλά τα χέρια, μένω με την απορία break up (phr v) τα χαλάω με τον/ την σύντροφό μου, διαλύω σχέση, χωρίζω call off (phr v) ακυρώνω can t wait (phr) δεν βλέπω την ώρα catch (a game) (v) καταφέρνω να δω αγώνα complex (adj) περίπλοκος, σύνθετος despise (v) περιφρονώ, απεχθάνομαι fall behind (phr v) μένω πίσω get outta here (phr) άντε από δω! get over sth (phr v) ξεπερνώ (δυσκολία, ασθένεια, κλπ) give sb a piece of my mind (phr) τη λέω σε κάποιον, τα λέω χύμα σε κάποιον grant (v) κάνω δεκτό, ικανοποιώ, εκπληρώ gross (adj) αηδιαστικός have a point (phr) έχω ένα (κάποιο) δίκιο have second thoughts (phr) ξανασκέφτομαι κάτι, έχω αμφιβολίες in principle (phr) στη θεωρία, επί της αρχής interfere (v) επεμβαίνω it s a deal (phr) έγινε, σύμφωνοι knock off (phr v) σχολάω από τη δουλειά (not) have a clue (phr) δεν έχω την παραμικρή ιδέα relief (n) ανακούφιση reservations (pl n) επιφυλάξεις self-assertiveness (n) δυναμικότητα, αποφασιστικότητα that ll be the day (phr) σιγά μη γίνει αυτό, να το δω και να μην το πιστέψω that s a load off my mind (phr) ησύχασα τώρα total (v) τρακάρω ολοσχερώς, διαλύω (αυτοκίνητο) uncertainty (n) αβεβαιότητα under the weather (phr) αδιάθετος wreck (v) διαλύω, καταστρέφω you ve gotta be kidding me (phr) πλάκα μου κάνεις Unit 1 Transcript scratch (n) γρατζουνιά session (n) συνεδρία spoil (kids) (phr) κακομαθαίνω, καλομαθαίνω you bet (phr) αμέ impress (v) εντυπωσιάζω commitment (n) υποχρέωση, δέσμευση daycare (n) παιδικός σταθμός facility (n) παροχή, υπηρεσία, υποδομή transfer (v) δίνω/παίρνω μετάθεση for the ECPE Transcript starving (adj) πεθαμένος στην πείνα buck (n) δολάριο carbohydrate (n) υδατάνθρακας dump (n) αχούρι family therapist (n) οικογενειακός σύμβουλος obsess (v) έχω εμμονή/ψύχωση participant (n) συμμετέχων set (me) back (phr v) μου κοστίζει skip (v) παραλείπω tempting (adj) δελεαστικός Unit 2 access (n) πρόσβαση be fed up (with) (phr) μπουχτίζω bruise (v) μελανιάζω, μωλωπίζω convention (n) συνέδριο graduation (n) αποφοίτηση honeymoon (n) μήνας του μέλιτος ID (n) ταυτότητα in top form (phr) σε άριστη φυσική κατάσταση intake (n) λήψη τροφής jam (v) σφηνώνω pill (n) χάπι plaid (n) καρό proposed (adj) προτεινόμενος sergeant (n) (στρ.) λοχίας, (αστ.) αρχιφύλακας urgent (adj) επείγων 1

Unit 2 Transcript checkpoint (n) σημείο ελέγχου, μπλόκο protest (v) διαμαρτύρομαι revoke (v) ανακαλώ, ακυρώνω thesis (n) διατριβή wedding reception (n) δεξίωση γάμου considerate (adj) αυτός που σκέφτεται και σέβεται τους άλλους crack down (on) (phr v) καταστέλλω, λαμβάνω μέτρα εναντίον demonstrator (n) διαδηλωτής drugstore (n) φαρμακείο efficient (adj) αποτελεσματικός, αποδοτικός get a word in edgewise (phr) καταφέρνω να πω μια κουβέντα play it by ear (phr) αυτοσχεδιάζω, βλέποντας και κάνοντας rundown (adj) σε κακή κατάσταση, εξαθλιωμένος shareholder (n) μέτοχος sold out (adj) εξαντλημένος, ξεπουλημένος summit (n) συνάντηση κορυφής Transcript at short notice (phr) την τελευταία στιγμή, χωρίς έγκαιρη προειδοποίηση conference (n) συμβούλιο fuss (n) φασαρία, αναστάτωση global warming (n) αναθέρμανση του πλανήτη, παγκόσμια υπερθέρμανση insensitive (adj) αναίσθητος laid back (adj) αμέριμνος, ήρεμος, χαλαρός rehearse (v) προβάρω, κάνω πρόβα veer (v) αλλάζω κατεύθυνση, αλλαξοδρομώ Unit 3 adaptation (n) διασκευή address (v) προσφωνώ, εκφωνώ λόγο aggressive (adj) επιθετικός alter (v) αλλάζω, μεταβάλλω animated (adj) κινούμενα (για ταινία κινουμένων σχεδίων) appeal (n) απήχηση, ελκυστικότητα arcade (n) αίθουσα ηλεκτρονικών παιχνιδιών assert (v) διεκδικώ bean curd (n) τόφου, τυρί από σόγια board game (n) επιτραπέζιο παιχνίδι borough (n) δήμος, διοικητική περφέρεια capital punishment (n) θανατική ποινή CEO (n) (= chief executive officer) διευθύνων σύμβουλος current (n) ρεύμα depiction (n) απεικόνιση, περιγραφή dismiss (v) απορρίπτω diversity (n) ποικιλία, διαφορετικότητα dominance (n) κυριαρχία drought (n) ξηρασία employ (a method) (v) χρησιμοποιώ, εφαρμόζω (μια μέθοδο) envision (v) οραματίζομαι expansion (n) επέκταση, εξάπλωση, διεύρυνση globalization (n) παγκοσμιοποίηση gorgeous (adj) πανέμορφος greedy (adj) άπληστος hang-out (n) στέκι immigration (n) μετανάστευση impact (n) αντίκτυπος insignificant (adj) ασήμαντος integration (n) ενοποίηση, ενσωμάτωση intervene (v) μεσολαβώ justified (adj) δικαιολογημένος legitimate (adj) θεμιτός, βάσιμος melting pot (n) χωνευτήρι misgivings (pl n) επιφυλάξεις multiculturalism (n) πολυπολιτισμικότητα overshadow (v) επισκιάζω overwhelmingly (adv) συντριπτικά parlor (n) αίθουσα pattern (n) σχέδιο, μοτίβο perception (n) αντίληψη permeate (v) διεισδύω, διαπερνώ portray (v) απεικονίζω prompt (v) παρακινώ proximity (n) εγγύτητα reflectivity (n) αντανακλαστικότητα regional (adj) τοπικός restriction (n) περιορισμός retired (adj) συνταξιούχος shape up (phr v) διαμορφώνομαι skepticism (n) σκεπτικισμός territory (n) περιοχή transpiration (n) διαπνοή vibrate (v) δονούμαι villain (n) κακός Unit 3 Transcript exaggerate (v) υπερβάλλω fluff (n) κουραφέξαλα grossly (adv) κατάφωρα, οφθαλμοφανώς substantial (adj) ουσιαστικός 2

tune in (phr v) συντονίζομαι (με ραδιοφωνικό/τηλεοπτικό σταθμό) vice versa (adv) αντιστρόφως with all due respect (phr) με όλο το σεβασμό connoisseur (n) ειδήμονας outlet (n) πρατήριο, σημείο πώλησης slave (n) σκλάβος widespread (adj) διαδεδομένος Transcript adage (n) ρητό bounty (n) υπεραφθονία breadbasket (n) σιτοβολώνας categorization (n) κατηγοριοποίηση colonial (adj) αποικιακός conjure up (phr v) φέρω στο νου continent (n) ήπειρος culinary (adj) μαγειρικός defy (v) αψηφώ, αντιστέκομαι σε element (n) στοιχείο factor (n) παράγοντας fuse (v) συγχωνεύω noodle (n) ζυμαρικό αβγού (χυλοπίτα, κλπ) profound (adj) έντονος, βαθύς relevant (adj) σχετικός roast (n) ψητό segment (n) μέρος, απόσπασμα stew (n) βρασμένο φαγητό vastness (n) απεραντοσύνη wholesome (adj) υγιεινός, ωφέλιμος Unit 4 (I don t) get it (phr) (δεν) το καταλαβαίνω/πιάνω (my) eyes are bigger than (my) stomach (phr) έκφραση που λέγεται όταν έχουμε πάρει μεγαλύτερη μερίδα φαγητού απ ό,τι μπορούμε να φάμε appeal (a grade) (v) κάνω ένσταση για τη βαθμολογία μου, ζητώ αναβαθμολόγηση assignment (n) σχολική/ ακαδημαϊκή εργασία be beat (phr) είμαι ψόφιος be out of the woods (phr) τη γλιτώνω, βρίσκομαι εκτός κινδύνου be tied up (phr) είμαι απασχολημένος, πνίγομαι board meeting (n) συνέλευση διοικητικού συμβουλίου check in (phr v) κάνω εισαγωγή στο νοσοκομείο checking account (n) λογαριασμός όψεως conference call (n) κλήση σύσκεψης cram (for an exam) (v) μελετώ εντατικά την τελευταία στιγμή crash (v) πέφτω ξερός για ύπνο debit (v) χρεώνω deposit (n) κατάθεση doggie bag (n) πακέτο για το σπίτι, στο οποίο βάζει το εστιατόριο ό,τι δεν φαγώθηκε dot all the i s and cross all the t s (phr) δίνω σημασία στη λεπτομέρεια, είμαι σχολαστικός draft (n) προσχέδιο due (adj) οφειλόμενος, αναμενόμενος exert (v) ασκώ extension (n) παράταση faculty (n) διδακτικό προσωπικό get sb s hopes up (phr) δίνω ελπίδες σε κάποιον guarantee (n) εγγύηση installment (n) δόση πληρωμής intensive care (n) εντατική intern (n) εκπαιδευόμενος (συν. γιατρός) invoice (n) τιμολόγιο IT (n) (= information technology) πληροφορική know (sth/sb) like the back of (my) hand (phr) ξέρω κάτι απ έξω κι ανακατωτά leave (n) άδεια (απουσίας) merchandise (n) εμπόρευμα not stand a chance (phr) δεν έχω την παραμικρή ελπίδα persistent (adj) επίμονος prescribe (v) (για γιατρό) υποδεικνύω αγωγή, συνιστώ φάρμακο, συνταγογραφώ refund (n) επιστροφή χρημάτων retail (n) λιανική πώληση semester (n) ακαδημαϊκό εξάμηνο sophomore (n) πρωτοετής φοιτητής video conference (n) βιντεοσύσκεψη wholesale (n) χονδρική πώληση withdraw (v) 1. αποσύρω 2. κάνω ανάληψη work out (phr v) γυμνάζομαι work up a sweat (phr) ιδρώνω Unit 4 Transcript be out of (my) depth (phr) είμαι έξω από τα νερά μου challenging (adj) απαιτητικός, δύσκολος check out (a book) (phr v) δανείζομαι βιβλίο από δανειστική βιβλιοθήκη check out (of a hotel) (phr v) αναχωρώ από ξενοδοχείο πληρώνοντας το λογαριασμό come down with (phr v) αρρωσταίνω, κολλάω 3

document (n) έγγραφο emergency room (n) αίθουσα επειγόντων περιστατικών get off track (phr) ξεφεύγω, μπαίνω σε κακό δρόμο give (me) a break (phr) κάνε μου τη χάρη, άντε μπράβο, έλα τώρα hard drive (n) σκληρός δίσκος honk (my) horn (phr) κορνάρω interior design (n) διακόσμηση εσωτερικών χώρων knack (n) ικανότητα, ταλέντο make-up (exam) (n) αναπληρωματικό διαγώνισμα midterm (n) εξετάσεις περιόδου (στα μισά του εξαμήνου) pick sth up (phr v) πηγαίνω και παίρνω, παραλαμβάνω pull sth off (phr v) καταφέρνω, πετυχαίνω (κάτι δύσκολο) put (a book) on reserve (phr) βάζω βιβλίο δανειστικής βιβλιοθήκης ξεχωριστά για χρήση από συγκεκριμένα άτομα reboot (v) επανεκκινώ υπολογιστή refill (n) δεύτερο ποτό ή ξαναγέμισμα του ποτηριού retrieve (v) επανακτώ stand a chance (phr) έχω ελπίδα/ πιθανότητα επιτυχίας submit (v) υποβάλλω digital (adj) ψηφιακός get hold of (phr) εντοπίζω, επικοινωνώ με, εξασφαλίζω librarian (n) βιβλιοθηκάριος manual (n) εγχειρίδιο medication (n) φάρμακο promote (v) προάγω, προωθώ violate (v) παραβιάζω Transcript convenient (adj) βολικός get the hang of sth (phr) παίρνω το κολάι hectic (adj) πυρετώδης, χαοτικός, ταραχώδης infect (v) μολύνω outline (v) σκιαγραφώ, περιγράφω συνοπτικά raise (n) αύξηση stack (n) στοίβα thumb through (phr v) ξεφυλλίζω trade-in value (n) αξία ανταλλαγής/συναλλαγής virus (n) ιός Unit 5 appreciative (adj) ευγνώμων come up with (phr v) επινοώ, βρίσκω (ιδέα/σχέδιο/ απάντηση κλπ) drizzle (n) ψιλόβροχο evacuate (v) εκκενώνω flee (v) τρέπομαι σε φυγή govern (v) διέπω, κυβερνώ have a change of heart (phr) αλλάζω γνώμη (have) no regrets (phr) δεν μετανιώνω overseas (adv) στο εξωτερικό premises (pl n) χώρος, εγκαταστάσεις put (sb) on (phr) δουλεύω κάποιον, κάνω πλάκα σε κάποιον qualify (v) είμαι κατάλληλος για κάτι, διαθέτω τα τυπικά προσόντα, πληρώ τις προϋποθέσεις scholarship (n) υποτροφία slip (my) mind (phr) μου διαφεύγει, ξεχνώ time off (work) (phr) άδεια (απουσίας) turnout (n) προσέλευση weird (adj) παράξενος Unit 5 Transcript binge (on) (v) περιδρομιάζω, τρώω ανεξέλεγκτα candidate (n) υποψήφιος confirm (v) επιβεβαιώνω exempt (from) (adj) εξαιρούμενος από expose (v) εκθέτω foul (mood) (adj) αποκρουστική (διάθεση) on the right track (phr) στο σωστό δρόμο revert (v) επανέρχομαι, επιστρέφω (my) turn (n) σειρά (μου) caretaker (n) κηδεμόνας craving (n) λιγούρα escort (v) συνοδεύω (to tie up) loose ends (phr) (τακτοποιώ/ρυθμίζω) εκκρεμότητες lose (my) temper (phr) χάνω την ψυχραιμία μου option (n) επιλογή put (sth) to the test (phr) τίθεμαι σε δοκιμασία, υπό δοκιμή reveal (v) αποκαλύπτω the last straw (phr) η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι turn out (phr v) αποβαίνω Transcript be entitled to (v) δικαιούμαι how come (phr) πώς και ;, γιατί mandatory (adj) υποχρεωτικός pale (adj) χλωμός pass (sb) over (phr v) παρακάμπτω, παραβλέπω (για προαγωγή, πρόσληψη, κλπ) perky (adj) κεφάτος, ζωηρός 4

senior citizen (n) άτομο τρίτης ηλικίας shift (n) βάρδια sweep away (phr v) παρασύρω tweaking (n) μικροδιορθώσεις, μικρορυθμίσεις (what/who etc.) on earth (phr) (τι/ποιος κλπ) στο καλό ; Unit 6 alternative (adj) εναλλακτικός approach (n) προσέγγιση assemble (v) συγκεντρώνω (-ομαι) at leisure (phr) με την ησυχία μου, με το πάσο μου, όποτε θέλω biodiversity (n) βιοποικιλότητα blubber (n) λίπος φάλαινας cluster (v) συνωθούμαι, μαζεύομαι community (n) κοινότητα comprehensive (adj) εκτενής conclusive (adj) αδιαμφισβήτητος contaminate (v) μολύνω cooperate (v) συνεργάζομαι coordinate (v) συντονίζω curriculum (n) πρόγραμμα μαθημάτων/σπουδών, αναλυτικό πρόγραμμα dense (adj) πυκνός digestive system (n) πεπτικό σύστημα discipline (n) επιστημονικός κλάδος/τομέας drone (n) κηφήνας dweller (n) κάτοικος ecosystem (n) οικοσύστημα engage (v) απασχολώ equip (v) εξοπλίζω expel (v) αποβάλλω, διώχνω fertile (adj) γόνιμος field (n) τομέας, πεδίο δράσης forage (v) ψάχνω (κυρ. για τροφή ή προμήθειες) hive (n) κυψέλη hustle and bustle (phr) πηγαινέλα, πέρα δώθε, φασαρία insulation (n) μόνωση interact (v) αλληλεπιδρώ larva (n) προνύμφη lean (adj) ισχνός, φτωχός manipulate (v) χειραγωγώ mode (n) (σε συσκευή) λειτουργία, επιλογή, ρύθμιση moist (adj) υγρός molecule (n) μόριο overall (adv) συνολικά, γενικά particle (n) σωματίδιο pesticide (n) εντομοκτόνο play on (sb s) emotions (phr) εκμεταλλεύομαι τις ευαισθησίες κάποιου, κάνω ψυχολογικό πόλεμο σε κάποιον pollen (n) γύρη register (v) εγγράφομαι, κάνω εγγραφή regulate (v) ρυθμίζω royal jelly (n) βασιλικός πολτός self-explanatory (adj) αυτονόητος soar (v) βρίσκομαι στα ύψη societal (adj) κοινωνικός spawn (v) γεννώ sustain (v) συντηρώ, στηρίζω swarm (v) κινούμαι μαζικά uniform (adj) ομοιόμορφος Unit 6 Transcript composting (n) κομποστοποίηση fish tank (n) ενυδρείο habitat (n) φυσικό περιβάλλον landscape architecture (n) αρχιτεκτονική κήπων meadow (n) λιβάδι nutrient (n) θρεπτικό συστατικό pond (n) λιμνούλα setting (n) περιβάλλον, σκηνικό, τοποθεσία terrarium (n) θερμική γυάλα φυτών ή ορισμένων ζώων, όπως χελωνών ή φιδιών urban planning (n) αστικός/ πολεοδομικός σχεδιασμός application (n) εφαρμογή byproduct (n) υποπροϊόν controversy (n) διένεξη frame (n) σκελετός marine (adj) θαλάσσιος originate (v) πηγάζω, προέρχομαι potentially (adv) δυνάμει, ενδεχομένως Transcript blood stream (n) κυκλοφορία του αίματος break down (phr v) διασπώ cell (n) κύτταρο conflict (v) έρχομαι σε αντίθεση με consistent (adj) σταθερός eliminate (v) αποβάλλω implication (n) σημασία, συνέπεια, επίπτωση inject (v) χορηγώ με σύριγγα, κάνω ένεση literally (adv) κυριολεκτικά notion (n) άποψη, αντίληψη, ιδέα odor (n) μυρωδιά, οσμή oyster (n) στρείδι perception (n) αντίληψη plant (n) εργοστάσιο shaft (n) λαβή, κοντάρι shellfish (n) οστρακοειδές tube (n) σωλήνας, σωληνάριο 5

unintended (adj) απροσχεδίαστος, αθέλητος waste treatment (n) επεξεργασία λυμάτων Unit 7 back down (from) (phr v) υποχωρώ back out (of sth) (phr v) υπαναχωρώ be taken aback (phr v) ξαφνιάζομαι, μένω έκπληκτος be up to (sth) (phr) σκαρώνω break down (phr v) καταρρέω buckle down (phr v) πέφτω με τα μούτρα (στη δουλειά) call (sth) off (phr v) ακυρώνω check (sth) out (phr v) κοιτάζω, εξετάζω clinch (a deal) (v) κλείνω (συμφωνία) come by (sth) (phr v) αποκτώ, βρίσκω (κάτι σπάνιο/ δυσεύρετο/αναπάντεχο) consult (v) συμβουλεύομαι deadline (n) προθεσμία extensive (adj) εκτενής fade away (phr v) σβήνω, φθίνω, χάνομαι fill in for (sb) (phr v) αντικαθιστώ, παίρνω τη θέση κάποιου get ahead (phr v) πάω μπροστά get around to (phr v) αξιώνομαι να κάνω κάτι (που ανέβαλλα επί καιρό) hold (sb/sth) up (phr v) καθυστερώ κάποιον/κάτι irritation (n) εκνευρισμός lay (sb) off (phr v) απολύω live up to (sth) (phr v) ανταποκρίνομαι σε (απαιτήσεις/υπόσχεση κλπ) look (sth) up (phr v) πάω να δω κάποιον (συν. έκτακτα όταν βρίσκομαι στην περιοχή του) look up to (sb) (phr v) θαυμάζω κάποιον loosen up (phr v) χαλαρώνω make (sth) out (phr v) διακρίνω, ξεχωρίζω κάτι martial arts (pl n) πολεμικές τέχνες measure up (phr v) ανταποκρίνομαι (σε απαιτήσεις/προσδοκίες) negotiating table (n) το τραπέζι των διαπραγματεύσεων pick (sb) up (phr v) 1. πηγαίνω και παίρνω κάποιον (συν. με αυτοκίνητο) 2. συλλαμβάνω, πιάνω pick (sth) up (phr v) 1. παραλαμβάνω 2. μαθαίνω, πιάνω 3. πιάνω (σήμα/σταθμό/ εκπομπή κλπ) pick up on (sth) (phr v) πιάνω, καταλαβαίνω, διακρίνω, παρατηρώ pull (sth) off (phr v) πετυχαίνω, καταφέρνω (κάτι δύσκολο) pull through (phr v) επιβιώνω, τη γλιτώνω, ξεπερνώ (ασθένεια/ δυσκολία) put (sb) up (phr v) φιλοξενώ το βράδυ put (sb) up to (sth) (phr v) ενθαρρύνω/βάζω κάποιον να κάνει κάτι (παράτολμο/ανόητο κλπ) put up (money) (phr v) δίνω, παρέχω, πληρώνω put up with (phr v) ανέχομαι reference book (n) βιβλίο αναφοράς serve (on a committee) (v) υπηρετώ ως (μέλος επιτροπής) set (sb) back (phr v) μου κοστίζει, πληρώνω shell out (money) (phr v) ξοδεύω, πληρώνω stick with it (phr v) επιμένω, δεν εγκαταλείπω, δεν τα παρατάω swing by (phr v) πετάγομαι από κάπου, περνώ να δω κάποιον tailor (n) ράφτης take (sb) up on (an offer) (phr v) δέχομαι (πρόταση/πρόσκληση κάποιου) take (sth) up (phr v) 1. καταπιάνομαι με, αρχίζω να ασχολούμαι με, αναλαμβάνω 2. κονταίνω ρούχο take up (phr v) 1. εξετάζω/συζητώ θέμα 2. τρώω, καταλαμβάνω, καταναλώνω (χώρο/χρόνο) throw (sb) off (phr v) αποσυντονίζω troublemaker (n) ταραξίας, ταραχοποιός turn in (phr v) πάω για ύπνο turn (sb) in (phr v) καταδίδω turn (sth) in (phr v) παραδίδω σε κάποιον union (n) 1. ένωση 2. εργατικό σωματείο, συνδικάτο wear (sb) out (phr v) εξαντλώ Unit 7 Transcript abstract (adj) αφηρημένος apply (myself) (v) επιδίδομαι call it a day/night (phr) παρατάω τη δουλειά για σήμερα/απόψε, αρκετά για σήμερα/απόψε coach (n) προπονητής coat (of paint) (n) επίστρωμα (μπογιάς) downsize (v) μειώνω το εργατικό δυναμικό drift (v) παρασύρομαι, περιπλανώμαι enrollment (n) εγγραφή have (my) hands full (phr) τρέχω και δεν φτάνω, είμαι πολύ απασχολημένος off the top of (my) head (phr) στα κουτουρού, χωρίς σκέψη shabby (adj) ξεφτισμένος, παραμελημένος slowpoke (n) κοιμίσης, αργοκίνητο καράβι, τα ζώα μου αργά 6

standoff (n) διμερής διένεξη (όπου καμία πλευρά δεν έχει πλεονέκτημα) state-of-the-art (adj) τελευταία λέξη της τεχνολογίας, υπερσύγχρονος tense (adj) νευρικός, σε υπερένταση the lull before the storm (phr) η νηνεμία πριν από την καταιγίδα compensate (v) αποζημιώνω deteriorate (v) φθείρομαι, επιδεινώνομαι resign (v) παραιτούμαι, υποβάλλω παραίτηση Transcript come out of (my) shell (phr) βγαίνω από το καβούκι μου cost a bundle (phr) κοστίζω ένα κάρο λεφτά do away with (sth) (phr v) καταργώ erratic (adj) αλλοπρόσαλλος palate (n) 1. ουρανίσκος 2. γούστο στο φαγητό/ποτό rush hour (n) ώρα αιχμής settle in (phr v) προσαρμόζομαι, τακτοποιούμαι σε καινούργιο περιβάλλον shuttle bus (n) λεωφορείο με τακτικό δρομολόγιο Unit 8 arms (pl n) όπλα as a last resort (phr) ως έσχατη ανάγκη/λύση/περίπτωση devastated (adj) συντετριμμένος drop (sb) off (phr v) αφήνω κάποιον κάπου με το αυτοκίνητο exclusion (n) εξαίρεση go astray (phr) παίρνω τον κακό δρόμο, ξεστρατίζω go bankrupt (phr) πτωχεύω, κηρύσσω πτώχευση go under (phr v) καταστρέφομαι οικονομικά, βουλιάζω, χρεωκοπώ guidelines (pl n) κατευθυντήριες γραμμές, οδηγίες helpline (n) τηλεφωνική γραμμή βοήθειας in hindsight (phr) με στερνή γνώση, εκ των υστέρων it s just as well (phr) καλύτερα (που) jam (n) δύσκολη θέση, μπλέξιμο jump at (phr v) αρπάζω, επωφελούμαι από (ευκαιρία/ κατάσταση) priority (n) προτεραιότητα prospect (n) προοπτική reassign (v) επαναπροσδιορίζω relegate (v) υποβιβάζω relocate (v) μεταθέτω/ μετατίθεμαι, μεταφέρω (-ομαι) αλλού retaliation (n) αντεκδίκηση take out (a loan) (phr v) παίρνω (δάνειο/επίσημο έγγραφο κλπ) Unit 8 Transcript collapse (v) καταρρέω finding (n) πόρισμα, εύρημα mudslide (n) κατολίσθηση λάσπης term paper (n) εργασία εξαμήνου let up (phr v) το βάζω κάτω, σταματώ may as well (phr) ας (κάνω κάτι), δε βαριέσαι out of the question (phr) αποκλείεται out of touch (phr) εκτός επικοινωνίας Transcript audition (n) ακρόαση, οντισιόν graph (n) διάγραμμα, γραφική παράσταση illustrate (v) επεξηγώ/ διασαφηνίζω με παραδείγματα stock (n) μετοχή, χρεόγραφο, τίτλος κεφαλαίου Unit 9 alliance (n) συμμαχία aqueduct (n) υδραγωγείο arch (n) αψίδα, καμάρα assemble (v) συγκεντρώνω (-ομαι) ban (n) απαγόρευση clout (n) επιρροή declare (v) κηρύσσω deprive (of) (v) στερώ dismay (n) ανησυχία, απογοήτευση dispute (n) διένεξη, διαμάχη enact (v) θεσπίζω enforce (v) επιβάλλω, εφαρμόζω gradient (n) κλίση incentive (n) κίνητρο inscription (n) επιγραφή levy (v) επιβάλλω φόρο lucrative (adj) επικερδής normal practice (phr) καθιερωμένη/συνήθης πρακτική rage (n) οργή skirmish (n) ακροβολισμός, αψιμαχία sort out (phr v) επιλύω, ξεκαθαρίζω subordinate (n) υφιστάμενος unfounded (adj) αβάσιμος 7

Unit 9 Transcript absurd (adj) παράλογος back (sb/sth) up (phr v) (υπο) στηρίζω bar stool (n) ψηλό σκαμπό bivalve (n) δίθυρο, όστρακο με διπλό κέλυφος border (n) σύνορα bore (v) (δι)ανοίγω bottom line (n) 1. τελικό αποτέλεσμα 2. τελικό κέρδος breach (n) ρήγμα buffer (n) προστατευτικό μέσο, ασπίδα προστασίας buildup (n) συσσώρευση chum (n) φιλαράκι cistern (n) δεξαμενή, στέρνα coating (n) στρώση, στρώμα controversy (n) διένεξη debris (n) μπάζα, κατάλοιπα disprove (v) αποδεικνύω ότι κάτι είναι λάθος dissolved (adj) διαλυμένος era (n) (ιστορική) εποχή, περίοδος explosive (adj) εκρηκτικός fling (v) εκσφενδονίζω frustration (n) απογοήτευση go berserk (phr) παθαίνω αμόκ gravity (n) βαρύτητα implement (v) εφαρμόζω, πραγματοποιώ inhale (v) εισπνέω intrastate (adj) ενδοπολιτειακός, μεταξύ πολιτειών mineral (n) μεταλλικό άλας oversee (v) επιβλέπω patron (n) θαμώνας, πελάτης plumbing (n) υδραυλικά, υδραυλική εγκατάσταση punch (v) ρίχνω μπουνιά randomly (adv) τυχαία, στην τύχη rationale (n) λογική, σκεπτικό reservoir (n) δεξαμενή sewer system (n) αποχετευτικό σύστημα stub out (a cigarette) (phr v) σβήνω (τσιγάρο) succinctly (adv) λακωνικά, περιληπτικά surpass (v) ξεπερνώ, υπερτερώ susceptible (adj) επιρρεπής tap in(to) (phr v) αντλώ, τραβώ, κάνω χρήση terrain (n) έδαφος, εδαφικός σχηματισμός testament (n) τεκμήριο, απόδειξη treaty (n) σύμφωνο, συνθήκη undertaking (n) έργο uneasy (adj) ανήσυχος bond (v) δένομαι intriguing (adj) συναρπαστικός, γοητευτικός show off (phr v) κάνω επίδειξη Transcript beak (n) ράμφος, μουσούδα, μύτη bottlenose (dolphin) (n) ρινοδέλφινο δελφίνι conch (n) κόγχη, είδος όστρακου drain (v) στραγγίζω flush out (phr v) βγάζω κάποιον από την κρυψώνα του mollusk (n) μαλάκιο prey (n) λεία, θήραμα shelter (v) βρίσκω καταφύγιο sighting (n) εντοπισμός, επισήμανση speculate (v) εικάζω stun (v) ζαλίζω, ρίχνω αναίσθητο surmise (v) εικάζω, υποθέτω vertically (adv) κάθετα Unit 10 a slap on the wrist (phr) ελαφρά τιμωρία ή απλή προειδοποίηση be in a tight spot (phr) βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, στριμώχνομαι be in the same boat (phr) στο ίδιο καζάνι βράζουμε be next in line (phr) έχω σειρά, είμαι ο επόμενος be on top of things (phr) έχω τα πράγματα υπό έλεγχο be out of line (phr) παρεκτρέπομαι, ξεπερνώ τα όρια της ευπρέπειας/ευγένειας bowtie (n) παπιγιόν call the shots (phr) κάνω κουμάντο, παίρνω τις αποφάσεις clear the air (phr) ξεκαθαρίζω τα πράγματα come clean (phr) ομολογώ την αλήθεια, παραδέχομαι τα σφάλματά μου come to grips with sth (phr) αντιμετωπίζω (δυσκολία/ κατάσταση) criminal justice system (n) ποινική δικαιοσύνη diligent (adj) επιμελής down in the dumps (phr) στις μαύρες μου excessive (adj) υπερβολικός foot the bill (phr) πληρώνω το λογαριασμό frank (adj) ειλικρινής get cold feet (phr) μου κόβονται τα πόδια, δειλιάζω get off to a flying start (phr) ξεκινώ κάτι με μεγάλη επιτυχία get the axe (phr) παίρνω πόδι go through the roof (phr) (για τιμή) φτάνω στα ύψη have it in for (sb) (phr) έχω κάποιον στο μάτι, την έχω φυλαγμένη σε κάποιον 8

heart-to-heart (n) από καρδιάς συζήτηση impose (v) επιβάλλω in the pipeline (phr) στα σκαριά interrogation (n) ανάκριση lay down the law (phr) πατάω πόδι, επιβάλλω την πειθαρχία lenient (adj) επιεικής let/blow off steam (phr) εκτονώνομαι light at the end of the tunnel (phr) φως στην άκρη του τούνελ long face (phr) κατεβασμένη μούρη lose face (phr) ρεζιλεύομαι, χάνω το κύρος μου over the top (phr) υπερβολικός, εξωφρενικός pull (sb s) leg (phr) δουλεύω κάποιον, κάνω πλάκα σε κάποιον put (sb) in the picture (phr) ενημερώνω κάποιον για τη γενική εικόνα reluctant (adj) διστακτικός, απρόθυμος see eye to eye (phr) συμπίπτουν οι απόψεις μου με κάποιον settle down (phr v) κατασταλάζω, στεριώνω κάπου slack off (phr v) αδρανώ, τεμπελιάζω successor (n) διάδοχος tension (n) ένταση throw (my) weight around (phr) εκμεταλλεύομαι τη θέση/ εξουσία μου για να δίνω διαταγές tuxedo (n) φράκο under (my) belt (phr) στο ενεργητικό μου walk all over (sb) (phr) κάνω κάποιον ό,τι θέλω, εκμεταλλεύομαι κάποιον welfare (n) 1. ευημερία 2. κοινωνική πρόνοια Unit 10 Transcript distract (v) αποσπώ την προσοχή entry (n) συμμετοχή (σε διαγωνισμό, κλπ) gullible (adj) εύπιστος maternity (n) μητρότητα rejection (n) απόρριψη sake (n) (για) χάρη, (προς) όφελος surf the net (phr) σερφάρω στο διαδίκτυο eligible (adj) δικαιούχος pick on (sb) (phr v) τσιγκλώ, πειράζω vendor (n) μικροπωλητής Transcript mortgage (n) υποθήκη, δόση στεγαστικού δανείου put (sb) on the spot (phr) φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, προκαλώ αμηχανία slack (adj) αμελής, απρόσεχτος, χαλαρός straight A s (phr) όλα άριστα surveillance camera (n) κάμερα παρακολούθησης Unit 11 a slip of the tongue (phr) γλωσσικό ολίσθημα, σφάλμα an arm and a leg (phr) μια περιουσία browse (v) ρίχνω μια ματιά, χαζεύω connection (n) κονέ, γνωριμία, μέσο cut back on (phr v) μειώνω, κόβω cut into (phr v) κόβω, τέμνω, χωρίζω drop a hint (phr) πετάω σπόντα errand (n) θέλημα, εξωτερική δουλειά fireworks (pl n) βεγγαλικά, πυροτεχνήματα housewarming (party) (n) πάρτι για τα καλορίζικα νέου σπιτιού jump the gun (phr) προτρέχω lurk (v) παραμονεύω, καραδοκώ nosedive (n) βουτιά outfit (n) σύνολο ρούχων, συνολάκι overalls (pl n) φόρμα εργασίας recession (n) ύφεση rule (sth) out (phr v) αποκλείω run up (a debt) (phr v) συσσωρεύω (χρέος) set aside (phr v) βάζω στην άκρη spectacular (adj) θεαματικός stalk (v) παρακολουθώ κρυφά, παραφυλάω start from scratch (phr) αρχίζω από την αρχή, αρχίζω από το μηδέν take (sth) in (phr v) πηγαίνω να δω (ταινία/θεατρικό έργο κλπ) vicinity (n) γύρω περιοχή, περίχωρα Unit 11 Transcript on purpose (phr) επίτηδες absent-minded (adj) αφηρημένος thorny (adj) ακανθώδης, δύσκολος upfront (adv) μπροστά, προκαταβολικά Transcript convert (v) μετατρέπω ground (v) τιμωρώ κάποιον απαγορεύοντάς του την έξοδο loft (n) υπερυψωμένο δωμάτιο, σοφίτα, υπερώο 9

Unit 12 aftershock (n) μετασεισμός amid (adv) εν μέσω bring about (phr v) επιφέρω deforestation (n) αποδάσωση document (v) τεκμηριώνω deplete (v) εξαντλώ give rise to (phr) επιφέρω, προκαλώ gold rush (n) πυρετώδης εξόρμηση χρυσοθηρίας migration (n) αποδημία, μετανάστευση plunge (v) βουτώ, κάνω βουτιά prior to (adv) πριν από prompt (v) παρακινώ reconciliation (n) συμφιλίωση reinforced (adj) ενισχυμένος skyrocket (v) πετάγομαι στα ύψη slash (v) πετσοκόβω spark off (phr v) δίνω έναυσμα σε traffic congestion (n) κυκλοφοριακή συμφόρηση trigger (v) πυροδοτώ unhygienic (adj) ανθυγιεινός wash away (phr v) παρασύρομαι (από νερό) Unit 12 Transcript bark (n) φλοιός κορμού δένδρου beetle (n) σκαθάρι blaze (v) φλέγομαι, λαμπαδιάζω broad (adj) ευρύς build up (phr v) συσσωρεύομαι commuter (n) αυτός που μετακινείται/πηγαινοέρχεται προς και από τη δουλειά compel (v) αναγκάζω, υποχρεώνω consecutive (adj) διαδοχικός, αλλεπάλληλος consensus (n) ομοφωνία, κοινή συναίνεση contain (itself) (v) συγκρατούμαι, ελέγχομαι data (n) στοιχεία, πληροφορίες decay (v) αποσυντίθεμαι, σαπίζω deploy (v) επιστρατεύω derail (v) εκτροχιάζομαι die-off (n) αφανισμός displace (v) εκτοπίζω, διώχνω disruption (n) διάλυση, διακοπή, αποδιοργάνωση diverge (v) αποκλίνω, διαφωνώ engulf (v) καταπίνω, πνίγω, καταβροχθίζω erupt (v) εκρήγνυμαι exceed (v) υπερβαίνω fall back on (phr v) χρησιμοποιώ ως έσχατη λύση, έχω ως καβάντζα heave (v) 1. ρίχνω/μετατοπίζω με κόπο 2. πάλλομαι, ανεβοκατεβαίνω hit the headlines (phr) βγαίνω, γίνομαι πρωτοσέλιδο ice cap (n) πολικός πάγος ignite (v) πυροδοτώ infestation (n) προσβολή, μάστιγα inland (adv) προς την ενδοχώρα in succession (phr) στη σειρά, διαδοχικά jeopardize (v) θέτω σε κίνδυνο lay waste (to) (phr) αφανίζω, εξολοθρεύω magnitude (n) μέγεθος matter (n) ύλη, ουσία moisture (n) υγρασία outlying (adj) απώτερος, απομακρυσμένος paired with (phr) σε συνδυασμό με pest (n) επιβλαβές έντομο/ζώο/ φυτό prefecture (n) νομαρχία rapidly (adv) ταχύτατα reconnaissance (n) αναγνώριση εδάφους region (n) περιοχή relief (n) 1. ανακούφιση 2. αρωγή, βοήθεια satellite (n) δορυφόρος seal (n) φώκια set off (phr v) προκαλώ, πυροδοτώ so what? (phr) και τι έγινε; spruce (n) ερυθροέλατο submerge (v) βυθίζω (-ομαι) sure enough (phr) πράγματι suspend (v) 1. αναστέλλω 2. αποβάλλω task force (n) ειδικό σώμα, ομάδα δράσης tremor (n) σεισμική δόνηση ultimately (adv) τελικά underlying (adj) βαθύτερος unprecedented (adj) χωρίς προηγούμενο volcano (n) ηφαίστειο walrus (n) θαλάσσιος ίππος wheat (n) σιτάρι mix-up (n) μπέρδεμα radiation (n) ακτινοβολία reactor (n) αντιδραστήρας Transcript backup (n) εφεδρεία commend (v) επιδοκιμάζω core (n) πυρήνας deliberately (adv) σκόπιμα, επίτηδες depression (n) 1. κατάθλιψη 2. οικονομική ύφεση 3. κοιλότητα, λακούβα emission (n) εκπομπή (αερίων/ ρύπων κλπ) generator (n) γεννήτρια 10

ingenuity (n) ευστροφία, εφευρετικότητα leak (n) διαρροή meltdown (n) τήξη πυρηνικού αντιδραστήρα plant (n) εργοστάσιο recede (v) υποχωρώ rubble (n) χαλάσματα ticking time bomb (phr) ωρολογιακή βόμβα valve (n) βαλβίδα Final Listening Part 1 be to blame (phr) φταίω, είμαι υπεύθυνος review (n) κριτική threaten (v) απειλώ vacancy (n) κενή θέση εργασίας Part 2 cross (my) mind (phr) περνάει από το μυαλό μου expire (v) λήγω in the region of (phr) χονδρικά, πάνω-κάτω lousy (adj) χάλια slim (adj) αμυδρός, πενιχρός stuffy (adj) αποπνικτικός, αυτός που μυρίζει κλεισούρα volume (n) όγκος Part 3 ancestor (n) πρόγονος be descended from (phr) κατάγομαι από discriminate (v) διακρίνω, κάνω διάκριση enlighten (v) διαφωτίζω evolve (v) εξελίσσομαι facial (adj) του προσώπου feature (n) χαρακτηριστικό funds (pl n) χρήματα, πόροι intense (adj) έντονος primate (n) πρωτεύον θηλαστικό scan (v) ανιχνεύω, εξετάζω stable (adj) σταθερός universe (n) σύμπαν vocational (adj) επαγγελματικός Grammar administration (n) διοίκηση assume (v) υποθέτω, θεωρώ be at a loss for words (phr) δε βρίσκω λόγια, δεν ξέρω τι να πω conduct (v) πραγματοποιώ, διεξάγω impending (adj) επικείμενος intestinal (adj) εντερικός on condition (phr) με την προϋπόθεση plot (n) πλοκή precious (adj) πολύτιμος preserve (v) διαφυλάσσω, διασώζω, διατηρώ resource (n) (πλουτοπαραγωγική) πηγή touching (adj) συγκινητικός work (sth) out (phr v) βγάζω άκρη, λύνω (πρόβλημα) Cloze adversary (n) αντίπαλος, ανταγωνιστής adverse (n) δυσμενής, αντίξοος afford (v) παρέχω, προσφέρω audible (adj) αυτός που μπορεί να ακουστεί, ηχηρός cacophony (n) κακοφωνία contend (v) μάχομαι, αγωνίζομαι, παλεύω din (n) οχλοβοή, φασαρία discard (v) πετώ (κάτι άχρηστο), ξεφορτώνομαι discerning (adj) διορατικός, αυτός που ξέρει να διακρίνει dispose (v) τακτοποιώ, ταξινομώ distinct (adj) ευδιάκριτος, ευκρινής distinctively (adv) χαρακτηριστικά, διακριτικά distinguished (adj) διακεκριμένος, διαπρεπής drown out (phr v) (κατα)πνίγω essential (adj) ουσιώδης, απαραίτητος exploit (v) εκμεταλλεύομαι flock (n) σμήνος, κοπάδι herd (n) κοπάδι hospitable (adj) φιλόξενος hostile (adj) εχθρικός inhabitable (adj) κατοικήσιμος mate (n) ταίρι means (n) μέσο nooks and crannies (phr) γωνιές, εσοχές overcome (v) ξεπερνώ pitch (n) ύψος, τόνος (φωνής) pose (v) θέτω, παρουσιάζω prey (n) λεία refuge (n) καταφύγιο retain (v) συγκρατώ, παρακρατώ scarcity (n) ανεπάρκεια scrap (n) ψίχουλο, ψήγμα seldom (adv) σπάνια sequence (n) σειρά, αλληλουχία sewage (n) αποχέτευση sustenance (n) τροφή trash can (n) σκουπιδοτενεκές vegetation (n) βλάστηση version (n) εκδοχή Vocabulary air (v) αερίζω alteration (n) μετατροπή altercation (n) λογομαχία 11

alternation (n) εναλλαγή appalling (adj) φρικιαστικός, φρικτός ascertain (v) βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι assert (v) διαβεβαιώνω at breakneck speed (phr) με ιλιγγιώδη ταχύτητα attribute (to) (v) αποδίδω (σε), αιτιολογώ banknote (n) χαρτονόμισμα beam (v) λάμπω, ακτινοβολώ blink (v) ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα blockade (n) (στρατιωτικός) αποκλεισμός boost (v) ενισχύω, προωθώ branch out (phr v) επεκτείνω τις δραστηριότητές μου, διακλαδώνομαι bump (n) γδούπος carbon dioxide (n) διοξείδιο του άνθρακα compelling (adj) επιτακτικός, πιεστικός concede (v) παραδέχομαι conceive (v) συλλαμβάνω (ιδέα) condensation (n) υγρασία, πάχνη condone (v) συγχωρώ, παραβλέπω constellation (n) αστερισμός consternation (n) ταραχή, αναστάτωση consultation (n) γνωμάτευση core (n) πυρήνας crunch (n) κριτσίνισμα, ροκάνισμα curb (v) περιορίζω, συγκρατώ cut off (phr v) κόβω (παροχή) deride (v) χλευάζω dock (v) δένω (πλοίο) draconian measures (pl n) δρακόντεια μέτρα drilling (n) γεώτρηση dwindle (v) λιγοστεύω eager (adj) πρόθυμος earnings (pl n) αποδοχές embark (on) (v) βάζω μπροστά, ξεκινώ (δραστηριότητα) emission (n) εκπομπή (αερίου, ρύπων κλπ) endangered (adj) (είδος) υπό εξαφάνιση endorse (v) επιδοκιμάζω, επικυρώνω eradicate (v) εξαλείφω erase (v) σβήνω exterminate (v) εξολοθρεύω extinct (adj) (είδος) που έχει εκλείψει extinguish (v) σβήνω (φωτιά, φως, συναίσθημα, ιδέα) figure (v) θεωρώ, υπολογίζω firm up (phr v) 1. (συσ)φίγγω 2. παγιώνω fond (adj) στοργικός forceful (adj) ισχυρός forthcoming (adj) προσεχής frailty (n) αδυναμία, ασθενικότητα fraud (n) απάτη fruitless (adj) άκαρπος gamble (v) τζογάρω glare (v) κάνω αντανάκλαση go it alone (phr) ενεργώ μόνος grimace (v) κάνω μορφασμό gross (adj) μικτός hazard (v) αποτολμώ, διακινδυνεύω hit bottom (phr) πιάνω πάτο, πατώνω impasse (n) αδιέξοδο impeach (v) απαγγέλλω κατηγορία, καταγγέλλω impeccable (adj) άψογος impervious (to) (adj) απρόσβλητος, ανεπηρέαστος inadequate (adj) ανεπαρκής incidental (adj) συμπτωματικός, τυχαίος indelible (adj) ανεξίτηλος indict (v) ασκώ δίωξη, απαγγέλλω επίσημη κατηγορία input (n) προσφορά (ιδεών, εργασίας, πληροφοριών κλπ), εισαγωγή δεδομένων, εισερχόμενο ερέθισμα inspiring (adj) αυτός που εμπνέει instance (n) περίπτωση, περιστατικό, παράδειγμα instantaneous (adj) στιγμιαίος, ακαριαίος, άμεσος intact (adj) σώος intersect (v) τέμνω, διασταυρώνω intuitive (adj) διαισθητικός investor (n) επενδυτής irrelevant (adj) άσχετος keen (adj) οξύς leap (v) κάνω άλμα massive (adj) τεράστιος, ισχυρός, εντυπωσιακός mediocre (adj) μέτριος, της σειράς moderate (adj) μέτριος, μετρημένος, συγκρατημένος nature reserve (n) βιότοπος network (v) δικτυώνομαι κοινωνική δικτύωση notion (n) ιδέα, αντίληψη offside (n) οφσάιντ on impulse (phr) παρορμητικά onset (n) έναρξη, αρχή output (n) παραγωγή overlook (v) παραβλέπω padlock (n) λουκέτο partial (adj) μερικός perpetuate (v) διαιωνίζω, παρατείνω persevere (v) επιμένω (σε προσπάθεια) prevail (v) υπερισχύω, επικρατώ prolong (v) παρατείνω, επιμηκύνω reassure (v) καθησυχάζω recall (v) ανακαλώ, αποσύρω (προϊόν) 12

reflection (n) 1. αντανάκλαση 2. στοχασμός remuneration (n) αμοιβή renounce (v) αποκηρύσσω resign (v) παραιτούμαι resolve (v) 1. λύνω, επιλύω (πρόβλημα) 2. (to do sth) αποφασίζω resume (v) επαναλαμβάνω, ξαναρχίζω (μετά από παύση) ruthless (adj) ανελέητος serial (n) (τηλεοπτική κλπ) σειρά sheltered (adj) προφυλαγμένος slide (n) (δι)ολίσθηση, κατρακύλα sneer (at) (v) χλευάζω span (v) καλύπτω (χρονικό διάστημα ή έκταση) split up (phr v) τεμαχίζω, μοιράζω spur (n) κίνητρο, ενθάρρυνση stretch (of road) (n) κομμάτι (δρόμου) struggle (v) πασχίζω, παλεύω, αγωνίζομαι stubborn (adj) πεισματάρης succumb (to) (v) υποκύπτω summon (v) καλώ sweeping (adj) σαρωτικός thwart (v) εμποδίζω, σταματώ ultimate (adj) υπέρτατος, απώτερος undertake (v) αναλαμβάνω uproot (v) ξεριζώνω, εκριζώνω upshot (n) κατάληξη urge (n) έντονη επιθυμία vacate (v) αδειάζω, εκκενώνω venture (v) αποτολμώ, επιχειρώ vouch (for) (v) εγγυώμαι waver (v) αμφιταλαντεύομαι, παραπαίω wax (v) αυξάνομαι, μεγαλώνω wedge (n) σφήνα wipe out (phr v) εξολοθρεύω, αφανίζω Reading abundant (adj) επαρκής, άφθονος accessible (adj) προσβάσιμος advocate (n) υποστηρικτής agriculture (n) γεωργία agrochemical (adj) αγροχημικός alien (adj) ξένος analogous (adj) ανάλογος, παρόμοιος arid (adj) ξηρός arouse (v) ξεσηκώνω array (n) συλλογή, σειρά basin (n) λεκανοπέδιο, κοιλάδα (ποταμού κλπ) beaver (n) κάστορας bison (n) βίσονας boom (n) ακμή, άνθηση, έξαρση brood (n) κλωσσόπουλα μιας συγκεκριμένης επώασης call (n) κάλεσμα challenge (n) πρόκληση chart (v) χαρτογραφώ chick (n) κοτοπουλάκι, νεoσσός co- (pref) συνcollapse (v) καταρρέω commodity (n) καταναλωτικό αγαθό competence (n) ικανότητα complication (n) επιπλοκή confiscate (v) κατάσχω conflict (n) σύγκρουση conspicuous (adj) εμφανής continent (n) ήπειρος copious (adj) άφθονος corporation (n) ανώνυμη ή μετοχική εταιρεία creek (n) ρέμα current (adj) τρέχων, τωρινός detect (v) αντιλαμβάνομαι, εντοπίζω dictate (v) υπαγορεύω dissimilar (adj) ανόμοιος diverse (adj) ποικίλος drive out (phr v) διώχνω, αποπέμπω dust (n) σκόνη déjà vu (n) το ήδη ειδωμένο (η εντύπωση ότι θυμάσαι να έχεις ξαναζήσει την ίδια εμπειρία) elk (n) άλκη emerge (v) ξεπροβάλλω, προκύπτω encompass (v) περικλείω end use (n) τελική χρήση enhance (v) εντείνω, ενισχύω era (n) (ιστορική) εποχή estimate (n) υπολογισμός evident (adj) εμφανής evocative (adj) αυτός που προκαλεί συναίσθημα ή ανάμνηση exhaust (v) εξαντλώ existential (adj) υπαρξιακός extract (v) εξάγω, αντλώ extremity (n) άκρο, ακρότητα fabled (adj) θρυλικός fascinate (v) συναρπάζω fertilizer (n) λίπασμα flank (n) πλευρό focus (v) εστιάζω forge (v) πλαστογραφώ, αντιγράφω fossil fuel (n) ορυκτό καύσιμο foster (adj) θετός game (n) κυνήγι general public (n) το ευρύ κοινό generate (v) παράγω genetic engineering (n) γενετική geyser (n) θερμοπίδακας, γκέιζερ glaring (adj) εξόφθαλμος goods (pl n) αγαθά gorge (n) φαράγγι grandeur (n) μεγαλοπρέπεια graze (v) βοσκώ 13

grid (n) ηλεκτρικό δίκτυο grope (v) ψηλαφώ, ψάχνω με τα χέρια σαν τυφλός hail (v) χαιρετίζω hatch (v) εκκολάπτω (-ομαι) hence (adv) ως εκ τούτου hi-tech (adj) υψηλής τεχνολογίας host (n) ξενιστής hydrogen (n) υδρογόνο idealistic (adj) ιδεαλιστικός imitate (v) μιμούμαι imposter (n) απατεώνας, τσαρλατάνος (κάποιος που υποδύεται άλλον) industrial revolution (n) βιομηχανική επανάσταση inevitable (adj) αναπόφευκτος infiltrate (v) διεισδύω inflict (v) επιβάλλω intricate (adj) περίτεχνος lay (eggs) (v) κάνω αβγά legacy (n) κληρονομιά manufacture (v) κατασκευάζω marking (n) διακριτικό σχέδιο/ χρώμα/σημάδι military (adj) στρατιωτικός millennium (n) χιλιετηρίδα mimic (n) μίμος mindset (n) νοοτροπία, στάση miner (n) εργάτης ορυχείου minute (adj) μικροσκοπικός, παραμικρός moose (n) άλκη movement (n) κίνημα native (adj) ιθαγενής natural selection (n) φυσική επιλογή (δαρβινική θεωρία) navigate (v) διασχίζω naïve (adj) αφελής nest (n) φωλιά nomadic (adj) νομαδικός notably (adv) σημαντικά, αξιοσημείωτα nuclear power (n) πυρηνική ενέργεια operation (n) εγχείρημα optimistic (adj) αισιόδοξος ore (n) μετάλλευμα ornithologist (n) ορνιθολόγος outcome (n) έκβαση, αποτέλεσμα outlaw (n) άτομο εκτός νόμου, επικηρυγμένος parasite (n) παράσιτο peak (n) κορυφή pelt (n) τομάρι plunder (v) λεηλατώ preclude (v) αποκλείω projection (n) πρόβλεψη, εκτίμηση reserve (n) απόθεμα resistance (n) αντίσταση rugged (adj) βραχώδης, απότομος, ανώμαλος rule out (phr v) αποκλείω sand dune (n) αμμόλοφος seek (v) αναζητώ settlement (n) αποικία sibling (n) αδελφός/-ή slaughter (n) σφαγή Spaniard (n) Ισπανός speculator (n) καιροσκόπος spine (n) ραχοκοκκαλιά strategist (n) γνώστης της στρατηγικής stretch (v) (επ)εκτείνομαι tailor (v) κόβω και ράβω στα μέτρα μου tawny (adj) καφεκίτρινος, σταράτος territory (n) περιοχή tolerant (adj) ανεκτικός transcontinental (adj) διηπειρωτικός transmission (n) μετάδοση tribe (n) φυλή unforeseen (adj) απρόβλεπτος virgin (adj) παρθένος virtual (adj) σχεδόν ολοκληρωτικός vividly (adv) έντονα, παραστατικά wary (adj) επιφυλακτικός weed (n) ζιζάνιο worldwide (adj) παγκοσμίως yield (n) σοδειά Transcript Part 1 credentials (pl n) διαπιστευτήρια, δικαιολογητικά get (sth) over with (phr) ξεμπερδεύω με κάτι get into (sb) (phr) παθαίνω give (sb) the benefit of the doubt (phr) δέχομαι τα λεγόμενα κάποιου κι ας έχω αμφιβολίες give (sth) a shot (phr) κάνω μια απόπειρα/προσπάθεια hype (n) υπερβολική ή παραπλανητική προβολή/ διαφήμιση let it slip (phr) μου ξεφεύγει (κουβέντα/μυστικό) not a moment too soon (phr) πάνω στην ώρα out of this world (phr) φανταστικός pick up where (I) left off (phr) συνεχίζω από εκεί που έχω μείνει short on cash (phr) άφραγκος single-handedly (adv) ολομόναχος, χωρίς βοήθεια take on (phr v) προσλαμβάνω up and running (phr) σε πλήρη λειτουργία your guess is as good as mine (phr) ό,τι ξέρεις, ξέρω Part 2 be excused (phr) ζητώ άδεια να φύγω be of two minds (about) (phr) είμαι διχασμένος 14

carton (n) χαρτονένια συσκευασία expiration date (n) ημερομηνία λήξης have a shot at sth (phr) κάνω μια απόπειρα/προσπάθεια landlord (n) σπιτονοικοκύρης notice (n) κοινοποίηση παραίτησης ή απόλυσης on good terms (phr) (έχω) καλές σχέσεις renovation (n) ανακαίνιση Part 3 (segment 1) age-old (adj) διαχρονικός ally (n) σύμμαχος antagonist (n) αντίπαλος, αντίζηλος arguably (adv) συζητήσιμος, αυτός που σηκώνει κουβέντα conspecific (n) του ίδιου είδους drift (v) παρασύρομαι fellow (adj) συν-, ομοfoe (n) εχθρός gaze (n) επίμονο/ατενές βλέμμα gripping (adj) συναρπαστικός illumination (n) 1. φωτισμός, φωταγώγηση 2. διαφώτιση kin (n) συγγενής naturalist (n) φυσιοδίφης orientation (n) προσανατολισμός posture (n) στάση, τοποθέτηση, πόζα predominantly (adv) κυρίως puzzle (n) γρίφος quest (n) αναζήτηση whereby (adv) με/κατά τον οποίο, δια του οποίου (segment 2) bewildered (adj) μπερδεμένος, ταραγμένος collide (v) συγκρούομαι come to be (phr) γίνομαι, καταλήγω, καταντώ component (n) μέρος, κομμάτι, τμήμα die out (phr v) εκλείπω, σβήνω immense (adj) τεράστιος in many respects (phr) από πολλές απόψεις initial (adj) αρχικός investigation (n) έρευνα merge (v) συγχωνεύω (-ομαι) particle (n) σωματίδιο posit (v) θεωρώ, εικάζω preoccupy (v) απασχολώ (τη σκέψη) resemble (v) μοιάζω με subsequent (adj) μετέπειτα, επακόλουθος transform (v) μετατρέπω ultraviolet (adj) υπεριώδης (segment 3) able-bodied (adj) αρτιμελής, εύρωστος aggravate (v) επιδεινώνω Department of Labor (n) Υπουργείο Εργασίας disability (n) αναπηρία disincentive (n) αντικίνητρο disproportionately (adv) δυσανάλογα federal (adj) ομοσπονδιακός institution (n) ίδρυμα marketable (adj) εμπορεύσιμος minority (n) μειονότητα motivated (adj) πρόθυμος, που έχει κίνητρο να κάνει κάτι obstacle (n) εμπόδιο on the bright side (phr) (βλέπω κάτι) από την καλή του πλευρά potential (n) εν δυνάμει, πιθανός ramp (n) ράμπα regulation (n) κανονισμός rehabilitation (n) αποκατάσταση reluctant (adj) διστακτικός stair lift (n) ανελκυστήρας σκάλας surpass (v) ξεπερνώ, υπερβαίνω underemployed (adj) ημιαπασχολούμενος 15