ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΑΣΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΥΔΡΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ ΟΡΕΙΝΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Ο Αν. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Α. ΚΑΛΙΝΔΕΡΗΣ ΔΑΣΟΛΟΓΟΣ, Msc Η ΥΔΡΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 26
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΑΣΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΥΔΡΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ ΟΡΕΙΝΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Ο Αν. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Α. ΚΑΛΙΝΔΕΡΗΣ ΔΑΣΟΛΟΓΟΣ, Msc Η ΥΔΡΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ Υποβλήθηκε στη Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Τομέας Δασοτεχνικών και Υδρονομικών Έργων Ημερομηνία Προφορικής Εξέτασης: 27 Ιουνίου 26 Παναγιώτης Στεφανίδης, Αν. Καθηγητής Αναστάσιος Παπασταύρου, Καθηγητής Θεοφάνης Παυλίδης, Επ. Καθηγητής Τιμολέων Μακρογιάννης, Καθηγητής Μιχαήλ Καρτέρης, Καθηγητής Δημήτριος Στάθης, Επ. Καθηγητής Κων/νος Γούλας, Επ. Καθηγητής Επιβλέπων Μέλος Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής Μέλος Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής Εξεταστής Εξεταστής Εξεταστής Εξεταστής ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 26
Η ΥΔΡΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΙΩΑΝΝΗΣ Α. ΚΑΛΙΝΔΕΡΗΣ Α.Π.Θ. Η ΥΔΡΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ «Η έγκριση της παρούσης Διδακτορικής Διατριβής από τη Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωμών του συγγραφέως» (Ν. 5343/1932, Άρθρο 22, Παρ.2)
Στη μνήμη του πατέρα μου Αθανασίου Ν. Καλινδέρη
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ 1 2. ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ 7 2.1 Ιστορικά Στοιχεία 7 2.2 Λεκάνη απορροής του ποταμού 8 3. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 13 3.1 Το Νομικό καθεστώς 13 3.1.1 Η εθνική νομοθεσία 13 3.1.2 Το θεσμικό και διοικητικό πλαίσιο 15 3.1.3 Νομικό πλαίσιο Διαχείρισης υδατικών πόρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση 16 3.1.4 Προβλήματα και ελλείψεις στην εφαρμογή της νομοθεσίας της Ε.Ε. για τα νερά 21 3.1.5 Η εφαρμογή των Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις υπό ένταξη χώρες 22 3.2 Η Οδηγία Πλαίσιο 2/6/ΕΚ 22 3.2.1 Στρατηγική για την εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο 2/6/ΕΚ 24 3.2.2 Ορολογία σύμφωνα με την Οδηγία Πλαίσιο 2/6/ΕΚ 27 3.3 Ορεινή υδρονομία 32 3.3.1 Υδρολογικός κύκλος και φυσικές διεργασίες 32 3.3.2 Χειμαρρικά ρεύματα και ιδιότητες 33 3.3.3 Μεταφορά φερτών υλών και υποβάθμιση του ορεινού χώρου 37 3.3.4 Συνέπειες της υποβάθμισης των λεκανών απορροής και της μεταφοράς φερτών υλών 39 3.3.5 Μεταφορά φερτών υλών και υποβάθμιση στον ελλαδικό χώρο 39 3.3.6 Υπόγεια ύδατα 41 3.3.7 Λίμνες 42 3.3.8 Πλημμύρα και πλημμυρογένεση 43 3.3.9 Ταξινόμηση χειμαρρικών ρευμάτων 43 3.3.1 Μέτρα καταπολέμησης της λειψυδρίας και αύξησης των υδατικών πόρων 52 4. ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 55 4.1 Γενικά 55 4.2 Φάση Πρώτη 55 4.2.1 1 ο Στάδιο - Προσδιορισμός των βασικών παραγόντων χειμαρρικότητας 55 4.2.1.1 Γεωλογικά στοιχεία 56 4.2.1.2 Κλιματικά στοιχεία 57 4.2.1.3 Βλαστητικά στοιχεία (χρήσεις γης) 57 4.2.2 2 ο Στάδιο 58 4.3 Φάση Δεύτερη 58 4.3.1 1 ο Στάδιο Ανάλυση της Οδηγίας Πλαισίου (2/6/ΕΚ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης 58 4.3.2 2 ο Στάδιο Επικοινωνία, Συναντήσεις 59 5. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 61 5.1 Η οδηγία 2/6/ΕΚ για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων 61 5.1.1 Σύνοψη των άρθρων και των κυριότερων παραρτημάτων της Οδηγίας Πλαίσιο 61 5.2 Πρακτική λειτουργία της Οδηγίας Πλαίσιο 68 5.2.1 Η διαχείριση των λεκανών απορροής 68 5.2.2 Σχέδιο διαχείρισης λεκανών απορροής (River Basin Management Plan) 69 5.2.3 Ανάλυση των χαρακτηριστικών των λεκανών απορροής 7 5.2.4 Ανάλυση των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων 7 5.2.5 Παρακολούθηση 71 5.2.6 Πρόγραμμα μέτρων 72
5.2.6.1 Βασικά μέτρα 72 5.2.6.2 Επικουρικά μέτρα 73 5.3 Η αναγκαιότητα της αναγνώρισης των συστημάτων υδάτων 74 5.3.1 Σύστημα επιφανειακών υδάτων 75 5.3.2 Σύστημα υπόγειων υδάτων 78 5.4 Ανάλυση των πιέσεων και των επιπτώσεων σε συμφωνία με την Οδηγία Πλαίσιο 8 5.4.1 Γενικά 8 5.5 Προσδιορισμός και τον χαρακτηρισμός των ιδιαιτέρως τροποποιημένων και τεχνητών υδατικών συστημάτων 86 5.5.1 Γενικά 86 5.5.2 Διαδικασία προσδιορισμού των Ιδιαιτέρως Τροποποιημένων και Τεχνητών Υδατικών Συστημάτων 89 5.6 Τυποχαρακτηριστικές συνθήκες αναφοράς και οικολογική κατάσταση των εσωτερικών υδάτων _91 5.6.1 Γενικά 91 5.7 Οικονομικά και Περιβάλλον, η εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο για τα ύδατα 95 5.7.1 Γενικά 95 5.7.2 Οικονομική ανάλυση 96 5.7.3 Το ορόσημο του 24 97 5.7.4 Τιμολογιακή πολιτική και ανάκτηση κόστους 98 5.8 Τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών και η εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο 99 5.8.1 Γενικά 99 5.8.2 Οι απαιτήσεις των GIS υπό την Οδηγία Πλαίσιο 99 5.8.3 Επισκόπηση των θεματικών επιπέδων (layers), της κλίμακας και της ακρίβειας σημείου 1 5.9 Υπόγεια ύδατα 11 5.9.1 Γενικά 11 5.9.2 Ομάδα Εργασίας 2.8 WFD GW 13 5.1 Δίκτυο πιλοτικής εφαρμογής της Οδηγίας Πλαίσιο 2/6/ΕΚ σε λεκάνες απορροής 14 5.1.1 Γενικά 14 5.11 Κριτική επί της Οδηγίας Πλαισίου 2/6/ΕΚ 15 5.11.1 Κριτική επί της εφαρμοσθείσας ορολογίας 15 5.11.2 Παραλείψεις σημαντικών στοιχείων 17 5.11.3 Δυσκολίες εφαρμογής των διατάξεων της Οδηγίας 19 5.12 Προσδιορισμός χειμαρρικού περιβάλλοντος των λεκανών απορροής των χειμαρρικών ρευμάτων του Πηνειού 112 5.12.1 Γενικά 112 5.12.2 Μορφομετρικά χαρακτηριστικά 112 5.12.3 Υδρογραφικά Χαρακτηριστικά 117 5.13 Βασικοί παράγοντες χειμαρρικότητας 122 5.13.1 Ανάγλυφο 122 5.13.1.1 Γενικά 122 5.13.1.2 Υψομετρικές βαθμίδες 123 5.13.2 Βλάστηση Χρήσεις Γης 131 5.13.3 Κλίμα 136 5.13.3.1 Ανάλυση κατακρημνισμάτων 136 5.13.3.2 Ομβρικά διαγράμματα 14 5.13.3.3 Ομβροθερμικά διαγράμματα 143 5.13.3.4 Συσχέτιση ύψους βροχής και υπερθαλάσσιου ύψους 146 5.13.3.5 Συσχέτιση μέσης ετήσιας θερμοκρασίας και υπερθαλάσσιου ύψους 148 5.13.4 Γεωλογικό υπόθεμα 148 5.13.4.1 Γεωτεκτονικές ζώνες 148 5.13.4.2 Χειμαρρικοί πετρολογικοί σχηματισμοί 15 5.14 Χειμαρρικό περιβάλλον και χειμαρρικός τύπος 154 5.14.1 Χειμαρρικό περιβάλλον 154 5.14.1.1 Γενικά 154 5.14.1.2 Χειμρρικό περιβάλλον λεκανών απορροής 156 5.14.2 Χειμαρρικός τύπος 17 5.15 Προσδιορισμός της παροχής στα χειμαρρικά ρεύματα 171 5.15.1 Γενικά 171 5.15.2 Εμπειρικοί Τύποι 172
5.15.3 Αναλυτικοί τύποι 174 5.16 Προσδιορισμός της στερεομεταφοράς στα χειμαρρικά ρεύματα 176 5.16.1 Γενικά 176 5.16.2 Στερεοπαροχές 177 5.17 Υδατοστερεοπαροχές 178 5.18 Αρχές και σύστημα διευθέτησης 179 5.18.1 Γενικά 179 5.18.2 Σκοποί και μέσα της υδρογεωνομικής διευθέτησης 18 5.18.3 Προληπτικά μέτρα ελέγχου της χειμαρρικότητας 182 5.18.4 Αρχές διευθέτησης στην περιοχή έρευνας 183 5.18.5 Αποδοτικότητα της διευθέτησης, σχέσεις κόστους οφέλους 185 5.19 Τροποποιηση και προσαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο 186 6. ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 189 6.1 Στόχοι της παρούσας διατριβής 189 6.2 Περιοχή έρευνας και χειμαρρικό περιβάλλον 19 6.3 Η Οδηγία Πλαίσιο για τα νερά 192 6.4 Προτάσεις 193 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 195 ΠΕΡΙΛΗΨΗ 21 SUMMARY 25 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 27
Πρόλογος Η διαχείριση των υδάτινων πόρων αποτελεί σήμερα περισσότερο ίσως από ποτέ μείζον θέμα για τον περισσότερο κόσμο. Η μείωση των υδάτινων πόρων σε συνδυασμό με την ιδιαίτερα αυξημένη ζήτηση και την μόλυνση του περιβάλλοντος καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για προστασία και ορθολογική διαχείριση σύμφωνα με τις αρχές της αειφορίας και της βιώσιμης ανάπτυξης. Στα πλαίσια αυτά, μου ανατέθηκε τον Δεκέμβριο του 21, από την τριμελή συμβουλευτική επιτροπή η οποία συστήθηκε με απόφαση του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής με θέμα Η υδρονομία στην Ελλάδα στα πλαίσια της κοινοτικής οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διαχείριση των υδατικών πόρων. Επιβλέπων καθηγητής ορίστηκε ο αν. καθηγητής κ. Παναγιώτης Στεφανίδης και μέλη ο καθηγητής κ. Αναστάσιος Παπασταύρου και ο επίκ. Καθηγητής κ. Θεοφάνης Παυλίδης. Η μελέτη αυτή εντάσσεται στα πλαίσια των ερευνών που διεξάγει το Εργαστήριο Διευθέτησης Ορεινών Υδάτων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τον αν. καθηγητή κ. Παναγιώτη Στεφανίδη αισθάνομαι την υποχρέωση να τον ευχαριστήσω θερμά για το αμείωτο ενδιαφέρον και την αμέριστη συμπαράσταση που έδειξε σε όλη τη διάρκεια εκπόνησης της διατριβής μου, καθώς και για την διάθεση όλης της απαιτούμενης υλικοτεχνικής υποδομής του Εργαστηρίου Διευθέτησης Ορεινών Υδάτων του Α.Π.Θ. Ευχαριστώ θερμά επίσης τον καθηγητή κ. Αναστάσιο Παπασταύρου για την ενεργό συμμετοχή του στην τριμελή συμβουλευτική επιτροπή καθώς και για την συμπαράσταση του κατά την διάρκεια εκπόνησης της διατριβής. Ευχαριστώ θερμά τον επ. καθηγητή κ. Θεοφάνη Παυλίδη για την ενεργό συμμετοχή του στην τριμελή συμβουλευτική επιτροπή, για την συμπαράσταση καθώς για τις ιδιαίτερα χρήσιμες συμβουλές που προσέφερε κατά την διάρκεια της έρευνας. Ευχαριστώ θερμά τον καθηγητή κ. Μ. Καρτέρη και τον καθηγητή κ. Τ. Μακρογιάννη για τη συμμετοχή τους στη συγκρότηση της επταμελούς εξεταστικής επιτροπής.
Τις ευχαριστίες μου επίσης εκφράζω στον Επ. καθηγητή κ. Δημήτριο Στάθη, για την πολύτιμη βοήθεια που προσέφερε ιδιαίτερα σε θέματα Μετεωρολογίας Κλιματολογίας, καθώς και για τη συμμετοχή του στην εξεταστική επιτροπή. Ευχαριστώ επίσης τον Επ. καθηγητή κ. Κων/νο Γούλα για τις πολύτιμες παρατηρήσεις του κείμενο καθώς και για τη συμμετοχή του στην εξεταστική επιτροπή. Επίσης είναι υποχρέωση μου να ευχαριστήσω όλα τα μέλη του Εργαστηρίου Διευθέτησης Ορεινών Υδάτων του Α.Π.Θ. για την ποικιλότροπη βοήθεια που προσέφεραν κατά την ολοκλήρωση της παρούσας έρευνας. Θα ήταν παράλειψη τέλος να μην ευχαριστήσω την οικογένεια μου για την αμέριστη συμπαράσταση και κατανόηση τους. Θεσσαλονίκη Μαϊος 26 Ιωάννης Α. Καλινδέρης Δασολόγος, MSc
ΣΥΜΒΟΛΑ F = Εμβαδό λεκάνης απορροής U = Περίμετρος B = Βαθμός στρογγυλομορφίας Hmin = Ελάχιστο υψόμετρο Hmax = Μέγιστο υψόμετρο Hmed = Μέσο υψόμετρο Hx = Μέγιστο χειμαρρικό υψόμετρο Hr = Διαφορά μεγίστου-ελαχίστου υψομέτρου Jm = Μέση κλίση λεκάνης απορροής Jk = Μέση κλίση κοίτης L = Μήκος κεντρικής κοίτης D = Πυκνότητα υδρογραφικού δικτύου A = Προσχωσιγενής σχηματισμός S = Νεογενής σχηματισμός M = Κρυσταλλοπυριγενής σχηματισμός K = Ασβεστολιθικός σχηματισμός P = Μέσο ετήσιο ύψος βροχής T = Μέση ετήσια θερμοκρασία αέρα qmax = Ειδική παροχή (m 3 /s,km) Qmax(1) = Μέγιστη Παροχή Εκατονταετίας (m 3 /s) Gmax(1) = Μέγιστη Στερεοπαροχή Εκατονταετίας (m 3 /s) QGmax(1) = Μέγιστη Υδατοστερεοπαροχή Εκατονταετίας (m 3 /s) W = Μέση ετήσια υποβάθμιση λεκάνης απορροής (m 3 /έτος)
ΣΧΗΜΑΤΑ Σχήμα 1: Περιοχή έρευνας Σχήμα 2: Μέση μηνιαία βροχόπτωση (mm) στην Θεσσαλία (περίοδος 1955 1995) Σχήμα 3: Ισοϋετείς καμπύλες στην λεκάνη απορροής του Πηνειού Σχήμα 4: Μέση μηνιαία επιφανειακή απορροή (hm 3 ) Σχήμα 5: Δίκτυο παρακολούθησης και καταγραφής της μόλυνσης από νιτρικά ιόντα στην περιοχή της Θεσσαλίας (με πολύ σκούρο χρώμα οι περιοχές υψηλού κινδύνου) Σχήμα 6: Τα υδατικά διαμερίσματα της Ελλάδας Σχήμα 7: Σχηματική αναπαράσταση του υδρολογικού κύκλου Σχήμα 8 : Ταξινόμηση χειμαρρικών περιβάλλοντων ανάλογα με το υπερθαλάσσιο ύψος Σχήμα 9: Απεικόνιση των επιπτώσεων για τους στόχους της Οδηγίας της λανθασμένης αναγνώρισης και ταξινόμησης των συστημάτων υδάτων Σχήμα 1: Παράδειγμα υποδιαίρεσης ποταμού σε συστήματα επιφανειακών υδάτων με βάση μορφολογικά χαρακτηριστικά (συμβάλλοντες ενός ποταμού) Σχήμα 11: Παράδειγμα υποδιαίρεσης λίμνης με βάση σημαντικές διαφορές στα χαρακτηριστικά της Σχήμα 12: Ο ρόλος της ανάλυσης των πιέσεων και των επιπτώσεων παίζει σημαντικό ρόλο στην λήψη αποφάσεων για τα προγράμματα παρακολούθησης και μέτρων Σχήμα 13: Πορεία που ακολουθείται από τον Οδηγό μέχρι και την αντίδραση σύμφωνα με την Οδηγία 2/6/ΕΚ Σχήμα 14: Τυπικές μορφές λεκανών απορροής κατά Gavrilovič (1972) Σχήμα 15: Κατάταξη της μορφής του υδρογραφικού δικτύου κατά Σωτηριάδη Ψιλοβίκου (1985) Σχήμα 16: Μέση κλίση λεκάνης και μέση κλίση κεντρικής κοίτης που εμφανίζουν τα χειμαρρικά ρεύματα στην περιοχή έρευνας Σχήμα 17: Οι μετεωρολογικοί σταθμοί που χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα έρευνα Σχήμα 18: Ομβρικά διαγράμματα μετεωρολογικών σταθμών στην περιοχή έρευνας Σχήμα 18: Ομβρικά διαγράμματα μετεωρολογικών σταθμών στην περιοχή έρευνας (συνέχεια) Σχήμα 18: Ομβρικά διαγράμματα μετεωρολογικών σταθμών στην περιοχή έρευνας (συνέχεια) Σχήμα 19: Ομβροθερμικά διαγράμματα μετεωρολογικών σταθμών στην περιοχή έρευνας Σχήμα 2: Συσχέτιση μέσου ετήσιου ύψους βροχής με υπερθαλάσσιο ύψος Σχήμα 21: Συσχέτιση μέσων ετήσιων θερμοκρασιών με υπερθαλάσσιο ύψος Σχήμα 22: Οι γεωτεκτονικές ζώνες της Ελλάδας Σχήμα 23: Φράγματα διαλογής φερτών υλικών Σχήμα 24: Φράγματα με εγκοπή διαλογής και ελέγχου της πλημμυρικής αιχμής
ΠΙΝΑΚΕΣ Πίνακας 1: Οι ομάδες εργασίας για την εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο Πίνακας 2: Πετρολογικοί σχηματισμοί και ποσοστά έκτασης στην Ελλάδα Πίνακας 3: Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικές με την προστασία του Περιβάλλοντος Πίνακας 4: Χαρακτηρισμός των λεκανών, ανάλογα με το μέγεθος τους κατά Κωτούλα Πίνακας 5: Μορφομετρικά και υδρογραφικά χαρακτηριστικά περιοχής έρευνας Πίνακας 6: Κατανομή περιοχής έρευνας σε υψομετρικές βαθμίδες Πίνακας 7: Κατανομή των χειμαρρικών ζωνών στα χειμαρρικά ρεύματα της περιοχής έρευνας Πίνακας 8: Κατανομή των χειμαρρικών ζωνών στα χειμαρρικά ρεύματα της περιοχής έρευνας (Ποσοστά %) Πίνακας 9: Κατανομή των υψομετρικών βαθμίδων στα χειμαρρικά ρεύματα της περιοχής έρευνας Πίνακας 1: Κατανομή των υψομετρικών βαθμίδων στα χειμαρρικά ρεύματα της περιοχής έρευνας (Ποσοστά %) Πίνακας 11: Κατανομή των χρήσεων γης στα χειμαρρικά ρεύματα της περιοχής έρευνας Πίνακας 12: Κατανομή των χρήσεων γης στα χειμαρρικά ρεύματα της περιοχής έρευνας (Ποσοστά %) Πίνακας 13: Μετεωρολογικοί σταθμοί στην περιοχή έρευνας Πίνακας 14: Μετεωρολογικοί σταθμοί και μέγιστες τιμές βροχόπτωσης 24ώρου Πίνακας 15: Κατανομή των χειμαρρικών πετρολογικών σχηματισμών στην περιοχή έρευνας Πίνακας 16: Κατανομή των χειμαρρικών πετρολογικών σχηματισμών στην περιοχή έρευνας κατά λεκάνες απορροής Πίνακας 17: Κατανομή των χειμαρρικών πετρολογικών σχηματισμών στην περιοχή έρευνας κατά λεκάνες απορροής σε ποσοστά % Πίνακας 18: Χειμαρρικά ρεύματα και χειμαρρικοί τύποι Πίνακας 19: Τιμές μέγιστων αναμενόμενων υδατοπαροχών Qmax(1) των χειμαρρικών ρευμάτων με την χρήση των εμπειρικών και των αναλυτικών τύπων στο σημείο που έκλεισαν οι λεκάνες Πίνακας 2: Η μέγιστη αναμενόμενη στερεοπαροχή, από τον τύπο των Stiny Herheulidze Πίνακας 21: Οι μέγιστες αναμενόμενες υδατοστερεοπαροχές στα χειμαρρικά ρεύματα της περιοχής έρευνας
ΕΙΚΟΝΕΣ Εικόνα 1: Ο Πηνειός ποταμός Εικόνα 2: Η εκβολή του Πηνειού ποταμού στο Αιγαίο Πέλαγος Εικόνα 3: Η κεντρική κοίτη του ποταμού πριν την εκβολή στη θάλασσα Εικόνα 4: Ο Πηνειός ποταμός στην κοιλάδα των Τεμπών Εικόνα 5: Ο Πηνειός ποταμός στην κοιλάδα των Τεμπών Εικόνα 6: Άποψη της κοίτης του Τιταρήσιου εντός της Ελασσόνας Εικόνα 7: Διευθέτηση της κοίτης και επένδυση των πρανών με συρματόπλεκτα κιβώτια στον Τιταρήσιο Εικόνα 8: Άποψη της κοίτης του Ληθαίου εντός της πόλης των Τρικάλων Εικόνα 9: Άποψη της κοίτης του Ληθαίου εντός της πόλης των Τρικάλων Εικόνα 1: Η κεντρική κοίτη του χειμάρρου Μουργκάνι Εικόνα 11: Η κεντρική κοίτη του Μαλακασιώτη και του Καστανιώτικου μετά το σημείο συμβολής τους Εικόνα 12: Το χειμαρρικό ρεύμα Κλεινοβίτικο Εικόνα 13: Η κεντρική κοίτη του χειμάρρου Κλεινοβίτικου Εικόνα 14: Η κεντρική κοίτη του χειμάρρου Πορταϊκού Εικόνα 15: Φράγμα συγκράτησης φερτών υλικών στην κεντρική κοίτη του Πορταϊκού, στην Πύλη Τρικάλων Εικόνα 16: Φράγμα στερέωσης της κεντρικής κοίτης του Πορταϊκού Εικόνα 17: Φράγμα στερέωσης της κοίτης στον συμβάλλοντα Δραμιζιώτικο Εικόνα 18: Φράγμα στερέωσης της κοίτης στον συμβάλλοντα Δραμιζιώτικο Εικόνα 19: Φράγμα συγκράτησης φερτών υλικών στο συμβάλλον ρεύμα της Παλαιοκαρυάς Εικόνα 2: Η κοίτη εκκένωσης ή λαιμός του χειμάρρου Πάμισου Εικόνα 21: Άποψη της λεκάνης απορροής του χειμάρρου Πάμισου Εικόνα 22: Η κεντρική κοίτη του Πάμισου στο ύψος του χωριού Μουζάκι Εικόνα 23: Έργα διευθέτησης της κεντρικής κοίτης του χειμάρρου Πάμισου Εικόνα 24: Φράγμα συγκράτησης φερτών υλικών σε συμβάλλοντα του Σοφαδίτη Εικόνα 25: Φράγμα συγκράτησης φερτών υλικών σε συμβάλλοντα του Σοφαδίτη Εικόνα 26: Φράγμα συγκράτησης φερτών υλικών σε συμβάλλοντα του Σοφαδίτη
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ Όταν η γη ἦτον ἄμορφος και ἔρημος και πνεῦμα θεοῦ ἐφέρετο ἐπάνω εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῶν ὑδάτων εἶπεν ὁ Θεòς (Παλ. Διαθ., Γεν Α 2) Ἂς συναχθῶσι τὰ ὕδατα τὰ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ (Παλ. Διαθ., Γεν Α 9) και συγκεντρώθηκε το νερό. Το ύδωρ, δηλαδή το νερό (το νεαρόν ύδωρ των βυζαντινών) είναι η χημική ένωση υδρογόνου και οξυγόνου (H2O). Η ασύλληπτη πολυπλοκότητα μιας ουσίας γνωστής και συνάμα απλής, δικαιολογεί το χαρακτηρισμό της ως θαύμα της φύσης. Υπάρχει άφθονο επάνω στη Γη, καθώς καλύπτει τα ¾ της επιφανείας της. Απαντάται στη φύση και με τις τρεις μορφές της ύλης (στερεό, υγρό και αέριο). Από το σύνολο του, ένα πολύ μικρό ποσοστό (μόλις το 1% περίπου) υφίσταται σε μια αέναη κυκλική πορεία, με την επίδραση της ηλιακής ενέργειας. Η πορεία αυτή περιγράφεται με τον όρο υδρολογική ανακύκληση, γνωστή περισσότερο ως υδρολογικός κύκλος (Κωτούλας, 21α). Η σημασία του για την ανάπτυξη και τη διατήρηση της ζωής στον πλανήτη, όπως επίσης και για τη σύγχρονη βιομηχανική ανάπτυξη, είναι αναμφισβήτητη. Στο νερό γεννήθηκε η ζωή. Χωρίς αυτό η γη θα ήταν μια απέραντη έρημος. Επίσης το 6% στο ανθρώπινο σώμα είναι νερό. Το νερό είναι ζωτικό στοιχείο της φύσης και μεγάλος συντελεστής της ζωή, όχι μόνο με την έννοια της φυσικής ύπαρξης ζώων και φυτών, αλλά και με τις εκφράσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ολόκληρη η ιστορία του ανθρώπου δείχνει την επίδραση που ασκεί επάνω του το υγρό στοιχείο. Το πολύτιμο αυτό στοιχείο της φύσης προσέφερε στον άνθρωπο τις κατάλληλες συνθήκες και προϋποθέσεις για να ζήσει, να αναπτύξει τον πολιτισμό και να δημιουργήσει κοινωνίες, γεγονός που τον οδήγησε από τα πρώτα κιόλας 1
χρόνια, να εγκατασταθεί κοντά σε ποτάμια και λίμνες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου είναι χτισμένες γύρω από κάποιο ποτάμι ή δίπλα στη θάλασσα. Το νερό αποτέλεσε στο παρελθόν και εξακολουθεί να αποτελεί φίλο αλλά και εχθρό του ανθρώπου. Τη δύναμη που έκρυβε το στοιχείο αυτό, ο άνθρωπος την είχε καταλάβει από την αρχαιότητα, γι αυτό το λόγο πολλές φορές το θεοποίησε. Στα ομηρικά ποιήματα ο αρχαίος θεός Ωκεανός είναι η κοινή πηγή από την οποία τρέφονται όλες οι θάλασσες και οι ποταμοί. Τον φαντάζονταν σαν ένα ποτάμι με γλυκό νερό που περιρρέει την γη. Σύμφωνα με τον ποιητή της Θεογονίας, Ησιόδο, η ένωση του Ωκεανού με την Τηθύ, γέννησε τρεις χιλιάδες ποταμούς και άλλες τόσες νύμφες (Θεογονία, στίχ. 36). Επίσης οι ποταμοί θεωρούνταν και παιδιά του Δία, γι αυτό και λέγονταν διοπετείς και διοτρεφείς. Υέτιος και Όμβριος είναι συνηθισμένα επίθετα του Δία. Οι αρχαίοι συνήθιζαν να λένε όταν έβρεχε Ζευς ύει. Υπάρχουν ακόμα πολλές ιστορίες και θρύλοι, που συνδέουν τα νερά των ποταμών με αρχαίες θεότητες και ήρωες. Ένας άλλος λόγος που ώθησε τους ανθρώπους να θεοποιήσουν τα ποτάμια ήταν ότι τους γεννούσαν το φόβο έτσι όπως περνούσαν ορμητικά μέσα από τραχιά βουνά και βαθιά φαράγγια....μηδέ ποτ ἀενάων ποταμῶν καλλίρροον ὕδωρ ποσσί περᾶν πριν γ εὔξῃ ἰδών ἐς καλά ῥέεθρα χεῖρας νιψάμενος πολυηράτῳ ὕδάτι λευκῷ. Ὄς ποταμόν διαβῇ κακότητ ἰδὲ χεῖρας ἄνιπτος, τῷ δὲ θεοί νεμεσῶσι καὶ ἄλγεα δῶκαν ὀπίσσω... Ποτέ να μη περνάτε τα ποτάμια χωρίς να πείτε μια προσευχή κοιτάζοντας τα βαθιά νερά του, γιατί οι θεοί θυμώνουν με εκείνους που περνούν ένα ποτάμι χωρίς να ξεπλύνουν την κακία τους και τα χέρια τους, συμβουλεύει ο Ησίοδος (Έργα και Ημέρες, στιχ. 737 741). Η ανάγκη για αποτελεσματική προστασία των παρόχθιων οικισμών από την καταστροφική μανία του νερού σε περιόδους με πλημμύρες αλλά και η εξασφάλιση επαρκούς ποσότητας νερού τόσο για την κάλυψη των αναγκών σε πόσιμο νερό όσο και για την άρδευση των καλλιεργειών κατά τις περιόδους με ξηρασίες, οδήγησε τον άνθρωπο από αρχαιοτάτους χρόνους σε λήψη μέτρων και 2
κατασκευή έργων, πολλά από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα. Κινέζοι, Αιγύπτιοι, Σύριοι, Ρωμαίοι έχουν κατασκευάσει έργα υδρονομίας. Η πρώτη όμως γνωστή ορεινή υδρονομική δράση παρουσιάζεται αρχικά στην αρχαία Ελλάδα, ενώ αργότερα και σε άλλους λαούς. Τα έργα αυτά αποτέλεσαν και την πρώτη υδρονομική δράση του ανθρώπου. Έτσι άρχισε η ανάπτυξη της υδρονομικής, δηλαδή της επιστήμης που επιδιώκει τον έλεγχο του υδρολογικού κύκλου και των συνεπειών του, ώστε όχι μόνο να μη βλάπτεται, αλλά και να υπηρετείται καλύτερα ο άνθρωπος και τα συμφέροντά του (Κωτούλας, 21β). Ο όρος υδρονομική είναι σύνθετος και προέρχεται από τις λέξεις ύδατα και την αρχαία λέξη νέμειν, δηλαδή διοικώ, κυβερνώ (Κωτούλας, 21β). Παρ όλο που πρόκειται για ελληνική λέξη πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε από τον Ιταλό Horatiis το 193 στο σύγγραμμα του Institutioni di Indronomia Montana, δηλαδή θεμελιώδεις αρχές της ορεινής υδρονομικής (Κωτούλας, 21β). Τη σημασία του ανεκτίμητου αυτού στοιχείου, του νερού, για τη ζωή του ανθρώπου, αποδίδουν και οι εκφράσεις και οι παροιμίες που ο λαός μας χρησιμοποίησε και εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να χρησιμοποιεί. Εκφράσεις, με τις οποίες ανέδειξε την πολυτιμότητά του και μετέφερε τη δύναμή του στους τρόπους συμπεριφοράς (νερό δάκρυ: καθαρό, νερό κουρκούτι: θολό νερό, δε δίνει του αγγέλου του νερό: δηλαδή άνθρωπος φιλάργυρος, και πολλές άλλες λαϊκές εκφράσεις και παροιμίες). Σήμερα, το αναντικατάστατο αυτό στοιχείο που είναι μοναδικό δώρο της φύσης, τείνει να αποτελέσει σημαντικό πονοκέφαλο για όλον τον κόσμο. Οι ισχυρές βροχοπτώσεις από τη μια πλευρά οδηγούν στο σχηματισμό αυξημένης υδαταπορροής και σε πλημμύρες, ενώ από την άλλη, η έλλειψη βροχοπτώσεων ελαχιστοποιεί ή και εξαφανίζει την απορροή και προκαλεί λειψυδρία. Επιπλέον η αύξηση του πληθυσμού, οι οικονομικές δραστηριότητες του ανθρώπου, σε συνδυασμό με την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής, είχαν καταστροφικές συνέπειες για ολόκληρη τη φύση και κυρίως για το νερό. Η μόλυνση του περιβάλλοντος και των υδάτινων πόρων καθιστούν αυτούς μη εκμεταλλεύσιμους από τον άνθρωπο. Η σοβαρότητα της κατάστασης περιγράφεται μόνο από την διαπίστωση, ότι ίσως οι μελλοντικοί παγκόσμιοι πόλεμοι να οφείλονται στο πολυτιμότερο των στοιχείων, το νερό. 3
Η προστασία αυτού του σημαντικού στοιχείου αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια επιτακτική ανάγκη. Προς την κατεύθυνση αυτή λοιπόν κινήθηκαν από πολύ παλιά επιστήμονες καθώς και αρμόδιοι πολιτικοί παγκοσμίως. Η συνεχής έρευνα, η διενέργεια μελετών αλλά και η θέσπιση νόμων και η κατασκευή έργων, είχαν ως στόχο την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, αναπόσπαστο μέλος του οποίου αποτελεί το νερό, αλλά και τον εμπλουτισμό των υδάτινων πόρων. Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκε και η Ευρωπαϊκή Ένωση, ήδη από το 197, μέλος της οποίας αποτελεί και η Ελλάδα, αναπτύσσοντας ένα ευρύ φάσμα από κανόνες και οδηγίες, με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος και των υδάτινων πόρων. Το έτος 2 αποτέλεσε σταθμό στο θέμα της αντιμετώπισης και διαχείρισης των υδατικών πόρων, με την θέσπιση μιας οδηγίας η οποία προσέγγιζε με πιο σφαιρικό τρόπο την διαχείριση αυτών. Η νέα οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2/6/ΕΚ) για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων, έχει ως στόχο την εφαρμογή ενός προγράμματος ολοκληρωμένης διαχείρισης των λεκανών απορροής τόσο στα κράτη μέλη όσο και στα υποψήφια κράτη μέλη. Η εναρμόνιση της Οδηγίας Πλαίσιο και η πλήρης εφαρμογή αυτής σε κάθε χώρα της Κοινότητας παραμένει βασική προτεραιότητα αλλά παράλληλα απαιτεί πολύ καλή ενημέρωση, οικονομική αλλά και επιστημονική βοήθεια. Ένα επίσης πολύ σημαντικό στοιχείο, το οποίο προκαλεί επιπλέον προβλήματα, είναι το γεγονός ότι το μεγάλο γεωγραφικό εύρος της κοινότητας δημιουργεί ανισότητες ανάμεσα στα κράτη μέλη της, λόγω των διαφορετικών κλιματικών και γεωπολιτικών συνθηκών που επικρατούν σε αυτά. Το διαφορετικό κλίμα, η γεωγραφία όπως επίσης και οι διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, έχουν διαμορφώσει τέτοιους κοινωνικούς θεσμούς, οι οποίοι βρίσκονται σε αντίστροφες κατευθύνσεις. Κατά συνέπεια, η κοινοτική νομοθεσία είναι σε μεγαλύτερο βαθμό προσαρμοσμένη στις γεωπολιτικές συνθήκες των κρατών μελών που την δημιούργησαν. Στο ίδιο μήκος κύματος κυμαίνεται και η Οδηγία Πλαίσιο για τα νερά (2/6/ΕΚ), της οποίας οι διατάξεις είναι προσαρμοσμένες περισσότερο στις γεωπολιτικές συνθήκες της Βορειοδυτικής Ευρώπης και λιγότερο στις συνθήκες της Νοτιοανατολικής και ιδιαίτερα της παραμεσογειακής ζώνης. Επιπλέον οι οικονομικές επιβαρύνσεις που προκαλεί η εναρμόνιση και εφαρμογή της πλήττει σε 4
μεγαλύτερο βαθμό τα ασθενέστερα οικονομικά και τα καινούρια κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η παρούσα έρευνα έχει ως στόχο την ανάλυση της κοινοτικής οδηγίας πλαίσιο (2/6/ΕΚ) και την αντιπαράθεση των επιταγών και διατάξεων αυτής με τις συνθήκες που χαρακτηρίζουν την Ελλάδα. Για την ολοκλήρωση της, κρίθηκε απαραίτητη η μελέτη ενός ποταμού που πηγάζει, διαρρέει και εκχύνεται εντός του ελληνικού χώρου. Επιλέχτηκε η λεκάνη απορροής του Πηνειού ποταμού. Οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στην επιλογή αυτή ήταν κυρίως οι εξής: 1 ον Πρόκειται για το τρίτο μεγαλύτερο ποτάμι της Ελλάδος, το οποίο πηγάζει, διαρρέει και εκχύνεται εντός των γεωγραφικών ορίων της χώρας μας. Ο Πηνειός ποταμός πηγάζει από την Πίνδο, διαρρέει την Θεσσαλική πεδιάδα και εκχύνεται στο Αιγαίο Πέλαγος. 2 ον Τα χαρακτηριστικά της λεκάνης απορροής, όσον αφορά τους βασικούς παράγοντες χειμαρρικότητας (κλίμα, βλάστηση, γεωλογία, ανάγλυφο) προσομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά που απαντώνται στην Ελλάδα ως σύνολο. 3 ον Ο σημαντικότερος όμως λόγος, ο οποίος οδήγησε στην επιλογή της λεκάνης απορροής του Πηνειού ήταν το γεγονός ότι η λεκάνη αυτή αποτελεί πεδίο πιλοτικής εφαρμογής της Οδηγίας Πλαίσιο στην Ελλάδα. Οι ολοκληρωμένες μελέτες που πραγματοποιούνται στις 15 πιλοτικές λεκάνες απορροής στην Ευρώπη (συντονιστής: Joint Research Centre) αποτελούν ουσιαστικά την πρώτη προσπάθεια πρακτικής εφαρμογής της Οδηγίας 2/6/ΕΕ (από την θεωρία στην πράξη). Έτσι, θα εντοπισθούν τα πιθανά προβλήματα που θα παρουσιασθούν κατά τα επόμενα στάδια εφαρμογής της Οδηγίας και θα γίνει προσπάθεια επίλυσής τους. Αντικείμενο της παρούσης διατριβής είναι αφενώς η ανάλυση του χειμαρρικού περιβάλλοντος της Ελλάδας και αφετέρου η διερεύνηση της εφαρμοσιμότητας της κοινοτικής οδηγίας πλαίσιο (2/6/ΕΚ) στις ιδιαίτερες συνθήκες που χαρακτηρίζουν τον ελληνικό χώρο. Ειδικότερα, σκοπός της παρούσας διατριβής είναι: 5
Η ανάλυση των διατάξεων της Οδηγίας Πλαίσιο (2/6/ΕΚ), η μελέτη του χειμαρρικού περιβάλλοντος (δυναμικού) της λεκάνης απορροής του Πηνειού ποταμού, η διερεύνηση της δυνατότητας εφαρμογής των διατάξεων της Οδηγίας στον ελλαδικό χώρο και τέλος η υποβολή προτάσεων για την τροποποίηση και προσαρμογή της Οδηγίας ώστε να καταστεί περισσότερο εφαρμόσιμη στις ιδιαίτερες ελλαδικές συνθήκες καθώς και στα κράτη μέλη των οποίων οι συνθήκες προσομοιάζουν στις ελληνικές. Η παρούσα διατριβή εκπονείται στα πλαίσια των ερευνών του Εργαστηρίου Διευθέτησης Ορεινών Υδάτων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το οποίο διακονεί την επιστήμη της ορεινής υδρονομικής. Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης θα συμβάλλουν τόσο στην κατανόηση της σύνθετης ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τα ύδατα, όσο και στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που δύναται να προκύψουν κατά την εναρμόνιση και εφαρμογή της στην Ελλάδα. 6
2. ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ 2.1 Ιστορικά Στοιχεία Σύμφωνα με την μυθολογία, ο Πηνειός ήταν γιος του Ωκεανού και της Τιθύος και πατέρας της νύμφης Δάφνης, ιέρειας της Μητέρας Γης. Στον Πηνειό πήγε ο Απόλλων αφού σκότωσε το φίδι Πύθωνα στο άντρο των Δελφών, για να πλύνει το σώμα του από το μαύρο αίμα του τέρατος. Εκεί ερωτεύτηκε την Πηνηίδα νύμφη Δάφνη, την οποία και κυνήγησε για να την αρπάξει. Κοντά στα Τέμπη την έφθασε, αλλά αυτή επικαλέσθη τη Μητέρα Γη, η οποία την μεταμόρφωσε στο φυτό δάφνη. Ο Πηνειός ήταν επίσης ο πατέρας του βασιλιά των Λαπιθών Υψέα. Μια άλλη παράδοση λέει ότι ο Άσπρος (Αχελώος), ο Σαλαμβριάς (Πηνειός) και ο Άρτος (Άραχθος) ήταν αδέρφια και κοιμόντουσαν. Τη νύχτα τα δύο αδέρφια ξύπνησαν και έφυγαν. Ο ένας πήγε προς τη Θεσσαλία (Σαλαμβριάς) και ο άλλος προς την Άρτα. Οι Θεσσαλοί απεικόνιζαν στα νομίσματα τους τον Πηνειό με τη μορφή ταύρου, επειδή κάθε χειμώνα κατέστρεφε τους αγρούς με την τυφλή ορμή μανιασμένου ταύρου. Μια φορά το χρόνο δε, οι Λαρισινοί έκοβαν τα μαλλιά τους και τα έριχναν στο ρεύμα του. Όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς περιγράφουν τον Πηνειό με κατακάθαρα νερά, χειμώνα και καλοκαίρι. Ο Όμηρος τον χαρακτηρίζει αργυροδίνη, ο Οβίδιος και ο Πλίνιος υμνούν την καθαρότητα του και Στράβων το επιβεβαιώνει: Πηνειού δε καθαρόν εστίν ύδωρ. Μέσα από τους ορεινούς όγκους της Όσσας και του Ολύμπου περνάει ο θεσσαλικός Πηνειός, γεμάτος από τα νερά του Μουργκάνη, του αρχαίου Ίωνα, του Κουμέρκη, του Ληθαίου ή Τρικαλινού, του Νεοχωρίτη, του Πορταϊκού, του Πάμισου, του Καλέντζη του Φαρσαλιώτη, του Σοφαδίτη, του Καρδιτσιώτικου, του Ελασσωνίτικου και του Ενιπέα. Μετά την Λάρισα δημιουργεί έντονους μαιανδρισμούς, διέρχεται την κοιλάδα των Τεμπών και εκβάλλει στο Αιγαίο σχηματίζοντας μικρό Δέλτα. Το Δέλτα του Πηνειού έχει μεγάλη οικολογική σημασία. Η χλωρίδα του περιλαμβάνει 6 είδη φυτών, είναι σταθμός για τα αποδημητικά πουλιά και φιλοξενεί μόνιμα περισσότερα από 3 είδη ψαριών. 7
Παρουσιάζει ήρεμη ροή, η οποία δημιουργεί προσχώσεις και συχνά προκαλεί πλημμύρες. Διαθέτει σημαντικά παραποτάμια δάση, μεγάλη ποικιλότητα στην πανίδα και εκτεταμένες θίνες στο Δέλτα του. Δέχεται σημαντική ρύπανση από αστικά και βιομηχανικά απόβλητα καθώς και από την εντατική γεωργική και κτηνοτροφική δραστηριότητα που χαρακτηρίζει τη Θεσσαλική πεδιάδα. Έχει υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις από τον εγκυβωτισμό της κοίτης του και την κατασκευή αρδευτικών δικτύων. 2.2 Λεκάνη απορροής του ποταμού Ο Πηνειός πηγάζει από τη συμβολή του Μαλακασιώτικου ρέματος, που πηγάζει από το βουνό Λάκμος, και του ρέματος Μουργκάνι, που πηγάζει από τα Αντιχάσια. Το μήκος της κεντρικής του κοίτης υπερβαίνει τα 2 Km και είναι ο 3 ος σε μήκος ποταμός της Χώρας. Η λεκάνη απορροής του καλύπτει έκταση 1.55 km 2 (9.5Km 2 + 1.5km 2 λεκάνη της τέως λίμνης Κάρλας)(Σχ. 1). Διαρρέει τη Θεσσαλική πεδιάδα και τροφοδοτείται από τα νερά των παραποτάμων: Ληθαίου, Σχήμα 1: Περιοχή έρευνας Πορταϊκού, Παμίσου, Σοφαδίτικου, Ενιπέα, Τιταρησίου καθώς και από άλλα μικρότερα χειμαρρικά ρεύματα. Μετά την Λάρισα δημιουργεί έντονους μαιανδρισμούς, διέρχεται την κοιλάδα των Τεμπών και εκβάλλει στο Αιγαίο σχηματίζοντας μικρό Δέλτα. Παρουσιάζει ήρεμη ροή, η οποία δημιουργεί προσχώσεις και συχνά προκαλεί πλημμύρες στις περιοχές Ζάρκου και Γόνων κυρίως (Εικ. 1). Το ύψος της μέσης ετήσιας βροχόπτωσης είναι 779 mm, ο μέσος ετήσιος όγκος υετού 7.965 x 1 6 m 3 και η μέση ετήσια απορροή εκτιμάται σε 3.5 x 1 6 m 3 (Λαζάρου, Σουφλιάς). 8
Εικόνα 1: Ο Πηνειός ποταμός Τμήμα του υδρολογικού συστήματος του Πηνειού Ποταμού αποτελούσε και η λίμνη Κάρλα. Παλαιότερα τα πλημμυρικά νερά του ποταμού τροφοδοτούσαν τη λίμνη, της οποίας η έκταση (έκταση καθρέφτη) έφθανε μέχρι τα 18 km 2 (έκταση Σχήμα 2: Μέση μηνιαία βροχόπτωση (mm) στην Θεσσαλία (περίοδος 1955 1995) (Λαζάρου, Σουφλιάς, 23) λεκάνης απορροής της λίμνης περίπου 15 Km 2 ). Μετά τη δημιουργία του αναχώματος στην κοίτη του Πηνειού, η Κάρλα απέκτησε δική της υδρολογική 9
λεκάνη. Το 1962 η λίμνη αποξηράνθηκε κατά την διάρκεια ενός φιλόδοξου προγράμματος αποστράγγισης, το οποίο είχε ως στόχο να αποδώσει την έκταση της αποξηρανθήσας λίμνης για γεωργική χρήση. Μέρος μόνο της έκτασης αυτής καλλιεργήθηκε με μέτρια αποτελέσματα, το μικροκλίμα της περιοχής άλλαξε προς το χειρότερο, ενώ το υδρολογικό καθεστώς της ευρύτερης περιοχής διαταράχθηκε με αποτέλεσμα η στάθμη των υπόγειων υδάτων να μειωθεί δραματικά. Επιπλέον παρατηρήθηκε και υποβάθμιση των χημικών ιδιοτήτων του επιφανειακού στρώματος του εδάφους. Τέλος, σημαντική ήταν και η επίπτωση της αποστράγγισης της λίμνης Κάρλας και στον Πηνειό ποταμό, δεδομένου ότι περίπου 1 hm 3 /έτος εκταμιεύονταν για τις αρδευτικές ανάγκες στην καλλιεργούμενη έκταση της λεκάνης της λίμνης. Τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια για μερική αποκατάσταση και επαναδημιουργίας της λίμνης. Το μέσο υψόμετρο της λεκάνης του Πηνειού ανέρχεται σε 285 m. Η πεδιάδα αποτελείται από αμμώδεις ενστρώσεις που χωρίζονται από στρώματα αργίλου Σχήμα 3: Ισοϋετείς καμπύλες στην περιοχή της λεκάνης απορροής του Πηνειού (Λαζάρου, Σουφλιάς, 23) καθώς και νεογενείς αποθέσεις, κυρίως στην πεδινή περιοχή, που περιλαμβάνουν μάργες και κροκαλοπαγή. Υπάρχουν επίσης σχιστόλιθοι, ασβεστόλιθοι και μάρμαρα. Το 3,6% της συνολικής έκτασης καλύπτεται από αδιαπέραστους γεωλογικούς σχηματισμούς, καρστικοί σχηματισμοί ανέρχονται σε 14,5% ενώ οι διαπερατοί 1
γεωλογικοί σχηματισμοί ανέρχονται σε 42,7% και απαντώνται κυρίως στην πεδινή διαδρομή (Λαζάρου, Σουφλιάς, 23). Το κλίμα της περιοχής είναι Μεσογειακό ηπειρωτικό. Οι χειμώνες είναι ψυχροί ενώ τα καλοκαίρια ιδιαίτερα ζεστά. Η μέση ετήσια θερμοκρασία αέρα είναι 16 17 Ο C, ενώ η μέση ετήσια σχετική υγρασία 67 72%. Όπως γίνεται αντιληπτό και από το σχ. 3, μεγαλύτερο ύψος κατακρημνισμάτων παρατηρείται στην δυτική και νότιοδυτική πλευρά της λεκάνης του Πηνειού, στον ορεινό χώρο ενώ στην πεδινή περιοχή το ύψος των κατακρημνισμάτων είναι αρκετά μειωνένο (Λαζάρου, Σουφλιάς, 23). Η συνολική διαθεσιμότητα σε νερό, ανέρχεται σε 3.29 Mm 3, από τα οποία τα 2.596 Mm 3 είναι επιφανειακά ύδατα ενώ μόλις το 613 Mm 3 προέρχονται από υπόγεια ύδατα (Λαζάρου, Σουφλιάς, 23). Στο σχ. 4 παρουσιάζεται η ετήσια κατανομή της επιφανειακής απορροής. Όπως γινεται αντιληπτό η μέση επιφανειακή απορροή παρουσιάζει τις μέγιστες τιμές της κατά τον μήνα Μάρτιο γεγονός που είναι αναμενόμενο καθώς στην απορροή συμβάλλει καθοριστικά η τήξη του χιονοκαλύμματος. Το μήνα Αύγουστο παρουσιάζεται η ελάχιστη τιμή ενώ λόγω του θέρους, ενώ η απορροή αρχίζει να αυξάνεται σταδιακά ξανά με την έλευση του φθινοπώρου. 6 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ ΑΠΟΡΡΟΗ (hm 3 ) 5 4 3 2 1 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΜΗΝΕΣ Σχήμα 4: Μέση μηνιαία επιφανειακή απορροή (hm 3 ) (Λαζάρου, Σουφλιάς, 23) Ο Πηνειός δέχεται σημαντική ρύπανση από αστικά και βιομηχανικά απόβλητα καθώς και από την εντατική γεωργική και κτηνοτροφική δραστηριότητα που χαρακτηρίζει τη Θεσσαλική πεδιάδα. Η υψηλή συγκέντρωση σε νιτρικά ιόντα γεωργικής προέλευσης στην Θεσσαλική πεδιάδα, έχει οδηγήσει στον χαρακτηρισμό αυτής ως ζώνης αυξημένης 11
επικινδυνότητας σύμφωνα με την Οδηγία 91/676/ΕΟΚ. Στο σχ. 5 παρουσιάζεται το δίκτυο παρακολούθησης και καταγραφής της μόλυνσης από νιτρικά ιόντα στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας, όπου με πολύ σκούρο χρώμα, παρουσιάζονται οι περιοχές υψηλού κινδύνου (Λαζάρου, Σουφλιάς, 23). Όπως γίνεται αντιληπτό την μεγαλύτερη πίεση από νιτρικά ιόντα δέχεται η πεδινή περιοχή κυρίως, λόγω της εντατικής αγροτικής εκμετάλλευσης καθώς και λόγω των βιομηχανιών που υπάρχουν στην περιοχή. Ο ποταμός έχει υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις από τον εγκυβωτισμό της κοίτης του, και ιδιαίτερα από την κατασκευή αρδευτικών δικτύων και προσωρινών φραγμάτων καθώς και τις υπεραντλήσεις. Κατά τους θερινούς μήνες, που οι απαιτήσεις σε νερό είναι μεγάλες και υπάρχει και μείωση της παροχής του ποταμού, οι συνέπειες από την ρύπανση είναι περισσότερο εμφανείς και έντονες. Με τα νερά του Πηνειού αρδεύονται περί τα 8. στρέμματα και παράλληλα υδροδοτούνται οικισμοί της Θεσσαλίας. Διαθέτει σημαντικά παραποτάμια δάση, μεγάλη ποικιλότητα στην πανίδα και εκταταμένες θίνες στο Δέλτα του. Σχήμα 5: Δίκτυο παρακολούθησης και καταγραφής της μόλυνσης από νιτρικά ιόντα στην περιοχή της Θεσσαλίας (με πολύ σκούρο χρώμα οι περιοχές υψηλού κινδύνου) (Λαζάρου, Σουφλιάς, 23) 12
3. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 3.1 Το Νομικό καθεστώς 3.1.1 Η εθνική νομοθεσία Η εθνική νομοθεσία για τους υδατικούς πόρους αποτελείται από μία σειρά από νόμους διατάγματα και διοικητικές αποφάσεις, ιδρυτικούς νόμους και οργανισμούς υπουργείων και φορέων, που χρονολογούνται από το 193. Πολλές φορές επικαλύπτονται ή έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους και αναφέρονται στην έρευνα, αξιοποίηση, χρήση και προστασία των υδατικών πόρων. Ο αριθμός αυτών των νομοθετικών ρυθμίσεων είναι αρκετά μεγάλος (Σημαντικότερες ρυθμίσεις, βλέπε ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι). Μεταξύ των βασικών χαρακτηριστικών τους είναι τα ακόλουθα: Η προσπάθεια προώθησης των θέσεων των φορέων που τις έχουν εκδώσει, η τομεακή και επομένως αποσπασματική αντιμετώπιση των προβλημάτων, η λόγω παλαιότητας απουσία σύνδεσης με τη σημερινή φύση των προβλημάτων, η μη δρομολόγηση συντονισμένων και συστηματικών προγραμμάτων απόκτησης και αξιολόγησης δεδομένων πεδίου, απαραίτητων για την ουσιαστική εφαρμογή τους, η έλλειψη πρόβλεψης οργάνων παρακολούθησης και εξειδίκευσης της εφαρμογής τους, η απουσία σύνδεσης και εναρμόνισης με τις αναπτυξιακές επιδιώξεις παραγωγικών τομέων και περιοχών της χώρας, η καθυστέρηση κάλυψης υποχρεώσεων που απορρέουν από την εφαρμογή κοινοτικών οδηγιών. Από το συνολικό αυτό νομοθετικό έργο, δύο σχετικά πρόσφατα νομοθετήματα, που λειτουργούν συμπληρωματικά, διακρίνονται για την διατομεακή τους αντίληψη και την ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των υδατικών πόρων. 13
Πρόκειται για τον Ν. 165/86 για την Προστασία του Περιβάλλοντος, που αντιμετωπίζει το νερό ως στοιχείο του περιβάλλοντος και προβλέπει μέτρα οργανωτικά και θεσμικά για την παρακολούθηση και τον έλεγχο της ποιότητας των υδατικών πόρων, καθώς και τον Ν. 1739/87 για τη Διαχείριση των Υδατικών Πόρων. Ο δεύτερος, εισήγαγε μία σύγχρονη αντίληψη για την αντιμετώπιση του νερού στην έρευνα, τη διοίκηση και την καθημερινή πρακτική, με τη θεσμοθέτηση διαδικασιών και οργάνων που επιτρέπουν την άσκηση της διαχείρισης σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Ο νόμος αυτός ήταν και είναι ο μοναδικός που συνδέει τα θέματα διαχείρισης με τον προγραμματισμό ανάπτυξης της χώρας. Συγκεκριμένα προέβλεπε τη χάραξη και εφαρμογή υδατικής πολιτικής ως προϋπόθεση για μια αναπτυξιακή πολιτική που θα μεγιστοποιεί τα αποτελέσματα της παραγωγικής διαδικασίας, θα εξομαλύνει τις ανταγωνιστικές χρήσεις νερού, θα συμβάλλει στη συνεχή ανανέωση των υδατικών πόρων, και θα συντελεί στην προστασία του περιβάλλοντος. Για την εφαρμογή του προβλέπονταν διαδικασίες και όργανα στα οποία λαμβάνεται υπόψη η γνώμη όλων των εμπλεκόμενων φορέων. Με τον νόμο 1739/87 θεσμοθετήθηκε η διαίρεση της χώρας σε 14 υδατικά διαμερίσματα (Υπ. Αν. 1997) (Σχ. 6). Δυστυχώς, οι γνωστές αδυναμίες του δημόσιου τομέα απέτρεψαν την εφαρμογή των δύο νόμων στην κλίμακα που επιβάλλεται από το μέγεθος των προβλημάτων, με αποτέλεσμα τη συνέχιση της αποσπασματικής και ευκαιριακής αντιμετώπισης της διαχείρισης του νερού. Σχήμα 6: Τα υδατικά διαμερίσματα της Ελλάδας 14
Τον Νοέμβριο του 23 ψηφίστηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο ο νόμος 3199/23 για την προστασία και διαχείριση των υδάτων, εναρμόνιση με την Οδηγία 2/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23 Οκτωβρίου 2 (Μιχαλακόπουλος Ι., 25). Ο νόμος περιλαμβάνει 17 άρθρα σε 6 κεφάλαια. Σύμφωνα με τον νέο νόμο συγκροτούνται οι αρμόδιες αρχές για την διαχείριση και προστασία των υδάτων, ορίζονται οι διατάξεις για την προστασία και διαχείριση αυτών καθώς και τα μέτρα παρακολούθησης της κατάστασης και της ρύπανσης, ορίζονται οι κανόνες χρήσης των υδάτων, καθιερώνονται οι άδειες χρήσης νερού και εκτέλεσης έργων αξιοποίησης του, ενώ καθορίζονται και οι διαδικασίες και η μέθοδος με τα οποία θα γίνεται η ανάκτηση του κόστους για τις υπηρεσίες ύδατος. 3.1.2 Το θεσμικό και διοικητικό πλαίσιο Το θεσμικό πλαίσιο, για τη διαχείριση των υδατικών πόρων της χώρας, που ισχύει, κινήθηκε σε θετική κατεύθυνση διαφοροποιώντας για πρώτη φορά στα χρονικά της διοίκησης τόσο τις έννοιες της χρήσης και της διαχείρισης του νερού, όσο και τους φορείς που τις ασκούν. Εν τούτοις παρουσίαζε αδύνατα σημεία που αποτέλεσαν και την αιτία της ανεπιτυχούς εφαρμογής του. Τα αδύνατα αυτά σημεία συνοψίζονται στα παρακάτω (Ο.Κ.Ε., υπ. Αριθμ. 96 γνώμη, 1/1/23): Η πολυδιάσπαση των αρμοδιοτήτων και η αποσπασματικότητα των δράσεων. Η κατανομή των αποφασιστικών αρμοδιοτήτων της διαχείρισης του νερού, μεταξύ των 3 "συναρμόδιων" υπουργείων κυρίως, (Ανάπτυξης, ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και Γεωργίας), αλλά και δευτερευόντως μεταξύ των υπολοίπων οργανισμών και φορέων που εμπλέκονται ως χρήστες του νερού, (ΔΕΗ, Υπ. Εσωτερικών, ΕΟΤ, ΔΕΥΑ, ΕΥΔΑΠ, κλπ) έγινε με τη μέθοδο της δίκαιης κατανομής. Το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι η υποκατάσταση σήμερα της συντονιστικής λειτουργίας της διαχείρισης, από ένα πλήθος αποσπασματικών και συχνά αλληλοεπικαλυπτομένων παρεμβάσεων των υπουργείων και υπηρεσιών - χρηστών του νερού, που έχουν στόχο τις επί μέρους τομεακές δραστηριότητες χρήσης του νερού, κατά τρόπο που να ενισχύεται η πολυδιάσπαση και ο κατακερματισμός των δράσεων και των αρμοδιοτήτων. 15
Αυτή η κατάσταση αποτελεί σήμερα την κύρια "παθολογία" του προβλήματος του νερού και είναι το βασικό εμπόδιο για τη βιώσιμη διαχείρισή του, μια και καθιστά αδύνατη την άσκηση ολοκληρωμένης πολιτικής στον τομέα του νερού. Η μη ένταξη της Διαχείρισης των Υδατικών Πόρων στην Περιβαλλοντική πολιτική Η ανεξάρτητη αντιμετώπιση της διαχείρισης των υδατικών πόρων από την περιβαλλοντική πολιτική ζημίωσε και τους δύο τομείς. Η αντιμετώπιση της ποιότητας του νερού και της αρμοδιότητας της προστασίας των υδατικών συστημάτων ως μιας ακόμη χρήσης υποβάθμισε την οικολογική αξία του νερού και εμπόδισε την ολοκληρωμένη διαχείριση των υδατικών οικοσυστημάτων. Οι δυσλειτουργίες και η αναποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα Η πλήρης ένταξη της αρμοδιότητας της διαχείρισης των υδατικών πόρων στον κρατικό τομέα και η απουσία αυτονομίας στις κινήσεις και αυτοδυναμίας στα οικονομικά, ήταν η κύρια αιτία δυσλειτουργιών και καθυστερήσεων που γρήγορα προκάλεσαν αντιδράσεις και δυσαρέσκειες. Η διαχείριση του νερού εντάχθηκε στο Υπουργείο Ανάπτυξης, χωρίς παράλληλα να του δοθεί η απαιτούμενη υποδομή και στελέχωση προκειμένου να ασκήσει πολιτική νερού. Αυτή ήταν και η κύρια αιτία της αδράνειας που παρατηρήθηκε στον τομέα της διαχείρισης του νερού όλα αυτά τα χρόνια. 3.1.3 Νομικό πλαίσιο Διαχείρισης υδατικών πόρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση Η πολιτική της Ε.Ε., όσον αφορά την προστασία και διαχείριση των υδάτων αποτέλεσε προτεραιότητα και εξελίχθηκε σε μεγάλο βαθμό μέσα από τα Προγράμματα Περιβαλλοντικής Δράσης από την δεκαετία του 197. Τα προγράμματα προσδιόρισαν τα θέματα προτεραιτότηας τα οποία έπρεπε να αντιμετωπιστούν με σκοπό την προστασία του υδάτινου περιβάλλοντος από την μόλυνση καθώς και την βελτίωση της ποιότητας των υδάτων στα Κράτη Μέλη. Τα θέματα αυτά είχαν να κάνουν με: τον προσδιορισμό των ποιοτικών στόχων, δηλαδή των προϋποθέσεων που έπρεπε να εκπληρωθούν ούτως ώστε τα ύδατα να 16
χρησιμοποιηθούν για συγκεκριμένους λόγους, ήτοι ύδατα κολύμβησης, πόσιμο νερό, κτλ, τον έλεγχο των επικίνδυνων ουσιών, οι οποίες βιοσυσσωρεύονται στο υδάτινο περιβάλλον, τν προστασία των θαλάσσιων υδάτων από την μόλυνση, την παρακολούθηση και καταγραφή της ποιότητας των υδάτων, την λήψη συγκεκριμένων μέτρων στην βιομηχανία, την καθιέρωση και αξιοποίηση διεθνών συμφωνιών όσον αφορά μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος και τέλος την χρηματοδότηση της έρευνας ώστε να εξασφαλιστεί η απαιτούμενη γνώση σχετικά με την επίδραση των ρυπαντών στο περιβάλλον. Για τον λόγο αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέπτυξε ένα φάσμα από κανόνες. Το φάσμα των κανόνων που αποτέλεσαν και την Κοινοτική νομοθεσία περιγράφονταν μέσα από τις Οδηγίες (Directives), τις οποίες τα κράτη μέλη έπρεπε να υιοθετήσουν και να ενσωματώσουν στην εθνική τους νομοθεσία. Τα κράτη Μέλη ήταν και είναι υπεύθυνα για την ορθή και άρτια εφαρμογή των απαιτήσεων και των προϋποθέσεων των οδηγιών. Η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα ύδατα ακολούθησε δύο κύματα. Το πρώτο κύμα (First wave) ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 197, συνίσταται δε σε ένα νομοθετικό πλαίσιο 17 περίπου οδηγιών (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ). Οι οδηγίες για την προστασία των υδάτων, ακολούθησαν δύο διαφορετικές επιστημονικές προσεγγίσεις όσον αφορά την πρόληψη της μόλυνσης. Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση, οι οδηγίες έθεταν ως στόχο μια ελάχιστα αποδεκτή ποιότητα ύδατος (Environmental Quality Standards approach, EEB, 21). Οι οδηγίες αυτές, οι οποίες δεν ήταν λεπτομερείς, επικεντρώνονταν στον περιορισμό των αθροιστικών επιπτώσεων των εκπεμπόμενων ουσιών (Αδαμαντίδου, 2). Στη δεύτερη επιστημονική προσέγγιση, η προσοχή εστιάστηκε στις μέγιστες επιτρεπτές ποσότητες ρυπογόνων ουσιών που επιτρέπεται να απορριφθούν από συγκεκριμένη πηγή στο υδάτινο περιβάλλον (Emission Limit Values approach). Η προσέγγιση αυτή χρησιμοποίησε έννοιες όπως προηγμένη τεχνολογία (state-ofthe-art technology) καθώς και την οικονομικά προσανατολισμένη καλύτερη διαθέσιμη τεχνολογία (best available technology). Οι οδηγίες του πρώτου κύματος διακρίνονται για συστηματικούς λόγους σε τρεις κατηγορίες οδηγιών με κριτήριο τον σκοπό που ειδικότερα επεδίωκαν 17
(Αδαμαντίδου, 2). Τις οδηγίες για τη βελτίωση και διατήρηση της ποιότητας των υδάτων, τις οδηγίες για τη διασφάλιση της προστασίας των υδάτων και τέλος τις οδηγίες για τη συλλογή σχετικών πληροφοριακών στοιχείων και την αποστολή τους στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται οι οδηγίες περί της απαιτούμενης ποιότητας των υδάτων που προορίζονται. για πόσιμο νερό, για κολύμβηση, για αλιεία και για την καλλιέργεια οστρακοειδών. Οι οδηγίες της κατηγορίας αυτής ακολουθούν μια παράλληλη δομή. Συγκεκριμένα: Επιχειρούν να εξασφαλίσουν μια ελάχιστα αποδεκτή ποιότητα ύδατος για διάφορες χρήσεις με την θέσπιση τιμών στα παραρτήματά τους, Περιέχουν τιμές δεσμευτικές, ως κατώτατα όρια και τιμές ενδεικτικές υπό την έννοια των μακροπρόθεσμων στόχων, Δίνουν την ευχέρεια στα κράτη μέλη να θεσπίσουν σε κάθε περίπτωση τιμές αυστηρότερες από αυτές των οδηγιών, Καθορίζουν με ακρίβεια τον τόπο, τρόπο και την συχνότητα των δειγματοληψιών, ενώ αφήνουν στην διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών τις μεθόδους μέτρησης των τιμών και των ενεργούμενων αναλύσεων (Best available techniques), Επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τις δεσμευτικές τιμές των οδηγιών μόνο υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις που οι ίδιες θεσπίζουν, με παράλληλη υποχρέωση ενημέρωσης της Επιτροπής καθώς και υπό την γενική προϋπόθεση διασφάλισης της δημόσιας υγείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η οδηγία 76/16/ΕΟΚ, περί της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης. Στην δεύτερη κατηγορία εντάσσονται οι οδηγίες περί προστασίας.από την εκπομπή συγκεκριμένων ουσιών ή προϊόντων, με ειδικότερη υποκατηγορία τις οδηγίες θέσπισης ελάχιστων προϋποθέσεων που πρέπει να τηρούν ορισμένοι βιομηχανικοί κλάδοι ή βιομηχανικές δραστηριότητες (απόβλητα τιτανίου, υδραργύρου, καδμίου, κλπ). Οι οδηγίες της κατηγορίας αυτής χαρακτηρίσθηκαν από τη σύνταξη ενός πρώτου καταλόγου που περιείχε ουσίες, οι οποίες επιλέχθηκαν βάσει της τοξικότητας τους, της ανθεκτικότητας τους στο περιβάλλον και της βιοσυσσώρευσής τους. Επίσης συντάχθηκε ένας δεύτερος κατάλογος που περιείχε ουσίες οι οποίες έχουν επιβλαβή αποτελέσματα για το υδάτινο περιβάλλον, μπορούν όμως να περιορισθούν σε μια ορισμένη περιοχή και 18
εξαρτώνται από τα χαρακτηριστικά και την θέση των υδάτων στα οποία αποβάλλονται. Σημαντικότερη οδηγία της κατηγορίας αυτής είναι η 76/464/ΕΟΚ περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας (τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/692/ΕΟΚ) (Αδαμαντίδου, 2). Στην τρίτη κατηγορία εντάσσονται οι οδηγίες οι οποίες θεσπίζουν την υποχρέωση σύνταξης ειδικών εκθέσεων και ενημέρωσης της Επιτροπής για την επιτευχθείσα περιβαλλοντική προστασία σε κάθε κράτος μέλος. Χαρακτηριστική είναι η οδηγία 91/692/ΕΟΚ, η οποία στοχεύει στην τυποποίηση και τον εξορθολογισμό των εκθέσεων που αποστέλλονται στην Ευρώπη. Το πρώτο κύμα με τις δύο διαφορετικές επιστημονικές προσεγγίσεις δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, γιατί ήταν αποσπασματική ενώ δημιουργήθηκαν σοβαρά προβλήματα κατά την προσπάθεια εφαρμογής της από τα κράτη μέλη. Το δεύτερο κύμα κοινοτικής νομοθεσίας (δεκαετία 198 199) χαρακτηρίστηκε από την ραγδαία εξέλιξη στην Ευρωπαϊκή περιβαλλοντική πολιτική. Οι οδηγίες εστιάστηκαν στην δεύτερη επιστημονική προσέγγιση (Emission limit Value approach) ενώ την εμφάνιση τους έκαναν δύο νέες οδηγίες, ήτοι η οδηγία για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων και η οδηγία για την νιτρορύπανση. Οι οδηγίες του δεύτερου κύματος διακρίνονται από κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία είναι τα εξής (Αδαμαντίδου, 2): Πρόκειται για εξειδικευμένες, πολυσέλιδες οδηγίες με στόχο όχι ένα minimum ποιότητας ύδατος, αλλά ένα maximum ανεκτής ρύπανσης των υδάτινων πόρων της κοινότητας, οι προδιαγραφές, τιμές και παράμετροι που ορίζονται γίνονται αυστηρότερες, ακολουθώντας τις εξελίξεις της τεχνολογίας, στόχος δεν είναι πλέον μόνο η διασφάλιση της ποιότητας ύδατος, αλλά κυρίως η προστασία της δημόσιας υγείας και του εννόμου αγαθού του περιβάλλοντος, στα πλαίσια της αρχής της αειφόρου ανάπτυξης, η προστασία των καταναλωτών διευρύνεται με πανηγυρικές διατυπώσεις και ειδικές προβλέψεις και παρεκκλίσεις επιτρέπονται και πάλι υπό πρόσθετες ωστόσο προϋποθέσεις. 19
Σημαντικότερες οδηγίες της δεύτερης προσέγγισης, είναι η οδηγία 8/778/ΕΟΚ και ήδη Οδηγία 98/83/ΕΟΚ για την ποιότητα του νερού που προορίζεται για την ανθρώπινη κατανάλωση, η οδηγία 91/271/ΕΟΚ για την επεξεργασία αστικών λυμάτων, καθώς και η οδηγία 91/676/ΕΟΚ, για την νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης. Τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν κατά την προσπάθεια εφαρμογής των οδηγιών των δύο διαδοχικών κυμάτων νομοθεσίας καθώς και οι αντιφάσεις των δύο διαφορετικών επιστημονικών προσεγγίσεων αποτέλεσαν αντικείμενο επιστημονικών και πολιτικών συζητήσεων. Το 1995 μετά από αίτημα του Συμβουλίου Υπουργών και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατύπωσε μια νέα θέση όσον αφορά την πολιτική των υδάτων, η οποία λάμβανε υπόψη τη συνολική κοινοτική περιβαλλοντική πολιτική όπως διατυπωνόταν στο Άρθρο 13 της συνθήκης της Ρώμης (Peter Chave, 22). Οι νέες αρχές περιελάμβαναν τα εξής θέματα: Υιοθέτηση υψηλού επιπέδου προστασίας, Υιοθέτηση της αρχής της πρόληψης, λήψη αποτρεπτικών και προληπτικών μέτρων, αντιμετώπιση της μόλυνσης στην πηγή, υιοθέτηση της αρχής ο ρυπαίνων πληρώνει, ενσωμάτωση της προστασίας των υδάτων και περιβάλλοντος ως τμήμα άλλων τομεακών πολιτικών, χρήση όλων των διαθέσιμων επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων, εκτίμηση της μεταβλητότητας των περιβαλλοντικών συνθηκών στις περιοχές της κοινότητας, εκτίμηση της ανταποδοτικότητας του κόστους, την αντιμετώπιση της πολιτικής των υδάτων ως ένα ενισχυτικό παράγοντα μιας ισορροπημένης και βιώσιμης οικονομίας, την αναγνώριση της ανάγκης για διεθνή συνεργασία και τέλος την υιοθέτηση της αρχής των επικουρικών μέτρων σε επίπεδο Κράτους Μέλους. Το 1996 έγινε πρόταση για ένα νέο πρόγραμμα δράσης το οποίο αντιμετώπιζε την διαχείριση των υπόγειων υδάτων σε συνδυασμό με τα επιφανειακά (EU 1996). Οι συζητήσεις πάνω στα θέματα αυτά οδήγησαν στη θέσπιση πρότασης για μια Οδηγία Πλαίσιο η οποία υιοθετούσε μια τρίτη επιστημονική προσέγγιση, η οποία 2
αποτελεί ουσιαστικά τον συνδυασμό των δύο παλαιότερων προσεγγίσεων, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να γίνεται αμοιβαία ενίσχυση τους, για την επίτευξη του στόχου της καλής κατάστασης ύδατος (good status), για όλα τα υδάτινα σώματα, καθώς και του καλού οικολογικού δυναμικού και καλής χημικής κατάστασης επιφανειακών υδάτων για τα τεχνητά υδατικά συστήματα και τα ιδιαιτέρως τροποποιημένα υδατικά συστήματα (Artificial and heavily modified water bodies). Ο χρονικός ορίζοντας για την επίτευξη του στόχου της Οδηγίας Πλαίσιο είναι το 215, επιμερίζεται όμως σε ενδιάμεσα στάδια. Η Οδηγία Πλαίσιο μετά την πλήρη εφαρμογή της θα καταργήσει έξι ισχύουσες οδηγίες και μία απόφαση ενώ μεταβατικές διατάξεις θα ισχύσουν για άλλες ισχύουσες οδηγίες. Συνεπακόλουθα θα δημιουργήσει μια ευρεία βάση για μεταγενέστερες νομοθετικές πρωτοβουλίες. 3.1.4 Προβλήματα και ελλείψεις στην εφαρμογή της νομοθεσίας της Ε.Ε. για τα νερά Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στο χώρο της περιβαλλοντικής πολιτικής και συγκεκριμένα στην προστασία των υδάτων, ήταν και είναι η μη ορθή και ολοκληρωμένη εφαρμογή των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα κράτη Μέλη. Τα προβλήματα αυτά μπορούν να ομαδοποιηθούν στις παρακάτω κατηγορίες (Αδαμαντίδου, 2): Μη εμπρόθεσμη ενσωμάτωση των οδηγιών, πλημμελής ενσωμάτωση οδηγιών και εσφαλμένη ερμηνεία διατάξεων των οδηγιών. Επιπλέον κατά την διάρκεια του πρώτη κύματος της κοινοτικής νομοθεσίας για τα νερά, τα κράτη Μέλη δεν ήταν υποχρεωμένα να υποβάλλουν λεπτομερής εκθέσεις για την πρόοδο της εφαρμογής των οδηγιών και της προσαρμογής τους σε εθνική νομοθεσία. Συνεπακόλουθα πολλές περιπτώσεις παραβάσεων δεν έγιναν αντιληπτές από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πολλές ήταν όμως και οι περιπτώσεις παραπομπής κρατών Μελών ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Χαρακτηριστικά μόνο αναφέρεται ότι στο χρονικό διάστημα 1982 2 εκδόθηκαν συνολικά 51 καταδικαστικές αποφάσεις. 21
3.1.5 Η εφαρμογή των Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις υπό ένταξη χώρες Σύμφωνα με την νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όλες οι υπό ένταξη χώρες οφείλουν να έχουν προχωρήσει σε πλήρη εφαρμογή της περιβαλλοντικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας την ημερομηνία της πλήρους ένταξης τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν έχει ξεκαθαριστεί μέχρι στιγμής, αν οι υπό ένταξη χώρες είναι υποχρεωμένες να προχωρήσουν σε πλήρη εφαρμογή των οδηγιών που πρόκειται να αντικατασταθούν από την Οδηγία Πλαίσιο. 3.2 Η Οδηγία Πλαίσιο 2/6/ΕΚ Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, μετά από πιέσεις για μια πιο σφαιρική προσέγγιση στο θέμα της διαχείρισης των υδατικών πόρων, ξεκίνησε μια ανοικτή συνεργασία με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, η οποία κορυφώθηκε τον Μάιο του 1996, με τη διοργάνωση ενός ανοιχτού Συνεδρίου για τους υδατικούς πόρους στις Βρυξέλλες. Το πόρισμα του Συνεδρίου αυτού ήταν η παρουσίαση πρότασης νέας Οδηγίας Πλαισίου για τους Υδατικούς Πόρους (ENV 119 COM(97)49 final 97/67 (SYN), 21.4.1997) από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία οδήγησε στην οδηγία πλαίσιο 2/6/ΕΚ (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ) για τη θέσπιση ενός πλαισίου διαχείρισης των υδατικών πόρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι βασικοί στόχοι της Οδηγίας Πλαίσιο ήταν: Η διεύρυνση του πλαισίου προστασίας των υδάτων, έτσι ώστε να συμπεριλάβει όλα τα ύδατα (επιφανειακά, υπόγεια, κτλ), η αποτροπή περαιτέρω υποβάθμισης και ο εμπλουτισμός όλων των υδάτινων οικοσυστημάτων, η προώθηση μιας ολοκληρωμένης διαχείρισης των υδάτινων πόρων βασισμένη στην μακροχρόνια προστασίας τους, η λήψη συγκεκριμένων μέτρων για έλεγχο της μόλυνσης, η μείωση της μόλυνσης των υπόγειων υδάτων, ο μετριασμός των συνεπειών πλημμυρών ή ξηρασίας και η λήψη μέτρων που θα οδηγήσουν στην επίτευξη της καλής οικολογικής κατάστασης για όλα τα υδάτινα συστήματα εντός προκαθορισμένου χρονικού ορίζοντα. 22
Η οδηγία Πλαίσιο εκφράζει μια θεμελιακή αναδιάρθρωση της νομοθεσίας την Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα ύδατα, τόσο σε περιβαλλοντικούς όσο και σε διαχειριστικούς όρους, ενώ θέτει το θέμα της διαχείρισης και προστασίας των υδάτων σε νέες βάσεις σύμφωνα με τις αρχές της αειφόρου ανάπτυξης και της βιώσιμης πολιτικής των υδάτων. Η ολοκληρωμένη διαχείριση λεκανών απορροής γίνεται υποχρεωτική για όλα τα κράτη μέλη, όπως επίσης και για τα υποψήφια κράτη μέλη. Ίσως τα τέσσερα πιο χαρακτηριστικά και καινοτόμα χαρακτηριστικά της Οδηγίας Πλαίσιο είναι ότι επιδιώκει: να διαχειριστεί τα ύδατα στο σύνολο τους με θεμελιώδη μονάδα την λεκάνη απορροής ποταμών, να προωθήσει την συνδυασμένη προσέγγιση για τον έλεγχο της μόλυνσης, να καθιερώσει την τακτική της ανάκτησης του πραγματικού κόστους για όλες τις υπηρεσίες ύδατος και να προωθήσει την ενεργή συμμετοχή του κοινού στην λήψη αποφάσεων όσον αφορά την την διαχείριση των υδάτων. Επιμέρους μηχανισμοί οι οποίοι θα εξασφαλίσουν την επίτευξη των στόχων και των σκοπών της Οδηγίας Πλαίσιο είναι οι εξής: Η διαίρεση του εδάφους των κρατών μελών και η στοιχειοθέτηση Υδατικών Περιφερειών (σε επίπεδο λεκάνης απορροής ποταμού), ο προσδιορισμός των βασικών ζητημάτων που αφορούν την διαχείριση των υδατικών πόρων, η σχεδίαση προγραμμάτων μέτρων και η στοιχειοθέτηση των πλάνων διαχείρισης των υδατικών περιφερειών, η δημιουργία ενός κατάλληλου δικτύου παρακολούθησης, ο προσδιορισμός των υδάτων που χρησιμοποιούνται για την άντληση πόσιμου ύδατος, η κοστολόγηση των υπηρεσιών ύδατος ως κίνητρο για την ορθή χρήση ύδατος (COM (2) 477, της 27.7.2). Σημαντικό είναι το γεγονός ότι η Οδηγία Πλαίσιο απαιτεί διαφάνεια, που βασίζεται στη δημοσίευση και διάδοση των πληροφοριών καθώς και στις δημόσιες διαβουλεύσεις. Καθιερώνει με αυτό τον τρόπο ένα δίκτυο ανταλλαγής 23
πληροφοριών μεταξύ επιστημόνων αλλά και όλων των φορέων και του κοινού που ασχολούνται με τα ύδατα σε όλη την έκταση της κοινότητας. Η οδηγία Πλαίσιο θα ολοκληρώσει την νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για τα ύδατα με την πλήρη εφαρμογή της. Η Οδηγία Πλαίσιο μετά την πλήρη εφαρμογή της θα καταργήσει έξι ισχύουσες οδηγίες και μία απόφαση ενώ μεταβατικές διατάξεις θα ισχύσουν για άλλες ισχύουσες οδηγίες. Το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής της Οδηγίας Πλαίσιο είναι αρκετά στενό, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της δουλειάς την οποία πρέπει τα κράτη μέλη να φέρουν εις πέρας. Τελευταία ημερομηνία για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων είναι το 215. Πα όλα αυτά, η οδηγία πλαίσιο θέτει διαφορετικά χρονοδιαγράμματα (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙV) για κάθε επιμέρους μηχανισμό εφαρμογής της. Όσον αφορά τις υπό ένταξη χώρες, η Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει ότι οι χώρες αυτές οφείλουν να πληρούν τις διατάξεις των οδηγιών από την ημέρα της πλήρους ένταξης τους. 3.2.1 Στρατηγική για την εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο 2/6/ΕΚ Η οδηγία Πλαίσιο με την μορφή που υιοθετήθηκε από την Ε.Ε. παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες εφαρμογής, κατά κοινή ομολογία όλων των κρατών Μελών. Οι δυσκολίες σχετίζονται μεταξύ άλλων με το ιδιαίτερα αυστηρό και απαιτητικό χρονοδιάγραμμα, την πολυπλοκότητα και πολλές φορές την ασάφεια του κειμένου που έχει ως αποτέλεσμα την ποικιλία των δυνατών προσεγγίσεων επί επιστημονικών, τεχνικών και πρακτικών θεμάτων, τα προβλήματα υποδομής και το ανεπαρκές υφιστάμενο επιστημονικό και τεχνικό υπόβαθρο (ειδικότερα ως προς τα θέματα των παραρτημάτων ΙΙ και V). Τα κράτη Μέλη της Ε.Ε. και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αναγνωρίζοντας τα προβλήματα αυτά αλλά και τις προκλήσεις που δημιούργησε η ύπαρξη της Οδηγίας Πλαίσιο, αποφάσισαν να προχωρήσουν (Μάιος 21, Σουηδία) στην χάραξη μιας κοινής στρατηγικής για την άρτια και ορθή εφαρμογή της. Η επιδίωξη της κοινής στρατηγικής ήταν η ανάπτυξη ενός ενιαίου και συμβατού τρόπου κατανόησης των καθοριστικών σημείων της Οδηγίας Πλαίσιο για την συνδυασμένη και αρμονική εφαρμογή της Οδηγίας, ώστε να είναι δυνατή η αντιμετώπιση τυχών προβλημάτων που θα ανέκυπταν και τα οποία θα ήταν κοινά για όλα τα κράτη μέλη, καθώς επίσης και για τα υποψήφια κράτη μέλη. Επίσης 24
δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι πολλές από τις λεκάνες απορροής υπερβαίνουν τα όρια ενός ή και περισσότερων κρατών, πράγμα που δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για μια κοινή και συνολική αντιμετώπιση από τα εμπλεκόμενα κράτη. Η κοινή στρατηγική, η οποία αποτυπώθηκε στο κείμενο Κοινή στρατηγική για την εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο (EC, Common Strategy on the Implementation of the Water Framework Directive, Strategic Document, 2 May 21) επικεντρώνεται στα εξής βασικά στοιχεία: Την αναγκαιότητα για δημιουργία δικτύου πληροφόρησης μεταξύ των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την ανάγκη για ενημέρωση του κοινού με σκοπό την ανάπτυξη της δημόσιας συνείδησης όσον αφορά τα βασικά στοιχεία της Οδηγίας Πλαίσιο, την εξασφάλιση συνάφειας και συνέπειας μεταξύ της εφαρμογής της Οδηγίας Πλαίσιο και άλλων τομεακών και θεσμικών πολιτικών, την εξασφάλιση συνοχής μεταξύ της Οδηγίας Πλαίσιο και των λοιπών οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τα ύδατα, την ανάγκη για συντονισμένη δράση στα σημαντικά ζητήματα για την αποτελεσματική εξέλιξη των διαχειριστικών σχεδίων, την ανάγκη για ανάπτυξη της δυναμικότητας των κρατών μελών για την αποτελεσματική εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο, την ανάγκη για συμμετοχή όλων των δημοσίων αλλά και ιδιωτικών τομέων που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με το νερό, στην εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο, την ανάγκη για προώθηση μια κοινής στάσης απέναντι στα υποψήφια κράτη μέλη της Ε.Ε. και τέλος την ανάγκη για συγκρότηση ομάδων εργασίας για την ύπαρξη καθοδήγησης στα βασικά ζητήματα της Οδηγίας Πλαίσιο. Η στρατηγική αυτή εδραιώθηκε επάνω σε τέσσερις θεμελιώδεις δράσεις: Στην ανταλλαγή Πληροφορίας, στην ανάπτυξη καθοδήγησης σε ειδικά θέματα, στην Διαχείριση των πληροφοριών και των δεδομένων και στην εφαρμογή, δοκιμή και επαλήθευση. 25
Ειδικότερα στα πλαίσια της δράσης ανάπτυξη καθοδήγησης σε ειδικά θέματα, δημιουργήθηκαν 1 ομάδες εργασίας (Πιν. 1), υπό την καθοδήγηση ενός ή περισσότερων κρατών μελών, με σκοπό την από κοινού ερμηνεία και αντιμετώπιση τυχών προβλημάτων και τελικά την προαγωγή κατευθυντηρίων γραμμών οδηγιών για την ευκολότερη αντιμετώπιση αυτών. Οι κατευθυντήριες γραμμές (Guidance documents) αποτελούν κείμενα τα οποία δεν είναι νομικά δεσμευτικά αλλά είναι πρακτικές οδηγίες σε διάφορα τεχνικά ζητήματα τα οποία αφορούν την Οδηγία Πλαίσιο και τα οποία απευθύνονται στους ειδήμονες που θα ασχοληθούν με την εφαρμογή της οδηγίας άμεσα ή έμμεσα. Για τον λόγο αυτό, η δομή, παρουσίαση και η ορολογία έχουν προσαρμοσθεί στις ανάγκες αυτών των ειδικών, ενώ δόκιμη και νομικίστικη γλώσσα έχει αποφευχθεί όπου αυτό είναι δυνατό. Πίνακας 1: Οι ομάδες εργασίας για την εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΠΛΑΙΣΙΟ ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ 2.1 Ανάλυση των πιέσεων και των επιδράσεων Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία 2.2 Ιδιαιτέρως τροποποιημένα ύδατα Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο 2.3 Ενδεικτική κατάσταση των εσωτερικών επιφανειακών υδάτων Σουηδία 2.4 Τυπολογία, ταξινόμηση μεταβατικών και Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία, Ευρωπαϊκή παράκτιων υδάτων Περιβαλλοντική Επιτροπή 2.5 Διαβαθμονόμηση (Intercalibration) Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Joint Research Center (JRC) 2.6 Οικονομική Ανάλυση Γαλλία, Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2.7 Παρακολούθηση (Monitoring) Ιταλία, Ευρωπαϊκή Περιβαλλοντική Επιτροπή 2.8 Προσδιορισμός, ταξινόμηση των υπόγειων υδάτων Αυστρία 2.9 Καλή πρακτική στην διαχείριση των λεκανών απορροής Ισπανία 3.1 Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (GIS) Ευρωπαϊκή Επιτροπή, JRC Για την επιτυχημένη ολοκλήρωση της διαδικασίας της εφαρμογής της Οδηγίας Πλαίσιο, κρίθηκε απαραίτητη η συμμετοχή και άλλων φορέων, όπως της Ευρωπαϊκής Περιβαλλοντικής Επιτροπής, της EUROSTAT, καθώς και όλων των φορέων (κυβερνητικών και μη) που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τους υδάτινους πόρους. Επίσης δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην συμμετοχή των υποψηφίων κρατών μελών, λαμβάνοντας υπόψη ότι η εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο είναι υποχρεωτική και σ αυτά. 26
3.2.2 Ορολογία σύμφωνα με την Οδηγία Πλαίσιο 2/6/ΕΚ Για τους σκοπούς της οδηγίας 2/6/ΕΚ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφάρμοσε την ακόλουθη ορολογία (Οδηγία 2/6/ΕΚ, EE L 327/22.12., Άρθρο 2, σελ. 6 8): «Επιφανειακά ύδατα (Surface Water)»: τα εσωτερικά ύδατα, εκτός των υπόγειων υδάτων, τα μεταβατικά και τα παράκτια ύδατα, εκτός εάν πρόκειται για τη χημική τους κατάσταση, οπότε περιλαμβάνουν και τα χωρικά ύδατα. «Υπόγεια ύδατα (Groundwater)» : το σύνολο των υδάτων που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους στη ζώνη κορεσμού και σε άμεση επαφή με το έδαφος ή το υπέδαφος. «Εσωτερικά ύδατα (Inland water)» : το σύνολο των στάσιμων ή των ρεόντων επιφανειακών υδάτων και όλα τα υπόγεια ύδατα που βρίσκονται προς την πλευρά της ξηράς σε σχέση με τη γραμμή βάσης από την οποία μετράται το εύρος των χωρικών υδάτων. «Ποταμός (River)»: σύστημα εσωτερικών υδάτων το οποίο ρέει, κατά το πλείστον, στην επιφάνεια του εδάφους αλλά το οποίο μπορεί, για ένα μέρος της διαδρομής του, να ρέει και υπογείως. «Λίμνη (Lake)»: σύστημα στάσιμων εσωτερικών επιφανειακών υδάτων. «Μεταβατικά ύδατα (Transitional waters)»: συστήματα επιφανειακών υδάτων πλησίον του στομίου ποταμών τα οποία είναι εν μέρει αλμυρά λόγω της γειτνίασής τους με παράκτια ύδατα αλλά τα οποία επηρεάζονται ουσιαστικά από ρεύματα γλυκού νερού. «Παράκτια ύδατα (Coastal water)»: τα επιφανειακά ύδατα που βρίσκονται στην πλευρά της ξηράς μιας γραμμής, κάθε σημείο της οποίας βρίσκεται σε απόσταση ενός ναυτικού μιλίου προς τη θάλασσα από το πλησιέστερο σημείο της γραμμής βάσης από την οποία μετράται το εύρος των χωρικών υδάτων και τα οποία, κατά περίπτωση, εκτείνονται μέχρι του απώτερου ορίου των μεταβατικών υδάτων. «Τεχνητό υδατικό σύστημα (Artificial water body)»: ένα σύστημα επιφανειακών υδάτων που δημιουργείται με δραστηριότητα του ανθρώπου. «Ιδιαιτέρως τροποποιημένο υδατικό σύστημα (Heavily modified water body)»: ένα σύστημα επιφανειακών υδάτων του οποίου ο χαρακτήρας έχει μεταβληθεί ουσιαστικά λόγω φυσικών αλλοιώσεων από τις δραστηριότητες του ανθρώπου 27
και το οποίο ορίζεται από το κράτος μέλος σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος II. «Σύστημα επιφανειακών υδάτων (Body of surface water)»: διακεκριμένο και σημαντικό στοιχείο επιφανειακών υδάτων, όπως π.χ. μια λίμνη, ένας ταμιευτήρας, ένα ρεύμα, ένας ποταμός ή μια διώρυγα, ένα τμήμα ρεύματος, ποταμού ή διώρυγας, μεταβατικά ύδατα ή ένα τμήμα παράκτιων υδάτων. «Υδροφόρος ορίζοντας (Aquifer)»: υπόγειο στρώμα ή στρώματα βράχων ή άλλες γεωλογικές στοιβάδες επαρκώς πορώδεις και διαπερατές ώστε να επιτρέπουν είτε σημαντική ροή υπόγειων υδάτων είτε την άντληση σημαντικών ποσοτήτων υπόγειων υδάτων. «Σύστημα υπόγειων υδάτων (Body of groundwater)»: συγκεκριμένος όγκος υπόγειων υδάτων εντός ενός ή περισσότερων υδροφόρων οριζόντων. «Λεκάνη απορροής ποταμού (River basin)»: η εδαφική έκταση από την οποία συγκεντρώνεται το σύνολο της απορροής μέσω διαδοχικών ρευμάτων, ποταμών και πιθανώς λιμνών και παροχετεύεται στη θάλασσα με ενιαίο στόμιο ποταμού, εκβολές ή δέλτα. «Υπολεκάνη (Sub-basin)»: η εδαφική έκταση από την οποία συγκεντρώνεται το σύνολο της απορροής μέσω σειράς ρευμάτων, ποταμών και πιθανώς λιμνών σε συγκεκριμένο σημείο υδάτινου ρεύματος (συνήθως λίμνης ή συμβολής ποταμών). «Περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού (River basin district)»: η θαλάσσια και χερσαία έκταση, που αποτελείται από μια ή περισσότερες γειτονικές λεκάνες απορροής ποταμού μαζί με τα συναφή υπόγεια και παράκτια ύδατα, και η οποία προσδιορίζεται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 1 ως η βασική μονάδα διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμού. «Αρμόδια αρχή (Competent Authority)»: αρχή ή αρχές που προσδιορίζονται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 2 ή παράγραφος 3. «Κατάσταση επιφανειακών υδάτων (Surface water status)»: η συνολική έκφραση της κατάστασης ενός επιφανειακού υδατικού συστήματος, που καθορίζεται από τις χαμηλότερες τιμές της οικολογικής και της χημικής του κατάστασης. «Καλή κατάσταση επιφανειακών υδάτων (Good surface water status)»: η κατάσταση επιφανειακού υδατικού συστήματος που χαρακτηρίζεται τουλάχιστον «καλή», τόσο από οικολογική όσο και από χημική άποψη. 28
«Κατάσταση υπόγειων υδάτων (Groundwater status)»: η συνολική έκφραση της κατάστασης υπογείου υδατικού συστήματος, που καθορίζεται από τις χαμηλότερες τιμές της ποσοτικής και της χημικής του κατάστασης. «Καλή κατάσταση υπόγειων υδάτων (Good groundwater status)»: η κατάσταση υπόγειου υδατικού συστήματος που χαρακτηρίζεται τουλάχιστον «καλή», τόσο από ποσοτική όσο και από χημική άποψη. «Οικολογική κατάσταση (Ecological status)»: η ποιοτική έκφραση της διάρθρωσης και της λειτουργίας υδάτινων οικοσυστημάτων που συνδέονται με επιφανειακά ύδατα, η οποία ταξινομείται σύμφωνα με το παράρτημα V. «Καλή οικολογική κατάσταση (Good ecological status)»: η κατάσταση ενός συστήματος επιφανειακών υδάτων το οποίο ταξινομείται κατ' αυτόν τον τρόπο σύμφωνα με το παράρτημα V. «Καλό οικολογικό δυναμικό (Good ecological potential)»: η κατάσταση ενός ιδιαίτερα τροποποιημένου ή τεχνητού υδατικού συστήματος, το οποίο ταξινομείται κατ' αυτόν τον τρόπο σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του παραρτήματος V. «Καλή χημική κατάσταση επιφανειακών υδάτων (Good surface water chemical status)»: η χημική κατάσταση που απαιτείται για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων για τα επιφανειακά ύδατα, οι οποίοι καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α), δηλαδή η χημική κατάσταση που έχει επιτύχει ένα σύστημα επιφανειακών υδάτων, στο οποίο οι συγκεντρώσεις ρύπων δεν υπερβαίνουν τα πρότυπα περιβαλλοντικής ποιότητας τα οποία ορίζονται στο παράρτημα IX και δυνάμει της παραγράφου 7 του άρθρου16, καθώς και δυνάμει άλλων συναφών κοινοτικών νομοθετημάτων που θεσπίζουν ποιοτικά περιβαλλοντικά πρότυπα σε κοινοτικό επίπεδο. «Καλή χημική κατάσταση υπόγειων υδάτων (Good groundwater chemical status)»: η χημική κατάσταση συστήματος υπόγειων υδάτων, η οποία πληροί όλους τους όρους του πίνακα 2.3.2 του παραρτήματος V. «Ποσοτική κατάσταση (Quantitative status)»: η έκφραση του βαθμού στον οποίο ένα σύστημα υπόγειων υδάτων επηρεάζεται από άμεσες και έμμεσες αντλήσεις. «Διαθέσιμοι πόροι υπόγειων υδάτων (Available groundwater resource)»: ο μακροπρόθεσμος μέσος ετήσιος ρυθμός γενικής ανατροφοδότησης ενός συστήματος υπόγειων υδάτων μείον τον μακροπρόθεσμο μέσο ετήσιο ρυθμό ροής που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων οικολογικής ποιότητας για τα 29
συναφή επιφανειακά ύδατα οι οποίοι ορίζονται στο άρθρο 4, για την αποφυγή οιασδήποτε σημαντικής μείωσης της οικολογικής κατάστασης των υδάτων αυτών και για την αποφυγή οιασδήποτε σημαντικής ζημίας των συναφών χερσαίων οικοσυστημάτων. «Καλή ποσοτική κατάσταση (Good quantitative status)»: η κατάσταση που ορίζεται στον πίνακα 2.1.2 του παραρτήματος V. «Επικίνδυνες ουσίες (Hazardous substances)»: ουσίες ή ομάδες ουσιών που είναι τοξικές, σταθερές και επιρρεπείς σε βιοσυσσώρευση, καθώς και άλλες ουσίες ή ομάδες ουσιών που δημιουργούν ανάλογο βαθμό ανησυχίας. «Ουσίες προτεραιότητας (Priority substances)»: ουσίες που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 και απαριθμούνται στο παράρτημα X. Μεταξύ των ουσιών αυτών υπάρχουν «επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας», δηλαδή ουσίες καθοριζόμενες σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφοι 3 και 6, για τις οποίες πρέπει να ληφθούν μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφοι 1 και 8. «Ρύπος (Pollutant)»: κάθε ουσία που εμπεριέχει τον κίνδυνο να προκαλέσει ρύπανση, ιδίως αυτές που απαριθμούνται στο παράρτημα VIII. «Απευθείας απόρριψη στα υπόγεια ύδατα (Direct discharge to groundwater)»: απόρριψη ρύπων στα υπόγεια ύδατα χωρίς να διαπεράσουν το έδαφος ή το υπέδαφος. «Ρύπανση (Pollution)»: η, συνεπεία ανθρώπινων δραστηριοτήτων, άμεση ή έμμεση εισαγωγή, στον αέρα, το νερό ή το έδαφος, ουσιών ή θερμότητας που μπορούν να είναι επιζήμια για την υγεία του ανθρώπου ή για την ποιότητα των υδατικών οικοσυστημάτων ή των χερσαίων οικοσυστημάτων που εξαρτώνται άμεσα από υδατικά οικοσυστήματα, συντελούν στη φθορά υλικής ιδιοκτησίας, ή επηρεάζουν δυσμενώς ή παρεμβαίνουν σε λειτουργίες αναψυχής ή σε λοιπές νόμιμες χρήσεις του περιβάλλοντος. «Περιβαλλοντικοί στόχοι (Environmental objectives)»: οι στόχοι που θεσπίζει το άρθρο 4. «Ποιοτικό περιβαλλοντικό πρότυπο (Environmental quality standard)»: η συγκέντρωση, στο νερό, το ίζημα ή το βιόκοσμο, συγκεκριμένου ρύπου ή ομάδας ρύπων της οποίας δεν πρέπει να σημειώνεται υπέρβαση, ώστε να προστατεύεται η υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον. 3
«Συνδυασμένη προσέγγιση (Combined approach)»: ο έλεγχος των απορρίψεων και των εκπομπών στα επιφανειακά ύδατα σύμφωνα με την προσέγγιση που εκτίθεται στο άρθρο 1. «Νερό που προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση (Water intended for human consumption)»: η ίδια έννοια όπως και στην οδηγία 8/778/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/83/ΕΚ. «Υπηρεσίες ύδατος (Water services)»: όλες οι υπηρεσίες οι οποίες παρέχουν, για τα νοικοκυριά, τις δημόσιες υπηρεσίες ή για οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα: α) άντληση, κατακράτηση, αποθήκευση, επεξεργασία και διανομή επιφανειακών ή υπόγειων υδάτων β) εγκαταστάσεις συλλογής και επεξεργασίας λυμάτων, οι οποίες στη συνέχεια πραγματοποιούν απορρίψεις σε επιφανειακά ύδατα. «Χρήση ύδατος (Water use)»: υπηρεσίες ύδατος μαζί με οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5 και το παράρτημα II και η οποία έχει σημαντικές επιπτώσεις στην κατάσταση των υδάτων. Η έννοια αυτή έχει εφαρμογή για τους σκοπούς του άρθρου 1 και της οικονομικής ανάλυσης που διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 5 και το παράρτημα III στοιχείο β). «Οριακές τιμές εκπομπής (Emission limit values)»: η μάζα, εκφρασμένη σε σχέση με ορισμένες ειδικές παραμέτρους, η συγκέντρωση ή/και η στάθμη μιας εκπομπής, της οποίας δεν επιτρέπεται η υπέρβαση κατά τη διάρκεια μιας ή περισσοτέρων συγκεκριμένων χρονικών περιόδων. Οριακές τιμές εκπομπής μπορούν επίσης να ορίζονται και για συγκεκριμένες ομάδες, οικογένειες ή κατηγορίες ουσιών, ιδίως δε όσες προσδιορίζονται στο άρθρο 16. Οι οριακές τιμές εκπομπής ουσιών ισχύουν κανονικά στο σημείο όπου οι εκπομπές βγαίνουν από την εγκατάσταση, χωρίς να υπολογίζεται, για τον προσδιορισμό τους, η τυχόν αραίωσή τους. Όσον αφορά τις έμμεσες απορρίψεις στο νερό, οι επιπτώσεις ενός σταθμού επεξεργασίας λυμάτων μπορούν να συνυπολογίζονται κατά τον προσδιορισμό των οριακών τιμών εκπομπής της συγκεκριμένης εγκατάστασης, υπό την προϋπόθεση ότι κατοχυρώνεται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας του όλου περιβάλλοντος και ότι δεν γεννώνται μεγαλύτερα ρυπαντικά φορτία για το περιβάλλον. 31
«Έλεγχοι εκπομπών (Emission controls)»: έλεγχοι οι οποίοι απαιτούν περιορισμό μιας συγκεκριμένης εκπομπής, π.χ. μια οριακή τιμή εκπομπής, ή οι οποίοι ορίζουν, κατ' άλλο τρόπο, όρια ή συνθήκες για τις επιπτώσεις, τη φύση ή άλλα χαρακτηριστικά μιας εκπομπής ή τις συνθήκες λειτουργίας που επηρεάζουν τις εκπομπές. Η χρήση του όρου «έλεγχος εκπομπών» στην παρούσα οδηγία, σε σχέση με τις διατάξεις οποιασδήποτε άλλης οδηγίας, δεν μπορεί να θεωρείται ως νέα ερμηνεία των διατάξεων αυτών. 3.3 Ορεινή υδρονομία 3.3.1 Υδρολογικός κύκλος και φυσικές διεργασίες Η κυκλική κίνηση την οποία εμφανίζει το νερό με τις διάφορες φάσεις του (υγρή, στερεή, αέρια) από την ατμόσφαιρα προς την επιφάνεια και το εσωτερικό της γης και αντιστρόφως, είναι γνωστή ως υδρολογικός κύκλος. Το νερό συγκεντρώνεται στην ατμόσφαιρα υπό μορφή υδρατμών, οι οποίοι προέρχονται από την εξάτμιση του νερού από τη θάλασσα, τους ποταμούς, τις λίμνες, τη βλάστηση, τη γήινη επιφάνεια κλπ. Οι υδρατμοί αυτοί, κατά την άνοδο τους στην ατμόσφαιρα, συμπυκνώνονται και σχηματίζουν τα νέφη τα οποία μετακινούνται από τις αέριες μάζες. Τα νέφη επιστρέφουν στην επιφάνεια της γης με την μορφή ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (βροχή, χιόνι, χαλάζι κτλ). Ένα μέρος των κατακρημνισμάτων δεν καταλήγει στην γήινη επιφάνεια καθώς εξατμίζεται και επιστρέφει απευθείας στην ατμόσφαιρα. Ένα άλλο μικρό μέρος, προσλαμβάνεται από την βλάστηση. Ένα σημαντικό μέρος διεισδύει στο έδαφος και διηθείται στα βαθύτερα στρώματα της Γης, τροφοδοτώντας με τον τρόπο αυτό τους υπόγειους υδροφορείς. Το μεγαλύτερο μέρος τους καταλήγει στην γήινη επιφάνεια, όπου ρέει, ακολουθώντας την οδό της μέγιστης κλίσης, καταλήγοντας τελικά στις λίμνες ή τις θάλασσες (Στεφανίδης, 24), (Σχ. 7). Συνεπώς, ο υδρολογικός κύκλος είναι ένα πολύπλοκο και πολυσύνθετο φαινόμενο που υπόκειται σε διάφορες διεργασίες, όπως είναι π.χ. οι ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις, η υδατοσυγκράτηση, η εξάτμιση, η διαπνοή, η διήθηση, η αποθήκευση και η απορροή. 32
Σχήμα 7: Σχηματική αναπαράσταση του υδρολογικού κύκλου 3.3.2 Χειμαρρικά ρεύματα και ιδιότητες Ως εσωτερικά χαρακτηρίζονται τα ύδατα που βρίσκονται επί της χέρσου (τόσο στη ενδοχώρα όσο και στις παράκτιες περιοχές). Κατά κανόνα πρόκειται για γλυκά ύδατα που προέρχονται κυρίως από τις βροχοπτώσεις, καθώς και αλμυρά νερά (υπεραλμυρά ή υφάλμυρα), τα οποία είτε προέρχονται από τα θαλάσσια ύδατα που αραιώθηκαν με εισροές γλυκών υδάτων, είτε είναι γλυκά ύδατα που εμπλουτίστηκαν με άλατα (Κωτούλας, 21β). Τα εσωτερικά ύδατα διακρίνονται σε στάσιμα, σε ρέοντα (τρεχούμενα) και σε ταμιευμένα, καθώς και σε γλυκά, υφάλμυρα και αλμυρά. Τα στάσιμα ύδατα περιλαμβάνουν τις λίμνες, τα έλη, και τις παροδικά ή μόνιμα κατακλιζόμενες εκτάσεις. Τα ρέοντα περιλαμβάνουν τους ποταμούς και τους χείμαρρους. Στα ταμιευμένα ύδατα ανήκουν οι πηγές και τα υπόγεια ύδατα (Κωτούλας, 21β). Ως υδάτινος πόρος χαρακτηρίζεται ο όγκος ύδατος που είναι διαθέσιμος ή μπορεί να διατεθεί προς χρήση σε επαρκή ποσότητα, κατάλληλη ποιότητα, και διάρκεια για την ικανοποίηση συγκεκριμένης ζήτησης. Οι υδάτινοι πόροι είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται ή να αποτελούν στρατηγικό απόθεμα για το μέλλον (Κωτούλας, 21β). Σύμφωνα με την υδρολογία τα υδάτινα ρεύματα διακρίνονται σε μεγάλους ποταμούς, σε χειμαρροπόταμους και σε χειμάρρους. Πολλές φορές εμφανίζονται και ενδιάμεσες καταστάσεις (Κωτούλας, 21β). Ο σχηματισμός των υδάτινων ρευμάτων ακολουθεί την εξής πορεία. Από τα κατακρημνίσματα ό,τι δεν διεισδύει 33
στο εσωτερικό της γης και δεν εξατμίζεται προς την ατμόσφαιρα, μετά την πλήρωση των επιφανειακών κοιλοτήτων, ρέει ακολουθώντας την κατεύθυνση της μέγιστης κλίσης, σχηματίζοντας την επιφανειακή απορροή. Η συγκέντρωση των υδάτων της έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία των υδάτινων ναμάτων τα οποία εν συνεχεία σχηματίζουν τις υδάτοφλέβες. Ακολουθώντας την ίδια πορεία, οι υδατοφλέβες συνενώνονται σχηματίζοντας τα ρυάκια, τους ρύακες και τέλος τα μεγαλύτερα υδάτινα ρεύματα (Κωτούλας, 21β). Το σύνολο των διαφόρων φυσικών αγωγών, που διαυλακώνουν και αποστραγγίζουν μια περιοχή, καλείται υδρογραφικό δίκτυο. Οι ποταμοί ρέουν κατά κανόνα σε ευρείες κοιλάδες, έχουν μεγάλη λεκάνη απορροής (μεγαλύτερη από 15Km 2 ~ 2Km 2 ) πλατιά κοίτη, μεγάλη παροχή με σχετικά σταθερή δίαιτα, μικρή κλίση πυθμένα και δημιουργούν παρατεταμένες πλημμύρες. Στη λεκάνη τους κυριαρχούν τα τμήματα με ημιπεδινή, λοφώδη και ημιορεινή διαμόρφωση. Χειμαρρικά καλούνται τα ρεύματα με έκταση λεκάνης απορροής (River Basin) έως 15Km 2 ~ 2Km 2, με κύρια χαρακτηριστικά την μεταφορά σημαντικής ποσότητας φερτών υλικών και την ιδιαίτερα ανώμαλη δίαιτα νερού. Ως μικρά δε χειμαρρικά ρεύματα χαρακτηρίζονται εκείνα με έκταση λεκάνης έως 3 Km 2 (Κωτούλας, 21β). Κάθε χειμαρρικό ρεύμα διαθέτει ένα χώρο δράσης, στον οποίο εξελίσσονται τα φαινόμενα της απορροής των υδάτων καθώς και της παραγωγής, διακίνησης και απόθεσης των φερτών υλικών (στερεομεταφορά). Ο χώρος της χειμαρρικής δράσης των μικρών ρευμάτων χωρίζεται σε δύο τμήματα, στην ορεινή λεκάνη απορροής και το ριπίδιο. Ως λεκάνη απορροής (Basin) ή συλλεκτήρια ή υδρολογική λεκάνη, προσδιορίζεται η επιφάνεια της χέρσου που τροφοδοτεί ένα χειμαρρικό ρεύμα με νερά και φερτά υλικά. Η περίμετρος της καθορίζεται από τη γραμμή του υδροκρίτη που τη περιβάλλει. Η λεκάνη απορροής μπορεί να διακριθεί ως εξής: Γενική ή συνολική λεκάνη απορροής, η οποία είναι η επιφάνεια τροφοδοσίας, που αναφέρεται μέχρι το κάτω άκρο (εκβολή σε μεγαλύτερο αποδέκτη) του ρεύματος, Την ορεινή λεκάνη απορροής (mountain basin), η οποία είναι η επιφάνεια της γενικής λεκάνης απορροής που καταλαμβάνει το ορεινό μέρος του χειμαρρικού ρεύματος (μέχρι την κοίτη εκκένωσης). 34
Το ριπίδιο αποτελεί την πεδινή έκταση την οποία επηρεάζει το χειμαρρικό ρεύμα και διαμορφώνεται με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με το μέγεθος αυτού. Το ριπίδιο αποτελείται από τα εξής τμήματα (Κωτούλας, 21): Τον κώνο πρόσχωσης ή απόθεσης, την κοίτη εκβολής και το δέλτα. Στα μικρά χειμαρρικά ρεύματα των λοφωδών και ημιορεινών περιοχών το ριπίδιο αποτελείται από την κοίτη αναμετακίνησης. Η κοίτη εκβολής είναι το τμήμα της πεδινής ή ημιπεδινής κοίτης του χειμαρρικού ρεύματος από το πέρας του κώνου πρόσχωσης ή της κοίτης απόθεσης μέχρι το μεγαλύτερο αποδέκτη. Τα ύδατα τα οποία παροχετεύει είναι σχετικά καθαρά με μικρή ποσότητα λεπτόκοκκων αιωροϋλικών, ενώ μερικές φορές περιέχονται και ανδρομερέστερα υλικά που προέρχονται από τοπικά χειμαρρικά φαινόμενα. Το δέλτα αποτελεί τις ορατές προσχώσεις των χειμαρρικών ρευμάτων και των ποταμών εντός λιμνών ή της θάλασσας. Δημιουργείται από την απόθεση λεπτόκοκκων υλικών. Η κοίτη εκβολής και το δέλτα αποτελούν χαρακτηριστικές περιοχές με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, σ ότι αφορά την αποσύνθεση και μετακίνηση φερτών υλικών, την βιοποικιλότητα και την προσέλκυση ψαριών και καρκινοειδών σε νεαρό στάδιο. Παρουσιάζουν επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρουν λόγω του μεταβατικού χαρακτήρα και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ θαλάσσιου και γλυκού νερού (Μεταβατικά ύδατα). Οι ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τα χειμαρρικά ρεύματα, δηλαδή η απόσπαση φερτών υλών από την ορεινή λεκάνη απορροής και η μεταφορά και απόθεση αυτών στη πεδινή λεκάνη καθώς και η ανώμαλη δίαιτα του νερού έχουν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη των χειμαρρικών φαινομένων. Τα φαινόμενα αυτά είναι τα εξής: οι διαβρώσεις, αποσαθρώσεις, γεωκατακρημνίσεις και γεωλισθήσεις (Erosion, disintegration, landslides), οι αιφνίδιες πλημμυρικές παροχές οι ελάχιστες παροχές ή και πλήρης έλλειψη ροής κατά τους θερμούς μήνες. 35
Η εμφάνιση των χειμαρρικών φαινομένων οφείλεται στη συνδυασμένη δράση τεσσάρων βασικών παραγόντων του φυσικού περιβάλλοντος. Οι τέσσερις αυτοί παράγοντες, οι οποίοι διαμορφώνουν το χειμαρρικό περιβάλλον, είναι, το κλίμα, το γεωλογικό υπόθεμα, το ανάγλυφο και τη βλάστηση (Στεφανίδης, 24). Από τους παραπάνω παράγοντες χειμαρρικότητας, εκείνος που αποτελεί και τον κύριο παράγοντα δράσης, είναι το κλίμα. Η συχνότητα, η ένταση και η διάρκεια των βροχοπτώσεων και των χιονοπτώσεων καθώς και η πορεία και το εύρος των θερμοκρασιών που επικρατούν στο χώρο αποτελούν τον επιθετικό παράγοντα, ο οποίος δρα επάνω στο γεωλογικό υπόθεμα. Αυτό αποτελεί τον αδρανή παράγοντα πάνω στον οποίο εκδηλώνεται ο φορέας ενέργειας (το κλίμα). Η σύσταση του γεωλογικού υποθέματος προσδιορίζει και τον βαθμό της ευπάθειας του, στις κλιματολογικές συνθήκες. Ανάλογα με αυτόν και κυρίως ανάλογα με την ευπάθεια στα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα, ο Κωτούλας, προχώρησε στην ταξινόμηση των γνωστών πετρωμάτων σε ευρύτερους χειμαρρικούς πετρολογικούς σχηματισμούς. Οι σχηματισμοί αυτοί όπως διαμορφώθηκαν είναι οι εξής (Κωτούλας, 21β, Στεφανίδης, 24): Ο προσχωσιγενής (Α) Περιλαμβάνει τα προσχωσιγενή καλλιεργούμενα εδάφη πεδινών ή ημιπεδινών περιοχών Ο νεογενής (S) Περιλαμβάνει άμμους, άργιλους, κροκαλοπαγή, ψαμμίτες κλπ. Ο σχιστολιθικός (G) Περιλαμβάνει σχιστόλιθους Ο κρυσταλλοπυριγενής (M) Περιλαμβάνει γρανίτες, γνεύσιους, αμφιβολίτες, βασάλτες, διορίτες, σερπεντίνες κλπ. Ο ασβεστολιθικός (K) Περιλαμβάνει τους ασβεστόλιθους, τα μάρμαρα, τους δολομίτες και κερατόλιθους. Ο φλυσχικός (F) Περιλαμβάνει τον πετρολογικό σχηματισμό του φλύσχη. 36
Το ανάγλυφο αποτελεί έναν ρυθμιστικό παράγοντα, καθότι καθορίζει την ένταση με την οποία εκδηλώνονται τα χειμαρρικά φαινόμενα. Η ύπαρξη ισχυρών κλίσεων προκαλεί ταχεία συσσώρευση των υδάτων και επομένως αυξημένη ταχύτητα ροής, μεγαλύτερη παροχή καθώς και μεγαλύτερη συρτική ικανότητα. Αντίθετα ήπιες κλίσεις της λεκάνης οδηγούν σε βραδύτερη κίνηση των υδάτων χωρίς να παρουσιάζονται τα παραπάνω φαινόμενα. Τέλος το είδος, το ποσοστό και η ποιότητα της βλάστησης και συγκεκριμένα της δασοκάλυψης παίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση των χειμαρρικών φαινομένων καθότι δρα ως προστατευτικός μανδύας. Ο μανδύας αυτός με τα ζώντα φυτά, όσο και με τα νεκρά υπολείμματα (ρίζες, φύλλα, κτλ.) με τα οποία εφοδιάζει συνεχώς το έδαφος, ασκεί μια πολύ ευεργετική επίδραση στην απορρόφηση και διήθηση του νερού στο έδαφος καθώς και στον περιορισμό της επιφανειακής απορροής. Αποτέλεσμα αυτής της ευεργετικής δράσης της βλάστησης είναι η μείωση της έκτασης και η άμβλυνση της έντασης (σε ορισμένες περιπτώσεις έως και η πλήρης εξαφάνιση) των χειμαρρικών φαινομένων. Ο συνδυασμός των παραγόντων αυτών, δημιουργεί διαφορετικούς τύπους χειμαρρικού περιβάλλοντος. Ο κάθε τύπος ανάλογα με τον βαθμό συμμετοχής των διαφορετικών παραγόντων εμφανίζει διαφορετικά χειμαρρικά φαινομένα. Η πλήρης απουσία του παράγοντα βλάστηση, έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της δυνατής χειμαρρικότητας. Πρόκειται δηλαδή για εκείνη την κατάσταση, κατά την οποία, αναπτύσσεται στο χειμαρρικό χώρο και ιδίως στην ορεινή λεκάνη απορροής το μέγιστο δυνατό των χειμαρρικών φαινομένων, σε είδος, ένταση, έκταση και συνδυασμό (Στεφανίδης, 24). 3.3.3 Μεταφορά φερτών υλών και υποβάθμιση του ορεινού χώρου Τα υλικά τα οποία αποσπώνται από την ορεινή λεκάνη απορροής προκαλώντας έτσι την απογύμνωση της (υποβάθμιση), μεταφέρονται διαμέσου των κοιτών των χειμαρρικών ρευμάτων προς τα κατάντη. Η κίνηση αυτή ονομάζεται μεταφορά φερτών υλών (Κωτούλας, 21β). Η απόσπαση και μεταφορά των υλικών από τα απορρέοντα ύδατα στις ορεινές λεκάνες των ρευμάτων οφείλεται στο ότι η συρτική δύναμη του νερού, είναι μεγαλύτερη από την αντίσταση του γεωυποθέματος των λεκανών και των ρείθρων των κοιτών. Η μεταφορά των υλών διακρίνεται στην: 37
Ατομική μεταφορά, όπου τα υλικά κινούνται με τρόπο ανεξάρτητο μεταξύ τους και Στην κατά μάζες ή μαζική μεταφορά, όπου τα υλικά κινούνται ομαδικά, ως πολτώδης μάζα (Στεφανίδης, 24). Η ατομική μεταφορά διακρίνεται περαιτέρω στην: Παραπυθμένια μεταφορά ή στερεομεταφορά, κατά την οποία τα υλικά μέσα στην κοίτη κινούνται επί ή παρά τον πυθμένα των κοιτών και Στην αιωρομεταφορά, όπου τα υλικά μεταφέρονται με αιώρηση μέσα στο νερό. Με την κάθοδο του νερού στις χαμηλότερες περιοχές των ρευμάτων οι κλίσεις των κοιτών μειώνονται, οι δε διατομές τους διευρύνονται, ώστε τελικά η ροή των υδάτων να επιβραδύνεται και επομένως να περιορίζεται η συρτική τους δύναμη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απόθεση των μεταφερόμενων υλικών στις πεδινές περιοχές ή στις εκβολές αυτών σε λίμνες ή στη θάλασσα. Ο συνολικός όγκος των αποθέσεων ενός ρεύματος εκφράζει τη γενική διάβρωση στην ορεινή λεκάνη απορροής και κατ επέκταση τη χειμαρρικότητα του (Κωτούλας, 21β). Υποβάθμιση ορεινής λεκάνης ή μιας επιφάνειας ορίζεται το ιδεατό, ισόπαχο, συμπαγές γεώστρωμα, που λόγω της γενικής διάβρωσης αποσπάται προς τα κατάντη. Κανονική ή γεωλογική διάβρωση είναι η διηνεκής γεωλογική εξεργασία των εξάρσεων της Γης, όταν αυτές βρίσκονται υπό αδιατάρακτο φυσικό περιβάλλον, δηλαδή όταν το έδαφος και η φυσική βλάστηση δεν έχουν υποστεί ανθρωπογενείς επεμβάσεις, καταστροφές ή αλλοιώσεις. Η γεωλογική διάβρωση έχει πολύ βραδύ ρυθμό, ιδίως σε περιοχές που καλύπτονται από καλής ποιότητας φυτομανδύα. Σε περίπτωση που το φυσικό περιβάλλον έχει υποστεί έντονες αλλοιώσεις και ανθρωπογενείς επεμβάσεις τότε παρουσιάζεται η ακανόνιστη ή επιταχυνόμενη διάβρωση (Κωτούλας, 21β). Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η ύπαρξη καλής ποιότητας φυτομανδύα (δάση) αποτρέπει τα εκτατικά χειμαρρικά φαινόμενα όπως την επιφανειακή διάβρωση, αυλακωτή διάβρωση, μικρή χαραδρωτική, κτλ. Τα εντατικά φαινόμενα όμως δεν είναι δυνατό να αποτραπούν (χαραδρωτική, φαραγγωτή και πρανική διάβρωση). Γίνεται επομένως φανερό ότι χείμαρροι των ορεινών περιοχών, των οποίων οι λεκάνες απορροής υφίστανται την προστατευτική επίδραση της 38
βλάστησης (δάσους), μπορεί να εμφανίζουν βλαπτικά εντατικά χειμαρρικά φαινόμενα. Ο προσδιορισμός του μεγέθους της υποβάθμισης στις ορεινές λεκάνες παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, διότι με βάση αυτόν καθορίζεται το σύστημα επέμβασης για την διευθέτηση των ρευμάτων. Ο Kronfellner Kraus (1975) επισήμανε ότι η ετήσια υποβάθμιση στις λεκάνες των διαφόρων ποταμών, είναι γενικά μικρή σε σύγκριση με εκείνη στις λεκάνες των χειμάρρων (Kronfellner Kraus κατά Κωτούλα, 1983). Γενικά αποδείχτηκε, ότι όσο μικρότερη είναι η επιφάνεια της ορεινής λεκάνης, τόσο εντονότερα εμφανίζονται τα χειμαρρικά φαινόμενα και, κατά συνέπεια, τόσο ισχυρότερη είναι η υποβάθμιση της. 3.3.4 Συνέπειες της υποβάθμισης των λεκανών απορροής και της μεταφοράς φερτών υλών Οι συνέπειες της υποβάθμισης των λεκανών απορροής γίνονται αντιληπτές τόσο στην ορεινή περιοχή όσο και στην πεδινή. Στην ορεινή περιοχή η απορροή του ύδατος οδηγεί στην απόπλυση και υποβάθμιση των εδαφών, έτσι ώστε αυτά να αγονοποιούνται και να αποκαλύπτεται το υπεδάφιο πέτρωμα. Στην πεδινή περιοχή τα φερτά υλικά αποτίθενται ακολουθώντας τον νόμο της διαλογής. Αποτέλεσμα αυτής της απόθεσης είναι να προσχώνονται και υπερυψώνονται οι κοίτες των φυσικών ρευμάτων, με συνέπεια να μειώνεται η παροχετευτική ικανότητα τους. Επίσης προσχώνουν και επομένως αχρηστεύουν τους τεχνητούς ταμιευτήρες, προκαλούν σημαντικές καταστροφές σε κατοικημένες και καλλιεργούμενες περιοχές, καταστρέφουν έργα υποδομής, όπως για παράδειγμα οδούς, σιδηροδρομικές γραμμές, γέφυρες, μετατοπίζουν τις κοίτες των μεγαλύτερων αποδεκτών τους, ενώ τέλος προσχώνουν και ρυπαίνουν παραθαλάσσιες περιοχές, μετατοπίζοντας πολλές φορές το δέλτα τους σε βάθος εντός της θαλάσσιας περιοχής. 3.3.5 Μεταφορά φερτών υλών και υποβάθμιση στον ελλαδικό χώρο Η Ελλάδα έχει έκταση 131.957 Km 2. Τα υψόμετρα της κυμαίνονται από 2918 m, με υψηλότερη κορυφή τον Μυτικα (όρος Όλυμπος). 39
Το μεγαλύτερο ποσοστό της χώρας (~ 65 %) αποτελείται από λόφους και όρη, ενώ οι πραγματικά πεδινές περιοχές (< 2 m) περιορίζονται περίπου στο 35 % (Στεφανίδης, 24). Οι γεωλογικοί σχηματισμοί από τους οποίους συγκροτείται το γεωυπόθεμα της είναι ιδιαίτερα ευπαθείς στη διάβρωση, με αποτέλεσμα την παραγωγή σημαντικών ποσοτήτων φερτών υλών. Το γεγονός αυτό ευνοεί την έντονη χειμαρρική δράση. Πιο διαδεδομένοι γεωλογικοί σχηματισμοί είναι ο νεογενής και ο ασβεστολιθικός, που χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη ευπάθεια στα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα. Σύμφωνα με μελέτη του Κωτούλα (1984), τα ποσοστά των πετρολογικών σχηματισμών στην Ελλάδα έχουν ως εξής: Πίνακας 2: Πετρολογικοί σχηματισμοί και ποσοστά έκτασης στην Ελλάδα (Κωτούλας, 1984) Πετρολογικοί Σχηματισμοί Ποσοστά έκτασης (%) Νεογενής (S) 24 Ασβεστολιθικός (Κ) 19,5 Σχιστολιθικός (G) 18,35 Προσχωσιγενής (Α) 15,87 Κρυσταλλοπυριγενής (Μ) 12,58 Φλυσχικός (F) 8,48 Διάφορα 1,22 Το κλίμα είναι μεσογειακό. Ο οριζόντιος και κατακόρυφος διαμελισμός της χώρας από τις μεγάλες οροσειρές δημιουργεί έντονες διαφορές στο κλίμα της χώρας. Οι βροχοπτώσεις είναι ανομοιόμορφα κατανεμημένες τόσο γεωγραφικά όσο και εποχικά, γεγονός που δημιουργεί προβλήματα πλημμυρών αλλά και λειψυδρίας. Ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες παρατηρείται μείωση των βροχοπτώσεων γεγονός που οδηγεί στην εμφάνιση μιας σχετικά παρατεταμένης ξηροθερμικής περιόδου. Αποτέλεσμα αυτής της περιόδου είναι να μειώνεται δραστικά έως του μηδενισμού της, η επιφανειακή απορροή (χειμαρρικά ρεύματα ξηριάδες ). Αντίθετα, κατά το φθινόπωρο, οι βροχοπτώσεις ισχυρής ραγδαιότητας δημιουργούν φαινόμενα πλημμυρών και μεταφοράς στερεών υλών, τα οποία έχουν προκαλέσει επανειλημμένα σημαντικά προβλήματα υλικών ζημιών καθώς επίσης και τον θάνατο ανθρώπων. 4
Όσον αφορά την βλάστηση, ο ελλαδικός χώρος, βρίσκεται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό του κάτω από τα δασόορια. Το ποσοστό δάσωσης είναι περίπου ~18%, γεγονός που σε συνδυασμό με την κακή κατάσταση και δομή του, δεν μπορεί να ασκήσει πλήρη υδρολογική και προστατευτική επίδραση. Συνέπεια των παραπάνω παραγόντων είναι η εμφάνιση και δράση πολλών μεγάλων και καταστρεπτικών χειμάρρων. Μελέτες, στον ελλαδικό χώρο, για την ετήσια υποβάθμιση έχουν γίνει από τον Μαργαρόπουλο (1963), Κωτούλα κ.α.. Μελέτη του Κωτούλα (198) στο χώρο της Μακεδονίας απέδειξε ότι τα υδάτινα ρεύματα που περιλαμβάνονται στο υδρογραφικό δίκτυο της πεδιάδας και του κόλπου της Θεσσαλονίκης, με συνολική επιφάνεια λεκανών απορροής 11.218Km 2 (πλην του ποταμού Αξιού, του οποίου η λεκάνη απορροής βρίσκεται στη Γιουγκοσλαβία) δημιουργούν αποθέσεις στα πεδινά όσο και στα ορεινά τους, το σύνολο των οποίων φθάνει τα 9.585. m 3 /έτος και συνεπώς αντιστοιχεί σε 863m 3 /Km 2 /έτος. Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι η Ελλάδα παρουσιάζει έντονο χειμαρρικό χαρακτήρα με κύρια χαρακτηριστικά την έντονη στερεοπαραγωγή και υποβάθμιση των ορεινών λεκανών απορροής της, γεγονός που δημιουργεί συχνά σοβαρά προβλήματα. 3.3.6 Υπόγεια ύδατα Σύμφωνα με τον υδρολογικό κύκλο, από την ποσότητα του νερού που φθάνει στην επιφάνεια της Γης κατά τη διάρκεια των βροχοπτώσεων, ένα μέρος διεισδύει στο έδαφος και διηθείται προς τα βαθύτερα στρώματά του. Όταν αυτό συναντήσει αδιαπέραστα στρώματα, συναθροίζεται και σχηματίζει τα υπόγεια ύδατα (Κωτούλας, 1998). Συνεπώς η κίνηση του νερού στο εσωτερικό του στερεού φλοιού της Γης εξαρτάται από τη διαπερατότητα (υδατοπερατότητα) του γεωλογικού υποθέματος. Υδατοπερατότητα είναι η ιδιότητα των πετρωμάτων που χαρακτηρίζεται από την ευκολία με την οποία εισχωρεί και κινείται το νερό μέσα στους πόρους και γενικά στους κενούς χώρους των πετρωμάτων. Η ιδιότητα αυτή των πετρωμάτων εξαρτάται από το πορώδες και μάλιστα από το ενεργό πορώδες, δηλαδή από το σύνολο των πόρων που έχουν διάμετρο μεγαλύτερη του 1χλ. Σε πόρους με 41
μικρότερη διάμετρο, το νερό συγκρατείται μέσα σ αυτούς και δεν κυκλοφορεί στο πέτρωμα (Φυτρολάκης, 1985). Ως υπόγεια υδροφόρα στρώματα ή υπόγειοι υδροφορείς ή ορίζοντες χαρακτηρίζονται τα γεωλογικά υποθέματα, που έχουν αρκετή διαπερατότητα, δηλαδή σημαντικό ενεργό πορώδες, ώστε να επιτρέπουν τη διέλευση του νερού σε επαρκή ποσότητα, την αποθήκευση και τη διάθεσή του για χρήση. Το κάτω όριο των υπόγειων υδροφόρων στρωμάτων συνίσταται κατά κανόνα από υλικά με διαπερατότητα τόσο μικρή, σε σχέση με εκείνη του υδροστρώματος, ώστε να θεωρείται από πρακτική άποψη αδιαπέραστο ή πολύ λίγο δαπερατό. Τέτοια αδιαπέραστα όρια σε διαπερατούς υπόγειους υδροφορείς, χαρακτηρίζονται ως υπόγειοι υδροσυσσωρευτές (Κωτούλας, 21β). Η διείσδυση του νερού των επιφανειακών υδάτων στο γεωλογικό υπόθεμα εξαρτάται από την κατάσταση και την κάλυψη της επιφανείας του. Σε εδάφη καλυμμένα με βλάστηση, το επιφανειακό στρώμα έχει κατά κανόνα καλή διαπερατότητα. Επίσης η παρουσία της βλάστησης επιβραδύνει σημαντικά την επιφανειακή απορροή και έτσι αυξάνει τη δυνατότητα διείσδυσης του νερού στο υπόθεμα. Αντίθετα, οι γυμνές από βλάστηση επιφάνειες ευνοούν την αύξηση της επιφανειακής απορροής και συνεπώς της διάβρωσης. 3.3.7 Λίμνες Πολλές φορές σε βυθίσματα της επιφάνειας της Γης συσσωρεύεται υδάτινη μάζα. Η μάζα αυτή μπορεί να είναι γλυκού, υφάλμυρου ή αλμυρού νερού και μπορεί να συνδέεται άμεσα ή έμμεσα, υπόγεια ή επίγεια και με άλλους υδάτινους χώρους και αποδέκτες. Μια τέτοια κοιλότητα που καλύπτεται από ύδατα, χαρακτηρίζεται ως λίμνη, όταν ο πυθμένας της (ή μέρος αυτού) δεν είναι εμφανής για μακρό χρονικό διάστημα. Η ελεύθερη επιφάνεια των λιμνών δεν είναι σταθερή αλλά υπόκειται συχνά σε μεταβολές. Αυτές εξαρτώνται από την έκταση και την χωρητικότητα της λίμνης και από τις παροχές των υδάτων που εισρέουν σε αυτήν ή εκρέουν από αυτήν. Οι λίμνες μπορεί να είναι φυσικές, αλλά και τεχνητές. Οι τεχνητές λίμνες ιδρύονται με την κατασκευή φραγμάτων σε κατάλληλες θέσεις, έτσι ώστε να είναι δυνατή η ταμίευση του ύδατος. Αποσκοπούν στην εξασφάλιση ύδατος για διάφορους λόγους όπως για αρδευτικούς, υδρευτικούς, υδροηλεκτρικούς, βιομηχανικούς σκοπούς καθώς και για αναψυχή (Πολλαπλοί σκοποί). 42
3.3.8 Πλημμύρα και πλημμυρογένεση Ως πλημμύρα εννοείται η ανύψωση της στάθμης του νερού, δηλαδή η αύξηση της παροχής ενός ρεύματος και η έξοδος των υδάτων από την κοίτη του (Κωτούλας, 1993). Πλημμυρογένεση είναι η δημιουργία πλημμυρών. Η πλημμυρογένεση αποτελεί ενα φυσικό γεγονός το οποίο βεβαιώνεται από τους αρχάιους χρόνους. Οι πλημμύρες και οι καταστροφές που αυτές δημιουργούν είναι γνώρισμα κυρίως των πεδινών διαδρομών καθώς επίσης και των εκβολών των ρευμάτων. Επιπλέον, σε υποβαθμισμένο φυσικό περιβάλλον με μειωμένη και κακής ποιότητας φυτοκάλυψης και ιδίως δάσους, σχηματίζονται ιδιαίτερα αυξημένες πλημμυρικές απορροές τόσο σε διάρκεια όσο και σε ένταση. Τα εδάφη διαβρώνονται εντονότερα από τα απορρέοντα νερά με αποτέλεσμα τη μεταφορά άφθονων ποσοτήτων υλικών. Στις πεδινές περιοχές, λόγω μείωσης της φυσικής κλίσης των κοιτών, μειώνεται η ταχύτητα των πλημμυρικών νερών και επομένως μειώνεται η συρτική ικανότητα τους. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η απόθεση των μεταφερόμενων υλικών και η σταδιακή πρόσχωση των κοιτών, γεγονός που οδηγεί σε μείωση της παροχετευτικότητας τους. Η πλημμυρογένεση μπορεί επίσης να οφείλεται και σε ανθρώπινες επεμβάσεις ή δραστηριότητες. 3.3.9 Ταξινόμηση χειμαρρικών ρευμάτων Η προσπάθεια για δημιουργία ενός, κατά το δυνατόν, κοινού τρόπου αντιμετώπισης των χειμαρρικών προβλημάτων και εν γένει της ζημιογόνας δράσης των χειμαρρικών ρευμάτων, οδήγησε τους επιστήμονες από πολύ παλιά σε κατάταξη αυτών σε διάφορες κατηγορίες, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά που λαμβάνονταν υπόψη κάθε φορά. Το 1826 ο Τυρολέζος Duile, ο οποίος αποτέλεσε και τον θεμελιωτή του τεχνικού ορεινού υδρονομικού συστήματος, στο σύγγραμμα του Über die Verbauung der Wildbäche in Gebirgsländern προχώρησε σε ταξινόμηση των χειμάρρων ως εξής (Duile κατά Κωτούλα, 1969): 43
Χείμαρροι με συνεχή ροή καθ όλη τη διάρκεια του έτους και τροφοδοτούμενοι από πηγαία ύδατα, ύδατα από την τήξη του χιονιού και παγετώνες, χείμαρροι που δρουν κατά την διάρκεια του θέρου, ενώ τον χειμώνα στερεύουν, χείμαρροι με περιορισμένη δράση, η δράση των οποίων εξαρτάται από τυχαία γεγονότα έντονης μορφής (ραγδαίες βροχοπτώσεις, καταιγίδες, κτλ). Το 1842 ο Γάλλος Surell, θεμελιωτής του δασοτεχνικού συστήματος διευθέτησης των χειμάρρων και βραβευθείς από την Γαλλική Ακαδημία των επιστημών για την μελέτη του Étude sur les torrents des Hautes Alpes, Paris διέκρινε τους χείμαρρους των Γαλλικών Άλπεων σε (Surel κατά Κωτούλα, 1969): χείμαρρους που ρέουν από έναν αυχένα σε αυτοτελή κοιλάδα, χείμαρρους που ρέουν από την κορυφή όρους ακολουθώντας τον άξονα της μέγιστης κλίσης, χείμαρρους που ρέουν από την κορυφογραμμή όρους και κατάντη, πάνω στις κλιτείς του. Το 1857 ο Scipion Gras διέκρινε τους χείμαρρους σε μικρούς, μέσους και μεγάλους, ανάλογα με το είδος και το μέγεθος της λεκάνης απορροής τους (Scipion Gras κατά Κωτούλα, 1969). Το 1874 Ο Costa de Bastelina στο σύγγραμμα του Les torrents, leurs lois et leurs effets, Paris ταξινόμησε τους χείμαρρους σε απλούς και σύνθετους, ανάλογα με τον αριθμό των κοιτών από τις οποίες αυτοί αποτελούνται (Costa de Bastelina κατά Κωτούλα, 1969). Ο Γάλλος Démonzéy, γενικός επιθεωρητής Δασών, (1878, 1895) προχώρησε σε κατάταξη των χειμάρρων ανάλογα με την προέλευση των μεταφερόμενων υλικών, σε δύο τάξεις (Démonzéy κατά Κωτούλα, 1969): Α τάξη: Χείμαρροι διαβρώσεως (torrents à affouillements), οι οποίοι μεταφέρουν στερεά υλικά προερχόμενα εκ της διαβρώσεως της κοίτης. Β τάξη: Χείμαρροι που μεταφέρουν υλικό προερχόμενο κυρίως από αποσαθρώσεις αλλά και από διαβρώσεις (torrents à casses). Χείμαρροι παγετώνων (torrents glaciaires) 44
Ο Seckendorf, το 1884 επιχείρησε να διαχωρίσει τους χείμαρρους εκείνους οι οποίοι ρέουν επί σταθερών, βραχωδών κοιτών και πρανών, εμφανίζουν συχνά καταρράκτες και δεν μεταφέρουν συχνά φερτά υλικά (Giessbäche) (Seckendorf κατά Κωτούλα, 1969). Το 1886 ο Salzer προχώρησε σε ταξινόμηση των χειμάρρων ως εξής (Salzer κατά Κωτούλα, 1969): Χείμαρροι των υψηλών όρεων (Wildbäche des Hochgebirges). Αυτοί χαρακτηρίζονται από μικρό μήκος, αλλά με ιδιαίτερα ισχυρές κλίσεις κοίτης και πολύ ισχυρές στερεοπαροχές. Η περιοχή παραγωγής των στερεών υλικών διαχωρίζεται σαφώς από την περιοχή απόθεσης (κώνο πρόσχωσης) τους, ενώ εμφανίζουν καλώς διαμορφωμένη κοίτη εκκένωσης. Τα στερεά υλικά μεταφέρονται συχνά υπό μορφή λάβας (Muhrgang). Οι χείμαρροι αυτοί διακρίνονται περαιτέρω σε: Χείμαρρους διαβρώσεως, των οποίων η στερεομεταφορά οφείλεται στην κατά μήκος υποσκαφή της κοίτης και των πρανών αυτής, χείμαρρους αποσαθρώσεως, των οποίων η στερεομεταφορά οφείλεται στη προοδευτική παράσυρση των προϊόντων της αποσάθρωσης, χείμαρρους παγετώνων, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από διαρκή υδατοπαροχή. Χείμαρροι των ορεινών και λοφωδών περιοχών (Wildbäche der Bergund Hügelländer bzw. des Mittelgebierges). Οι χείμαρροι αυτοί χαρακτηρίζονται από μικρότερο μήκος κοίτης καθώς και ηπιότερες κλίσεις. Η περιοχή παραγωγής φερτών υλικών δεν διαχωρίζεται σαφώς από εκείνη της απόθεσης ενώ πολλές φορές δεν διαμορφώνεται σαφής κοίτη εκκένωσης. Ο κώνος απόθεσης αντικαθίσταται, σε πολλές περιπτώσεις, από την κοίτη αναμετακίνησης, δηλαδή από ένα μεγάλου μήκους τμήματος της κοίτης όπου ο χείμαρρος ρέει εντός των αποθέσεων του, σχηματίζοντας μαιάνδρους (Geschiebeumlagerungsstrecke). Οι χείμαρροι αυτοί εμφανίζουν σχετικά σταθερή υδατοπαροχή, ενώ σχηματίζονται έντονες αιχμές μετά από πλημμύρες. Στο ανώτερο τμήμα της λεκάνης απορροής και μόνο, εμφανίζονται έντονες διαβρωσιγενείς, ολισθηγενείς και ρηξιγενείς 45
επιφάνειες, ενώ στο κατώτερο τμήμα αυτής, κυριαρχούν οι πρανικές διαβρώσεις. Ο Ελβετός καθηγητής Landolt, το 1887, κατέταξε τους χείμαρρους κατά τρόπο ανάλογο του Salzer. Συγκεκριμένα τους ταξινόμησε ως εξής (Landolt κατά Κωτούλα, 1969): Χείμαρροι των υψηλών ορέων (Wildbäche des Hochgebirges), χείμαρροι των λοφωδών περιοχών (Wildbäche des Hügelländes), χείμαρροι των πεδινών περιοχών ((Wildbäche der Ebene). Ο Schindler, το 1889, ταξινόμησε τους χείμαρρους σε (Schindler κατά Κωτούλα, 1969): Κυρίως χείμαρρους με μεγάλη και σταθερή υδατοπαροχή, μικρότερους χείμαρρους, με ιδιαίτερα ισχυρές κλίσεις, οι οποίοι δρουν κατά την διάρκεια ισχυρών φαινομένων (καταιγίδες, χαλάζι, κτλ), χαράδρες μικρής κλίσης με μεγάλο πλάτος κατά διαστήματα, με κοίτη πλήρη σε αρκετό βάθος από ίλυ και στερεά υλικά. Ο Kuss, το 19, ξεχώρισε από τους χείμαρρους εκείνους που προέρχονται από παγετώνες και τους κατατάσσει σε δύο κατηγορίες, τους απλούς και τους σύνθετους (Kuss κατά Κωτούλα, 1969). Το 191 ο Αυστριακός καθηγητής Wang δέχεται ως σημαντικές τις ταξινομήσεις των Démonzéy, Suda και Salzer, διότι μόνο αυτοί λαμβάνουν υπόψη στην ταξινόμηση τους τα κύρια χαρακτηριστικά των χειμάρρων (Wang κατά Κωτούλα, 1969). Ο Γάλλος Καθηγητής Bernard το 1921, αποδέχθηκε τη ταξινόμηση του Démonzéy και συγχρόνως την συμπλήρωσε προσθέτοντας τον χαρακτηρισμό του πετρώματος, της λεκάνης απορροής του χειμάρρου, σαν βασικό χαρακτηριστικό (π.χ. χείμαρρος διαβρώσεως γνεύσιου) (Bernard κατά Κωτούλα, 1974). Ο Ιταλός De Horatiis, στο σύγγραμμα του Institutioni di Idronomia Montana, το 193, διέκρινε τους χείμαρρους ως εξής(de Horatiis κατά Κωτούλα, 1969): Χείμαρροι που υποσκάπτουν ή διαβρώνουν (torrenti di scavo), χείμαρροι που μεταφέρουν (torrenti di transporto) και χείμαρροι μικτοί (torrenti misti). 46
Δέχθηκε πάντως ότι δεν είναι δυνατή σαφής διάκριση μεταξύ των ομάδων αυτών, καθ ότι είναι δυνατή η μεταβολή του χαρακτήρα ενός χειμάρρου, με μεταβολή της δραστηριότητας του. Ιδιάζουσα θέση έχει η ταξινόμηση του αυστριακού καθηγητή Stiny, το 1931, στο έργο του Die geologischen Grundlagen der Verbauung der Geschiebeherde, όπου ο συγγραφέας θεμελίωσε την ορεινή υδρονομική επί γεωλογικών βάσεων. Έτσι διέκρινε τους χείμαρρους, με βάση τη γεωλογική προέλευση των στερεών υλικών, που αυτοί μεταφέρουν, ως εξής (Stiny κατά Κωτούλα, 1969): Χείμαρροι παλαιών αποθέσεων (Altschuttwildbäche), οι οποίοι μεταφέρουν υλικά τα οποία είναι παλαιότερα από τον χρόνο έναρξης δράσης του χείμαρρου, Χείμαρροι των νεώτερων αποθέσεων (Jungschuttwildbäche), οι οποίοι μεταφέρουν υλικά τα οποία προέρχονται κυρίως από αποσάθρωση και επομένως είναι νεώτερα από την έναρξη δράσης του χείμαρρου. Τέτοιοι χείμαρροι απαντώνται κυρίως στα υψηλά όροι και Χείμαρροι μικτοί (gemischte Wildbäche). Οι αυστριακοί Härtel και Winter, το 1934, δέχθηκαν ότι ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν εκείνες οι ταξινομήσεις οι οποίες λαμβάνουν υπόψη την προέλευση των στερεών υλικών τα οποία μεταφέρουν, όπως των Démonzéy, Suda, Salzer και Stiny (Härtel και Winter κατά Κωτούλα, 1969). Επίσης ο αυστριακός Strele (1934, 195) δέχθηκε ότι ως ιδιαίτερου ενδιαφέροντος τις ταξινομήσεις των Démonzéy και Salzer. Πρότεινε την περαιτέρω διάκριση των χειμάρρων σε απλούς, σύνθετους και χειμαρρώδεις ποταμούς. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι διάφορες χαράδρες οι οποίες δεν απαντώνται στη φύση αυτοτελώς, αλλά ως δευτερεύουσας τάξης ρεύματα (Strele κατά Κωτούλα, 1974). Πιο πρόσφατα, το 1962, ο ισπανός Najera, στο σύγγραμμα του Principios de hidraulica torrencial, όπου προσπάθησε να θεμελιώσει την θεωρία της ορεινής υδρονομικής επί νεώτερες επιστημονικές βάσεις, στηριζόμενες σε γνώσεις άλλων συγγενών επιστημονικών κλάδων, κατέταξε τους χειμάρρους της Ισπανίας κατ αναλογία προς την διάκριση Salzer και Landolt, σε χειμάρρους των υψηλών ορέων (κυρίως των Πυρηναίων) και σε χειμάρρους των λοφωδών και ημιορεινών 47
περιοχών (κυρίως κατά μήκος των ακτών της Μεσογείου) (Najera κατά Κωτούλα, 1974). Το 1964, ο Weber παραδέχθηκε ως πιο επιτυχημένη την ταξινόμηση των Salzer και Stiny (Weber κατά Κωτούλα, 1969). Ο Μαργαρόπουλος (1964), προχώρησε στην ταξινόμηση των χειμάρρων (για τον Ευρωπαϊκό χώρο), με βάση τον προσδιορισμό όλων των παραγόντων, οι οποίοι καθορίζουν το δυναμικό της διάβρωσης (potentialité d érosion) ή τη δυνατότητα διαβρώσεως διαβρωσιμότητα (pouvoir érodant) μιας λεκάνης απορροής. Την ταξινόμηση αυτή υιοθέτησε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δασών (FAO) (Μαργαρόπουλος κατά Κωτούλα, 1969). Συγκεκριμένα διακρίνονται τρεις κατηγορίες παραγόντων, οι οποίες έχουν ως εξής: Γενικοί παράγοντες (facteurs généraux): Οικολογικός ή γενικός κλιματικός παράγοντας, γεωλογικός παράγοντας, φυτογεωγραφικός παράγοντας. Ειδικοί παράγοντες (facteurs spécifiques): Παράγοντες δριμύτητος του τοπικού κλίματος της λεκάνης (Κ) (agressivité du climat), τοπογραφικός παράγοντας (Τ), παράγοντες δασοκάλυψης ή χρησιμοποίησης του εδάφους (V), λιθολογικός παράγοντας (L). Παράγοντες αποτελεσματικής επίδρασης (facteurs d action résultant): Υδατοπαροχή (D), παράγοντας τρόπου ενέργειας της δυνάμεως διάβρωσης (Α). Κάθε παράγοντας λαμβάνει τιμές οι οποίες εκτιμώνται πάντα με εμπειρικό τρόπο. Οι παράγοντες αυτοί, με μορφή συμβόλων, τοποθετούνται στο παρακάτω κλάσμα: PT = K T V L D A όπου PT το χειμαρρικό δυναμικό 48
Από την παράθεση της σχετικής βιβλιογραφίας σχετικά με τις ταξινομήσεις των χειμάρρων, προκύπτει ότι, με εξαίρεση της τελευταίας ταξινόμησης του FAO, οι άλλες παρουσιάζουν μειονεκτήματα. Αυτά εστιάζονται στο γεγονός ότι δεν λαμβάνουν υπ όψη όλους τους βασικούς παράγοντες χειμαρρικότητας. Επίσης το γεγονός ότι οι ταξινομήσεις αυτές βασίστηκαν σε χειμαρρικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή των Άλπεων, οδηγεί ευλόγως στο συμπέρασμα ότι μπορούν να εφαρμοσθούν ορθώς σε χώρες με χείμαρρους αλπικού τύπου, ενώ για χώρες με διαφορετικά χειμαρρικά περιβάλλοντα δύναται να οδηγήσουν σε σοβαρά λάθη, αν δεν γίνει νωρίτερα σχετικός έλεγχος της δυνατότητας εφαρμογής τους και επομένως προσαρμογή τους (Κωτούλας, 1969). Παρ όλα αυτά δύναται ενίοτε να θεωρηθούν ως μερικώς ικανοποιητικές και να εφαρμοσθούν στην πράξη, όταν βοηθούν στον καθορισμό ενός συστήματος διευθέτησης (Κωτούλας, 1969). Η περιγραφική ταξινόμηση του FAO, αποσκοπεί στο να καταστεί δυνατή η ταξινόμηση των χειμάρρων εντός του ευρωπαϊκού χώρου. Κατ αυτή επιτυγχάνεται μια αναλυτική περιγραφή ενός μεγάλου αριθμού παραγόντων και συνεπώς μια λεπτομερής ανάλυση της εξέλιξης του χειμαρρικού φαινομένου. Η ποσοτική όμως εκτίμηση του βαθμού επίδρασης των εκάστοτε παραγόντων γίνεται κατά τρόπο αυθαίρετο, ενώ η μαθηματική έκφραση του χειμαρρικού δυναμικού ως αντιστρόφου ανάλογου με τον παράγοντα υδατοπαροχής και δύναμης διαβρώσεως δεν ευσταθεί πλήρως (Κωτούλας, 1969). Ο Κωτούλας, με βάση τη θεωρία για τα χειμαρρικά ρεύματα την οποία ανέπτυξε, εισήγαγε την έννοια του χειμαρρικού τύπου και προχώρησε στην ταξινόμηση των ρευμάτων (Κωτούλας, 21). Σύμφωνα λοιπόν με την θεωρία αυτή, το χειμαρρικό περιβάλλον των λεκανών απορροής των ρευμάτων, προσδιορίζεται από τον συνδυασμό των τριών βασικών παραγόντων χειμαρρικότητας, κλίμα, ανάγλυφο και γεωλογικό υπόθεμα. Κάθε χειμαρρικό περιβάλλον το οποίο δρα σε ορεινή λεκάνη απορροής, στην οποία δεν υπάρχει βλάστηση (δάσος), προκαλεί, την ανάπτυξη συγκεκριμένων χειμαρρικών φαινομένων σε είδος, μορφή, ένταση και έκταση, δημιουργώντας ορισμένη χειμαρρικότητα. Εάν στην ορεινή λεκάνη υφίσταται προστατευτικός φυτομανδύας και ιδίως δάσος, τότε επέρχεται μείωση της έκτασης και άμβλυνση της έντασης εώς και πλήρης εξαφάνιση των χειμαρρικών φαινομένων. Με βάση το παραπάνω σκεπτικό, δυνατή χειμαρρικότητα ορίζεται εκείνη η χειμαρρική κατάσταση, κατά την 49
οποία αναπτύσσεται στο χειμαρρικό χώρο και ιδίως στην ορεινή λεκάνη απορροής το μέγιστο δυνατό των χειμαρρικών φαινομένων σε είδος, ένταση, έκταση και συνδυασμό. Ανάλογα με τη δυνατή χειμαρρικότητα, τα χειμαρρικά ρεύματα ταξινομούνται σε χειμαρρικούς τύπους. Ως δυνατός χειμαρρικός τύπος, χαρακτηρίζεται κάθε σύνολο χειμαρρικών ρευμάτων και ιδίως ορεινών λεκανών απορροής με την αυτή δυνατή χειμαρρικότητα, η οποία περιγράφεται από την εμφάνιση συγκεκριμένων χειμαρρικών φαινομένων σε είδος, ένταση, έκταση και συνδυασμό. Ο δυνατός χειμαρρικός τύπος προσδιορίζεται δηλαδή, από τα χειμαρρικά φαινόμενα που μπορούν να εμφανισθούν χωρίς την παρουσία φυσικού φυτομανδύα. Συνεπώς, σε περίπτωση ύπαρξης βλάστησης στη λεκάνη απορροής, ο χειμαρρικός τύπος θεωρείται, ότι από άποψη χειμαρρικότητας βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση. Τα χειμαρρικά περιβάλλοντα, ανάλογα με το γεωλογικό υπόθεμα των ορεινών λεκανών απορροής, διακρίνονται σε αμιγή, όταν ολόκληρη η λεκάνη απορροής αποτελείται από τον ίδιο πετρολογικό σχηματισμό και σε μικτά, όταν η λεκάνη απορροής αποτελείται από περισσότερους από ένα πετρολογικούς σχηματισμούς (με ποσοστό συμμετοχής > 1-15%) (Κωτούλας, 21). Επίσης τα χειμαρρικά περιβάλλοντα ταξινομούνται ανάλογα με το υπερθαλάσσιο ύψος (μέγιστο χειμαρρικό υψόμετρο) των λεκανών απορροής στις εξής κατηγορίες (Σχ. 8), (Κωτούλας, 21): Χειμαρρική ζώνη Ι. < 1μ, πλήρης επίδραση του δάσους Χειμαρρική ζώνη ΙΙ. 1μ 2μ, με μερική επίδραση του δάσους Χειμαρρική ζώνη ΙΙΙ. 2μ 3μ, των αλπικών περιοχών Χειμαρρική ζώνη IV. > 3μ, ζώνη του αιώνιου χιονιού. Ο χειμαρρικός τύπος κάθε λεκάνης είναι το αποτέλεσμα του συνδυασμού όλων των παραπάνω παραγόντων. Για παράδειγμα λεκάνες με χειμαρρικό τύπο G Ι είναι λεκάνες αμιγείς ως προς το γεωλογικό τους υπόθεμα και ανήκουν στο χειμαρρικό χωροδιάστημα Ι. Λεκάνες με χειμαρρικό τύπο G,K II, είναι λεκάνες μικτές και ανήκουν στο χειμαρρικό χωροδιάστημα ΙΙ. Για την ταξινόμηση στα χειμαρρικά χωροδιαστήματα λαμβάνεται υπόψη το μέγιστο χειμαρρικό υψόμετρο το οποίο είναι εκείνο πάνω από το οποίο περιλαμβάνεται έκταση ίση με το 3 5% (σε οριζόντια προβολή) του συνολικού εμβαδού της λεκάνης απορροής. 5
Το 1982 ο αυστριακός Aulitzky ταξινόμησε τους κώνους πρόσχωσης των χειμαρρικών ρευμάτων. Η ταξινόμηση του αναφέρεται κυρίως στην επικινδυνότητα των χειμαρρικών ρευμάτων της Αυστρίας (Aulitzky, 1982). Το 1983 η Διεύθυνση Αναδασώσεων και Ορεινής Υδρονομίας, του Υπουργείου Γεωργίας προχώρησε σε χαρτογράφηση των λεκανών απορροής του ελλαδικού χώρου και την σύνταξη ενός μητρώου χειμάρρων (Στεφανίδης, 1993). Το 199 ο Στεφανίδης στα πλαίσια διδακτορικής διατριβής, παρουσίασε την Μορφομετρική και Υδρογραφική Συγκρότηση των χειμαρρικών τύπων στο χώρο της Β. Ελλάδας, χρησιμοποιώντας την ταξινόμηση του Κωτούλα. Σχήμα 8 : Ταξινόμηση χειμαρρικών περιβάλλοντων ανάλογα με το υπερθαλάσσιο ύψος (Κωτούλας, 21) Ο Εμμανολούδης (199), στα πλαίσια διδακτορικής διατριβής, προχώρησε σε ταξινόμηση των αποθετικών σχηματισμών σε κατηγορίες, με βάση τη μορφολογική οντότητα των σχηματισμών καθώς επίσης και με βάση τη θέση των σχηματισμών ως προς την κοίτη εκκένωσης του ρεύματος (Εμμανολούδης Δ., 199). 51
3.3.1 Μέτρα καταπολέμησης της λειψυδρίας και αύξησης των υδατικών πόρων Μερικά από τα μέτρα τα οποία έχουν κατά διαστήματα εφαρμοστεί για την καταπολέμηση της λειψυδρίας και την αύξηση των υδατικών πόρων είναι (Κωτούλας, 1992): Οι ρυθμίσεις στην κατανάλωση νερού, με σκοπό τον έλεγχο της κατανάλωσης σε αστικές και γεωργικές περιοχές. Τα μέτρα αυτά, τα οποία εφαρμόσθηκαν κατά διαστήματα από τις αρμόδιες αρχές, στην Ελλάδα, απάλυναν εν μέρει το πρόβλημα λειψυδρίας, αλλά δεν το έλυσαν. Ο εντοπισμός και η αξιοποίηση των υπόγειων υδροφορέων. Η αναζήτηση και άντληση νερού από υπόγειους υδροφορείς, είναι μια τεχνική η οποία εφαρμόζεται ευρέως στην Ελλάδα. Πολλές φορές όμως γίνεται παράνομα, χωρίς τις σχετικές άδειες από τις αρμόδιες αρχές, ενώ ακόμη και σε νόμιμες περιπτώσεις, η μεγάλη ζήτηση σε νερό έχει οδηγήσει σε υπεράντληση του υπόγειου νερού, με καταστροφικά αποτελέσματα για τα υδροφόρα στρώματα. Η ίδρυση ταμιευτήρων νερού. Οι ταμιευτήρες νερού, είναι φράγματα μικρά ή μεγάλα, που αποσκοπούν στην αποθήκευση νερού, με ελεύθερη στάθμη. Τα μέτρα αυτά έχουν εφαρμοστεί κατά διαστήματα στην Ελλάδα. Η πράξη όμως απέδειξε ότι δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας. Η παραγωγή νερού στον ορεινό χώρο, ο οποίος διαθέτει περίσσεια βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων, αποτελεί μια μέθοδο που μπορεί να βοηθήσει σημαντικά, σε συνδυασμό με τα παραπάνω μέτρα, στην επίλυση του προβλήματος. Το σύστημα που πρέπει να εφαρμοστεί, είναι: ο χειρισμός των ορεινών λεκανών απορροής, ο χειρισμός των κοιτών των υδατορευμάτων και ο χειρισμός των κώνων πρόσχωσης. Το παραπάνω σύστημα, το οποίο αποτελεί το σύστημα που έχει αναπτυχθεί από το Εργαστήριο Διευθέτησης Ορεινών Υδάτων του Α.Π.Θ., μπορεί και πρέπει να εφαρμοστεί σε οποιοδήποτε υδατόρευμα. Τα πλεονεκτήματα που διαθέτει παράλληλα με την παραγωγή νερού, είναι και η παροχή αντιπλημμυρικής προστασίας την περιοχή στην οποία εφαρμόζεται, ο εμπλουτισμός των υπόγειων 52
υδροφορέων και η προστασία της περιοχής από φερτά υλικά, τα οποία δύναται να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα. 53
54
4. ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 4.1 Γενικά Η διεξαγωγή της συγκεκριμένης έρευνας χωρίστηκε σε δύο στάδια φάσεις, λόγω της ιδιαιτερότητας του νομικού κειμένου της Οδηγίας Πλαισίου (2/6/ΕΚ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πρώτη φάση περιελάμβανε την μελέτη του χειμαρρικού περιβάλλοντος του Πηνειού Ποταμού. Μελετήθηκαν τα βασικά χαρακτηριστικά της περιοχής έρευνας και προσδιορίστηκαν οι βασικοί παράγοντες χειμαρρικότητας. Η πρώτη φάση διαιρέθηκε επιπλέον σε δύο στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο ολοκληρώθηκε η εργασία γραφείου (χαρτογραφήσεις, αναλύσεις των χαρακτηριστικών) ενώ το δεύτερο στάδιο περιελάμβανε μεταβάσεις στην περιοχή έρευνας. Η δεύτερη φάση η οποία ήταν και η πιο επίπονη περιελάμβανε την ανάλυση της Οδηγίας Πλαισίου (2/6/ΕΚ) καθώς και την αντιπαράθεση των επιταγών και των διατάξεων αυτής με τις συνθήκες που χαρακτηρίζουν τον ελληνικό χώρο και συγκεκριμένα τους υδάτινους πόρους. Η δεύτερη φάση, διαιρέθηκε επίσης σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο περιελάμβανε την ανάλυση της οδηγίας (εργασία γραφείου), ενώ κατά το δεύτερο στάδιο πραγματοποιήθηκαν μεταβάσεις τόσο στις Βρυξέλλες, όσο και στην Αθήνα, όπου και υλοποιήθηκαν συναντήσεις με πρόσωπα αρμόδια για την σύνταξη και την εναρμόνιση και εφαρμογή της Οδηγίας Πλαισίου. 4.2 Φάση Πρώτη 4.2.1 1 ο Στάδιο - Προσδιορισμός των βασικών παραγόντων χειμαρρικότητας Οι παράγοντες που παίζουν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της χειμαρρικότητας μιας περιοχής είναι το κλίμα, το ανάγλυφο, η βλάστηση και το γεωλογικό υπόθεμα. Η μελέτη των τεσσάρων αυτών παραγόντων, ακολουθεί μια συγκεκριμένη διαδικασία, η οποία ακολουθήθηκε και στην συγκεκριμένη μελέτη. Αρχικά συγκεντρώθηκαν οι απαραίτητοι τοπογραφικοί χάρτες της Γ.Υ.Σ. (κλίμακας 1:1.), οι χάρτες βλάστησης της Γενικής Διεύθυνσης Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος (κλίμακας 1:5.), καθώς και οι χάρτες της Διευθύνσεως Δασών των σχετικών Νομών (κλίμακας 1:2.). Επίσης για την 55
ολοκλήρωση της μελέτης της βλάστησης και της χρήσεως γης στην περιοχή έρευνας χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το πρόγραμμα CORINE (Coordination of INformation on the Environment) το οποίο αποτελεί μια προσπάθεια καταγραφής και χαρτογράφησης των χρήσεων γης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για την χαρτογράφηση και ταξινόμηση των εδαφών στην περιοχή έρευνας, χρησιμοποιήθηκαν χάρτες του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (κλίμακας 1:5.). Η εργασία γραφείου περιελάμβανε την ψηφιοποίηση των παραπάνω χαρτών και την επεξεργασία των δεδομένων με Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (GIS). Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό ArcGis 9 της εταιρείας ESRI. Τα στοιχεία που ψηφιοποιήθηκαν και τα οποία είναι απαραίτητα σε μελέτες χειμαρρικού περιβάλλοντος μιας περιοχής ήταν: Το υδρογραφικό δίκτυο (κεντρική κοίτη και συμβάλλοντες), οι ισοϋψείς καμπύλες (ισοδιάσταση 2m), χειμαρρικοί πετρολογικοί σχηματισμοί και ζώνες χρήσεως γης. Εν συνεχεία έγινε χάραξη του υδροκρίτη της λεκάνης του Πηνειού, ενώ για μεγαλύτερη ευελιξία προχωρήσαμε σε διαχωρισμό της περιοχής στις βασικές υπολεκάνες, με βάση τους μεγαλύτερους συμβάλλοντες του Πηνειού. Οι υπολεκάνες κωδικοποιήθηκαν. Ακολούθως έγινε ο προσδιορισμός των υδρογραφικών και μορφομετρικών δεδομένων, καθώς και των κλιματικών, των γεωλογικών και των βλαστητικών (χρήσεις γης) στοιχείων. 4.2.1.1 Γεωλογικά στοιχεία Η μελέτη των χειμαρρικών φαινομένων απαιτεί την ταξινόμηση των πετρωμάτων της περιοχής μελέτης σε χειμαρρικούς πετρολογικούς σχηματισμούς (Ταξινόμηση κατά Κωτούλα, 21), ανάλογα με τα χειμαρρικά φαινόμενα που εμφανίζονται. Με την βοήθεια των χαρτών του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (1:5.) έγινε η χαρτογράφηση και η ταξινόμηση των πετρωμάτων στους πετρολογικούς σχηματισμούς. 56
4.2.1.2 Κλιματικά στοιχεία Οι μετεωρολογικοί παράγοντες που ενδιαφέρουν στην περίπτωση της μελέτης των χειμαρρικών φαινομένων είναι το ύψος βροχής και η θερμοκρασία του αέρα. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιούνται το ετήσιο ύψος βροχής καθώς και το μέσο ετήσιο ύψος βροχής που δέχεται κάθε ορεινή λεκάνη απορροής, η μέση μηνιαία και ετήσια θερμοκρασία του αέρα. Από την συλλογή των μετεωρολογικών δεδομένων και την επεξεργασία τους προκύπτουν τα ομβρικά ή ομβροθερμικά διαγράμματα τα οποία μας παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με την διακύμανση της θερμοκρασίας, την μηνιαία και ετήσια κατανομή των κατακρημνισμάτων καθώς και τις ξηροθερμικές περιόδους. Για την μελέτη των κλιματικών στοιχείων, συγκεντρώθηκαν τα δεδομένα από τους μετεωρολογικούς σταθμούς που λειτουργούν στην περιοχή έρευνας. Στη χώρα μας πολλοί Οργανισμοί και Υπουργεία έχουν δημιουργήσει ανεξάρτητα βροχομετρικά δίκτυα για διαφορετικές χρήσεις. Το έτος 1987, η Διεύθυνση Υδατικού Δυναμικού και Φυσικών Πόρων του Υπουργείου Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας (Υ.Β.Ε.Τ.) εξέδωσε το Μητρώο Μετεωρολογικών Βροχομετρικών Σταθμών Ελλάδος. Στο μητρώο αυτό εκτός των άλλων πληροφοριών, δίνεται και ο αριθμός των σταθμών που διαθέτει κάθε Οργανισμός ή Υπουργείο. Συγκεκριμένα, στον ελληνικό χώρο είχαν εγκατασταθεί συνολικά 123 σταθμοί από τους οποίους λειτουργούν περισσότεροι από 1. Οι περισσότεροι από τους σταθμούς αυτούς είναι βροχομετρικοί, ενώ οι υπόλοιποι είναι μετεωρολογικοί. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις η ασυντόνιστη εγκατάσταση των σταθμών είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχουν περιοχές της χώρας που υπάρχει συσσώρευση μετεωρολογικών σταθμών, ενώ άλλες περιοχές να είναι σχεδόν ακάλυπτες. Επίσης σε πολλές περιπτώσεις η αξιοπιστία των συλλεγόμενων δεδομένων δεν είναι δεδομένη ενώ αλλού παρατηρείται έλλειψη δεδομένων για μεγάλες χρονικές περιόδους. 4.2.1.3 Βλαστητικά στοιχεία (χρήσεις γης) Η γνώση της βλάστησης μιας περιοχής και των χρήσεων γης είναι πολύ σημαντική κατά την μελέτη του χειμαρρικού περιβάλλοντος αυτής. 57
Το είδος και το ποσοστό της φυτοκάλυψης παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για την χειμαρρικότητα, ενώ σε συνδυασμό με την μελέτη του γεωλογικού υποθέματος χρήσιμα συμπεράσματα δύναται να εξαχθούν για την ύπαρξη εστιών παραγωγής φερτών υλικών. Για την μελέτη της φυτοκάλυψης χρησιμοποιήθηκαν χάρτες της Διεύθυνσης Δασών καθώς και δεδομένα από το Corine, ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα διερεύνησης της φυτοκάλυψης το οποίο στηρίζεται σε δορυφορικά δεδομένα (Landsat MMS, pixel resolution 25m). Η ολοκλήρωση της εργασίας γραφείου έγινε με την ταξινόμηση των κυριότερων χειμαρρικών ρευμάτων του Πηνειού, σε χειμαρρικούς τύπους (σύμφωνα με την κατάταξη του καθηγητή Κωτούλα, 21α), προσδιορισμό της χειμαρρικότητας της περιοχής, ενώ τέλος έγινε και προσδιορισμός των μέγιστων αναμενόμενων υδατοπαροχών και στερεοπαροχών εμπειρικών και αναλυτικών τύπων. με την βοήθεια των 4.2.2 2 ο Στάδιο Το δεύτερο στάδιο περιελάμβανε μετάβαση στην περιοχή έρευνας και παρακολούθηση και λήψη παρατηρήσεων, σχετικών με την ευρύτερη περιοχή. Παράλληλα έγινε επαλήθευση των δεδομένων που ανακτήθηκαν κατά την εργασία του πρώτου σταδίου στο γραφείο. Επιπλέον έγινε μια πρόχειρη καταγραφή έργων που έχουν εκτελεστεί κατά το παρελθόν στην περιοχή έρευνας και λήφθηκαν φωτογραφίες από την ευρύτερη περιοχή. 4.3 Φάση Δεύτερη 4.3.1 1 ο Στάδιο Ανάλυση της Οδηγίας Πλαισίου (2/6/ΕΚ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης Η δεύτερη φάση η οποία ήταν και η πιο επίπονη περιελάμβανε την ανάλυση της Οδηγίας Πλαισίου (2/6/ΕΚ) καθώς και την αντιπαράθεση των επιταγών και των διατάξεων αυτής με τις συνθήκες που χαρακτηρίζουν τον ελληνικό χώρο και συγκεκριμένα τους υδάτινους πόρους. Η ιδιαιτερότητα της φάσης αυτής έγκειται στο γεγονός ότι η Οδηγία Πλαίσιο αποτελεί ένα κείμενο γενικό, το οποίο καλύπτει ένα ευρύ φάσμα όσον αφορά τους υδατικούς πόρους. Επιπλέον πρόκειται για ένα κείμενο νομικό, το οποίο ως στόχο 58
έχει την μετατροπή του σε εθνική νομοθεσία από τα κράτη μέλη της ευρωπαϊκής ένωσης. Η πολυπλοκότητα του κειμένου αυτού οδήγησε τους υπεύθυνους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (DG Environment) να προχωρήσουν στην συγκρότηση ομάδων εργασίας που στόχο θα έχουν την συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς στα κράτη μέλη για την επίλυση τυχών προβλημάτων που θα προέκυπταν. Το γεγονός ότι το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής είναι χρονικά μεγάλο κάνει ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη ύπαρξης των ομάδων εργασίας καθώς και την στενή συνεργασία των αρμόδιων φορέων των κρατών μελών μεταξύ τους. Μια επίσης σημαντική ιδιαιτερότητα της Οδηγίας Πλαίσιο είναι η μη ύπαρξη βιβλιογραφίας. Πρόκειται για ένα καινοτόμο τρόπο προσέγγισης ενός ιδιαιτέρως σημαντικού προβλήματος, το οποίο όμως δεν αντιμετωπίστηκε με ικανοποιητικό τρόπο μέχρι τώρα. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί την έλλειψη πλούσιας βιβλιογραφίας την παρούσα χρονική στιγμή, πλην των κειμένων που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Ένωση. 4.3.2 2 ο Στάδιο Επικοινωνία, Συναντήσεις Η δεύτερη φάση ολοκληρώθηκε, με την μετάβαση στις Βρυξέλλες, και επικοινωνία με αρμόδιους για την Οδηγία Πλαίσιο. Επίσης ακολούθησε επικοινωνία μέσω αλληλογραφίας με αρμόδιους στη χώρα μας, για την πιλοτική εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο στην Ελλάδα. 59
6
5. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 5.1 Η οδηγία 2/6/ΕΚ για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων Η οδηγία 2/6/ΕΚ (για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων) αποτελεί μια θεμελιώδη μεταρρύθμιση της νομοθεσίας για το νερό, η οποία έχει ως στόχο την εφαρμογή ενός προγράμματος ολοκληρωμένης διαχείρισης των λεκανών απορροής τόσο στα κράτη μέλη όσο και στα υποψήφια κράτη μέλη. Αποτελείται από 26 άρθρα και 11 παραρτήματα μέσα από τα οποία περιγράφονται οι στόχοι, τα όργανα και οι υποχρεώσεις των κρατών μελών της Ε.Ε.. Στην παρακάτω παράγραφο γίνεται μια περίληψη των άρθρων και των κυριοτέρων παραρτημάτων της Οδηγίας Πλαίσιο. 5.1.1 Σύνοψη των άρθρων και των κυριότερων παραρτημάτων της Οδηγίας Πλαίσιο Άρθρο 1: Σύμφωνα με το Άρθρο 1, σκοποί της οδηγίας είναι: η προστασία και η αποτροπή της επιδείνωσης των υδάτινων οικοσυστημάτων, η προώθηση της βιώσιμης χρήσης του νερού, η προστασία των υδάτινων συστημάτων από ουσίες προτεραιότητας, η διασφάλιση της μείωσης της ρύπανσης, η συμβολή στην αποτροπή φαινομένων που μπορούν να οδηγήσουν στην επιδείνωση των υδάτινων συστημάτων (πλημμύρες, ξηρασίες, κτλ). Άρθρο 2: Στο Άρθρο 2 παρατίθενται η ορολογία που χρησιμοποιείται στην οδηγία. Άρθρο 3: Στο Άρθρο 3 περιγράφονται οι διοικητικές ρυθμίσεις και οι μηχανισμοί οι οποίοι πρέπει να τεθούν σε λειτουργία από τα κράτη μέλη, ώστε να διασφαλισθεί η ορθή 61
εφαρμογή της οδηγίας με κοινό τρόπο και επομένως να εξασφαλισθεί η επίτευξη των στόχων και των σκοπών της. Άρθρο 4: Το άρθρο 4 θέτει τους περιβαλλοντικούς στόχους για τα επίγεια και υπόγεια ύδατα, καθώς επίσης και των ιδιαιτέρως τροποποιημένων υδατικών συστημάτων (heavily modified waters). Επίσης παρέχει το πλαίσιο για τον προσδιορισμό των βασικών ζητημάτων διαχείρισης. Οι βασικότεροι περιβαλλοντικοί στόχοι είναι: Η αποτροπή της υποβάθμισης της κατάστασης των νερών στα κράτη μέλη της ευρωπαϊκής ένωσης (επιφανειακά, υπόγεια, κτλ), η εξασφάλιση της επίτευξης και η διατήρηση «καλής κατάστασης» όλων των υδάτων μέχρι το 215. η προοδευτική μείωση της ρύπανσης από ουσίες προτεραιότητας. Η οδηγία αποτελεί ένα πλαίσιο το οποίο διασφαλίζει μια κοινή προσέγγιση καθώς και κοινούς στόχους, αρχές, προσδιορισμούς και βασικά μέτρα. Τα μέτρα και οι δράσεις που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων, είναι υποχρέωση και ευθύνη των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών. Άρθρο 5: Το Άρθρο 5 προϋποθέτει την ανάλυση των χαρακτηριστικών κάθε περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού καθώς και την επισκόπηση των επιπτώσεων των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων τόσο των επιφανειακών όσο και των υπόγειων υδάτων. Η ανάλυση των χαρακτηριστικών κάθε περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού γίνεται σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ και ΙΙΙ. Τέλος το Άρθρο 5 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προχωρήσουν σε οικονομική ανάλυση της χρήσης νερού σε κάθε υδατικό διαμέρισμα. Άρθρο 6: Το Άρθρο 6 απαιτεί την σύνταξη καταλόγου με τις προστατευόμενες περιοχές εντός κάθε υδατικού διαμερίσματος. Πρόκειται για ένα βοηθητικό βήμα για τον χαρακτηρισμό των υδατικών περιφερειών κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δοθεί 62
ιδιαίτερη σημασία και προσοχή στις περιοχές εκείνες που είναι αρκετά ευαίσθητες στις ανθρώπινες δραστηριότητες (παράρτημα IV). Άρθρο 7: Στο Άρθρο 7 γίνεται περιγραφή των προδιαγραφών των υδατικών συστημάτων που θα χρησιμοποιηθούν ή χρησιμοποιούνται για την άντληση πόσιμου ύδατος καθώς επίσης και των υποχρεώσεων των κρατών μελών έτσι ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις της οδηγίας 8/778/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/83/ΕΚ. Επίσης τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίσουν την προστασία των υδατικών αυτών συστημάτων με στόχο την μείωση του επιπέδου επεξεργασίας καθαρισμού των υδάτων για την παραγωγή πόσιμου ύδατος. Άρθρο 8: Το Άρθρο 8 προβλέπει τη παρακολούθηση των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων καθώς και των προστατευόμενων περιοχών με κατάλληλα συστήματα παρακολούθησης. Τα συστήματα αυτά πρέπει να περιλαμβάνουν τρεις φάσεις παρακολούθησης: Την εποπτική (παρακολούθηση της πορείας των μέτρων) την επιχειρησιακή (στις περιπτώσεις όπου υπάρχει κίνδυνος να μην επιτευχθούν οι στόχοι που έχουν καθοριστεί, καθώς και για την αξιολόγηση των μεταβολών από τα μέτρα που έχουν τεθεί σε εφαρμογή) την διερευνητική (όταν υπάρχουν άγνωστες αιτίες που προκαλούν υπερβάσεις και είναι απίθανο να επιτευχθούν οι στόχοι για ένα υδατικό σύστημα, καθώς και για την εξακρίβωση του μεγέθους της ρύπανσης που οφείλεται σε ατυχήματα). Τα συστήματα παρακολούθησης πρέπει να είναι εφαρμόσιμα τόσο στα επιφανειακά όσο και στα υπόγεια ύδατα και πρέπει να τεθούν σε πλήρη λειτουργία μέχρι το 26 (Οδηγία 2/6/ΕΚ, Παράρτημα V). Άρθρο 9: Το Άρθρο 9 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβούν σε οικονομικές αναλύσεις της χρήσης ύδατος, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της ανάκτησης του κόστους των υπηρεσιών ύδατος καθώς και του κόστους για το περιβάλλον. Η βασική αρχή 63
σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη πρέπει να προχωρήσουν στις αναλύσεις αυτές, είναι η αρχή του «ο ρυπαίνων πληρώνει». Στο παράρτημα III αναλύονται οι υποχρεώσεις του κάθε κράτους μέλους. Σύμφωνα με αυτές, οι αναλύσεις πρέπει να περιλαμβάνουν λεπτομερή στοιχεία για την εφαρμογή της αρχής της ανάκτησης του κόστους των υπηρεσιών ύδατος (με μακροχρόνιες προβλέψεις για θέματα προσφοράς και ζήτησης στις αντίστοιχες υδατικές περιφέρειες) καθώς επίσης και να επιλέγεται ο αποτελεσματικότερος και πιο ανταποδοτικός (οικονομικά) συνδυασμός μέτρων για τις χρήσεις ύδατος. Άρθρο 1: Το Άρθρο 1 εξασφαλίζει ότι ο έλεγχος όλων των εκπομπών ρυπαντών και των απορρίψεων ουσιών από σημειακές ή διάχυτες πηγές στα επιφανειακά ύδατα, θα γίνεται με μια συνδυασμένη προσέγγιση η οποία θα βασίζεται στον έλεγχο των εκπομπών, της καθιέρωσης σχετικών οριακών τιμών εκπομπής καθώς και στον έλεγχο των επιπτώσεων. Άρθρο 11: Το Άρθρο 11 προβλέπει την θέσπιση και υλοποίηση προγράμματος μέτρων για κάθε λεκάνη απορροής ποταμού. Το πρόγραμμα αυτό θα αποτελείται από «βασικά» και «συμπληρωματικά» μέτρα με σκοπό την επίτευξη και την διατήρηση των στόχων της οδηγίας πλαισίου. Τα «βασικά» μέτρα είναι υποχρεωτικά και αποτελούν τις στοιχειώδεις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται για την επίτευξη της «Καλής Κατάστασης», ενώ περιλαμβάνουν τις απαιτήσεις 11 προϋπαρχόντων οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το νερό. Τα συμπληρωματικά μέτρα είναι αυτά τα οποία συμπληρώνουν τα βασικά ώστε να καταστεί εφικτή η επίτευξη και διατήρηση των στόχων της οδηγίας. Άρθρο 12: Το Άρθρο 12 ορίζει ότι θέματα ή ζητήματα τα οποία δεν μπορούν να επιλυθούν από το κράτος μέλος στο οποίο παρουσιάστηκαν, και τα οποία έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη διαχείριση των υδάτων καθώς και στην επίτευξη των στόχων της οδηγίας πλαισίου, τότε είναι δυνατή η συνδρομή της Επιτροπής ή οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, ώστε να καταστεί εφικτή η επίλυσή τους. 64
Άρθρο 13: Το Άρθρο 13 ορίζει ότι κάθε κράτος μέλος οφείλει να διασφαλίσει τη σύνταξη σχεδίου διαχείρισης λεκανών απορροής για κάθε υδατική περιφέρεια. Για περιπτώσεις λεκανών απορροής που βρίσκονται μεταξύ κρατών μελών, αυτά οφείλουν να συνεργαστούν με στόχο την σύνταξη ενός διεθνούς σχεδίου διαχείρισης. Εάν αυτό δεν είναι εφικτό, κάθε κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την σύνταξη σχεδίου διαχείρισης για το μέρος της λεκάνης απορροής που βρίσκεται εντός των συνόρων του. Το παράρτημα VII θέτει τις προϋποθέσεις που πρέπει να καλύπτει κάθε σχέδιο διαχείρισης λεκάνης απορροής. Το πρώτο Σχέδιο διαχείρισης λεκανών απορροής πρέπει να δημοσιευθεί το αργότερο μέχρι το 29 και να σταλεί στην Ευρωπαϊκή επιτροπή σε διάστημα τριών μηνών από την δημοσίευση του. Το πρόγραμμα μέτρων των σχεδίων διαχείρισης πρέπει να τεθεί σε πλήρη λειτουργία μέχρι το 212, οπότε και πρέπει να γίνει έγγραφη αναφορά απολογισμού της εφαρμογής της οδηγίας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τα σχέδια διαχείρισης των λεκανών απορροής πρέπει να αναθεωρηθούν ξανά το 215 και κάθε έξι χρόνια από την ημερομηνία αυτή και μετά. Άρθρο 14: Το Άρθρο 14 αναφέρεται σε θέματα που έχουν να κάνουν με την συμμετοχή του κοινού. Σύμφωνα με αυτό τα κράτη μέλη οφείλουν να ενθαρρύνουν την ενεργό συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων μερών. Επιπλέον είναι υποχρεωμένα να δημοσιεύουν και να θέτουν στην διάθεση του κοινού για μία περίοδο τουλάχιστον έξι μηνών: Χρονοδιάγραμμα και πρόγραμμα εργασιών για την εκπόνηση του σχεδίου διαχείρισης λεκανών απορροής (RBMP) τρία χρόνια πριν την εφαρμογή του σχεδίου (Μέχρι τον Δεκέμβριο 26 το αργότερο), προσωρινή περίληψη των βασικών ζητημάτων διαχείρισης νερού που εντοπίστηκαν στη λεκάνη απορροής τουλάχιστον 2 χρόνια πριν την εφαρμογή του σχεδίου διαχείρισης (Μέχρι τον Δεκέμβριο 27 το αργότερο), αντίγραφα των σχεδίων διαχείρισης λεκανών απορροής, τουλάχιστον ένα χρόνο πριν την έναρξη της εφαρμογής του σχεδίου διαχείρισης (Μέχρι τον Δεκέμβριο 28 το αργότερο). 65
Άρθρο 15: Το Άρθρο 15 ορίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλλουν αντίγραφα των σχεδίων διαχείρισης των υδατικών περιφερειών καθώς και συνοπτικές εκθέσεις σχετικά με αναλύσεις και προγράμματα παρακολούθησης καθώς και ενδιάμεσες εκθέσεις σχετικές με την πρόοδο που έχει σημειωθεί ως προς την εφαρμογή του προγράμματος μέτρων. Άρθρα 16 & 17: Τα Άρθρα 16 και 17 ορίζουν την στρατηγική που θα πρέπει να εφαρμόσουν τα κράτη μέλη κατά της ρύπανσης των επιφανειακών και των υπογείων υδάτων. Θεσπίζονται ειδικά μέτρα κατά της ρύπανσης ενώ προτείνεται ο καθορισμός καταλόγου με τις ουσίες προτεραιότητας. Ο κατάλογος των ουσιών προτεραιότητας θα επανεξετάζεται κάθε 4 χρόνια από την έναρξη ισχύς της οδηγίας. Άρθρο 18: Το Άρθρο 18 ορίζει ότι η Επιτροπή οφείλει να δημοσιεύει έκθεση σχετικά με την υλοποίηση της παρούσας οδηγίας 12 χρόνια μετά την έναρξη ισχύς της και κάθε 6 χρόνια από την ημερομηνία αυτή και μετά. Το άρθρο περιλαμβάνει επίσης τις λεπτομέρειες για τα στοιχεία τα οποία πρέπει να εμπεριέχει η έκθεση. Άρθρα 19 26: Τα Άρθρα 19 26 εμπεριέχουν στοιχεία που αφορούν μελλοντικές προοπτικές και τεχνικές προσαρμογές της οδηγίας, καταργήσεις και μεταβατικές διατάξεις, κυρώσεις, στοιχεία για την εναρμόνιση της οδηγίας με την εθνική νομοθεσία, την έναρξη ισχύος της οδηγίας καθώς και τους αποδέκτες αυτής. Παραρτήματα Η οδηγία 2/6/ΕΚ συμπληρώνεται από 11 παραρτήματα, τα οποία περιλαμβάνουν λεπτομέρειες και τεχνικές πληροφορίες για την εφαρμογή της οδηγίας. Τα σημαντικότερα εκ των 11 παραρτημάτων είναι το ΙΙ και το V στα οποία παρουσιάζεται η επιστημονική και η τεχνική βάση της οδηγίας. 66
Παράρτημα ΙΙ Τα συστήματα επιφανειακών υδάτων εντός της υδατικής περιφέρειας κατατάσσονται σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες: 1. Ποταμοί (Rivers), 2. λίμνες (Lakes), 3. μεταβατικά ύδατα (Transitional waters), 4. παράκτια ύδατα (Coastal waters), 5. τεχνητά συστήματα (Artificial water bodies), 6. ιδιαιτέρως τροποποιημένα συστήματα (Heavily modified water bodies). Για κάθε μια από τις παραπάνω κατηγορίες τα σχετικά συστήματα (της λεκάνης απορροής) διακρίνονται σε τύπους οι οποίοι ορίζονται είτε με το σύστημα Α, είτε με το σύστημα Β. Η επιλογή του συστήματος (Α ή Β) με βάση το οποίο τα κράτη μέλη θα ορίσουν τους τύπους των υδατικών συστημάτων ανήκει εξ ολοκλήρου στην αρμόδια αρχή του κάθε κράτους. Η διάκριση των τύπων γίνεται με βάση τις τιμές υποχρεωτικών και προαιρετικών περιγραφέων. Τα τεχνητά και τα ιδιαιτέρως τροποποιημένα συστήματα επιφανειακών υδάτων διαχωρίζονται σύμφωνα με τους περιγραφείς, ανάλογα με την κατηγορία επιφανειακών υδάτων προς την οποία μοιάζουν περισσότερο. Τέλος τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην επιτροπή χάρτη της γεωγραφικής θέσης των τύπων που αντιστοιχούν στο βαθμό διαχωρισμού βάσει του συστήματος Α. Εν συνεχεία καθορίζονται οι τυποχαρακτηριστικές συνθήκες αναφοράς για τους διάφορους τύπους συστημάτων επιφανειακών υδάτων, σύμφωνα με το παράρτημα V. Γίνεται ο προσδιορισμός των πιέσεων (ανθρωπογενών) και τέλος αξιολογείται η ευαισθησία των συστημάτων αυτών στις πιέσεις. Παράρτημα V Στο παράρτημα V ορίζονται, τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία θα γίνεται η αποτίμηση της οικολογικής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων και της ποσοτικής κατάστασης των υπογείων υδάτων, τα προγράμματα παρακολούθησης και οι διαδικασίες αναφοράς. 67
Στη συνέχεια ακολουθούν οι κανονιστικοί ορισμοί για την ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης για κάθε κατηγορία. Όσον αφορά την παρακολούθηση της ποσοτικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων, το παράρτημα V ορίζει την δημιουργία δικτύου παρακολούθησης της στάθμης τους, με επαρκή αντιπροσωπευτικά σημεία παρακολούθησης την συχνότητα της παρακολούθησης την ερμηνεία και παρουσίαση της ποσοτικής κατάστασης τους Οι παράμετροι που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της χημικής κατάστασης των υπογείων υδάτων είναι η αγωγιμότητα και οι συγκεντρώσεις των ρύπων. 5.2 Πρακτική λειτουργία της Οδηγίας Πλαίσιο 5.2.1 Η διαχείριση των λεκανών απορροής Η νέα προσέγγιση αναγνωρίζει ότι τα ύδατα στο φυσικό περιβάλλον σχετίζονται κατά κάποιο τρόπο με ποτάμια συστήματα. Όπως έχει ήδη αναφερθεί τα επιφανειακά ύδατα απορρέουν από τις υψηλότερες θέσεις της λεκάνης απορροής προς τις κεντρικές κοίτες των ρευμάτων και μέσω αυτών στον τελικό αποδέκτη που συνήθως είναι η θάλασσα. Τα υπόγεια ύδατα συνήθως σχετίζονται με τα επιφανειακά όρια των ποτάμιων συστημάτων επηρεάζοντας την βασική απορροή τους. Μολονότι τα όρια των υδροφόρων ορίζοντων σε πολλές περιπτώσεις δεν συνταυτίζονται με τα όρια των επιφανειακών λεκανών απορροής των ποταμών, είναι εύλογο να ενταχθούν στις πλησιέστερες ή σε αυτές με τις οποίες συνδυάζονται καλύτερα. Για τον λόγο αυτό η Οδηγία Πλαίσιο υιοθετεί την λεκάνη απορροής ως την ελάχιστη μονάδα διαχείρισης για την προστασία των υδάτων. Επομένως τα κράτη μέλη οφείλουν να προσδιορίσουν τις λεκάνες απορροής με όλα τα σχετιζόμενα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα. Το μέγεθος των λεκανών πρέπει να είναι επαρκές ώστε να είναι εφικτή η διαχείριση των υδάτων. Για τον λόγο αυτό τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να δημιουργήσουν λεκάνες απορροής (υδατικές περιφέρειες, River Basin Districts) οι οποίες θα περιλαμβάνουν περισσότερες από μια υδρολογικές λεκάνες ποταμών, ή σε περιπτώσεις υπερβολικά μεγάλων υδρολογικών λεκανών, να διαιρέσουν αυτές σε μικρότερες. 68
Η Οδηγία Πλαίσιο για πρώτη φορά συμπεριλαμβάνει και τους ποταμούς που υπερβαίνουν τα γεωγραφικά ορια των κρατών μελών και πολλές φορές και τα όρια της κοινότητας. Η διαχείριση και ο σχεδιασμός των λεκανών απορροής βασίζεται μεταξύ άλλων στους κοινούς στόχους για την κατάσταση των υδάτων καθώς και την κοινή στρατηγική για παρακολούθηση και αξιολόγηση (Griffiths M, 22). Εν συνεχεία τα κράτη μέλη θα ορίσουν την αρμόδια αρχή για κάθε λεκάνη απορροής, η οποία έχει ως αρμοδιότητα να συντονίσει την προσπάθεια εφαρμογής της Οδηγίας στην αντίστοιχη λεκάνη. Η αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για την σύνταξη του σχεδίου διαχείρισης της λεκάνης απορροής (River Basin Management Plan). 5.2.2 Σχέδιο διαχείρισης λεκανών απορροής (River Basin Management Plan) Το σχέδιο διαχείρισης λεκανών απορροής είναι το θεμελιώδες όργανο για την διαχείριση των υδάτων. Η Οδηγία Πλαίσιο προϋποθέτει την σύνταξη του σχεδίου αυτού βασισμένο στην πλήρη γνώση της κατάστασης των υδάτων στην λεκάνη απορροής καθώς και των παραγόντων που δύναται να την επηρεάσουν. Οι πληροφορίες αυτές θα προέλθουν από εκτενή επισκόπηση των φυσικών και γεωγραφικών χαρακτηριστικών, βιομηχανικών δραστηριοτήτων, των πληθυσμών και των δραστηριότητων τους καθώς και των επιπτώσεων αυτών και τέλος από την οικονομική ανάλυση της χρήσης των υδάτων. Συγκεκριμένα, το σχέδιο διαχείρισης πρέπει να περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία: Χαρακτηριστικά της λεκάνης απορροής, περιβαλλοντικά στοιχεία παρακολούθησης, λεπτομερή περιγραφή των επιπτώσεων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων (ρύπανση, απολήψεις, τεχνικά έργα προστασίας, κτλ), οικονομική ανάλυση των χρήσεων του νερού και τέλος το στρατηγικό πλάνο και το πρόγραμμα μέτρων για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων και συγκεκριμένα της καλής οικολογικής κατάστασης. Τον προσδιορισμό της κατάστασης των υδάτων θα ακολουθήσει ο καθορισμός των περιβαλλοντικών στόχων για την οικολογική και χημική κατάσταση των επιφανειακών υδάτων και την ποσοτική και χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων. 69
5.2.3 Ανάλυση των χαρακτηριστικών των λεκανών απορροής Η ανάλυση των χαρακτηριστικών των λεκανών απορροής, στις οποίες θα προβούν οι αρμόδιες αρχές, θα προσδιορίσει με ακρίβεια τους παράγοντες εκείνους οι οποίοι επηρεάζουν την ποιότητα και την ποσότητα των υδάτων. Η ανάλυση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει εκτίμηση των εγγενών χαρακτηριστικών κάθε λεκάνης, τις ανθρώπινες δραστηριότητες και την επίδραση τους καθώς και την οικονομική χρήση των υδάτων της λεκάνης. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στην επίδραση που ασκούν οι ανθρώπινες δραστηριότητες όσον αφορά την ρύπανση (σημειακή και διάχυτη), στις απολήψεις ύδατος καθώς και άλλες δραστηριότητες όπως η προστασία από πλημμύρες. Κατά το πρώτο στάδιο της ανάλυσης πρέπει να προσδιοριστούν τα φυσικά όρια των επιφανειακών υδάτων και κατόπιν να κατηγοριοποιηθούν σε ποτάμια, λίμνες, μεταβατικά και παράκτια ύδατα. Στο στάδιο αυτό πρέπει επίσης να αποφασισθεί ποια συστήματα επιφανειακών υδάτων θα χαρακτηριστούν ως τεχνητά ή ιδιαιτέρως τροποποιημένα. Εν συνεχεία τα υδάτινα σώματα διακρίνονται σε τύπους, ανάλογα με τους φυσικοχημικούς, μορφολογικούς και βιολογικούς παράγοντες. Για τον κάθε τύπο υδάτινου σώματος, προσδιορίζονται οι συνθήκες αναφοράς, δηλαδή οι συνθήκες που χαρακτηρίζουν ύδατα σε υψηλή οικολογική κατάσταση. Με τον τρόπο αυτό παρέχεται ένα σύστημα αναφοράς σύμφωνα με το οποίο θα γίνεται η σύγκριση της οικολογικής κατάστασης των υδάτινων σωμάτων για κάθε τύπο. Παρόμοια είναι η διαδικασία που θα ακολουθηθεί και για τα υπόγεια ύδατα. 5.2.4 Ανάλυση των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων Η ανάλυση των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων είναι από τις πιο σημαντικές εργασίες που θα αντιμετωπίσουν τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο. Η ανάλυση αυτή έχει ως στόχο την εξακρίβωση των πιέσεων που ασκούν οι ανθρώπινες δραστηριότητες στα υδάτινα σώματα. Επιπλέον πρέπει να προσδιοριστούν και οι επιδράσεις από τις διαφορετικές χρήσεις γης, την απόληψη ύδατος (water abstraction), και τις μορφολογικές μετατροπές των υδάτινων σωμάτων. Η αρμόδια αρχή, εν συνεχεία, ορίζει τους περιβαλλοντικούς στόχους για κάθε υδατικό σύστημα. Η Οδηγία Πλαίσιο ορίζει ως περιβαλλοντικό στόχο για τα 7
υδάτινα σώματα την καλή οικολογική κατάσταση και την αποτροπή της περαιτέρω υποβάθμισης. Επιπλέον προσδιορίζονται τα υδάτινα σώματα τα οποία δεν πληρούν τις προϋποθέσεις και στα οποία δεν είναι εφικτή η επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων. Υδάτινα σώματα στα οποία παρουσιάζεται αδυναμία επίτευξης των περιβαλλοντικών στόχων, λόγω ιδιαίτερων προβλημάτων, δεν θεωρούνται ότι παραβιάζουν τις διατάξεις της Οδηγίας υπό προϋποθέσεις, οι οποίες περιγράφονται στο Άρθρο 4. 5.2.5 Παρακολούθηση Η πρώτη προθεσμία όσον αφορά την παρακολούθηση των υδάτινων σωμάτων έχει καθοριστεί για το τέλος του 27. Με την λήξη της προθεσμίας αυτής, σύμφωνα με το Άρθρο 8, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν ετοιμάσει τα προγράμματα παρακολούθησης κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η άμεση εφαρμογή τους. Τα προγράμματα παρακολούθησης έχουν ως στόχο: Να παρέχουν μια συνεκτική και συνολική εποπτεία της οικολογικής και χημικής κατάστασης, να επιτρέψουν την ταξινόμηση των υδατικών συστημάτων σε πέντε κλάσεις ανάλογα με την κατάσταση των υδάτων τους (υψηλή, καλή, μέτρια, ελλιπή και κακή), να καλύψουν τις παραμέτρους που είναι ενδεικτικές της κατάστασης κάθε σχετικού ποιοτικού στοιχείου και τέλος Για τα υπόγεια ύδατα, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να συγκροτήσουν ένα σύστημα παρακολούθησης, το οποίο θα: παρέχει αξιόπιστη εκτίμηση της ποσοτικής κατάστασης, παρέχει συνεκτική και συνολική εποπτεία της χημικής κατάστασης, ανιχνεύει την παρουσία μακροπρόθεσμων ανθρωπογενούς αιτίας ανοδικών τάσεων και ρύπων και τέλος θα ενισχύσει την κατάρτιση προγράμματος εποπτικής και επιχειρησιακής παρακολούθησης. Για τα συστήματα επιφανειακών υδάτων τρία είναι τα προγράμματα παρακολούθησης που ορίζονται από την Οδηγία: 71
Η εποπτική παρακολούθηση, η επιχειρησιακή παρακολούθηση και η διερευνητική παρακολούθηση Η παρακολούθηση μιας σειράς από βιολογικά στοιχεία απαιτείται από την Οδηγία με σκοπό να επιτρέψει, σε συνδυασμό με τα φυσικοχημικά και υδρομορφολογικά στοιχεία, μια συνολική εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης για κάθε σύστημα επιφανειακών υδάτων. 5.2.6 Πρόγραμμα μέτρων Οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν από τα προγράμματα παρακολούθησης θα αξιοποιηθούν στην εξέλιξη ενός ολοκληρωμένου προγράμματος μέτρων, το οποίο θα εφαρμοστεί ώστε να επιτευχθούν οι περιβαλλοντικοί στόχοι της Οδηγίας. Το πρόγραμμα μέτρων αντιπροσωπεύει ένα νέο πλαίσιο για τον έλεγχο των δραστηριοτήτων εντός των λεκανών απορροής. Η Οδηγία Πλαίσιο καθορίζει δύο τύπους μέτρων τα οποία διαχωρίζει ως: βασικά μέτρα, επικουρικά μέτρα. Τα βασικά μέτρα είναι υποχρεωτικά για όλα τα κράτη μέλη, ενώ τα επικουρικά θα εφαρμοστούν σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου τα βασικά μέτρα δεν αρκούν για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων. Πρωταρχική σημασία στην επιτυχία του προγράμματος μέτρων, είναι η διασφάλιση της πιστής εφαρμογής και της συμμόρφωσης με αυτά, γεγονός που υπογραμμίζεται και στο Άρθρο 23 της Οδηγίας Πλαίσιο. 5.2.6.1 Βασικά μέτρα Τα βασικά μέτρα συμπεριλαμβάνουν εκτός των άλλων και την συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις άλλων σχετικών Οδηγιών (Πιν. 3). 72
Πίνακας 3: Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικές με την προστασία του Περιβάλλοντος Οδηγία Ύδατα Κολύμβησης Πτηνά Πόσιμο νερό Μεγάλα ατυχήματα (Seveso) Περιβαλλοντικών επιπτώσεων Ιλύ σταθμών καθαρισμού Επεξεργασία αστικών λυμάτων Προϊόντα φυτοπροστασίας Προστασία από νιτρορύπανση Οικοσυστήματα Ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος ρύπανσης Νούμερο 76/16/ΕΟΚ 79/49/ΕΟΚ 98/83/ΕΚ 96/82/ΕΚ 85/337/ΕΟΚ 86/278/ΕΟΚ 91/271/ΕΟΚ 91/414/ΕΟΚ 91/676/ΕΟΚ 92/43/ΕΟΚ 96/61/ΕΚ Όλες οι παραπάνω οδηγίες σχετίζονται και μπορούν να βοηθήσουν στο ευαίσθητο θέμα της προστασίας των υδάτων. Ορισμένες μάλιστα απευθύνονται σε υδάτινα συστήματα (water bodies). Τα βασικά μέτρα τα οποία πρέπει να ληφθούν θα βασίζονται στην συνδυασμένη προσέγγιση (combined approach) όσον αφορά τον έλεγχο της μόλυνσης των υδάτων. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι τα πιο αυστηρά μέτρα πρέπει να τίθενται σε εφαρμογή σε κάθε περίπτωση, με σκοπό πάντα την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων που θέτει η Οδηγία Πλαίσιο. Επιπλέον στα βασικά μέτρα συμπεριλαμβάνονται και μέτρα για την ανάκτηση του κόστους των υπηρεσιών ύδατος, μέτρα για την βιώσιμη χρήση ύδατος, μέτρα για την διαφύλαξη της ποιότητας ύδατος που θα χρησιμοποιηθεί η χρησιμοποιείτε ήδη για την παραγωγή πόσιμου ύδατος, μέτρα για την άντληση επιφανειακών και υπόγειων υδάτων καθώς και για την ανατροφοδότηση τους, μέτρα για την προστασία των υπόγειων υδροφορέων και τέλος μέτρα για τον μετριασμό των επιπτώσεων πλημμυρών και ξηρασίας. 5.2.6.2 Επικουρικά μέτρα Επιπλέον των βασικών μέτρων, όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω, τα κράτη μέλη δύναται να θεσπίσουν και επικουρικά μέτρα, ως μέρος του προγράμματος μέτρων. Στο παράρτημα VI παρατίθεται ένας κατάλογος με απλή αναφορά συμπληρωματικών μέτρων. Ο κατάλογος αυτός συμπεριλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα μέτρων από οικονομικά, νομικά, συμφωνίες, ελέγχους, κτλ. Εκείνο 73
που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι πολλά από τα επικουρικά μέτρα αποτελούν θεμελιακά συστατικά των βασικών μέτρων. Το πρόγραμμα μέτρων καθώς και λοιπές λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τις λεκάνες απορροής θα περιλαμβάνονται σε ένα κείμενο το οποίο θα λέγεται Σχέδιο Διαχείρισης περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού. 5.3 Η αναγκαιότητα της αναγνώρισης των συστημάτων υδάτων Η Οδηγία Πλαίσιο για τα νερά καλύπτει όλα τα ύδατα, συμπεριλαμβανομένου των εσωτερικών υδάτων (επιφανειακών και υπόγειων), τα μεταβατικά και παράκτια ύδατα ανεξαρτήτως του μεγέθους και των χαρακτηριστικών (Οδηγία 2/6/ΕΚ, Άρθρο 2, παράγραφος 1,2 και 3). Το σύνολο αυτό των υδάτων, για λόγους εφαρμοσιμότητας της οδηγίας, εντάσσεται σε γεωγραφικές και διοικητικές μονάδες. Πιο συγκεκριμένα οι μονάδες αυτές χωρίζονται σε συστήματα υδάτων (Water Bodies, Οδηγία 2/6/ΕΚ, Άρθρο 2, παράγραφος 1, 12), λεκάνες απορροής και σε περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού (Περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού (River Basin District), Οδηγία 2/6/ΕΚ, Άρθρο 2, Παράγραφος 15). Τα υπόγεια και τα παράκτια ύδατα πρέπει να συσχετιστούν με τις περιοχές λεκανών απορροής. Κεντρική μονάδα διαχείρισης των λεκανών απορροής καθίσταται η περιοχή λεκάνης απορροής. Τα συστήματα υδάτων πρέπει να αποτελούν μια σαφή υπομονάδα της λεκάνης απορροής ή της περιοχής λεκάνης απορροής, στην οποία οι περιβαλλοντικές επιδιώξεις της Οδηγίας Πλαισίου πρέπει να εφαρμοστούν. Ως εκ τούτου ο βασικός λόγος της αναγνώρισης και του προσδιορισμού των υδάτινων σωμάτων είναι να καταστεί εφικτή η εκτίμηση της κατάστασης των υδάτων και η αντιπαραβολή τους με τους περιβαλλοντικούς στόχους. Η αναγνώριση και ο προσδιορισμός των συστημάτων υδάτων βασίζεται σε γεωγραφικούς και υδρολογικούς παράγοντες. Ο καθορισμός και η ταξινόμηση αυτών πρέπει να γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι εφικτή η περιγραφή και η εκτίμηση της κατάστασης τους και επιπρόσθετα να μην δημιουργούνται επιπλέον διοικητικές επιβαρύνσεις. Επίσης η ομαδοποίηση συστημάτων υδάτων είναι επιθυμητή υπό προϋποθέσεις, για την ευκολότερη και ταχύτερη εφαρμογή των διατάξεων της Οδηγίας Πλαισίου. 74
5.3.1 Σύστημα επιφανειακών υδάτων Σύμφωνα με το Άρθρο 2, παράγραφος 1, της Οδηγίας Πλαισίου, σύστημα επιφανειακών υδάτων, είναι: ένα διακεκριμένο και σημαντικό στοιχείο επιφανειακών υδάτων, όπως π.χ. μια λίμνη, ένας ταμιευτήρας, ένα ρεύμα, ένας ποταμός ή μια διώρυγα, ένα τμήμα ρεύματος, ποταμού ή διώρυγας, μεταβατικά ύδατα ή ένα τμήμα παράκτιων υδάτων. Σχήμα 9: Απεικόνιση των επιπτώσεων για τους στόχους της Οδηγίας της λανθασμένης αναγνώρισης και ταξινόμησης των συστημάτων υδάτων Η εφαρμογή της έννοιας σύστημα επιφανειακών υδάτων απαιτεί την αποσαφήνιση και τον προσδιορισμό των όρων διακεκριμένου και σημαντικού στοιχείου. Παρόλο που παραδείγματα στοιχείων επιφανειακών υδάτων δίνονται στη διευκρίνιση της έννοιας, η Οδηγία δεν παρέχει λεπτομερή καθοδήγηση για το τι θεωρείται ως διακεκριμένο και σημαντικό στοιχείο επιφανειακών υδάτων. Η αναγνώριση των συστημάτων υδάτων πρέπει να βασιστεί αρχικά σε γεωγραφικούς και υδρολογικούς παράγοντες. Επιπλέον πρέπει να είναι τέτοια ώστε να μπορεί να γίνει ξεκάθαρη περιγραφή της κατάστασης τους ώστε να είναι δυνατή η αντιπαραβολή με τις επιδιώξεις της οδηγίας πλαίσιο. Σε περίπτωση που τα συστήματα υδάτων δεν αναγνωριστούν και ταξινομηθούν σωστά δεν θα είναι δυνατή η περιγραφή της κατάστασης τους και επομένως τα κράτη μέλη δεν θα 75
μπορούν να εφαρμόσουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να επιτύχουν τους στόχους της Οδηγίας πλαίσιο (Σχ. 9). Η χρήση των όρων διακεκριμένος και σημαντικός για τον προσδιορισμό της έννοιας σύστημα επιφανειακών υδάτων, σημαίνει ότι αυτά δεν είναι αυθαίρετες υποδιαιρέσεις των περιοχών λεκάνης απορροής. Σχήμα 1: Παράδειγμα υποδιαίρεσης ποταμού σε συστήματα επιφανειακών υδάτων με βάση μορφολογικά χαρακτηριστικά (συμβάλλοντες ενός ποταμού) Ως διακεκριμένο στοιχείο μπορεί να χαρακτηριστεί ένα σύστημα επιφανειακών υδάτων το οποίο δεν επικαλύπτεται από άλλο, ή αποτελείται από στοιχεία επιφανειακών υδάτων τα οποία δεν είναι εφαπτόμενα μεταξύ τους (CIS - 2, 23). Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι τα επιφανειακά ύδατα για να χαρακτηριστούν ως σύστημα επιφανειακών υδάτων πρέπει να πληρούν και τις δύο προϋποθέσεις, δηλαδή να είναι διακεκριμένα και σημαντικά ταυτόχρονα. 76
Σχήμα 11: Παράδειγμα υποδιαίρεσης λίμνης με βάση σημαντικές διαφορές στα χαρακτηριστικά της Όσον αφορά την ταξινόμηση τους κατά τύπους (Water Framework Directive (2/6/EC), Παράρτημα ΙΙ, 1,1(ii)) σημαντικό είναι ότι τα συστήματα επιφανειακών υδάτων πρέπει να ανήκουν εξ ολοκλήρου σε ένα τύπο (Α ή Β). Επίσης τα φυσικά χαρακτηριστικά (γεωγραφικά και υδρομορφολογικά) σκιαγραφούν διακεκριμένα και σημαντικά στοιχεία, τα οποία δύναται να προσδιορίσουν συστήματα επιφανειακών υδάτων. Το σημείο συμβολής δύο ποταμών ή δύο ρευμάτων για παράδειγμα μπορεί να αποτελέσει ένα όριο ανάμεσα σε δύο διαφορετικά συστήματα επιφανειακών υδάτων (Σχ. 1). Είναι δυνατόν ακόμη και μια λίμνη να θεωρηθεί ως δύο διαφορετικά συστήματα επιφανειακών υδάτων εάν το σώμα της χωρίζεται σε διαφορετικούς τύπους (Σχ. 11). Επιπλέον κάθε διαφορετική κατηγορία επιφανειακών υδάτων πρέπει να αποτελεί μια ξεχωριστό σύστημα επιφανειακών υδάτων (ποταμοί, λίμνες, μεταβατικά και παράκτια ύδατα). Τέλος τα ιδιαιτέρως τροποποιημένα και τεχνητά υδάτινα σώματα χαρακτηρίζονται ως αυτοτελή συστήματα επιφανειακών υδάτων, εκτός και αν περαιτέρω υποδιαίρεση τους σε περισσότερα συστήματα, κρίνεται απαραίτητη λόγω άλλων στοιχείων. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρήση περισσότερων κριτηρίων, για τον προσδιορισμό και χαρακτηρισμό συστημάτων επιφανειακών υδάτων, μπορεί να 77
κριθεί απαραίτητη. Τέτοια κριτήρια ή παράμετροι μπορεί να αποτελέσουν η κατάσταση της ποιότητας των υδάτων, οι προστατευόμενες περιοχές καθώς και διαφορετικές χρήσεις των υδάτων (π.χ. ύδατα που χρησιμεύουν για την άντληση πόσιμου νερού). Τέλος είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι κάθε Κράτος Μέλος είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσει πρόσθετα κριτήρια εάν οι τοπικές συνθήκες είναι τέτοιες που επιβάλλουν την παραπάνω πράξη. 5.3.2 Σύστημα υπόγειων υδάτων Η Οδηγία Πλαίσιο αναγνωρίζει ότι η ποσοτική και ποιοτική κατάσταση των υπόγειων υδάτων δύναται να επηρεάσει την οικολογία των επιφανειακών υδάτων και για τον λόγο αυτό αποτελεί αδιαίρετο μέρος του υδρολογικού κύκλου. Ωστόσο, τα υπόγεια ύδατα διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από τα επιφανειακά. Στα υπόγεια ύδατα η μόλυνση γίνεται δυσκολότερα αντιληπτή και επιπλέον δεν είναι εύκολη η αποκατάσταση τους. Το γεγονός αυτό επηρεάζει και τα επιφανειακά ύδατα και είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην περίπτωση που τα υπόγεια ύδατα χρησιμοποιούνται ως πόσιμο νερό. Σύμφωνα με το Άρθρο 2, της Οδηγίας Πλαισίου, υπόγεια ύδατα, είναι: το σύνολο των υδάτων που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους στη ζώνη κορεσμού και σε άμεση επαφή με το έδαφος ή το υπέδαφος, σύστημα υπόγειων υδάτων είναι: συγκεκριμένος όγκος υπόγειων υδάτων εντός ενός ή περισσότερων υδροφόρων οριζόντων, και υδροφόρος ορίζοντας είναι: υπόγειο στρώμα ή στρώματα βράχων ή άλλες γεωλογικές στοιβάδες επαρκώς πορώδεις και διαπερατές ώστε να επιτρέπουν είτε σημαντική ροή υπόγειων υδάτων είτε την άντληση σημαντικών ποσοτήτων υπόγειων υδάτων. Οι περιβαλλοντικοί στόχοι για την αποτροπή της επιδείνωσης της κατάστασης των υπόγειων υδάτων, της προστασίας και της βελτίωσης αυτής απευθύνεται μόνο στα συστήματα υπόγειων υδάτων (Οδηγία 2/6/ΕΚ, Άρθρο 4, παράγραφος 1(β)(i)(iii)), ωστόσο, όλα τα υπόγεια ύδατα υπόκεινται στις διατάξεις για τα μέτρα που οφείλουν τα κράτη μέλη να λάβουν για την πρόληψη ή τον περιορισμό της διοχέτευσης ρύπων (Οδηγία 2/6/ΕΚ, Άρθρο 4, παράγραφος 1(β)(i)). 78
Επομένως γίνεται αντιληπτό ότι είναι σημαντική η αποσαφήνιση του όρου σύστημα υπόγειων υδάτων. Όπως γίνεται σαφές και από τους ορισμούς που δόθηκαν παραπάνω, τα συστήματα υπόγειων υδάτων είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τους υδροφόρους ορίζοντες. Ωστόσο, υδροφόρος ορίζοντας, είναι το υπόγειο στρώμα το οποίο επιτρέπει σημαντική ροή υπόγειων υδάτων ή την άντληση σημαντικών ποσοτήτων υπόγειων υδάτων. Σημαντική ροή χαρακτηρίζεται η ροή εκείνη των υπόγειων υδάτων η οποία δύναται να επηρεάσει υδάτινα και χερσαία οικοσυστήματα. Όσον αφορά την άντληση των υπόγειων υδάτων, το άρθρο 7 προϋποθέτει τον προσδιορισμό όλων των συστημάτων υπόγειων υδάτων τα οποία χρησιμοποιούνται ή θα χρησιμοποιηθούν για την άντληση τουλάχιστον 1m 3 πόσιμου ύδατος ως μέσο όρο. Επομένως αυτός ο όγκος νερού θεωρείται ως σημαντική ποσότητα και συνεπώς γεωλογικό υπόθεμα το οποίο επιτρέπει αυτή την ποσότητα άντλησης υπόγειου ύδατος προσδιορίζεται ως υδροφόρος ορίζοντας. Ο προσδιορισμός των συστημάτων υπόγειων υδάτων με βάση αποκλειστικά και μόνο τον ορισμό που δόθηκε παραπάνω είναι αρκετά δύσκολος. Στόχος αυτού είναι να εξασφαλιστεί η αξιόπιστη εκτίμηση της ποσοτικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων καθώς και η επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της Οδηγίας Πλαίσιο. Επίσης τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν υπόψη τις δυσκολίες που οφείλονται σε χαρακτηριστικά του γεωλογικού υποθέματος. Ο προσδιορισμός των γεωγραφικών ορίων των συστημάτων υπόγειων υδάτων σε πρώτη φάση γίνεται με βάση τη γεωλογία και την ροή των υπόγειων υδάτων, εκτός και αν απαιτείται περαιτέρω υποδιαίρεση του υδροφόρου ορίζοντα σε περισσότερα του ενός συστήματα υπόγειων υδάτων. Η υποδιαίρεση αυτή θα γίνει με βάση συγκεκριμένα όρια τα οποία δύναται να είναι, γεωλογικής φύσεως (διαφορετικό γεωλογικό υπόθεμα), υδραυλικής φύσεως (γραμμή υπόγειας ροής ή άνω στάθμη υπόγειου ύδατος) καθώς και χημικής φύσεως (αλλαγή στην χημική κατάσταση). Το Άρθρο 11(3)(ι) περιλαμβάνει πλήθος ενεργειών οι οποίες θα αντικαταστήσουν την υφιστάμενη Οδηγία για τα υπόγεια ύδατα (8/68/ΕΟΚ). 79
Το Άρθρο 17 της Οδηγίας Πλαίσιο περιλαμβάνει συγκεκριμένες στρατηγικές και σαφή μέτρα τα οποία πρέπει να υιοθετηθούν από τα Κράτη Μέλη, για την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης των υπόγειων υδάτων. Τέλος τα συστήματα υπόγειων υδάτων πρέπει να συμπεριληφθούν σε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού (River Basin District, Οδηγία 2/6/ΕΚ, Άρθρο 3, παράγραφος 1) ούτως ώστε να τεθούν υπό διαχείριση. 5.4 Ανάλυση των πιέσεων και των επιπτώσεων σε συμφωνία με την Οδηγία Πλαίσιο 5.4.1 Γενικά Σύμφωνα με την οδηγία πλαίσιο, τα κράτη μέλη οφείλουν να συλλέγουν και να διατηρούν πληροφορίες για τον τύπο και το μέγεθος των σημαντικών ανθρωπογενών πιέσεων που ενδέχεται να ασκούνται στα συστήματα υδάτων κάθε περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού. Οφείλουν να υπολογίζουν και να προσδιορίζουν τη σημαντική ρύπανση από σημειακές και διάχυτες πηγές, ιδίως από τις ουσίες που αναφέρονται στο παράρτημα VIII (Οδηγία 2/6/ΕΚ, Παράρτημα VIII, Ενδεικτικός κατάλογος των κυριότερων ρύπων), που προέρχονται από αστικές, βιομηχανικές, γεωργικές και άλλες εγκαταστάσεις και δραστηριότητες. Προσδιορίζουν τη σημαντική υδροληψία για αστικές, βιομηχανικές, γεωργικές και λοιπές χρήσεις, προσδιορίζουν τις επιπτώσεις των σημαντικών μέτρων ρύθμισης της ροής του νερού, συμπεριλαμβανόμενης της μεταφοράς και της εκτροπής του νερού, τις σημαντικές μορφολογικές αλλοιώσεις των υδατικών συστημάτων, λοιπές ανθρωπογενείς επιπτώσεις στα επιφανειακά ύδατα, καθώς και τις μορφές χρήσης της γης. Οφείλουν επίσης να αξιολογούν την ευαισθησία της κατάστασης των συστημάτων υδάτων στις προαναφερόμενες πιέσεις (Παράγραφος 1.4, 1.5, 2.1, 2.2, 2.3, 2.4, 2.5, Παράρτημα ΙΙ Οδηγία 2/6/ΕΚ), λαμβάνοντας υπόψη πληροφορίες που συλλέγουν από προγράμματα παρακολούθησης καθώς και κάθε άλλη διαθέσιμη πληροφορία, προκειμένου να αξιολογήσουν την πιθανότητα τα συστήματα επιφανειακών υδάτων να μην τηρήσουν τους ποιοτικούς περιβαλλοντικούς στόχους. Ομοίως τα κράτη μέλη, οφείλουν να προσδιορίζουν και να αξιολογούν σημαντικές πιέσεις (διάχυτες πηγές, σημειακές πηγές, υδροληψία, τεχνητή ανατροφοδότηση) για τα συστήματα των υπόγειων υδάτων (Οδηγία 2/6/ΕΚ, Παράρτημα II, Παράγραφος 1.4, 1.5, 2). 8
Η ομάδα εργασίας 2.1 (IMPRESS Working Group), η οποία συστήθηκε τον Οκτώβριο 21 και ονομάστηκε IMPRESS WG, έχει ως αντικειμενικό σκοπό να προσφέρει βοήθεια και καθοδήγηση στα κράτη μέλη στον προσδιορισμό διαφόρων πιέσεων στο περιβάλλον, και συγκεκριμένα στα ύδατα, καθώς και στην εκτίμηση των επιπτώσεων που προκαλούν οι συγκεκριμένες πιέσεις. Μέλη της ομάδας εργασίας είναι ειδικοί, από κυβερνητικούς και μη οργανισμούς, ενώ για την διασφάλιση των ορθότερων και ακριβέστερων αποτελεσμάτων, συναντήσεις και εργαστήρια διοργανώθηκαν, με συμμετοχή μεγάλου αριθμού ειδημόνων καθώς και διαφόρων φορέων. Τα αποτελέσματα της έρευνας της ομάδας εργασίας IMPRESS συνοψίζονται στο κείμενο το οποίο αναπτύχθηκε υπό την καθοδήγηση δύο κρατών μελών της Ε.Ε. (Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο). Η ανάλυση των πιέσεων και των επιπτώσεων αυτών κατέχει πρωτεύοντα ρόλο στο σχεδιασμό της διαχείρισης των λεκανών απορροής. Η κύρια επιδίωξη της είναι ο ακριβής καθορισμός των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων και του βαθμού που αυτές επηρεάζουν ένα υδατικό σύστημα, με αποτέλεσμα τη μη εκπλήρωση των περιβαλλοντικών στόχων της οδηγίας πλαίσιο. Τα αποτελέσματα των αναλύσεων κάθε κράτους μέλους, θα χρησιμοποιηθούν, για τον καθορισμό και λειτουργία των προγραμμάτων παρακολούθησης και για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή ανάλογων προγραμμάτων και μέτρων (Σχ. 12). ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΙΕΣΕΩΝ & ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΥΠΑΡΧΟΥΣΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΜΕΤΡΩΝ Σχήμα 12: Ο ρόλος της ανάλυσης των πιέσεων και των επιπτώσεων παίζει σημαντικό ρόλο στην λήψη αποφάσεων για τα προγράμματα παρακολούθησης και μέτρων 81
Οι πληροφορίες που θα προκύψουν από τις αναλύσεις των πιέσεων θα χρησιμοποιηθούν και από άλλες ομάδες εργασίας (π.χ CIS 2.3 REFCOND, CIS 2.4 COAST, CIS 2.5 Intercalibration, CIS 2.6 WATECO). Γίνεται επομένως φανερό ότι όλες οι ομάδες εργασίας θα βρίσκονται σε συνεχή συνεργασία. Η οδηγία πλαίσιο εισάγει έναν μεγάλο αριθμό από περιβαλλοντικούς στόχους τόσο για τα επιφανειακά όσο και για τα υπόγεια ύδατα. Η επίτευξη αυτών απαιτεί αναγνώριση και προσδιορισμό ενός μεγαλύτερου φάσματος πιέσεων που επηρεάζουν τα υδάτινα σώματα, γεγονός που αποτελεί καινοτομία, εν σχέσει με προηγούμενες κοινοτικές οδηγίες. Επιπλέον πρέπει να προβλεφθούν μελλοντικές τάσεις όπως για παράδειγμα ο τρόπος με τον οποίο η οικονομική ανάπτυξη θα επηρεάσει τις διάφορες χρήσεις νερού προκαλώντας ενδεχομένως καινούριες πιέσεις στο υδάτινο περιβάλλον. Οι πληροφορίες που θα προκύψουν από την έρευνα αυτή θα συνδράμουν στην επιλογή των πιο οικονομικά επωφελών συνδυασμών προγραμμάτων και μέτρων. Η τεχνική ορολογία που χρησιμοποιείται στην οδηγία πλαίσιο καθώς και στην έκθεση της ομάδας εργασίας 2.1 (IMPRESS Working Group), είναι η εξής (Σχ. 13): Οδηγός, ορίζεται ως η ανθρωπογενής ενέργεια η οποία ίσως έχει μια περιβαλλοντική επίπτωση, συνέπεια (π.χ. γεωργία, βιομηχανία, κτλ.). Πίεση, ορίζεται ως η άμεση συνέπεια ενός οδηγού στο περιβάλλον (π.χ. αλλαγή στην χημεία του νερού, κτλ.). Κατάσταση, ορίζεται ως η κατάσταση του υδάτινου σώματος συνέπεια φυσικών και ανθρωπογενών επιδράσεων (φυσικά, χημικά και βιολογικά χαρακτηριστικά). Επίπτωση, ορίζεται ως η περιβαλλοντική επίδραση της πίεσης (θάνατος ψαριών, μετατροπή του οικοσυστήματος, κτλ.). Αντίδραση, ορίζεται ως τα μέτρα τα οποία πρέπει να ληφθούν για την βελτίωση της κατάστασης ενός υδάτινου σώματος (π.χ. περιορισμός της απόληψης ύδατος, περιορισμός της απόρριψης ρυπαντών, κτλ.). 82
Οδηγός Πίεση Κατάσταση Επίπτωση Αντίδραση Σχήμα 13: Πορεία που ακολουθείται από τον Οδηγό μέχρι και την αντίδραση σύμφωνα με την Οδηγία 2/6/ΕΚ Η οδηγία πλαίσιο προϋποθέτει τη συλλογή πληροφοριών περί των τύπων και του μεγέθους σημαντικών ανθρωπογενών πιέσεων. Ειδικότερα για τα επιφανειακά ύδατα, οι πιέσεις χαρακτηρίζονται ως προερχόμενες από: σημειακές πηγές, διάχυτες πηγές, συνέπειες μετατροπής της ροής μέσω απόληψης νερού ή ρύθμιση ροής και μορφολογικές τροποποιήσεις. Πιέσεις που δεν μπορούν να ενταχθούν στις παραπάνω κατηγορίες, πρέπει να επισημανθούν, ώστε να καταστεί εφικτή η εκπλήρωση των αντικειμενικών στόχων. Επιπλέον καινοτομία μπορεί να χαρακτηριστεί το γεγονός της εξέτασης των χρήσεων γης (π.χ. αγροτική, δασική, αστική, βιομηχανική, κτλ) αν με τον τρόπο αυτό δύναται να προσδιορισθούν περιοχές όπου συγκεκριμένες πιέσεις έχουν παρατηρηθεί. Η εκτίμηση των επιπτώσεων θα πρέπει να στηρίζεται σε πληροφορίες που προέρχονται από την αξιολόγηση των πιέσεων καθώς και από άλλες πληροφορίες όπως για παράδειγμα πληροφορίες προερχόμενες από προγράμματα παρακολούθησης. Εάν από την εκτίμηση διαπιστώνεται πιθανότητα το υδατικό σύστημα να μην εκπληρώνει τους αντικειμενικούς στόχους, πρόσθετα προγράμματα παρακολούθησης καθώς και καινούρια προγράμματα μέτρων πρέπει να τεθούν σε ισχύ. Για τα υπόγεια ύδατα οι πιέσεις διακρίνονται ως προερχόμενες από, 83
σημειακές πηγές, διάχυτες πηγές, αλλαγές στην στάθμη του υπόγειου ύδατος, λόγω απόληψης ή επαναφόρτισης Ένα από τα πιο θεμελιώδη στοιχεία στην όλη διαδικασία της ανάλυσης των πιέσεων και των επιπτώσεων τους, είναι ο καθορισμός των αντικειμενικών περιβαλλοντικών στόχων (όπως αυτά ορίζονται από το άρθρο 4 της Οδηγίας 2/6/ΕΚ), δεδομένου ότι για την αξιολόγηση των πιέσεων και των επιπτώσεων τους πρέπει να προσδιορισθούν τα υδάτινα σώματα τα οποία δεν πληρούν αυτούς τους στόχους. Για τον λόγο αυτό, επιπλέον σημασία πρέπει να δοθεί στον τρόπο με τον οποίο θα χαρακτηρισθούν και θα ταξινομηθούν τα υδάτινα σώματα, διότι η ταξινόμηση αυτών προσδιορίζει τους περιβαλλοντικούς στόχους που θα πρέπει να επιδιωχθούν. Για τα επιφανειακά ύδατα η οδηγία πλαίσιο εμπεριέχει συγκεκριμένες απαιτήσεις και προϋποθέσεις όσον αφορά τις πιέσεις και τις αναλύσεις των επιπτώσεων αυτών, παράλληλα όμως υπάρχουν και θέματα τα οποία απαιτούν προσεκτική ερμηνεία και καθοδήγηση. Κατά συνέπεια, ενώ ορισμένες ουσίες και συγκεκριμένες δραστηριότητες προσδιορίζονται, δεν υπάρχει ακριβής καθορισμός του τι αποτελεί σημαντική πίεση για το περιβάλλον. Κατά την έναρξη της ανάλυσης των πιέσεων, πολλές φορές δεν είναι γνωστό αν συγκεκριμένη δραστηριότητα μπορεί να οδηγήσει στην μη εκπλήρωση των στόχων της οδηγίας πλαίσιο. Κατά λογική ακολουθία, οφείλεται να γίνεται μια καταγραφή όλων των δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα εντός της λεκάνης απορροής του υδάτινου σώματος, και εν συνεχεία να εκτελείται ανάλυση αυτών με αντικειμενικό σκοπό τον προσδιορισμό αυτών που αποτελούν σημαντικές πιέσεις στο υδατικό σύστημα. Πολλές φορές οι πιέσεις δεν δύναται να καταγραφούν και να εκτιμηθούν απ ευθείας. Σε πολλές περιπτώσεις δε, η εξακρίβωση τους προέρχεται από την παρακολούθηση αλλαγών στην κατάσταση των υδάτινων σωμάτων κατά την διάρκεια ενός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος. Ο χρόνος, ο χώρος και το μέγεθος μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας διαφοροποιεί την πίεση ή το μέγεθος της, καθώς και την επίπτωση αυτής στο υδατικό σύστημα (Για παράδειγμα, η απόληψη συγκεκριμένης ποσότητας ύδατος από ένα υδατικό σύστημα, μπορεί να μην αποτελεί ιδιαίτερη πίεση σ αυτό, εάν η απόληψη γίνεται σταδιακά κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος. Μπορεί όμως να αποτελέσει 84
ιδιαίτερη πίεση στο ίδιο υδατικό σύστημα εάν γίνει σε μικρό χρονικό διάστημα και σε περίοδο που χαρακτηρίζεται ως ξηρή). Επίσης ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στο γεγονός ότι η ορισμένες αλλαγές στην οικολογική κατάσταση ενός υδάτινου σώματος δύναται να εμφανιστούν σε αυτό μετά από αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Το γεγονός αυτό εμπεριέχει τον κίνδυνο, η πίεση η οποία προκάλεσε τη συγκεκριμένη αλλαγή να μην υφίσταται πλέον ή πιέσεις που υφίστανται, να μην μπορούν να καταγραφούν διότι οι επιπτώσεις τους δεν είναι άμεσα εμφανείς. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο προσδιορισμός και η λεπτομερειακή και εις βάθος εξέταση τόσο των ουσιών, όσο και των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων που δύναται να αποτελέσουν πίεση στο υδατικό σύστημα που εξετάζεται, και επομένως μη εκπλήρωση των στόχων της οδηγίας πλαίσιο, είναι πρωταρχικής σημασίας. Η επιτυχία της εργασίας αυτής όμως προϋποθέτει την πολύ καλή και εις βάθος κατανόηση των αντικειμενικών οικολογικών στόχων που τίθενται για τα υδάτινα σώματα. Στο κείμενο Κατευθυντήριες γραμμές για την ανάλυση των πιέσεων και των επιπτώσεων σε συμφωνία με την οδηγία πλαίσιο (CIS, Guidance for the analysis of Pressures and Impacts, in accordance with the Water Framework Directive (Final Version 5.3: 4 December 22), δίνεται ένας ευρύς κατάλογος (Βλέπε Παράρτημα) με διάφορα είδη πιέσεων που μπορούν να εμφανιστούν σε κάποιο υδατικό σύστημα. Τέλος είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι μια επιτυχημένη έρευνα, των πιέσεων και των επιπτώσεων αυτών, δεν προέρχεται από την εφαρμογή των διατάξεων μιας κατευθυντήριας γραμμής. Πρέπει να αποτελέσει μια διεξοδική έρευνα η οποία θα προσφέρει στην πλήρη κατανόηση των αντικειμενικών περιβαλλοντικών στόχων (καλή οικολογική κατάσταση, δυναμικό), καλή περιγραφή των χαρακτηριστικών των υδάτινων σωμάτων και των λεκανών απορροής τους (συμπεριλαμβανομένου και δεδομένα παρακολούθησης) καθώς και μια βαθιά γνώση του τρόπου με τον οποίο η λεκάνη απορροής και όλο το υδατικό σύστημα λειτουργεί. 85
5.5 Προσδιορισμός και τον χαρακτηρισμός των ιδιαιτέρως τροποποιημένων και τεχνητών υδατικών συστημάτων 5.5.1 Γενικά Η οδηγία πλαίσιο 2/6/ΕΚ εισάγει καινούριες έννοιες όσον αφορά την ταξινόμηση και τον χαρακτηρισμό των υδάτων. Μια εξ αυτών είναι η έννοια των ιδιαιτέρως τροποποιημένων υδατικών συστημάτων (ΙΤΥΣ) και η έννοια των τεχνητών υδατικών συστημάτων (ΤΥΣ). Σύμφωνα με το Άρθρο 2, ιδιαιτέρως τροποποιημένο υδατικό σύστημα χαρακτηρίζεται: ένα σύστημα επιφανειακών υδάτων του οποίου ο χαρακτήρας έχει μεταβληθεί ουσιαστικά λόγω φυσικών αλλοιώσεων από τις δραστηριότητες του ανθρώπου και το οποίο ορίζεται από το κράτος μέλος σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ, ενώ τεχνητό υδατικό σύστημα είναι: ένα σύστημα επιφανειακών υδάτων που δημιουργείται με δραστηριότητα του ανθρώπου. Η έννοια των ιδιαιτέρως τροποποιημένων υδατικών συστημάτων πρωτοεμφανίστηκε, μετά από αναγνώριση των πολλών αλλαγών των υδρομοφολογικών χαρακτηριστικών των υδάτινων σωμάτων. Οι αλλαγές αυτές, στα υδάτινα σώματα, εξυπηρετούσαν και εξυπηρετούν συγκεκριμένους σκοπούς (χρήσεις ύδατος, έργα προστασίας, κτλ). Σε αυτές τις περιπτώσεις επειδή λόγω των αλλαγών αυτών που υπέστησαν, η καλή οικολογική κατάσταση, που είναι ο περιβαλλοντικός στόχος της οδηγίας 2/6/ΕΚ για όλα τα επιφανειακά σώματα, δεν θα ήταν εφικτή, επινοήθηκε η έννοια των ιδιαιτέρως τροποποιημένων υδατικών συστημάτων, με στόχο το καλό οικολογικό δυναμικό. Με τον τρόπο αυτό έγινε μια προσαρμογή των περιβαλλοντικών στόχων, ούτως ώστε να μην επηρεαστούν οι σκοποί που εξυπηρετούν τα τροποποιημένα ή τεχνητά υδατικά συστήματα και οι οποίοι προσφέρουν πολύτιμα κοινωνικοοικονομικά οφέλη ενώ παράλληλα να επιδιώκεται η βελτίωση της ποιότητας του νερού. 86
Οι προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί ένα υδατικό σύστημα ως ιδιαιτέρως τροποποιημένο περιγράφονται στο Άρθρο 4, παράγραφο 3. Σύμφωνα με αυτό, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να χαρακτηρίσουν ένα υδατικό σύστημα ως ιδιαιτέρως τροποποιημένο, εάν τα αναγκαία μέτρα αποκατάστασης, των υδρομορφολογικών χαρακτηριστικών του, που απαιτούνται για την επίτευξη καλής οικολογικής κατάστασης, θα προκαλούσαν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στους χρήστες του συστήματος (Αντιπλημμυρική προστασία, λιμενικές εγκαταστάσεις, έργα άρδευσης, υδροηλεκτρικά, υδροδότησης κτλ.) ή στο ευρύτερο περιβάλλον ή εάν η εφαρμογή των μέτρων αυτών κρίνεται οικονομικά δυσανάλογη. Για τα υδατικά συστήματα αυτά, οι περιβαλλοντικοί στόχοι, σύμφωνα με το Άρθρο 4, είναι η επίτευξη καλού οικολογικού δυναμικού και καλής χημικής κατάστασης. Η διαφοροποίηση που υπάρχει για τις δύο αυτές κατηγορίες υδατικών συστημάτων, δεν αποτελεί έκπτωση των περιβαλλοντικών στόχων, αλλά προσαρμογή αυτών στις συνθήκες αναφοράς με βάση την διαφορετική χρησιμότητα τους. Ο χαρακτηρισμός των υδατικών συστημάτων ως ιδιαιτέρως τροποποιημένα ή τεχνητά είναι προαιρετικός. Επομένως τα κράτη μέλη επιλέγουν εάν επιθυμούν τον χαρακτηρισμό ενός συστήματος επιφανειακών υδάτων ως ιδιαιτέρως τροποποιημένου ή τεχνητού. Στη περίπτωση αυτή ο περιβαλλοντικός στόχος είναι το καλό οικολογικό δυναμικό, ενώ διαφορετικά ο στόχος είναι η καλή οικολογική κατάσταση. Σημαντικές αλλαγές στα υδρομορφολογικά χαρακτηριστικά του υδατικού συστήματος οδηγούν σε μόνιμη αλλοίωση του χαρακτήρα του, με αποτέλεσμα το σύστημα να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδιαιτέρως τροποποιημένο. Τέτοιες αλλαγές είναι οι αλλαγές σε ποτάμια για ναυσιπλοΐα, οι αλλαγές σε λίμνες για αποθήκευση ύδατος καθώς και οι αλλαγές σε μεταβατικά και παράκτια ύδατα, για αμυντικούς σκοπούς(cis Working Group 2.2, 14/1/23). Επίσης οι πιο κοινές υδρομορφολογικές αλλαγές περιλαμβάνουν κατασκευή φραγμάτων και εκχειλιστών, τα οποία διαταράσσουν τη φυσική συνέχεια των ποταμών και των ρευμάτων και προκαλούν αλλαγές στα υδρολογικά και υδραυλικά χαρακτηριστικά τους. Πολλές φορές μόνο η αλλαγή στα μορφολογικά ή στα υδρολογικά χαρακτηριστικά του συστήματος δύναται να οδηγήσουν σε αλλοίωση του 87
συστήματος. Ιδιαίτερα οι μορφολογικές αλλαγές, οι οποίες συνήθως είναι μακροπρόθεσμες, έχουν ως αποτέλεσμα την αλλοίωση και μεταβολή των υδρολογικών χαρακτηριστικών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αλλαγές στα υδρολογικά χαρακτηριστικά του συστήματος. Τέτοιες αλλαγές, οι οποίες μπορεί να είναι βραχυπρόθεσμες, μπορεί να οδηγήσουν στην εντύπωση, σε ορισμένες περιπτώσεις, ότι ο χαρακτήρας του υδατικού συστήματος έχει αλλάξει. Σε τέτοιες περιπτώσεις, που οι αλλαγές στα υδρολογικά χαρακτηριστικά του συστήματος είναι προσωρινές, το υδατικό σύστημα δεν πρέπει να θεωρείται ότι έχει αλλοιωθεί σε χαρακτήρα και επομένως να χαρακτηρίζεται ως ιδιαιτέρως τροποποιημένο. Πρέπει να ελέγχεται εάν οι αλλαγές στα χαρακτηριστικά αυτά του συστήματος είναι βραχυπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες και κατά πόσο μπορούν να οδηγήσουν σε μόνιμη αλλοίωση του χαρακτήρα του. Υπάρχουν όμως και ιδιαίτερες περιπτώσεις, στις οποίες σημαντικές υδρολογικές αλλαγές σε ένα υδατικό σύστημα, οι οποίες όμως συνοδεύονται από μη σημαντικές αλλαγές στα μορφολογικά χαρακτηριστικά του, είναι αρκετές ώστε να χαρακτηριστεί προσωρινά ως ιδιαιτέρως τροποποιημένο. Η αναγνώριση και ο προσδιορισμός των τεχνητών υδατικών συστημάτων, ακολουθεί παραπλήσια προσέγγιση. Στη περίπτωση των τεχνητών υδατικών συστημάτων, το κλειδί για την αναγνώριση τους, είναι η σωστή απόδοση της έννοιας δημιουργείται με δραστηριότητα του ανθρώπου. Σύμφωνα με την Οδηγία Πλαίσιο, τεχνητό υδατικό σύστημα είναι ένα επιφανειακό υδατικό σύστημα το οποίο δημιουργήθηκε σε τοποθεσία όπου δεν υπήρχε υδατικό σύστημα πρωτύτερα και δεν προήλθε από την τροποποίηση, την μετακίνηση ή την ευθυγράμμιση ενός υπάρχοντος υδατικού συστήματος. Στη περίπτωση αυτή δεν συμπεριλαμβάνονται μισγαγκείες, μικροί τάφροι ή αυλάκια και γενικότερα οτιδήποτε δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως διακεκριμένο ή σημαντικό στοιχείο επιφανειακών υδάτων. Συστήματα επιφανειακών υδάτων τα οποία προήλθαν από μετατροπή ή μεταφορά θα πρέπει να χαρακτηρίζονται ως ιδιαιτέρως τροποποιημένα υδατικά συστήματα και όχι ως τεχνητά. Το αυτό πρέπει να εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις όπου υδατικά συστήματα άλλαξαν κατηγορία λόγω αλλαγών στα υδρομορφολογικά χαρακτηριστικά τους, όπως για παράδειγμα, ίδρυση ταμιευτήρα μετά την κατασκευή φράγματος εντός της κοίτης ποταμού, κτλ. 88
Στα πλαίσια της κοινής στρατηγικής για την εφαρμογή της οδηγίας πλαίσιο, συστήθηκε η ομάδα εργασίας 2.2 για να αναπτύξει καθοδήγηση για τη διαδικασία αναγνώρισης και χαρακτηρισμού των ιδιαιτέρως τροποποιημένων και τεχνητών υδατικών συστημάτων (CIS Working Group 2.2, 14/1/23). Υπεύθυνα κράτη μέλη για την ομάδα εργασίας, είναι η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ στην ομάδα εργασίας συμμετέχουν τα 12 κράτη μέλη, ορισμένες υπό ένταξη χώρες καθώς και διάφοροι οργανισμοί (EEB, EUREAU, Eurelectric and WWF). Το αποτέλεσμα της έρευνας της ομάδας εργασίας 2.2, συγκεντρώνεται στο κείμενο το οποίο δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο 23 και το οποίο τιτλοφορείται Κατευθυντήριες οδηγίες για την αναγνώριση και τον προσδιορισμό των ιδιαιτέρως τροποποιημένων και τεχνητών υδατικών συστημάτων. Η ολοκλήρωση της παραπάνω έρευνας απαίτησε πολλές επιμέρους εργασίες. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρουσιάστηκαν 12 εκθέσεις όπου αναλύθηκαν οι σοβαρότεροι παράγοντες των ΙΤΥΣ και των ΤΥΣ όπως επίσης και της διαδικασίας αναγνώρισης και προσδιορισμού αυτών. Οι εκθέσεις αυτές συζητήθηκαν και αναλύθηκαν διεξοδικά στις συναντήσεις των μελών της ομάδας εργασίας, ενώ παράλληλα συμφωνήθηκε και προωθήθηκε η μελέτη τριαντατεσσάρων (34) περιπτώσεων υδατικών συστημάτων από διαφορετικά κράτη μέλη, με σκοπό την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για την αναγνώριση, τον προσδιορισμό των ΙΤΥΣ και των ΤΥΣ καθώς και την εξακρίβωση τυχών προβλημάτων. 5.5.2 Διαδικασία προσδιορισμού των Ιδιαιτέρως Τροποποιημένων και Τεχνητών Υδατικών Συστημάτων Η ομάδα εργασίας 2.2, στο κείμενο Κατευθυντήριες οδηγίες για την αναγνώριση και τον προσδιορισμό των ιδιαιτέρως τροποποιημένων και τεχνητών υδατικών συστημάτων προχώρησε στη σύνταξη πρότασης για το χαρακτηρισμό ενός συστήματος υδάτων ως ΙΤΥΣ ή ως ΤΥΣ. Σύμφωνα με αυτή, η αναγνώριση και ο χαρακτηρισμός ενός συστήματος υδάτων ως ΙΤΥΣ ή ΤΥΣ, μπορεί να γίνει με την εφαρμογή 11 βημάτων τα οποία έχουν ως έξης: 1 ο Βήμα Τα συστήματα υδάτων πρέπει να προσδιοριστούν και να χαρακτηριστούν σύμφωνα με την καθοδήγηση της Ε.Ε. (CIS, Identification of water bodies, 89
Horizontal guidance on the application of the term water body in the context of the Water Framework Directive, 15/1/23). Σύμφωνα με την οδηγία 2/6/ΕΚ όλα τα ύδατα πρέπει να χαρακτηριστούν και να ταξινομηθούν σε συστήματα επιφανειακών υδάτων. 2 ο Βήμα Εξετάζεται εάν το σύστημα υδάτων έχει δημιουργηθεί από τον άνθρωπο. Σε αυτή την περίπτωση τα Κράτη Μέλη μπορούν χαρακτηρίσουν το συγκεκριμένο σώμα απ ευθείας ως ΤΥΣ ή σαν φυσικό σώμα (Βήμα 7 ο ή 8 ο ). 3 ο Βήμα Ένας προσεκτικός έλεγχος προτείνεται για να ελαχιστοποιηθεί ο συνολικός χρόνος ταυτοποίησης και χαρακτηρισμού των υδατικών συστημάτων. Στον έλεγχο αυτό συμπεριλαμβάνονται και τα υδατικά συστήματα που δεν εκπληρώνουν τον στόχο της καλής οικολογικής κατάστασης, αλλά δεν παρουσιάζουν υδρομορφολογικές αλλαγές. 4 ο Βήμα Τα υδάτινα σώματα που φέρουν υδρομορφολογικές αλλαγές εξετάζονται προσεκτικά. Οι αλλαγές αυτές σημειώνονται και εκτιμώνται οι επιπτώσεις αυτών. 5 ο Βήμα Με βάση τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στο 4 ο βήμα, προσδιορίζεται η πιθανότητα αποτυχίας της επίτευξης της καλής οικολογικής κατάστασης. Επίσης εξακριβώνεται αν η αποτυχία αυτή οφείλεται στις υδρομορφολογικές αλλαγές ή σε πιέσεις από τοξικές ουσίες ή άλλα ποιοτικά προβλήματα. 6 ο Βήμα Τα υδατικά συστήματα των οποίων οι υδρομορφολογικές αλλαγές προκαλούν σημαντική αλλαγή του χαρακτήρα τους, χαρακτηρίζονται προσωρινά ως ΙΤΥΣ. Τα υπόλοιπα ως φυσικά. 9
7 ο 8 ο 9 ο Βήμα Τα Κράτη Μέλη εξετάζουν εάν τα υδατικά συστήματα που θέλουν να χαρακτηριστούν ως ΙΤΥΣ πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζει η οδηγία πλαίσιο στο Άρθρο 4. Εάν δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές, τα υδατικά συστήματα δεν πρέπει να χαρακτηριστούν ως ΙΤΥΣ. 1 ο 11 ο Βήμα Ορίζονται οι περιβαλλοντικοί στόχοι του καλού οικολογικού δυναμικού και της καλής χημικής κατάστασης για τα ΙΤΥΣ και τα ΤΥΣ. Πολλές φορές για την εξοικονόμηση χρόνου είναι δυνατόν να προωθείται η εκτίμηση των υδατικών συστημάτων ομαδικά, εφόσον οι χρήσεις αλλά και τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά αυτών είναι ίδια ή παρόμοια. 5.6 Τυποχαρακτηριστικές συνθήκες αναφοράς και οικολογική κατάσταση των εσωτερικών υδάτων 5.6.1 Γενικά Βασικός περιβαλλοντικός στόχος της Οδηγίας Πλαίσιο, είναι η επίτευξη καλής οικολογικής κατάστασης για τα επιφανειακά ύδατα και καλού οικολογικού δυναμικού και χημικής κατάστασης για τα τεχνητά και τα ιδιαιτέρως τροποποιημένα. Επομένως η πιστοποίηση της ποιότητας των επιφανειακών υδάτων στηρίζεται σε φυσικοχημικά αλλά και σε βιολογικά κριτήρια. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να χαρακτηρίσουν και να κατατάξουν τα επιφανειακά ύδατα (ποτάμια, λίμνες, μεταβατικά και παράκτια) σε τρεις βασικές κατηγορίες κλάσεις (υψηλή, καλή και μέτρια) με γνώμονα την οικολογική τους κατάσταση. Τα ύδατα τα οποία δεν δύναται να ταξινομηθούν σε μια από αυτές τις τρεις κατηγορίες, χαρακτηρίζονται ως ελλιπούς ή κακής κατάστασης. Η ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης των διαφόρων τύπων επιφανειακών υδάτων, στηρίζεται στον καθορισμό των τυποχαρακτηριστικών συνθηκών αναφοράς. Ο προσδιορισμός των συνθηκών αναφοράς θα επιτρέψει την οριοθέτηση των κατηγοριών κλάσεων, ώστε εν συνεχεία να προσδιορισθεί η απόκλιση των υδατικών συστημάτων από τα επίπεδα αυτά και να ταξινομηθούν σε κατηγορίες (Οικονόμου Α. Σκουλικίδης Ν.). 91
Η οικολογική κατάσταση ενός υδατικού συστήματος καθορίζεται από βιοτικά και αβιοτικά στοιχεία τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν ως ποιοτικά στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να προσδιορισθούν και να αναλυθούν από τα κράτη μέλη, ώστε να είναι δυνατός ο προσδιορισμός της οικολογικής κατάστασής τους, καθώς και το επίπεδο της ανθρώπινης επίδρασης επάνω στη δομή και στη λειτουργία τους. Οι τυποχαρακτηριστικές συνθήκες αναφοράς (type specific reference conditions) πρέπει να καταστήσουν εφικτή την απόκλιση των υδατικών συστημάτων που έχουν υποστεί ανθρωπογενείς επιδράσεις από τη φυσική εξέλιξη. Συνεπώς αντιπροσωπεύουν εκείνες τις συνθήκες που αντιστοιχούν σε ποιοτικά στοιχεία (φυσικοχημικά, υδρομορφολογικά και βιολογικά) που χαρακτηρίζουν υδατικά συστήματα τα οποία έχουν υποστεί πολύ μικρές έως μηδαμινές αλλοιώσεις από ανθρωπογενείς επιδράσεις (Owen R., Duncan W., Pollard P., 22). Σύμφωνα με την Οδηγία Πλαίσιο, παράρτημα ΙΙ, 1.3 (i vi) ο καθορισμός των τυποχαρακτηριστικών συνθηκών αναφοράς για τους διαφόρους τύπους συστημάτων επιφανειακών υδάτων έχει ως εξής: Για κάθε τύπο συστημάτων επιφανειακών υδάτων καθορίζονται τυποχαρακτηριστικές υδρομορφολογικές και φυσικοχημικές συνθήκες που αντιπροσωπεύουν τις τιμές των υδρομορφολογικών και φυσικοχημικών ποιοτικών στοιχείων τα οποία ορίζονται για το συγκεκριμένο σύστημα επιφανειακών υδάτων όταν η οικολογική του κατάσταση χαρακτηρίζεται ως υψηλή.καθορίζονται τυποχαρακτηριστικές βιολογικές συνθήκες που αντιπροσωπεύουν τις τιμές των βιολογικών ποιοτικών στοιχείων για το συγκεκριμένο σύστημα επιφανειακών υδάτων όταν η οικολογική του κατάσταση χαρακτηρίζεται ως υψηλή οι τυποχαρακτηριστικές βιολογικές συνθήκες μπορούν είτε να έχουν χωρική βάση, είτε να βασίζονται σε μοντέλο, είτε να υπολογίζονται με συνδυασμό των μεθόδων αυτών. Όταν δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν οι μέθοδοι αυτές, τα κράτη μέλη μπορούν να βασίζονται σε εισηγήσεις εμπειρογνωμόνων για τον καθορισμό των συνθηκών αυτών. Οι τυποχαρακτηριστικές βιολογικές συνθήκες αναφοράς που βασίζονται σε μοντέλο μπορούν να υπολογίζονται είτε με μοντέλα προβλέψεων, είτε με μεθόδους 92
προβολής στο παρελθόν. παλαιολογικά και άλλα διαθέσιμα δεδομένα. Οι μέθοδοι πρέπει να χρησιμοποιούν ιστορικά, Προϋπόθεση για το καθορισμό συνθηκών αναφοράς είναι η ταξινόμηση των υδατικών συστημάτων σε τύπους. Σύμφωνα με την Οδηγία Πλαίσιο η ταξινόμηση αυτή θα γίνει με βάση δύο συστήματα (σύστημα Α ή σύστημα Β) (Οδηγία 2/6/ΕΚ, Παράρτημα ΙΙ, 1.1 1.2). Τα δύο συστήματα είναι παρόμοια μεταξύ τους δεδομένου ότι οι ίδιοι υποχρεωτικοί συντελεστές χρησιμοποιούνται και στα δύο (γεωγραφική θέση, υψόμετρο, μέγεθος, γεωλογία και για λίμνες, βάθος). Η διαφορά έγκειται στον τρόπο με τον οποίο θα γίνει ο προσδιορισμός και η ταξινόμηση των υδατικών συστημάτων σε τύπους. Συγκεκριμένα το σύστημα Α υπαγορεύει το χαρακτηρισμό των υδατικών συστημάτων χωρικά (οικοπεριοχές) ενώ μεταχειρίζεται κλάσεις όσον αφορά τους συντελεστές υψομέτρου, μεγέθους και βάθους. Το σύστημα Β, αντιθέτως, δεν στηρίζεται στην παραπάνω βάση ενώ εμπεριέχει και μια σειρά επιπλέον προαιρετικών παραμέτρων. Η επιλογή του συστήματος ταξινόμησης των υδατικών συστημάτων σε τύπους, γίνεται από το ίδιο κράτος μέλος. Η χρήση του συστήματος Β όμως εμπεριέχει και ένα σοβαρό περιορισμό. Σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας Πλαισίου, η χρήση του δεν πρέπει να οδηγήσει σε μεγαλύτερη διαφοροποίηση από αυτή του συστήματος Α. Το γεγονός αυτό εξασφαλίζει ότι η χρήση του συστήματος Β θα οδηγήσει, στο ίδιο ή σε μικρότερο αριθμό τυποχαρακτηριστικών συνθηκών αναφοράς, με το σύστημα Α. Η διαδικασία αυτή θα συμβάλλει στον περιορισμό του αριθμού των τύπων επιφανειακών υδάτων, γεγονός που θα αποτρέψει την δημιουργία ενός πολύπλοκου και δύσχρηστου συστήματος οικολογικής παρακολούθησης και σύγκρισης των τύπων μεταξύ των κρατών μελών. Όσον αφορά τις προαιρετικές παραμέτρους που ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν από τα κράτη μέλη στο σύστημα Β, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η χρήση τους εξαρτάται αποκλειστικά από την αρμόδια αρχή που έχει αναλάβει την ταξινόμηση σε τύπους των υδατικών συστημάτων, ενώ επίσης πρόσθετες παράμετροι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν αρκεί να οδηγούν στο απαιτούμενο αποτέλεσμα. Οι διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα υδατικά συστήματα των κρατών μελών και οι οποίες οφείλονται σε γεωμορφολογικούς, κλιματικούς, υδρολογικούς 93
και βιογεωγραφικούς παράγοντες, δημιουργούν ένα ευρύ φάσμα τύπων. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού είναι η δύσκολη έως αδύνατη ταξινόμηση και σύγκριση των διαφόρων τύπων υδατικών συστημάτων. Για την ελαχιστοποίηση αυτών των διαφορών, η Οδηγία Πλαίσιο υιοθετεί την έννοια των οικοπεριοχών (ecoregions). Η έννοια των οικοπεριοχών στηρίζεται σε ένα συνδυασμό βιοτικών και αβιοτικών παραμέτρων, όπως, κλίμα, έδαφος, χρήσεις γης και συνεπώς παρέχει μια λογική βάση για την οργάνωση και ταξινόμηση της περιβαλλοντικής πληροφορίας (Οικονόμου Α., Σκουλικίδης Ν.). Χάρτης με τις οικοπεριοχές για τους ποταμούς και τις λίμνες, που υιοθετήθηκαν από την Ε.Ε. παρατίθεται στο παράρτημα ΧΙ (Οδηγία 2/6/ΕΚ, Παράρτημα ΧΙ, Χάρτης Α) της Οδηγίας Πλαίσιο. Στο ίδιο παράρτημα παρατίθεται και ο χάρτης των οικοπεριοχών για τα ιδιαιτέρως τροποποιημένα και τεχνητά υδατικά συστήματα (Οδηγία 2/6/ΕΚ, Παράρτημα ΧΙ, Χάρτης Β). Στα πλαίσια της κοινής στρατηγικής για την εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημιουργήθηκε η ομάδα εργασίας REFCOND 2.3, της οποίας ο στόχος ήταν και είναι να καθοδηγήσει τα κράτη μέλη και κυρίως τους φορείς που εμπλέκονται με την εφαρμογή της οδηγίας, κατά τον προσδιορισμό των τυποχαρακτηριστικών συνθηκών αναφοράς καθώς και την ταξινόμηση των υδατικών συστημάτων σε τύπους. Στα πλαίσια αυτής της καθοδήγησης αναπτύχθηκε ένα νομικά μη δεσμευτικό κείμενο, μια πρακτική οδηγία (CIS, W.G. 2.3 Reference conditions for inland surface waters (REFCOND), Final 3/4/23), για την καλύτερη κατανόηση και εφαρμογή των διατάξεων των παραρτημάτων ΙΙ και V της Οδηγίας Πλαισίου. Η ομάδα εργασίας αποτελείται από οικολόγους και ειδικούς από κυβερνητικούς και μη οργανισμούς από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και από την Νορβηγία. Στην ανάπτυξη της καθοδήγησης παίρνουν επίσης μέρος και μέλη από τις υπό ένταξη χώρες. Ήδη τρία εργαστήρια διοργανώθηκαν μέσα στο 21 και 22. Επίσης ένα ερωτηματολόγιο συντάχθηκε με σκοπό την συλλογή πληροφοριών για την επισκόπηση των τεχνικών και των αρχών που θέτουν τα κράτη μέλη για την αναγνώριση των τυποχαρακτηριστικών συνθηκών αναφοράς και τον προσδιορισμό των κλάσεων ποιότητας με την χρήση των ποιοτικών στοιχείων που συμπεριλαμβάνονται στην Οδηγία Πλαίσιο. 94
5.7 Οικονομικά και Περιβάλλον, η εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο για τα ύδατα 5.7.1 Γενικά Η χρήση των οικονομικών μεθόδων είναι βαρύνουσας σημασίας όσον αφορά τις περιβαλλοντικές πολιτικές, δεδομένου ότι αποτελούν τα βασικά εργαλεία για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των πολιτικών. Χρηματοοικονομικά προγράμματα έχουν προωθηθεί στην ευρωπαϊκή περιβαλλοντική πολιτική από πολλά χρόνια. Τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να λαμβάνουν υπόψη τις αρχές που προωθούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα την αρχή της ανάκτησης του πλήρους κόστους. Η οικονομική θεώρηση στη διαχείριση των υδατικών πόρων και στην λήψη αποφάσεων υδατικής πολιτικής αποτελεί ουσιώδες εργαλείο κατά την επιλογή των καταλληλότερων μέτρων. Η ενσωμάτωση της οικονομικής θεώρησης έγινε στην περίπτωση της Οδηγίας Πλαίσιο μέσα από οικονομικές αρχές, οικονομικά εργαλεία και τεχνικές και τέλος οικονομικά μέτρα (Ασημακόπουλος Δ., 22). Τα Κράτη Μέλη λαμβάνουν υπόψη την αρχή της ανάκτησης του κόστους των υπηρεσιών ύδατος, συμπεριλαμβανομένου του κόστους για το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική ανάλυση που διεξάγεται σύμφωνα µε το Παράρτημα ΙΙΙ, και ειδικότερα σύμφωνα µε την αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει. Στόχος είναι η δημιουργία ενός κοινού πλαισίου διαχείρισης το οποίο βασίζεται στην ανάκτηση του συνολικού κόστους. Η Οδηγία Πλαίσιο περιλαμβάνει ένα συγκεκριμένο παράρτημα (Παράρτημα ΙΙΙ) το οποίο αφορά την οικονομική ανάλυση που πρέπει να εφαρμοστεί. Ωστόσο ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στο γεγονός ότι επιπλέον οικονομικές απαιτήσεις και στοιχεία που δεν αναφέρονται ρητά στο συγκεκριμένο παράρτημα, υπάρχουν σε πολλά σημεία εντός του κειμένου της οδηγίας. Η σύγχρονη περιβαλλοντική πολιτική, η οποία ασκείται στις περισσότερες προηγμένες χώρες, ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, βασίζεται στις ακόλουθες γενικές αρχές: Αρχή της αειφορίας, αρχή της πρόληψης και της προφύλαξης και αρχή της ευθύνης του ρυπαίνοντος, γνωστότερη ως ο ρυπαίνων πληρώνει. 95
Η οδηγία συνδυάζει ποιοτικούς, οικολογικούς και ποσοτικούς στόχους για την προστασία υδάτινων οικοσυστηµάτων και την καλή κατάσταση όλων των υδατικών πόρων και θέτει ως κεντρική ιδέα την ολοκληρωµένη διαχείριση τους στην κλίμακα των λεκανών απορροής. Παράλληλα αντιµετωπίζονται συνολικά όλες οι χρήσεις και υπηρεσίες νερού συνυπολογίζοντας την αξία του νερού για το περιβάλλον, την υγεία, την ανθρώπινη κατανάλωση και την κατανάλωση σε παραγωγικούς τοµείς. Η υιοθέτηση των παραπάνω αρχών από τα κράτη μέλη και η εφαρμογή τιμολογιακής πολιτικής στην περίπτωση της διαχείρισης των υδάτινων πόρων, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και δυσκολότερα έργα που θα αντιμετωπίσουν τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή της Οδηγίας Πλαισίου. Για τον λόγο αυτό, συστάθηκε η ομάδα εργασίας 2.6 (WATECO, WATer and ECOnomics). Η ομάδα εργασίας, η οποία βρίσκεται υπό την ευθύνη της Γαλλίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προχώρησε στην σύνταξη και δημοσίευση ενός κειμένου, το οποίο όπως σε κάθε περίπτωση, είναι νομικά μη δεσμευτικό για τα κράτη μέλη, και ως στόχο έχει την αντιμετώπιση τυχών προβλημάτων που θα προκύψουν κατά την εφαρμογή των οικονομικών στοιχείων και απαιτήσεων της Οδηγίας Πλαίσιο. Μέλη της ομάδας εργασίας 2.6 είναι οικονομολόγοι, τεχνικοί ειδήμονες καθώς και χρήστες νερού τόσο από τα κράτη μέλη καθώς και από τα υποψήφια κράτη μέλη. Η επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της οδηγίας με τον πιο αποτελεσματικό και συνάμα οικονομικό τρόπο θα γίνει με την εφαρμογή των παρακάτω βημάτων: Την εφαρμογή των οικονομικών αρχών (π.χ. ο ρυπαίνων πληρώνει), τη χρήση των οικονομικών προσεγγίσεων και μέτρων (π.χ. ανάλυση ανταποδοτικότητας κόστους, Cost effectiveness analysis) και την εξέταση οικονομικών εργαλείων (π.χ. τιμολογιακή πολιτική). 5.7.2 Οικονομική ανάλυση Βάση για την εφαρμογή της αρχής της πλήρους ανάκτησης κόστους καθώς και της αρχής ο ρυπαίνων πληρώνει θα αποτελέσει η οικονομική ανάλυση για κάθε υδατική περιφέρεια, ή λεκάνη απορροής, η οποία πρέπει να περατωθεί μέχρι το τέλος του 24. 96
Σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ της Οδηγίας Πλαίσιο η οικονομική ανάλυση πρέπει να εμπεριέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες συμπεριλαμβανομένου και εκτίμηση του περιβαλλοντικού κόστους. Επιπλέον, στο ίδιο παράρτημα δίνεται βαρύτητα και στις μελλοντικές προβλέψεις προσφοράς και ζήτησης ύδατος. Η οικονομική ανάλυση καθώς και τα βήματα για την εφαρμογή του σχεδίου ανάκτησης κόστους πρέπει να δημοσιεύονται στα διαχειριστικά σχέδια των υδατικών περιφερειών. 5.7.3 Το ορόσημο του 24 Το έτος 24 αποτέλεσε την πρώτη ημερομηνία ορόσημο για την διαδικασία εφαρμογής της Οδηγίας Πλαίσιο γενικότερα, αλλά και ειδικότερα για την διαδικασία της οικονομικής ανάλυσης. Σύμφωνα με το Άρθρο 5 και το παράρτημα ΙΙΙ, τα κράτη μέλη όφειλαν να προχωρήσουν σε εκτίμηση της σημασίας του νερού για την οικονομία καθώς και την κοινωνικό οικονομική αξιοποίηση των περιοχών λεκάνης απορροής (River Basin Districts). Ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό προλειαίνεται το έδαφος για την εκτίμηση των σημαντικών διαχειριστικών θεμάτων καθώς επίσης και για την επερχόμενη ανάλυση της ανταποδοτικότητας κόστους. Ένας ακόμα σημαντικός ρόλος της οικονομικής ανάλυσης είναι η ανάπτυξη ενός βασικού σεναρίου (Baseline scenario (BLS)) με σκοπό την πρόγνωση και εκτίμηση των οικονομικών οδηγών που είναι πιθανόν να επηρεάσουν έμμεσα την κατάσταση των υδάτων. Κατά την ανάπτυξη του σεναρίου αυτού πρέπει να προβλεφθούν και να αξιολογηθούν οι μακροχρόνιες τάσεις προσφοράς και ζήτησης νερού, λαμβάνοντας υπόψη κοινωνικό οικονομικές μεταβλητές, την οικονομική ανάπτυξη καθώς και αλλαγές σε προγραμματισμένες επενδύσεις. Υδρολογικοί και κοινωνικό οικονομικοί παράγοντες πρέπει να ερευνηθούν συστηματικά. Σημαντικό ρόλο για την οικονομική ανάλυση για το 24 διαδραμάτισε και η εκτίμηση του επιπέδου της ανάκτησης κόστους των υπηρεσιών ύδατος (σύμφωνα με το Άρθρο 9). Βασικοί παράγοντες που έπρεπε να ερευνηθούν είναι το επίπεδο των υπηρεσιών ύδατος, η θεσμική οργάνωση της ανάκτησης κόστους, το εύρος του πεδίου από το οποίο θα γίνει η ανάκτηση κόστους (συμπεριλαμβανομένου του κόστους για το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους). 97
Όσον αφορά την ανάλυση της ανταποδοτικότητας του προγράμματος μέτρων, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ, τα κράτη μέλη όφειλαν να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες ώστε να συγκεντρωθούν όλες οι πληροφορίες με επαρκείς λεπτομέρειες τόσο για το συνολικό κόστος των μέτρων που θα εφάρμοζαν. Επίσης έπρεπε να υπολογιστούν τα όρια διακύμανσης του κόστους για μεμονωμένα μέτρα καθώς και παράμετροι κλειδιά που επηρεάζουν το εύρος του κόστους. 5.7.4 Τιμολογιακή πολιτική και ανάκτηση κόστους Το άρθρο 9 της Οδηγίας Πλαίσιο υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λάβουν υπόψη στον σχεδιασμό και εφαρμογή της πολιτικής για τα ύδατα την αρχή της ανάκτησης του κόστους των υπηρεσιών ύδατος. Ειδικότερα μέχρι το 21 τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίσουν ότι η τιμολογιακή πολιτική που θα εφαρμόσουν θα αποτελέσει ένα κίνητρο για την οικονομική κατανάλωση του ύδατος και συνεπώς θα συνεισφέρει στην επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της οδηγίας, καθώς και την ικανοποιητική ανάκτηση κόστους των υπηρεσιών ύδατος. Η τιμολογιακή πολιτική για την ανάκτηση κόστους αποτελεί ένα από τα δυσκολότερα σημεία της Οδηγίας. Σύμφωνα με την Ομάδα εργασίας 2.6 υπάρχουν κάποιες ενέργειες στις οποίες μπορούν να προβούν τα κράτη μέλη και οι οποίες παρέχουν το γενικό πλαίσιο το οποίο δύναται να ακολουθηθεί. Για παράδειγμα τα κράτη μέλη θα πρέπει να προχωρήσουν σε: Προσδιορισμό των υπηρεσιών νερού, φορέων παροχής, των χρηστών και των ρυπαντών, υπολογισμό του συνολικού κόστους των υπηρεσιών νερού, εκτίμηση του βαθμού της ανάκτησης κόστους κατά χρήση νερού αλλά και κατά τομέα, εκτίμηση της συμβολής στην ανάκτηση κόστους των βασικών χρηστών νερού και εάν κριθεί απαραίτητο, την αναθεώρηση των οικονομικών κινήτρων και των εφαρμοζόμενων εισφορών. 98
5.8 Τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών και η εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο 5.8.1 Γενικά Η οδηγία πλαίσιο αποτελεί το νομικό πλαίσιο ενός ευρέως φάσματος δραστηριοτήτων οι οποίες στοχεύουν στην επίτευξη της καλής οικολογικής κατάστασης για όλα τα ύδατα. Πολλές από αυτές τις δραστηριότητες προϋποθέτουν την χρήση χωρικά κατανεμημένων πληροφοριών και δεδομένων. Για τον λόγο αυτό η χρήση των γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών (GIS) δύναται να βοηθήσει σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Επιπλέον, η οδηγία αξιώνει οι αναφορές των περισσοτέρων χωρικών πληροφοριών να γίνονται με βάση τα γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών. Η χρήση των GIS επίσης θα διευκολύνει τις αναλύσεις καθότι θα μειώσει σε αρκετά μεγάλο βαθμό τον χρόνο που αυτές απαιτούν. Είναι επίσης σημαντικό να αναφερθεί ότι η χρήση των γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών στα πλαίσια της διαχείρισης των υδάτινων πόρων βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τις προσπάθειες που καταβάλλονται σήμερα από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη με στόχο την ανάπτυξη ενός εναρμονισμένου Ευρωπαϊκού συστήματος υποδομής χωρικών δεδομένων (INSPIRE Infrastructure for Spatial InfoRmation in Europe). Οι πληροφορίες και οι τεχνικές προδιαγραφές των χαρτών που απαιτούνται από την Οδηγία, δεν ξεκαθαρίζονται εντός του κειμένου της. Για τον λόγο αυτό συστήθηκε η Ομάδα Εργασίας 3.1 (The GIS Working Group) η οποία είχε ως στόχο να αναπτύξει διεξοδικώς τις λεπτομέρειες και τις προδιαγραφές που απαιτούνται και να τις παρουσιάσει υπό μορφή κατευθυντηρίων γραμμών (Guidance Document). Μέλη της Ομάδας Εργασίας 3.1 είναι ειδικοί από τα κράτη μέλη καθώς και τα υποψήφια κράτη μέλη, από την Eurostat, την EEA (European Environment Agency) από το Joint Research Center (JRC) και το DG Environment. 5.8.2 Οι απαιτήσεις των GIS υπό την Οδηγία Πλαίσιο Η Οδηγία Πλαίσιο επιβάλλει η αναφορά πλήθους πληροφοριών να γίνεται υπό μορφή χαρτών. Τα παραρτήματα Ι και ΙΙ κατηγορηματικά ορίζουν ότι οι σχετικοί χάρτες θα πρέπει να μπορούν να εισαχθούν και να επεξεργαστούν μέσω GIS. Για το λόγο αυτό γίνεται κατανοητό ότι τα δεδομένα και οι πληροφορίες θα 99
πρέπει να αποθηκεύονται σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές υπό την μορφή θεματικών επιπέδων (layers). Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που συμβάλλει στη χρήση των θεματικών επιπέδων (layers) είναι το γεγονός ότι τα δεδομένα πρέπει να μπορούν να παρουσιαστούν στο χωρικό τους φάσμα, ώστε να ανακτώνται γρήγορα με την παράλληλη χρήση των σχετικών βάσεων δεδομένων. Στόχος της ομάδας εργασίας 3.1 είναι να αναπτύξει τις προδιαγραφές και να τις κάνει διαθέσιμες υπό μορφή κειμένου κατευθυντηρίων γραμμών. Με τον τρόπο αυτό θα βοηθήσει τα κράτη μέλη στην προπαρασκευή των layers ώστε να ακολουθούν ένα κοινό πρότυπο. Η χρήση των χωρικών δεδομένων κατά την εφαρμογή της οδηγίας οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Για την προετοιμασία των σχεδίων διαχείρισης των λεκανών απορροής, για την διαδικασία αναφοράς στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Στην πρώτη περίπτωση τα GIS είναι απαραίτητα για την παραγωγή των layers δεδομένων (π.χ. χαρακτηριστικά των λεκανών απορροής, υδατικών συστημάτων, οικολογικής και χημικής κατάστασης, κτλ.) που απαιτούνται κατά την σύνταξη των σχεδίων διαχείρισης λεκανών απορροής, ενώ στην δεύτερη περίπτωση τα GIS θα αποτελέσουν το εργαλείο για την ετοιμασία και την παραγωγή των layers που απαιτούνται για την αναφορά στην Επιτροπή. Η ομάδα εργασίας 3.1 επικεντρώθηκε στη χρήση των GIS όσον αφορά την διαδικασία αναφοράς στην Επιτροπή, λόγω της πίεσης χρόνου. Μακροπρόθεσμα, η ανάπτυξη προδιαγραφών και καθοδήγησης για την χρήση των GIS στην προετοιμασία των σχεδίων διαχείρισης των λεκανών απορροής θα μελετηθεί προσεκτικά. 5.8.3 Επισκόπηση των θεματικών επιπέδων (layers), της κλίμακας και της ακρίβειας σημείου Οι τεχνικές προδιαγραφές των GIS layers που απαιτούνται για την εφαρμογή των διατάξεων της Οδηγίας Πλαίσιου βασίστηκαν σε μια λεπτομερή ανάλυση του περιεχομένου του κειμένου της οδηγίας καθώς και των κατευθυντηρίων γραμμών όλων των ομάδων εργασίας. Η συγκέντρωση των δεδομένων και η κατασκευή των χαρτών που απαιτούνται από την οδηγία αποτελεί μέλημα των κρατών μελών και συγκεκριμένα των αρμοδίων αρχών για κάθε περιοχή λεκάνης απορροής (River Basin District). 1
Η ομάδα εργασίας 3.1 κατέληξε στη χρήση χαρτών κλίμακας 1:25, (ή καλύτερης) για την συλλογή των δεδομένων θα πρέπει να αποτελέσει κοινή προσέγγιση μακροπρόθεσμα. Οι χάρτες που θα παραχθούν από την επεξεργασία των στοιχείων και θα χρησιμοποιηθούν στις εκθέσεις των κρατών μελών, θα πρέπει να είναι 1:25, ή 1:1,, βραχυχρόνια και 1:25, μακροπρόθεσμα. Οι πολύ γενικοί χάρτες, όπως για παράδειγμα Ν ο 1 Χάρτης επισκόπησης των περιοχών λεκανών απορροής (River Basin Districts Overview map), καθώς και N o 2 Χάρτης των αρμόδιων αρχών (Competent Authorities map) δύναται να υποβάλλονται σε μικρότερες κλίμακες μέχρι 1:4,,. Όσον αφορά την ακρίβεια σημείου, η ομάδα εργασίας υποδεικνύει ως ακρίβεια σημείου τα 1m (χάρτης εισαγωγής, κλίμακας 1:1,,) βραχυπρόθεσμα ενώ μακροπρόθεσμα η ακρίβεια σημείου πρέπει να ανέλθει στα 125m (χάρτης εισαγωγής, κλίμακας 1:25,). Περιπτώσεις όπου η διαθεσιμότητα δεδομένων καθώς και θέματα πολιτικής και στρατηγικής των κρατών μελών δεν αποτελούν πρόβλημα, datasets με την υψηλότερη ακρίβεια σημείου (θέσης) είναι προτιμότερα. Τα θεματικά επίπδεα (layers) χωρίζονται σε τρεις βασικές κατηγορίες: Βασικές πληροφορίες και χαρακτηριστικά των περιοχών λεκανών απορροής, δίκτυο παρακολούθησης και πληροφορίες για την κατάσταση των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων και προστατευόμενων περιοχών. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στις περιπτώσεις χαρτών με διεθνής λεκάνες απορροής, όπου κοινή κωδικοποίηση είναι απαραίτητη. Παράδειγμα χάρτη με κοινή κωδικοποίηση είναι ο EuroGlobalMap κλίμακας 1:1,, ο οποίος βρίσκεται υπό κατασκευή. 5.9 Υπόγεια ύδατα 5.9.1 Γενικά Η προστασία των υπόγειων υδάτων προκάλεσε προβληματισμό στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και αποτέλεσε αντικειμενικό στόχο από παλιά. 11
Παραδοσιακά η μελέτη και η διαχείριση των υδατικών πόρων εστιάστηκε στα επιφανειακά και στα υπόγεια ύδατα χωριστά σαν να ήταν ξεχωριστές οντότητες. Η προστασία των υπόγειων υδάτων αποτέλεσε αντικείμενο της οδηγίας 8/68/ΕΟΚ (Οδηγία 8/68/ΕΟΚ, περί προστασίας των υπόγειων υδάτων από την ρύπανση που προέρχεται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες), η οποία παρείχε ένα πλαίσιο προστασίας, αποτρέποντας την άμεση απόρριψη ρύπων υψηλής προτεραιότητας και προέβλεπε υποχρεωτική αδειοδότηση μετά από έλεγχο για κάθε περίπτωση χωριστά, για την απόρριψη άλλων ρύπων. Παρακολούθηση απαιτούνταν μόνο για ειδικές περιπτώσεις και όχι για το σύνολο των υπόγειων υδάτινων όγκων. Η αντίληψη αυτή πλέον αλλάζει με την θέσπιση και εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο, στην οποία αναγνωρίζεται η αλληλεπίδραση των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων. Η διήθηση και κίνηση του νερού προς τους υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες παρέχει ένα σημαντικό άξονα κίνησης χημικών ουσιών μεταξύ της επιφάνειας του εδάφους και των υδατικών συστημάτων. Επομένως η κατανόηση της σχέσης μεταξύ των επιφανειακών υδάτων και των υπόγειων υδάτων ειδικά όσον αφορά την οξύτητα, τη θερμοκρασία, το οξυγόνο και γενικότερα την υδροχημεία, μπορεί να βοηθήσει σε σημαντικό βαθμό τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επιφανειακών υδάτων όπως αυτά εμφανίζονται σε μια περιοχή. Η προεργασία για την εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο δίνει την δυνατότητα για μια ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του υδρολογικού κύκλου. Η θέσπιση και πλήρης εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο (2/6/ΕΚ) το 213 θα καταργήσει την οδηγία αυτή (8/68/ΕΟΚ), οπότε και το καθεστώς προστασίας των υπόγειων υδάτων θα συνεχιστεί μέσω της Οδηγίας Πλαισίου, καθώς και μια θυγατρική οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των υπόγειων υδάτων από τη ρύπανση (Βρυξέλλες, 19.9.23, COM (23) 55 τελικό, 23/21 (COD)). Σύμφωνα με το άρθρο 4(1β) της Οδηγίας Πλαίσιο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποτραπεί και να ελεγχθεί η μόλυνση των υπόγειων υδάτων. Τα μέτρα που θα ληφθούν θα πρέπει να στοχεύουν στην καλή χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων. Επιπλέον, θα πρέπει να εντοπίζουν και να αναστρέφουν κάθε σημαντική και έμμονη ανοδική τάση συγκέντρωσης οιουδήποτε ρύπου (Γκιώνης Γ.). 12
Η Οδηγία Πλαίσιο παρέχει ένα γενικό πλαίσιο προστασίας των υπόγειων υδάτων. Επίσης το άρθρο 17 ορίζει ότι «το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θεσπίζουν ειδικά μέτρα για την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης των υπόγειων υδάτων». Τα ειδικά μέτρα θεσπίζονται στην πρόταση οδηγίας σχετικά με την προστασία των υπόγειων υδάτων από την ρύπανση. 5.9.2 Ομάδα Εργασίας 2.8 WFD GW Η εφαρμογή των διατάξεων της Οδηγίας για τα υπόγεια ύδατα για την επίτευξη των αντικειμενικών στόχων αποτελεί ένα ιδιαίτερο δύσκολο έργο για το σύνολο των κρατών μελών. Για τον λόγο αυτό συστήθηκε μια Ομάδα εργασίας (CIS 2.8, WFD GW) η οποία αποτελείται από έντεκα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία και Ηνωμένο Βασίλειο) υπό την ηγεσία της Αυστρίας (FEA Federal Environment Agency ltd). Επιπλέον, ινστιτούτα από πέντε ακόμα χώρες (Φινλανδία, Ουγγαρία, Ιταλία, Νορβηγία και Σουηδία) συμμετείχαν ως παρατηρητές στο πρόγραμμα. Ο βασικός στόχος του προγράμματος ήταν η ανάπτυξη της κατάλληλης μεθόδου σύνθεσης των αποτελεσµάτων παρακολούθησης για τον υπολογισµό αντιπροσωπευτικής τιµής ως προς κάθε παράµετρο που ελέγχεται για το υπόγειο υδατικό σώµα, καθώς επίσης και την ανάπτυξη της κατάλληλης στατιστικής μεθόδου για την εκτίµηση των ανοδικών τάσεων ρύπανσης και την αναστροφή τους, που περιλαµβάνει τον προσδιορισµό των ελαχίστων απαιτήσεων για τους υπολογισµούς, καθώς και την χρονική βάση που θα λαµβάνεται ως σηµείο εκκίνησης κατά τον υπολογισµό μίας τάσης (Γκιώνης Γ., 22). Στο πρόγραμμα αυτό η Ελλάδα συμμετείχε μέσω του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ) με παράδειγμα τον υδροφορέα Αγίου Νικολάου Κρήτης. 13
5.1 Δίκτυο πιλοτικής εφαρμογής της Οδηγίας Πλαίσιο 2/6/ΕΚ σε λεκάνες απορροής 5.1.1 Γενικά Η χάραξη κοινής στρατηγικής για την εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο για τα νερά βασίστηκε στην ανάπτυξη και σύνταξη κατευθυντηρίων γραμμών (Guidance Documents) από τις ομάδες εργασίας (Working Groups). Το ευρύ φάσμα των δραστηριοτήτων, των σκοπών και των στόχων καθώς και οι διαφορετικές τεχνικές που προτείνουν οι ομάδες εργασίας εγείρουν την ανάγκη ελέγχου και επικύρωσης αυτών, ώστε να αποφευχθούν προβλήματα τα οποία θα έχουν ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της εφαρμογής της Οδηγίας. Στην ανάγκη αυτή συνεπικουρεί και το γεγονός των διαφορετικών και ιδιάζουσων συνθηκών (κλιματικών, τεχνικών και πολιτικών) που διαμορφώνονται σε κάθε κράτος μέλος καθώς και στα υποψήφια κράτη μέλη. Το δίκτυο πιλοτικής εφαρμογής της Οδηγίας έχει ως στόχο να διασφαλίσει την συνοχή μεταξύ των ομάδων εργασίας και να εξασφαλίσει την δυνατότητα εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών και επομένως των διατάξεων της Οδηγίας. Για τον λόγο αυτό επιλέχθηκαν ορισμένες λεκάνες απορροής απ όλα τα κράτη μέλη. Το κριτήριο της επιλογής των λεκανών αυτών ήταν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν και τα οποία χρίζουν ειδικής αντιμετώπισης. Τα αποτελέσματα της πιλοτικής εφαρμογής των διατάξεων της οδηγίας καθώς και των κατευθυντηρίων γραμμών των ομάδων εργασίας στοχεύουν να συνδράμουν στην αποδοτικότερη (οικονομικά και περιβαλλοντικά) εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο στο σύνολο των κρατών μελών και των υποψήφιων κρατών. Επιπλέον θα παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για περιβαλλοντικές τάσεις οι οποίες οφείλονται από την ίδια την εφαρμογή της Οδηγίας, γεγονός που κρίνεται πολύ σημαντικό. Τα κράτη μέλη καθώς και τα υποψήφια κράτη μέλη που συμμετέχουν στο δίκτυο αυτό είναι τα παρακάτω: Βέλγιο, Γαλλία, Ολλανδία (Scheldt transboundary river basin), Δανία (Odense river basin), Φινλανδία (Oulujoki river basin), Γαλλία, Γερμανία, Λουξεμβούργο (Moselle Sarre transboundary river basin), 14
Γαλλία (Marne river basin), Γερμανία, Πολωνία και Τσεχία (Neisse transboundary river basin), Ελλάδα (Λεκάνη απορροής Πηνειού ποταμού), Ιρλανδία (Shannon river basin), Ιταλία (Cecina και Tevere river basins), Νορβηγία (Suldalsvassdraget river basin), Πορτογαλία (Guadiana river basin, πορτογαλική πλευρά), Ρουμανία, Ουγγαρία (Somos transboundary river basin), Ισπανία (Júcar river basin). Το εμβαδόν των λεκανών απορροής που επιλέχθηκαν ποικίλει από 116 Km 2 (Δανία, Odense) μέχρι 3717 Km 2 (Βέλγιο, Γαλλία, Ολλανδία, Scheldt). Οι οικοπεριοχές που καλύπτονται από τις επιλεχθείσες λεκάνες απορροής (Παράρτημα ΧΙ, Οδηγία 2/6/ΕΚ, Χάρτης Α και Χάρτης Β, σελ. 71 72) είναι οι 1, 6, 8, 1, 11, 13, 14, 17, 22, 25 (όσον αφορά τα ποτάμια και τις λίμνες) και οι 1, 4, 5 και 6 (όσον αφορά τα μεταβατικά και παράκτια ύδατα). Οι 4 από τις 13 λεκάνες απορροής είναι διεθνής, καλύπτοντας εδάφη έως τεσσάρων χωρών. Οι προτάσεις που υπέβαλλαν τα κράτη μέλη, όσον αφορά τον βαθμό της πιλοτικής εφαρμογής της οδηγίας, διαφέρουν. Ως εκ τούτου υπάρχουν κράτη μέλη τα οποία προτείνουν την πιλοτική εφαρμογή όλων των κατευθυντηρίων γραμμών των ομάδων εργασίας (με ειδική έμφαση σε ορισμένους τομείς), ενώ υπάρχουν και κράτη τα οποία προτείνουν την πιλοτική εφαρμογή συγκεκριμένων τομέων των κατευθυντηρίων γραμμών (IRBM Working Group 2 B). 5.11 Κριτική επί της Οδηγίας Πλαισίου 2/6/ΕΚ 5.11.1 Κριτική επί της εφαρμοσθείσας ορολογίας Για τις ανάγκες της Οδηγίας Πλαίσιο χρησιμοποιήθηκε μια συγκεκριμένη ορολογία, η οποία παρατίθεται στο άρθρο 2 της Οδηγίας. Η ορολογία αυτή εισάγει καινούριες έννοιες οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις είναι αρκετά κατανοητές, ενώ σε άλλες πάλι περιπτώσεις δημιουργούν σύγχυση. Σημειώνεται ότι στην συγκεκριμένη παράγραφο δεν γίνεται κριτική επί της συνολικής ορολογίας που χρησιμοποιείται στην Οδηγία Πλαίσιο, αλλά μόνο στην ορολογία που σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με τους σκοπούς και τους στόχους της παρούσης διατριβής. 15
Στην ανασκόπηση της βιβλιογραφίας δίνονται ορισμένοι ορισμοί οι οποίοι είναι απαραίτητοι για τους σκοπούς της παρούσης διατριβής, ενώ παράλληλα παρουσιάζονται και οι ορισμοί που χρησιμοποιούνται στην Οδηγία Πλαίσιο (Άρθρο 2, Ορισμοί). Συγκεκριμένα ο ορισμός που παρατίθεται για τον ποταμό, είναι γενικός, ενώ σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν γίνεται καμία αναφορά σε έννοιες όπως χειμαρρικά ρεύματα, χειμαρροπόταμοι, δημιουργεί μεγαλύτερη σύγχυση για το τι είναι ακριβώς ποταμός, ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που εμφανίζει και κατά συνέπεια, ποια συστήματα επιφανειακών υδάτων θα πρέπει να χαρακτηρίζονται ως ποταμοί και ποια ως χείμαρροι. Εν συνεχεία δίδεται ο ορισμός για την λεκάνη απορροής ποταμού. Ο ορισμός αυτός περισσότερο ταιριάζει στην λεκάνη απορροής ρεύματος και όχι ποταμού, αν δεχθούμε ότι ποταμός και χειμαρρικό ρεύμα δεν είναι το ίδιο, αλλά διαφέρουν στα χαρακτηριστικά τους. Επίσης δίνεται και ορισμός της υπολεκάνης, ως υποδιαίρεση της λεκάνης απορροής, ενώ σύγχυση δημιουργεί η χρήση του όρου περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού (River basin district). Ο τελευταίος θα μπορούσε ίσως πιο ορθά να αποδοθεί στα ελληνικά ως υδατικό διαμέρισμα, καθότι η λέξη περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού, παραπέμπει σε υποδιαίρεση της λεκάνης απορροής, ενώ στη πραγματικότητα πρόκειται για περισσότερες της μιας λεκάνες απορροής οι οποίες αποτελούν την βασική μονάδα διαχείρισης. Επίσης σύμφωνα με τον ορισμό που δίνεται στην λέξη ρύπος καθώς και ρύπανση, θα έπρεπε και τα φερτά υλικά να αποτελούν ρύπους καθότι πρόκειται για εισαγωγή στο νερό ουσιών που μπορούν να είναι επιζήμια για την υγεία του ανθρώπου ή για την ποιότητα των υδατικών οικοσυστημάτων, συντελούν στην φθορά υλικής ιδιοκτησίας, κτλ. Παρ όλα αυτά, δεν γίνεται καμία αναφορά εντός του κειμένου της Οδηγίας για τα φερτά υλικά, την μεταφορά τους εντός των κοιτών, των ρευμάτων και των ποταμών και την απόθεση τους είτε στα πεδινά, είτε εντός άλλου υδατικού συστήματος (λίμνης ή ταμιευτήρα) ή της θάλασσας. Επίσης, για πρώτη φορά χρησιμοποιείται ο όρος Μεταβατικά ύδατα (Transitional waters), για την περιγραφή των εκβολών και των δέλτα των ρευμάτων και ποταμών, όπου τα ύδατα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω 16
του μεταβατικού χαρακτήρα και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ θαλάσσιου και γλυκού νερού. Αρκετά γενικός είναι ο ορισμός της λίμνης, ως σύστημα στάσιμων εσωτερικών επιφανειακών υδάτων. Για πρώτη φορά χρησιμοποιούνται επίσης όροι όπως Τεχνητό υδατικό σύστημα (Artificial water body) καθώς και Ιδιαιτέρως τροποποιημένο υδατικό σύστημα (Heavily modified water body), για τον ορισμό υδατικών συστημάτων τα οποία είτε έχουν δημιουργηθεί με την δραστηριότητα των ανθρώπων, είτε πρόκειται για σύστημα του οποίου ο χαρακτήρας έχει αλλοιωθεί από την δραστηριότητα του ανθρώπου. Ένα άλλο σημείο το οποίο δύναται να δημιουργήσει σύγχυση είναι ο ορισμός του συστήματος επιφανειακών υδάτων, λόγω της χρήσης των εννοιών διακεκριμένο και σημαντικό στοιχείο, παρ όλο που δίνονται παραδείγματα. Η δυσκολία του ορισμού έγκειται κυρίως στην διευκρίνιση της έννοιας σημαντικό, λόγω του ότι δεν διευκρινίζεται ποιο σύστημα θεωρείται ως σημαντικό. 5.11.2 Παραλείψεις σημαντικών στοιχείων Η Οδηγία Πλαίσιο για τα ύδατα αποτελεί όπως έχει ήδη αναφερθεί, ένα θεσμικό εργαλείο που εισάγεται στον τομέα της διαχείρισης των υδάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αντικατοπτρίζει δε την τάση της Ε.Ε. προς ένα ολοκληρωμένο περιβαλλοντικό σχεδιασμό. Παρ όλα αυτά, παρουσιάζει ελλείψεις οι οποίες, στα πλαίσια αυτού του ολοκληρωμένου περιβαλλοντικού σχεδιασμού πρέπει να επισημανθούν και επιπλέον να εξαλειφθούν. Ήδη η Ε.Ε. έχοντας υπόψη την πολυπλοκότητα του κειμένου της Οδηγίας καθώς και την δυσκολία συντονισμού των κρατών μελών, προχώρησε στην κατεύθυνση αυτή με την χάραξη της κοινής στρατηγικής και επιπλέον με την πιλοτική εφαρμογή της οδηγίας σε ορισμένα κράτη μέλη. Επιπλέον σημαντικά θέματα τα οποία σχετίζονται άμεσα με την διαχείριση των υδατικών πόρων καθώς και με την αύξηση αυτών, δεν εξετάζονται σε ικανοποιητικό βαθμό. Η ανεπάρκεια αυτή επιτείνεται περισσότερο από τις ιδιαίτερες συνθήκες που παρουσιάζουν τα κράτη μέλη και οι οποίες έχουν να κάνουν με την απαιτούμενη εγχώρια τεχνογνωσία, με την γεωγραφική και εποχική ανομοιομορφία 17
στην κατανομή των υδατικών πόρων καθώς και με την οικονομική κατάσταση αυτών. Συγκεκριμένα η ολοκληρωμένη και ορθολογική διαχείριση όλων ανεξαιρέτως των υδατικών συστημάτων επικεντρώνεται κυρίως στην προστασία από επιδείνωση της κατάστασης των υδάτων και την αποτροπή μόλυνσης. Η πρόθεση της Ε.Ε. για την οικολογική προστασία των υδατικών πόρων γίνεται αντιληπτή και από το γεγονός ότι ακόμα και στο κείμενο Κοινή στρατηγική για την εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο δεν γίνεται λόγος για υδρονομική προστασία των λεκανών απορροής, αποτροπή των χειμαρρικών φαινομένων και εξασφάλιση επαρκούς παροχής για την βιώσιμη χρήση ύδατος. Όπως έχει ήδη αναφερθεί στην ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, η διευθέτηση των χειμαρρικών ρευμάτων έχει ως στόχο την αποτροπή των χειμαρρικών φαινομένων, δηλαδή την αποτροπή: των διαβρώσεων, αποσαθρώσεων, γεωκατακρημνίσειων και γεωλισθήσεων, των αιφνίδειων πλημμυρικών παροχών, των ελάχιστων παροχών καθώς και της πλήρους έλλειψης ροής κατά τους θερμούς μήνες. Επιπροσθέτως, η υδρονομική διευθέτηση των λεκανών απορροής συμβάλλει με την πληθώρα των δασοτεχνικών έργων που δύναται να εφαρμοστούν, στον εμπλουτισμό των υπόγειων υδροφορέων και στην παροχή νερού υψηλής ποιότητας το οποίο προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση. Επίσης η Οδηγία Πλαίσιο όπως διαμορφώθηκε και δημοσιεύτηκε δεν επιλαμβάνεται άμεσα και κατηγορηματικά του προβλήματος των πλημμυρών και μέτρων αντιμετώπισης αυτών, παρ όλο που ανάμεσα στους στόχους αναφέρεται και η προστασία από αυτές. Ειδικότερα στην Ελλάδα, στην έκταση της οποίας δρουν 1 και πλέον καταστρεπτικοί χείμαρροι οι οποίοι προκαλούν σοβαρά προβλήματα τόσο με την ανώμαλη δίαιτα όσο και με την έντονη απόσπαση, μεταφορά και απόθεση φερτών υλικών. Η δασοτεχνική διευθέτηση θα μπορούσε να συμβάλλει σε ικανοποιητικό βαθμό στην επίτευξη των στόχων και επομένως του σκοπού της Οδηγίας. 18
5.11.3 Δυσκολίες εφαρμογής των διατάξεων της Οδηγίας Οι ελλείψεις που παρουσιάζει η οδηγία σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να υποβαθμίσουν την πρόθεση της Ε.Ε. για ολοκληρωμένη διαχείριση των υδατικών συστημάτων με κοινό τρόπο από τα κράτη μέλη. Επιπλέον η αξιοποίηση της Οδηγίας δημιουργεί για πρώτη φορά αυξημένες δυνατότητες για την αντιμετώπιση διακρατικών προβλημάτων διαχείρισης των υδατικών πόρων. Παρ όλα αυτά υπάρχουν αρκετά προβλήματα τα οποία αφορούν τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπιστεί η οδηγία από κάθε κράτος μέλος και επομένως τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμοστεί ούτως ώστε να επιτευχθούν οι μακροχρόνιοι στόχοι της. Τα προβλήματα αυτά θα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν στις παρακάτω κατηγορίες: Προβλήματα που οφείλονται στην πολυπλοκότητα του κειμένου της Οδηγίας και συνεπώς της ορθής κατανόησης αυτού. Είναι γεγονός ότι η Οδηγία αποτελεί ένα καθαρά νομικό κείμενο, το οποίο καλύπτει ένα υπερβολικά ευρύ αντικείμενο όπως είναι αυτό της προστασίας και διαχείρισης όλων των υδατικών συστημάτων. Σημαντικό βήμα για την επίλυση αυτού του προβλήματος αποτελεί η στρατηγική που χαράκτηκε, καθώς και οι ομάδες εργασίας που συστήθηκαν. Προβλήματα που σχετίζονται με τις γεωγραφικές, κλιματικές και γεωμορφολογικές ιδιαιτερότητες του κάθε κράτους μέλους. Για παράδειγμα ο ελληνικός χώρος χαρακτηρίζεται από λεκάνες απορροής μικρού μεγέθους κυρίως, με έντονη χειμαρρική δράση, μεγάλη εποχική διακύμανση της δίαιτας των ρευμάτων η οποία σχεδόν μηδενίζεται κατά την διάρκεια του θέρους. Επίσης η άνιση κατανομή πόρων και πληθυσμού καθώς και το μεγάλο έυρος διακύμανσης της θερμοκρασίας στο έτος δημιουργεί μεγάλες διακυμάνσεις στη ζήτηση για υπηρεσίες νερού. Στον τομέα αυτό στοχεύει το πρόγραμμα πιλοτικής εφαρμογής της Οδηγίας στα κράτη μέλη ουτως ώστε να συμβάλλει στην πρακτική εφαρμογή μεθόδων και προτάσεων που παρέχουν οι ομάδες εργασίας, με στόχο τον εντοπισμό των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που μπορεί να 19
παρουσιάζει κάθε κράτος μέλος ούτως ώστε να εξασφαλισθεί η ορθή εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών και επομένως της Οδηγίας. Προβλήματα που οφείλονται στην διαφορετική περιβαλλοντική φιλοσοφία του εκάστοτε κράτους μέλους και της πολιτικής που εφήρμοσε μέχρι σήμερα. Η πολιτική που εφήρμοζε το κάθε κράτος μέλος μέχρι σήμερα σχετικά με την διαχείριση των υδάτινων πόρων διέφερε πολλές φορές σε σημαντικό βαθμό. Η διαφορετική περιβαλλοντική φιλοσοφία σε συνδυασμό με τις δυνατότητες που είχε κάθε κράτος μέλος (οικονομικές και μη) όριζαν την πολιτική που θα ακολουθούσε αυτό, παρ όλο που το γενικό πλαίσιο το όριζαν οι διάφορες οδηγίες (directives) που εξέδιδε και εκδίδει η Ε.Ε.. Η αλλαγή νοοτροπίας τόσο των αρμόδιων αρχών όσο και των χρηστών νερού είναι διαδικασία χρονοβόρα και επίπονη και επιπλέον προαπαιτεί την δαπάνη υψηλών κονδυλίων, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις τα κράτη μέλη αδυνατούν να εξασφαλίσουν. Ένας επίσης ανασταλτικός παράγοντας είναι και το πολιτικό κόστος το οποίο θα πρέπει να αναλάβουν οι αρμόδιες αρχές που θα κληθούν να εφαρμόσουν τις διατάξεις της οδηγίας. Σε πολλές περιπτώσεις οι προωθημένες θέσεις της Οδηγίας σ ότι αφορά την προστασία των υδατικών πόρων θα μπορούσαν να ταυτιστούν με απόψεις οικολογικών κινημάτων, γεγονός που σημαίνει ότι συγκρούσεις ανάμεσα σε ένθερμους υποστηρικτές της και στους χρήστες των υπηρεσιών ύδατος είναι αναπόφευκτες. Προβλήματα που οφείλονται στην έλλειψη οργάνωσης καθώς επίσης και στην ανεπάρκεια διοικητικών και τεχνικών υποδομών. Πολλά κράτη μέλη όπως και η Ελλάδα, δεν διέθεταν μέχρι σήμερα ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης των υδατικών πόρων καθώς επίσης και την απαιτούμενη υλικοτεχνική υποδομή, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η κατάλληλη οργάνωση η οποία θα βοηθούσε σε μεγάλο βαθμό στην προσαρμογή από το ένα σύστημα διαχείρισης στο άλλο (Μπαλτάς, 24). Προβλήματα που οφείλονται στην πλημμελή εφαρμογή της Οδηγίας στα κράτη μέλη. Όπως έχει ήδη αναφερθεί στην ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, η ιστορία έχει αποδείξει ότι τα περισσότερα κράτη μέλη παραβιάζουν τις οδηγίες της Ε.Ε.. Οι κυριότεροι λόγοι είναι οι εξής: o Μη εμπρόθεσμη ενσωμάτωση των οδηγιών, o πλημμελής ενσωμάτωση οδηγιών και 11
o εσφαλμένη ερμηνεία διατάξεων των οδηγιών για διάφορους λόγους. Προβλήματα που οφείλονται στις ελλείψεις που αναλύθηκαν νωρίτερα και κυρίως στην έλλειψη επαρκούς καθοδήγησης ιδιαίτερα σ ότι αφορά τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη θα καταφέρουν να προσεγγίσουν και να επιτύχουν τους στόχους της Οδηγίας. 111
5.12 Προσδιορισμός χειμαρρικού περιβάλλοντος των λεκανών απορροής των χειμαρρικών ρευμάτων του Πηνειού 5.12.1 Γενικά Για την ολοκλήρωση της έρευνας, όπως προαναφέρθηκε, μελετήθηκε η λεκάνη απορροής του Πηνειού ποταμού. Η διαδικασία περιελάμβανε την ψηφιοποίηση της λεκάνης του Πηνειού από χάρτες της Γ.Υ.Σ. (κλίμακας 1:1) με την βοήθεια των γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών (GIS). Κατόπιν, έγινε προσδιορισμός των χειμάρρων που συνθέτουν το υδρογραφικό δίκτυο του Πηνειού. Από αυτούς επιλέχθησαν τα 13 μεγαλύτερα χειμαρρικά ρεύματα που συμβάλλουν στην κεντρική κοίτη του Πηνειού (Βλέπε Χάρτη Ι). Οι λεκάνες απορροής των παραπάνω ρευμάτων προσδιορίσθηκαν από το υψόμετρο των 8m και πάνω. Για τους χειμάρρους αυτούς έγινε μελέτη των βασικών παραγόντων χειμαρρικότητας (κλίμα, ανάγλυφο, βλάστηση και γεωλογικό υπόθεμα) και με βάση τα αποτελέσματα της ορίστηκε ο χειμαρρικός τύπος των λεκανών. Επιπλέον υπολογίστηκαν οι μέγιστες αναμενόμενες υδατοπαροχές και στερεοπαροχές, με την βοήθεια εμπειρικών και αναλυτικών τύπων. Τα αποτελέσματα αυτά παρουσιάζονται παρακάτω. 5.12.2 Μορφομετρικά χαρακτηριστικά Τα σπουδαιότερα γνωρίσματα των λεκανών απορροής τα οποία εκφράζουν την μορφολογία τους, είναι το εμβαδόν, η περίμετρος, το σχήμα της λεκάνης, ο βαθμός στρογγυλομορφίας τους, το ελάχιστο, το μέγιστο, το μέσο υψόμετρο καθώς και η μέση κλίση της λεκάνης. Το εμβαδόν της ορεινής λεκάνης απορροής καθορίζεται από την επιφάνεια, σε οριζόντια προβολή, η οποία τροφοδοτεί το ρεύμα με νερά και φερτά υλικά. Παρακάτω παρατίθεται ο πίνακας 4 με τον χαρακτηρισμό (Κωτούλας, 21β) των λεκανών ανάλογα με το μέγεθος τους. Η περίμετρος της καθορίζεται από τον υδροκρίτη που την περιβάλλει. 112
Πίνακας 4: Χαρακτηρισμός των λεκανών, ανάλογα με το μέγεθος τους κατά Κωτούλα Έκταση ορεινών λεκανών Χαρακτηρισμός λεκανών < 1Κm 2 Πολύ μικρές 1-3 Κm 2 Μικρές 3-8 Κm 2 Μέτριες 8-15 Κm 2 Μεγάλες 15-25 Κm 2 Αρκετά μεγάλες >25 Κm 2 Πολύ μεγάλες Το σχήμα της λεκάνης παίζει σημαντικό ρόλο καθώς επηρεάζει σημαντικά την ταχύτητα συγκέντρωσης της απορροής. Λεκάνες στρογγυλόμορφες οδηγούν σε ταχεία συγκέντρωση της απορροής και επομένως σε μεγάλες υδατοπαροχές. Αντίθετα επιμήκεις λεκάνες εμφανίζουν μικρότερες υδατοπαροχές, διότι το σχήμα τους δεν συμβάλλει στην ταχεία συγκέντρωση των υδάτων. Το σχήμα των λεκανών προσδιορίζεται με βάση τις τέσσερις τυπικές μορφές (Σχ. 14) λεκανών απορροής (Gavrilovic, 1972, κατά Κωτούλα, 21β). Σχήμα 14: Τυπικές μορφές λεκανών απορροής κατά Gavrilovič (1972) 113
114
22 '"E 23 '"E ± 1 1 24 12 14 8 2 6 2 2 4 6 2 1 1 1 6 12 6 4 6 14 6 1 8 14 1 1 1 1 4 6 14 39 '"N 8 4 4 8 12 12 6 6 8 22 '"E 6 6 8 4 8 1 6 6 8 6 Δομοκός 8 Ρεντίνα Σκοπιά 4 6 Λουτροπηγή 12 4 12 2 6 6 6 12 12 14 1 4 Πετρωτό 14 16 8 6 4 8 8 Ανάβρα 6 4 14 12 8 12 6 6 12 4 4 Φάρσαλα 4 4 4 1 6 12 8 8 2 6 8 Σοφάδες 2 4 8 2 Καρδίτσα 2 4 4 4 6 4 6 4 4 2 16 Ζάππειο 18 4 2 14 6 Π ε ρ ι ο χ ή Π ε δ ι ν ή 14 8 14 12 8 8 1 8 2 2 Αγιά 4 18 2 2 Λάρισα 2 16 12 16 2 4 14 Συκούριο 2 2 16 16 14 16 2 1 12 2 4 2 2 Ό σ σ α ς 2 Λεκάνες 21 '"E 4 2 18 1 χ ώ ρ ο ς Στόμιο 8 6 4 4 4 18 Ελατιά 9 Κ α ρ ά μ π α λ η ς 1 Κ α λ έ ν τ ζ η ς 1 2 Φ α ρ σ α λ ι ώ τ η ς 1 3 Ε ν ι π έ α ς 11 Σ ο φ α δ ί τ η ς 4 2 Πυργετός Ραψάνη 4 2 Π ά μ ι σ ο ς 16 2 4 Κρανιά 2 18 Ακτογραμμή Υδρογραφικό Δίκτυο 39 '"N Φαρκαδώνα Π ο ρ τ α ϊ κ ό ς Τριγωνομετρικά Σημεία Πύλη 6 Μουζάκι 16 16 16 2 Αιγάνη 6 4 '"N Τύρναβος 2 6 Ν ε ο χ ω ρ ί τ η ς 8 7 8 14 Οδικό Δίκτυο 2 4 14 Ελάτη Ισοϋψείς Τρίκαλα 1 Οικισμοί 8 2 ΥΠΟΜΝΗΜΑ 2 18 Τσαριτσάνη 6 16 14 12 Χρυσομηλιά 12 8 6 Λ η θ α ί ο ς 2 16 14 12 14 6 3 8 1 12 2 12 12 Ελασσόνα 2 4 Καλαμπάκα 2 18 18 1 Κ λ ε ι ν ο β ί τ ι κ ο ς 6 4 6 6 1 1 1 26 Γόννοι 12 12 16 1 22 12 18 Μ ο υ ρ γ κ ά ν ι 8 18 8 4 2 Μαλακάσι 6 8 Παναγία 8 18 1 1 8 8 8 14 8 12 Δεσκάτη Κ α σ τ α ν ι ώ τ ι κ ο 1 - Μ α λ α κ α σ ι ώ τ η ς 5 8 8 1 1 Χειμαρρικός Τι τ α ρ ή σ ι ο ς 1 14 12 1 12 1 Λιβάδι 1 1 1 4 '"N 16 24 1 8 1 12 1 6 1:6. 14 12 6 ΧΑΡΤΗΣ Ι ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ 14 1 2 16 8 21 '"E 23 '"E
Η υψομετρία της λεκάνης είναι γνώρισμα πολύ σημαντικό καθώς μας παρέχει πληροφορίες πολύ σημαντικές για την μελέτη των χειμαρρικών φαινομένων. Τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται είναι το μέγιστο και το ελάχιστο υψόμετρο της λεκάνης, τα οποία δίνουν και το ανάγλυφο της καθώς και το μέσο υψόμετρο της. Αυτό εκτιμάται από τον ακόλουθο τύπο (Κωτούλας, 21β). (L H ) i i H = m L όπου Li: μήκος χωροσταθμικής καμπύλης (Km) i: αύξοντας αριθμός καμπύλης Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό ακόμα, όσον αφορά την υψομετρία της λεκάνης, είναι και το μέγιστο χειμαρρικό υψόμετρο. Αυτό ορίζεται σαν το υψόμετρο εκείνης της χωροσταθμικής καμπύλης, πάνω από την οποία η έκταση της λεκάνης είναι ίση με το 3 5% του συνολικού εμβαδού της (σε οριζόντια προβολή) (Κωτούλας, 21β). Η κλίση της λεκάνης σαν μέγεθος ποικίλει λόγω του έντονων εναλλαγών που εμφανίζονται. Για τον λόγο αυτό στην μελέτη της μορφομετρίας των λεκανών χρησιμοποιείται η μέση κλίση της λεκάνης. Αυτή δίνεται από τον παρακάτω τύπο (Κωτούλας, 21β). ΔH ΣL J me = % F όπου ΔΗ: ισoδιάσταση χωροσταθμικών λεκανών (Κm) ΣL: το άθροισμα των μηκών όλων των χωροσταθμικών καμπυλών της λεκάνης (Κm) F: εμβαδόν της λεκάνης (Km 2 ) 5.12.3 Υδρογραφικά Χαρακτηριστικά Τα υδρογραφικά χαρακτηριστικά συμπληρώνουν μαζί με τα μορφομετρικά, τα στοιχεία εκείνα τα οποία είναι απαραίτητα για την μελέτη της χειμαρρικότητας μιας περιοχής. Τα υδρογραφικά χαρακτηριστικά τα οποία ελέγχονται είναι τα εξής: Η μορφή του υδρογραφικού δικτύου, η οποία προσδιορίζεται από τους τοπογραφικούς χάρτες (κλίμακα 1:1.). Για την μορφή του χρησιμοποιείται η κατάταξη των Σωτηριάδη Ψιλοβίκου (1985) (κατά Κωτούλα, 21β), οι οποίοι έχουν ταξινομήσει τις διάφορες μορφές υδρογραφικών δικτύων (Σχήμα 15). 117
Η πυκνότητα του υδρογραφικού δικτύου, η οποία εκφράζει το μήκος των ρευμάτων στη μονάδα επιφανείας και δίνεται από τον παρακάτω τύπο. ΣL D = (Km/Km 2 ) F όπου ΣL: το συνολικό μήκος του υδρογραφικού δικτύου F: Το εμβαδόν της λεκάνης Σχήμα 15: Κατάταξη της μορφής του υδρογραφικού δικτύου κατά Σωτηριάδη Ψιλοβίκου (1985) Το μήκος της κεντρικής κοίτης, είναι το μήκος της βασικής κοίτης του ρεύματος, μέσα στην οποία καταλήγουν τα νερά από τους μικρότερους συμβάλλοντες. Μετρείται σε Km από τους τοπογραφικούς χάρτες (1:1.). Η μέση κλίση της κεντρικής κοίτης. Παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον καθώς είναι ενδεικτική για τις επιμέρους κλίσεις της κοίτης που επικρατούν στην συγκεκριμένη λεκάνη. Υπολογίζεται με τον παρακάτω τύπο (Κωτούλας, 21β). Σ(L Js) Jms = (%) ΣL όπου L: οριζόντιο μήκος της κοίτης με σταθερή κλίση (Km) Js: κλίση του τμήματος (%) 118
Παρακάτω παρουσιάζονται συγκεντρωμένα όλα τα μορφομετρικά και υδρογραφικά χαρακτηριστικά όπως υπολογίστηκαν κατά την διάρκεια της μελέτης (Πίνακας 5). 119
Πίνακας 5: Μορφομετρικά και υδρογραφικά χαρακτηριστικά περιοχής έρευνας ΥΨΟΜΕΤΡΙΑ ΚΛΙΣΕΙΣ Α/Α ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ Εμβαδό Περίμετρος Ελάχιστο υψόμετρο Μέγιστο Υψόμετρο Μέσο Υψόμετρο Μέγιστο Χειμαρρικό υψόμετρο Μέγιστο ανάγλυφο Μέση κλίση λεκάνης Μέση κλίση Κεντρικής Κοίτης E U Hmin Hmax Hmed Hx Hr Jm Jk Μήκος κεντρικής κοίτης Km 2 km m % km 1 Τιταρήσιος 1894,43 234,94 8 28 749, 12 272 25,8 1,51 92,47 2 Νεοχωρίτης 332,84 15,12 12 141 519,7 1 129 3,7 3,15 38,11 3 Ληθαίος 22,35 81,19 12 12 456,1 8 18 25,1 2,5 39,7 4 Μουργκάνι 444,7 135,87 28 1564 736,3 11 1284 29,2 1,6 52,5 5 Καστανιώτικο 325,55 84,32 32 1917 982,1 16 1597 36,3 3,95 35,42 6 Κλεινοβίτικος 174,34 62,88 32 224 191,6 18 1884 43,8 5,66 21,88 7 Πορταϊκός 147,44 63,94 2 1884 933,7 15 1684 47,8 5,59 2,76 8 Πάμισος 434,85 12,44 8 1971 732,2 14 1891 21,9 2,75 47,99 9 Καράμπαλης 239,54 74,22 12 149 53,9 8 137 25 4,22 28,45 1 Καλέντζης 11,42 62,83 12 1447 624,2 1 1327 37,1 3,58 27,93 11 Σοφαδίτης 517,23 122,47 16 16 678,8 1 144 31,3 1,87 29,92 12 Φαρσαλιώτης 74,7 123,35 8 111 394,5 6 931 9,97 1,1 61,35 13 Ενιπέας 788,16 167,8 12 168 59,3 1 156 19,2 1,51 74,57 12
Από τον παραπάνω πίνακα (Πιν. 5) παρατηρούμε ότι η μεγαλύτερη λεκάνη της περιοχής έρευνας είναι η λεκάνη του Τιταρήσιου με εμβαδόν 1894,43Km 2, ενώ ακολουθεί η λεκάνη του Ενιπέα με 788,16 Km 2. Αντίστοιχα η μικρότερη λεκάνη είναι η λεκάνη του Καλέντζη με εμβαδόν 11,42 Km 2. Όσον αφορά την υψομετρία, το ελάχιστο υψόμετρο προσδιορίζεται στα 8m, ενώ το μεγαλύτερο υψόμετρο σημειώνεται στη λεκάνη του χειμαρρικού ρεύματος Τιταρήσιος με υψόμετρο 28m. Σημαντικό στοιχείο για τα χειμαρρικά ρεύματα παίζει το μέγιστο χειμαρρικό υψόμετρο Ηx, καθώς θεωρείται ότι για να ασκεί επίδραση το υψόμετρο στην χειμαρρικότητα μιας λεκάνης πρέπει η έκταση που αυτό καταλαμβάνει να ανέρχεται σε ένα σημαντικό ποσοστό της συνολικής λεκάνης απορροής. Το ποσοστό αυτό όπως έχει ήδη αναφερθεί ανέρχεται στο 3 5 % του εμβαδού της συνολικής λεκάνης απορροής (σε οριζόντια προβολή). Το μεγαλύτερο μέγιστο χειμαρρικό υψόμετρο για την περιοχή έρευνας προσδιορίστηκε στα 18 m, στο χειμαρρικό ρεύμα Κλεινοβιτικό, ενώ το χαμηλότερο στα 6 m στο ρεύμα Φαρσαλιώτη. Οι μέσες κλίσεις των λεκανών απορροής που επικρατούν είναι μέτριες διαμορφώνοντας ένα ανάγλυφο όχι ιδιαίτερα έντονο. Το εύρος τους κυμαίνεται από 9,97% στο χειμαρρικό ρεύμα Φαρσαλιώτης μέχρι 47,8% στη λεκάνη του Πορταϊκού (Σχ. 16). Αντίστοιχα οι μέσες κλίσεις των κεντρικών κοιτών των ρευμάτων διαμορφώνονται από 1,1% (Φαρσαλιώτης) μέχρι 5,59% (Πορταϊκός) (Σχ. 16). 5 45 4 35 3 25 2 15 1 5 Τιταρήσιος Νεοχωρίτης Ληθαίος Μουργκάνι Καστανιώτικο Κλεινοβίτικος Πορταϊκός Πάμισος Καράμπαλης Καλέντζης Σοφαδίτης Φαρσαλιώτης Ενιπέας Μέση κλίση λεκάνης Jm % Μέση κλίση Κεντρικής Κοίτης Jk % Σχήμα 16: Μέση κλίση λεκάνης και μέση κλίση κεντρικής κοίτης που εμφανίζουν τα χειμαρρικά ρεύματα στην περιοχή έρευνας 121
5.13 Βασικοί παράγοντες χειμαρρικότητας 5.13.1 Ανάγλυφο 5.13.1.1 Γενικά Η μορφολογική εικόνα που παρουσιάζει μια περιοχή είναι το αποτέλεσμα της ισορροπίας που διαμορφώνεται κατά τη δράση δύο αντίθετως δρώντων Εικόνα 2: Η εκβολή του Πηνειού ποταμού στο Αιγαίο Πέλαγος παραγόντων ή δυνάμεων (Σωτηριάδης Λ. και Ψιλοβίκος Α., 1984, Κωτούλας, 1994). Οι ενδογενείς ή τεκτονικές δυνάμεις, ηπειρογενετικές και ορογενετικές που αναπτύσσονται κάτω από το γήινο φλοιό και οφείλονται σε εσωτερικές κινήσεις και διεργασίες του άνω Μανδύα και του SIMA. Οι δυνάμεις αυτές πτυχώνουν, ρηγματώνουν ανασηκώνουν ή καταβυθίζουν το ανάγλυφο και συνεπώς αυξάνουν την τραχύτητα του τοπίου. Από την άλλη πλευρά, οι εξωγενείς ή κλιματικές δυνάμεις, οι οποίες δρουν στην επιφάνεια του αναγλύφου προκαλώντας την εξομάλυνση αυτού μέσω της διάβρωσης, της μεταφοράς και της απόθεσης των υλικών. Στην διεργασία αυτή το σημαντικότερο ρόλο παίζει το νερό και η δράση του (Κωτούλας, 1998). 122
5.13.1.2 Υψομετρικές βαθμίδες Η λεκάνη απορροής του Πηνειού ποταμού ανήκει διοικητικά στον νομό Θεσσαλίας. Καλύπτει συνολική έκταση 1827,52 Km 2. Το μεγαλύτερο τμήμα αυτής είναι πεδινό, σχηματίζοντας τον Θεσσαλικό κάμπο. Η ακτή προς το Αιγαίο Πέλαγος είναι ομαλή (Εικ. 2,3), χωρίς λιμάνια, γι αυτό Εικόνα 3: Η κεντρική κοίτη του ποταμού πριν την εκβολή στη θάλασσα και οι αρχαίοι Έλληνες την έλεγαν αφιλόξενη. Το πεδινό της έδαφος χωρίζεται με μια χαμηλή οροσειρά σε δύο τμήματα, την πεδιάδα Λάρισας Τύρναβου και την πεδιάδα Τρικάλων Καρδίτσας, ενώ υπάρχουν και μικρότερες πεδιάδες (Ελασσόνας). Ανάμεσα από τον Όλυμπο και την Όσσα σχηματίζεται η κοιλάδα των Τεμπών (Εικ. 4,5). Η περιοχή έρευνας περιορίστηκε στις ημιορεινές και ορεινές λεκάνες απορροής των κυριοτέρων χειμαρρικών ρευμάτων του Πηνειού. Από την μελέτη της υψομετρίας της περιοχής βγήκαν τα εξής αποτελέσματα. Το μέγιστο υψόμετρο της περιοχής ανέρχεται σε 28m εμφανίζεται δε στη λεκάνη του Τιταρήσιου ΒΑ της ευρύτερης λεκάνης του Πηνειού. Το ανάγλυφο της λεκάνης απορροής του Πηνειού δεν είναι ιδιαίτερα έντονο, γεγονός που οφείλεται στην μεγάλη έκταση πεδινής περιοχής. 123
Εικόνα 4: Ο Πηνειός ποταμός στην κοιλάδα των Τεμπών Εικόνα 5: Ο Πηνειός ποταμός στην κοιλάδα των Τεμπών 124
Στον πίνακα 6 παρουσιάζεται η κατανομή της περιοχής έρευνας στις υψομετρικές βαθμίδες (Κωτούλας, 21β). Όπως γίνεται αντιληπτό το 88,3% της περιοχής έρευνας βρίσκεται κάτω από τα 1m δηλαδή στη ζώνη της πλήρους επίδρασης του δάσους. Στη ζώνη αυτή η παρουσία δάσους (όπου αυτό υφίσταται) αποτρέπει τα σχετικά ήπια χειμαρρικά φαινόμενα που εμφανίζονται και ασκεί τη μέγιστη δυνατή υδρολογική επίδραση (Κωτούλας, 21β). Η χειμαρρική ζώνη ΙΙ (1m 2m) της μερικής επίδρασης του δάσους καταλαμβάνει ποσοστό 11,3% της περιοχής έρευνας. Στη ζώνη αυτή το δάσος αν υφίσταται αποτρέπει μόνο τα εκτατικά χειμαρρικά φαινόμενα αλλά όχι τα εντατικά. Σε γενικές γραμμές στη ζώνη αυτή η υδρολογική επίδρση του δάσους είναι περιορισμένη (Κωτούλας, 21β). Τέλος το ποσοστό της περιοχής έρευνας άνω των 2m περιορίζεται στο μόλις,4%. Στη ζώνη αυτή (Χειμαρρική ζώνη ΙΙΙ των αλπικών περιοχών) τα χειμαρρικά φαινόμενα είναι ιδιαίτερα έντονα λόγω της έλλειψης δάσους και επομένως της ισχυρής επίδρασης του κλίματος στο γεωλογικό υπόθεμα. Στους πίνακες (πιν. 7,8) παρουσιάζεται η κατανομή των επιμέρους λεκανών απορροής στις τρεις χειμαρρικές ζώνες που εμφανίζονται στην περιοχή έρευνας. Χαρακτηριστικό είναι ότι η χειμαρρική ζώνη ΙΙΙ (των αλπικών περιοχών) εμφανίζεται μόνο σε δύο χειμαρρικά ρεύματα (Τιταρήσιος και Κλεινοβίτικος) με μικρά ποσοστά (1,32% και,43% αντίστοιχα), ενώ μόνο στο ρεύμα Κλεινοβίτικο η μεγαλύτερη έκταση της λεκάνης του βρίσκεται στην χειμαρρική ζώνη ΙΙ (51,6%). Στα υπόλοιπα χειμαρρικά ρεύματα το μεγαλύτερο ποσοστό της έκτασης τους ανήκει στην χειμαρρική ζώνη Ι (Πιν. 7,8). Παρακάτω παρουσιάζεται ο χάρτης ΙΙ του αναγλύφου της περιοχής έρευνας. Πίνακας 6: Κατανομή περιοχής έρευνας σε υψομετρικές βαθμίδες ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΕ ΥΨΟΜΕΤΡΙΚΕΣ ΒΑΘΜΙΔΕΣ Χειμαρρική ζώνη Ι (πλήρης επίδραση δάσους) Χειμαρρική ζώνη ΙΙ (μερική επίδραση δάσους) Χειμαρρική ζώνη ΙΙΙ (αλπικών περιοχών) 1 m 1 2 m 2 3 m Km 2 5594,81 714,16 25,67 % 88,3 11,3,4 125
126
21 '"E 22 '"E ΧΑΡΤΗΣ ΙΙ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΥΨΟΜΕΤΡΙΚΕΣ ΒΑΘΜΙΔΕΣ 23 '"E 7777 77 777 7 7 7 ± 1:6. 7 77 7 7 77 7 7 7 7 7 7 7 7 7 7 77 7 Τ ι τ α ρ ή7 σ ι ο ς 7 7 7 7 7 7 Χ7 ε ι μ α7 ρ ρ ι κ ό ς χ ώ ρ ο ς Ό σ σ α ς 7 7 7 7 7 7 7 77 77 7 7 77 77 7 77 7 7 4 '"N 7 7 7 7 7 7 Ν ε ο χ ω ρ ί τ η ς 2 77 Κ λ ε ι ν ο β ί τ ι κ ο ς 7 Λ η θ α ί ο ς 6 3 77 Κ α σ τ α ν ι ώ τ ι κ ο - Μ ο υ ρ γ κ ά ν ι 4 5 77 7 Μ α λ α κ α σ ι ώ τ η ς 7 7 1 Π ε δ ι ν ή Π ε ρ ι ο χ ή 39 '"N 7 14-16 77 77 1-12 39 '"N 8 4-6 2 Υδρογραφικό δίκτυο Λεκάνες απορροής 77777 7 7 Ακτογραμμή Τριγωνομετρικά Σημεία 7 ΥΠΟΜΝΗΜΑ 7 7 7 7 7 7 77 Π ο ρ τ α ϊ κ ό ς 7 8 Π ά μ ι σ ο ς 7 7 7 7 7 7 ράμπαλης 9 Κ α 7 77 7 7 1 Κ α λ έ ν τ ζ η ς1 2 Φ α ρ σ α λ ι ώ τ η ς 7 7 7 7 77 7 7 1 3 Ε ν ι π έ α ς 71 1 Σ ο φ α δ ί τ η ς 7 4 '"N 7 7 7 7 7 7 18-2 22-24 26-28 21 '"E 22 '"E 23 '"E
Πίνακας 7: Κατανομή των χειμαρρικών ζωνών στα χειμαρρικά ρεύματα της περιοχής έρευνας ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΛΕΚΑΝΩΝ ΣΕ ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΕΣ ΖΩΝΕΣ Α/Α ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ Χειμαρρική ζώνη Ι (πλήρης επίδραση δάσους) Χειμαρρική ζώνη ΙΙ (μερική επίδραση δάσους) Χειμαρρική ζώνη ΙΙΙ (αλπικών περιοχών) 1 m 1 2 m 2 3 m Km 2 1 Τιταρήσιος 1667,51 22,1 24,92 2 Νεοχωρίτης 31,7 22,77 3 Ληθαίος 219,14 1,22 4 Μουργκάνι 369,19 75,51 5 Μαλακασιώτης Καστανιώτικο 181,31 144,24 6 Κλεινοβίτικος 83,64 89,96,75 7 Πορταϊκός 87,76 59,68 8 Πάμισος 392,26 42,59 9 Καράμπαλης 236,21 3,33 1 Καλέντζης 16,22 4,25 11 Σοφαδίτης 489,7 28,17 12 Φαρσαλιώτης 74,66,4 13 Ενιπέας 747,77 4,39 Πίνακας 8: Κατανομή των χειμαρρικών ζωνών στα χειμαρρικά ρεύματα της περιοχής έρευνας (Ποσοστά %) Α/Α ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ Χειμαρρική ζώνη Ι (πλήρης επίδραση δάσους) ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΛΕΚΑΝΩΝ ΣΕ ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΕΣ ΖΩΝΕΣ Χειμαρρική ζώνη ΙΙ (μερική επίδραση δάσους) Χειμαρρική ζώνη ΙΙΙ (αλπικών περιοχών) 1 m 1 2 m 2 3 m % 1 Τιταρήσιος 88,2 1,66 1,32 2 Νεοχωρίτης 93,16 6,84 3 Ληθαίος 99,45,55 4 Μουργκάνι 83,2 16,98 5 Μαλακασιώτης Καστανιώτικο 55,69 44,31 6 Κλεινοβίτικος 47,98 51,6,43 7 Πορταϊκός 5,52 4,48 8 Πάμισος 9,21 9,79 9 Καράμπαλης 98,61 1,39 1 Καλέντζης 96,15 3,85 11 Σοφαδίτης 94,55 5,45 12 Φαρσαλιώτης 99,99,1 13 Ενιπέας 94,88 5,12 129
Πίνακας 9: Κατανομή των υψομετρικών βαθμίδων στα χειμαρρικά ρεύματα της περιοχής έρευνας ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΛΕΚΑΝΩΝ ΣΕ ΥΨΟΜΕΤΡΙΚΕΣ ΒΑΘΜΙΔΕΣ Α/Α ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ Χαμηλή Ημιορεινή Ορεινή Υψηλή < 2 2 6 6 1 1 14 14 18 18-22 24 26 > 26 Km 2 1 Τιταρήσιος 211,119 824,59 68,749 188,57 29,176 15,786 16,373,631 2 Νεοχωρίτης 75,951 171,515 62,62 22,74,7 3 Ληθαίος 64,51 116,95 37,68 1,218 4 Μουργκάνι 176,624 192,569 74,17 1,338 5 Μαλακασιώτης Καστανιώτικο 59,84 121,53 11,53 41,465 1,25 6 Κλεινοβίτικος 29,667 53,974 59,17 27,146 4,531 7 Πορταϊκός 4,197 35,39 48,258 47,95 12,473,115 8 Πάμισος 231,832 96,927 63,51 28,743 12,998,852 9 Καράμπαλης 14,278 94,345 37,583 3,266,68 1 Καλέντζης 29,495 43,43 33,29 4,255 11 Σοφαδίτης 1,478 26,239 218,356 26,84 1,361 12 Φαρσαλιώτης 475,57 195,886 33,238,6 13 Ενιπέας 75,633 58,76 164,65 36,727 3,661 Σύνολο 1283,63 2612,831 1675,368 594,42 129,756 22,534 16,373,631 Πίνακας 1: Κατανομή των υψομετρικών βαθμίδων στα χειμαρρικά ρεύματα της περιοχής έρευνας (Ποσοστά %) Α/Α ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΛΕΚΑΝΩΝ ΣΕ ΥΨΟΜΕΤΡΙΚΕΣ ΒΑΘΜΙΔΕΣ Χαμηλή Ημιορεινή Ορεινή Υψηλή < 2 2 6 6 1 1 14 % 14 18 18-22 24 26 1 Τιταρήσιος 11,14 43,5 32,13 9,95 1,54,83,86,3 2 Νεοχωρίτης 22,82 51,53 18,81 6,82,2 3 Ληθαίος 29,28 53,7 17,1,55 4 Μουργκάνι, 39,72 43,3 16,68,3 5 Μαλακασιώτης Καστανιώτικο, 18,37 37,32 31,19 12,74,38 6 Κλεινοβίτικος, 17,2 3,96 33,85 15,57 2,6 7 Πορταϊκός 2,85 23,95 32,73 31,94 8,46,8 8 Πάμισος 53,31 22,29 14,6 6,61 2,99,2 9 Καράμπαλης 43,53 39,39 15,69 1,36,3 1 Καλέντζης 26,7 39,31 3,13 3,85 11 Σοφαδίτης 2,3 5,31 42,22 5,18,26 12 Φαρσαλιώτης 67,49 27,8 4,72, 13 Ενιπέας 9,6 64,46 2,82 4,66,46 Σύνολο 2,25 41,25 26,45 9,38 2,5,36,26,1 > 26 13
Στους πίνακες 9,1 παρουσιάζεται η κατανομή της έκτασης των λεκανών απορροής στις υψομετρικές βαθμίδες. Όπως γίνεται αντιληπτό στο σύνολο της περιοχής έρευνας επικρατεί η χαμηλή και η ημιορεινή ζώνη με ποσοστό 61,5%. Η ορεινή ζώνη κατέχει 35,83 %, ενώ η υψηλή ζώνη άνω των 14m περιορίζεται σε μόλις 2,68%. Επίσης για το σύνολο της περιοχής έρευνας, το μεγαλύτερο ποσοστό της έκτασης τους ανήκει στην ημιορεινή βαθμίδα με ποσοστό 41,25%. Παρατηρώντας αναλυτικά τα χειμαρρικά ρεύματα γίνεται αντιληπτό ότι στα έξι από τα δεκατρία το μεγαλύτερο ποσοστό της έκτασης τους ανήκει στην ήμιορεινή βαθμίδα (2m - 6m, Τιταρήσιος, Νεοχωρίτης, Ληθαίος, Καλέντζης, Σοφαδίτης και Ενιπέας), σε τρία το μεγαλύτερο ποσοστό ανήκει στην χαμηλή βαθμίδα (< 2m, Πάμισος, Καράμπαλης και Φαρσαλιώτης), και τέλος σε τέσσερα το μεγαλύτερο ποσοστό ανήκει στην ορεινή βαθμίδα (6m 14m, Μουργκάνι, Μαλακασιώτης Καστανιώτικο, Κλεινοβίτικος και Πορταϊκός). 5.13.2 Βλάστηση Χρήσεις Γης Όπως έχει ήδη αναφερθεί νωρίτερα η βλάστηση παρεμβάλλεται μεταξύ του φορέα κλίμα και του φορέα γεωλογικό υπόθεμα δρώντας ανασταλτικά κατά την ενέργεια του κλίματος επί του γεωλογικού υποθέματος. Η επίδραση των συγκεκριμένων κλιματικών παραγόντων κάθε περιοχής, του γεωλογικού υποθέματος καθώς και πλήθος άλλων παραγόντων διαμορφώνουν διαφορετικές μορφές βλάστησης σε κάθε περιοχή. Με βάση φυσιογνωμικά κριτήρια, η βλάστηση στην περιοχή έρευνας ταξινομήθηκε στις παρακάτω κατηγορίες. 1. Δασοσκεπείς εκτάσεις, 2. Μερικώς δασοσκεπείς, 3. χορτολιβαδικές εκτάσεις, 4. θαμνώνες, 5. αγροτικές καλλιέργειες, 6. άγονες εκτάσεις. Γενικότερα στην ευρύτερη λεκάνη απορροής του Πηνειού παρουσιάζεται αρκετά μεγάλη ποικιλότητα ως προς την χλωρίδα. Στα χαμηλότερα υψόμετρα συναντώνται τα περισσότερα σχετικά είδη που βλαστάνουν στην Ελλάδα όπως 131
π.χ. Acer sp., Quercus sp., Corylus sp., Arbutus sp., Erica sp., Fraxinus sp., Phillyrea sp., Ulmus sp., Cornus sp. κτλ. Χαρακτηριστικά παρουσιάζεται βλάστηση καλαμώνων όπως καλάμι (Arundo domax) και αγριοκάλαμο (Phragmites communis), βούρλα (Jungus maritimus), αρμυρήθρα (Salicornia herbacea), αγριοσπανάκι (Chenopodium heinricus), παρυδάτια δενδρώδης βλάστηση (Populus nigra, Platanus orientalis, Populus alba, Ulmus campestris, Salix alba, Aesculus hippocastanum, Sorbus sp. κτλ.), θαμνώνες αειφύλλων πλατυφύλλων, φρυγανική βλάστηση καθώς και δενδρώδεις καλλιέργεις από ακακίες και αμυγδαλιές. Στον χάρτη ΙΙΙ παρουσιάζονται οι χρήσεις της γης στην περιοχή έρευνας. 132
21 '"E 22 '"E ΧΑΡΤΗΣ ΙΙΙ ΧΡΗΣΕΙΣ ΓΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗ 23 '"E Λιβάδι ± 1:6. 4 '"N Φαρκαδώνα Τρίκαλα Λάρισα Π ε δ ι ν ή Σ ο φ α δ ί τ η ς 11 Σκοπιά Δομοκός Αστική ζώνη Ε ν ι π έ α ς Λουτροπηγή 1 3 Ανάβρα Λεκάνες απορροής Φ α ρ σ α λ ι ώ τ η ς Οικισμοί 1 Φάρσαλα Κ α λ έ ν τ ζ η ς 1 2 Οδικό δίκτυο Σοφάδες Κ α ρ ά μ π α λ η ς Όρια Ελλάδας Καρδίτσα 9 Τριγωνομετρικά σημεία Π ά μ ι σ ο ς 8 ΥΠΟΜΝΗΜΑ Ζάππειο Π ο ρ τ α ϊ κ ό ς 7 Π ε ρ ι ο χ ή Ελάτη Ν ε ο χ ω ρ ί τ η ς Αγιά 2 Χρυσομηλιά Κ λ ε ι ν ο β ί τ ι κ ο ς Λ η θ α ί ο ς 6 3 Κ α σ τ α ν ι ώ τ ι κ ο - Μ α λ α κ α σ ι ώ τ η ς Μ ο υ ρ γ κ ά ν ι Παναγία 4 Αιγάνη Μαλακάσι 5 Πυργετός Τσαριτσάνη ι κ ό ς χ ώ ρ ο ς Ό σ σ α ς Χ ε ι μ α ρ ρ Ελατιά Συκούριο Τύρναβος 1 4 '"N ι ο ς Τι τ α ρ ή σ Δεσκάτη 39 '"N Χορτολιβαδικές εκτάσεις Καλλιέργειες 39 '"N Δάσοσκεπείς εκτάσεις Θαμνώνες Άγονες εκτάσεις 21 '"E 22 '"E 23 '"E
Υπάρχουν επισης καστανιές (Castanea) καθώς επίσης Quercus frainetto, Quercus dalechampii και Quercus pubescens. Σε μεγαλύτερα υψόμετρα συναντάται ψυχρόφιλη, υγρόφιλη βλάστηση ενώ κυρίαρχο δασικό είδος είναι η οξυά (Fagus moesiaca, Fagus sylvatica και Fagus orientalis). Ακόμη ψηλότερα το αμιγές δάσος γίνεται μικτό οξυάς ελάτης (Abies borisii regis). Πάνω από τα όρια της δασικής βλάστησης βρίσκεται η υπαλπική ζώνη με μεγάλη ποικιλία ειδών. Η περιοχή της Όσσας, η οποία βρίσκεται στα όρια της λεκάνης απορροής του Πηνειού ποταμού, παρουσιάζει αυξημένη ποικιλότητα βλαστητικών τύπων, χλωρίδας και πανίδας. Το δασικό σύμπλεγμα παρουσιάζει εξαιρετική ποικιλότητα τύπων οικοτόπων και φυτικών ειδών. Στην περιοχή φύονται αρκετά ενδημικά είδη φυτών όπως τα Silene multicaulis genistifollia, Teucrium chamaedrys olympicum, αλλά και ενδημικά της βαλκανικής, όπως το Lamium garganticum striatum. Η έρευνα βασίστηκε πάνω στα δεδομένα από το πρόγραμμα CORINE (Coordination of INformation on the Environment) το οποίο μετά και από επιτόπια εξέταση χαρακτηρίστηκε ως αρκετά αξιόπιστο. Στους παρακάτω πινακες παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας (Πίν. 11,12). Πίνακας 11: Κατανομή των χρήσεων γης στα χειμαρρικά ρεύματα της περιοχής έρευνας ΧΡΗΣΕΙΣ ΓΗΣ Α/Α ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΔΑΣΟΣΚΕΠΕΙΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΜΕΡΙΚΩΣ ΔΑΣΟΣΚΕΠΗΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΧΟΡΤΟΛΙΒΑΔΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΘΑΜΝΩΝΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΑΣΤΙΚΗ ΖΩΝΗ ΑΓΟΝΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ Km 2 1 Τιταρήσιος 132,81 163,71 462,36 498,8 599,74 12,8 27,55 2 Νεοχωρίτης 16,13 28,52 153,42 84,9 46,61 3,34,73 3 Ληθαίος 12,45 28,8 61,78 43,3 68,84 5,92, 4 Μουργκάνι 14,31 11,98 56,66 6,87 19,24 2,13,51 5 Μαλκασιώτης Καστανιώτικο 137,64 81,32 38,8 19,67 4,91,82 6,39 6 Κλεινοβίτικος 83,51 33,79 5,44 12,12 27,28,22 11,99 7 Πορταϊκός 42,86 38,95 4,54 22,36 28,94,12 9,68 8 Πάμισος 57,49 37,18 29,7 34,53 249,7 6,9 18,92 9 Καράμπαλης 55,37 8,54 7,92 21,29 136,95 7,17 1,89 1 Καλέντζης 26,85,5 2,87 4,74 38,35,54,21 11 Σοφαδίτης 144,38 27,74 37,38 151,28 152,22 1,76 2,48 12 Φαρσαλιώτης,38, 26,22 137,64 514,5 9,65 16,3 13 Ενιπέας 17,2 1,87 22,66 266,53 457,48 4,78 17,82 Σύνολο 831,2 56,73 99,75 1392,5 247,76 55,43 114,47 135
Πίνακας 12: Κατανομή των χρήσεων γης στα χειμαρρικά ρεύματα της περιοχής έρευνας. (Ποσοστά %) Α/Α ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΔΑΣΟΣΚΕΠΕΙΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΜΕΡΙΚΩΣ ΔΑΣΟΣΚΕΠΗΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΧΟΡΤΟΛΙΒΑΔΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΧΡΗΣΕΙΣ ΓΗΣ ΘΑΜΝΩΝΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΑΣΤΙΚΗ ΖΩΝΗ ΑΓΟΝΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ % 1 Τιταρήσιος 7,1 8,64 24,41 26,19 31,66,64 1,45 2 Νεοχωρίτης 4,85 8,57 46,9 25,26 14, 1,,22 3 Ληθαίος 5,65 12,74 28,3 19,65 31,24 2,69, 4 Μουργκάνι 23,46 24,96 12,74 13,69 24,56,48,11 5 Μαλακασιώτης Καστανιώτικο 42,28 24,98 11,92 6,4 12,57,25 1,96 6 Κλεινοβίτικος 47,9 19,38 3,12 6,95 15,65,12 6,88 7 Πορταϊκός 29,6 26,42 3,8 15,16 19,63,8 6,56 8 Πάμισος 13,22 8,55 6,83 7,94 57,42 1,59 4,35 9 Καράμπαλης 23,11 3,57 3,31 8,89 57,17 2,99,79 1 Καλέντζης 24,3,5 2,6 36,88 34,71,49,19 11 Σοφαδίτης 27,91 5,36 7,23 29,25 29,43,34,48 12 Φαρσαλιώτης,5, 3,72 19,53 73,1 1,37 2,31 13 Ενιπέας 2,16,24 2,87 33,82 58,4,61 2,26 Σύνολο 13,12 8,85 14,36 21,98 39,,88 1,81 Με βάση τα στοιχεία αυτά (Πιν. 11,12) γίνεται φανερό ότι οι γεωργικές καλλιέργειες αποτελούν τη βασική χρήση της γης με ποσοστό 39%, ενώ οι δασοσκεπείς και μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις περιορίζονται στο 21,97%. Όλα τα χειμαρρικά ρεύματα της περιοχής έρευνας πλην ενός (Φαρσαλιώτης) παρουσιάζουν δασοσκεπείς ή μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις, ενώ στο χειμαρρικό ρεύμα Φαρσαλιώτης απουσιάζει σχεδόν εντελώς το δάσος. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι και η μορφή της βλάστησης σε πολλές περιοχές δεν είναι ικανοποιητική, κυρίως λόγω της αλόγιστης βόσκησης, με αποτέλεσμα να μην ασκείται η μέγιστη υδρολογική και προστατευτική επίδραση. 5.13.3 Κλίμα 5.13.3.1 Ανάλυση κατακρημνισμάτων Τα μετεωρολογικά στοιχεία αποτελούν την αριθμητική έκφραση του καιρού σε μια περιοχή. Τα στοιχεία αυτά είναι μετρήσεις πίεσης, θερμοκρασίας, υγρασίας, νέφωσης, βροχόπτωσης και των ανέμων σε μια συγκεκριμένη ώρα της ημέρας. Οι μέσες τιμές των στοιχείων αυτών για μεγάλες χρονικές περιόδους καθώς και οι σχετικές στατιστικές παράμετροι που τα χαρακτηρίζουν απαρτίζουν τα κλιματικά στοιχεία (Στάθης, Μπαλαφούτης, 24). Η χρονική διάρκεια των καταγραφών, η 136
οποία απαιτείται για να χαρακτηριστούν τα στοιχεία αυτά ως αντιπροσωπευτικά του κλίματος, ποικίλει ανάλογα με το είδος του στοχείου και το ανάγλυφο της μελετούμενης περιοχής. Προκειμένου να υπάρχει μια κοινή αντιμετώπιση του προβλήματος, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Μετεωρολογίας έχει καθορίσει την τριακονταετία ως τη σωστή περίοδο καταγραφών, ενώ οι καταγραφές 3 συνεχών ετών αποτελούν την κανονική κλιματική περίοδο (Στάθης, Μπαλαφούτης, 24). Το ποσό της βροχόπτωσης σε μια περιοχή αποτελεί σημαντικό στοιχείο για τον ορθό προγραμματισμό και την εκμετάλευση των υδατικών πόρων της συγκεκριμένης περιοχής (Στάθης, 1998). Ειδικότερα, η μελέτη και η κατασκευή υδραυλικοτεχνικών έργων όπως είναι τα έργα διευθέτησης των χειμαρρικών ρευμάτων, προϋποθέτουν τη γνώση των κατακρημνισμάτων (βροχής, χιονιού) σ όλη την έκταση της υπό μελέτη περιοχής. Επιπλέον τα κατακρημνίσματα αποτελούν το βασικότερο κλιματικό στοιχείο, δεδομένου ότι ο εμπλουτισμός των λιμνών (φυσικών και τεχνητών), των υπόγειων υδροφορέων όπως επίσης και η δίαιτα των πηγών, των ρευμάτων εν κατακλείδι των ποταμών, έχουν άμεση σχέση με τη βροχόπτωση (Στάθης, 1998). Ένα επίσης σημαντικό στοιχείο κατά τις διευθετήσεις των ρευμάτων αποτελεί και η ραγδαιότητα της βροχής. Ειδικότερα η μελέτη των ακραίων τιμών των μέγιστων βροχοπτώσεων 24ωρης διάρκειας αποτελεί πολύ σημαντικό παράγοντα λόγω των αυξημένων υδατοπορροών και στερεροπαροχών που προκαλούν (Κωτούλας, 1997). Η θερμοκρασία του αέρα είναι ένα συνεχές στοιχείο (έχει πάντοτε κάποια τιμή) και θεωρείται ένα από τα βασικότερα στοιχεία που συντελούν στη διαμόρφωση του κλίματος μιας περιοχής. Επίσης το μέγεθος και οι μεταβολές της θερμοκρασίας αέρα καθορίζουν τις απώλειες των βροχοπτώσεων λόγω εξατμισιδιαπνοής και την ένταση των αποσαθρώσεων. Για το λόγο αυτό επηρεάζουν την ποσότητα των παραγόμενων φερτών υλών στις ορεινές λεκάνες απορροής (Στάθης, 1998). Η μελέτη της θερμοκρασίας αέρα στηρίζεται στα στοιχεία των μετεωρολογικών σταθμών που διαθέτουν μετρήσεις για αυτή. Οι τιμές που χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα μελέτη είναι οι τιμές των μέσων μηνιαίων θερμοκρασιών, για τους μετεωρολογικούς σταθμούς για τους οποίους υπήρχαν στοιχεία θερμοκρασίας. Για την ολοκλήρωση της παρούσης μελέτης, τα μετεωρολογικά δεδομένα αντλήθηκαν από 33 σταθμούς (Πιν. 13) που βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή (Σχ. 137
17). Οι υπηρεσίες στις οποίες ανήκουν οι συγκεκριμένοι σταθμοί είναι τέσσερις και είναι το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και συγκεκριμένα η Διεύθυνση Εκτέλεσης και Κατασκευής Έργων (3 η Δ.Ε.Κ.Ε.), η ΕΜΥ, το Ταμείο Διοίκησης και Διαχείρισης Πανεπιστημιακών Δασών και το Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε). Οι σταθμοί αυτοί δυστυχώς, είτε λόγω τεχνικών δυσκολιών, είτε λόγω έλλειψης προσωπικού, δεν περιλαμβάνουν όλες τις μετρήσεις που είναι απαραίτητες. Συγκεκριμένα, μόνο σε οκτώ σταθμούς υπάρχει παρακολούθηση της θερμοκρασίας του αέρα, επομένως μόνο σ αυτές τις περιπτώσεις ήταν δυνατή η απεικόνιση ομβροθερμικών διαγραμμάτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις παρατηρήσεις που συγκεντρώθηκαν ορισμένες τιμές λείπουν. Αυτό οφείλεται είτε σε μηχανική βλάβη του οργάνου, είτε σε αδυναμία καταγραφής των δεδομένων, λόγω έλλειψης προσωπικού. Σχήμα 17: Οι μετεωρολογικοί σταθμοί που χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα έρευνα 138
Πίνακας 13: Μετεωρολογικοί σταθμοί στην περιοχή έρευνας α/α Μ/Σ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ (ΕΓΣΑ) ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΣΤΑΘΜΟΥ Χ Υ (m) ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΝ 1 Λάρισα Θε - Βμ 36688,1 4389668,31 ΕΜΥ 73,6 1955 21 2 Βερδικούσσα Βμ 412736,734 443813 ΥΠΔΕ 863 1971 25 3 Γιαννωτά Βμ 333292,543 4427337,844 ΥΠΔΕ 5 1971 25 4 Ελασσόνα Βμ, Βγ 344489,841 4417847,126 ΥΠΔΕ 314 1971 25 5 Ζάππειο Βμ 366457,368 4369319,69 ΥΠΔΕ 17 1971 25 6 Λιβάδι Βμ, ΧΒμ 342177,884 444386,496 ΥΠΔΕ 1179 1971 25 7 Σπηλιά Βμ, ΧΒμ 384219,39 4464,185 ΥΠΔΕ 85 1971 25 8 Σκοπιά Βμ, Βγ 367295.255 4334149.37 ΥΠΔΕ 45 1971 25 9 Σωτήριο Βμ 389451,14 4372658,715 ΥΠΔΕ 54 1971 25 1 Τύρναβος Βμ 352684.346 4399178.197 ΥΠΔΕ 92 1971 25 11 Φάρσαλα Θε - Βμ 3639,779 435922,119 ΕΜΥ 148 1975 1992 12 Αγιά Βγ, Θα, Υα, Θε, Εξ,, Αγ 392651,839 4396666,377 ΕΘΙΑΓΕ 18 1963 1993 13 Ανάβρα Βμ 335685,319 4338448,235 ΥΠΔΕ 7 1971 25 14 Καρδίτσα Βμ, Βγ 321753,115 4359112,47 ΥΠΔΕ 13 1971 25 15 Μουζάκι Βμ 298968,669 436771,829 ΥΠΔΕ 229 196 1992 16 Πεζούλα Βμ, ΧΒμ 3146.95 4352198.288 ΥΠΔΕ 93 1971 25 17 Ρεντίνα Βμ 325319,745 4325717,47 ΥΠΔΕ 93 1971 25 18 Πευκόφυτο Θε - Βμ 295953,761 4361596,61 ΥΠΓΕ 69 196 1993 19 Μαλακάσι Βμ 267146,174 446849,273 ΥΠΔΕ 849 1971 1989, 1991 25 2 Αγιόφυλλο Βμ 291664,984 441541,647 ΥΠΔΕ 581 1974 1994 21 Μεγάλη Κερασιά Θε - Βμ 2856,92 44268,89 ΥΠΔΕ 5 1971 25 22 Κατάφυτο Βμ 296683,367 4389347,85 ΥΠΔΕ 98 1975 199 23 Ασπροπόταμος 24 Καλαμπάκα Βμ, Θε, Υα, Χμ, Εξ, Αμ Βμ, Θε, Υα, Χμ, Εξ, Αμ 27988,189 4391919,116 ΕΘΙΑΓΕ 15 196 199 296878,584 4396747,384 ΕΜΥ 222 1974 1997 25 Μετέωρα Βμ 29844,763 4449,958 ΥΠΔΕ 596 1977 1994 26 Χρυσομηλιά Βμ 285135,985 4385957,89 ΥΠΔΕ 94 1976 1993 27 Περτούλι Βμ, Θε, Υα, Χμ, Εξ, Αμ 282117,47 438486,999 ΤΔΔΔ 118 1961 1994 28 Ελάτη Βμ 287744,71 4376627,64 ΥΠΔΕ 9 1975 1994 29 Τρίκαλα Βμ, Θε, Υα, Χμ, Εξ, Αμ 37897,645 437983,81 ΕΜΥ 11,2 1973 21 3 Φαρκαδόνα Βμ 333796,581 4384756,557 ΥΠΔΕ 87 1975 1994 31 Λουτροπηγή Βμ, Βγ, Εξ, Θα 33127,23 433114,614 ΥΠΔΕ 73 1971 25 32 Καταφύλλιο Βμ 276866.566 434738.115 ΥΠΔΕ 98 1971, 1986 25 33 Δομοκός Βμ, Θα, Υα 352857,373 4332555,893 ΕΜΥ 615 1975 1997 Ε.Μ.Υ.: Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.: Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας ΥΠ.Δ.Ε.: Υπουργείο Δημοσίων Έργων Τ.Δ.Δ.Δ.: Ταμείο Διοίκησης και Διαχείρισης Πανεπιστημιακών Δασών 139
5.13.3.2 Ομβρικά διαγράμματα Από τα βροχομετρικά δεδομένα που συλλέχθηκαν από τους σταθμούς κατασκευάστηκαν τα ομβρικά διαγράμματα. Τα διαγράμματα αυτά παρουσιάζουν την μέση μηνιαία βροχόπτωση των ετών για τα οποία υπήρχαν παρατηρήσεις. Τα ομβρικά διαγράμματα παρουσιάζονται παρακάτω (Σχ. 18). ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΒΕΡΔΙΚΟΥΣΑΣ ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΖΑΠΠΕΙΟΥ ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ (mm) 12 1 8 6 4 2 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ (mm) 1 8 6 4 2 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΓΙΑΝΝΩΤΩΝ ΕΛΑΣΣΟΝΑΣ ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΤΥΡΝΑΒΟΥ 8 8 6 6 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ (mm) 4 2 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ 4 ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ (mm) 2 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΕΛΑΣΣΟΝΑΣ ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΛΙΒΑΔΙΟΥ ΕΛΑΣΣΟΝΑΣ 8 12 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ (mm) 6 4 2 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ (mm) 1 8 6 4 2 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ Σχήμα 18: Ομβρικά διαγράμματα μετεωρολογικών σταθμών στην περιοχή έρευνας 14
ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΣΚΟΠΙΑΣ ΦΑΡΣΑΛΩΝ ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΣΠΗΛΙΑΣ ΛΑΡΙΣΑΣ 8 12 1 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ (mm) 6 4 2 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ (mm) 8 6 4 2 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΜΑΛΑΚΑΣΙΟΥ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ 16 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ (mm) 6 4 2 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ (mm) 14 12 1 8 6 4 2 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΕΡΑΣΙΑΣ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΜΟΥΖΑΚΙΟΥ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ (mm) 12 1 8 6 4 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ (mm) 14 12 1 8 6 4 2 2 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΡΕΝΤΙΝΑΣ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΑΝΑΒΡΑΣ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ 18 1 16 14 8 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ (mm) 12 1 8 6 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ (mm) 6 4 4 2 2 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΠΕΖΟΥΛΑΣ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΧΡΥΣΟΜΗΛΙΑΣ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ 2 2 18 18 16 16 14 14 12 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ 1 ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ 8 (mm) 6 4 2 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ 12 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ 1 ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ 8 (mm) 6 4 2 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ Σχήμα 18 (συνέχεια): Ομβρικά διαγράμματα μετεωρολογικών σταθμών στην περιοχή έρευνας 141
ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΕΛΑΤΗΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ (mm) 8 6 4 2 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ (mm) 26 24 22 2 18 16 14 12 1 8 6 4 2 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΑΓΙΟΦΥΛΛΟΥ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΚΑΤΑΦΥΤΟΥ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ 12 18 1 16 14 8 12 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ (mm) 6 4 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ (mm) 1 8 6 4 2 2 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΚΑΤΑΦΥΛΛΙΟΥ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΛΟΥΤΡΟΠΗΓΗΣ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ 2 14 18 16 14 12 1 12 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ 1 ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ 8 (mm) 6 8 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ 6 (mm) 4 4 2 2 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΜΕΤΕΩΡΩΝ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ ΟΜΒΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ 12 8 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ (mm) 1 8 6 4 2 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ (mm) 6 4 2 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ Σχήμα 18 (συνέχεια): Ομβρικά διαγράμματα μετεωρολογικών σταθμών στην περιοχή έρευνας 142
5.13.3.3 Ομβροθερμικά διαγράμματα Ένα επίσης σημαντικό στοιχείο είναι ο ξηροθερμικός δείκτης, ο οποίος δίνει κατά προσέγγιση τον αριθμό των βιολογικά ξηρών ημερών μιας περιόδου ξηρασίας. Περίοδος ξηρασίας θεωρείται εκείνη κατά την οποία οι μήνες της έχουν ύψος βροχής (P) σε mm μικρότερο του διπλάσιου της μέσης θερμοκρασίας αέρα (Τ) σε o C. Για τον ξηροθερμικό δείκτη, χρησιμοποιείται το ομβροθερμικό διάγραμμα (Gaussen) (Στάθης, 1998). Αυτό φανερώνει την εποχή κατά την οποία εμφανίζεται περίοδος ξηρασίας. Τα ομβροθερμικά διαγράμματα των μετεωρολογικών σταθμών της περιοχής έρευνας παρουσιάζονται παρακάτω στο σχ. 19. 143
ΟΜΒΡΟΘΕΡΜΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΠΕΥΚΟΦΥΤΟΥ ΟΜΒΡΟΘΕΡΜΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟΥ 2 1 18 9 ΜΕΣΟ ΜΗΝΙΑΙΟ ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΗΣ 18 16 14 12 1 8 6 4 2 9 8 7 6 5 4 3 2 1 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΜΕΣΟ ΜΗΝΙΑΙΟ ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΗΣ 16 14 12 1 8 6 4 2-2 8 7 6 5 4 3 2 1 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ -1 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΟΜΒΡΟΘΕΡΜΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΑΓΙΑΣ ΟΜΒΡΟΘΕΡΜΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΠΕΡΤΟΥΛΙΟΥ ΜΕΣΟ ΜΗΝΙΑΙΟ ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΗΣ 12 1 8 6 4 2 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ 6 5 4 3 2 1 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΜΕΣΟ ΜΗΝΙΑΙΟ ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΗΣ 24 22 2 18 16 14 12 1 8 6 4 2-2 9 8 7 6 5 4 3 2 1 IAN ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΙ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ -1 12 11 1 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΟΜΒΡΟΘΕΡΜΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΦΑΡΣΑΛΩΝ ΟΜΒΡΟΘΕΡΜΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΛΑΡΙΣΑΣ ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ 9 8 7 6 5 4 3 2 1 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ 45 4 35 3 25 2 15 1 5 Ο ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙ C) ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ 6 5 4 3 2 1 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ 3 25 2 15 1 5 Ο ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙ C) ΟΜΒΡΟΘΕΡΜΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΤΡΙΚΑΛΩΝ ΟΜΒΡΟΘΕΡΜΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΔΟΜΟΚΟΥ 12 6 1 5 1 5 8 4 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ 8 6 4 2 4 3 2 1 Ο ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙ C) ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ 6 4 2 3 2 1 Ο ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙ C) ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΪ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΟΜΒΡΟΘΕΡΜΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Μ/Σ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ 12 6 ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ 1 8 6 4 2 Ιαν Φεβ Μαρ Απρ Μαι Ιουν Ιουλ Αυγ Σεπ Οκτ Νοεμ Δεκ 5 4 3 2 1 Ο ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙ C) Σχήμα 19: Ομβροθερμικά διαγράμματα μετεωρολογικών σταθμών στην περιοχή έρευνας 144
Όπως γίνεται αντιληπτό και από τα ομβρικά και ομβροθερμικά διαγράμματα, το ποσό της βροχόπτωσης κατά τους θερινούς μήνες ελαττώνεται σε σημαντικό βαθμό, γεγονός που χαρακτηρίζει το κλίμα της ευρύτερης περιοχής. Στα ομβροθερμικά διαγράμματα είναι δυνατό να παρατηρήσουμε την περίοδο ξηρασίας. Όπως γίνεται αντιληπτό από τα διαγράμματα αυτή παρουσιάζεται από μέσα Μαΐου με αρχές Ιουνίου μέχρι και το τέλος του Σεπτεμβρίου ανάλογα με τον μετεωρολογικό σταθμό. Στον μετεωρολογικό σταθμό Περτουλίου (Σταθμός με το μεγαλύτερο υψόμετρο 118m μεταξύ των 9) δεν εμφανίζεται ξηροθερμική περίοδος γεγονός που σημαίνει ότι ακόμα και κατά τους θερινούς μήνες σημειώνεται σημαντικό ύψος βροχής. Ο μετεωρολογικός σταθός Λάρισας που εντοπίζεται στο χαμηλότερο σημείο από τους 9 σταθμούς (υψόμετρο 73,6m) καθώς και αυτός των Τρικάλων (υψόμετρο 11,2m) παρουσιάζουν την μεγαλύτερη ξηροθερμική περίοδο, η οποία ξεκινάει περίπου μισό μήνα νωρίτερα από τα μέσα Μαΐου και τελειώνει τέλος Σεπτεμβρίου και αρχές Οκτωβρίου για την Λάρισα. Επίσης στους σταθμούς με μεγαλύτερο υψόμετρο όπως ο σταθμός Πευκοφύτου (υψόμετρο 69m), Ασπροποτάμου (υψόμετρο 15m), παρατηρείται σημαντικά μικρότερη ξηροθερμική περίοδος από τα μέσα με τέλη Ιουνίου μέχρι μέσα Αυγούστου. Σημαντικό στοιχείο επίσης στις διευθετήσεις των χειμάρρων αποτελεί το μέγιστο ποσό βροχής σε διάρκεια 24 ωρών ή η ραγδαιότητα της βροχής. Το δεδομένο αυτό δυστυχώς δεν ήταν διαθέσιμο για όλους τους σταθμούς που ερευνήθηκαν. Για τους σταθμούς για τους οποίους υπήρχαν αξιόπιστα στοιχεία παρουσιάζεται ο παρακάτω πίνακας (Πίν. 14). Σημαντικό στοιχείο είναι επίσης και η ραγδαιότητα της βροχής. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συλλέχτηκαν και επεξεργάστηκαν, στο μετεωρολογικό σταθμό Ελάτης Τρικάλων, σημειώθηκε ύψος βροχής 312,5 mm σε ένα 24ωρο (Δεκέμβριος, 1979). Σημαντικά ύψη βροχής σημειώθηκαν επίσης στο Δομοκό (16 mm, Μάρτιος), στη Χρυσομηλιά (156,5 mm, Νοέμβριος 1978) και στη Λάρισα (141,1 mm, Σεπτέμβριος). Κατά κανόνα η δυτική πλευρά της λεκάνης απορροής του και ειδικότερα η βορειοδυτική, δέχεται μεγαλύτερο ύψος βροχής από την ανατολική πλευρά του, γεγονός φυσιολογικό δεδομένου των μεγαλύτερων υψομέτρων που παρουσιάζονται στην δυτική πλευρά της λεκάνης. 145
Πίνακας 14: Μετεωρολογικοί σταθμοί και μέγιστες τιμές βροχόπτωσης 24ώρου Μ/Σ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΣΤΑΘΜΟΥ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΝ ΜΕΓΙΣΤΟ 24ΩΡΟΥ ΜΗΝΑΣ - ΕΤΟΣ (m) (mm) Λάρισα Θε - Βμ ΕΜΥ 73,6 1955-21 141,1 Σεπτέμβριος Φάρσαλα Θε - Βμ ΕΜΥ 148 1975-1992 92 Σεπτέμβριος Μαλακάσι Βμ ΥΠΔΕ 849 1974-1994 123,7 Δεκ-78 Αγιόφυλλο Βμ ΥΠΔΕ 581 1974-1994 7 Ιαν-68 Καλαμπάκα Βμ, Θε, Υα, Χμ, Εξ, Αμ ΕΜΥ 222 1974-1997 11 Δεκέμβριος Χρυσομηλιά Βμ ΥΠΔΕ 94 1976-1993 156,5 Νοε-78 Περτούλι Βμ, Θε, Υα, Χμ, Εξ, Αμ ΤΔΔΔ 118 1961-1994 26 Μαρ-75 Ελάτη Βμ ΥΠΔΕ 9 1975-1994 312,5 Δεκ-79 Τρίκαλα Βμ, Θε, Υα, Χμ, Εξ, Αμ ΕΜΥ 11,2 1973-21 114,2 Οκτώβριος Φαρκαδόνα Βμ ΥΠΔΕ 87 1975-1994 87,4 Σεπ-62 Δομοκός Βμ, Θα, Υα ΕΜΥ 615 1975-25 16 Μάρτιος 5.13.3.4 Συσχέτιση ύψους βροχής και υπερθαλάσσιου ύψους Ο υπολογισμός της μεταβολής του μέσου ετήσιου ύψους βροχής σε συνάρτηση με το υπερθαλάσσιο υψόμετρο παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, επειδή επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες, όπως η τοπογραφική διαμόρφωση, η κλίση του εδάφους, η έκθεση της περιοχής στους ανέμους, η βλάστηση κ.α. (Μαριολόπουλος, Καραπιπέρης, 1955). Παρ όλα αυτά γίνεται μια προσπάθεια ανάλυσης της μεταβολής αυτής. Αρχικά και με κάθε επιφύλαξη, από τα παραπάνω ομβρικά διαγράμματα παρατηρούμε αύξηση της βροχόπτωσης με το υπερθαλάσσιο ύψος, ενώ παρατηρείται επίσης και μεγαλύτερη διακύμανση του ύψους βροχής κατά τη διάρκεια του έτους. Σε μικρότερα υψόμετρα το ύψος βροχής είναι πιο ομαλά κατανεμημένο στο έτος. Σχηματικά αυτή η μεταβολή φαίνεται και στα δύο παρακάτω διάγραμματα τα οποία στηρίχτηκαν στις μέσες ετήσιες βροχοπτώσεις των σταθμών που μελετήθηκαν. 146
Α Βόρειο Τμήμα ΜΕΣΟ ΕΤΗΣΙΟ ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΗΣ (mm) 1 9 8 7 6 5 4 3 2 1 y =,3128x + 57,91 R 2 =,5482 2 4 6 8 1 12 14 ΥΠΕΡΘΑΛΑΣΣΙΟ ΥΨΟΣ (m) Β Νότιο Τμήμα 18 16 14 12 y =,7587x + 472,61 R 2 =,5976 ΜΕΣΟ ΕΤΗΣΙΟ ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΗΣ (mm) 1 8 6 4 2 2 4 6 8 1 12 14 ΥΠΕΡΘΑΛΑΣΣΙΟ ΥΨΟΣ (m) Σχήμα 2: Συσχέτιση μέσου ετήσιου ύψους βροχής με υπερθαλάσσιο ύψος Σημειώνεται ότι δημιουργήθηκαν δύο διαγράμματα καθώς κρίθηκε σκόπιμο να διαχωριστούν οι σταθμοί σε δύο ομάδες, ως εξής: Σταθμοί στο βόρειο τμήμα (Α) και σταθμοί στο νότιο τμήμα (Β) της λεκάνης απορροής του Πηνειού (Σχ.2). Από τα παραπάνω διάγραμματα (σχ. 2) παρατηρείται ότι ο συντελεστής προσδιορισμού R 2 δεν είναι και πάρα πολύ ισχυρός, γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μονο ποσοστό 54,82% και 59,76% της συνολικής μεταβολής του ύψους βροχής στις δύο υποπεριοχές οφείλεται στη μεταβολή του υπερθαλάσσιου ύψους. 147
5.13.3.5 Συσχέτιση μέσης ετήσιας θερμοκρασίας και υπερθαλάσσιου ύψους Ομοίως έγινε και συσχέτιση της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας και του υπερθαλάσσιου ύψους (Σχ. 21). 18 16 14 12 ΜΕΣΗ ΕΤΗΣΙΑ 1 ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ( Ο C) 8 6 4 2 y = -,72x + 17,169 R 2 =,9464 2 4 6 8 1 12 14 ΥΠΕΡΘΑΛΑΣΣΙΟ ΥΨΟΣ (m) Σχήμα 21: Συσχέτιση μέσων ετήσιων θερμοκρασιών με υπερθαλάσσιο ύψος Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσαμε να ομολογήσουμε ότι ο συντελεστής προσδιορισμού R 2 είναι πάρα πολύ ισχυρός γεγονός που σημαίνει ότι ποσοστό 94% της συνολικής μεταβολής της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας στην περιοχή έρευνας οφείλεται στη μεταβολή του υπερθαλάσσιου ύψους. Η τιμή αυτή όμως παρουσιάζεται με επιφύλαξη δεδομένου ότι δεδομένα για την μέση ετήσια θερμοκρασία αέρα αντλήθηκαν μόνο από 9 σταθμούς από το σύνολο των 33 της περιοχής έρευνας που εξετάστηκαν συνολικά. 5.13.4 Γεωλογικό υπόθεμα 5.13.4.1 Γεωτεκτονικές ζώνες Ο ελληνικός χώρος διαιρείται σε 14 γεωτεκτονικές ζώνες (Μουντράκης, 1985). Οι ζώνες αυτές είναι (Σχ.22): 1. Η μάζα Ροδόπης (Rh), 2. η Σερβομακεδονική (Sm), 3. η Περιροδοπική (CR), 148
4. η Παιονίας (Pe), 5. η Πάϊκου (Pa), 6. η Αλμωπίας (Al), 7. η πελαγονική (Pl), 8. η αττικοκυκλαδική (Ac), 9. η υποπελαγονική (Sp, 1. η Παρνασσού Γκιώνας (Pk), 11. η Πίνδου (P), 12. η Γαβρόβου Τρίπολης (G), 13. η Ιόνιος (I) και 14. η Παξών (Px). Από την έρευνα προέκυψε ότι η περιοχή που μελετήθηκε ανήκει σε τρεις γεωτεκτονικές ζώνες. Οι ζώνες αυτές είναι η πελαγονική, η υποπελαγονική και η ζώνη της Πίνδου. Σχήμα 22: Οι γεωτεκτονικές ζώνες της Ελλάδας (Μουντράκης, 1985) Η πελαγονική ζώνη συγκροτείται κυρίως από το κρυσταλλοσχιστώδες υπόβαθρο, τους γνευσιωμένους γρανίτες, τα ημιμεταμορφωμένα Περμο Τριαδικά πετρώματα, τα δύο αθρακικά καλύμματα Τριαδικού Ιουρασικού, τους οφειόλιθους και τα Ανωκρητιδικά επικλυσιγενή ιζήματα (Μουντράκης, 1985). Η υποπελαγονική ζώνη συγκροτείται κυρίως από μεγάλες οφειλολιθικές μάζες και τη σχιστοκερατολιθική διάπλαση. Τα κυριώτερα πετρώματα πης οφειολιθικής σειράς είναι: σερπεντινίτες, χαρτοβουργίτες, δακίτες, νορίτες, γάβροι, διαβάσες, βασάλτες κ.λ.π.. Η σχιστοκερατολιθική διάπλαση συνίσταται από λεπτόκοκκα ιζήματα, δηλαδή αργιλικούς σχιστόλιθους, μάργες, λεπτόκοκκους ψαμμίτες, πηλίτες με παρεμβολές λεπτόκοκκων πελαγιών ασβεστόλιθων. Επίσης υπάρχουν κυρίως πλακοπαγείς ασβεστόλιθοι του ιουρασικού (Μουντράκης, 1985). Η ζώνη της Πίνδου διαιρέθηκε από τον Aubouin (1959) (Μουντράκης, 1985), σε τρεις παλαιογεωγραφικές υποζώνες. Την ανατολική πλευρά της αύλακας που ονομάστηκε Υπερπινδική υποζώνη με ιζήματα μεταβατικά μεταξύ της ζώνης Πίνδου και της Υποπελαγονικής ζώνης, την αξονική υποζώνη με ιζήματα της πιο βαθιάς θάλασσας και τη δυτική πλευρά, μεταβατική προς το ύβωμα Γαβρόβου Τριπόλεως που λέγεται και Εξωτερική Πίνδος. Κοινό γνώρισμα των δύο ζωνών, 149
Πίνδου και Υποπελαγονικής, είναι η μεγάλη παρουσία της σχιστοκερατολιθικής διάπλασης. Συγκροτείται κυρίως από πελαγικούς πλακώδεις ασβεστόλιθους του τριαδικού, τη σχιστοκερατολιθική διάπλαση του ιουρασικού και του φλύσχη. Στο όριο της ζώνης με την υποπελαγονική εμφανίζονται μολασσικά ιζήματα της μεσοελληνικής αύλακας (Μουντράκης, 1985). 5.13.4.2 Χειμαρρικοί πετρολογικοί σχηματισμοί Η γεωλογική διάκριση των πετρωμάτων δεν εκφράζει και την ευπάθεια τους στα χειμαρρικά φαινόμενα, ούτε αποδίδει το είδος των εμφανιζόμενων εστιών παραγωγής υλικών σε καθένα από αυτούς (Στεφανίδης, 199). Για τον λόγο αυτό απαιτείται η ταξινόμηση κατά χειμαρρικούς πετρολογικούς σχηματισμούς. Η εργασία αυτή έγινε με την βοήθεια γεωλογικού χάρτη του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (Ι.Γ.Μ.Ε.) κλίμακας 1:5 καθώς και με επιτόπιες έρευνες. Με βάση τον χάρτη του Ι.Γ.Μ.Ε. έγινε χαρτογράφηση της περιοχής έρευνας και εν συνεχεία τα πετρώματα ταξινομήθηκαν στους σχηματισμούς. Ο χάρτης IV, παρουσιάζει το γεωλογικό υπόθεμα της περιοχής έρευνας κατά χειμαρρικούς πετρολογικούς σχηματισμούς. Από την διαδικασία αυτή προέκειψαν τα εξής αποτελέσματα (Πιν. 15). Πίνακας 15: Κατανομή των χειμαρρικών πετρολογικών σχηματισμών στην περιοχή έρευνας α/α ΠΕΤΡΟΛΟΓΙΚΟΙ ΕΚΤΑΣΗ ΠΟΣΟΣΤΟ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ Km 2 % 1 Ασβεστολιθικός (Κ) 957,25 15,1 2 Κρυσταλλοπυριγενής (Μ) 1762,13 27,8 3 Προσχωσιγενής (Α) 1212,97 19,1 4 Σχιστολιθικός (G) 43,49,7 5 Νεογενής (S) 115,39 18,2 6 Φλυσχικός (F) 128,79 19,1 Όπως γίνεται αντιληπτό από τον παραπάνω πίνακα, ο σχηματισμός με το μεγαλύτερο ποσοστό στην περιοχή έρευνας είναι ο κρυσταλλοπυριγενής με 27,8%. Ακολουθούν με ίδιο ποσοστό ο προσχωσιγενής (Α) και ο φλυσχικός (F) με ποσοστό 19,1%, ο νεογενής (S) με 18,2%, ο ασβεστολιθικός (Κ) με 15,1% και τέλος ο σχιστολιθικός (G) με μόλις,7%. 15
21 '"E 22 '"E ΧΑΡΤΗΣ IV ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΘΕΜΑ 23 '"E 7777 77 Λιβάδι 777 7 7 7 1:6. 7 77 7 7 77 7 7 7 7 7 7Αιγάνη 7 Δεσκάτη 7 Κρανιά 7 7 77 7 7 7 Πυργετός 7Ραψάνη 7 7 1 Τ ι τ α ρ ή σ ι ο ς 7 7Ελασσόνα 7 ρ ρ ι κ ό ς Τσαριτσάνη 7 77Γόννοι77 Χ ε ι μ αστόμιο 7 7 7 7 7 7 4 Μ ο υ ρ γ κ ά ν ι 7 7 7 Ελατιά77 7 7 7 77 77 7 7 Κ α σ τ α ν ι ώ τ ι κ ο 77 Συκούριο 7 7 Τύρναβος 4 '"N 4 '"N 7 Λάρισα 7 7 Φαρκαδώνα Τρίκαλα 7 7 Ν ε ο χ ω ρ ί τ η ς Χρυσομηλιά Ελάτη Π ε δ ι ν ή 7 Λεκάνες Απορροής Υδρογραφικό Δίκτυο Ακτογραμμή Οικισμοί 77777 7 7 7 Καρδίτσα 7 7 Σοφάδες 7 9 Κ α7ρ ά μ π α λ η ς Φάρσαλα 77 7 7 1 2 Φ α ρ σ α λ ι ώ τ η ς 7 1 Κ α λ έ ν τ ζ η ς 7 7 Ανάβρα Πετρωτό 7 77 Σκοπιά 7 Δομοκός Λουτροπηγή 7 1 3 Ε ν ι π έ α ς 7Ρεντίνα 7 7 ΥΠΟΜΝΗΜΑ 7 7 Ζάππειο Π ά μ ι σ ο ς Μουζάκι 8 Πύλη Π ε ρ ι ο χ ή 77 7 Π ο ρ τ α ϊ κ ό ς 7 7 7 Αγιά 2 Λ η θ α ί ο ς Κ λ ε ι ν ο β ί τ ι κ ο ς 7 7 3 Καλαμπάκα 77 7-7 Ό σ σ α ς 77 6 χ ώ ρ ο ς 5 77 Παναγία 7Μαλακάσι Μ α λ α κ α 7 σ ι ώ τ η ς 39 '"N 7 Κρυσταλλοπυριγενής Σχηματισμός (Μ) 77 77 Ασβεστολιθικός Σχηματισμός (Κ) Σ ο φ α δ ί τ η ς 11 Είδος 39 '"N Προσχωσιγενής Σχηματισμός (Α) Νεογενής Σχηματισμός (S) Φλυσχικός Σχηματισμός (F) Σχιστολιθικός Σχηματισμός (G) 21 '"E 22 '"E 23 '"E
Επομένως η συνολική περιοχή έρευνας, δηλαδή η ορεινή λεκάνη απορροής του Πηνειού ποταμού αποτελεί μια μεικτή λεκάνη όσον αφορά το γεωλογικό υπόθεμα της. Στους παρακάτω πίνακες (Πιν. 16,17) παρουσιάζεται αναλυτικά η γεωλογική συγκρότηση των 13 κυρίων συμβαλλόντων του Πηνειού. Πίνακας 16: Κατανομή των χειμαρρικών πετρολογικών σχηματισμών στην περιοχή έρευνας κατά λεκάνες απορροής α/α ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ Ασβεστολιθικός Σχηματισμός (Κ) Κρυσταλλοπυριγενής Σχηματισμός (Μ) Προσχωσιγενής Σχηματισμός (Α) Km 2 Σχιστολιθικός Σχηματισμός (G) Νεογενής Σχηματισμός (S) Φλυσχικός Σχηματισμός (F) Σύνολο 1 Τιταρήσιος 369,319 957,281 25,426 43,488 482,159 17,284 1894,95 2 Νεοχωρίτης 54,597 211,799 5,575, 15,871, 332,84 3 Ληθαίος 16,441 5,38 84,847, 113,691, 22,35 4 Μουργκάνι 24,375 158,339 36,127, 22,744 5,116 444,7 5 Μαλακασιώτης Καστανιώτικο 21,994 135,557 6,612, 4,796 156,593 325,55 6 Κλεινοβίτικος 68,649, 2,519, 1,818 11,358 174,34 7 Πορταϊκός 58,81 2,987 1,33, 1,272 83,777 147,44 8 Πάμισος 95,474 1,991 22,184, 18,21 18,4 434,85 9 Καράμπαλης 3,573, 82,151, 24,43 129,413 239,54 1 Καλέντζης 7,86, 26,754, 5,548 7,361 11,47 11 Σοφαδίτης 14,177 164,966 54,283, 3,411 253,42 517,23 12 Φαρσαλιώτης 88,384 37,173 48,749, 37,35 61,88 74,7 13 Ενιπέας 134,383 77,656 159,416, 194,168 222,399 788,2 Πίνακας 17: Κατανομή των χειμαρρικών πετρολογικών σχηματισμών στην περιοχή έρευνας κατά λεκάνες απορροής σε ποσοστά % α/α ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ Ασβεστολιθικός Σχηματισμός (Κ) Κρυσταλλοπυριγενής Σχηματισμός (Μ) Προσχωσιγενής Σχηματισμός (Α) Σχιστολιθικός Σχηματισμός (G) % Νεογενής Σχηματισμός (S) Φλυσχικός Σχηματισμός (F) Σύνολο 1 Τηταρίσιος 19,5 5,5 1,3 2,3 25,5,9 1, 2 Νεοχωρίτης 16,4 63,6 15,2, 4,8, 1, 3 Ληθαίος 7,5 2,4 38,5, 51,6, 1, 4 Μουργκάνι 5,5 35,6 8,1, 49,6 1,2 1, 5 Μαλακασιώτης Καστανιώτικο 6,8 41,6 2,, 1,5 48,1 1, 6 Κλεινοβίτικος 39,4, 1,4, 1, 58,1 1, 7 Πορταϊκός 39,4 2,,9,,9 56,8 1, 8 Πάμισος 22, 2,5 46,5, 4,2 24,8 1, 9 Καράμπαλης 1,5, 34,3, 1,2 54, 1, 1 Καλέντζης 7,1, 24,2, 5, 63,7 1, 11 Σοφαδίτης 2,7 31,9 1,5, 5,9 49, 1, 12 Φαρσαλιώτης 12,5 5,3 68,2, 5,3 8,7 1, 13 Ενιπέας 17,1 9,9 2,2, 24,6 28,2 1, 153
Όπως γίνεται αντιληπτό, σε 7 από τις 13 λεκάνες το μεγαλύτερο ποσοστό καταλαμβάνει ο φλυσχικός σχηματισμός, γεγονός που επαληθεύεται από τις ολισθήσεις που παρατηρούνται στην περιοχή αυτή. Σε δύο λεκάνες (Ληθαίος, Μουργκάνι) ο σχηματισμός που κυριαρχεί είναι ο νεογενής (S), με έντονες χαραδρωτικές, φαραγγωτές και πρανικές διαβρώσεις. Στον Πάμισο και στον Φαρσαλιώτη κυρίαρχος πετρολογικός σχηματισμός είναι ο προσχωσιγενής (Α), ενώ μόνο ο Τιταρήσιος αποτελείται κυρίως από Κρυσταλλοπυριγενή σχηματισμό (Μ). Επίσης σημαντικό ποσοστό καταλαμβάνει και ο Ασβεστολιθικός σχηματισμός (Κ). Από την μελέτη των παραπάνω πινάκων γίνεται φανερό ότι η λεκάνη του Πηνειού ποταμού συγκροτείται κυρίως από ευδιάβρωτους πετρολογικούς σχηματισμούς που εμφανίζουν έντονα χειμαρρικά φαινόμενα και τα οποία συνεισφέρουν σε σημαντικό βαθμό στην παραγωγή φερτών υλών, ρυπαίνοντας με τον τρόπο αυτό τον ποταμό. 5.14 Χειμαρρικό περιβάλλον και χειμαρρικός τύπος 5.14.1 Χειμαρρικό περιβάλλον 5.14.1.1 Γενικά Το εύρος της περιοχής έρευνας είναι αρκετά μεγάλο με αποτέλεσμα να παρουσιάζει μια ιδιαίτερη ανομοιομορφία. Το ανάγλυφο δεν είναι ιδιαίτερα έντονο ενώ τα μεγαλύτερα υψόμετρα και επομένως το εντονότερο ανάγλυφο εμφανίζονται περιφερειακά και ιδιαίτερα βόρεια ανατολικά και νότια δυτικά. Στην υπόλοιπη περιοχή παρουσιάζονται μικρά υψόμετρα με ιδιαίτερα ομαλές κλίσεις εδάφους. Κέντρο της περιοχής είναι η θεσσαλική πεδιάδα την οποία διαρρέει ο Πηνειός ποταμός. Γεωλογικά η ευρύτερη λεκάνη του Πηνειού αποτελείται από διαπερατούς γεωλογικούς σχηματισμούς γεγονός που οφελεί τη διήθηση των υδάτων και τον εμπλουτισμό των υπόγειων υδροφόρων οριζόντων. Στην ορεινή δυτική πλευρά η γεωλογική συγκρότηση περιλαμβάνει ασβεστόλιθους και φλύσχη. Η διάταξη των πετρωμάτων σε συνδυασμό με τα μεγάλα ύψη κατακρημνισμάτων ευνοεί την δημιουργία έντονων ολισθήσεων (Στουρναρέϊκα, Βροντερό Τρικάλων, Περτουλίου). Επίσης η παρουσία του ασβεστόλιθου έχει ως αποτέλεσμα την αποσάθρωση και την παραγωγή άφθονων φερτών υλών. 154
Στην ανατολική πλευρά, τα χειμαρρικά ρεύματα διαμορφώνουν ηπιότερο χειμαρρικό δυναμικό λόγω της γεωλογικής τους συγκρότησης, τις ηπιότερες κλίσεις και τα μειωμένα ύψη κατακρημνισμάτων. Στη νότια πλευρά, ενώ η γεωλογική συγκρότηση είναι παρόμοια με τα ρεύματα της δυτικής πλευράς, ωστόσο λόγω των μειωένων ύψων κατακρημνισμάτων και ειδικότερα λόγω των σαφώς ηπιότερων κλίσεων, το χειμαρρικό δυναμικό διαφέρει σημαντικά. Το μεγαλύτερο μέρος της πεδινής περιοχής καλλιεργείται εντατικά. Περιμετρικά στα μεγαλύτερα υψόμετρα εμφανίζονται διαφόρων ειδών βλάστηση. Αείφυλλα πλατύφυλλα, δρυοδάση, συστάδες οξυάς, ελάτης και πεύκης, γάβρος, κρανιές αποτελούν μερικά από τα είδη που απαντώνται στην λεκάνη του Πηνειού. Κοντά στις όχθες των ρευμάτων αναπτύσσεται πλούσια παρυδάτια βλάστηση με πλατάνια, σκλήθρα καθώς και καλαμιές στα χαμηλότερα υψόμετρα και άλλα. Το δέλτα του ποταμού αποτελεί υδροβίοτοπο που προστατεύεται από τις διεθνείς και ευρωπαϊκές συνθήκες. Σε γενικές γραμμές ο Πηνειός παρουσιάζει μέτρια προς έντονη χειμαρρικότητα, γεγονός που οφείλεται στο ευπαθές γεωλογικό υπόθεμα, στην περιορισμένη δασοκάλυψη αλλά και στην κακή ποιότητα αυτής καθώς και σε ανθρωπογενείς παράγοντες όπως η υπερβόσκηση, η εντατική καλλιέργεια αλλά και η έντονη οικιστική ανάπτυξη. Τα τελευταία χρόνια κατασκευάζονται στην λεκάνη απορροής και κυρίως στα ημιορεινά, μικροί ταμιευτήρες νερού με χωμάτινα φράγματα για την κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού κυρίως για άρδευση. Επίσης στην πεδινή περιοχή υπάρχει ένα εκτετάμενο δίκτυο από κανάλια το οποίο μεταφέρει νερό για άρδευση. 155
5.14.1.2 Χειμρρικό περιβάλλον λεκανών απορροής Αναλύοντας ξεχωριστά τις λεκάνες απορροής παρατηρήθηκαν τα εξής: Η λεκάνη απορροής του Τιταρήσιου (1) εμφανίζει ήπιο ανάγλυφο σε γενικές γραμμές, παρ όλο που παρατηρείται και το μεγαλύτερο υψόμετρο. Όσον αφορά το γεωλογικό υπόθεμα, επικρατεί ο κρυσταλλοπυριγενής σχηματισμός (κρυσταλλοσχιστώδες υπόβαθρο), με γνέυσιους, αμφιβολίτες καθώς και Εικόνα 6: Άποψη της κοίτης του Τιταρήσιου εντός της Ελασσόνας ενστρώσεις σχιστόλιθων. Επίσης απαντώνται και ο νεογενής και ο ασβεστολιθικός σχηματισμός σε μεγάλα ποσοστά ενώ παρατηρήθηκαν και έντονες αποσαθρώσεις. Η βλάστηση που παρατηρήθηκε στο βόρειο τμήμα της λεκάνης είναι τα αείφυλλα πλατύφυλλα ενώ υπάρχουν χορτολιβαδικές εκτάσεις και πολλές καλλιέργειες. Στη δυτική πλευρά της λεκάνης απορροής υπάρχουν οι περισσότερες δασοσκεπείς εκτάσεις. Η κεντρική κοίτη του Τιταρήσιου διαρρέει την πόλη της Ελασσώνας. Στο τμήμα αυτό παρατηρήθηκαν ορισμένα έργα διευθέτησης της (Εικ. 6), ενώ σε μικρότερους συμβάλλοντες εντοπίστηκαν μικρά χωμάτινα φράγματα ταμίευσης νερού. Επίσης στον συμβάλλοντα Βούλγαρη, έχουν εκτελεστεί διάφορα έργα στερέωσης των 156
πρανών (συρματόπλεκτα κιβώτια) και γενικότερα έργα διευθέτησης της κοίτης (Εικ. 7). Εικόνα 7: Διευθέτηση της κοίτης και επένδυση των πρανών με συρματόπλεκτα κιβώτια στον Τιταρήσιο Το δεύτερο χειμαρρικό ρεύμα στην περιοχή έρευνας είναι ο Νεοχωρίτης (2). Παρουσιάζει μέτριο προς έντονο ανάγλυφο, ενώ η γεωλογική σύνθεση της λεκάνης αποτελείται κυρίως από τον κρυσταλλοπυριγενή σχηματισμό. Παρουσιάζει έντονη παρυδάτια βλάστηση, ειδικά στην πεδινή διαδρομή, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό καλύπτεται από χορτολιβαδικές εκτάσεις και θαμνώνες. Στην κοίτη του δεν παρατηρήθηκαν έργα διευθέτησης της κοίτης. Ο Ληθαίος (3) είναι το χειμαρρικό ρεύμα που διέρχεται μέσα από την πόλη των Τρικάλων. Σύμφωνα με την έρευνα, στη λεκάνη απορροής του Ληθαίου επικρατούν ο νεογενής (S) και ο προσχωσιγενής (Α) σχηματισμός. Το μεγαλύτερο μέρος της λεκάνης καλύπτεται από θαμνώνες και χορτολιβαδικές εκτάσεις καθώς και από καλλιέργειες. Στοιχεία για διευθέτηση της κοίτης στην ορεινή περιοχή δυστυχώς δεν υπάρχουν, παρ όλα αυτά η κοίτη έχει διευθετηθεί στο τμήμα που διαρρέει την πόλη των Τρικάλων (Εικ. 8,9). Η διευθέτηση κρίνεται αρκετά ικανοποιητική, με διπλή τραπεζοειδή διατομή, τόσο από άποψη αισθητικής διαμόρφωσης όσο και από άποψη εξομάλυνσης της χειμαρρικής δράσης του χειμάρρου. 157
Εικόνα 8: Άποψη της κοίτης του Ληθαίου εντός της πόλης των Τρικάλων Εικόνα 9: Άποψη της κοίτης του Ληθαίου εντός της πόλης των Τρικάλων 158
Σχετικά με την ποιοτική κατάσταση των υδάτων του Ληθαίου, αυτά εμφανίζονται έντονα ρυπασμένα κατά την περίοδο Ιουλίου Οκτωβρίου και σχετικά ρυπασμένα τους μήνες Μάϊο, Ιούνιο. Η ποιοτική κατάσταση των υδάτων του Ληθαίου συνδέεται πάντα με τη μείωση των υδατικών αποθεμάτων (παροχή υδάτινων ρευμάτων, υπόγεια νερά) με αποτέλεσμα την ισχυρή ποιοτική τους βελτίωση σε περιόδους βροχερής θερινής περιόδου (Παυλίδης,1993). Το τέταρτο χειμαρρικό ρεύμα που μελετήθηκε είναι το ρεύμα Μουργκάνι (4) (Εικ. 1). Στην λεκάνη απορροής επικρατεί ο νεογενής (S) και ο κρυσταλλοπυριγενής (Μ) σχηματισμός. Από άποψη βλάστησης παρατηρήθηκε αρκετή δασοκάλυψη (δρυοδάση), ενώ υπήρχαν και θαμνώνες αειφύλλων πλατυφύλλων καθώς και χορτολιβαδικές εκτάσεις. Πρέπει επίσης να αναφερθεί οτι παρατηρήθηκαν και πολλοί δασωθέντες αγροί (ακακίες). Έργα διευθέτησης δεν παρατηρήθηκαν εντός της κεντρικής κοίτης, ενώ υπήρχαν μικρά χωμάτινα φράγματα ταμίευσης νερού. Εικόνα 1: Η κεντρική κοίτη του χειμάρρου Μουργκάνι 159
Ο Μαλακασίωτης και το Καστανιώτικο (5) είναι δύο χειμαρρικά ρεύματα τα οποία αντιμετωπίστηκαν από κοινού, δεδομένου ότι το κλείσιμο της λεκάνης συμπεριέλαβε και τα δύο (Εικ. 11). Στη λεκάνη απορροής επικρατεί ο φλυσχικός (F) και ο κρυσταλλοπυριγενής σχηματισμός (Μ), ενώ παρατηρείται και ασβεστόλιθος (Κ). Η βλάστηση αποτελείται από αείφυλλα πλατύφυλλα, δρυ, γάβρο και κρανίες στην χαμηλή περιοχή, ενώ ανεβαίνοντας προς τα μεγαλύτερα υψόμετρα παρουσιάζονται οξυά, ελάτη και πεύκη, τόσο σε αμιγής συστάδες όσο και σε μικτές. Στην κοίτη των δύο χειμάρρων δεν καταγράφηκαν έργα διευθέτησης των κοιτών τους. Εικόνα 11: Η κεντρική κοίτη του Μαλακασιώτη και του Καστανιώτικου μετά το σημείο συμβολής τους Στον χείμαρρο Κλεινοβίτικο (6) το γεωλογικό υπόθεμα απαρτίζεται από πετρώματα του ασβεστολιθικού (Κ) σχηματισμού και του Φλυσχικού (F) σχηματισμού. Όσον αφορά την βλάστηση παρατηρήθηκαν δασοσκεπείς εκτάσεις δρυός, οξυάς και ελάτης. Το ανάγλυφο της λεκάνης είναι σχετικά έντονο. Στην κεντρική κοίτη του χειμάρρου δεν καταγράφηκαν έργα διευθέτησης της (Εικ. 12,13). 16
Εικόνα 12: Το χειμαρρικό ρεύμα Κλεινοβίτικο Εικόνα 13: Η κεντρική κοίτη του χειμάρρου Κλεινοβίτικου 161
Ο Πορταϊκός (7) είναι ένα χειμαρρικό ρεύμα με ιδιαίτερα έντονη χειμαρρική δράση. Η δράση του αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ιδιαίτερα ευπαθές γεωλογικό υπόθεμα το οποίο περιλαμβάνει πετρώματα του ασβεστολιθικού (K) και του φλυσχικού (F) σχηματισμού (Εικ. 14). Η βλάστηση που παρατηρήθηκε συμπεριλαμβάνει αείφυλλα πλατύφυλλα, δρύς στα χαμηλά και ελάτη και πεύκη στα μεγαλύτερα υψόμετρα. Ο Πορταϊκός είναι από τους λίγους χειμάρρους στην περιοχή έρευνας για το οποίο έχει γίνει μελέτη διευθέτησης του και έχουν εκτελεστεί αρκετά έργα. Τα έργα αυτά εκτελέστηκαν παλαιότερα τόσο στην κεντρική του κοίτη (Εικ. 15,16) όσο και στους συμβάλλοντες Δραμιζιώτικο (Εικ.17,18), Στουρναρέϊκων, Παλαιοκαρυάς (Εικ. 19) και Ροπωτού. Εικόνα 14: Η κεντρική κοίτη του χειμάρρου Πορταϊκού 162
Εικόνα 15: Φράγμα συγκράτησης φερτών υλικών στην κεντρική κοίτη του Πορταϊκού, στην Πύλη Τρικάλων Εικόνα 16 : Φράγμα στερέωσης της κεντρικής κοίτης του Πορταϊκού 163
Εικόνα 17: Φράγμα στερέωσης της κοίτης στον συμβάλλοντα Δραμιζιώτικο Εικόνα 18: Φράγμα στερέωσης της κοίτης στον συμβάλλοντα Δραμιζιώτικο 164
Εικόνα 19: Φράγμα συγκράτησης φερτών υλικών στο συμβάλλον ρεύμα της Παλαιοκαρυάς Ο Πάμισος (8) είναι το όγδοο χειμαρρικό ρεύμα στην περιοχή έρευνας. Γεωλογικά η λεκάνη του Πάμισου παρουσιάζει πετρώματα του ασβεστολιθικού (Κ), προσχωσιγενή (Α) και φλυσχικού (F) σχηματισμού. Η βλάστηση που κυριαρχεί είναι κυρίως δρυοδάση. Στην ορεινή λεκάνη του έχουν επίσης εκτελεστεί έργα διευθέτησης και ειδικά στην κοίτη του συμβάλλοντα κερασιώτη (Εικ. 2,21,22,23). Στις εικόνες 2 και 21 διακρίνεται καθαρά η αρκετά πυκνή βλάστηση από δρυοδάση που επικρατεί στην λεκάνη απορροής του. Στις εικόνες 22 και 23 διακρίνεται το μεγάλο πλάτος της κεντρικής κοίτης του Πάμισου καθώς και έργα διευθέτησης που έχουν εκτελεστεί άνωθεν του Μουζακίου όπως ουδοί, έργα σταθεροποίησης των πρανών με συρματόπλεκτα κιβώτια, κτλ. Τα επόμενα δύο χειμαρρικά ρεύματα είναι ο Καράμπαλης (9) και ο Καλέντζης (1) που διέρχονται λίγο εκτός της πόλης της Καρδίτσας. Παρουσιάζουν παρόμοιο χειμαρρικό περιβάλλον. Το γεωλογικό τους υπόθεμα αποτελείται κυρίως από προσχωσιγενή (Α) και φλυσχικό (F) σχηματισμό. Όσον αφορά τις χρήσεις γης, στον μεν Καράμπαλη έχουμε μικρό ποσό δασοκάλυψης, αρκετές καλλιέργειες και θαμνώνες, ενώ στον Καλέντζη υπερτερούν οι θαμνώνες. Η κοίτη τους ειδικά 165
στην πεδινή περιοχή, εμφανίζεται σε κακή κατάσταση, με έντονη παρυδάτια βλάστηση, ενώ δεν λείπουν και οι ανθρωπογενείς επεμβάσεις οι οποίες έχουν οδηγήσει στον περιορισμό της παροχετευτικότητας των δύο κοιτών. διευθέτησης δεν καταγράφηκαν σε κανένα από τους δύο χειμάρρους. Έργα Εικόνα 2: Η κοίτη εκκένωσης ή λαιμός του χειμάρρου Πάμισου 166
Εικόνα 21: Άποψη της λεκάνης απορροής του χειμάρρου Πάμισου Εικόνα 22: Η κεντρική κοίτη του Πάμισου στο ύψος του Μουζάκιου 167
Εικόνα 23: Έργα διευθέτησης της κεντρικής κοίτης του χειμάρρου Πάμισου Ο Σοφαδίτης (11) παρουσιάζει αρκετά ευρεία λεκάνη απορροής. Γεωλογικά ανήκει στον κρυσταλλοπυριγενή (Μ) και στον φλυσχικό (F) σχηματισμό, ενώ από άποψη χρήσεων γης περιλαμβάνει τόσο δασοσκεπείς εκτάσεις αλλά και σημαντικές εκτάσεις θαμνώνων και καλλιεργειών. Ο χείμαρρος πρέπει να εμφανίζει σημαντική παροχή γεγογός που πιστοποιείται και από την ύπαρξη σταθμήμετρου στην κεντρική του κοίτη. Επίσης έχουν εκτελεστεί έργα διευθέτησης των συμβαλλόντων με μικρά φράγματα από σκυρόδεμα (χωριό Ανάβρα) (Εικ. 24,25,26). Τα φράγματα αυτά παρ ότι έχουν λίγα χρόνια που κατασκευάστηκαν έχουν προσχωθεί αλλά επίσης παρατηρήθηκε και σημαντικό πρόβλημα υποσκαφής της θεμελίωσης τους. Επίσης έχει κατασκευαστεί φράγμα ταμίευσης ύδατος (τεχνητή λίμνη Σμοκόβου), η οποία κινδυνέυει από πρόσχωση. Η λεκάνη απορροής του Φαρσαλιώτη (12) βρίσκεται κυρίως στην πεδινή περιοχή. Εντάσσεται στο πρώτο χειμαρρικό χωροδιάστημα (Ζώνη Ι, 1m), ενώ γεωλογικά παρουσιάζει πετρώματα του προσχωσιγενή (Α) σχηματισμού και σε πολύ μικρότερο ποσοστό του ασβεστολιθικού (Κ). Το μεγαλύτερο μέρος της 168
λεκάνης του καλλιεργείται ενώ υπάρχει ένα μικρότερο αλλά σημαντικό ποσοστό θαμνώνων, κυρίως στην ορεινή λεκάνη. Εικόνα 24: Φράγμα στερέωσης της κοίτης σε συμβάλλοντα του Σοφαδίτη Εικόνα 25: Φράγμα στερέωσης της κοίτης σε συμβάλλοντα του Σοφαδίτη 169
Εικόνα 26: Φράγμα στερέωσης της κοίτης σε συμβάλλοντα του Σοφαδίτη Τελευταίο χειμαρρικό ρεύμα αποτελεί ο χείμαρρος Ενιπέας (13). Με ιδιαίτερα ευρεία λεκάνη απορροής, ο χείμαρρος εμφανίζει σημαντική παροχή κατά την περίοδο των κατακρημνισμάτων. Ειδικά παλαιότερα και πρωτού αλλοιωθεί η κοίτη του από ανθρωπογενείς επεμβάσεις, τα πλημμυρικά νερά του τροφοδοτούσαν την λίμνη Κάρλα, η οποία όπως έχει ήδη αναφερθεί αποξηράνθηκε. Το γεωλογικό υπόθεμα του αποτελείται από ασβεστολιθικό (Κ), προσχωσιγενή (Α), νεογενή (S), φλυσχικό (F) και λίγο κρυσταλλοπυριγενή (Μ) σχηματισμό. Το μεγαλύτερο ποσοστό της λεκάνης καλλιεργείται δεδομένου ότι βρίσκεται στην πεδινή περιοχή, ενώ εμφανίζει και μεγάλο ποσοστό θαμνώνων. 5.14.2 Χειμαρρικός τύπος Από την παραπάνω ανάλυση της σύνθεσης του χειμαρρικύ περιβάλλοντος των λεκανών απορροής και ειδικότερα με την βοήθεια των τεσσάρων βασικών παραγόντων χειμαρρικότητας που εκτιμήθηκαν, προσδιορίστηκε ο χειμαρρικός τύπος των χειμάρρων στην περιοχή έρευνας. Έτσι σύμφωνα με τα όσα αναλύθηκαν παραπάνω, ο χειμαρρικός τύπος για κάθε λεκάνη δίδεται στον πίνακα 18. 17
Πίνακας 18: Χειμαρρικά ρεύματα και χειμαρρικοί τύποι α/α ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ Χειμαρρικός τύπος 1 Τιταρήσιος K,M,S II 2 Νεοχωρίτης M,K,A I 3 Ληθαίος A,S I 4 Μουργκάνι M,S II 5 Μαλακασιώτης Καστανιώτικο M,F II 6 Κλεινοβίτικος K,F II 7 Πορταϊκός K,F II 8 Πάμισος K,A,F II 9 Καράμπαλης F,A I 1 Καλέντζης F,A I 11 Σοφαδίτης M,F I 12 Φαρσαλιώτης A I 13 Ενιπέας S,F,A,K I 5.15 Προσδιορισμός της παροχής στα χειμαρρικά ρεύματα 5.15.1 Γενικά Αίτιο της δημιουργίας της απορροής είναι τα κατακρημνίσματα. Το μέγεθος αυτής καθορίζεται από το ύψος και επομένως από την ποσότητα της βροχής. Την διαμόρφωση της απορροής επηρεάζουν επίσης η διάρκεια, η έκταση, η ένταση (ραγδαίοτητα) και η κατανομή της βροχής. Στα ρεύματα των ορεινών και πολύ ορεινών περιοχών, λόγω της αυξημένης ποσότητας και ραγδαιότητας των κατακρημνισμάτων, οι παροχές είναι αυξημένες και οι πλημμύρες εντονότερες. Είναι επίσης σημαντικό να τονιστεί ότι η κατανομή των κατακρημνισμάτων στην διάρκεια του έτους παίζει επίσης πολύ σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της δίαιτας των ρευμάτων. Στην Ελλάδα, και γενικότερα στην παραμεσογειακή ζώνη, οι θερινοί μήνες χαρακτηρίζονται από ανομβρία, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μια ξηροθερμική περίοδος κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, στην οποία οφείλεται οι ελάχιστες έως και μηδενικές παροχές των ρευμάτων. Τα όμβρια νερά πριν απορρεύσουν επί του γήινου αναγλύφου, υφίστανται κάποιες απώλειες, οι οποίες οφείλονται στην εξατμισιδιαπνοή και στην διείσδυση. Με την εξατμισιδιαπνοή ένα μέρος των κατακρημνισμάτων όπως και του εδαφικού νερού μεταπίπτει από υγρή σε αέρια μορφή και επομένως επιστρέφει στην 171
ατμόσφαιρα, ενώ με την διείσδυση, ένα ποσοστό του όμβριου νερού που φτάνει στην επιφάνεια της γης, απορροφάται και διηθείται προς τα βαθύτερα στρώματα του εδάφους. Ο προσδιορισμός της παροχής αποτελεί σημαντική εργασία για την διευθέτηση των χειμαρρικών ρευμάτων. Για τον προσδιορισμό αυτό χρησιμοποιούνται σήμερα διάφοροι τρόποι, εκ των οποίων πολύ σημαντικοί είναι οι εμπειρικοί και οι αναλυτικοί (προσδιοριστικοί τύποι). Με τους παρακάτω τύπους προσδιορίζονται τις μέγιστες αναμενόμενες υδατοπαροχές της εκατονταετίας (Qmax(1)) 5.15.2 Εμπειρικοί Τύποι Οι εμπειρικοί τύποι οι οποίοι βρίσκουν σήμερα εφαρμογή στα χειμαρρικά ρεύματα της χώρας μας, με βάση τις συνθήκες που επικρατούν, δίνονται παρακάτω: Kresnik q max(1) 32 = a όπου a =,6 ~ 2, 1 2,5+ F όπου qmax: Η ειδική απορροή (m 3 /s,km 2 ) F: το εμβαδόν της λεκάνης απορροής (Km 2 ) Coutagne Q = a F max(1),5 όπου Qmax(1): Η μέγιστη υδατοπαροχή (m 3 /s) a: 2~4, όπου a είναι συντελεστής απορροής F: το εμβαδόν της λεκάνης απορροής (Km 2 ) Valentini 3 q max = F,5 172
όπου qmax: Η ειδική απορροή (m 3 /s,km 2 ) F: το εμβαδόν της λεκάνης απορροής (Km 2 ) Kürsteirner A q max = 2 3 F όπου qmax: Η ειδική απορροή (m 3 /s,km 2 ) F: το εμβαδόν της λεκάνης απορροής (Km 2 ) A: για μεγάλες λεκάνες 9 Για μικρές λεκάνες 12~15 Fuller 2,66 Q max(1) = Q1 ( 1+ β λογ 1Τ) (1 + ), 3 F όπου: Q1: Μέση παροχή των πλημμυρικών υδάτων με περίοδο επανάληψης ενός έτους (m 3 ). Υπολογίζεται από την σχέση Q 1 =, 8 β:,8 1 F,8 Τ: η περίοδος επαναφοράς, η οποία υπολογίζεται ως εξής Συχνότητα (έτη) 1 5 1 2 1+,8λογΤ 1, 1,5592 1,8 2,48 3 4 5 1 2,18168 2,28168 2,3592 2,6 Οι περισσότεροι από τους τύπους που χρησιμοποιήθηκαν, προσδιορίζουν αρχικά την ειδική παροχή q (m 3 /s,km 2 ). Η ανεύρεση της αντίστοιχης συνολικής παροχής γίνεται στη συνέχεια με τη βοήθεια της σχέσης Q = q F (m 3 /sec) Ακολουθεί πίνακας (Πίν. 19) με τις υδατοπαροχές των ρευμάτων, της περιοχής έρευνας. 173
5.15.3 Αναλυτικοί τύποι Οι πιο κατάλληλοι από τους αναλυτικούς τύπους που χρησιμοποιούνται στη δασική πράξη, και χρησιμοποιήθηκαν και στην παρούσα μελέτη, είναι ο τύπος του Turazza και ο τύπος του Giandotti. Turazza Q max( 1) hp = 11, 57 a K F t + t p c όπου, α: συντελεστής απορροής (εκτιμάται) Κ: συντελεστής αιχμής, Κ=2 tp: η διάρκεια της βροχής σε ημέρες. Θεωρείται ότι tp=tc tc: μέγιστος χρόνος συγκέντρωσης της απορροής (ημέρες) t' t c c =, όπου t c ο χρόνος tc εκφρασμένος σε ώρες 24 4 F + 1,5 L t' c = (ώρες), 8 Z L: Μήκος κεντρικής κοίτης (Km) Z: διαφορά μεταξύ μέσου και ελάχιστου υψομέτρου (m) hp: μέγιστο ύψος βροχής με διάρκεια ίση με tp (m) h' h p = 1 h : ύψος βροχής με διάρκεια t p (mm) a h ' = [ a ( t' p )] t' p 72 α: συντελεστής που προσδιορίζεται από τον τύπο h a = 3,27 t p: ο χρόνος tp σε ώρες h: Μέγιστο ύψος βροχής 24/ώρου 174
Giandotti,277 P F Qmax(1) = t' c όπου P: ύψος βροχής σε χρόνο t c (mm) P = h t' c 24 h: μέγιστο ύψος βροχής 24/ώρου (mm) t c: μέγιστος χρόνος συγκέντρωσης της απορροής (ώρες) 4 F + 1,5 L t' c = (ώρες), 8 Z L: μήκος κεντρικής κοίτης (Km) Ζ: διαφορά μεταξύ μέσου και ελάχιστου υψομέτρου (m) Ακολουθεί πίνακας (Πιν. 19) με τις συνολικές υδατοπαροχές των ρευμάτων, της περιοχής έρευνας, καθώς και την μέση τιμή των υδατοπαροχών. Πίνακας 19: Τιμές μέγιστων αναμενόμενων υδατοπαροχών Qmax(1) των χειμαρρικών ρευμάτων με την χρήση των εμπειρικών και των αναλυτικών τύπων στο σημείο που έκλεισαν οι λεκάνες Α/Α ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ Coutagne Kresnik Valentini Kürsteirner Fuller Turazza Giandotti m 3 /sec Qm 1 Τιταρήσιος 87,5 826,19 135,75 111,36 2489,49 1844,96 3887,33 1619,37 2 Νεοχωρίτης 364,88 34,94 547,32 62,37 79,56 23,43 576,61 44,59 3 Ληθαίος 296,88 275,72 445,33 54,36 531,16 234,22 51,65 334,19 4 Μουργκάνι 421,76 395,51 632,64 68,7 871,35 297,43 57,53 465,42 5 Μαλακασιώτης Καστανιώτικο 36,86 337,8 541,29 61,91 698,55 38,67 17,22 483,94 6 Κλεινοβίτικος 264,8 244,26 396,11 5,28 451,31 446,84 785,88 376,97 7 Πορταϊκός 242,85 223,92 364,27 47,55 41,93 871,9 1358,33 51,42 8 Πάμισος 417,6 391, 625,59 68,19 857,57 478,64 118,13 55,88 9 Καράμπαλης 39,54 287,86 464,31 55,89 563,8 23,99 598,8 354,78 1 Καλέντζης 21,16 192,59 315,24 43,18 329,55 115,81 329,87 219,49 11 Σοφαδίτης 454,85 427,27 682,28 72,24 97,47 922,87 1713,69 749,1 12 Φαρσαλιώτης 53,92 5,26 796,39 8,9 1211,5 39,67 175,59 733,49 13 Ενιπέας 561,48 529,59 842,23 83,13 1313,32 488,92 1983,72 828,91 175
5.16 Προσδιορισμός της στερεομεταφοράς στα χειμαρρικά ρεύματα 5.16.1 Γενικά Όπως έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενη ενότητα, η δράση των νερών που απορρέουν επί των ορεινών λεκανών έχει σαν αποτέλεσμα την απόσπαση υλικών, και την μεταφορά τους, διαμέσου των κοιτών, προς τα κατάντη. Η κίνηση των υλικών μέσα στην υδάτινη μάζα διαφέρει με αποτέλεσμα η μεταφορά τους να διακρίνεται σε ατομική και μαζική. Η ατομική μεταφορά, η οποία αποτελεί και την πιο συνήθη περίπτωση μεταφοράς υλικών στα χειμαρρικά ρεύματα, διακρίνεται επίσης σε παραπυθμένια μεταφορά (στερεομεταφορά) και σε αιωρούμενη μεταφορά (αιωρομεταφορά). Υπάρχει επίσης και η μεταφορά με διάλυση. Δεν παρουσιάζει όμως κάποια ιδιαίτερη σημασία στην διευθέτηση των χειμαρρικών ρευμάτων, διότι η ποσότητα των υλικών που μεταφέρονται με αυτόν τον τρόπο είναι μικρή έως αμελητέα. Τα χειμαρρικά ρεύματα εμφανίζουν και τα τρία είδη μεταφοράς (παραπυθμένια, αιωρομεταφορά και κατά μάζες) σε μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσοστό. Η στερεομεταφορά όμως είναι αυτή που επικρατεί. Όσον αφορά την κίνηση των υλικών εντός των κοιτών των ρευμάτων, επικρατούν οι παρακάτω γενικές αρχές. Η διάβρωση του κινητού πυθμένα αρχίζει, όταν η συρτική δύναμη του νερού υπερβεί την αντίσταση του, Η διαβρωτική δύναμη του νερού είναι μέγιστη για δεδομένη υδατοπαροχή, όταν τα νερά είναι καθαρά, Όταν τα νερά κορεσθούν από φερτά υλικά, νέα διάβρωση του πυθμένα είναι δυνατή μόνο μετά από ισόποση απόθεση υλικών, Εάν η συρτική δύναμη του νερού αυξηθεί για οποιοδήποτε λόγο, ακολουθεί νέα διάβρωση του πυθμένα, Τέλος, αν η συρτική δύναμη μείνει σταθερή, ο πυθμένας της κοίτης δεν μεταβάλλεται. Ο υπολογισμός της ποσότητας των μεταφερόμενων υλικών αποτελεί μια πολύ σημαντική εργασία στην διευθέτηση των χειμαρρικών ρευμάτων. 176
5.16.2 Στερεοπαροχές Για τον υπολογισμό των στερεοπαροχών στην περιοχή έρευνας, χρησιμοποιήθηκε η εξίσωση στερεοπαροχής των Stiny Herheulidze, η οποία προσδιορίζει τη μέγιστη αναμενόμενη στερεοπαροχή της εκατονταετίας (Gmax(1)) και έχει την παρακάτω μορφή G max(1) Pn m = Qmax(1) (m Y (1 P ) 3 /s) n n όπου Qmax(1): η μέγιστη αναμενόμενη υδατοπαροχή της εκατονταετίας του ρεύματος (m³/sec) Pn: το επί % βάρος των στερεών υλικών για ορισμένη κλίση (δίνεται από πίνακες) m: ο βαθμός χειμαρρικότητας της λεκάνης (δίνεται από πίνακες) Yn: το βάρος ενός κυβικού μέτρου μεταφερόμενων υλικών (t) Η εξίσωση αυτή διατυπώθηκε αρχικά από τον Αυστριακό Stiny και συμπληρώθηκε αργότερα από τον Ρώσο Herheulidze. Βρίσκεται σε ευρεία εφαρμογή στην υδρονομική πράξη, διότι δίνει αρκετά καλά αποτελέσματα πραγματικής στερεοπαροχής των χειμαρρικών ρευμάτων και όχι την στερεομεταφορική ικανότητα των ρευμάτων. Για τον υπολογισμό της μέγιστης αναμενόμενης στερεοπαροχής, χρησιμοποιήθηκε η μέση τιμή της υδατοπαροχής, που υπολογίστηκε παραπάνω, με την βοήθεια των εμπειρικών και αναλυτικών τύπων. Ακολουθεί ο πίνακας 2 με τις τιμές των στερεοπαροχών των ρευμάτων της περιοχής έρευνας. 177
Πίνακας 2: Η μέγιστη αναμενόμενη στερεοπαροχή, από τον τύπο του Stiny - Herheulidze Α/Α ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ Gmax(1) m 3 /sec 1 Τιταρήσιος 269,89 2 Νεοχωρίτης 86,7 3 Ληθαίος 5,13 4 Μουργκάνι 19,71 5 Μαλακασιώτης Καστανιώτικο 143,32 6 Κλεινοβίτικος 11,49 7 Πορταϊκός 159,54 8 Πάμισος 91,81 9 Καράμπαλης 65,7 1 Καλέντζης 65,66 11 Σοφαδίτης 16,52 12 Φαρσαλιώτης 91,69 13 Ενιπέας 124,34 5.17 Υδατοστερεοπαροχές Ο υπολογισμός των μέγιστων αναμενόμενων υδατοπαροχών και στερεοπαροχών των χειμαρρικών ρευμάτων, έγινε για περίοδο επανάληψης 1 ετών. Από τις τιμές που προέκυψαν είναι δυνατός ο προσδιορισμός των υδατοστερεοπαροχών των λεκανών των χειμαρρικών ρευμάτων που μελετήθηκαν. Ο υπολογισμός αυτός γίνεται με την πρόσθεση των υδατοπαροχών και στερεοπαροχών για κάθε περίπτωση χειμαρρικού ρεύματος. QG = Q + G max( 1) max(1) max(1) 178
Ακολουθεί ο πίνακας 21 με τις τιμές υδατοστερεοπαροχών για τα χειμαρρικά ρεύματα που μελετήθηκαν στην παρούσα μελέτη. Πίνακας 21: Οι μέγιστες αναμενόμενες υδατοστερεοπαροχές στα χειμαρρικά ρεύματα της περιοχής έρευνας Α/Α ΧΕΙΜΑΡΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΥΔΑΤΟΠΑΡΟΧΗ ΣΤΕΡΕΟΠΑΡΟΧΗ ΥΔΑΤΟΣΤΕΡΕΟΠΑΡΟΧΗ Q G QGmax(1) (m 3 /sec) 1 Τιταρήσιος 1619,37 269,89 1889,26 2 Νεοχωρίτης 44,59 86,7 491,28 3 Ληθαίος 334,19 5,13 384,32 4 Μουργκάνι 465,42 19,71 575,12 5 Μαλακασιώτης Καστανιώτικο 483,94 143,32 627,26 6 Κλεινοβίτικος 376,97 11,49 478,46 7 Πορταϊκός 51,42 159,54 66,96 8 Πάμισος 55,88 91,81 642,7 9 Καράμπαλης 354,78 65,7 42,48 1 Καλέντζης 219,49 65,66 285,14 11 Σοφαδίτης 749,1 16,52 99,62 12 Φαρσαλιώτης 733,49 91,69 825,17 13 Ενιπέας 828,91 124,34 953,25 Από τον παραπάνω πινακα (Πιν. 21) προκύπτει ότι οι μέγιστες αναμενόμενες υδατοστερεοπαροχές για τα χειμαρρικά ρεύματα της περιοχής έρευνας είναι ιδιαίτερα σημαντικές λόγω του έντονου χειμαρρικού περιβάλλοντος που διαμορφώνουν οι φυσικοί αλλά και οι ανθρωπογενείς παράγοντες. 5.18 Αρχές και σύστημα διευθέτησης 5.18.1 Γενικά Οι χειμαρρικές ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τα χειμαρρικά ρεύματα, έχουν σαν αποτέλεσμα την πρόκληση σημαντικών ζημιών, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα. Η μεταφορά φερτών υλικών καθώς και η μη ορθολογική δίαιτα των χειμαρρικών υδάτων είναι καταστάσεις που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των ανθρώπων, υποβαθμίζοντας σε σημαντικό βαθμό την ποιότητα των υδάτων αλλά και ελαττώνοντας την ποσότητα τους. Τόσο οι άμεσες όσο και οι έμμεσες ζημιές που αυτά προκαλούνε, έχουν στοιχίσει στο παρελθόν και θα συνεχίσουν να προκαλούν, σε χρήμα αλλά και σε ανθρώπινο δυναμικό. 179
Οι βασικές αρχές της διευθέτησης των χειμαρρικών ρευμάτων, έχουν σαν σκοπό την αποτροπή των ιδιοτήτων των χειμαρρικών ρευμάτων τον έλεγχο των χειμαρρικών φαινομένων που αυτά εκδηλώνουν, όπως επίσης και την προστασία και ανάδειξη του φυσικού περιβάλλοντος. Τα έργα με τα οποία γίνεται η διευθέτηση καλούνται έργα διευθέτησης και στο σύνολό τους χαρακτηρίζονται ως ορεινά υδρογεωνομικά έργα. 5.18.2 Σκοποί και μέσα της υδρογεωνομικής διευθέτησης Οι σκοποί που επιδιώκονται συγκεκριμένα από την εφαρμογή του συστήματος υδρογεωνομικής διευθέτησης είναι οι εξής: Ο προστατευτικός σκοπός Ο υδρολογικός σκοπός Ο σκοπός της οικολογικής αποκατάστασης και ανάδειξης του φυσικού περιβάλλοντος. Η επίτευξη των παραπάνω σκοπών, ουσιαστικά δύναται να συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό στην επίτευξη των στόχων της Οδηγίας Πλαίσιο διότι οδηγεί σε εκπλήρωση των απαιτήσεων της Οδηγίας. Η επίτευξη των σκοπών της υδρογεωνομικής διευθέτησης είναι δυνατή μόνο με την λήψη κατάλληλων υδρονομικών μέτρων καθώς και με την κατασκευή των απαιτούμενων έργων, τα οποία καλούνται υδρογεωνομικά έργα. Τα έργα αυτά διακρίνονται σε: 1. Υδραυλοτεχνικά ή τεχνικά έργα Τα έργα αυτά είναι τεχνικές κατασκευές οι οποίες περιλαμβάνουν πέντε κατηγορίες. Εγκάρσια έργα: διατάσσονται κάθετα προς τη ροή των ρευμάτων και περιλαμβάνουν τις φραγματικές κατσκευές κάθε είδους (ουδοί, φράγματα στερέωσης κοιτών, συγκράτησης υλικών, αποτροπής γεωλισθήσεων, διαλογής, θράυσης πλημμυρικώ αιχμών, λαβασυγκράτησης, λαβαθραύσης, λαβαμετασχηματισμού, ρύθμιση της ροής, ταμίευσης ύδατος, κτλ.), τα βοηθητικά έργα των φραγματικών κατασκευών (προφράμγματα, κοιτοστρώσεις, πτερυγιότοιχοι, κτλ.) και τους προβόλους. 18
Παράλληλα έργα: διατάσσονται παράλληλα προς τη ροή των ρευμάτων και περιλαμβάνουν τα αναχώματα, τις επενδύσεις κοιτώνκαι τους παράλληλους τοίχους. Τοίχοι στήριξης: αποσκοπούν στη σταθεροποίηση ασταθών εδαφών και γεωμαζών και περιλαμβάνουν τους τοίχους υποστήριξης και αντιστήριξης των γεωμαζών. Δεξαμενές απόθεσης και καθίζησης: αποσκοπούν στη διακράτηση των φερτών υλών στον κώνο πρόσχωσης των ρευμάτων ή σε άλλες κατάλληλες θέσεις. Λοιπά έργα: όπως εκτροπές, διανοίξεις, διασκευές κοιτών, υδρομαστεύσεις, τεχνητά υδροφόρα στρώματα, υδαταγωγοί, λιθοριπές, κτλ. 2. Αγροτεχνικά ή γεωτεχνικά έργα Τα έργα αυτά περιλαμβάνουν: Κατεργασία του εδάφους, βαθμίδες, τάφρους, μετασχηματισμούς και διαμορφώσεις εδαφικών επιφανειών, χωματουργικές εργασίες, έργα στράγγισης ολισθαινόντων γεωστρωμάτων, κλαδοκατασκευές (κλαδοπλέγματα, κλαδοστρώματα, φακελώματα, κτλ.). 3. Βιοτεχνικά ή Φυτοτεχνικά έργα Τα έργα περιλαμβάνουν Δασώσεις και αναδασώσεις, θαμνώσεις και αναθαμνώσεις, χλοάσεις και αναχλοάσεις και καλλιέργεια, διοίκηση και διαχείριση των συστάδων με σκοπό την αύξηση της υδρογεωνομικής επίδρασης τους. Όλα τα παραπάνω έργα θεωρούνται ως βασικά έργα υποδομής για την προστασία και την ανάπτυξη κάθε περιοχής. Ο τρόπος με τον οποίο κατασκευάζονται τα παραπάνω έργα, όπως επίσης και η κατανομή τους στον χώρο, είναι ορισμένος, και ακολουθεί κάποιες βασικές αρχές. Πολύ σημαντικό είναι να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στο να είναι όλα τα 181
υδρονομικά έργα και ιδιαίτερα τα τεχνικά, κατάλληλα προσαρμοσμένα στο φυσικό περιβάλλον, ώστε να συμβάλλουν τα μέγιστα στους σκοπούς για τους οποίους προορίζονται. Οι αρχές οι οποίες καθορίζουν τον τρόπο κατασκευής των έργων όπως επίσης και την κατά χώρο κατανομή τους, αποτελούν τις γενικές αρχές διευθέτησης. Για την διευθέτηση ενός συγκεκριμένου χειμαρρικού τύπου, διατυπώνονται τα γενικά συστήματα διευθέτησης του, τα οποία συμπεριλαμβάνουν το σύνολο των δράσεων που πρέπει να παρθούν, για την επίτευξη των υδρογεωνομικών σκοπών. Η εφαρμογή των αρχών διευθέτησης σε κάποιο συγκεκριμένο χειμαρρικό ρεύμα γίνεται με βάση τα ειδικά συστήματα διευθέτησης αυτού, τα οποία συμπεριλαμβάνουν το σύνολο δράσεων και των έργων που πρέπει να εκτελεστούν για την διευθέτηση του. Τα γενικά συστήματα διευθέτησης, περιλαμβάνουν δύο βασικές κατηγορίες. Τα εντατικά και τα εκτατικά συστήματα. Τα εντατικά συστήματα, τα οποία έχουν σαν σκοπό την επένδυση του συνόλου της ενέργειας (μηχανικής και βιολογικής) στις εστίες παραγωγής φερτών υλικών, περιλαμβάνουν το τεχνικό σύστημα διευθέτησης, στο οποίο, εφαρμόζονται μόνο τεχνικά έργα για την αποτροπή των ζημιών και την επιδίωξη του προστατευτικού σκοπού, και το δασοτεχνικό, το οποίο περιλαμβάνει συνδυασμό τεχνικών, αγροτεχνικών και φυτοτεχνικών έργων. Τα εκτατικά συστήματα τα οποία έχουν σαν κύριο χαρακτηριστικό την επένδυση όλης της ενέργειας σε ολόκληρη τη λεκάνη απορροής, περιλαμβάνουν το σύστημα βαθμίδωσης (γαλλοαλγερινό) και το σύστημα των τάφρων. Η μελέτη των βασικών παραγόντων χειμαρρικότητας (βλάστηση, ανάγλυφο, γεωλογικό υπόθεμα και κλίμα) τα οποία μελετήθηκαν σε προηγούμενες ενότητες, οδηγούν στον προσδιορισμό του κατάλληλου συστήματος διευθέτησης για την περιοχή έρευνας. 5.18.3 Προληπτικά μέτρα ελέγχου της χειμαρρικότητας Η ύπαρξη δάσους στις λεκάνες απορροής των ρευμάτων αποτρέπει την ανάπτυξη κυρίως των εκτατικών χειμαρρικών φαινομένων, ρυθμίζει τη δίαιτα των απορρέοντων υδάτων και συμβάλλει στον εμπλουτισμό των υπόγειων υδροφορέων. Η επίδραση των θαμνώνων είναι ανάλογη αλλά σε μικρότερο βαθμό. Η προστασία επομένως των παραπάνω φυτοκοινωνιών ειδικά σε χειμαρρικά 182
ρεύματα τα οποία παρουσιάζουν έντονη χειμαρρική δράση είναι επιτακτική. Για τον λόγο αυτό πρέπει να λαμβάνονται προληπτικά μέτρα όπως: Η απαγόρευση της καλλιέργειας αγρών στις λεκάνες με ισχυρές κλίσεις εδάφους, απαγόρευση της υπερβόσκησης, άμεση τεχνητή αναγέννηση όλων των συστάδων μετά από πυρκαγιά ειδικά σε λεκάνες με ισχυρές κλίσεις, αναγωγή της ακανόνιστης μορφής των δασοσυστάδων σε κανονική υδρονομική, ορθολογική διαχείριση και χειρισμός των συστάδων, φύλαξη και προστασία της περιοχής, ενημέρωση των κατοίκων για την σημασία των έργων και τέλος τιμωρία αυτών που παραβαίνουν τους παραπάνω κανόνες. 5.18.4 Αρχές διευθέτησης στην περιοχή έρευνας Όπως έγινε αντιληπτό από την μελέτη της περιοχής, η εδαφοκάλυψη είναι αρκετή, και επομένως παίζει σημαντικό ρόλο στην άμβλυνση της επίδρασης του κλίματος στην επιφάνεια των λεκανών απορροής. Παρ όλα αυτά η υδρογεωνομική επίδραση που ασκεί δεν είναι η καλύτερη δυνατή δεδομένου ότι ακόμα και στις λεκάνες που εμφανίζεται δάσος αυτό δεν έχει την κατάλληλη μορφή ώστε να ασκήσει την μέγιστη υδρογεωνομική ή υδρονομική επίδραση. Επίσης το γεωλογικό υπόθεμα είναι τέτοιο το οποίο παρουσιάζει χειμαρρικά φαινόμενα όλων των κατηγοριών. Στις χαμηλές περιοχές, όπου επικρατεί ο νεογενής (S) και ο προσχωσιγενής (Α) σχηματισμός παρουσιάζονται επιφανειακές διαβρώσεις, αυλακωτές διαβρώσεις καθώς και πρανικές. Το φαινόμενο ενισχύεται και από το γεγονός ότι η κύρια χρήση γης στην πεδινή περιοχή είναι αγροτικές καλλιέργειες πράγμα που σημαίνει ότι η προστασία του εδάφους είναι περιορισμένη. Από την αντίθετη πλευρά οι κλίσεις που επικρατούν στην πεδινή περιοχή είναι μηδαμινές περιορίζοντας σε κάποιο βαθμό την διάβρωση. Στις περιοχές με μεγαλύτερα υψόμετρα οι κλίσεις γίνονται πιο έντονες. Το πέτρωμα εξακολουθεί να είναι ευπαθές, αλλά η καλή δασοκάλυψη βοηθάει στην αποτροπή εντατικών φαινομένων. Σε περιοχές όπου οι κλίσεις είναι πολύ ισχυρές, έχουμε σαν αποτέλεσμα την ταχεία κίνηση του απορρέοντος νερού, την αύξηση 183
της συρτικής του δύναμης, την απόσπαση αρκετών φερτών υλών και την δημιουργία πλημμύρων. Τα προβλήματα αυτά που παρουσιάζονται, είναι δυνατόν να περιοριστούν σε αρκετά μεγάλο βαθμό με την εφαρμογή του δασοτεχνικού συστήματος διευθέτησης. Ο συνδυασμός των τεχνικών, αγροτεχνικών και φυτοτεχνικών έργων είναι βέβαιο ότι θα έχει αρκετά καλά αποτελέσματα ως προς την επίτευξη των σκοπών Σχήμα 23: Φράγματα διαλογής φερτών υλικών (Κωτούλας, 21) της διευθέτησης. Η συμμετοχή των τριών κατηγοριών έργων ποικίλει ανάλογα με την περίπτωση του χειμαρρικού ρεύματος, όμως τα τεχνικά έργα κατέχουν σε κάθε περίπτωση το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής. Προτείνεται χρήση φραγμάτων διαλογής (Σχ. 23) για την μερική συγκράτηση των φερτών υλικών, καθώς επίσης και φράγματα με εγκοπή διαλογής (Σχ. 24) και ελέγχου της πλημμυρικής αιχμής, για την θραύση και μείωση της αιχμής της παροχής. Ο κατάλληλος υδρολογικός χειρισμός των λεκανών, μπορεί να οδηγήσει στην αποθήκευση της απορροής στον χειμαρρικό χώρο, ώστε να είναι δυνατή η χρήση των απορροϊκών νερών για διάφορους σκοπούς. Η εφαρμογή του κατάλληλου συστήματος διευθέτησης, και επομένως των απαραίτητων έργων απαιτεί την σύνταξη μελετών οι οποίες θα αναλύουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την κατασκευή των έργων. Επίσης είναι πολύ σημαντικό να γίνει και εκτίμηση του οφέλους από την διευθέτηση των ρευμάτων, όπως και συσχέτιση του κόστους και οφέλους, ώστε να προσδιοριστεί η αποδοτικότητα της διευθέτησης. 184
Σχήμα 24: Φράγματα με εγκοπή διαλογής και ελέγχου της πλημμυρικής αιχμής (Κωτούλας, 21) 5.18.5 Αποδοτικότητα της διευθέτησης, σχέσεις κόστους οφέλους Τα έργα διευθέτησης των χειμαρρικών ρευμάτων αποτελούν έργα βασικής υποδομής και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζονται. Στην σημερινή εποχή όμως η δεινή οικονομική κατάσταση από την μια πλευρά και οι επιταγές της Ε.Ε. όσον αφορά τα οικονομικά μεγέθη των κρατών μελών της, είναι σκόπιμο να εξετάζεται η σχέση του αναμενόμενου οφέλους προς τος κόστος της διευθέτησης. Πέραν τούτου, η σχέση οφέλους κόστους συμβάλλει στον καθορισμό της προτεραιότητας κατά χώρο και χρόνο των διαφόρων έργων καθώς επίσης και το ύψος της χρηματοδότησης που απαιτείται. Ο βαθμός αποδοτικότητας ενός συστήματος διευθέτησης εκτιμάται με δύο τρόπους, ως εξής (Κωτούλας, 21): με τη διαφορά του κόστους των έργων διευθέτησης προς το αναμενόμενο όφελος. Η μελέτη θεωρείται αποδοτική, όταν η διαφορά είναι θετική, ή με το λόγο του αναμενόμενου οφέλους προς το κόστος της διευθέτησης. Ουσιαστικά όμως η αποδοτικότητα ενός συστήματος διευθέτησης είναι πολλές φορές αρκετά δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Τα οφέλη από την διευθέτηση μιας λεκάνης απορροής είναι πολλαπλά και μακροπρόθεσμα, ενώ πολλές φορές είναι και αστάθμητα. Από την άλλη πλευρά το κόστος μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, στις δε δαπάνες εκτέλεσης θα πρέπει να συνυπολογιστούν και οι δαπάνες συντήρησης των έργων. 185
Σημειώνεται ότι έργα τα οποία εκτελούνται αλλά δεν συντηρούνται έχουν ως αποτέλεσμα πολλές φορές την ταχεία αχρήστευση τους γεγονός που αυξάνει δυσανάλογα το κόστος. Για τον λόγο αυτό και δεδομένου ότι τα έργα διευθέτησης των χειμαρρικών ρευμάτων μπορούν να αποτελέσουν σημαντική βοήθεια τόσο επίτευξης των στόχων της Οδηγίας Πλαίσιο, αλλά επίσης βελτιώνουν, αναδυκνείουν και αξιοποιούν την ορεινή λεκάνη απορροής θα έπρεπε να εκτελούνται ακόμη και σε περιπτώσεις όπου το κριτήριο αποδοτικότητας δεν πληρείται. 5.19 Τροποποιηση και προσαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο Η τροποποίηση και προσαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο είναι φυσικά μια δύσκολη διαδικασία η οποία έχει να κάνει με τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανάλυση των ιδιαίτερων συνθηκών που παρουσιάζει η Ελλάδα καθώς και άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδυκνείει την ανάγκη που υπάρχει για τροποποίηση της Οδηγίας Πλαίσιο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αντιμετωπίσει με καλύτερο και πιο αποτελεσματικό τρόπο τα προβλήματα των υδάτινων πόρων τα οποία παρουσιάζονται και τα οποία θα πολλαπλασιαστούν μελλοντικά. Οι σκοποί οι οποίοι διατυπώνονται στο Άρθρο 1 της Οδηγίας και οι οποίοι είναι οι εξής: Η προστασία και η αποτροπή της επιδείνωσης των υδάτινων οικοσυστημάτων, η προώθηση της βιώσιμης χρήσης του νερού, η προστασία των υδάτινων συστημάτων από ουσίες προτεραιότητας, η διασφάλιση της μείωσης της ρύπανσης, η συμβολή στην αποτροπή φαινομένων που μπορούν να οδηγήσουν στην επιδείνωση των υδάτινων συστημάτων (πλημμύρες, ξηρασίες, κτλ), πρέπει να εξακολουθήσουν να υφίστανται εφ όσον ανταποκρίνονται με τον καλύτερο τρόπο στις απαιτήσεις των μελλοντικών ετών. Οι σκοποί αυτοί είναι σίγουρο ότι μπορούν να επιτευχθούν με τον καλύτερο τρόπο μέσα από τις διευθετήσεις των λεκανών απορροής με τον τρόπο που αναλύθηκε σε προηγούμενη παράγραφο. 186
Πρέπει επίσης να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην αντιμετώπιση των πλημμυρών των μεγάλων ποταμών αλλά και των αιφνίδιων πλημμυρών που συνήθως εμφανίζονται στην περίπτωση των μικρότερων χειμαρρικων ρευμάτων. Επίσης πρέπει να δοθεί έμφαση και στην μεταφορά των φερτών υλών, διότι σε μικρά χειμαρρικά ρεύματα αποτελεί σημαντικό πρόβλημα, προκαλώντας τόσο ζημιές στις τεχνικές υποδομές αλλά και καθιστώντας το νερό ακατάλληλο προς χρήση. Τα έργα υποδομής στις ορεινές λεκάνες απορροής μπορούν να προσφέρουν σε όλους τους σκοπούς της Οδηγίας Πλαίσιο και επομένως θα ήταν απαραίτητο να συμπεριληφθούν στον προγραμματισμό αλλά και στις ενέργειες στις οποίες τα κράτη μέλη οφείλουν να προβούν. 187
188
6. ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 6.1 Στόχοι της παρούσας διατριβής Οι στόχοι οι οποίοι τέθηκαν στην παρούσα διατριβή, ήταν οι εξής: Η ανάλυση των διατάξεων της Οδηγίας Πλαίσιο (2/6/ΕΚ), η μελέτη των ιδιαίτερων συνθηκών που χαρακτηρίζουν τον ελληνικό χώρο, ιδίως, σ ό,τι αφορά το χειμαρρικό φαινόμενο, και η σύγκριση του με την Οδηγία Πλαίσιο (2/6/ΕΚ), η διερεύνηση της δυνατότητας εφαρμογής των διατάξεων της Οδηγίας στον ελληνικό χώρο και τέλος η υποβολή προτάσεων για την τροποποίηση και προσαρμογή της Οδηγίας ώστε να καταστεί περισσότερο εφαρμόσιμη στις ιδιαίτερες ελληνικές συνθήκες καθώς και στα κράτη μέλη των οποίων οι συνθήκες προσομοιάζουν στις ελληνικές. Αναλυτικότερα, σ ότι αφορά την οδηγία πλαίσιο, έγινε ανάλυση της Οδηγίας και των σχετικών διατάξεων της. Η εργασία αυτή επικεντρώθηκε κυρίως σε θέματα, τα οποία έχουν σχέση με τη διαχείριση των υδάτινων πόρων, και όχι σε θέματα, όπως χημική και βιολογική κατάσταση τους. Στη συνέχεια, έγινε μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας και των άρθρων που δημοσιεύονται με θέμα την Οδηγία Πλαίσιο και την εφαρμογή της από τις χώρες μέλη της Ε.Ε.. Η προσπάθεια αυτή ήταν αρκετά δύσκολη, κυρίως για τον λόγο ότι τα κράτη μέλη βρίσκονται ακόμα σε περίοδο προσαρμογής στις διατάξεις της Οδηγίας, δεδομένου ότι αυτή δεν έχει μπει ακόμα σε πλήρη εφαρμογή. Συνεπώς πρόκειται για μια διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη και άρθρα και βιβλιογραφία δημοσιεύονται σχεδόν καθημερινά. Για τη μελέτη των ιδιαίτερων συνθηκών που χαρακτηρίζουν τον ελληνικό χώρο, επιλέχθηκε η λεκάνη απορροής του Πηνειού ποταμού. Αρχικά έγινε ψηφιοποίηση της υπό μελέτη περιοχής, από χάρτες της Γ.Υ.Σ. κλιμακας 1:1,. Ορίστηκαν τα χειμαρρικά ρεύματα τα οποία συμβάλλουν στον Πηνειό και κωδικοποιήθηκαν. Υπολογίστηκαν τα σπουδαιότερα μεγέθη τους, που εκφράζουν την μορφομετρία των λεκανών καθώς και τα υδρογραφικά τους χαρακτηριστικά. Με την βοήθεια χάρτη του Ι.Γ.Μ.Ε. κλίμακας 1:5, προσδιορίστηκαν τα πετρώματα τα οποία συνθέτουν το υπόθεμα της περιοχής και ταξινομήθηκαν σε χειμαρρικούς πετρολογικούς σχηματισμούς. 189
Για τον παράγοντα κλίμα έγινε συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων που αντλήθηκαν από την Ε.Μ.Υ., από το ΥΠ.Ε.ΧΩ.ΔΕ. (3 η ΔΕΚΕ), από το ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. και το Τ.Δ.Δ.Δ. Σε ότι αφορά τη βλάστηση και τις χρήσεις γης, τα δεδομένα αντλήθηκαν από το CORINE (Coordination of INformation on the Environment). 6.2 Περιοχή έρευνας και χειμαρρικό περιβάλλον Ο Πηνειός ποταμός αποτελεί τον τρίτο μεγαλύτερο ποταμό στην Ελλάδα, διαρρέει την Θεσσαλική πεδιάδα και εκχύνεται στο Αιγαίο Πέλαγος. Το κλίμα στην ευρύτερη περιοχή είναι μεσογειακό με ψυχρούς και υγρούς χειμώνες και θερμά και ξηρά καλοκαίρια. Ο πληθυσμός στην ευρύτερη λεκάνη ανέρχεται σε 7, κατοίκους, ενώ οι κύριες οικονομικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται στην περιοχή είναι η γεωργία, η βιομηχανία, ο τουρισμός, η κτηνοτροφία και η δασοπονία. Οι δραστηριότητες αυτές δημιουργούν και συγκεκριμένες πιέσεις στο φυσικό περιβάλλον οι οποίες την τελευταία σχεδόν εικοσαετία παρακολουθούνται και καταγράφονται. Συγκεκριμένα, το Εθνικό Δίκτυο Παρακολούθησης της Ποιότητας των Επιφανειακών Νερών, το οποίο λειτουργεί από το 1988 και έχει οργανωθεί από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, παρακολουθεί συστηματικά την ποιότητα των επιφανειακών νερών της Θεσσαλίας, κυρίως ως προς τη χημική τους κατάσταση, με 42 σημεία δειγματοληψίας που καλύπτουν ένα μεγάλο τμήμα της συνολικής έκτασης του Πηνειού Ποταμού και των συμβαλλόντων του. Επίσης το Εθνικό Δίκτυο Παρακολούθησης της Ποιότητας των Υπογείων Νερών προσφέρει μια αξιόπιστη εκτίμηση της χημικής κατάστασης των υπόγειων νερών στην Υδατική Περιφέρεια της Θεσσαλίας. Ο συνολικός αριθμός των σημείων δειγματοληψίας είναι 3 και η συχνότητα δειγματοληψίας είναι εποχιακή (4 φορές ανά έτος). Συμπληρωματικές μετρήσεις γίνονται ακόμη (με έμφαση στην παρακολούθηση ποσοτικών παραμέτρων) από το Υπουργείο Γεωργίας (ΕΘΙΑΓΕ) και το Ι.Γ.Μ.Ε. Ωστόσο τα δύο δίκτυα πρόκειται να επανασχεδιασθούν και να αναπροσαρμοσθούν ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα και πληρέστερα στις απαιτήσεις της Οδηγίας Πλαίσιο. Οι σημαντικότερες πιέσεις που δέχεται ο Πηνειός ποταμός είναι οι εξής: 19
Σημειακές και διάχυτες πηγές ρύπανσης (γεωργία, κτηνοτροφία, αστικά απόβλητα, βιομηχανία), υπερ εκμετάλευση του επιφανειακού και του υπόγειου νερού κατά τη διάρκεια της θερινής αρδευτικής περιόδου, με γεωτρήσεις και πηγάδια. φερτά υλικά και πλημμύρες, τουριστική υποδομή στις παράκτιες περιοχές. Από την έρευνα για το χειμαρρικό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής της λεκάνης απορροής του ποταμού, προέκυψαν τα εξής στοιχεία: Ο Πηνειός ποταμός έχει ένα ευρύτατο υδρογραφικό δίκτυο το οποίο αποτελείται από 13 κυρίως ορεινές και ημιορεινές λεκάνες απορροής. Τα 13 αυτά χειμαρρικά ρεύματα ανήκουν στο χειμαρρικό χωροδιάστημα Ι και ΙΙ, ενώ απουσιάζει το χειμαρρικό χωροδιάστημα ΙΙΙ. Το ανάγλυφο της περιοχής κυμαίνεται από ήπιο έως έντονο. Το ποσοστό δάσοκάλυψης είναι ικανοποιητικό κυρίως στα χειμαρρικά ρεύματα στην δυτική πλευρά της ευρύτερης λεκάνης απορροής του Πηνειού. Στους χειμάρρους αυτούς η ποιότητα της δασοκάλυψης έιναι σχετικά καλή ώστε να έχουμε σε ικανοποιητικό βαθμό υδρολογική και προστατευτική επίδραση. Στα ρεύματα νότια και ανατολικά το μεγαλύτερο ποσοστό καταλαμβάνουν οι γεωργικές καλλιέργειες, γεγονός που σημαίνει ότι η επίδραση της βλάστησης είναι κατά πολύ μειωμένη και επομένως ο κίνδυνος της διάβρωσης είναι αυξημένος. Το γεωλογικό υπόθεμα της περιοχής συνίσταται από ευπαθείς και ευδιάβρωτους γεωλογικούς σχηματισμούς. Ο κρυσταλλουριγενής σχηματισμός (M) καταλαμβάνει το μεγαλύτερο ποσοστό στην περιοχή, ενώ ακολουθούν ο προσχωσιγενής (Α) και ο φλυσχικός (F). Ακολουθούν με μικρότερα αλλά όχι αμελητέα ποσοστά ο νεογενής (S), ο ασβεστολιθικός (K) και ο σχιστολιθικός (G). Τα παραπάνω στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνα συνθέτουν ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο και παράλληλα πολύπλοκο χειμαρρικό περιβάλλον. Το ευπαθές γεωλογικο υπόθεμα της περιοχής σε συνδυασμό με το ανάγλυφο των ορεινών λεκανών απορροής, τα έντονα κατακρημνίσματα ενισχύει την ανάπτυξη χειμαρρικών φαινομένων τα οποία επηρεάζουν τόσο την ποιότητα των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων όσο και την δυνατότητα αποθήκευσης τους και συνεπώς την ποσότητα τους. Συνεπώς δημιουργούν πρόσθετα προβλήματα στην επίτευξη των στόχων της Οδηγίας πλαίσιο. 191
6.3 Η Οδηγία Πλαίσιο για τα νερά Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν από την υποβάθμιση της ποιότητας των νερών και την πίεση που ασκείται στα υδατικά αποθέματα λόγω της συνεχούς αύξησης της ζήτησης για νερό καλής ποιότητας, σε όλα τα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδόθηκε η Οδηγία 2/6/ΕΕ για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων. Η Οδηγία αυτή υιοθετεί μια καινοτόμο και ολοκληρωμένη προσέγγιση στο θέμα της διαχείρισης και προστασίας των υδατικών πόρων (επιφανειακών και υπόγειων) και των υγροτοπικών οικοσυστημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στοχεύοντας στην επίτευξη «καλής οικολογικής ποιότητας» εντός 15 ετών για όλα τα ύδατα της, στην αειφορία του πόρου και στην εξασφάλιση επαρκών ποσοτήτων νερού για τις διάφορες παραγωγικές χρήσεις. Η νέα αυτή προσέγγιση δημιουργεί καινούριες συνθήκες στις οποίες τα κράτη μέλη οφείλουν να προσαρμοστούν ούτως ώστε να επιτύχουν τους περιβαλλοντικούς στόχους που αυτή θέτει. Οι δυσκολίες που παρουσιάζονται οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην πολυπλοκότητα της φύσεως του κειμένου, το οποίο είναι ένα καθαρά νομικό κείμενο με πολλές ελλείψεις ειδικά στα θέματα της πρακτικής εφαρμογής. Η άποψη αυτή υποστηρίζεται και από το γεγονός ότι από την δημοσίευση της Οδηγίας και μετά έχουν δημιουργηθεί πολλές ομάδες, που αποτελούνται από ειδικούς επιστήμονες αλλά και από ανθρώπους που έχουν άμεσο ενδιαφέρον και συμφέρον από την Οδηγία, οι οποίοι έχουν ως στόχο την πληρέστερη ανάλυση και καλύτερη κατανόηση των απαιτήσεων αυτής. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, ένα πολύ σημαντικό βήμα στην ορθή εφαρμογή της Οδηγίας, αποτέλεσε η απόφαση για χάραξη κοινής στρατηγικής από τα κράτη μέλη, η δημιουργία των ομάδων εργασίας, στόχος των οποίων ήταν η ανάπτυξη της κατάλληλης καθοδήγησης, αλλά και η πιλοτική εφαρμογή της οδηγίας σε συγκεκριμένες λεκάνες απορροής στα κράτη μέλη. Η ανάλυση της Οδηγίας Πλαίσιο αποδυκνείει ότι πρόκειτε για ένα νομικό κείμενο το οποίο είναι προσαρμοσμένο στις συνθήκες των δυτικόευρωπαϊκών χωρών. Αφορά κυρίως μεγάλους ποταμούς, με ευρείες λεκάνες απορροής οι οποίοι διαρρέουν κράτη μέλη της Ε.Ε. και πολλές φορές διαρρέουν περισσότερα από ένα. 192
Το γεωμορφολογικό περιβάλλον είναι διαφορετικό, με πολύ ήπιο ανάγλυφο, μικρές κλίσεις, καλή και ποιοτική δασοκάλυψη. Οι κοίτες τους είναι αρκετά πλατιές, ενώ η παροχή τους είναι μεγάλη και μόνιμη σε όλη τη διάρκεια του έτους, με σχετικά σταθερή διαίτα. Η κλίση πυθμένα είναι μικρή, ενώ λόγω της καλής δασοκάλυψης και των μικρών κλίσεων, η μεταφορά φερτών υλικών, είναι περιορισμένη. Παρ όλα αυτά δημιουργούν παρατεταμένες πλημμύρες, ενώ δέχονται ισχυρές πιέσεις οι οποίες έχουν να κάνουν με την έντονη αστικοποίηση και την έντονη εκβιομηχάνιση. Αντιθέτως στον ελληνικό χώρο κυριαρχούν μικρότεροι ποταμοί και κυρίως χειμαρροπόταμοι και χειμαρρικά ρεύματα. Οι ιδιαίτερες συνθήκες κλίματος, με θερμά και ξηρά καλοκαίρια δημιουργούν συνθήκες ξηρασίας, με αποτέλεσμα να μην έχουμε μόνιμη παροχή καθόλη τη διάρκεια του έτους. Η δίαιτα ειδικά των χειμάρρων είναι ιδιαίτερα ανομοιόμορφη, οι κλίσεις του πυθμένα μεγάλες, ενώ οι λεκάνες στην πλειοψηφία τους σχετικά μικρές με λοφώδη, ημιορεινή και ορεινή διαμόρφωση. Η δράση των χειμάρρων είναι εντελώς διαφορετική από την δράση των ποταμών και τα φαινόμενα που αναπτύσσονται προκαλούν σημαντικές ζημιές τόσο στην ορεινή λεκάνη απορροής, με υποβάθμιση της, όσο και στην πεδινή περιοχή με καταστροφές καλλιεργειών, καταστροφές έργων υποδομής και σπιτιών και σημαντικότερο όλων με ανθρώπινες απώλειες. Από την διερεύνηση των στοιχείων και των δεδομένων, κρίνεται ότι η Οδηγία Πλαίσιο δεν ανταποκρίνεται στις ελληνικές συνθήκες ως έχει δημοσιευτεί. Η εφαρμογή της στην Ελλάδα αλλά και σε χώρες των οποίων οι συνθήκες προσομοιάζουν τις ελληνικές, θα αντιμετωπίσει ιδιαίτερα προβλήματα, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η επίτευξη των στόχων της. 6.4 Προτάσεις Η ορεινή υδρονομική δράση στην πατρίδα μας αρχίζει από πολύ νωρίς. Η έναρξη συστηματικών ορεινών υδρονομικών έργων ξεκίνησε το 1931 με την σύνταξη μελέτης και την εκτέλεση διαφόρων έργων στην ορεινή λεκάνη απορροής του ρεύματος Ξηρομερίου στην κοινότητα Κανδύλας. Η επιτυχία των έργων αυτών έδωσαν ώθηση στην ορεινή υδρονομική δράση μέσα από την οποία επιτεύχθηκαν στόχοι όπως ρύθμιση των υδάτων, ρύθμιση και έλεγχος των φερτών υλικών και των γεωμαζών και τελικά η προστασία του 193
φυσικού περιβάλλοντος. Γίνεται επομένως αντιληπτό από την ανάλυση όλων των δεδομένων, ότι οι διευθετήσεις των ορεινών λεκανών απορροής δύναται να παίξουν σημαντικό ρόλο στην επίτευξη των σκοπών και των περιβαλλοντικών στόχων της Οδηγίας Πλαίσιο. Είναι επομένως απαραίτητο να γίνει συνείδηση ότι τα ορεινά υδρονομικά έργα είναι βασικά έργα υποδομής στα οποία πρέπει να δίνεται ιδιαίτερο βάρος αλλά και προτεραιότητα δεδομένου ότι αυτά εκτός των άλλων ωφελειών που προσφέρουν, προστατεύουν και τα έργα υποδομής που κατασκευάζονται στην πεδινή περιοχή. Επομένως είναι σκόπιμο τα αρμόδια όργανα να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για την τροποποίηση των διατάξεων εκείνων ούτως ώστε να μπορέσει η οδηγία να προσαρμοστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στις ξεχωριστές γεωμορφολογικές ιδιαιτερότητες που εμφανίζει η Ελλάδα καθώς επίσης και άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης των οποίων οι μορφολογικές συνθήκες προσομοιάζουν σε αυτές της χώρας μας. Η μέχρι σήμερα αποκτειθήσα γνώση στις διευθετήσεις των ορεινών λεκανών όπως επίσης και η εφαρμογή αυτής στην πράξη αποδεικνύει περίτρανα ότι μπορεί να συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό στην αποτροπή της υποβάθμισης των εδαφών, στην επίτευξη και διατήρηση της καλής κατάστασης των υδάτων καθώς και στην προοδευτική μείωση της ρύπανσης τους. 194
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Aulitzky H., 1982: Preliminary two fold classification of torrents. Mittelungen der forstlichen bundesversuchanstalt, 144, Wien Αδαμαντίδου Ε., 2, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική προστασίας των υδάτων, Νόμος και Φύση (τριμηνιαία επιθεώρηση περιβαλλοντικού δικαίου, τεύχος 3-4/2, σ. 421 451 Αθανασιάδης Ν., Δασική Φυτοκοινωνιολογία, Εκδόσεις Γιαχούδη Γιαπούλη, Θεσσαλονίκη Ασημακόπουλος Δ., 22, Η πλήρης ανάκτηση κόστους νερού στην Οδηγία 2/6, Ημερίδα Οδηγία Πλαίσιο 2/6 Εναρμόνιση με την ελληνική πραγματικότητα Blöch H., The EU Water Framework Directive: Taking European Water Policy into the New Millennium, Brussels Γκιώνης Γ, 22, Συμβολή του Ι.Γ.Μ.Ε. στην προώθηση της Οδηγίας 2/6/ΕΚ, Ημερίδα: «Οδηγία Πλαίσιο 2/6 Εναρμόνιση με την ελληνική πραγματικότητα» CIS, EC, 2 May 21, Common Strategy on the Implementation of the Water Framework Directive, Strategic Document CIS, Identification of water bodies, Horizontal guidance on the application of the term water body in the context of the Water Framework Directive, 15/1/23 CIS, Guidance Document on Identification and Designation of Heavily Modified and Artificial Water Bodies, CIS Working Group 2.2, 14/1/23 CIS, Guidance on establishing reference conditions and ecological status class boundaries for inland surface waters, CIS, W.G. 2.3 Reference conditions for inland surface waters (REFCOND), Final 3/4/23 CIS, Final Report, The EU Water Framework Directive: Statistical aspects of the identification on groundwater pollution trends, and aggregation of monitoring results, December 21 CIS, Guidance Document on Implementing the GIS Elements of the WFD Working Group GIS, Chairman: Jürgen Vogt (JRC), 22 195
CIS, Guidance for the analysis of Pressures and Impacts In accordance with the Water Framework Directive CIS, Project 2.9, Best Practices in River Basin Management Planning, Work Package 1, Identification of River Basin Districts in Member States. Overview, criteria and current state of play, Version 1.1, 22 Chave P., 22, The EU Water Framework Directive, An Introduction, IWA Publishing COM(97)49 - ENV 119, final 97/67 (SYN), 21.4.1997, Πρόταση Οδηγίας του Συμβουλίου περί θεσπίσεως πλαισίου κοινοτικής δράσης στο πεδίο της πολιτικής υδάτων COM (2) 477, της 27.7.2, Ανακοίνωση της Επιτροπής αναφορικά με την κοστολόγηση και διαχείριση των αποθεμάτων νερού COM (23) 55 τελικό, 23/21 (COD), Βρυξέλλες, 19.9.23, Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των υπόγειων υδάτων από τη ρύπανση Corine (Coordination of information on the environment) DETR 21, First Consultation Paper on the Implementation of the EC Water Framework Directive (2/6/EC), Department of the Environment, Transport and the Regions, National Assembly for Wales DEFRA 22, Second Consultation Paper on the Implementation of the EC Water Framework Directive (2/6/EC), Department of the Environment, Food and Rural Affairs, National Assembly for Wales DEFRA 23, Third Consultation Paper on the Implementation of the EC Water Framework Directive (2/6/EC), Department of the Environment, Food and Rural Affairs, National Assembly for Wales EEB 21, Handbook on EU Water Policy under the Water Framework Directive, Klaus Lanz, Stefan Scheuer, Εμμανολούδης Δ, 199, Οι φυσικοί αποθετικοί σχηματισμοί των χειμαρρικών ρευμάτων στον ελλαδικό χώρο (διδ. Διατριβή). Επ. Επετηρίδα Τμήματος Δασολογίας και Φ.Π. Τόμος ΛΒ, Παράρτημα 12. Griffiths M., 22, The European Water Framework Directive: An Approach to Integrated River Management, EWA, European Water Management Online, EWA 196
Hellenic Ministry for the Environment, Physical planning and Public Works, Water Framework Directive Integrated Testing of Guidance Documents in Pilot River Basins, Pinios Pilot River Basin Greece Ησίοδος, Θεογονία, Εκδόσεις Ζήτρος Ησίοδος, Έργα και Ημέρες, Εκδόσεις Ζήτρος IRBM Working Group 2 B, Objective 1 Integrated Testing in Pilot River Basins, SUMMARY OF PROPOSALS FOR PILOT RIVER BASINS SUBMITTED BY MEMBER STATES, EUROPEAN COMMISSION, DIRECTORATE GENERAL JRC, JOINT RESEARCH CENTRE, Institute for Environment and Sustainability Ινστιτούτο Γεωλογικών Μεταλλευτικών Ερευνών (Ι.Γ.Μ.Ε.): Γεωλογικοί χάρτες περιοχής έρευνας κλίμακας 1:5, Καραγεωργίου Β., 23, Η Οδηγία Πλαίσιο για το νερό: Ένας σημαντικός σταθμός για το ευρωπαϊκό δίκαιο περιβάλλοντος, Νόμος και Φύση (τριμηνιαία επιθεώρηση περιβαλλοντικού δικαίου) Κορκόβελος Χ., 1997, Η προστασία του περιβάλλοντος στην ευρωπαϊκή ένωση (με αναφορές στα ελληνικά δεδομένα και κατάλογοι της κοινοτικής νομοθεσίας για το περιβάλλον, εκδόσεις Σάκκουλα. Κουτσόπουλος Κ., Ανδρουλακάκης Ν., 23, Εφαρμογές Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών με χρήση του Λογισμικού ArcGIS, Αθήνα Κωτούλας Δ., 1969: Οι χείμαρροι της Βορείου Ελλάδος. Ταξινόμησις αυτών εις τύπους. Αρχαί διευθετήσεών των. Διατριβή επί Υφηγεσία. Ανάτυπον εκ του Παραρτήματος της Επιστημονικής Επετηρίδος της Γεωπονικής και Δασολογικής Σχολής. Κωτούλας Δ, 1974: Κριτική ανασκόπηση της εξελίξεως της Ορεινής Υδρονομικής εν γένει και ιδία εν Ελλάδι. Επιστ. Επετ. της Γεωπονικής και Δασολογικής Σχολής, Τόμος ΙΖ, Θεσσαλονίκη. Κωτούλας Δ., 1992, Δυνατότητες αύξησης των υδατικών πόρων στον ελλαδικό χώρο, Τόμος ΛΕ/1, Αριθ. 6, σελ. 141 149 Κωτούλας Δ., 198, Το πλημμυρικό πρόβλημα της Ελλάδας υπό το πρίσμα των πλημμυρικών καταστροφών της Κ. Μακεδονίας στις 18-19.11.1979, Ανακοίνωση αρ. 4, Θεσσαλονίκη Κωτούλας Δ., 1983, Προστασία από διάβρωση Πλημμύρες, Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, τόμος ΚΣΤ/ΚΖ, αρ. 18, Θεσσαλονίκη 197
Κωτούλας Δ., 1995, Τα φράγματα διαλογής, αποτελέσματα ερευνών, ανάπτυξη μεθόδων διαστασιολόγησης, Ανακοίνωση αρ.24, Θεσσαλονίκη Κωτούλας Δ., 2, Φυσική Γεωγραφία, Θεσ/νίκη Κωτούλας Δ., 21α, Υδρολογία και Υδραυλική Φυσικού Περιβάλλοντος, Θεσ/νίκη Κωτούλας Δ., 21β: Ορεινή Υδρονομική, Τα ρέοντα ύδατα, Τόμος Ι, Θεσ/νίκη Κωτούλας Δ., 21γ, Διευθετήσεις Χειμαρρικών Ρευμάτων, Μέθοδοι και συστήματα υδρονομικής διευθέτησης, Τόμος ΙΙα, Θεσ/νίκη Κωτούλας Δ., 21δ, Διευθετήσεις Χειμαρρικών Ρευμάτων, Μέθοδοι και συστήματα υδρονομικής διευθέτησης, Τόμος ΙΙβ, Θεσ/νίκη Λαζάρου Α., 24, Εναρμόνιση της οδηγίας της Ε.Ε. για τα Νερά στο ελληνικό δίκαιο, 1 ο Συμπόσιο Συμβουλίου Περιβάλλοντος Α.Π.Θ., Η εφαρμογή της Οδηγίας 2/6/ΕΕ για τα νερά στην Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Εμπειρία, Θεσσαλονίκη 24 Λαζάρου, Σουφλιάς, 23, Πιλοτική εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο 2/6/ΕΚ, στον Πηνειό Ποταμό, Στοιχεία από Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων Γενική Δ/νση Περιβάλλοντος Länderarbeitsgemeinschaft Wasser (LAWA), 21, Guide to the implementation of the EC Water Framework Directive Μαργαρόπουλος Π., 1963, Η υδατική διάβρωσις και το χειμαρρικόν φαινόμενον, Αθήνα Μαριολόπουλος, Καραπιπέρης, 1955, Αι βροχοπτώσεις εν Ελλάδι, Αθήνα. Μιχαλακόπουλος Ι., 25, Η βιώσιμη διαχείριση των υδατικών πόρων στην νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας, Νόμος και Φύση Μουντράκης Δ., 1985, Γεωλογία της Ελλάδος, Θεσσαλονίκη Μπαλαφούτης Χ., Στάθης Δ., 24, Μαθήματα Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας (Πανεπιστημιακές Παραδόσεις), Θεσσαλονίκη Μπαλτάς, 24, Ε.Δ., Υδρολογική και Γεωμορφολογική Διερεύνηση της Βόρειας Ελλάδας, 1 ο Συμπόσιο Συμβουλίου Περιβάλλοντος Α.Π.Θ., Η εφαρμογή της Οδηγίας 2/6/ΕΕ για τα νερά στην Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Εμπειρία, Θεσσαλονίκη 24 Ο.Κ.Ε., 23, Γνώμη υπ. Αριθμ. 96, Προστασία και διαχείριση των υδάτων- Εναρμόνιση με την Οδηγία 2/6 της Ευρωπαϊκής Ένωσης Οδηγία 2/6/ΕΚ, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων, EE L 327/22.12. 198
Οικονόμου Α., Σκουλικίδης Ν. 22, Συνθήκες αναφοράς, οικολογική ποιότητα και ταξινόμηση των εσωτερικών νερών της χώρας με την Οδηγία 2/6, Ημερίδα: «Οδηγία Πλαίσιο 2/6 Εναρμόνιση με την ελληνική πραγματικότητα», σελ. 65 72 Owen R., Duncan W., Pollard P., 22, Definition and establishment of Reference Conditions, Background Document, REFCOND project, 2 p. Οδηγία 8/68/ΕΟΚ, περί προστασίας των υπόγειων υδάτων από την ρύπανση που προέρχεται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες Παπαδημητρίου Γ., 25, La nave va, Επισημάνσεις για τη νομοθεσία που διέπει την προστασία και τη διαχείριση των υδάτων, Νόμος και Φύση Παπασταύρου Α., Μακρής Κ. 1986, Δασική Πολιτική (ιδιαίτερα στην Ελλάδα), τεύχος Β, Θεσσαλονίκη Παπασταύρου Α., Γούπος Θ., 24, Αναπτυξιακή Πολιτική και Ευρωπαϊκή Ένωση, Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Θεσσαλονίκη Παυλίδης Θ., 1993, Η ποιοτική και ποσοτική κατάσταση των ορεινών υδάτων του νομού Τρικάλων, Θεσσαλονίκη Πρεβεδούρου Ε. 1998, Κοινοτικό Δίκαιο Προστασίας των Υδάτων, Περιβάλλον και Δίκαιο, σ. 276 281 Στάθης Δ., 1998, Τα Μετεωρολογικά χαρακτηριστικά της Πίνδου από υδρολογική άποψη, Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη Στεφανίδης Π., 199, Μορφομετρική και Υδρογραφική Συγκρότηση των Χειμαρρικών τύπων στο χώρο της Β. Ελλάδας, Διδακτορική Διατριβή, Θεσ/νίκη Στεφανίδης Π., 1993, Σύνταξη μητρώου χειμάρρων χειμαρρικής δράσης (Συλλογή, καταγραφή και αξιοποίηση των πληροφοριών), Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, τομος ΛΣΤ, σελ. 53-526, Θεσσαλονίκη. Στεφανίδης Π., 24, Ορεινή Υδρονομική Ι (Διευθετήσεις ορεινών υδάτων Ι), Μέρος Πρώτο, Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Θεσσαλονίκη Στεφανίδης Π., 25, Ορεινή Υδρονομική ΙΙ (Διευθετήσεις ορεινών υδάτων ΙΙ), Μέρος Πρώτο, Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Θεσσαλονίκη Υπουργείο Βιομηχανίας Ενέργειας και Τεχνολογίας, 1987, Μητρώο Μετεωρολογικών Βροχομετρικών Σταθμών Ελλάδος Φυτρολάκης, 1985, Γενική Γεωλογία, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο 199
Χαϊνταρλής Μ., 25, Η σύγχρονη νομοθεσία προστασίας και διαχείρισης των υδάτων, Νόμος και Φύση Χατζηστάθης Α. & Ισπικούδης Ι., 1995, Προστασία της Φύσης και Αρχιτεκτονική του τοπίου, Θεσσαλονίκη WWF 2/21, Elements of Good Practice in Integrated River Basin Management, A practical resource for implementing the EU Water, Key issues, lessons learned and good practice examples from the WWF/EC Water Seminar Series WWF/EEB, 1998, Workshop on Water Framework Directive, Implications and Challenges for the Environment 2
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Το έτος 2 αποτέλεσε σημαντικό σταθμό για την ευρωπαϊκή πολιτική για τα ύδατα. Η νέα οδηγία 2/6/ΕΚ η οποία τέθηκε σε εφαρμογή αποτελεί μια καινοτόμο οδηγία πλαίσιο η οποία θέτει το θέμα της διαχείρισης και προστασίας των υδάτων σε νέες βάσεις. Οι προοπτικές που εισάγει είναι τεράστιες και οι στρατηγικές που οφείλουν να αναπτύξουν τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές ώστε να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Η παρούσα διατριβή αποσκοπεί στην ανάλυση της οδηγίας και στην αντιπαράθεση των επιταγών και διατάξεων αυτής με τις συνθήκες που χαρακτηρίζουν τον ελλαδικό χώρο. Κατά την διεξαγωγή της έρευνας επιδιώχθηκαν οι παρακάτω στόχοι: Η ανάλυση των διατάξεων της Οδηγίας Πλαίσιο (2/6/ΕΚ), η μελέτη του χειμαρρικού περιβάλλοντος (δυναμικού) της λεκάνης απορροής του Πηνειού ποταμού, η διερεύνηση της δυνατότητας εφαρμογής των διατάξεων της Οδηγίας στον ελλαδικό χώρο και τέλος η υποβολή προτάσεων για την τροποποίηση και προσαρμογή της Οδηγίας ώστε να καταστεί περισσότερο εφαρμόσιμη στις ιδιαίτερες ελληνικές συνθήκες καθώς και στα κράτη μέλη των οποίων οι συνθήκες προσομοιάζουν στις ελληνικές. Από την ανάλυση της οδηγίας έγινε φανερό ότι πρόκεται για ένα καθαρά νομικό κείμενο με πολύ μεγάλο εύρος αντικειμένου. Τη βάση για την διαμόρφωση της οδηγίας αποτέλεσε η γεωμορφολογία δυτικοευρωπαϊκών κρατών μελών με συνθήκες που διαφέρουν αρκετά από τις συνθήκες των παραμεσογειακών κρατών και ειδικότερα της Ελλάδος. Επίσης η εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας απαιτεί την ύπαρξη ενός αρκετά υψηλού επιπέδου υλικοτεχνικής υποδομής από τα κράτη μέλη γεγονός που δημιουργεί αυτόματα προβλήματα εφαρμοσιμότητας από αυτά που παρουσιάζουν σημαντικές ελλείψεις κυρίως σε οικονομικούς πόρους αλλά και σε υποδομές. 21
Για την ολοκλήρωση της έρευνας επιλέχθηκε η λεκάνη απορροής του Πηνειού ποταμού, για την οποία μελετήθηκε το χειμαρρικό δυναμικό. Η διαδικασία είχε ως εξής: Χαρτογραφική απεικόνιση των σημαντικότερων χειμαρρικών ρευμάτων που συμβάλλουν στον Πηνειό ποταμό, υπολογισμός των μορφομετρικών και υδρογραφικών χαρακτηριστικών των παραπάνω ρευμάτων, μελέτη των βασικών παραγόντων χειμαρρικότητας, ήτοι, κλίμα, ανάγλυφο, βλάστηση και γεωλογικό υπόθεμα, ταξινόμηση των χειμαρρικών ρευμάτων σε τύπους και εκτίμηση του χειμαρρικού περιβάλλοντος που διαμορφώνεται στην περιοχή έρευνας, υπολογισμός των μέγιστων αναμενόμενων υδατοστερεοπαροχών των χειμαρρικών ρευμάτων. Η παραπάνω διαδικασία περιελάμβανε και ενδιάμεσα στάδια τα οποία ήταν τα εξής: Συγκεντρώθηκαν, αξιολογήθηκαν και επεξεργάστηκαν τα μετεωρολογικά στοιχεία των σταθμών στην περιοχή έρευνας, προσδιορίστηκαν το είδος και ο βαθμός της δασοκάλυψης και ειδικότερα των χρήσεων γής, με τη βοήθεια του ευρωπαϊκού προγράμματος Corine Landcover, προσδιορίστηκαν τα είδη και οι εκτάσεις των χειμαρρικών πετρολογικών σχηματισμών που απαντούν στις λεκάνες απορροής των χειμαρρικών ρευμάτων, με τη βοήθεια του γεωλογικού χάρτη της Ελλάδος (κλίμακα 1:5,) του Ι.Γ.Μ.Ε. Η έρευνα έδειξε ότι ο Πηνειός ποταμός συγκεντρώνει τα ύδατα 13 κυρίως χειμαρρικών ρευμάτων. Πρόκειται για χειμαρρικά ρεύματα των ήμιορεινών και ορεινών περιοχών. Το ανάγλυφο της περιοχής δεν είναι ιδαίτερα έντονο στο σύνολο, ενώ κατά τόπους εμφανίζονται έντονες κλίσεις. Το γεωλογικό υπόθεμα της περιοχής χαρακτηρίζεται ως ευπαθές και ευδιάβρωτο, ενώ σε συνδυασμό με το σημαντικό μέγεθος των κατακρημνισμάτων κατά την διάρκεια του χειμώνα δημιουργούν αυξημένη υδατοστερεοπαροχή η οποία δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στις πεδινές περιοχές. 22
Ο βαθμός δασοκάλυψης σε συνδυασμό και με την κακή ποιότητα περιορίζει σε σημαντικό βαθμό τον προστατευτικό ρόλο που δύναται να προσφέρει η βλάστηση και ειδικότερα το δάσος. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η δημιουργία ενός ιδαίτερα έντονου δυναμικού χειμαρρικού περιβάλλοντος. Η εφαρμογή του δασοτεχνικού συστήματος διευθέτησης στα χειμαρρικά ρεύματα της περιοχής θα βοηθήσει σε σημαντικό βαθμό στην προστασία των πεδινών περιοχών όπως επίσης θα συμβάλλει αποφασιστικά στην επίτευξη των στόχων της οδηγίας πλαίσιο. 23
24
SUMMARY The year 2 was a milestone concerning the European water policy. The new directive 2/6/EC which came into force constitutes a progressive framework. The new perspectives are enormous and member states should adopt a very thorough strategy in order to accomplish the objectives. The present dissertation aims to analyse and evaluate the new directive and its provisions and consider the prospects of the implementation in Greece. Conducting the research, the fundamental aims were the following: The analysis of the provisions of the Directive, the study of the torrent potential of Pinios river basin, the implementation prospects of the directive provisions in Greece, the submission of proposals in order to reform and amend the directive to a more practical and operational text more suitable to the local conditions of member states, including Greece. The study of the directive has proved that it is a legal text that deals with a vast content. The directive is based on the geomorphology of western European countries that differs from the geomorphology of the countries adjacent to Mediterranean Sea and especially Greece. Moreover the application of the directive provisions requires a high level of infrastructure as well as financing, a fact rather important to the poorer member states. The completion of the research required the study of a typical river basin in Greece. The Pinios river basin was chosen. The procedure was the following: Mapping of the study area, assessment of the morphometrical and hydrographical characteristics of the torrents, study of the basic torrential factor (climate, relief, vegetation and geological support), classification of the torrents into torrent types and estimation of the torrent environment, calculation of the maximum expected runoff and sediment discharge of the torrents in the study area. 25
The above procedure included several steps: Collection, control and processing of the meteorological data, classification of the vegetation cover and the land cover, using the European project Corine landcover, determination of the different types of petrological formation using the assistance of I.G.M.E. maps (Institute of Geological and Mineral Exploration, scale 1:5,). The research has shown that Pinios River consists of 13 major semi mountainous and mountainous torrents. The study area has a mild relief, although there are some rather steep slopes. The geological support consists of erodable rocks, which in combination with the high level of precipitation produces increased runoff and sediment discharge. The extent of landcover is not considerable and as a result, it does not provide enough protection to the soil. From the above analysis, it is evident that the area has a rather intensive torrential potential. The application of the forest techniques system of torrent control, will provide the requisite protection of the study area, as well as it will contribute to the achievement of the objectives of the Water Framework Directive. 26
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι: ΟΔΗΓΟΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΙΙ: ΙΙΙ: IV: ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ Η ΟΔΗΓΙΑ 2/6/ΕΚ ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2/6/ΕΚ 27
28
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι ΟΔΗΓΟΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας 1996-97, αναθέτει στο Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας την ανάληψη πρωτοβουλιών Περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, κατάρτισης και ενημέρωσης. Σ αυτά τα πλαίσια παραθέτουμε θεματικό οδηγό της νομοθεσίας που αφορά την προστασία του περιβάλλοντος, ελπίζοντας ότι θα αποτελέσει ένα χρήσιμο βοήθημα για όλους τους ενδιαφερόμενους. I. ΓΕΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 1. ΠΔ 118/81 (ΦΕΚ 293 Α/6-1-81) Περί ρυθμίσεως θεμάτων αναγομένων εις τα της ιδρύσεως και λειτουργίας βιομηχανιών, βιοτεχνιών, πάσης φύσεως μηχανολογικών εγκαταστάσεων και αποθηκών και της εκ τούτων διασφαλίσεως περιβάλλοντος εν γένει. 2. ΠΔ 84/25-21984 (ΦΕΚ 33/Α/21-3-1984) Ίδρυση, επέκταση, εκσυγχρονισμός, συγχώνευση και μετεγκατάσταση βιομηχανιών, βιοτεχνιών και αποθηκών μέσα στα όρια του ηπειρωτικού τμήματος του Νομού Αττικής και των νησιών Σαλαμίνας και Αίγινας. 3. N.165/86 (ΦΕΚ 16 Α/18-1-86) Για την προστασία του περιβάλλοντος. 4. ΚΥΑ 59388/3363/88 (ΦΕΚ 638 Β/31-8-88) Τρόπος, όργανα και διαδικασία επιβολής και είσπραξης των διοικητικών προστίμων του άρθρου 3 του Ν.165/1986. 5. ΥΑ 4786/2143/1988 (ΦΕΚ 341/Β/88) Εφαρμογή μέτρων αντιρρύπανσης στους λιγνιτικούς σταθμούς της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρικού στους νομούς Κοζάνης και Φλώρινας και άλλες συναφείς διατάξεις. 6. ΥΑ 47943/1988 (ΦΕΚ 87/Β/88) Όροι λειτουργίας εγκαταστάσεων απολίπανσης επιφανειών που λειτουργούν σε καταστήματα επιφανειακής επεξεργασίας μετάλλων στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας. 7. ΚΥΑ 69269/5387/9 (ΦΕΚ 678 Β/25-1-9) Κατάταξη έργων και δραστηριοτήτων σε κατηγορίες, περιεχόμενο Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.), καθορισμός περιεχομένου ειδικών
περιβαλλοντικών μελετών (Ε.Μ.Π.) και λοιπές συναφείς διατάξεις, σύμφωνα με το Ν.165/1986. 8. ΚΥΑ 7538/5512/9 (ΦΕΚ 691 Β/2-11-9) Καθορισμός τρόπου ενημέρωσης των πολιτών και φορέων εκπροσώπησής τους για το περιεχόμενο της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων των Εργων και Δραστριοτήτων σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του Ν.165/86. 9. ΥΑ 31784/954/199 (ΦΕΚ 251/Β/9) Για τους τύπους συσκευασίας υγρών τροφίμων. 1. Το από 22.3.199 Διάταγμα (ΦΕΚ 211/Δ/9) Καθορισμός Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου στην εκτός εγκεκριμένου σχεδίου περιοχή των Κοινοτήτων Γεωργιούπολης, Κουρνά (Ν.Χανίων) και Επισκοπής (Ν.Ρεθύμνης). 11. Το από 16.6.199 Διάταγμα (ΦΕΚ 347/Δ/9) Καθορισμός Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου στην εκτός εγκεκριμένου σχεδίου περιοχή των Κοινοτήτων Βασιλικού και Παντοκράτορα (Ν.Ζακύνθου). 12. ΥΑ 71961/367/1991 (ΦΕΚ 541/Β/91) Καθορισμός των όρων και της διαδικασίας ανακοίνωσης των σχεδίων των Προεδρικών Διαταγμάτων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 21 του Ν.165/86. 13. Ν.252/92 (ΦΕΚ 94 Α/5-6-92) Μέτρα για την αντιμετώπιση του νέφους και πολεοδομικές ρυθμίσεις. 14. ΠΔ 28/93 (ΦΕΚ 9 Α/5-2-93) Καθορισμός αρμοδιοτήτων που διατηρούνται από τον Υπουργό και τις περιφερειακές υπηρεσίες διανομαρχιακού επιπέδου του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. 15. ΚΥΑ 1537/93 (ΦΕΚ 139 Β/11-3-93) Καθορισμός αντιστοιχίας της κατάταξης των βιομηχανικών-βιοτεχνικών δραστηριοτήτων της ΚΥΑ 69269/9 με την αναφερόμενη στις πολεοδομικές ή σε άλλες διατάξεις διάκριση των δραστηριοτήτων σε χαμηλή, μέση και υψηλή όχληση. 16. N.2242/94 (ΦΕΚ 162 Α/3-1-94) Πολεοδόμηση Περιοχών δεύτερης κατοικίας σε Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου, προστασία φυσικού δομημένου περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις.
17. Εγκύκλιος 17/59862/1687/21-4-94 Οδηγίες για την εφαρμογή διατάξεων της ΚΥΑ 69269/5387/9 (ΦΕΚ 678 Β/2-1- 9). 18. ΚΥΑ 1661/94 (ΦΕΚ 786 Β/2-1-94) Τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων της υπ αριθμ. 69269/5387 Κοινής Απόφασης Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Τουρισμού (Τουριστικές Εγκαταστάσεις). 19. ΚΥΑ 9529/94 (ΦΕΚ 871 Β/23-11-94) Μεταβίβαση αρμοδιότητας έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για ορισμένες δραστηριότητες και έργα της πρώτης (α ) κατηγορίας έργων και δραστηριοτήτων του άρθρου 3 του Ν.165/1986 στους Νομάρχες. 2. ΚΥΑ 377/96/95 (ΦΕΚ 18 Β/16-1-95) Τρόπος, όργανα και διαδικασία είσπραξης και απόδοσης στο ΕΤΕΡΠΣ των εσόδων από πρόστιμα που προβλέπονται από τις διατάξεις των παραγράφων 7, 8, 9 του άρθρου 3 του Ν.2242/94 (Λογ/σμός Πράσινο Ταμείο). 21. ΚΥΑ 21631/95 (ΦΕΚ 541 Β/21-6-95) Ανάθεση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για ορισμένα έργα ή δραστηριότητες της πρώτης (α ) κατηγορίας του άρθρου 3 του ν.165/1986 στους Γενικούς Γραμματείς των Περιφερειών της Χώρας, εξαιρούμενης της Περιφέρειας Αττικής (Πτηνοκτηνοτροφικές Εγκαταστάσεις). 22. ΚΥΑ 24635/95 (ΦΕΚ 755 Β/31-8-95) Ανάθεση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για ορισμένες δραστηριότητες της (α ) κατηγορίας του άρθρου 3 του Ν.165/1986 στους Γενικούς Γραμματείς των Περιφερειών της Χώρας, εξαιρουμένης της Περιφέρειας Αττικής (Τουριστικές Εγκαταστάσεις). 23. ΚΥΑ 82743/95 (ΦΕΚ 811 Β/2-9-95) Ανάθεση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για ορισμένα έργα ή δραστηριότητες της πρώτης (α ) κατηγορίας του άρθρου 3 του ν.165/1986 στους Γενικούς Γραμματείς των Περιφερειών της Χώρας, εξαιρουμένης της Περιφερείας Αττικής (Οδικά Έργα). 24. ΚΥΑ 82742/95 (ΦΕΚ 821 Β/25-9-95) Ανάθεση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για ορισμένα έργα ή δραστηριότητες της πρώτης (α ) κατηγορίας του άρθρου 3 του ν.165/1986 στους
Γενικούς Γραμματείς των Περιφερειών της χώρας (Εγκαταστάσεις Επεξεργασίας Λυμάτων). 25. ΥΑ 73537/1438/95 (ΦΕΚ 781/Β/95) Διαχείριση των ηλεκτρικών στηλών και των συσσωρευτών που περιέχουν ορισμένες επικίνδυνες ουσίες. 26. ΥΑ 77921/144/95 (ΦΕΚ 795/Β/95) Ελεύθερη πρόσβαση του κοινού στις δημόσιες αρχές για πληροφορίες σχετικά με το περιβάλλον. 27. ΥΑ 8874/1883/95 (ΦΕΚ 18/Β/95) Καθορισμός μέτρων και όρων για την σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών στο περιβάλλον. 28. ΥΑ 95267/1893/95 (ΦΕΚ 13/Β/95) Καθορισμός μέτρων και όρων για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών. 29. ΥΑ 47159/96 (ΦΕΚ 461/Β/96) Ανάθεση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για ορισμένα έργα ή δραστηριότητες της πρώτης (α ) κατηγορίας του άρθρου 3 του Ν.165/86 στους Γενικούς Γραμματείς των Περιφερειών της Χώρας, εξαιρουμένης της Περιφερείας Αττικής. 3. ΥΑ 3557/96 (ΦΕΚ 136/Β/96) Τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων της ΚΥΑ 69269/5387/9. 31. ΥΑ 81423/96 (ΦΕΚ 96/Β/96) Τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων της ΚΥΑ 69269/5387/9. 32. ΥΑ 84229/96 (ΦΕΚ 96/Β/96) Ανάθεση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για ορισμένα έργα ή δραστηριότητες της πρώτης (α ) κατηγορίας του άρθρου 3 του Ν.165/86 στους Γενικούς Γραμματείς των Περιφερειών της χώρας, εξαιρουμένης της περιφερείας Αττικής (Υδροηλεκτρικά έργα). 33. ΥΑ 3418/96 (ΦΕΚ 1112/Β/96) Κατάταξη της δραστηριότητας "Εμποτισμός ξυλείας με χημικά μέσα συντήρησης" στην πρώτη (α ) κατηγορία δραστηριοτήτων του Ν.165/86 και μεταβίβαση της αρμοδιότητας έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για τη δραστηριότητα αυτή στους Νομάρχες.
34. Εγκύκλιος οικ. 657/1-2-1998 Διαδικασία προέγκρισης χωροθέτησης και έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για βιομηχανικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.165/1986, της ΚΥΑ 69269/5387/199 και της ΚΥΑ 9529/1994. 35. Ν.2516/97 (ΦΕΚ 159-Α-8/8/97) Ίδρυση και λειτουργία βιομηχανικών και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων και άλλες διατάξεις. 36. Ν.2545/97 (ΦΕΚ 254-Α-15/12/97) Βιομηχανικές και Επιχειρηματικές περιοχές και άλλες διατάξεις. ΙΙ. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΩΝ 1. ΚΥΑ Ε1β. 221/65 (ΦΕΚ 138 Β/24-2-65) Περί διαθέσεως λυμάτων και βιομηχανικών αποβλήτων. 2. Απόφαση Νομάρχη Σερρών 1413/81 (ΦΕΚ 327 Β/16-2-81) Περί καθορισμού χρήσεως των νερών του ποταμού Στρυμώνα, του χειμάρρου Αγ. Ιωάννη, της τάφρου Μπελίτσας και λοιπών αποδεκτών και ειδικών όρων διαθέσεως λυμάτων και βιομηχανικών αποβλήτων σ αυτούς. 3. Απόφαση Νομάρχη Σερρών 1472/81 (ΦΕΚ 328 Β/8-6-81) Περί καθορισμού χρήσεως των νερών των χειμάρρων Κρουσοβείτη, Λευκώνος, Καμενικίου, Μεγ.Ρεύματος, Εζόβης και της τάφρου Ζάμπας και ειδικών όρων διαθέσεως λυμάτων ή υγρών βιομηχανικών αποβλήτων σ αυτούς. 4. Κοινή Απόφαση Νομαρχών Σερρών και Δράμας 655/81 (ΦΕΚ 58 Β/23-9- 81) Περί καθορισμού χρήσεως των νερών του ποταμού Αγγίτη και των χειμάρρων, τάφρων και διωρύγων που καταλήγουν σ αυτόν και ειδικών όρων διαθέσεως λυμάτων ή βιομηχανικών αποβλήτων σ αυτούς. 5. Κοινή Απόφαση Νομαρχών Γρεβενών, Ημαθίας, Θεσσαλονίκης, Καστοριάς, Κοζάνης και Πιερίας οικ.552/84 (ΦΕΚ 115 Β/2-3-84) Καθορισμός ανωτέρας τάξεως χρήσης των νερών του ποταμού Αλιάκμονα. 6. Απόφαση Νομάρχη Ημαθίας οικ.41633/84 (ΦΕΚ 291 Β/1-5-84) Περί των όρων διάθεσης λυμάτων και υγρών αποβλήτων σε φυσικούς αποδέκτες και καθορισμού των ανωτάτων επιτρεπτών ορίων ρυπαντών.
7. Απόφαση Νομάρχη Πέλλας οικ.361/84 (ΦΕΚ 912 Β/31-12-84) Όροι διάθεσης λυμάτων και υγρών βιομηχανικών αποβλήτων σε φυσικούς αποδέκτες και καθορισμός των ανωτάτων επιτρεπτών ορίων. 8. Κοινή Απόφαση Νομαρχών Ημαθίας, Θεσσαλονίκης και Πέλλας οικ.534/85 (ΦΕΚ 142 Β/18-3-85) Ειδικοί όροι διάθεσης λυμάτων και βιομηχανικών αποβλήτων και καθορισμός της ανώτερης τάξης χρήσης των νερών του ποταμού Λουδία. 9. Απόφαση Νομάρχη Χαλκιδικής 964/85 (ΦΕΚ 573 Β/24-9-85) Περί των όρων διάθεσης λυμάτων και υγρών βιομηχανικών αποβλήτων σε φυσικούς αποδέκτες του Νομού Χαλκιδικής. 1. ΚΥΑ 46399/1352/86 (ΦΕΚ 438Β/3-7-86) Απαιτούμενη ποιότητα των επιφανειακών νερών που προορίζονται για: "πόσιμα", "κολύμβηση", "διαβίωση ψαριών σε γλυκά νερά" και "καλλιέργεια και αλιεία οστρακοειδών", μέθοδοι μέτρησης, συχνότητα δειγματοληψίας και ανάλυση των επιφανειακών νερών που προορίζονται για πόσιμα, σε συμμόρφωση με τις οδηγίες του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 75/44/ΕΟΚ, 78/659/ΕΟΚ και 79/869/ΕΟΚ. 11. Απόφαση Νομάρχη Κιλκίς ΤΥ/3 19/2-9-87 Περί καθορισμού χρήσης νερών αποδεκτών και ανωτάτων ορίων ρυπαντών. 12. Ν.1739/87 (ΦΕΚ 21 Α/2-11-87) Διαχείριση των υδατικών πόρων και άλλες διατάξεις. 13. Απόφαση Νομάρχη Πιερίας 5662/88 (ΦΕΚ 464 Β/7-7-88) Τροποποίηση διάθεσης λυμάτων και υγρών βιομηχανικών αποβλήτων σε φυσικούς αποδέκτες: α) Θαλάσσια περιοχή Νομού Πιερίας β) Αλιάκμονα ποταμό και καθορισμός των ανωτάτων επιτρεπτών ορίων ρυπαντών στο Νομό Πιερίας. 14. Απόφαση Νομάρχη Θεσσαλονίκης ΔΥ/22374/91/94 (ΦΕΚ 82 Β/1-2-94) Όροι διαθέσεως των λυμάτων και υγρών βιομηχανικών αποβλήτων σε φυσικούς αποδέκτες και καθορισμός της ανώτερης τάξεως χρήσεως των υδάτων τους στο Ν.Θεσσαλονίκης. 15. Απόφαση Περιφερειακού Διευθυντή Θεσσαλονίκης 3344/12-4-95 Μέτρα προστασίας υδατικού δυναμικού λίμνης Κορώνειας (Αγίου Βασιλείου ή Λαγκαδά).
16. ΥΑ 1619/1335/97 (ΦΕΚ 519/Β/97) Μέτρα και όροι για την προστασία των νερών από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προέλευσης. ΙΙΙ. ΣΤΕΡΕΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ 1. ΚΥΑ Ε1β 31/64 (ΦΕΚ 63 Β/16-2-64) Υγειονομική διάταξις περί συλλογής, αποκομιδής και διαθέσεως απορριμάτων. 2. ΚΥΑ 49541/1424/86 (ΦΕΚ 444 Β/9-7-86) Στερεά απόβλητα σε συμμόρφωση με την οδηγία 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 1975. 3. ΚΥΑ 8568/4225/91 (ΦΕΚ 641 Β/7-8-91) Μέθοδοι, όροι και περιορισμοί για τη χρησιμοποίηση στη γεωργία της ιλύος που προέρχεται από επεξεργασία οικιακών και αστικών λυμάτων. 4. ΥΑ 69728/824/96 (ΦΕΚ 358/Β/96) Μέτρα για τη διαχείριση των στερεών αποβλήτων. 5. ΥΑ 114218/97 (ΦΕΚ 116/Β/97) Κατάρτιση πλαισίου προδιαγραφών και γενικών προγραμμάτων διαχείρισης στερεών αποβλήτων. 6. ΥΑ 113944/97 (ΦΕΚ 116/Β/97) Εθνικός σχεδιασμός διαχείρισης στερεών αποβλήτων (Γενικές κατευθύνσεις της πολιτικής διαχείρισης των στερεών αποβλήτων). IV. ΤΟΞΙΚΑ - ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ 1. ΠΔ 329/83 Ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων χημικών ουσιών. 2. ΚΥΑ 72751/354/85 (ΦΕΚ 665 Β/1-11-85) Τοξικά και επικίνδυνα απόβλητα και εξάλειψη πολυχλωροδιαφαινυλίων και πολυχλωροστριφαινυλίων σε συμμόρφωση προς τις οδηγίες 78/319/ΕΟΚ και 76/43/ΕΟΚ των Συμβουλίων της 2-3-1978 και 6-4-1976. 3. ΚΥΑ 7156/353/85 (ΦΕΚ 665 Β/1-11-85) Διάθεση των χρησιμοποιουμένων ορυκτελαίων σε συμμόρφωση προς την οδηγία 75/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 16.6.1975.
4. ΠΥΣ 144/87 (ΦΕΚ 197 Α/11-11-87) Προστασία του υδάτινου περιβάλλοντος από τη ρύπανση που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται σ αυτό και ειδικότερα καθορισμός οριακών τιμών ποιότητας του νερού σε κάδμιο, υδράργυρο και εξαχλωροκυκλοεξάνιο (HCH). 5. ΚΥΑ 18186/271/88 (ΦΕΚ 126 Β/3-3-88) Μέτρα και περιορισμοί για την προστασία του υδάτινου περιβάλλοντος και ειδικότερα καθορισμός οριακών τιμών των επικίνδυνων ουσιών στα υγρά απόβλητα. 6. ΚΥΑ 26857/553/88 (ΦΕΚ 196 Β/6-4-88) Μέτρα και περιορισμοί για την προστασία των υπόγειων νερών από απορρίψεις ορισμένων επικίνδυνων ουσιών. 1. ΥΑ 19744/454/88 (ΦΕΚ 166/Β/88) Επιτήρηση και έλεγχος των διασυνορικών μεταφορών επικίνδυνων αποβλήτων. 2. ΠΥΣ 73/9 (ΦΕΚ 9 Α/11-7-9) Καθορισμός των κατευθυντηρίων και οριακών τιμών ποιότητας των νερών από απορρίψεις ορισμένων επικίνδυνων ουσιών, που υπάγονται στον κατάλογο Ι του παραρτήματος Α του άρθρου 6 της αριθ. 144/2.11.1987 Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου. 3. ΚΥΑ 55648/221/91 (ΦΕΚ 323 Β/13-5-91) Μέτρα και περιορισμοί για την προστασία του υδάτινου περιβάλλοντος και ειδικότερα καθορισμός οριακών τιμών των επικίνδυνων ουσιών στα υγρά απόβλητα. 4. ΠΥΣ 255/94 (ΦΕΚ 123 Α/21-7-94) Συμπλήρωση του Παραρτήματος του άρθρου 6 της υπ αριθμ. 73/29.6.199 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου "Καθορισμός των κατευθυντηρίων και οριακών τιμών ποιότητας των νερών από απορρίψεις ορισμένων επικινδύνων ουσιών που υπάγονται στον κατάλογο Ι του Παραρτήματος Α του "άρθρου 6 της υπ αριθ.144/2.11.1987 Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου (Α197/1987). 5. ΥΑ 1 9812/21 (ΦΕΚ 4/Β/96) Καθορισμός μέτρων και όρων για τη διαχείριση των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων.
6. ΥΑ 19396/1546/18.7.97 Μέτρα και όροι για τη διαχείριση επικινδύνων αποβλήτων. V. ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΗ ΡΥΠΑΝΣΗ 7. ΠΔ 922/77 (ΦΕΚ 315 Α/14-1-77) Περί απαγορεύσεως της χρήσεως πετρελαίου τύπου Μαζούτ εις κτιριακάς εγκαταστάσεις καύσεως. 8. ΠΥΣ 98/87 (ΦΕΚ 135 Α/28-7-87) Οριακή τιμή ποιότητας της ατμόσφαιρας σε μόλυβδο. 9. ΠΥΣ 99/87 (ΦΕΚ 135 Α/28-7-87) Οριακές και κατευθυντήριες τιμές ποιότητας της ατμόσφαιρας σε διοξείδιο του θείου και αιωρούμενα σωματίδια. 1. ΠΥΣ 25/88 (ΦΕΚ 52 Α/22-3-88) Οριακές και κατευθυντήριες τιμές ποιότητας της ατμόσφαιρας σε διοξείδιο του αζώτου και τροποποίηση των με αριθ.98 και 99/1.7.87 Πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου. 11. ΥΑ 392541/11/1988 (ΦΕΚ 366/Β/88) Περιεκτικότητα της βενζίνης με μόλυβδο. 12. ΥΑ 47942/1988 (ΦΕΚ 87/Β/88) Μείωση εκπομπών καύσης μέσω μέτρων εξοικονόμησης καυσίμου σε βαφεία - φινιριστήρια υφανσίμων της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας. 13. ΥΑ 1182/1989 (ΦΕΚ 44/Β/89) Έλεγχος της ποιότητας των υγρών καυσίμων για την προστασία του περιβάλλοντος. 14. ΥΑ 11946/1989 (ΦΕΚ 292/Β/89) Χρήση πετρελαίου ντήζελ σε τμήμα του Νομού Αττικής. 15. ΥΑ 13698/927/199 (ΦΕΚ 218/Β/9) Χαρακτηρισμός επιβατηγών αυτοκινήτων αντιρρυπαντικής τεχνολογίας. 16. ΥΑ 5752/4525/199 (ΦΕΚ 597/Β/9) Εργασίες συντήρησης, όροι λειτουργίας και καθορισμός καυσίμου για τις εστίες καύσης αρτοκλιβάνων.
17. ΥΑ 86653/6673/1991 (ΦΕΚ 2/Β/91) Αντικατέστησε την ΥΑ 13/199, σχετικά με την απόσυρση και καταστροφή μεταχειρισμένων επιβατικών αυτοκινήτων ΙΧ. 18. ΥΑ 11166/1991 (ΦΕΚ 31/Β/91) Τροποποίηση του άρθρου 2 της 5752/4535 Υπουργικής απόφασης "Εργασίες συντήρησης, όροι λειτουργίας και καθορισμός καυσίμου για τις εστίες καύσης αρτοκλιβάνων". 19. ΥΑ 814/86/91 (ΦΕΚ 575/Β/91) Μέτρα για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων ρύπων από βενζινοκινητήρες προοριζόμενους να τοποθετηθούν σε οχήματα σε συμμόρφωση με τις οδηγίες 88/76/ΕΟΚ, 88/436/ΕΟΚ, 89/491/ΕΟΚ. 2. ΥΑ 8116/861/91 (ΦΕΚ 574/Β/91) Μέτρα για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων ρύπων από ντηζελοκινητήρες προοριζόμενους να τοποθετηθούν σε οχήματα σε συμμόρφωση με την οδηγία 88/77/ΕΟΚ του Συμβουλίου 3ης Δεκεμβρίου 1987 των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 21. ΥΑ 8243/1113/91 (ΦΕΚ 138/Β/91) Καθορισμός μέτρων και μεθόδων για την πρόληψη και μείωση της ρύπανσης του περιβάλλοντος από εκπομπές αμιάντου. 22. ΥΑ 15541/92 (ΦΕΚ 18/Β/92) Μέτρα πρόληψης του κινδύνου αλλοίωσης των νομίμων προδιαγραφών αμόλυβδης βενζίνης κατά τη διάθεσή της από πρατήρια υγρών καυσίμων, λόγω αλλαγής χρήσης των υπόγειων δεξαμενών τους. 23. ΥΑ 28432/2447/1992 (ΦΕΚ 536/Β/92) Μέτρα για τονπεριορισμό της εκπομπής αερίων και σωματιδιακών ρύπων από κινητήρες ντήζελ προοριζόμενους να τοποθετηθούν σε οχήματα. 24. ΥΑ 28433/2448/1992 (ΦΕΚ 542/Β/92) Μέτρα για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων ρύπων οχημάτων με κινητήρα. 25. ΥΑ 18477/1992 (ΦΕΚ 558/Β/92) Καθορισμός επιτρεπομένων ορίων εκπομπής μονοξειδίου άνθρακα (CO) και υδρογονανθράκων (HC) στα καυσαέρια των βενζινοκινήτων οδικών οχημάτων με τετράχρονο κινητήρα και καθιέρωση σχετικής μεθόδου μετρήσεως.
26. ΥΑ 8285/2224 (ΦΕΚ 699/Β/93) Καθορισμός μέτρων και όρων για την πρόληψη της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προέρχεται απο εγκαταστάσεις καύσης αστικών αποβλήτων. 27. ΚΥΑ 58751/237/93 (ΦΕΚ 264 Β/15-4-93) Καθορισμός μέτρων και όρων για τον περιορισμό της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προέρχεται από μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης. 28. ΚΥΑ 11294/93 (ΦΕΚ 264 Β/15-4-93) Όροι λειτουργίας και επιτρεπόμενα όρια εκπομπών αερίων αποβλήτων από βιομηχανικούς λέβητες ατμογεννήτριες, ελαιόθερμα και αερόθερμα που λειτουργούν με καύσιμο μαζούτ, ντήζελ ή αέριο. 29. ΚΥΑ 11535/93 (ΦΕΚ 328 Β/6-5-93) Επιτρεπόμενα είδη καυσίμων στις βιομηχανικές, βιοτεχνικές και συναφείς εγκαταστάσεις στους αποτεφρωτήρες νοσηλευτικών μονάδων και μέτρα για τις ανοικτές εστίες καύσης. 3. ΚΥΑ 1315/93 (ΦΕΚ 369 Β/24-5-93) Ρύθμιση θεμάτων σχετικών με τη λειτουργία των σταθερών εστιών καύσης για τη θέρμανση κτιρίων και νερού. 31. ΥΑ 7682/133/96 (ΦΕΚ 596/Β/96) Τροποποίηση και συμπλήρωση της 58751/237/93 Κοινής Υπουργικής Απόφασης "Καθορισμός μέτρων και όρων για τον περιορισμό της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προέρχεται από μεγάλες εγκαταστάσεις. 32. ΠΥΣ 11/97 (ΦΕΚ 19/Α/97) Μέτρα για την αντιμετώπιση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από το όζον. 33. ΥΑ 1245/713/97 (ΦΕΚ 311/Β/97) Μέτρα και όροι για τον έλεγχο των εκπομπών πτητικών οργανικών ουσιών (VOC) που προέρχονται από την αποθήκευση βενζίνης και τη διάθεσή της από τις τερματικές εγκαταστάσεις στους σταθμούς διανομής καυσίμων. VI. ΘΟΡΥΒΟΣ 1. ΥΑ 5626/1613/86 (ΦΕΚ 57 Β/9-9-86) Προσδιορισμός της ηχητικής εκπομπής των μηχανημάτων και συσκευών εργοταξίου σε συμμόρφωση προς τις οδηγίες 79/113/ΕΟΚ, 81/151/ΕΟΚ και 85/45/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1978, της 7ης Δεκεμβρίου 1981 και της 11ης Ιουλίου 1985.
2. ΚΥΑ 691/1921/88 (ΦΕΚ 751 Β/18-1-88) Έγκριση τύπου ΕΟΚ για την οριακή τιμή στάθμης θορύβου μηχανημάτων και συσκευών εργοταξίου και ειδικότερα των μηχανοκίνητων αεροσυμπιεστών, των πυργογερανών, των ηλεκτροπαραγωγών ζευγών συγκόλλησης, των ηλεκτροπαραγωγών ζευγών ισχύος και των φορητών συσκευών θραύσης σκυροδέματος και αεροσφυρών. 3. ΥΑ Γ/2/81567/898/1988 (ΦΕΚ 43/Β/88) Έγκριση τύπου ΕΟΚ για την αποδεκτή ηχητική στάθμη και διάταξη εξάτμισης των οχημάτων με κινητήρα και συναφείς διατάξεις. 4. ΥΑ Γ/2/81568/899/1988 (ΦΕΚ 43/Β/88) Έγκριση τύπου ΕΟΚ για την αποδεκτή ηχητική στάθμη και τη διάταξη εξάτμισης των μοτοσυκλετών και συναφείς διατάξεις. 5. ΠΔ 85/91 (ΦΕΚ 38 Α/18-3-91) Προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που διατρέχουν λόγω της έκθεσης τους στο θόρυβο κατά την εργασία, σε συμμόρφωση προς την οδηγία 86/188/ΕΟΚ. 6. ΥΑ 11733/1991 (ΦΕΚ 384/Β/91) Μέτρα καταπολέμησης του θορύβου που εκπέμπεται κατά τις δοκιμές που συνοδεύουν την τοποθέτηση ή επισκευή συστημάτων συναγερμού οχημάτων. 7. ΥΑ 1399 Φ 5.3./361/1991 (ΦΕΚ 359/Β/91) Καθορισμός της οριακής τιμής στάθμης θορύβου των πυργογερανών σε συμπλήρωση της υπ αριθμ.691/1921/88 ΥΑ. 8. ΥΑ 17252/92 (ΦΕΚ 395 Β/19-6-92) Καθορισμός δεικτών και ανωτάτων ορίων θορύβου που προέρχεται από την κυκλοφορία σε οδικά και συγκοινωνιακά έργα. 9. ΥΑ 2834/244/1992 (ΦΕΚ 532/Β/92) Μέτρα για τον περιορισμό της ηχορύπανσης που προέρχεται από μοτοσυκλέτες, σε συμμόρφωση προς τις διατάξεις των Οδηγιών 78/115, 87/56 και 89/238 της ΕΟΚ. 1. ΥΑ 5673/4/97 (ΦΕΚ 192/Β/97) Μέτρα και όροι για την επεξεργασία αστικών λυμάτων.
VII. ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 1. Νομοθετικό Διάταγμα 191/74 (ΦΕΚ 35 Α/2-11-74) Περί κυρώσεως της εν Ραμσάϊρ του Ιράν κατά την 2αν Φεβρουαρίου 1971 υπογραφείσης Διεθνούς Συμφωνίας περί προστασίας των διεθνούς ενδιαφέροντος υγροτόπων ιδία ως υγροβιοτόπων. 2. Ν.1335/83 (ΦΕΚ 32 Α/14-3-83) Κύρωση Διεθνούς Σύμβασης για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης. 3. Ν.1751/88 (ΦΕΚ 26 Α/9-2-88) Κύρωση Πρωτοκόλλου τροποποιητικού της Σύμβασης Ραμσάρ 1971 για την προστασία των διεθνούς ενδιαφέροντος υγροτόπων ιδίως ως υγροβιοτόπων. 4. ΥΑ 327/1193/199 (ΦΕΚ 194/Β/9) Μέτρα για την προστασία του υγροβιότοπου του Αμβρακικού Κόλπου και της ευρύτερης περιοχής του. 5. Ν.195/91 (ΦΕΚ 84 Α/31-5-91) Κύρωση των τροποποιήσεων της Σύμβασης Ραμσάρ (1971) για την προστασία των διεθνούς ενδιαφέροντος υγροτόπων ιδία ως υγροβιοτόπων. 6. ΠΔ της 16ης Μαίου 1992 (ΦΕΚ 519/Δ/92) Χαρακτηρισμός Χερσαίων και Θαλασσίων Περιοχών των Βορείων Σποράδων ως Θαλάσσιου Πάρκου. 7. ΚΥΑ 66272/93 (ΦΕΚ 493 Β/7-7-93) Μέτρα για την προστασία του υγροβιοτόπου της τεχνητής λίμνης Κερκίνης και της ευρύτερης περιοχής της. 8. ΥΑ 66289/1993 (ΦΕΚ 56/Β/93) Μέτρα για την προστασία των βιοτόπων Δάσους Στροφυλιάς (Ν.Αχαίας - Ν.Ηλείας), Λιμνοθάλασσας Κοτυχίου (Ν.Ηλείας) και της ευρύτερης περιοχής τους. 9. ΥΑ 1319/93 (ΦΕΚ 755/Β/93) Μέτρα για την προστασία των υγροτόπων λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου - Αιτωλικού, κάτω ρου και εκβολών ποταμών Ευήνου και Αχελώου και άλλων βιοτόπων της ερυρύτερης περιοχής τους. 1. Ν.224/94 (ΦΕΚ 59 Α/15-4-94) Κύρωση Σύμβασης για τη βιολογική ποικιλότητα. 11. ΥΑ 66231/251/96 (ΦΕΚ 259/Β/96)
Παράταση ισχύος της 1319/93 Κοινής απόφασης των Υπουργών Γεωργίας, Εμπορικής Ναυτιλίας, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας: "Μέτρα για την προστασία του υγροβιοτόπου της τεχνικής λίμνης Κερκίνης και της ευρύτερης περιοχής του". 12. ΥΑ 242/5/95 (ΦΕΚ 2/Β/96) Παράταση ισχύος της 1319/93 Κοινής απόφασης των Υπουργών Γεωργίας, Εμπορίου, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας: "Μέτρα για την προστασία των υγροβιοτόπων λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου - Αιτωλικού, κάτω ρου και εκβολών Ευήνου και Αχελώου και άλλων βιοτόπων της ευρύτερης περιοχής τους". 13. ΥΑ 5796/96 (ΦΕΚ 854/Β/96) Χαρακτηρισμός των υγροβιοτόπων Δέλτα Νέστου, Λίμνης Βιστωνίδας, Λίμνης Ισμαρίδας και της ευρύτερης περιοχής τους ως Πάρκου. 14. ΥΑ 8586/1838/98 (ΦΕΚ 376/Β/98) Μέτρα για την προστασία των υγροτόπων και των φυσικών σχηματισμών στις εκβολές του ποταμού Έβρου και της ευρύτερης περιοχής τους. 15. ΥΑ 14874/3291/98 (ΦΕΚ 687/Β/98) Μέτρα για την προστασία των υγροτόπων της Αλυκής Κίτρουλ, του κάτω ρου και του Δέλτα των ποταμών Αλιάκμονα, Λουδία, Αξιού, Γαλλικού, της λιμνοθάλασσας Καλοχωρίου και της ευρύτερης περιοχής τους.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ
Πρώτο κύμα κοινοτικής νομοθεσίας για τα ύδατα 1. Βελτίωση ή διατήρηση ποιότητας υδάτων Οδηγία 75/44/ΕΟΚ, Επιφανειακών υδάτων που προορίζονται για πόσιμο νερό Οδηγία 76/16/ΕΟΚ, Ύδατα για κολύμβηση Οδηγία 78/659/ΕΟΚ, για αλιεία Οδηγία 79/923/ΕΟΚ, για οστρακοειδή Οδηγία 8/778/ΕΟΚ, για πόσιμο νερό 2. Διασφάλιση προστασίας υδάτων από επικίνδυνες ουσίες Οδηγία 76/464/ΕΟΚ, επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στα ύδατα Οδηγία 8/68/ΕΟΚ, προστασία υπόγειων υδάτων, Οδηγία 79/869/ΕΟΚ, μέθοδοι μέτρησης, συχνότητα δειγματοληψιών και ανάλυση των επιφανειακών υδάτων, Οδηγία 86/28/ΕΟΚ, οριακές τιμές και ποιοτικοί στόχοι για τις απορρίψεις επικίνδυνων ουσιών του καταλόγου Ι της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ, Οδηγία 88/347/ΕΟΚ, τροποποίηση παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 86/28/ΕΟΚ, Οδηγία 9/415/ΕΟΚ, τροποποίηση παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 86/28/ΕΟΚ, Οδηγία 78/176/ΕΟΚ, απόβλητα από την βιομηχανία δοιξειδίου του τιτανίου, Οδηγία 82/176/ΕΟΚ, οριακές τιμές και ποιοτικοί στόχοι για τις απορρίψεις υδραργύρου από τον βιομηχανικό τομέα της ηλεκτρολύσεως των χλωριούχων αλάτων αλκαλίων, Οδηγία 82/242/ΕΟΚ, προσέγγιση της νομοθεσίας των κρατών μελών αναφορικά με τις μεθόδους ελέγχου της βιοδιασπασιμότητας των μη ιοντικών τασιενεργών ουσιών και τροποποίηση της οδηγίας 74/44/ΕΟΚ Οδηγία 83/513/ΕΟΚ, οριακές τιμές και ποιοτικοί στόχοι για τις απορρίψεις καδμίου,
Οδηγία 84/156/ΕΟΚ, οριακές τιμές και ποιοτικοί στόχοι για τις απορρίψεις υδραργύρου σε τομείς άλλους εκτός του τομέα της ηλεκτρολύσεως των χλωριούχων αλάτων αλκαλίων, Οδηγία 84/491/ΕΟΚ, οριακές τιμές και ποιοτικοί στόχοι για τις απορρίψεις εξαχλωροκυκλοεξανίου, 3. Συλλογή πληροφοριών Οδηγία 77/795/ΕΟΚ, ανταλλαγή πληροφοριών για την ποιότητα των γλυκών επιφανειακών υδάτων (απόφαση) Οδηγία 86/85/ΕΟΚ, κοινοτικό σύστημα πληροφόρησης για τον έλεγχο και την μείωση της ρύπανσης που προκαλείται από την απόρριψη υδρογονανθράκων και άλλων επικίνδυνων ουσιών στην θάλασσα ή κύρια εσωτερικά ύδατα (απόφαση), Οδηγία 91/692/ΕΟΚ, τυποποίηση και εξορθολογισμός εκθέσεων Δεύτερο κύμα κοινοτικής νομοθεσίας για τα ύδατα Οδηγία 93/75/ΕΟΚ, ελάχιστες προδιαγραφές πλοίων, όπως τροποποιήθηκε από τις οδηγίες 97/34/ΕΟΚ, 98/55/ΕΚ, 98/74/ΕΚ Οδηγία 94/57/ΕΟΚ, κοινοί κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης πλοίων Οδηγία 95/21/ΕΟΚ, πρότυπα για την ασφάλεια των πλοίων, όπως τροποποίηθηκε από την οδηγία 98/42/ΕΟΚ Οδηγία 95/271/ΕΟΚ, επεξεργασία αστικών λυμάτων Οδηγία 91/676/ΕΟΚ, προστασία από την νιτρορύπανση Οδηγία 96/61/ΕΟΚ, ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης Οδηγία 98/83/ΕΟΚ, νέα οδηγία για το νερό ανθρπώπινης κατανάλωσης Οδηγία 2/6/ΕΚ, ευρωπαϊκή πολιτική υδάτων
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙII Η ΟΔΗΓΙΑ 2/6/ΕΚ
22.12.2 L 327/1 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL I (PqÜneiy cia sgm irvý sxm opoßxm apaiseßsai dglorßetrg) ODGCIA 2/6/EJ SOT ETQXPAÚJOT JOIMOBOTKIOT JAI SOT RTLBOTKIOT sgy 23gy Ojsxbqßot 2 cia sg hýrpirg pkairßot joimosijþy dqürgy rsom solýa sgy pokisijþy sxm tdüsxm SO ETQXPAÚJO JOIMOBOTKIO JAI SO RTLBOTKIO SGR ETQXPAÚJGR EMXRGR, vomsay tpüwg: sg rtmhþjg cia sgm ßdqtrg sgy EtqxpaújÞy Joimüsgsay, jai idßxy so Üqhqo 175 paqücqauoy 1, sgm pqüsarg sgy EpisqopÞy ( 1 ), sg cmþlg sgy OijomolijÞy jai JoimxmijÞy EpisqopÞy ( 2 ), sg cmþlg sgy EpisqopÞy sxm Peqiueqeiþm ( 3 ), Apouarßfomsay le sg diadijarßa sot Üqhqot 251 sgy rtmhþjgy ( 4 ), tpü so pqßrla sot joimoý rvedßot pot ecjqßhgje apü sgm episqopþ rtmdiakkacþy rsiy 18 Iotkßot 1999, Ejsilþmsay sa ajükotha: (1) So ýdxq dem eßmai elpoqijü pqoúüm üpxy üka sa Ükka, akkü aposekeß jkgqomoliü pot pqýpei ma pqorsaseýesai jai ma stcvümei sgy jasükkgkgy lesaveßqirgy. (2) Rsa rtlpeqürlasa sot tpotqcijoý relimaqßot cia sgm joimosijþ pokisijþ sxm tdüsxm rsgm Uqacjuoýqsg so 1988, somßrsgje g amücjg joimosijþy moloherßay pot ha jakýpsei sgm oijokocijþ poiüsgsa. So Rtlboýkio, le so wþuirlü sot sgy 28gy Iotmßot 1988 ( 5 ), fþsgre apü sgm EpisqopÞ ma tpobükei pqosüreiy cia sg beksßxrg sgy oijokocijþy poiüsgsay sxm joimosijþm epiuameiajþm tdüsxm. ( 1 ) EE C 184 sgy 17.6.1997, r. 2, EE C 16 sgy 2.1.1998, r. 14 jai EE C 18 sgy 7.4.1998, r. 94. ( 2 ) EE C 355 sgy 21.11.1997, r. 83. ( 3 ) EE C 18 sgy 11.6.1998, r. 38. ( 4 ) Cmþlg sot Etqxpaújoý Joimobotkßot sgy 11gy Uebqotaqßot 1999 (EE C 15 sgy 28.5.1999, r. 419) epibebaixheßra rsiy 16 Repselbqßot 1999, joimþ hýrg sot Rtlbotkßot sgy 22ay Ojsxbqßot 1999 (EE C 343 sgy 3.11.1999, r. 1) jai apüuarg sot Etqxpaújoý Joimobotkßot sgy 16gy Uebqotaqßot 2 (dem Ývei ajülg dglorietheß rsgm Epßrglg Eugleqßda). Apüuarg sot Etqxpaújoý Joimobotkßot sgy 7gy Repselbqßot 2 jai apüuarg sot Rtlbotkßot sgy 14gy Repselbqßot 2. ( 5 ) EE C 29 sgy 9.8.1988, r. 3. (3) Rsg dþkxrg sot tpotqcijoý relimaqßot cia sa tpüceia ýdasa so opoßo pqaclasopoiþhgje rsg VÜcg so 1991, amacmxqßrhgje g amücjg dqürgy pqoy apoutcþ lajqopqüherlgy epideßmxrgy sgy poiüsgsay jai sgy porüsgsay sxm cktjþm tdüsxm, jai Ýcime Ýjjkgrg cia Ýma pqücqalla dqürexm tkopoigsýxm lývqi sot Ýsoty 2, le rsüvo sg biþrilg diaveßqirg jai pqorsarßa sxm püqxm cktjoý ýdasoy. So Rtlboýkio, le sa wgußrlasü sot sgy 25gy Uebqotaqßot 1992 ( 6 ) jai sgy 2Þy Uebqotaqßot 1995 ( 7 ), fþsgre Ýma pqücqalla dqürgy cia sa tpüceia ýdasa, jahþy jai sgm amaheþqgrg sgy odgcßay 8/68/EOJ sot Rtlbotkßot, sgy 17gy Dejelbqßot 1979, peqß pqorsarßay sxm tpoceßxm tdüsxm apü sg qýpamrg pot pqojakeßsai apü oqirlýmey epijßmdtmey otrßey ( 8 ), xy slþla liay rtmokijþy pokisijþy cia sgm pqorsarßa sxm cktjþm tdüsxm. (4) Sa ýdasa rsgm Joimüsgsa tußrsamsai atnamülemg pßerg kücx sgy rtmevoýy aýngrgy sgy fþsgrgy epaqjþm porosþsxm ýdasoy jakþy poiüsgsay cia jühe vqþrg. Rsiy 1 Moelbqßot 1995, o Etqxpaújüy Oqcamirlüy PeqibÜkkomsoy rsgm Ýjherg «PeqibÜkkom rsgm EtqxpaújÞ mxrg 1995», tpýbake emgleqxlýmg Ýjherg rvesijü le so peqibükkom, rsgm opoßa epibebaiþmesai g amücjg dqürgy cia sgm poiosijþ jai porosijþ pqorsarßa sxm joimosijþm tdüsxm. (5) Rsiy 18 Dejelbqßot 1995, so Rtlboýkio emýjqime rtlpeqürlasa rsa opoßa apaiseßsai, lesaný Ükkxm, g ejpümgrg mýay odgcßay pkairßot pot ha herpßfei siy barijýy aqvýy liay biþrilgy pokisijþy tdüsxm rsgm EtqxpaújÞ mxrg jai fgseßsai apü sgm EpisqopÞ ma tpobükei rvesijþ pqüsarg. (6) Rsiy 21 Uebqotaqßot 1996, g EpisqopÞ emýjqime amajoßmxrg rso Etqxpaújü Joimoboýkio jai so Rtlboýkio rvesijü le sgm «PokisijÞ tdüsxm sgy EtqxpaújÞy Joimüsgsay», g opoßa jahoqßfei siy aqvýy cia lia joimosijþ pokisijþ tdüsxm. (7) Rsiy 9 Repselbqßot 1996, g EpisqopÞ tpýbake pqüsarg apüuargy sot Etqxpaújoý Joimobotkßot jai sot Rtlbotkßot rvesijü le Ýma pqücqalla dqürgy cia okojkgqxlýmg ( 6 ) EE C 59 sgy 6.3.1992, r. 2. ( 7 ) EE C 49 sgy 28.2.1995, r. 1. ( 8 ) EE L 2 sgy 26.1.198, r. 43 odgcßa üpxy sqopopoiþhgje apü sgm odgcßa 91/692/EOJ (EE L 377 sgy 31.12.1991, r. 48).
L 327/2 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL pqorsarßa jai diaveßqirg sxm tpoceßxm tdüsxm ( 1 ). Rsgm pqüsarg atsþ, g EpisqopÞ eperþlaime sgm amücjg jahiýqxrgy diadijariþm cia sg qýhlirg sgy Ümskgrgy cktjoý ýdasoy jai cia sgm paqajokoýhgrg sgy porüsgsay jai sgy poiüsgsüy sot. (14) G epistvßa sgy paqoýray odgcßay enaqsüsai apü sg rsemþ rtmeqcarßa jai sg rtmepþ dqürg rso epßpedo sgy Joimüsgsay, sxm jqasþm lekþm jai re sopijü epßpedo, jahþy jai apü sgm pkgqouüqgrg, sg dienacxcþ diabotkeýrexm jai sg rtllesovþ sot joimoý, rtlpeqikalbamolýmxm sxm vqgrsþm. (8) Rsiy 29 LaÀot 1995, g EpisqopÞ enýdxre amajoßmxrg pqoy so Etqxpaújü Joimoboýkio jai so Rtlboýkio cia sg rtmesþ vqþrg jai sg diasþqgrg sxm tcqüsopxm, le sgm opoßa amacmxqßfomsai oi rglamsijýy keisotqcßey pot episekoým cia sgm pqorsarßa sxm tdüsimxm püqxm. (15) G ýdqetrg rtmirsü tpgqerßa joimþy xuýkeiay, üpxy oqßfesai rsgm amajoßmxrg sgy EpisqopÞy cia siy tpgqerßey joimþy xuýkeiay rsgm Etqþpg ( 2 ). (9) PqÝpei ma amapstvheß okojkgqxlýmg joimosijþ pokisijþ rsom solýa sxm tdüsxm. (1) So Rtlboýkio rsiy 25 Iotmßot 1996, g EpisqopÞ sxm Peqiueqeiþm rsiy 19 Repselbqßot 1996, g OijomolijÞ jai JoimxmijÞ EpisqopÞ rsiy 26 Repselbqßot 1996 jai so Etqxpaújü Joimoboýkio rsiy 23 Ojsxbqßot 1996, fþsgram apü sgm EpisqopÞ ma tpobükei pqüsarg odgcßay sot Rtlbotkßot cia sg hýrpirg pkairßot cia sgm etqxpaújþ pokisijþ tdüsxm. (16) Eßmai amacjaßa g peqaisýqx emrxlüsxrg sgy pqorsarßay jai sgy biþrilgy diaveßqirgy sxm tdüsxm re Ükkoty soleßy sgy joimosijþy pokisijþy, üpxy rsgm emeqceiajþ pokisijþ, sgm pokisijþ lesauoqþm, sg cexqcijþ pokisijþ, sgm akietsijþ pokisijþ, sgm peqiueqeiajþ pokisijþ jai sgm sotqirsijþ pokisijþ. G paqoýra odgcßa ha pqýpei ma aposekýrei bürg cia rtmevifülemo diükoco jai cia sgm amüpstng rsqasgcijþm pqoy peqaisýqx okojkþqxrg solýxm pokisijþy. G paqoýra odgcßa lpoqeß epßrgy ma aposekýrei rglamsijþ rtlbokþ re Ükkoty soleßy rtmeqcarßay lesaný sxm jqasþm lekþm, lesaný Ükkxm, sgm pqoopsijþ etqxpaújþy vxqosanijþy amüpstngy (ESDP European Spation Development Perspective). (11) G pokisijþ sgy Joimüsgsay rsom solýa sot peqibükkomsoy, üpxy oqßfesai apü so Üqhqo 174 sgy rtmhþjgy, rtlbükkei rsgm epidßxng sxm rsüvxm diasþqgrgy, pqorsarßay jai beksßxrgy sgy poiüsgsay sot peqibükkomsoy, jahþy jai rtmesþy jai oqhokocijþy vqgrilopoßgrgy sxm utrijþm püqxm, le bürg siy aqvýy sgy pqouýkangy jai sgy pqokgpsijþy dqürgy, sgm aqvþ sgy epamüqhxrgy sxm jasarsqouþm sot peqibükkomsoy, jasü pqoseqaiüsgsa, rsgm pgcþ jahþy jai sgm aqvþ «o qtpaßmxm pkgqþmei». (12) Rýluxma le so Üqhqo 174 sgy rtmhþjgy, jasü sgm ejpümgrg sgy peqibakkomsijþy sgy pokisijþy, g Joimüsgsa kalbümei tpüwg sa diahýrila epirsglomijü jai sevmijü dedolýma, siy rtmhþjey sot peqibükkomsoy rsiy diüuoqey peqiovýy sgy Joimüsgsay, sgm oijomolijþ jai joimxmijþ amüpstng sgy Joimüsgsay rso rýmokü sgy jai sgm irüqqopg amüpstng sxm peqiovþm sgy, jahþy jai sa pkeomejsþlasa jai siy epibaqýmreiy pot lpoqoým ma pqojýwotm apü sg dqürg jai sgm apotrßa dqürgy. (13) Rsgm Joimüsgsa tpüqvei poijikßa rtmhgjþm jai amacjþm, oi opoßey apaisoým diauoqesijýy eidijýy kýreiy. G poijikoloqußa atsþ ha pqýpei ma kguheß tpüwg jasü so rvediarlü jai sgm ejsýkerg lýsqxm pqorsarßay jai biþrilgy vqþrgy sot ýdasoy rsa pkaßria sgy kejümgy apoqqoþy posaloý. Oi apouüreiy ha pqýpei ma kalbümomsai üro so dtmasüm pkgriýrseqa re sopoherßey üpot sa ýdasa vqgrilopoioýmsai Þ tußrsamsai epipsþreiy. Le sgm ejpümgrg pqocqallüsxm cia sg kþwg lýsqxm pqoraqlorlýmxm rsiy peqiueqeiajýy jai siy sopijýy rtmhþjey, ha pqýpei ma dßmesai pqoseqaiüsgsa rsiy dqüreiy pot elpßpsotm rsgm aqlodiüsgsa sxm jqasþm lekþm. (17) Lia aposekerlasijþ jai rtmejsijþ pokisijþ tdüsxm pqýpei ma kalbümei tpüwg sgm etairhgrßa sxm tdüsimxm oijortrsglüsxm pot bqßrjomsai jomsü rsiy hakürriey ajsýy jai siy ejbokýy posalþm Þ re jükpoty Þ re rvesijü jkeirsýy hükarrey, dedolýmot üsi g iroqqopßa soty epgqeüfesai re lecüko bahlü apü sgm poiüsgsa sxm erxseqijþm tdüsxm pot eirqýotm re atsü. G pqorsarßa sgy jasürsargy sxm tdüsxm rsiy kejümey apoqqoþy posalþm ha pqoruýqei oijomolijü ouýkg, rtlbükkomsay rsgm pqorsarßa sxm akietsijþm püqxm, rtlpeqikalbamolýmxm sxm paqüjsixm akietsijþm püqxm. (18) G joimosijþ pokisijþ tdüsxm apaiseß Ýma diauamýy, aposekerlasijü jai rtmejsijü molohesijü pkaßrio. G Joimüsgsa ha pqýpei ma paqývei siy joimýy aqvýy jai so rtmokijü pkaßrio dqürgy. G paqoýra odgcßa ha pqýpei ma pqobkýwei so pkaßrio atsü jai ma rtmsomßrei jai ma emrxlasþrei jai, pio lajqopqüherla, ma amapsýnei peqaisýqx siy rtmokijýy aqvýy jai dolýy cia sgm pqorsarßa jai sg biþrilg vqþrg sot ýdasoy rsgm Joimüsgsa rýluxma le sgm aqvþ sgy epijotqijüsgsay. (19) G paqoýra odgcßa rsoveýei rsg diasþqgrg jai sg beksßxrg sot tdüsimot peqibükkomsoy rsgm Joimüsgsa. O rsüvoy atsüy auoqü jtqßxy sgm poiüsgsa sxm tdüsxm. O Ýkecvoy sgy porüsgsay aposekeß epijotqijü rsoiveßo rsg diaruükirg sgy jakþy poiüsgsay sot ýdasoy jai jasü rtmýpeia ha pqýpei epßrgy ma herpirhoým porosijü lýsqa, sa opoßa ha entpgqesoým so rsüvo sgy diaruükirgy liay jakþy poiüsgsay. ( 1 ) EE C 355 sgy 25.11.1996, r. 1. ( 2 ) EE C 281 sgy 26.9.1996, r. 3.
22.12.2 L 327/3 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL (2) G porosijþ jasürsarg emüy rtrsþlasoy tpoceßxm tdüsxm lpoqeß ma Ývei epipsþreiy rsgm oijokocijþ poiüsgsa sxm epiuameiajþm tdüsxm jai sxm veqraßxm oijortrsglüsxm pot rtmdýomsai le atsü so rýrsgla tpoceßxm tdüsxm. (21) G Joimüsgsa jai sa jqüsg lýkg eßmai rtlbakkülema lýqg re diüuoqey diehmeßy rtluxmßey pot peqiývotm rglamsijýy tpovqeþreiy cia sgm pqorsarßa sxm hakürrixm tdüsxm apü sg qýpamrg, idßxy rsg rýlbarg cia sgm pqorsarßa sot hakürriot peqibükkomsoy rsgm peqiovþ sgy BaksijÞy HÜkarray, pot tpecqüug rso Ekrßmji rsiy 9 Apqikßot 1992 jai ecjqßhgje le sgm apüuarg 94/157/EJ sot Rtlbotkßot ( 1 ), rsg rýlbarg cia sgm pqorsarßa sot hakürriot peqibükkomsoy sot Boqeioamasokijoý Askamsijoý, pot tpecqüug rso Paqßri rsiy 22 Repselbqßot 1992 jai ecjqßhgje le sgm apüuarg 98/249/EJ sot Rtlbotkßot ( 2 ), jai rsg rýlbarg cia sgm pqorsarßa sgy Leroceßot HakÜrrgy apü sg qýpamrg, pot tpecqüug rsg Baqjekþmg rsiy 16 Uebqotaqßot 1976 jai ecjqßhgje le sgm apüuarg 77/585/EOJ sot Rtlbotkßot ( 3 ) jai rso pqxsüjokkü sgy cia sgm pqorsarßa sgy Leroceßot HakÜrrgy apü sg qýpamrg apü veqraßey pgcýy, pot tpecqüug rsgm AhÞma rsiy 17 LaÀot 198 jai ecjqßhgje le sgm apüuarg 83/11/EOJ sot Rtlbotkßot ( 4 ). G paqoýra odgcßa ha rtlbükei rsgm sþqgrg sxm tpovqeþrexm atsþm ej lýqoty sgy Joimüsgsay jai sxm jqasþm lekþm. (22) G paqoýra odgcßa ha rtlbükei rsgm pqoodetsijþ leßxrg sgy ejpolpþy epijßmdtmxm otriþm rso meqü. (26) Sa jqüsg lýkg ha pqýpei ma episývotm sotküvirsom so rsüvo sgy jakþy jasürsargy sxm tdüsxm le som jahoqirlü jai sgm tkopoßgrg sxm amacjaßxm lýsqxm rso pkaßrio okojkgqxlýmxm pqocqallüsxm lýsqxm, kalbümomsay tpüwg siy tpüqvotrey joimosijýy apaisþreiy. Ha pqýpei ma diautkürresai g jakþ jasürsarg sxm tdüsxm üpot Þdg tpüqvei. ¼rom auoqü sa tpüceia ýdasa, ejsüy apü siy apaisþreiy jakþy jasürsargy, ha pqýpei ma emsopßfesai jai ma amarsqýuesai jühe rglamsijþ jai Ýllomg amodijþ sürg rtcjýmsqxrgy oiotdþpose qýpot. (27) Sekijüy rsüvoy sgy paqoýray odgcßay eßmai g epßsetng sgy enükeiwgy sxm epijßmdtmxm otriþm pqoseqaiüsgsay jai g rtlbokþ rsgm epßsetng rtcjemsqþrexm rso hakürrio peqibükkom, oi opoßey, cia siy utrijþy apamsþlemey otrßey, ma pkgriüfotm so utrijü barijü epßpedo. (28) Sa epiuameiajü jai sa tpüceia ýdasa eßmai, jasaqvþm, amameþriloi utrijoß püqoi. Idßxy, g enaruükirg jakþy jasürsargy sxm tpoceßxm tdüsxm epibükkei Ýcjaiqg dqürg jai rsaheqü lajqopqüherlo rvediarlü lýsqxm pqorsarßay, kücx sgy utrijþy jahtrsýqgrgy rso rvglasirlü jai sgm amamýxrþ soty. JasÜ sg hýrpirg lýsqxm cia sgm epßsetng jakþy jasürsargy sxm tpoceßxm tdüsxm jai amarsqouþy jühe rglamsijþy jai Ýllomgy amodijþy sürgy rtcjýmsqxrgy oiotdþpose qýpot, ha pqýpei ma kalbümomsai tpüwg rsa vqomodiacqüllasa atsýy oi jahtrseqþreiy sxm beksiþrexm. (23) Apaisoýmsai joimýy aqvýy cia so rtmsomirlü sxm pqorpaheiþm sxm jqasþm lekþm cia sg beksßxrg sgy pqorsarßay sxm joimosijþm tdüsxm apü Üpowg poiüsgsay jai porüsgsay, sgm pqoþhgrg sgy biþrilg vqþrgy sot ýdasoy, sg rtlbokþ rsom Ýkecvo sxm diartmoqiajþm pqobkglüsxm ýdasoy, sgm pqorsarßa sxm tdüsimxm oijortrsglüsxm jai sxm veqraßxm oijortrsglüsxm jai tcqüsopxm pot enaqsþmsai Ülera apü atsü jai sg diaruükirg jai amüpstng sxm dtmgsijþm vqþrexm sxm joimosijþm tdüsxm. (24) G jakþ poiüsgsa sot ýdasoy ha enaruakßrei sgm paqovþ pürilot ýdasoy rsom pkghtrlü. (29) JasÜ sgm pqorpüheia epßsetngy sxm rsüvxm sgy paqoýray odgcßay jai sgm jasüqsirg pqocqüllasoy rvesijþm lýsqxm, sa jqüsg lýkg lpoqoým ma euaqlüfotm rsadiajü so pqücqalla lýsqxm pqojeilýmot ma jasameßlotm so jürsoy euaqlocþy. (3) PqojeilÝmot ma enaruakirheß g pkþqgy jai rtmejsijþ euaqlocþ sgy paqoýray odgcßay, stvüm paqasüreiy sot vqomodiacqüllasoy ha pqýpei ma cßmotm le bürg jasükkgka, rauþ jai diauamþ jqisþqia jai ma dijaiokocoýmsai apü sa jqüsg lýkg rsa rvýdia diaveßqirgy kejamþm apoqqoþy posalþm. (25) Ha pqýpei ma jahieqxhoým joimoß oqirloß cia sgm jasürsarg sxm tdüsxm apü Üpowg poiüsgsay jai, üpot entpgqeseß so rsüvo sgy pqorsarßay sot peqibükkomsoy, apü Üpowg porüsgsay. Ha pqýpei ma oqirhoým peqibakkomsijoß rsüvoi cia ma enaruakßrotm üsi epistcvümesai g jakþ poiüsgsa sxm epiuameiajþm jai tpüceixm tdüsxm re ükg sgm Joimüsgsa jai üsi apoueýcesai g epideßmxrg sgy jasürsargy sxm tdüsxm re joimosijü epßpedo. (31) ¼sam Ýma tdasijü rýrsgla Ývei tporseß epßdqarg apü amhqþpimey dqarsgqiüsgsey Þ üsam kücx sgy utrijþy sot jasürsargy eßmai amýuijso Þ tpeqbokijü dapamgqü ma episetvheß jakþ jasürsarg, lpoqeß ma oqirhoým kicüseqo atrsgqoß peqibakkomsijoß rsüvoi, le bürg jasükkgka, rauþ jai diauamþ jqisþqia, jai ha pqýpei ma cßmotm ükey oi dtmasýy emýqceiey pqojeilýmot ma pqokguheß oiadþpose peqaisýqx epideßmxrg sgy jasürsargy sxm tdüsxm. ( 1 ) EE L 73 sgy 16.3.1994, r. 19. ( 2 ) EE L 14 sgy 3.4.1998, r. 1. ( 3 ) EE L 24 sgy 19.9.1977, r. 1. ( 4 ) EE L 67 sgy 12.3.1983, r. 1. (32) Lpoqeß ma tpüqvotm kücoi apakkacþy apü sgm apaßsgrg pqükgwgy peqaisýqx epideßmxrgy Þ epßsetngy jakþy jasürsargy tpü eidijoýy üqoty, am g adtmalßa epßsetngy
L 327/4 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL sot rsüvot apoqqýei apü apqübkepsey Þ enaiqesijýy peqirsüreiy, idiaßseqa apü pkgllýqey Þ amolbqßey, Þ cia kücoty episajsijoý dglüriot rtluýqomsoy, apü mýey sqopopoiþreiy sxm utrijþm vaqajsgqirsijþm emüy rtrsþlasoy epiuameiajþm tdüsxm Þ apü akkoiþreiy sgy rsühlgy sxm rtrsglüsxm tpoceßxm tdüsxm cia kücoty episajsijoý dglüriot rtluýqomsoy, aqjeß ma Ývotm cßmei ükey oi dtmasýy emýqceiey pqojeilýmot ma leixhoým oi aqmgsijýy epipsþreiy rsgm jasürsarg sot tdasijoý rtrsþlasoy. (33) O rsüvoy cia sgm epßsetng jakþy jasürsargy sxm tdüsxm ha pqýpei ma epidixvheß cia jühe kejümg apoqqoþy posaloý, oýsxy þrse ma rtmsomßfomsai sa lýsqa pot auoqoým epiuameiajü jai tpüceia ýdasa pot amþjotm rso ßdio oijokocijü, tdqokocijü jai tdqocexkocijü rýrsgla. (34) Cia ma episetvheß g pqorsarßa sot peqibükkomsoy, pqýpei ma emrxlasxhoým peqirrüseqo oi poiosijýy jai porosijýy pstvýy sxm epiuameiajþm jahþy jai sxm tpüceixm tdüsxm, kalbümomsay tpüwg siy rtmhþjey utrijþy qoþy sot ýdasoy emsüy sot tdqokocijoý jýjkot. (35) Rso erxseqijü kejümgy apoqqoþy posaloý, üpot g vqþrg ýdasoy lpoqeß ma Ývei diartmoqiajü aposekýrlasa, oi apaisþreiy cia sgm epßsetng sxm peqibakkomsijþm rsüvxm pot herpßfei g paqoýra odgcßa, jai idiaßseqa üka sa pqocqüllasa lýsqxm, ha pqýpei ma rtmsomßfomsai cia ükg sgm peqiovþ sgy kejümgy apoqqoþy posaloý. Cia kejümey apoqqoþy posalþm oi opoßey ejseßmomsai pýqam sxm oqßxm sgy Joimüsgsay, sa jqüsg lýkg ha pqýpei ma epidiþjotm som jasükkgko rtmsomirlü le sa emdiaueqülema sqßsa jqüsg. G paqoýra odgcßa ha rtlbükei rsgm ejpkþqxrg sxm tpovqeþrexm sgy Joimüsgsay pot apoqqýotm apü diehmeßy rtlbüreiy cia sgm pqorsarßa jai sg diaveßqirg sot ýdasoy, jai jtqßxy apü sg rýlbarg sxm GmxlÝmxm Ehmþm cia sgm pqorsarßa jai sg vqgrilopoßgrg sxm diartmoqiajþm tdasoqetlüsxm jai sxm diehmþm kilmþm, pot ecjqßhgje le sgm apüuarg 95/38/EJ sot Rtlbotkßot ( 1 ) jai stvüm epülemey rtluxmßey rvesijü le sgm euaqlocþ sgy. (36) Eßmai amacjaßo ma epiveiqghoým amakýreiy sxm vaqajsgqirsijþm liay kejümgy apoqqoþy posaloý jai sxm epipsþrexm sxm amhqþpimxm dqarsgqiosþsxm, jahþy jai oijomolijþ amüktrg sgy vqþrgy sot ýdasoy. G jasürsarg sxm tdüsxm ha pqýpei ma paqajokotheßsai apü sa jqüsg lýkg re rtrsglasijþ jai rtcjqßrilg bürg re ükg sgm Joimüsgsa. Oi pkgqouoqßey atsýy eßmai apaqaßsgsey cia ma tpüqnei lia aniüpirsg bürg pqojeilýmot ma amapsýnotm sa jqüsg lýkg pqocqüllasa lýsqxm cia sgm epßsetng sxm rsüvxm pot oqßfomsai apü sgm paqoýra odgcßa. (37) Sa jqüsg lýkg ha pqýpei ma jahoqßrotm sa ýdasa pot vqgrilopoioýmsai cia sg kþwg pürilot ýdasoy jai ma diaruakßrotm sg rtllüquxrg le sgm odgcßa 8/778/EOJ sot ( 1 ) EE L 186 sgy 5.8.1995, r. 42. Rtlbotkßot, sgy 15gy Iotkßot 198, peqß sgy poiüsgsay sot pürilot meqoý ( 2 ). (38) G vqþrg oijomolijþm lýrxm apü lýqoty sxm jqasþm lekþm lpoqeß ma eßmai pqüruoqg xy lýqoy emüy pqocqüllasoy lýsqxm. G aqvþ sgy amüjsgrgy sot jürsoty sxm tpgqeriþm ýdasoy, rtlpeqikalbamolýmxm sot jürsoty cia so peqibükkom jai sot jürsoty sxm püqxm sa opoßa rtmdýomsai le jühe bkübg Þ aqmgsijþ epßpsxrg rso tdüsimo peqibükkom, ha pqýpei ma kalbümomsai tpüwg rýluxma, idßxy, le sgm aqvþ «o qtpaßmxm pkgqþmei». Ha apaisgheß pqoy soýso lia oijomolijþ amüktrg sxm tpgqeriþm ýdasoy le bürg lajqopqüherley pqobkýweiy ürom auoqü sgm pqoruoqü jai sg fþsgrg ýdasoy rsgm peqiovþ kejümgy apoqqoþy posaloý. (39) Eßmai apaqaßsgso ma aposqýpomsai Þ ma peqioqßfomsai oi epipsþreiy sgy qýpamrgy kücx astvþlasoy. Rso pqücqalla lýsqxm ha pqýpei ma peqikguhoým lýsqa le so rsüvo atsü. (4) Xy pqoy sgm pqükgwg jai som Ýkecvo sgy qýpamrgy, g joimosijþ pokisijþ tdüsxm ha pqýpei ma barßfesai re lia rtmdtarlýmg pqorýccirg, pot ma euaqlüfei som Ýkecvo sgy qýpamrgy rsgm pgcþ lýrx sot oqirloý oqiajþm silþm ejpolpþy jai pqosýpxm peqibakkomsijþy poiüsgsay. (41) Cia sgm porüsgsa sot ýdasoy ha pqýpei ma oqßfomsai rtmokijýy aqvýy cia Ýkecvo rsgm Ümskgrg jai jasajqüsgrg cia sgm enaruükirg sgy peqibakkomsijþy bixrilüsgsay sxm rvesijþm tdasijþm rtrsglüsxm. (42) JoimÜ pqüstpa peqibakkomsijþy poiüsgsay jai oqiajýy silýy ejpolpþy cia oqirlýmey olüdey Þ oijocýmeiey qtpamsþm, ha pqýpei ma oqirsoým xy eküvirsey apaisþreiy sgy joimosijþy moloherßay. Ha pqýpei ma enaruakirhoým diasüneiy cia sg hýrpirg sýsoixm pqosýpxm re joimosijü epßpedo. (43) G qýpamrg pot pqojakeßsai apü sgm apüqqiwg, siy ejpolpýy Þ siy diaqqoýy epijßmdtmxm otriþm pqoseqaiüsgsay pqýpei ma paýrei Þ ma enakeiuheß rsadiajü. So Etqxpaújü Joimoboýkio jai so Rtlboýkio, lesü apü pqüsarg sgy EpisqopÞy, ha pqýpei ma rtluxmþrotm rvesijü le siy otrßey cia siy opoßey ha pqýpei ma amakguheß dqürg jasü pqoseqaiüsgsa jai rvesijü le sa eidijü lýsqa pot ha pqýpei ma kguhoým jasü sgy qýpamrgy sxm tdüsxm apü siy otrßey atsýy, kalbümomsay tpüwg ükey siy rglamsijýy pgcýy jai pqordioqßfomsay so oijomolijü apodosijü jai jasükkgko epßpedo jai rtmdtarlü ekýcvxm. (44) JasÜ som pqordioqirlü sxm epijßmdtmxm otriþm pqoseqaiüsgsay ha pqýpei ma kalbümesai tpüwg g aqvþ sgy pqouýkangy, le bürg idßxy som jahoqirlü sxm dtmgsijü aqmgsijþm epipsþrexm sot pqoúümsoy, jahþy jai lia epirsglomijþ aniokücgrg sot jimdýmot. ( 2 ) EE L 229 sgy 3.8.198, r. 11 odgcßa üpxy sqopopoiþhgje seketsaßa apü sgm odgcßa 98/83/EJ (EE L 33 sgy 5.12.1998, r. 32).
22.12.2 L 327/5 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL (45) Sa jqüsg lýkg ha pqýpei ma tiohesþrotm lýsqa cia sgm enükeiwg sgy qýpamrgy sxm epiuameiajþm tdüsxm apü siy otrßey pqoseqaiüsgsay jai cia sgm pqoodetsijþ leßxrg sgy qýpamrgy apü Ükkey otrßey pot re amsßhesg peqßpsxrg dem ha epýsqepam rsa jqüsg lýkg ma episývotm soty rsüvoty cia sa rtrsþlasa epiuameiajþm tdüsxm. (52) Oi diasüneiy sgy paqoýray odgcßay tiohesoým so pkaßrio ekýcvot sgy qýpamrgy apü epijßmdtmey otrßey so opoßo eßve herpirheß apü sgm odgcßa 76/464/EOJ ( 2 ). Jasüpim soýsot, ha pqýpei ma jasaqcgheß g pqoamaueqülemg odgcßa üsam euaqlorhoým pkþqxy oi rvesijýy diasüneiy sgy paqoýray odgcßay. (46) Cia ma enaruakirheß g rtllesovþ sot etqýseqot joimoý, rtlpeqikalbamolýmxm sxm vqgrsþm ýdasoy rsg hýrpirg jai emglýqxrg sxm rvedßxm diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý, eßmai amacjaßo ma paqývomsai oi jasükkgkey pkgqouoqßey cia sa pqocqallasifülema lýsqa jai ma tpobükkomsai ejhýreiy rvesijü le sgm pqüodo sgy euaqlocþy soty, emüwei sgy rtllesovþy sot etqýseqot joimoý pqim kguhoým sekijýy apouüreiy cia sa amacjaßa lýsqa. (53) Ha pqýpei ma enaruakirheß g pkþqgy tkopoßgrg jai epibokþ sgy tuirsülemgy peqibakkomsijþy moloherßay cia sgm pqorsarßa sxm tdüsxm. Eßmai amacjaßo ma enaruakirheß g jasükkgkg euaqlocþ sxm diasünexm cia sgm euaqlocþ sgy paqoýray odgcßay re ükg sgm Joimüsgsa, lýrx jasakkþkxm jtqþrexm pot ha pqobkýwei g moloherßa sxm jqasþm lekþm. AtsÝy oi jtqþreiy ha pqýpei ma eßmai aposekerlasijýy, amükocey jai aposqepsijýy, (47) G paqoýra odgcßa ha pqýpei ma pqobkýwei lgvamirloýy cia sgm amsilesþpirg sxm elpodßxm ürom auoqü sg beksßxrg sgy jasürsargy sxm tdüsxm, üsam atsü dem elpßpsotm rsgm elbýkeia sgy joimosijþy moloherßay rsom solýa sxm tdüsxm, pqojeilýmot ma amapstvhoým oi jasükkgkey joimosijýy rsqasgcijýy cia sgm Üqrg soty. ENEDXRAM SGM PAQOTRA ODGCIA: qhqo 1 (48) G EpisqopÞ ha pqýpei ma tpobükkei esgrßxy emgleqxlýmo rvýdio cia stvüm pqxsobotkßey siy opoßey pqosßhesai ma pqoseßmei rsom solýa sxm tdüsxm. (49) Ha pqýpei ma jahoqirsoým sevmijýy pqodiacqauýy cia ma enaruakirheß lia rtmejsijþ pqorýccirg rsgm Joimüsgsa xy lýqoy sgy paqoýray odgcßay. Sa jqisþqia cia sgm aniokücgrg sgy jasürsargy sxm tdüsxm rtmirsoým rglamsijþ pqüodo. G pqoraqlocþ oqirlýmxm sevmijþm rsoiveßxm rsgm sevmijþ enýking jai g stpopoßgrg sxm lehüdxm ekýcvot, deiclasokgwßay jai amüktrgy, ha pqýpei ma herpirhoým le sg diadijarßa episqopþy. PqojeilÝmot ma pqoxhgheß g pkþqgy jasamügrg jai g rtmepþy euaqlocþ sxm jqisgqßxm cia so vaqajsgqirlü sxm peqiovþm kejümgy apoqqoþy posaloý jai aniokücgrgy sgy jasürsargy sxm tdüsxm, g EpisqopÞ lpoqeß ma herpßrei jasethtmsþqiey cqallýy cia sgm euaqlocþ sxm jqisgqßxm atsþm. (5) Sa amacjaßa lýsqa cia sgm euaqlocþ sgy paqoýray odgcßay ha pqýpei ma herpirhoým rýluxma le sgm apüuarg 1999/468/EJ sot Rtlbotkßot, sgy 28gy Iotmßot 1999, cia som jahoqirlü sxm üqxm Ürjgrgy sxm ejsekersijþm aqlodiosþsxm sgy EpisqopÞy ( 1 ). (51) G euaqlocþ sgy paqoýray odgcßay ha episývei epßpedo pqorsarßay sxm tdüsxm sotküvirsom irodýmalo le atsü pot enaruakßfotm oqirlýmey pqocemýrseqey pqüneiy, oi opoßey ha pqýpei, rtmepþy, ma jasaqcghoým lükiy oi oijeßey diasüneiy sgy paqoýray odgcßay sehoým pkþqxy re euaqlocþ. ( 1 ) EE L 184 sgy 17.7.1999, r. 23. Rjopüy Rjopüy sgy paqoýray odgcßay eßmai g hýrpirg pkairßot cia sgm pqorsarßa sxm erxseqijþm epiuameiajþm, sxm lesabasijþm, sxm paqüjsixm jai sxm tpüceixm tdüsxm, so opoßo: a) ma aposqýpei sgm peqaisýqx epideßmxrg, ma pqorsaseýei jai ma beksiþmei sgm jasürsarg sxm tdüsimxm oijortrsglüsxm, jahþy jai sxm alýrxy enaqsþlemxm apü atsü veqraßxm oijortrsglüsxm jai tcqosüpxm re ü,si auoqü siy amücjey soty re meqü b) ma pqoxheß sg biþrilg vqþrg sot meqoý bürei lajqopqüherlgy pqorsarßay sxm diahýrilxm tdüsimxm püqxm c) ma aporjopeß rsgm emßrvtrg sgy pqorsarßay jai sg beksßxrg sot tdüsimot peqibükkomsoy, lesaný Ükkxm le eidijü lýsqa cia sgm pqoodetsijþ leßxrg sxm apoqqßwexm, ejpolpþm jai diaqqoþm otriþm pqoseqaiüsgsay jai le sgm paýrg Þ sg rsadiajþ enükeiwg sxm apoqqßwexm, ejpolpþm jai diaqqoþm sxm epijßmdtmxm otriþm pqoseqaiüsgsay d) ma diaruakßfei sgm pqoodetsijþ leßxrg sgy qýpamrgy sxm tpoceßxm tdüsxm jai ma aposqýpei sgm peqaisýqx lüktmrþ soty jai e) ma rtlbükkei rso lesqiarlü sxm epipsþrexm apü pkgllýqey jai ngqarßey, ( 2 ) EE L 129 sgy 18.5.1976, r. 23 odgcßa üpxy sqopopoiþhgje apü sgm odgcßa 91/692/EOJ (EE L 377 sgy 31.12.1991, r. 48).
L 327/6 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL jai ma rtlbükkei le atsü som sqüpo: rsgm enaruükirg epaqjoýy paqovþy epiuameiajoý jai tpüceiot meqoý jakþy poiüsgsay pot apaiseßsai cia sg biþrilg, irüqqopg jai dßjaig vqþrg ýdasoy, re rglamsijþ leßxrg sgy qýpamrgy sxm tpoceßxm tdüsxm, rsgm pqorsarßa sxm vxqijþm jai hakürrixm tdüsxm jai rsgm epßsetng sxm rsüvxm sxm rvesijþm diehmþm rtluxmiþm, rtlpeqikalbamolýmxm ejeßmxm pot aporjopoým rsgm pqükgwg jai sgm enükeiwg sgy qýpamrgy sot hakürriot peqibükkomsoy, le joimosijþ dqürg dtmülei sot Üqhqot 16 paqücqauoy 3 cia sgm paýrg Þ sg rsadiajþ enükeiwg sxm apoqqßwexm, ejpolpþm jai diaqqoþm epijßmdtmxm otriþm pqoseqaiüsgsay, le apþsaso rsüvo ma episetvhoým rtcjemsqþreiy rso hakürrio peqibükkom oi opoßey, cia lem siy utrijþy apamsþlemey otrßey ma pkgriüfotm so utrijü barijü epßpedo, cia de siy sevmgsýy rtmhesijýy otrßey ma eßmai rvedüm lgdemijýy. 7. «PaqÜjsia ýdasa»: sa epiuameiajü ýdasa pot bqßrjomsai rsgm pketqü sgy ngqüy liay cqallþy, jühe rgleßo sgy opoßay bqßrjesai re apürsarg emüy matsijoý likßot pqoy sg hükarra apü so pkgriýrseqo rgleßo sgy cqallþy bürgy apü sgm opoßa lesqüsai so eýqoy sxm vxqijþm tdüsxm jai sa opoßa, jasü peqßpsxrg, ejseßmomsai lývqi sot apþseqot oqßot sxm lesabasijþm tdüsxm. 8. «Sevmgsü tdasijü rýrsgla»: Ýma rýrsgla epiuameiajþm tdüsxm pot dgliotqceßsai le dqarsgqiüsgsa sot amhqþpot. 9. «IdiaisÝqxy sqopopoiglýmo tdasijü rýrsgla»: Ýma rýrsgla epiuameiajþm tdüsxm sot opoßot o vaqajsþqay Ývei lesabkgheß otriarsijü kücx utrijþm akkoiþrexm apü siy dqarsgqiüsgsey sot amhqþpot jai so opoßo oqßfesai apü so jqüsoy lýkoy rýluxma le siy diasüneiy sot paqaqsþlasoy II. 1. «Rýrsgla epiuameiajþm tdüsxm»: diajejqilýmo jai rglamsijü rsoiveßo epiuameiajþm tdüsxm, üpxy p.v. lia kßlmg, Ýmay salietsþqay, Ýma qeýla, Ýmay posalüy Þ lia diþqtca, Ýma slþla qeýlasoy, posaloý Þ diþqtcay, lesabasijü ýdasa Þ Ýma slþla paqüjsixm tdüsxm. qhqo 2 Oqirloß 11. «Tdqouüqoy oqßfomsay»: tpüceio rsqþla Þ rsqþlasa bqüvxm Þ Ükkey cexkocijýy rsoibüdey epaqjþy poqþdeiy jai diapeqasýy þrse ma episqýpotm eßse rglamsijþ qoþ tpüceixm tdüsxm eßse sgm Ümskgrg rglamsijþm porosþsxm tpüceixm tdüsxm. Cia soty rjopoýy sgy paqoýray odgcßay, euaqlüfomsai oi ajükothoi oqirloß: 12. «Rýrsgla tpüceixm tdüsxm»: rtcjejqilýmoy ücjoy tpüceixm tdüsxm emsüy emüy Þ peqirrüseqxm tdqouüqxm oqifümsxm. 1. «EpiuameiajÜ ýdasa»: sa erxseqijü ýdasa, ejsüy sxm tpüceixm tdüsxm sa lesabasijü jai sa paqüjsia ýdasa, ejsüy eüm pqüjeisai cia sg vglijþ soty jasürsarg, opüse peqikalbümotm jai sa vxqijü ýdasa. 2. «Tpüceia ýdasa»: so rýmoko sxm tdüsxm pot bqßrjomsai jüsx apü sgm epiuümeia sot edüuoty rsg fþmg joqerloý jai re Ülerg epauþ le so Ýdauoy Þ so tpýdauoy. 3. «ErxseqijÜ ýdasa»: so rýmoko sxm rsürilxm Þ sxm qeümsxm epiuameiajþm tdüsxm jai üka sa tpüceia ýdasa pot bqßrjomsai pqoy sgm pketqü sgy ngqüy re rvýrg le sg cqallþ bürgy apü sgm opoßa lesqüsai so eýqoy sxm vxqijþm tdüsxm. 4. «Posalüy»: rýrsgla erxseqijþm tdüsxm so opoßo qýei, jasü so pkeßrsom, rsgm epiuümeia sot edüuoty akkü so opoßo lpoqeß, cia Ýma lýqoy sgy diadqolþy sot, ma qýei jai tpoceßxy. 5. «Kßlmg»: rýrsgla rsürilxm erxseqijþm epiuameiajþm tdüsxm. 13. «KejÜmg apoqqoþy posaloý»: g edauijþ Ýjsarg apü sgm opoßa rtcjemsqþmesai so rýmoko sgy apoqqoþy lýrx diadovijþm qetlüsxm, posalþm jai pihamþy kilmþm jai paqoveseýesai rsg hükarra le emiaßo rsülio posaloý, ejbokýy Þ dýksa. 14. «TpokejÜmg»: g edauijþ Ýjsarg apü sgm opoßa rtcjemsqþmesai so rýmoko sgy apoqqoþy lýrx reiqüy qetlüsxm, posalþm jai pihamþy kilmþm re rtcjejqilýmo rgleßo tdüsimot qeýlasoy (rtmþhxy kßlmgy Þ rtlbokþy posalþm). 15. «PeqiovÞ kejümgy apoqqoþy posaloý»: g hakürria jai veqraßa Ýjsarg, pot aposekeßsai apü lia Þ peqirrüseqey ceisomijýy kejümey apoqqoþy posaloý lafß le sa rtmauþ tpüceia jai paqüjsia ýdasa, jai g opoßa pqordioqßfesai dtmülei sot Üqhqot 3 paqücqauoy 1 xy g barijþ lomüda diaveßqirgy kejamþm apoqqoþy posaloý. 16. «Aqlüdia aqvþ»: aqvþ Þ aqvýy pot pqordioqßfomsai dtmülei sot Üqhqot 3 paqücqauoy 2 Þ paqücqauoy 3. 6. «LesabasijÜ ýdasa»: rtrsþlasa epiuameiajþm tdüsxm pkgrßom sot rsolßot posalþm sa opoßa eßmai em lýqei akltqü kücx sgy ceismßarþy soty le paqüjsia ýdasa akkü sa opoßa epgqeüfomsai otriarsijü apü qeýlasa cktjoý meqoý. 17. «JasÜrsarg epiuameiajþm tdüsxm»: g rtmokijþ Ýjuqarg sgy jasürsargy emüy epiuameiajoý tdasijoý rtrsþlasoy, pot jahoqßfesai apü siy valgküseqey silýy sgy oijokocijþy jai sgy vglijþy sot jasürsargy.
22.12.2 L 327/7 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL 18. «JakÞ jasürsarg epiuameiajþm tdüsxm»: g jasürsarg epiuameiajoý tdasijoý rtrsþlasoy pot vaqajsgqßfesai sotküvirsom «jakþ», süro apü oijokocijþ üro jai apü vglijþ Üpowg. 19. «JasÜrsarg tpüceixm tdüsxm»: g rtmokijþ Ýjuqarg sgy jasürsargy tpoceßot tdasijoý rtrsþlasoy, pot jahoqßfesai apü siy valgküseqey silýy sgy porosijþy jai sgy vglijþy sot jasürsargy. 2. «JakÞ jasürsarg tpüceixm tdüsxm»: g jasürsarg tpüceiot tdasijoý rtrsþlasoy pot vaqajsgqßfesai sotküvirsom «jakþ», süro apü porosijþ üro jai apü vglijþ Üpowg. 21. «OijokocijÞ jasürsarg»: g poiosijþ Ýjuqarg sgy diüqhqxrgy jai sgy keisotqcßay tdüsimxm oijortrsglüsxm pot rtmdýomsai le epiuameiajü ýdasa, g opoßa sanimoleßsai rýluxma le so paqüqsgla V. 22. «JakÞ oijokocijþ jasürsarg»: g jasürsarg emüy rtrsþlasoy epiuameiajþm tdüsxm so opoßo sanimoleßsai jas' atsüm som sqüpo rýluxma le so paqüqsgla V. 23. «Jakü oijokocijü dtmalijü»: g jasürsarg emüy idiaßseqa sqopopoiglýmot Þ sevmgsoý tdasijoý rtrsþlasoy, so opoßo sanimoleßsai jas' atsüm som sqüpo rýluxma le siy rvesijýy diasüneiy sot paqaqsþlasoy V. 24. «JakÞ vglijþ jasürsarg epiuameiajþm tdüsxm»: g vglijþ jasürsarg pot apaiseßsai cia sgm epßsetng sxm peqibakkomsijþm rsüvxm cia sa epiuameiajü ýdasa, oi opoßoi jahoqßfomsai rso Üqhqo 4 paqücqauoy 1 rsoiveßo a), dgkadþ g vglijþ jasürsarg pot Ývei episývei Ýma rýrsgla epiuameiajþm tdüsxm, rso opoßo oi rtcjemsqþreiy qýpxm dem tpeqbaßmotm sa pqüstpa peqibakkomsijþy poiüsgsay sa opoßa oqßfomsai rso paqüqsgla IX jai dtmülei sgy paqacqüuot 7 sot Üqhqot 16, jahþy jai dtmülei Ükkxm rtmauþm joimosijþm molohesglüsxm pot herpßfotm poiosijü peqibakkomsijü pqüstpa re joimosijü epßpedo. 25. «JakÞ vglijþ jasürsarg tpüceixm tdüsxm»: g vglijþ jasürsarg rtrsþlasoy tpüceixm tdüsxm, g opoßa pkgqoß ükoty soty üqoty sot pßmaja 2.3.2 sot paqaqsþlasoy V. 26. «PorosijÞ jasürsarg»: g Ýjuqarg sot bahloý rsom opoßo Ýma rýrsgla tpüceixm tdüsxm epgqeüfesai apü Ülerey jai Ýllerey amskþreiy. 27. «DiahÝriloi püqoi tpüceixm tdüsxm»: o lajqopqüherloy lýroy esþrioy qthlüy cemijþy amasqouodüsgrgy emüy rtrsþlasoy tpüceixm tdüsxm leßom som lajqopqüherlo lýro esþrio qthlü qoþy pot apaiseßsai cia sgm epßsetng sxm rsüvxm oijokocijþy poiüsgsay cia sa rtmauþ epiuameiajü ýdasa oi opoßoi oqßfomsai rso Üqhqo 4, cia sgm apoutcþ oiardþpose rglamsijþy leßxrgy sgy oijokocijþy jasürsargy sxm tdüsxm atsþm jai cia sgm apoutcþ oiardþpose rglamsijþy fglßay sxm rtmauþm veqraßxm oijortrsglüsxm. 28. «JakÞ porosijþ jasürsarg»: g jasürsarg pot oqßfesai rsom pßmaja 2.1.2 sot paqaqsþlasoy V. 29. «Epijßmdtmey otrßey»: otrßey Þ olüdey otriþm pot eßmai sonijýy, rsaheqýy jai epiqqepeßy re biortrrþqetrg, jahþy jai Ükkey otrßey Þ olüdey otriþm pot dgliotqcoým amükoco bahlü amgrtvßay. 3. «Otrßey pqoseqaiüsgsay»: otrßey pot jahoqßfomsai rýluxma le so Üqhqo 16 paqücqauoy 2 jai apaqihloýmsai rso paqüqsgla X. Lesaný sxm otriþm atsþm tpüqvotm «epijßmdtmey otrßey pqoseqaiüsgsay», dgkadþ otrßey jahoqifülemey rýluxma le so Üqhqo 16 paqücqauoi 3 jai 6, cia siy opoßey pqýpei ma kguhoým lýsqa rýluxma le so Üqhqo 16 paqücqauoi 1 jai 8. 31. «Qýpoy»: jühe otrßa pot elpeqiývei som jßmdtmo ma pqojakýrei qýpamrg, idßxy atsýy pot apaqihloýmsai rso paqüqsgla VIII. 32. «Apetheßay apüqqiwg rsa tpüceia ýdasa»: apüqqiwg qýpxm rsa tpüceia ýdasa vxqßy ma diapeqürotm so Ýdauoy Þ so tpýdauoy. 33. «Qýpamrg»: g, rtmepeßa amhqþpimxm dqarsgqiosþsxm, Ülerg Þ Ýllerg eiracxcþ, rsom aýqa, so meqü Þ so Ýdauoy, otriþm Þ heqlüsgsay pot lpoqoým ma eßmai epifþlia cia sgm tceßa sot amhqþpot Þ cia sgm poiüsgsa sxm tdasijþm oijortrsglüsxm Þ sxm veqraßxm oijortrsglüsxm pot enaqsþmsai Ülera apü tdasijü oijortrsþlasa, rtmsekoým rsg uhoqü tkijþy idiojsgrßay, Þ epgqeüfotm dtrlemþy Þ paqelbaßmotm re keisotqcßey amawtvþy Þ re koipýy müliley vqþreiy sot peqibükkomsoy. 34. «Peqibakkomsijoß rsüvoi»: oi rsüvoi pot herpßfei so Üqhqo 4. 35. «Poiosijü peqibakkomsijü pqüstpo»: g rtcjýmsqxrg, rso meqü, so ßfgla Þ so biüjorlo, rtcjejqilýmot qýpot Þ olüday qýpxm sgy opoßay dem pqýpei ma rgleiþmesai tpýqbarg, þrse ma pqorsaseýesai g tceßa sot amhqþpot jai so peqibükkom. 36. «RtmdtarlÝmg pqorýccirg»: o Ýkecvoy sxm apoqqßwexm jai sxm ejpolpþm rsa epiuameiajü ýdasa rýluxma le sgm pqorýccirg pot ejsßhesai rso Üqhqo 1. 37. «Meqü pot pqooqßfesai cia amhqþpimg jasamükxrg»: g ßdia Ýmmoia üpxy jai rsgm odgcßa 8/778/EOJ, üpxy sqopopoiþhgje apü sgm odgcßa 98/83/EJ. 38. «Tpgqerßey ýdasoy»: ükey oi tpgqerßey oi opoßey paqývotm, cia sa moijojtqiü, siy dglüriey tpgqerßey Þ cia opoiadþpose oijomolijþ dqarsgqiüsgsa: a) Ümskgrg, jasajqüsgrg, apohþjetrg, epeneqcarßa jai diamolþ epiuameiajþm Þ tpüceixm tdüsxm
L 327/8 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL b) ecjasarsüreiy rtkkocþy jai epeneqcarßay ktlüsxm, oi opoßey rsg rtmýveia pqaclasopoioým apoqqßweiy re epiuameiajü ýdasa. 39. «VqÞrg ýdasoy»: tpgqerßey ýdasoy lafß le opoiadþpose Ükkg dqarsgqiüsgsa pot pqordioqßfesai rýluxma le so Üqhqo 5 jai so paqüqsgla II jai g opoßa Ývei rglamsijýy epipsþreiy rsgm jasürsarg sxm tdüsxm. G Ýmmoia atsþ Ývei euaqlocþ cia soty rjopoýy sot Üqhqot 1 jai sgy oijomolijþy amüktrgy pot dienücesai rýluxma le so Üqhqo 5 jai so paqüqsgla III rsoiveßo b). 4. «OqiajÝy silýy ejpolpþy»: g lüfa, ejuqarlýmg re rvýrg le oqirlýmey eidijýy paqalýsqoty, g rtcjýmsqxrg Þ/jai g rsühlg liay ejpolpþy, sgy opoßay dem episqýpesai g tpýqbarg jasü sg diüqjeia liay Þ peqirrosýqxm rtcjejqilýmxm vqomijþm peqiüdxm. OqiajÝy silýy ejpolpþy lpoqoým epßrgy ma oqßfomsai jai cia rtcjejqilýmey olüdey, oijocýmeiey Þ jasgcoqßey otriþm, idßxy de ürey pqordioqßfomsai rso Üqhqo 16. Oi oqiajýy silýy ejpolpþy otriþm irvýotm jamomijü rso rgleßo üpot oi ejpolpýy bcaßmotm apü sgm ecjasürsarg, vxqßy ma tpokocßfesai, cia som pqordioqirlü soty, g stvüm aqaßxrþ soty. ¼rom auoqü siy Ýllerey apoqqßweiy rso meqü, oi epipsþreiy emüy rsahloý epeneqcarßay ktlüsxm lpoqoým ma rtmtpokocßfomsai jasü som pqordioqirlü sxm oqiajþm silþm ejpolpþy sgy rtcjejqilýmgy ecjasürsargy, tpü sgm pqoûpüherg üsi jasovtqþmesai irodýmalo epßpedo pqorsarßay sot ükot peqibükkomsoy jai üsi dem cemmþmsai lecakýseqa qtpamsijü uoqsßa cia so peqibükkom. 2. Sa jqüsg lýkg enaruakßfotm siy jasükkgkey dioijgsijýy qthlßreiy, rtlpeqikalbamolýmot sot pqordioqirloý sgy jasükkgkgy aqlüdiay aqvþy, cia sgm euaqlocþ sxm jamümxm sgy paqoýray odgcßay lýra re jühe peqiovþ kejümgy apoqqoþy posaloý rso Ýdauüy soty. 3. Sa jqüsg lýkg enaruakßfotm üsi oi kejümey apoqqoþy posaloý pot jakýpsotm edüug peqirrüseqxm sot emüy jqasþm lekþm tpücomsai re lia diehmþ peqiovþ kejümgy apoqqoþy posaloý. ¼sam so fgsþrotm sa elpkejülema jqüsg lýkg, g EpisqopÞ emeqceß cia ma dietjoktmheß g tpacxcþ rsiy diehmeßy atsýy peqiovýy kejümgy apoqqoþy posaloý. JÜhe jqüsoy lýkoy enaruakßfei siy jasükkgkey dioijgsijýy qthlßreiy, rtlpeqikalbamolýmot sot pqordioqirloý sgy jasükkgkgy aqlüdiay aqvþy, cia sgm euaqlocþ sxm jamümxm sgy paqoýray odgcßay re üpoia slþlasa diehmoýy peqiovþy kejümgy apoqqoþy posaloý jeßmsai rso Ýdauüy sot. 4. Sa jqüsg lýkg enaruakßfotm üsi oi apaisþreiy sgy paqoýray odgcßay cia sgm epßsetng sxm peqibakkomsijþm rsüvxm pot sßhemsai dtmülei sot Üqhqot 4, jai eidijüseqa üka sa pqocqüllasa lýsqxm, rtmsomßfomsai cia sgm ükg peqiovþ kejümgy apoqqoþy posaloý. Cia siy diehmeßy peqiovýy kejümgy apoqqoþy posaloý, so rtmsomirlü enaruakßfotm sa emdiaueqülema jqüsg lýkg apü joimoý jai lpoqoým, cia so rjopü atsü, ma vqgrilopoioým siy tuirsülemey dolýy pot apoqqýotm apü diehmeßy rtluxmßey. ¼sam so fgsþrotm sa elpkejülema jqüsg lýkg, g EpisqopÞ emeqceß cia ma dietjokýmei som jahoqirlü sxm pqocqallüsxm lýsqxm. 41. «kecvoi ejpolpþm»: Ýkecvoi oi opoßoi apaisoým peqioqirlü liay rtcjejqilýmgy ejpolpþy, p.v. lia oqiajþ silþ ejpolpþy, Þ oi opoßoi oqßfotm, jas' Ükko sqüpo, üqia Þ rtmhþjey cia siy epipsþreiy, sg uýrg Þ Ükka vaqajsgqirsijü liay ejpolpþy Þ siy rtmhþjey keisotqcßay pot epgqeüfotm siy ejpolpýy. G vqþrg sot üqot «Ýkecvoy ejpolpþm» rsgm paqoýra odgcßa, re rvýrg le siy diasüneiy opoiardþpose Ükkgy odgcßay, dem lpoqeß ma hexqeßsai xy mýa eqlgmeßa sxm diasünexm atsþm. qhqo 3 Rtmsomirlüy dioijgsijþm qthlßrexm re peqiovýy kejümgy apoqqoþy posaloý 1. Sa jqüsg lýkg pqordioqßfotm siy epß lýqoty kejümey apoqqoþy posaloý rso ehmijü soty Ýdauoy jai, cia soty rjopoýy sgy paqoýray odgcßay, siy tpücotm re epilýqoty peqiovýy kejümgy apoqqoþy posaloý. Oi lijqýy kejümey apoqqoþy posaloý emdevolýmxy rtmdtüfomsai le lecakýseqey kejümey apoqqoþy posaloý Þ emþmomsai le ceisomijýy lijqýy kejümey apoqqoþy posaloý cia so rvglasirlü epilýqoty peqiovþm kejümgy apoqqoþy posaloý, üpot emdeßjmtsai. ¼sam sa tpüceia ýdasa dem ajokothoým pkþqxy lia rtcjejqilýmg kejümg apoqqoþy posaloý, sa em kücx ýdasa pqordioqßfomsai jai tpücomsai rsgm pkgriýrseqg Þ sgm pqoruoqüseqg peqiovþ kejümgy apoqqoþy posaloý. Sa paqüjsia ýdasa pqordioqßfomsai jai tpücomsai rsgm Þ siy pkgriýrseqey Þ pqoruoqüseqey peqiovýy kejümgy apoqqoþy posaloý. 5. ¼sam lia peqiovþ kejümgy apoqqoþy posaloý ejseßmesai pýqam sot edüuoty sgy Joimüsgsay, so Þ sa emdiaueqülema jqüsg lýkg epifgseß som pqýpomsa rtmsomirlü le sa oijeßa sqßsa jqüsg, pqojeilýmot ma episetvhoým oi rsüvoi sgy paqoýray odgcßay r' oküjkgqg sgm peqiovþ kejümgy apoqqoþy posaloý. Sa jqüsg lýkg leqilmoým cia sgm euaqlocþ sxm jamümxm sgy paqoýray odgcßay rso Ýdauüy soty. 6. Sa jqüsg lýkg lpoqoým ma pqordioqßfotm Ýmam tpüqvomsa ehmijü Þ diehmþ oqcamirlü xy aqlüdia aqvþ cia soty rjopoýy sgy paqoýray odgcßay. 7. Sa jqüsg lýkg pqordioqßfotm sgm aqlüdia aqvþ xy sgm gleqolgmßa pot amauýqesai rso Üqhqo 24. 8. So aqcüseqo Ýni lþmey lesü sgm gleqolgmßa pot amauýqesai rso Üqhqo 24, sa jqüsg lýkg diabibüfotm rsgm EpisqopÞ som jasükoco le siy aqlüdiey aqvýy soty, jahþy jai le siy aqlüdiey aqvýy ükxm sxm diehmþm oqcamirlþm rsoty opoßoty lesývotm. Cia jühe aqlüdia aqvþ paqývomsai oi pkgqouoqßey pot oqßfomsai rso paqüqsgla I. 9. Sa jqüsg lýkg emgleqþmotm sgm EpisqopÞ cia opoierdþpose akkacýy rsiy pkgqouoqßey pot paqývomsai rýluxma le sgm paqücqauo 8, re sqeiy lþmey apü sgm Ýmaqng irvýoy sgy akkacþy.
22.12.2 L 327/9 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL qhqo 4 Peqibakkomsijoß rsüvoi 1. PqojeilÝmot ma jasarsoým keisotqcijü sa pqocqüllasa cia sg kþwg lýsqxm pot jahoqßfomsai rsa rvýdia diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý: a) c i a s a e p i u a m e i a j Ü ý d a s a i) sa jqüsg lýkg euaqlüfotm sa amacjaßa lýsqa cia sgm pqükgwg sgy tpobühlirgy sgy jasürsargy ükxm sxm rtrsglüsxm epiuameiajþm tdüsxm, le sgm epiuýkang sgy euaqlocþy sxm paqacqüuxm 6 jai 7 jai le sgm epiuýkang sgy paqacqüuot 8 ii) sa jqüsg lýkg pqorsaseýotm, amabahlßfotm jai apojahirsoým üka sa rtrsþlasa sxm epiuameiajþm tdüsxm, le sgm epiuýkang sgy euaqlocþy sot rgleßot iii) cia sa sevmgsü, jai idiaisýqxy sqopopoiglýma tdasijü rtrsþlasa, le rjopü sgm epßsetng liay jakþy jasürsargy sxm epiuameiajþm tdüsxm so aqcüseqo dejapýmse Ýsg lesü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy paqoýray odgcßay, rýluxma le siy diasüneiy sot paqaqsþlasoy V, le sgm epiuýkang sgy euaqlocþy sxm paqasürexm pot jahoqßfomsai rýluxma le sgm paqücqauo 4 jai sgy euaqlocþy sxm paqacqüuxm 5, 6 jai 7 jai le sgm epiuýkang sgy paqacqüuot 8 iii) sa jqüsg lýkg pqorsaseýotm jai amabahlßfotm üka sa sevmgsü, jai idiaisýqxy sqopopoiglýma tdasijü rtrsþlasa, le rjopü sgm epßsetng jakoý oijokocijoý dtmalijoý jai jakþy vglijþy jasürsargy sxm epiuameiajþm tdüsxm, so aqcüseqo dejapýmse Ýsg apü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy paqoýray odgcßay, rýluxma le siy diasüneiy sot paqaqsþlasoy V, le sgm epiuýkang sgy euaqlocþy sxm paqasürexm pot jahoqßfomsai rýluxma le sgm paqücqauo 4 jai sgy euaqlocþy sxm paqacqüuxm 5, 6 jai 7 jai le sgm epiuýkang sgy paqacqüuot 8 iv) sa jqüsg lýkg euaqlüfotm sa amacjaßa lýsqa rýluxma le so Üqhqo 16 paqücqauoi 1 jai 8, le rsüvo sgm pqoodetsijþ leßxrg sgy qýpamrgy apü siy otrßey pqoseqaiüsgsay jai sgm paýrg Þ sg rsadiajþ enükeiwg sxm ejpolpþm, sxm apoqqßwexm jai sxm diaqqoþm epijimdýmxm otriþm pqoseqaiüsgsay, le sgm epiuýkang sxm rvesijþm diehmþm rtluxmiþm pot amauýqomsai rso Üqhqo 1 cia sa emdiaueqülema lýqg b) c i a s a t p ü c e i a ý d a s a i) sa jqüsg lýkg kalbümotm sa amacjaßa lýsqa þrse ma pqokguheß Þ ma peqioqirheß g diovýsetrg qýpxm rsa tpüceia ýdasa jai ma pqokguheß g tpobühlirg sgy jasürsargy ükxm sxm rtrsglüsxm sxm tpüceixm tdüsxm, le sgm epiuýkang sgy euaqlocþy sxm paqacqüuxm 6 jai 7 jai le sgm epiuýkang sgy paqacqüuot 8 sot paqümsoy Üqhqot, jahþy jai le sgm epiuýkang sgy euaqlocþy sot Üqhqot 11 paqücqauoy 3 rsoiveßo i) ii) sa jqüsg lýkg pqorsaseýotm, amabahlßfotm jai apojahirsoým üka sa rtrsþlasa sxm tpüceixm tdüsxm, diaruakßfotm iroqqopßa lesaný sgy Ümskgrgy jai sgy amasqouodüsgrgy sxm tpüceixm tdüsxm, le rsüvo sgm epßsetng jakþy jasürsargy sxm tpüceixm tdüsxm so aqcüseqo dejapýmse Ýsg apü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy paqoýray odgcßay, rýluxma le siy diasüneiy sot paqaqsþlasoy V, le sgm epiuýkang sgy euaqlocþy sxm paqasürexm pot jahoqßfomsai rýluxma le sgm paqücqauo 4 jai sgy euaqlocþy sxm paqacqüuxm 5, 6 jai 7 jai le sgm epiuýkang sgy paqacqüuot 8 sot paqümsoy Üqhqot, jahþy jai le sgm epiuýkang sgy euaqlocþy sot Üqhqot 11 paqücqauoy 3 rsoiveßo i) iii) sa jqüsg lýkg euaqlüfotm sa amacjaßa lýsqa cia sgm amarsqouþ jühe rglamsijþy jai Ýllomgy amodijþy sürgy rtcjýmsqxrgy oiotdþpose qýpot, g opoßa oueßkesai re amhqþpimg dqarsgqiüsgsa pqojeilýmot ma leixheß pqoodetsijü g qýpamrg sxm tpüceixm tdüsxm. Sa lýsqa cia sgm epßsetng sgy amarsqouþy sgy sürgy euaqlüfomsai rýluxma le siy paqacqüuoty 2, 4 jai 5 sot Üqhqot 17, kalbümomsay tpüwg sa euaqlorsýa pqüstpa pot ejsßhemsai rsg rvesijþ joimosijþ moloherßa, le sgm epiuýkang sgy euaqlocþy sxm paqacqüuxm 6 jai 7 jai sgm epiuýkang sgy paqacqüuot 8 c) c i a s i y p q o r s a s e t ü l e m e y p e q i o v Ý y Sa jqüsg lýkg rtlloquoýmsai le üka sa pqüstpa jai soty rsüvoty so aqcüseqo dejapýmse Ýsg lesü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy paqoýray odgcßay, ejsüy am pqobkýpesai Ükkxy rsgm joimosijþ moloherßa rýluxma le sgm opoßa Ývotm jahoqirseß oi epilýqoty pqorsasetülemey peqiovýy. 2. EÜm Ýma rtcjejqilýmo tdasijü rýrsgla so auoqoým dýo Þ peqirrüseqoi apü soty rsüvoty sgy paqacqüuot 1, euaqlüfesai o atrsgqüseqoy rsüvoy. 3. Sa jqüsg lýkg lpoqoým ma jahoqßrotm Ýma rýrsgla epiuameiajþm tdüsxm xy sevmgsü Þ idiaisýqxy sqopopoiglýmo üsam: a) oi akkacýy rsa tdqoloquokocijü vaqajsgqirsijü sot rtrsþlasoy atsoý pot eßmai amacjaßey cia sgm epßsetng jakþy oijokocijþy jasürsargy, ha pqojakoýram rglamsijýy aqmgsijýy epipsþreiy: i) rso etqýseqo peqibükkom ii) rsg matripkoàa, rtlpeqikalbamolýmxm sxm kilemijþm ecjasarsürexm, Þ rsgm amawtvþ iii) re dqarsgqiüsgsey cia soty rjopoýy sxm opoßxm apohgjeýesai ýdxq, üpxy g tdqodüsgrg, g paqacxcþ tdqogkejsqijþy emýqceiay Þ g Üqdetrg iv) rsg qýhlirg sot ýdasoy, rsgm pqorsarßa apü pkgllýqey, rsgm aponþqamrg edauþm Þ v) Ükkey enßrot rglamsijýy amhqþpimey dqarsgqiüsgsey cia sg biþrilg amüpstng
L 327/1 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL b) oi vqþriloi rsüvoi pot entpgqesoýmsai apü sa sevmgsü Þ sqopopoiglýma vaqajsgqirsijü sot tdasijoý rtrsþlasoy dem lpoqoým, kücx sevmijþy adtmalßay Þ dtramükocot jürsoty, ma episetvhoým kocijü le Ükka lýra sa opoßa aposekoým poký jakýseqg peqibakkomsijþ epikocþ. EidijÞ lmeßa sot jahoqirloý atsoý jai sgy aisiokücgrþy sot ha cßmesai rsa rvýdia diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý pot epibükkei so Üqhqo 13 jai sa opoßa amahexqoýmsai amü enaesßa. rvedßot diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý peqikalbümomsai lia epirjüpgrg sgy euaqlocþy sxm lýsqxm atsþm jai lia peqßkgwg sxm stvüm pqürhesxm lýsqxm. 5. Sa jqüsg lýkg lpoqoým ma epidiþjotm peqibakkomsijoýy rsüvoty kicüseqo atrsgqoýy apü atsoýy pot apaisoýmsai dtmülei sgy paqacqüuot 1 cia rtcjejqilýma tdasijü rtrsþlasa, üsam epgqeüfomsai süro apü amhqþpimey dqarsgqiüsgsey, üpxy oqßfesai rýluxma le so Üqhqo 5 paqücqauoy 1, Þ g utrijþ soty jasürsarg eßmai sýsoia þrse g epßsetng sxm rsüvxm atsþm ma eßmai amýuijsg Þ dtramükoca dapamgqþ, jai euürom pkgqoýmsai ükey oi ajükothey pqoûpohýreiy: 4. Oi pqoherlßey pot pqobkýpomsai rsgm paqücqauo 1 lpoqoým ma paqaseßmomsai cia sg rsadiajþ epßsetng sxm rsüvxm cia tdasijü rtrsþlasa, tpü sgm pqoûpüherg üsi dem tpobahlßfesai peqaisýqx g jasürsarg sot pkgssülemot tdasijoý rtrsþlasoy, euürom pkgqoýmsai ükey oi ajükothey pqoûpohýreiy: a) oi peqibakkomsijýy jai joimxmijooijomolijýy amücjey pot entpgqesoýmsai apü sgm amhqþpimg atsþ dqarsgqiüsgsa dem lpoqoým ma episetvhoým le Ükka lýra sa opoßa aposekoým poký jakýseqg epikocþ cia peqibakkomsijþ pqajsijþ, g opoßa dem rtmepücesai dtramükoco jürsoy a) sa jqüsg lýkg diapirsþmotm üsi dem eßmai etkücxy dtmasüm ma episetvhoým ükey oi apaisoýlemey beksiþreiy sgy jasürsargy sot tdasijoý rtrsþlasoy emsüy sxm pqoherliþm pot jahoqßfomsai rsgm paqücqauo atsþ, cia Ýmam sotküvirsom apü soty ajükothoty kücoty: i) g jkßlaja sxm apaisoýlemxm beksiþrexm dem eßmai, cia sevmijoýy kücoty, dtmasüm ma episetvheß paqü lümo re vqomijü rsüdia pot tpeqbaßmotm so vqomodiücqalla ii) g okojkþqxrg sxm beksiþrexm emsüy sot vqomodiacqüllasoy ha Þsam dtramükoca dapamgqþ b) sa jqüsg lýkg enaruakßfotm: cia sa epiuameiajü ýdasa, üsi epistcvümesai so lýcirso dtmasü oijokocijü dtmalijü jai g jakýseqg dtmasþ vglijþ jasürsarg, dedolýmxm sxm epipsþrexm pot dem ha lpoqoýram etkücxy ma Ývotm apouetvheß kücx sgy uýrexy sgy amhqþpimgy dqarsgqiüsgsay Þ sgy qýpamrgy, cia sa tpüceia ýdasa, siy üro so dtmasüm kicüseqey lesabokýy rsgm jakþ jasürsarg sxm tpüceixm tdüsxm, dedolýmxm sxm epipsþrexm pot dem ha lpoqoýram etkücxy ma Ývotm apouetvheß kücx sgy uýrexy sgy amhqþpimgy dqarsgqiüsgsay Þ sgy qýpamrgy iii) oi utrijýy rtmhþjey dem episqýpotm Ýcjaiqey beksiþreiy rsgm jasürsarg sot tdasijoý rtrsþlasoy c) dem rgleiþmesai peqaisýqx tpobühlirg sgy jasürsargy sot pkgcýmsoy tdasijoý rtrsþlasoy b) g paqüsarg sgy pqoherlßay jai g amsßrsoivg aisiokocßa ejsßhemsai eidijü jai epengcoýmsai rso rvýdio diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý, pot apaiseßsai dtmülei sot Üqhqot 13 d) g jahiýqxrg kicüseqo atrsgqþm peqibakkomsijþm rsüvxm jai g amsßrsoivg aisiokocßa ejsßhemsai eidijü rso rvýdio diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý pot epibükkei so Üqhqo 13, oi de rsüvoi atsoß amahexqoýmsai amü enaesßa. c) oi paqasüreiy peqioqßfomsai re dýo so poký peqaisýqx emgleqþreiy sot rvedßot diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý, ejsüy apü siy peqipsþreiy pot oi utrijýy rtmhþjey eßmai sýsoiey þrse oi rsüvoi ma lgm eßmai dtmasüm ma episetvhoým emsüy sgy peqiüdot atsþy d) so rvýdio diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý peqikalbümei peqßkgwg sxm lýsqxm sa opoßa apaisoýmsai rýluxma le so Üqhqo 11 jai sa opoßa hexqoýmsai amacjaßa cia ma uhürotm pqoodetsijü sa tdasijü rtrsþlasa rsgm apaisoýlemg jasürsarg lýra rsgm paqasaheßra pqoherlßa, soty kücoty cia opoiadþpose aniorgleßxsg jahtrsýqgrg euaqlocþy sxm em kücx lýsqxm jai so amalemülemo vqomodiücqalla cia sgm euaqlocþ soty. Rsiy emgleqþreiy sot 6. PqorxqimÞ tpobühlirg sgy jasürsargy sxm tdasijþm rtrsglüsxm dem rtmirsü paqübarg sxm apaisþrexm sgy paqoýray odgcßay eüm oueßkesai re peqirsüreiy pot apoqqýotm apü utrijü aßsia Þ apü amxsýqa bßa jai eßmai enaiqesijýy Þ dem ha lpoqoýram etkücxy ma Ývotm pqobkeuheß, idßxy ajqaßey pkgllýqey jai paqasesalýmey ngqarßey, Þ eüm oueßkesai re peqirsüreiy kücx astvglüsxm oi opoßey dem ha lpoqoýram etkücxy ma Ývotm pqobkeuheß, euürom pkgqoýmsai ükey oi ajükothey pqoûpohýreiy: a) kalbümomsai üka sa pqajsijþy euijsü lýsqa cia ma pqokguheß g peqaisýqx tpobühlirg sgy jasürsargy jai cia ma lgm tpomoletheß g epßsetng sxm rsüvxm sgy paqoýray odgcßay re Ükka tdasijü rtrsþlasa pot dem hßcomsai apü siy peqirsüreiy atsýy
22.12.2 L 327/11 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL b) so rvýdio diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý amauýqei soty üqoty tpü soty opoßoty lpoqoým ma jgqýrromsai oi apqübkepsey Þ enaiqesijýy atsýy peqirsüreiy, rtlpeqikalbamolýmgy sgy hýrpirgy sxm jasükkgkxm deijsþm c) sa lýsqa pot pqýpei ma kalbümomsai rsiy enaiqesijýy atsýy peqirsüreiy peqikalbümomsai rso pqücqalla lýsqxm jai dem ha tpomoleýrotm sgm apojasürsarg sgy poiüsgsay sot tdasijoý rtrsþlasoy lesü sg kþng sxm peqirsürexm d) oi epipsþreiy sxm enaiqesijþm peqirsürexm Þ sxm peqirsürexm pot dem ha lpoqoýram etkücxy ma Ývotm pqobkeuheß epirjopoýmsai esgrßxy jai, le sgm epiuýkang sxm kücxm pot ejsßhemsai rsgm paqücqauo 4 rsoiveßo a), Ývotm kguheß üka sa pqajsijþy euijsü lýsqa cia sgm etkücxy savýseqg dtmasþ apojasürsarg sot tdasijoý rtrsþlasoy rsgm jasürsarg rsgm opoßa bqirjüsam pqim apü siy epipsþreiy sxm peqirsürexm atsþm jai c) oi kücoi cia siy sqopopoiþreiy Þ siy lesabokýy atsýy tpacoqeýomsai episajsijü apü so dglürio rtluýqom Þ/jai sa ouýkg cia so peqibükkom jai sgm joimxmßa apü sgm epßsetng sxm rsüvxm pot enaccýkkomsai rsgm paqücqauo 1 tpeqjakýpsomsai apü sa ouýkg sxm mýxm sqopopoiþrexm Þ lesabokþm cia sgm tceßa sxm amhqþpxm, cia sg diauýkang sgy aruükeiüy soty Þ cia sg biþrilg amüpstng jai d) oi eteqcesijoß rsüvoi soty opoßoty entpgqesoým atsýy oi sqopopoiþreiy Þ lesabokýy sxm tdüsimxm rtrsglüsxm dem lpoqoým cia sevmijoýy kücoty Þ kücx tpýqlesqot jürsoty, ma episetvhoým le Ükka lýra pot rtmirsoým poký jakýseqg peqibakkomsijþ epikocþ. 8. JasÜ sgm euaqlocþ sxm paqacqüuxm 3, 4, 5, 6 jai 7 sa jqüsg lýkg leqilmoým þrse g euaqlocþ ma lgm apojkeßei lomßlxy Þ ma lgm tpomoleýei sgm epßsetng sxm rsüvxm sgy paqoýray odgcßay re Ükka tdasijü rtrsþlasa sgy ßdiay peqiovþy kejümgy apoqqoþy posaloý jai ma rtlbadßfei le sgm euaqlocþ Ükkxm joimosijþm peqibakkomsijþm molohesglüsxm. e) g epülemg emglýqxrg sot rvedßot diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý peqikalbümei peqßkgwg sxm rtmepeiþm sxm peqirsürexm jai sxm lýsqxm pot ekþuhgram Þ ha kguhoým rýluxma le sa rsoiveßa a) jai d). 9. PqÝpei ma kguhoým lýsqa cia ma diaruakirheß üsi g euaqlocþ sxm mýxm diasünexm, rtlpeqikalbamolýmgy sgy euaqlocþy sxm paqacqüuxm 3, 4, 5, 6 jai 7 ecctüsai sotküvirsom so ßdio epßpedo pqorsarßay le sgm irvýotra joimosijþ moloherßa. 7. Sa jqüsg lýkg dem paqabiüfotm sgm paqoýra odgcßa euürom: g adtmalßa epßsetngy jakþy jasürsargy sxm tpüceixm tdüsxm, jakþy oijokocijþy jasürsargy Þ, jasü peqßpsxrg, jakoý oijokocijoý dtmalijoý Þ pqükgwgy sgy tpobühlirgy sgy jasürsargy emüy rtrsþlasoy epiuameiajþm Þ tpüceixm tdüsxm, oueßkesai re mýey sqopopoiþreiy sxm utrijþm vaqajsgqirsijþm sot rtrsþlasoy epiuameiajþm tdüsxm Þ re lesabokýy sgy rsühlgy sxm rtrsglüsxm tpüceixm tdüsxm Þ qhqo 5 VaqajsgqirsijÜ sgy peqiovþy kejümgy apoqqoþy posaloý, epirjüpgrg sxm peqibakkomsijþm epipsþrexm sxm amhqþpimxm dqarsgqiosþsxm jai oijomolijþ amüktrg sgy vqþrgy ýdasoy 1. JÜhe jqüsoy lýkoy enaruakßfei üsi, cia jühe peqiovþ kejümgy apoqqoþy posaloý Þ cia jühe slþla diehmoýy peqiovþy kejümgy apoqqoþy posaloý so opoßo bqßrjesai rso Ýdauüy sot, amakalbümesai: g adtmalßa pqükgwgy sgy tpobühlirgy apü sgm Üqirsg rsgm jakþ jasürsarg emüy rtrsþlasoy epiuameiajþm tdüsxm eßmai aposýkerla mýxm amhqþpimxm dqarsgqiosþsxm biþrilgy amüpstngy jai euürom pkgqoýmsai ükey oi ajükothey pqoûpohýreiy: a) kalbümomsai üka sa pqajsijþy euijsü lýsqa cia so lesqiarlü sxm aqmgsijþm epipsþrexm rsgm jasürsarg sot tdasijoý rtrsþlasoy amüktrg sxm vaqajsgqirsijþm sgy, epirjüpgrg sxm epipsþrexm sxm amhqþpimxm dqarsgqiosþsxm rsgm jasürsarg sxm epiuameiajþm jai sxm tpüceixm tdüsxm jai oijomolijþ amüktrg sgy vqþrgy ýdasoy, rýluxma le siy sevmijýy pqodiacqauýy sxm paqaqsglüsxm II jai III, jai üsi ha Ývei peqasxheß so aqcüseqo sýrreqa Ýsg lesü sgm gleqolgmßa emüqnexy irvýoy sgy paqoýray odgcßay. b) g aisiokocßa sxm sqopopoiþrexm Þ sxm lesabokþm ejsßhesai eidijü rso rvýdio diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý pot epibükkei so Üqhqo 13, oi de rsüvoi amahexqoýmsai amü enaesßa 2. Oi amakýreiy jai epirjopþreiy pot amauýqomsai rsgm paqücqauo 1 epamenesüfomsai jai, eüm apaiseßsai, emgleqþmomsai so aqcüseqo dejasqßa Ýsg lesü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy paqoýray odgcßay, rsg rtmýveia de, amü enaesßa.
L 327/12 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL qhqo 6 Lgsqþo pqorsasetülemxm peqiovþm epßpedo epeneqcarßay jahaqirloý pot apaiseßsai cia sgm paqacxcþ pürilot ýdasoy. Sa jqüsg lýkg lpoqoým ma jahieqþmotm fþmey aruakeßay cia sa tdasijü atsü rtrsþlasa. 1. Sa jqüsg lýkg enaruakßfotm sg dgliotqcßa lgsqþot Þ lgsqþxm ükxm sxm peqiovþm pot jeßmsai rso erxseqijü jühe peqiovþy kejümgy apoqqoþy posaloý, oi opoßey Ývotm vaqajsgqirheß xy vqþfotrey eidijþy pqorsarßay bürei eidijþm diasünexm sgy joimosijþy moloherßay cia sgm pqorsarßa sxm epiuameiajþm jai tpüceixm tdüsxm soty Þ cia sg diasþqgrg sxm oijüsopxm jai sxm eidþm pot enaqsþmsai Ülera apü so meqü. Sa jqüsg lýkg enaruakßfotm üsi so lgsqþo ha Ývei okojkgqxheß so aqcüseqo sýrreqa Ýsg lesü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy paqoýray odgcßay. 2. So Þ sa lgsqþa peqikalbümotm üka sa tdasijü rtrsþlasa pot pqordioqßfomsai dtmülei sot Üqhqot 7 paqücqauoy 1 jai ükey siy pqorsasetülemey peqiovýy pot jakýpsomsai apü so paqüqsgla IV. qhqo 8 Paqajokoýhgrg sgy jasürsargy sxm epiuameiajþm jai sxm tpüceixm tdüsxm jai sxm pqorsasetülemxm peqiovþm 1. Sa jqüsg lýkg enaruakßfotm sgm jasüqsirg pqocqallüsxm cia sgm paqajokoýhgrg sgy jasürsargy sxm tdüsxm, þrse ma tpüqvei rtmejsijþ jai rtmokijþ eijüma sgy jasürsargy sxm tdüsxm re jühe peqiovþ kejümgy apoqqoþy posaloý: cia sa epiuameiajü ýdasa, sa pqocqüllasa jakýpsotm: 3. Cia jühe peqiovþ kejümgy apoqqoþy posaloý, so Þ sa lgsqþa pqorsasetülemxm peqiovþm enesüfomsai jai emgleqþmomsai. i) som ücjo jai sg rsühlg Þ so qthlü qoþy rso lýsqo pot auoqü sgm oijokocijþ jai sg vglijþ soty jasürsarg jai so oijokocijü soty dtmalijü qhqo 7 ¾dasa pot vqgrilopoioýmsai cia sgm Ümskgrg pürilot ýdasoy 1. Re jühe peqiovþ kejümgy posaloý, sa jqüsg lýkg pqordioqßfotm: üka sa tdasijü rtrsþlasa pot vqgrilopoioýmsai cia sgm tdqokgwßa le rjopü sgm amhqþpimg jasamükxrg jai paqývotm jasü lýrom üqo Ümx sxm 1 m 3 gleqgrßxy Þ entpgqesoým peqirrüseqa apü 5 Üsola jai sa tdasijü rtrsþlasa pot pqooqßfomsai cia sýsoia vqþrg lekkomsijü. Sa jqüsg lýkg paqajokothoým, rýluxma le so paqüqsgla V, sa tdasijü rtrsþlasa sa opoßa, rýluxma le so paqüqsgla V, paqývotm jasü lýro üqo Ümx sxm 1 m 3 gleqgrßxy. 2. Cia jühe tdasijü rýrsgla pot pqordioqßfesai jasü sgm paqücqauo 1, epipkýom sgy sþqgrgy sxm rsüvxm sot Üqhqot 4 rýluxma le siy apaisþreiy sgy paqoýray odgcßay cia sa rtrsþlasa epiuameiajþm tdüsxm, rtlpeqikalbamolýmxm sxm poiosijþm pqosýpxm pot jahoqßfomsai re joimosijü epßpedo dtmülei sot Üqhqot 16, sa jqüsg lýkg enaruakßfotm üsi, tpü so euaqlofülemo jahersþy epeneqcarßay sot ýdasoy jai rýluxma le sgm joimosijþ moloherßa, so ýdxq pot pqojýpsei pkgqoß siy apaisþreiy sgy odgcßay 8/778/EOJ, üpxy sqopopoiþhgje le sgm odgcßa 98/83/EJ. 3. Sa jqüsg lýkg enaruakßfotm sgm pqorþjotra pqorsarßa sxm pqordioqifülemxm tdasijþm rtrsglüsxm le rjopü ma apouetvheß g tpobühlirg sgy poiüsgsüy soty, Ýsri þrse ma leixheß so ii) sgm oijokocijþ jai sg vglijþ soty jasürsarg jai so oijokocijü soty dtmalijü, cia sa tpüceia ýdasa, sa pqocqüllasa jakýpsotm sgm paqajokoýhgrg sgy vglijþy jai sgy porosijþy soty jasürsargy, cia siy pqorsasetülemey peqiovýy, sa pqocqüllasa rtlpkgqþmomsai le siy pqodiacqauýy pot peqiývomsai rsgm joimosijþ moloherßa le sgm opoßa Ývotm jahoqirseß oi epilýqoty pqorsasetülemey peqiovýy. 2. Sa pqocqüllasa atsü sßhemsai re euaqlocþ so aqcüseqo Ýni Ýsg lesü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy paqoýray odgcßay, ejsüy am oqßfesai Ükkxy rsgm oijeßa moloherßa. G xy Ümx paqajokoýhgrg pqýpei ma rtluxmeß le siy apaisþreiy sot paqaqsþlasoy V. 3. SevmijÝy pqodiacqauýy jai stpopoiglýmey lýhodoi cia sgm amüktrg jai sgm paqajokoýhgrg sgy jasürsargy sxm tdüsxm herpßfomsai le sg diadijarßa sot Üqhqot 21. qhqo 9 AmÜjsgrg jürsoty cia tpgqerßey ýdasoy 1. Sa jqüsg lýkg kalbümotm tpüwg sgm aqvþ sgy amüjsgrgy sot jürsoty sxm tpgqeriþm ýdasoy, rtlpeqikalbamolýmot sot jürsoty cia so peqibükkom jai soty utrijoýy püqoty, kalbümomsay tpüwg sgm oijomolijþ amüktrg pot dienücesai rýluxma le so paqüqsgla III, jai eidijüseqa rýluxma le sgm aqvþ «o qtpaßmxm pkgqþmei».
22.12.2 L 327/13 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL LÝvqi so 21, sa jqüsg lýkg enaruakßfotm: a) sxm ekýcvxm ejpolpþm bürei sxm jakýseqxm diahýrilxm sevmijþm, Þ üsi oi pokisijýy silokücgrgy sot ýdasoy paqývotm jasükkgka jßmgsqa rsoty vqþrsey cia ma vqgrilopoioým aposekerlasijü soty tdüsimoty püqoty jai, jasü rtmýpeia, rtlbükkotm rsgm epßsetng sxm peqibakkomsijþm rsüvxm sgy paqoýray odgcßay, jasükkgkg rtlbokþ sxm diauüqxm vqþrexm ýdasoy, diajqimülemxm, sotküvirsom, re biolgvamßa, moijojtqiü jai cexqcßa, rsgm amüjsgrg sot jürsoty sxm tpgqeriþm ýdasoy, bürei sgy oijomolijþy amüktrgy pot diemeqceßsai rýluxma le so paqüqsgla III jai kalbümomsay tpüwg sgm aqvþ «o qtpaßmxm pkgqþmei». Sa jqüsg lýkg lpoqoým em pqojeilýmx ma rtmejsiloým sa joimxmijü, sa peqibakkomsijü jai sa oijomolijü aposekýrlasa sgy amüjsgrgy, jahþy jai siy cexcqauijýy jai jkilasokocijýy rtmhþjey sgy oijeßay peqiovþy Þ peqiovþm. 2. Sa jqüsg lýkg amauýqotm, rsa rvýdia diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý, siy pqocqallasifülemey emýqceiey cia sgm euaqlocþ sgy paqacqüuot 1 oi opoßey ha rtlbükotm rsgm epßsetng sxm peqibakkomsijþm rsüvxm sgy paqoýray odgcßay, jahþy jai sg rtlbokþ sxm diauüqxm vqþrexm ýdasoy rsgm amüjsgrg sot jürsoty sxm tpgqeriþm ýdasoy. b) sxm rvesijþm oqiajþm silþm ejpolpþy, Þ c) rsgm peqßpsxrg diüvtsxm epipsþrexm, sxm ekýcvxm, rtlpeqikalbamolýmxm, jasü peqßpsxrg, sxm býksirsxm peqibakkomsijþm pqajsijþm, pot oqßfomsai: rsgm odgcßa 96/61/EJ sot Rtlbotkßot, sgy 24gy Repselbqßot 1996, rvesijü le sgm okojkgqxlýmg pqükgwg jai Ýkecvo sgy qýpamrgy ( 1 ), rsgm odgcßa 91/271/EJ sot Rtlbotkßot, sgy 21gy LaÀot 1991, cia sgm epeneqcarßa sxm arsijþm ktlüsxm ( 2 ), rsgm odgcßa 91/676/EJ sot Rtlbotkßot, sgy 12gy Dejelbqßot 1991, cia sgm pqorsarßa sxm tdüsxm apü sg misqoqqýpamrg cexqcijþy pqoýketrgy ( 3 ), rsiy odgcßey pot ejdßdomsai jas' euaqlocþ sot Üqhqot 16 sgy paqoýray odgcßay, rsiy odgcßey pot amauýqomsai rso paqüqsgla IX, 3. So paqüm Üqhqo dem elpodßfei ep' otdemß sg hýrpirg rtcjejqilýmxm pqokgpsijþm Þ dioqhxsijþm lýsqxm cia sgm epßsetng sxm rsüvxm sgy paqoýray odgcßay. 4. Sa jqüsg lýkg dem paqabaßmotm sgm paqoýra odgcßa eüm apouarßrotm, rýluxma le jahieqxlýmey pqajsijýy, ma lgm euaqlürotm siy diasüneiy sgy paqacqüuot 1 deýseqg peqßodoy, jai, cia so küco atsüm, siy rvesijýy diasüneiy sgy paqacqüuot 2, cia lia rtcjejqilýmg dqarsgqiüsgsa vqþrgy ýdasoy, euürom soýso dem hßcei soty rjopoýy jai sgm epßsetng sxm rsüvxm sgy paqoýray odgcßay. Sa jqüsg lýkg amauýqotm soty kücoty cia soty opoßoty dem euaqlüfotm pkþqxy sgm paqücqauo 1 deýseqg peqßodoy rsa rvýdia diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý. re oiodþpose Ükko rvesijü joimosijü molohýsgla, so aqcüseqo dþdeja Ýsg lesü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy paqoýray odgcßay, ejsüy eüm oqßfesai Ükkxy rsg rvesijþ moloherßa. 3. ¼sam Ýmay poiosijüy rsüvoy Þ Ýma poiosijü pqüstpo, eßse Ývei jahoqirseß rýluxma le sgm paqoýra odgcßa, rsiy odgcßey pot amauýqomsai rso paqüqsgla IX, eßse rýluxma le oiodþpose Ükko joimosijü molohýsgla, apaiseß atrsgqüseqoty üqoty apü ejeßmoty pot ha pqoýjtpsam apü sgm euaqlocþ sgy paqacqüuot 2, jahoqßfomsai amakücxy jai atrsgqüseqoi Ýkecvoi ejpolpþm. qhqo 11 qhqo 1 G rtmdtarlýmg pqorýccirg cia rgleiajýy jai diüvtsey pgcýy 1. Sa jqüsg lýkg enaruakßfotm üsi ükey oi amaueqülemey rsgm paqücqauo 2 apoqqßweiy re epiuameiajü ýdasa ekýcvomsai rýluxma le sg rtmdtarlýmg pqorýccirg pot ejsßhesai rso paqüm Üqhqo. 2. Sa jqüsg lýkg enaruakßfotm sgm jahiýqxrg Þ/jai euaqlocþ: Pqücqalla lýsqxm 1. JÜhe jqüsoy lýkoy leqilmü cia sg hýrpirg, cia jühe peqiovþ kejümgy apoqqoþy posaloý Þ cia so slþla diehmoýy peqiovþy kejümgy apoqqoþy posaloý pot etqßrjesai emsüy sgy epijqüseiüy sot, pqocqüllasoy lýsqxm, kalbümomsay tpüwg sa aposekýrlasa sxm amakýrexm pot apaisoýmsai dtmülei sot Üqhqot 5, pqojeilýmot ma episetvhoým oi rsüvoi pot jahoqßfomsai dtmülei sot Üqhqot 4. Sa em kücx pqocqüllasa lýsqxm lpoqoým ma ( 1 ) EE L 257 sgy 1.1.1996, r. 26. ( 2 ) EE L 135 sgy 3.5.1991, r. 4 odgcßa üpxy sqopopoiþhgje apü sgm odgcßa 98/15/EJ sgy EpisqopÞy (EE L 67 sgy 7.3.1998, r. 29). ( 3 ) EE L 375 sgy 31.12.1991, r. 1.
L 327/14 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL amauýqomsai re lýsqa pot pqojýpsotm apü moloherßa, g opoßa Ývei herpirheß re ehmijü epßpedo, jai jakýpsotm so rýmoko sgy epijqüseiay jqüsoty lýkoty. JasÜ peqßpsxrg, Ýma jqüsoy lýkoy lpoqeß ma herpßfei lýsqa pot irvýotm cia ükey siy peqiovýy kejümgy apoqqoþy posaloý Þ/jai sa slþlasa diehmþm peqiovþm kejümgy apoqqoþy posaloý pot etqßrjomsai rsgm epijqüseiü sot. 2. JÜhe pqücqalla lýsqxm peqikalbümei sa «barijü» lýsqa pot pqordioqßfomsai rsgm paqücqauo 3 jai, üpot apaiseßsai, «rtlpkgqxlasijü» lýsqa. 3. Sa «barijü lýsqa» eßmai oi rsoiveiþdeiy apaisþreiy pot pqýpei ma pkgqoýmsai jai rtmßrsamsai: a) rsa lýsqa pot apaisoýmsai cia sgm euaqlocþ sgy joimosijþy moloherßay cia sgm pqorsarßa sxm tdüsxm, rtlpeqikalbamolýmxm sxm lýsqxm pot apaisoýmsai dtmülei sgy moloherßay pot pqordioqßfesai rso Üqhqo 1 jai rso lýqoy A sot paqaqsþlasoy VI b) re lýsqa pot jqßmomsai jasükkgka cia soty rjopoýy sot Üqhqot 9 c) re lýsqa cia sgm pqoacxcþ liay aposekerlasijþy jai biþrilgy vqþrgy ýdasoy pqojeilýmot ma lgm diajtbeýesai g epßsetng sxm rsüvxm pot oqßfomsai rso Üqhqo 4 d) re lýsqa cia sg rtllüquxrg pqoy siy apaisþreiy sot Üqhqot 7, rtlpeqikalbamolýmxm sxm lýsqxm cia sg diauýkang sgy poiüsgsay sot ýdasoy pqojeilýmot ma leixheß so epßpedo sgy epeneqcarßay jahaqirloý pot apaiseßsai cia sgm paqacxcþ pürilot ýdasoy e) re ekýcvoty pot diýpotm sgm Ümskgrg cktjþm epiuameiajþm jai tpüceixm tdüsxm jai sgm jasajqüsgrg cktjþm epiuameiajþm tdüsxm, rtlpeqikalbamolýmot lgsqþot Þ lgsqþxm amskþrexm, jai apaßsgrg pqogcoýlemgy Üdeiay cia sgm Ümskgrg jai sgm jasajqüsgrg. Oi Ýkecvoi atsoß epamenesüfomsai peqiodijþy jai, euürom vqeiüfesai, ejrtcvqomßfomsai. Sa jqüsg lýkg lpoqoým ma enaiqoým apü soty em kücx ekýcvoty siy amskþreiy Þ siy jasajqasþreiy pot dem Ývotm rglamsijýy epipsþreiy rsgm jasürsarg sot ýdasoy qýhlirg, üpxy g apacüqetrg sgy eirüdot qýpxm rsa ýdasa, Þ cia pqogcoýlemg Üdeia, Þ cia jasavþqgrg barifülemg re cemijoýy derletsijoýy jamümey pot ma jahoqßfotm ekýcvoty ejpolpþm cia soty rvesijoýy qýpoty, rtlpeqikalbamolýmxm ekýcvxm rýluxma le sa Üqhqa 1 jai 16. Oi Ýkecvoi atsoß epamenesüfomsai peqiodijþy jai, euürom vqeiüfesai, ejrtcvqomßfomsai g) cia siy diüvtsey pgcýy ijamýy ma pqojakýrotm qýpamrg, lýsqa cia sgm pqükgwg Þ som Ýkecvo sgy diovýsetrgy qýpxm. Oi Ýkecvoi lpoqeß ma kübotm sg loquþ apaßsgrgy cia pqogcoýlemg jamomirsijþ qýhlirg, üpxy g apacüqetrg eirüdot qýpxm rsa ýdasa, pqogcoýlemg Üdeia Þ jasavþqgrg barifülemg re cemijoýy derletsijoýy jamümey, üsam g apaßsgrg atsþ dem pqobkýpesai apü Ükkg joimosijþ moloherßa. Oi Ýkecvoi atsoß epamenesüfomsai peqiodijþy jai, euürom vqeiüfesai, ejrtcvqomßfomsai h) cia oierdþpose rglamsijýy aqmgsijýy epipsþreiy rsgm jasürsarg sot ýdasoy pot pqordioqßfesai dtmülei sot Üqhqot 5 jai sot paqaqsþlasoy II, idßxy lýsqa cia ma enaruakirheß üsi oi tdqoloquokocijýy rtmhþjey sxm tdüsimxm rtrsglüsxm amsirsoivoým rsgm epidßxng sgy apaisoýlemgy oijokocijþy jasürsargy Þ jakoý oijokocijoý dtmalijoý cia tdasijü rtrsþlasa pot vaqajsgqßfomsai sevmgsü Þ idiaisýqxy sqopopoiglýma. Oi Ýkecvoi pqoy so rjopü atsü lpoqeß ma kübotm sg loquþ apaßsgrgy cia pqogcoýlemg Üdeia Þ jasavþqgrg barifülemg re cemijoýy derletsijoýy jamümey, üsam g apaßsgrg atsþ dem pqobkýpesai apü Ükkg joimosijþ moloherßa. Oi Ýkecvoi atsoß epamenesüfomsai peqiodijþy jai, euürom vqeiüfesai, ejrtcvqomßfomsai i) re apacüqetrg sxm apoqqßwexm qýpxm, apetheßay rsa tpüceia ýdasa, le sgm epiuýkang sxm ajükothxm diasünexm. Sa jqüsg lýkg lpoqoým ma episqýpotm sgm epamýcvtrg rsom ßdio tdqouüqo oqßfomsa ýdasoy so opoßo vqgrilopoießsai cia cexheqlijoýy rjopoýy. Sa jqüsg lýkg lpoqoým epßrgy ma episqýpotm, oqßfomsay siy rvesijýy pqoûpohýreiy: rs) re ekýcvoty, rtlpeqikalbamolýmgy apaßsgrgy cia pqogcoýlemg Üdeia rvesijü le sevmijþ amasqouodüsgrg Þ aýngrg sxm rtrsglüsxm tpüceixm tdüsxm. Sa vqgrilopoioýlema ýdasa lpoqoým ma pqoýqvomsai apü oiadþpose epiuameiajü Þ tpüceia ýdasa, euürom g vqgrilopoßgrg sgy pgcþy dem hýsei re jßmdtmo sgm epßsetng sxm peqibakkomsijþm rsüvxm pot jahoqßfomsai cia sgm pgcþ Þ so amasqouodosglýmo Þ atnamülemo rýrsgla tpüceixm tdüsxm. Oi Ýkecvoi atsoß epamenesüfomsai peqiodijþy jai, euürom vqeiüfesai, ejrtcvqomßfomsai, f) cia siy rgleiajýy pgcýy apoqqßwexm pot emdývesai ma pqojakýrotm qýpamrg, re apaßsgrg cia pqogcoýlemg jamomirsijþ sgm Ýcvtrg tdüsxm pot peqiývotm otrßey, oi opoßey pqoýqvomsai apü eqcarßey amafþsgrgy jai enacxcþy tdqocomamhqüjxm Þ apü lesakketsijýy dqarsgqiüsgsey, jai sgm Ýcvtrg tdüsxm cia sevmijoýy kücoty, re cexkocijoýy rvglasirloýy apü soty opoßoty Ývotm enavheß tdqocomümhqajey Þ Ükkey otrßey Þ re cexkocijoýy rvglasirloýy oi opoßoi, cia utrijoýy kücoty, eßmai lomßlxy ajasükkgkoi cia Ükkoty rjopoýy. Oi ecvýreiy atsýy dem episqýpesai ma peqiývotm Ükkey otrßey pkgm ejeßmxm pot pqoýqvomsai apü siy pqoamaueqülemey eqcarßey sgm epamýcvtrg tpüceixm tdüsxm pot amskoýmsai apü oqtveßa jai kasoleßa Þ pot rtmdýomsai le sgm jasarjetþ Þ sg rtmsþqgrg Ýqcxm pokisijoý lgvamijoý
22.12.2 L 327/15 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL ia) ib) sgm Ýcvtrg utrijoý aeqßot Þ tcqaeqßot (LPG) pqoy apohþjetrg re cexkocijoýy rvglasirloýy oi opoßoi, cia utrijoýy kücoty, eßmai lomßlxy ajasükkgkoi cia Ükkoty rjopoýy sgm Ýcvtrg utrijoý aeqßot Þ tcqaeqßot (LPG) pqoy apohþjetrg re Ükkoty cexkocijoýy rvglasirloýy üsam tpüqvei episajsijþ amücjg cia sgm aruükeia sot euodiarloý re aýqio jai üsam g Ýcvtrg pqaclasopoießsai jasü sqüpo pot dem paqotriüfei Þ dem ha paqotriürei jßmdtmo tpobühlirgy sgy poiüsgsay sxm tpüceixm tdüsxm tpodovþy jasarjetarsijýy jai oijodolijýy eqcarßey jai eqcarßey pokisijoý lgvamijoý jai paqüloiey dqarsgqiüsgsey epß Þ emsüy sot edüuoty pot Ýqvesai re epauþ le sa tpüceia ýdasa. Cia soty rjopoýy atsoýy, sa jqüsg lýkg lpoqoým ma oqßfotm üsi oi dqarsgqiüsgsey atsýy episqýpomsai euürom dienücomsai rýluxma le cemijoýy derletsijoýy jamümey soty opoßoty herpßfotm sa jqüsg lýkg cia siy dqarsgqiüsgsey atsýy apoqqßweiy lijqþm porosþsxm otriþm oi opoßey pqaclasopoioýmsai cia epirsglomijoýy kücoty cia so vaqajsgqirlü, sgm pqorsarßa Þ sgm apojasürsarg tdasijþm rtrsglüsxm jai oi opoßey peqioqßfomsai atrsgqü rsgm apaisoýlemg porüsgsa, euürom oi em kücx apoqqßweiy dem hýsotm re jßmdtmo sgm epßsetng sxm peqibakkomsijþm rsüvxm pot jahoqßfomsai cia so em kücx rýrsgla tpoceßxm tdüsxm rýluxma le sg dqürg pot amakalbümesai dtmülei sot Üqhqot 16, re lýsqa cia sgm enükeiwg sgy qýpamrgy epiuameiajþm tdüsxm apü siy otrßey pot pqordioqßfomsai rsom jasükoco pqoseqaiüsgsay pot rtluxmeßsai rýluxma le so Üqhqo 16 paqücqauoy 2, jai cia sgm pqoodetsijþ leßxrg sgy qýpamrgy apü Ükkey otrßey g opoßa, diauoqesijü, ha elpüdife sa jqüsg lýkg ma episývotm soty rsüvoty cia sa rtrsþlasa epiuameiajþm tdüsxm rýluxma le so Üqhqo 4 re stvüm lýsqa cia sgm pqükgwg sgy rglamsijþy diaqqoþy qýpxm apü sevmijýy ecjasarsüreiy jai cia sgm pqükgwg Þ/jai sg leßxrg sxm epipsþrexm sxm epeirodßxm qýpamrgy kücx astvþlasoy, cia paqüdeicla Ýpeisa apü pkgllýqey, rtlpeqikalbamolýmxm lýsqxm pot pqobkýpotm rtrsþlasa cia sgm amßvmetrg sýsoixm cecomüsxm Þ cia sg rvesijþ pqoeidopoßgrg, rtlpeqikalbamolýmxm, rsgm peqßpsxrg astvglüsxm pot dem ha lpoqoýram ma Ývotm etkücxy pqobkeuheß, ükxm sxm jasükkgkxm lýsqxm cia sg leßxrg sxm jimdýmxm rsa tdasijü oijortrsþlasa. Sa jqüsg lýkg lpoqoým epßrgy ma herpßfotm peqaisýqx rtlpkgqxlasijü lýsqa le rjopü sgm pqürhesg pqorsarßa Þ beksßxrg sxm tdüsxm pot jakýpsomsai apü sgm paqoýra odgcßa, lesaný Ükkxm jas' euaqlocþ sxm oijeßxm diehmþm rtluxmiþm peqß sxm opoßxm so Üqhqo 1. 5. ¼sam sa rsoiveßa paqajokoýhgrgy Þ Ükka rsoiveßa tpodeijmýotm üsi dem eßmai pihamüm ma episetvhoým oi rsüvoi pot sßhemsai dtmülei sot Üqhqot 4 cia so tdasijü rýrsgla, so jqüsoy lýkoy leqilmü þrse: ma dieqetmþmsai sa aßsia sgy pihamþy apostvßay, ma enesüfomsai oi rvesijýy Üdeiey jai enotriodosþreiy jai ma amahexqoýmsai orüjiy eßmai rjüpilo, ma amahexqoýmsai jai ma pqoraqlüfomsai sa pqocqüllasa paqajokoýhgrgy orüjiy eßmai rjüpilo jai ma herpßfomsai sa pqürhesa lýsqa pot eßmai amacjaßa pqojeilýmot ma episetvhoým oi em kücx rsüvoi, rtlpeqikalbamolýmgy, orüjiy eßmai rjüpilo, sgy hýrpirgy atrsgqüseqxm peqibakkomsijþm pqosýpxm, rýluxma le siy diadijarßey pot pqobkýpomsai rso paqüqsgla V. ¼sam sa aßsia atsü oueßkomsai re peqirsüreiy pot apoqqýotm apü utrijü aßsia Þ apü amxsýqa bßa jai eßmai enaiqesijýy Þ dem lpoqoýram etkücxy ma Ývotm pqobkeuheß, idßxy ajqaßey pkgllýqey jai paqasesalýmey ngqarßey, so jqüsoy lýkoy lpoqeß ma apouarßfei üsi g euaqlocþ pqürhesxm lýsqxm eßmai amýuijsg, le sgm epiuýkang sot Üqhqot 4 paqücqauoy 6. 6. JasÜ sgm euaqlocþ sxm lýsqxm pot herpßfomsai rýluxma le sgm paqücqauo 3, sa jqüsg lýkg kalbümotm üka sa jasükkgka lýsqa cia ma lgm atngheß g qýpamrg sxm hakürrixm tdüsxm. Le sgm epiuýkang sgy irvýotray moloherßay, g euaqlocþ lýsqxm pot kalbümomsai rýluxma le sgm paqücqauo 3 dem episqýpesai ep' otdemß ma odgceß, alýrxy Þ ellýrxy, rsgm aýngrg sgy qýpamrgy sxm epiuameiajþm tdüsxm. G apaßsgrg atsþ dem irvýei eüm soýso ha eßve xy aposýkerla sgm aýngrg sgy qýpamrgy sot ükot peqibükkomsoy. 7. Sa pqocqüllasa lýsqxm jasaqsßfomsai so aqcüseqo emmýa Ýsg lesü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy paqoýray odgcßay jai üka sa lýsqa eßmai Ýsoila pqoy euaqlocþ so aqcüseqo dþdeja Ýsg lesü sgm gleqolgmßa atsþ. 4. «RtlpkgqxlasijÜ» lýsqa eßmai sa lýsqa pot jasaqsßfomsai jai sßhemsai re euaqlocþ epipkýom sxm barijþm lýsqxm, le rjopü sgm epßsetng sxm rsüvxm pot jahoqßfomsai rýluxma le so Üqhqo 4. So lýqoy B sot paqaqsþlasoy VI peqiývei lg enamskgsijü jasükoco sýsoixm lýsqxm. 8. Sa pqocqüllasa lýsqxm amahexqoýmsai jai, am eßmai amücjg, emgleqþmomsai, so aqcüseqo dejapýmse Ýsg lesü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy paqoýray odgcßay jai, rsg rtmýveia, amü enaesßa. JÜhe mýo Þ amahexqglýmo lýsqo pot herpßfesai dtmülei emüy emgleqxlýmot pqocqüllasoy, pqýpei ma eßmai Ýsoilo pqoy euaqlocþ emsüy sqiþm esþm apü sg hýrpirþ sot.
L 327/16 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL qhqo 12 HÝlasa pot dem lpoqoým ma amsilesxpirsoým re epßpedo jqüsoty lýkoty 1. ¼sam Ýma jqüsoy lýkoy emsopßrei fþsgla pot Ývei epipsþreiy rsg diaveßqirg sxm tdüsxm sot akkü dem eßmai dtmasüm ma epiktheß apü so em kücx jqüsoy lýkoy, lpoqeß ma amauýqei so fþsgla rsgm EpisqopÞ jai re opoiodþpose Ükko emdiaueqülemo jqüsoy lýkoy jai ma pqobeß re rtrsüreiy cia sgm epßktrþ sot. 6. Sa rvýdia diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý dglorieýomsai so aqcüseqo emmýa Ýsg lesü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy paqoýray odgcßay. 7. Sa rvýdia diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý amahexqoýmsai jai emgleqþmomsai, so aqcüseqo dejapýmse Ýsg lesü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy paqoýray odgcßay jai, rsg rtmýveia, amü enaesßa. 2. G EpisqopÞ apamsü re oiadþpose amauoqü Þ rýrsarg jqüsoty lýkoty emsüy enalþmot. qhqo 14 Pkgqouüqgrg sot joimoý jai diabotkeýreiy qhqo 13 RvÝdia diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý 1. Sa jqüsg lýkg enaruakßfotm üsi jasaqsßfesai Ýma rvýdio diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý cia jühe peqiovþ kejümgy apoqqoþy posaloý pot etqßrjesai en okojkþqot rso Ýdauüy soty. 2. Rsgm peqßpsxrg diehmoýy kejümgy apoqqoþy posaloý pot etqßrjesai en okojkþqot emsüy sgy Joimüsgsay, sa jqüsg lýkg rtmeqcüfomsai cia sgm jasüqsirg emiaßot diehmoýy rvedßot diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý. Euürom dem jasaqsirheß paqüloio diehmýy rvýdio diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý, sa jqüsg lýkg jasaqsßfotm rvýdia diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý pot jakýpsotm sotküvirsom sa lýqg sgy diehmoýy kejümgy apoqqoþy posaloý pot bqßrjomsai rso Ýdauüy soty cia sgm epßsetng sxm rsüvxm sgy paqoýray odgcßay. 1. Sa jqüsg lýkg emhaqqýmotm sgm emeqcü rtllesovþ ükxm sxm emdiaueqülemxm leqþm rsgm tkopoßgrg sgy paqoýray odgcßay, idßxy de rsgm ejpümgrg, sgm amaheþqgrg jai sgm emglýqxrg sxm rvedßxm diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý. Sa jqüsg lýkg, cia jühe peqiovþ kejümgy apoqqoþy posaloý, dglorieýotm jai hýsotm rsg diüherg sot joimoý, rtlpeqikalbamolýmxm sxm vqgrsþm, cia sg diasýpxrg paqasgqþrexm: a) vqomodiücqalla jai pqücqalla eqcariþm cia sgm ejpümgrg sot rvedßot, rtlpeqikalbamolýmgy jasürsargy sxm kgpsýxm lýsqxm diabotkeýrexm, sotküvirsom sqßa Ýsg pqim apü sgm Ýmaqng sgy peqiüdot rsgm opoßa amauýqesai so rvýdio b) emdiülerg epirjüpgrg sxm rglamsijþm fgsglüsxm diaveßqirgy sxm tdüsxm pot emsopßrsgjam rsg kejümg apoqqoþy posaloý, sotküvirsom dýo Ýsg pqim apü sgm Ýmaqng sgy peqiüdot rsgm opoßa amauýqesai so rvýdio 3. Rsgm peqßpsxrg diehmoýy kejümgy apoqqoþy posaloý g opoßa tpeqbaßmei sa üqia sgy Joimüsgsay, sa jqüsg lýkg pqorpahoým ma jasaqsßrotm emiaßo rvýdio diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý jai, eüm atsü eßmai amýuijso, rvýdio so opoßo jakýpsei sotküvirsom so slþla sgy diehmoýy peqiovþy kejümgy apoqqoþy posaloý pot bqßrjesai rso Ýdauoy sot em kücx jqüsoty lýkoty. 4. So rvýdio diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý peqikalbümei siy pkgqouoqßey pot ejsßhemsai kepsoleqþy rso paqüqsgla VII. 5. Sa rvýdia diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý lpoqoým ma rtlpkgqþmomsai le sgm jasüqsirg kepsoleqýrseqxm pqocqallüsxm jai rvedßxm diaveßqirgy amü tpokejümg, solýa, hýla Þ sýpo ýdasoy, pqojeilýmot ma amsilesxpßfomsai eidijýy pstvýy sgy diaveßqirgy sxm tdüsxm. G euaqlocþ sxm lýsqxm atsþm dem apakkürrei sa jqüsg lýkg apü oiadþpose tpovqýxrg Ývotm dtmülei sot tpokoßpot jeilýmot sgy paqoýray odgcßay. c) amsßcqauo sot pqorvedßot diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý, sotküvirsom Ýma Ýsoy pqim apü sgm Ýmaqng sgy peqiüdot rsgm opoßa amauýqesai so rvýdio. Jasüpim rvesijþy aßsgrgy, paqývesai pqürbarg re boghgsijü Ýccqaua jai pkgqouoqßey pot vqgrilopoiþhgjam cia sgm ejpümgrg sot pqorvedßot diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý. 2. Sa jqüsg lýkg paqývotm pqoherlßa sotküvirsom Ýni lgmþm cia sgm tpobokþ cqapsþm paqasgqþrexm rvesijü le sa em kücx Ýccqaua, pqojeilýmot ma tpüqnei dtmasüsgsa emeqcoý rtllesovþy jai diabotkeýrexm. 3. Oi paqücqauoi 1 jai 2 euaqlüfomsai enßrot rsa emgleqxlýma rvýdia diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý.
22.12.2 L 327/17 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL qhqo 15 TpobokÞ ejhýrexm 1. Sa jqüsg lýkg diabibüfotm amsßcqaua sxm rvedßxm diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý jai ükxm sxm epajükothxm emgleqxlýmxm loquþm soty rsgm EpisqopÞ jai re oiodþpose emdiaueqülemo jqüsoy lýkoy emsüy sqiþm lgmþm apü sg dglorßetrþ soty: a) cia siy peqiovýy kejümgy apoqqoþy posaloý pot etqßrjomsai en okojkþqot rso Ýdauoy emüy jqüsoty lýkoty, üka sa rvýdia diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý sa opoßa jakýpsotm so ehmijü sot Ýdauoy jai Ývotm dglorietheß rýluxma le so Üqhqo 13 b) cia siy diehmeßy peqiovýy kejümgy apoqqoþy posaloý, sotküvirsom so lýqoy sxm rvedßxm diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý pot jakýpsei so Ýdauoy sot jqüsoty lýkoty. 2. Sa jqüsg lýkg tpobükkotm rtmopsijýy ejhýreiy rvesijü le: siy amakýreiy pot apaisoýmsai dtmülei sot Üqhqot 5 jai 2. G EpisqopÞ tpobükkei pqüsarg cia som jahoqirlü jasakücot otriþm pqoseqaiüsgsay oi opoßey epikýcomsai lesaný ejeßmxm pot paqotriüfotm rglamsijü jßmdtmo cia so tdasijü peqibükkom Þ lýrx atsoý. Rsiy otrßey apodßdesai reiqü pqoseqaiüsgsay cia amükgwg dqürgy bürei sot jimdýmot pot eluamßfotm cia so tdasijü peqibükkom, Þ lýrx atsoý, o opoßoy pqordioqßfesai le: a) aniokücgrg sot jimdýmot dienacülemg rýluxma le som jamomirlü (EOJ) aqih. 793/93 sot Rtlbotkßot ( 1 ), sgm odgcßa 91/414/EOJ sot Rtlbotkßot ( 2 ) jai sgm odgcßa 98/8/EJ sot Etqxpaújoý Joimobotkßot jai sot Rtlbotkßot ( 3 ), Þ b) rsovohesglýmg aniokücgrg bürei sot jimdýmot [rýluxma le sg lýhodo sot jamomirloý (EOJ) aqih. 793/93], g opoßa epijemsqþmesai apojkeirsijü rsgm tdasijþ oijosonijüsgsa jai sgm sonijüsgsa cia som Ümhqxpo lýrx sot tdasijoý peqibükkomsoy. EÜm eßmai apaqaßsgso, pqojeilýmot ma ijamopoigheß so vqomodiücqalla sgy paqacqüuot 4, apodßdesai rsiy otrßey reiqü pqoseqaiüsgsay cia sgm amükgwg dqürgy bürei sot jimdýmot pot eluamßfotm cia so tdasijü peqibükkom Þ lýrx atsoý, o opoßoy pqordioqßfesai le apkotrsetlýmg diadijarßa aniokücgrgy bürei sot jimdýmot, rsgqifülemg re epirsglomijýy aqvýy, le sgm opoßa rtmejsilþmsai idßxy: sa pqocqüllasa paqajokoýhgrgy pot jasaqsßfomsai dtmülei sot Üqhqot 8, pot amakalbümomsai cia soty rjopoýy sot pqþsot rvedßot diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý emsüy sqiþm lgmþm apü sgm okojkþqxrþ soty. 3. Sa jqüsg lýkg, emsüy sqiþm esþm apü sg dglorßetrg jühe rvedßot diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý Þ sgm emglýqxrþ sot bürei sot Üqhqot 13, tpobükkotm emdiülerg Ýjherg rsgm opoßa peqicqüuesai g pqüodoy pot Ývei rgleixheß xy pqoy sgm euaqlocþ sot pqobkepülemot pqocqüllasoy lýsqxm. rsoiveßa rvesijü le sgm eccemþ pihamüsgsa astvþlasoy pot eluamßfei g rvesijþ otrßa, idßxy de rvesijü le sgm tdasijþ oijosonijüsgsü sgy jai sgm sonijüsgsa cia som Ümhqxpo lýrx tdüsimxm odþm Ýjhergy jai rsoiveßa apü sgm paqajokoýhgrg ejsesalýmgy peqibakkomsijþy lüktmrgy jai Ükkoi apodedeiclýmoi paqücomsey oi opoßoi emdývesai ma rsoiveiohesoým pihamüsgsa eluümirgy ejsesalýmgy peqibakkomsijþy lüktmrgy, üpxy o paqacülemoy Þ vqgrilopoioýlemoy ücjoy sgy rvesijþy otrßay jai oi sqüpoi vqþrgy sgy. qhqo 16 RsqasgcijÝy jasü sgy qýpamrgy sxm tdüsxm 1. So Etqxpaújü Joimoboýkio jai so Rtlboýkio herpßfotm eidijü lýsqa jasü sgy qýpamrgy sxm tdüsxm apü lelomxlýmoty qýpoty Þ olüdey qýpxm pot aposekoým rglamsijü jßmdtmo cia so tdasijü peqibükkom Þ lýrx atsoý, rtlpeqikalbamolýmxm sxm jimdýmxm cia sa ýdasa pot vqgrilopoioýmsai cia sgm Ümskgrg pürilot ýdasoy. Cia soty qýpoty atsoýy, sa lýsqa aporjopoým rsgm pqoodetsijþ leßxrg jai, cia siy epijßmdtmey otrßey pqoseqaiüsgsay oi opoßey jahoqßfomsai rso Üqhqo 2 rgleßo 3, rsgm paýrg Þ sg rsadiajþ enükeiwg sxm apoqqßwexm, ejpolpþm jai diaqqoþm. Sa lýsqa atsü herpßfomsai bürei pqosürexm pot tpobükkei g EpisqopÞ rýluxma le siy diadijarßey pot pqobkýpomsai rsg rtmhþjg. 3. G pqüsarg sgy EpisqopÞy pqordioqßfei epßrgy siy epijßmdtmey otrßey pqoseqaiüsgsay. Pqoy soýso, g EpisqopÞ kalbümei tpüwg sgm epikocþ amgrtvgsijþm otriþm g opoßa epiveiqþhgje rsgm oijeßa joimosijþ moloherßa peqß epijßmdtmxm otriþm Þ rsiy oijeßey diehmeßy rtluxmßey. 4. G EpisqopÞ epamenesüfei som ecjqihýmsa jasükoco otriþm pqoseqaiüsgsay so aqcüseqo sýrreqa Ýsg lesü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy paqoýray odgcßay, rsg rtmýveia de, sotküvirsom amü sesqaesßa, jai tpobükkei pqosüreiy, üpot eßmai emdedeiclýmo. ( 1 ) EE L 84 sgy 5.4.1993, r. 1 ( 2 ) EE L 23 sgy 19.8.1991, r. 1 odgcßa üpxy sqopopoiþhgje seketsaßa apü sgm odgcßa 98/47/EJ (EE L 191 sgy 7.7.1998, r. 5). ( 3 ) EE L 123 sgy 24.4.1998, r. 1.
L 327/18 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL 5. JasÜ sgm ejpümgrg sgy pqüsarþy sgy, g EpisqopÞ kalbümei tpüwg rtrsüreiy pot diastpþmotm g epirsglomijþ episqopþ cia sgm sonijüsgsa, sgm oijosonijüsgsa jai so peqibükkom, sa jqüsg lýkg, so Etqxpaújü Joimoboýkio, o Etqxpaújüy Oqcamirlüy PeqibÜkkomsoy, joimosijü eqetmgsijü pqocqüllasa, diehmeßy oqcamirloß sxm opoßxm g Joimüsgsa eßmai lýkoy, etqxpaújýy epiveiqglasijýy oqcamþreiy, rtlpeqikalbamolýmxm atsþm pot ejpqorxpoým siy lijqýy jai leraßey epiveiqþreiy, etqxpaújoß oqcamirloß peqibükkomsoy jai koipü rtmauþ rsoiveßa pot tpopßpsotm rsgm pqorovþ sgy. 6. Cia siy otrßey pqoseqaiüsgsay, g EpisqopÞ tpobükkei pqosüreiy ekýcvxm cia: sgm pqoodetsijþ leßxrg sxm apoqqßwexm, ejpolpþm jai diaqqoþm sxm rvesijþm otriþm, jai eidijüseqa, sgm paýrg Þ sg rsadiajþ enükeiwg sxm apoqqßwexm, ejpolpþm jai diaqqoþm sxm otriþm üpxy pqordioqßfomsai rýluxma le sgm paqücqauo 3, rtlpeqikalbamolýmot jasükkgkot vqomodiacqüllasoy pqoy so rjopü atsü. So vqomodiücqalla dem tpeqbaßmei sa 2 Ýsg apü sgm Ýcjqirg sxm em kücx pqosürexm apü so Etqxpaújü Joimoboýkio jai so Rtlboýkio, rýluxma le siy diasüneiy sot paqümsoy Üqhqot. 9. G EpisqopÞ lpoqeß ma epeneqcüfesai rsqasgcijýy jasü sgy qýpamrgy sxm tdüsxm apü opoiodþpose Ükko qýpo Þ olüda qýpxm, rtlpeqikalbamolýmgy stvüm qýpamrgy pot oueßkesai re astvþlasa. 1. JasÜ sgm pqoesoilarßa sxm pqosüreþm sgy dtmülei sxm paqacqüuxm 6 jai 7, g EpisqopÞ epamenesüfei epßrgy ükey siy odgcßey pot apaqihloýmsai rso paqüqsgla IX. Emsüy sgy pqoherlßay pot pqobkýpesai rsgm paqücqauo 8, g EpisqopÞ pqoseßmei sgm amaheþqgrg sxm ekýcvxm sot paqaqsþlasoy IX cia ükey siy otrßey pot peqikalbümomsai rsom jasükoco pqoseqaiüsgsay jai pqoseßmei sa jasükkgka lýsqa, rtlpeqikalbamolýmgy sgy emdevülemgy jasüqcgrgy sxm ekýcvxm dtmülei sot paqaqsþlasoy IX cia ükey siy Ükkey otrßey. ¼koi oi Ýkecvoi sot paqaqsþlasoy IX sxm opoßxm pqoseßmesai g amaheþqgrg jasaqcoýmsai apü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sxm em kücx amahexqþrexm. 11. O amaueqülemoy rsiy paqacqüuoty 2 jai 3 jasükocoy otriþm pqoseqaiüsgsay pot pqoseßmesai apü sgm EpisqopÞ aposekeß, le sgm ÝjdorÞ sot apü so Etqxpaújü Joimoboýkio jai so Rtlboýkio, so paqüqsgla X sgy paqoýray odgcßay. G amaheþqgrþ sot, g opoßa amauýqesai rsgm paqücqauo 4, ajokotheß sgm ßdia diadijarßa. Pqoy soýso, g EpisqopÞ pqordioqßfei so jasükkgko apü pketqüy jürsoty/aposekerlasijüsgsay jai amakocijüsgsay epßpedo jai rtmdtarlü sxm ekýcvxm pqoúümsxm jai dieqcariþm süro cia siy rgleiajýy üro jai cia siy diüvtsey pgcýy jai kalbümei tpüwg oloiüloquey re joimosijþ jkßlaja oqiajýy silýy ejpolpþy cia soty ekýcvoty dieqcariþm. ¼pot emdeßjmtsai, sa joimosijü lýsqa cia som Ýkecvo dieqcariþm episqýpesai ma herpßfomsai jasü jküdo. ¼sam oi Ýkecvoi pqoúümsxm peqikalbümotm epamenýsarg sxm rvesijþm adeiþm pot Ývotm ejdoheß dtmülei sgy odgcßay 91/414/EOJ jai sgy odgcßay 98/8/EJ, oi epamenesüreiy atsýy diemeqcoýmsai rýluxma le siy diasüneiy sxm em kücx odgciþm. JÜhe pqüsarg cia ekýcvoty pqýpei ma pqobkýpei sqüpoty epamenýsargy, ejrtcvqomirloý jai aniokücgrgy sgy aposekerlasijüsgsüy soty. 7. G EpisqopÞ tpobükkei pqosüreiy cia poiosijü pqüstpa pot auoqoým siy rtcjemsqþreiy sxm otriþm pqoseqaiüsgsay rsa epiuameiajü ýdasa, sa ifþlasa jai so biüjorlo. 8. G EpisqopÞ tpobükkei pqosüreiy, rýluxma le siy paqacqüuoty 6 jai 7, jai sotküvirsom cia ekýcvoty ejpolpþm cia rgleiajýy pgcýy apoqqßwexm jai peqibakkomsijü poiosijü pqüstpa, emsüy dýo esþm apü sgm pqorhþjg sgy rvesijþy otrßay rsom jasükoco otriþm pqoseqaiüsgsay. Cia siy otrßey pot peqikalbümomsai rsom pqþso jasükoco pqoseqaiüsgsay, euürom dem tpüqnei rtluxmßa re joimosijü epßpedo emsüy Ýni esþm apü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy paqoýray odgcßay, sa jqüsg lýkg herpßfotm poiosijü peqibakkomsijü pqüstpa cia siy em kücx otrßey sa opoßa auoqoým üka sa epiuameiajü ýdasa pot epgqeüfomsai apü sgm apüqqiwg sxm otriþm atsþm jai ekýcvoty sxm jýqixm pgcþm sxm em kücx apoqqßwexm, le bürg, lesaný Ükkxm, sgm enýsarg ükxm sxm sevmijþm epikocþm peqioqirloý. Cia siy otrßey pot pqorsßhemsai rsg rtmýveia rsom jasükoco otriþm pqoseqaiüsgsay, euürom dem tpüqnei rtluxmßa re joimosijü epßpedo, sa jqüsg lýkg kalbümotm paqüloia lýsqa pýmse Ýsg lesü sgm gleqolgmßa sgy pqorhþjgy rsom jasükoco. qhqo 17 RsqasgcijÝy cia sgm pqükgwg jai som Ýkecvo sgy qýpamrgy sxm tpüceixm tdüsxm 1. So Etqxpaújü Joimoboýkio jai so Rtlboýkio herpßfotm eidijü lýsqa cia sgm pqükgwg jai som Ýkecvo sgy qýpamrgy sxm tpüceixm tdüsxm. Sa lýsqa atsü aporjopoým rsgm epßsetng sot rsüvot sgy jakþy vglijþy jasürsargy sxm tpüceixm tdüsxm rýluxma le so Üqhqo 4 paqücqauoy 1 rsoiveßo b) jai herpßfomsai bürei pqosürexy sgm opoßa tpobükkei g EpisqopÞ emsüy dýo esþm apü sg hýrg re irvý sgy paqoýray odgcßay, rýluxma le siy diadijarßey pot pqobkýpomsai rsg rtmhþjg. 2. JasÜ sgm tpobokþ pqosürexy lýsqxm, g EpisqopÞ kalbümei tpüwg sgm amüktrg pot dienþvhg rýluxma le so Üqhqo 5 jai so paqüqsgla II. Sa lýsqa atsü pqoseßmomsai mxqßseqa am eßmai diahýrila sa dedolýma jai peqikalbümotm: a) jqisþqia aniokücgrgy sgy jakþy vglijþy jasürsargy sxm tpüceixm tdüsxm, rýluxma le so paqüqsgla II rgleßo 2.2 jai so paqüqsgla V rgleßa 2.3.2 jai 2.4.5 b) jqisþqia cia som pqordioqirlü rglamsijþy jai biþrilgy amodijþy sürgy jai cia som jahoqirlü emaqjsþqixm rgleßxm amarsqouþy sgy sürgy pot ha vqgrilopoioýmsai, rýluxma le so paqüqsgla V rgleßo 2.4.4. 3. Sa lýsqa pot pqojýpsotm apü sgm euaqlocþ sgy paqacqüuot 1 peqikalbümomsai rsa pqocqüllasa sxm lýsqxm pot apaisoýmsai bürei sot Üqhqot 11.
22.12.2 L 327/19 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL 4. Ekkeßwei herpßrexy jqisgqßxm dtmülei sgy paqacqüuot 2 re joimosijü epßpedo, sa jqüsg lýkg herpßfotm sa jasükkgka jqisþqia so aqcüseqo pýmse Ýsg lesü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy paqoýray odgcßay. 5. Ekkeßwei herpßrexy jqisgqßxm dtmülei sgy paqacqüuot 4 re ehmijü epßpedo, g amarsqouþ sgy sürgy kalbümei xy emaqjsþqio rgleßo sgy so 75 %, jas' amþsaso üqio, sot epipýdot sxm poiosijþm pqodiacqauþm pot pqobkýpomsai rsgm tuirsülemg joimosijþ moloherßa g opoßa euaqlüfesai rsa tpüceia ýdasa. 4. Emsüy sqiþm esþm apü sg dglorßetrg jühe Ýjhergy pot tpobükkesai dtmülei sgy paqacqüuot 1, g EpisqopÞ dglorieýei emdiülerg Ýjherg rsgm opoßa amauýqesai g pqüodoy tkopoßgrgy pot Ývei episetvheß, bürei sxm emdiülerxm ejhýrexm sxm jqasþm lekþm, üpxy amauýqesai rso Üqhqo 15 paqücqauoy 3. G Ýjherg atsþ tpobükkesai rso Etqxpaújü Joimoboýkio jai so Rtlboýkio. 5. Euürom apaiseßsai jai rýluxma le som jýjko tpobokþy ejhýrexm, g EpisqopÞ rtcjakeß diürjewg sxm emdiaueqülemxm leqþm jühe jqüsoty lýkoty rvesijü le sgm joimosijþ pokisijþ sxm tdüsxm, pqojeilýmot ma rtfgsghoým oi ejhýreiy sgy EpisqopÞy ürom auoqü sgm tkopoßgrg jai ma amsakkacoým elpeiqßey. qhqo 18 jherg sgy EpisqopÞy Rsoty rtllesývomsey rtlpeqikalbümomsai ejpqürxpoi sxm aqlüdixm aqvþm, sot Etqxpaújoý Joimobotkßot, sxm LJO, sxm joimxmijþm jai oijomolijþm esaßqxm, sxm oqcamþrexm jasamakxsþm, pamepirsgliajoß jai koipoß elpeiqocmþlomey 1. G EpisqopÞ dglorieýei Ýjherg rvesijü le sgm tkopoßgrg sgy paqoýray odgcßay so aqcüseqo dþdeja Ýsg lesü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy paqoýray odgcßay, rsg rtmýveia de amü enaesßa, jai sgm tpobükkei rso Etqxpaújü Joimoboýkio jai so Rtlboýkio. qhqo 19 RvÝdia cia lekkomsijü joimosijü lýsqa 2. G Ýjherg peqikalbümei sotküvirsom sa ajükotha: a) amarjüpgrg sgy pqoüdot euaqlocþy sgy paqoýray odgcßay b) amarjüpgrg sgy jasürsargy sxm epiuameiajþm jai sxm tpüceixm tdüsxm rsgm Joimüsgsa re rtmeqcarßa le som Etqxpaújü Oqcamirlü PeqibÜkkomsoy c) epiheþqgrg sxm rvedßxm diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý, pot tpobükkomsai rýluxma le so Üqhqo 15, rtlpeqikalbamolýmxm pqosürexm cia sg beksßxrg lekkomsijþm rvedßxm d) peqßkgwg sgy amsapüjqirgy re jahelßa apü siy ejhýreiy Þ rtrsüreiy pot tpýbakam sa jqüsg lýkg rsgm EpisqopÞ rýluxma le so Üqhqo 12 1. Lßa uoqü so vqümo, g EpisqopÞ tpobükkei, cia emglýqxrg, rsgm episqopþ sot Üqhqot 2 emdeijsijü rvýdio sxm lýsqxm sa opoßa pqosßhesai ma pqoseßmei rso eccýy lýkkom jai sa opoßa Ývotm epßdqarg rsg moloherßa cia sa ýdasa, rtlpeqikalbamolýmxm sxm lýsqxm pot pqojýpsotm apü siy pqosüreiy, sxm ekecjsijþm lýsqxm jai sxm rsqasgcijþm pot amapsýrromsai dtmülei sot Üqhqot 16. G EpisqopÞ tpobükkei so amxsýqx rvýdio cia pqþsg uoqü so aqcüseqo dýo Ýsg lesü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy paqoýray odgcßay. 2. G EpisqopÞ epamenesüfei sgm paqoýra odgcßa so aqcüseqo 19 Ýsg lesü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy jai pqoseßmei jühe amacjaßa sqopopoßgrþ sgy. qhqo 2 SevmijÝy pqoraqlocýy sgy odgcßay e) peqßkgwg jühe pqüsargy, ekecjsijoý lýsqot jai rsqasgcijþy pot amapsýrresai rýluxma le so Üqhqo 16 rs) rýmowg sxm apamsþrexm pot dühgjam rsa rvükia rsa opoßa pqoýbg so Etqxpaújü Joimoboýkio jai so Rtlboýkio rvesijü le pqogcoýlemey ejhýreiy ejsýkergy. 3. So aqcüseqo dýo Ýsg lesü siy gleqolgmßey pot amauýqomsai rsa Üqhqa 5 jai 8, g EpisqopÞ dglorieýei epßrgy Ýjherg rvesijü le sgm pqüodo tkopoßgrgy, g opoßa ha barßfesai rsiy rtmopsijýy ejhýreiy pot tpobükkotm sa jqüsg lýkg dtmülei sot Üqhqot 15 paqücqauoy 2 jai sgm tpobükkei rso Etqxpaújü Joimoboýkio jai sa jqüsg lýkg. 1. Sa paqaqsþlasa I jai III jai so rgleßo 1.3.6 sot paqaqsþlasoy V eßmai dtmasüm ma pqoraqlüfomsai rsgm epirsglomijþ jai sevmijþ pqüodo le siy diadijarßey sot Üqhqot 21, kalbümomsay tpüwg siy pqoherlßey amaheþqgrgy jai emglýqxrgy sxm rvedßxm diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý, üpxy pqobkýpesai rso Üqhqo 13. ¼sam tpüqvei amücjg, g EpisqopÞ lpoqeß ma herpßfei jasethtmsþqiey cqallýy cia sgm euaqlocþ sxm paqaqsglüsxm II jai V, rýluxma le siy diadijarßey pot jahoqßfomsai rso Üqhqo 21. 2. Cia sg diabßbarg jai sgm epeneqcarßa dedolýmxm, rtlpeqikalbamolýmxm sxm rsasirsijþm jai vaqsocqauijþm dedolýmxm, eßmai dtmasüm ma herpßfomsai sevmijü loquüstpa cia soty rjopoýy sgy paqacqüuot 1, rýluxma le siy diadijarßey pot jahoqßfomsai rso Üqhqo 21.
L 327/2 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL qhqo 21 JamomirsijÞ episqopþ 1. G EpisqopÞ epijotqeßsai apü episqopþ (euenþy amaueqülemg xy «episqopþ»). 2. ¼sam cßmomsai amauoqýy rso paqüm Üqhqo, euaqlüfomsai sa Üqhqa 5 jai 7 sgy apüuargy 1999/468/EJ, sgqotlýmxm sxm diasünexm sot Üqhqot 8. G peqßodoy pot pqobkýpesai rso Üqhqo 5 paqücqauoy 6 sgy apüuargy 1999/468/EJ eßmai sqeiy lþmey. 3. G episqopþ herpßfei som erxseqijü sgy jamomirlü. qhqo 22 JasaqcÞreiy jai lesabasijýy diasüneiy 1. Sa jasxsýqx jeßlema jasaqcoýmsai epsü Ýsg lesü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy paqoýray odgcßay: g odgcßa 75/44/EOJ sot Rtlbotkßot, sgy 16gy Iotmßot 1975, peqß sgy apaisoýlemgy poiüsgsay sxm tdüsxm epiuameßay pot pqooqßfomsai cia sgm paqacxcþ pürilot ýdasoy rsa jqüsg lýkg ( 1 ), g apüuarg 77/795/EOJ sot Rtlbotkßot, sgy 12gy Dejelbqßot 1977, peqß jahieqþrexy joimþy diadijarßay amsakkacþy pkgqouoqiþm cia sgm poiüsgsa sxm cktjþm epiuameiajþm tdüsxm sgy Joimüsgsay ( 2 ), g odgcßa 79/869/EOJ sot Rtlbotkßot, sgy 9gy Ojsxbqßot 1979, peqß sxm lehüdxm lesqþrexy jai peqß sgy rtvmüsgsay sxm deiclasokgwiþm jai sgy amakýrexy sxm epiuameiajþm tdüsxm sa opoßa pqooqßfomsai cia sgm paqacxcþ porßlot ýdasoy rsa jqüsg lýkg ( 3 ). 2. Sa jasxsýqx jeßlema jasaqcoýmsai dejasqßa Ýsg lesü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy paqoýray odgcßay: g odgcßa 79/923/EOJ sot Rtlbotkßot, sgy 3Þy Ojsxbqßot 1979, peqß sgy apaisoýlemgy poiüsgsay sxm tdüsxm cia orsqajoeidþ ( 5 ), g odgcßa 8/68/EOJ sot Rtlbotkßot, sgy 17gy Dejelbqßot 1979, peqß pqorsarßay sxm tpoceßxm tdüsxm apü sg qýpamrg pot pqoýqvesai apü oqirlýmey epijßmdtmey otrßey, g odgcßa 76/464/EOJ, ejsüy apü so Üqhqo 6, pot jasaqceßsai le sgm Ýmaqng irvýoy sgy paqoýray odgcßay. 3. Oi ajükothey lesabasijýy diasüneiy irvýotm cia sgm odgcßa 76/464/EOJ: a) o jasükocoy pqoseqaiüsgsay pot herpßfesai dtmülei sot Üqhqot 16 sgy paqoýray odgcßay amsijahirsü som jasükoco otriþm rsiy opoßey apodßdesai pqoseqaiüsgsa bürei sgy amajoßmxrgy sgy EpisqopÞy pqoy so Rtlboýkio, sgy 22ay Iotmßot 1982 b) cia soty rjopoýy sot Üqhqot 7 sgy odgcßay 76/464/EOJ, sa jqüsg lýkg dýmamsai ma euaqlüfotm siy pqobkepülemey rsgm paqoýra odgcßa aqvýy cia som emsopirlü sxm pqobkglüsxm qýpamrgy jai sxm otriþm pot sa pqonemoým, sg hýrpirg poiosijþm pqosýpxm jai sg kþwg lýsqxm. 4. Oi peqibakkomsijoß rsüvoi sot Üqhqot 4 jai sa poiosijü peqibakkomsijü pqüstpa pot herpßfomsai rso paqüqsgla IX jai rýluxma le so Üqhqo 16 paqücqauoy 5, jai apü sa jqüsg lýkg dtmülei sot paqaqsþlasoy V cia siy otrßey pot dem peqikalbümomsai rsom jasükoco pqoseqaiüsgsay jai, dtmülei sot Üqhqot 16 paqücqauoy 6, ürom auoqü siy otrßey pqoseqaiüsgsay cia siy opoßey dem Ývotm jahoqirseß joimosijü pqüstpa, hexqoýmsai xy poiosijü peqibakkomsijü pqüstpa cia soty rjopoýy sot Üqhqot 2 rgleßo 7 jai sot Üqhqot 1 sgy odgcßay 96/61/EJ. 5. EÜm otrßa sot jasakücot pqoseqaiüsgsay pot herpßfesai dtmülei sot Üqhqot 16 dem peqikalbümesai rsom paqüqsgla VIII sgy paqoýray odgcßay Þ rso paqüqsgla III sgy odgcßay 96/61/EJ, g otrßa atsþ pqorsßhesai rsa em kücx paqaqsþlasa. 6. Cia sa rtrsþlasa epiuameiajþm tdüsxm, oi peqibakkomsijoß rsüvoi pot herpßfomsai dtmülei sot pqþsot rvedßot diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý pot apaiseßsai apü sgm paqoýra odgcßa, rtmepücomsai, sotküvirsom, sg hýrpirg poiosijþm pqosýpxm sotküvirsom so ßdio atrsgqþm le ejeßma pot apaisoýmsai cia sgm euaqlocþ sgy odgcßay 76/464/EOJ. g odgcßa 78/659/EOJ sot Rtlbotkßot, sgy 18gy Iotkßot 1978, peqß sgy poiüsgsay sxm cktjþm tdüsxm pot Ývotm amücjg pqorsarßay Þ beksiþrexy cia sg diasþqgrg sgy fxþy sxm ivhýxm ( 4 ), ( 1 ) EE L 194 sgy 25.7.1975, r. 26 odgcßa üpxy sqopopoiþhgje seketsaßa apü sgm odgcßa 91/692/EOJ. ( 2 ) EE L 334 sgy 24.12.1977, r. 29 apüuarg üpxy sqopopoiþhgje seketsaßa apü sgm pqüng pqorvþqgrgy sot 1994. ( 3 ) EE L 271 sgy 29.1.1979, r. 44 odgcßa üpxy sqopopoiþhgje seketsaßa apü sgm pqüng pqorvþqgrgy sot 1994. ( 4 ) EE L 222 sgy 14. 8.1978, r. 1 odgcßa üpxy sqopopoiþhgje seketsaßa apü sgm pqüng pqorvþqgrgy sot 1994. qhqo 23 Jtqþreiy Sa jqüsg lýkg oqßfotm siy jtqþreiy pot epibükkomsai cia paqabßarg sxm ehmijþm diasünexm pot ejdßdomsai rýluxma le sgm paqoýra odgcßa. Oi jtqþreiy atsýy pqýpei ma eßmai aposekerlasijýy, amükocey jai aposqepsijýy. ( 5 ) EE L 281 sgy 1.11.1979, r. 47 odgcßa üpxy sqopopoiþhgje apü sgm odgcßa 91/692/EOJ.
22.12.2 L 327/21 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL qhqo 24 EuaqlocÞ 1. Sa jqüsg lýkg hýsotm re irvý siy amacjaßey molohesijýy, jamomirsijýy jai dioijgsijýy diasüneiy cia ma rtlloquxhoým pqoy sgm paqoýra odgcßa, so aqcüseqo rsiy 22 Dejelbqßot 23. Pkgqouoqoým alýrxy sgm EpisqopÞ rvesijü. Oi diasüneiy atsýy, üsam herpßfomsai apü sa jqüsg lýkg, amauýqomsai rsgm paqoýra odgcßa Þ rtmodeýomsai apü paqüloia amauoqü jasü sgm epßrglg dglorßetrþ soty. Oi kepsoleqeßy diasüneiy cia sgm amauoqü atsþ jahoqßfomsai apü sa jqüsg lýkg. qhqo 25 maqng irvýoy G paqoýra odgcßa aqvßfei ma irvýei sgm glýqa sgy dglorßetrþy sgy rsgm Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm. qhqo 26 ApodÝjsey G paqoýra odgcßa apethýmesai rsa jqüsg lýkg. Kotnelboýqco, 23 Ojsxbqßot 2. 2. Sa jqüsg lýkg amajoimþmotm rsgm EpisqopÞ so jeßlemo sxm barijþm diasünexm ehmijoý dijaßot pot herpßfotm rsom solýa pot jakýpsei g paqoýra odgcßa. G EpisqopÞ emgleqþmei rvesijü sa koipü jqüsg lýkg. Cia so Etqxpaújü Joimoboýkio G Pqüedqoy N. FONTAINE Cia so Rtlboýkio O Pqüedqoy J. GLAVANY
L 327/22 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL PAQAQSGLA I RSOIVEIA APAISOTLEMA CIA SOM JASAKOCO SXM AQLODIXM AQVXM ¼pxy pqobkýpesai rso Üqhqo 3 paqücqauoy 8, sa jqüsg lýkg paqývotm sa ajükotha rsoiveßa cia ükey siy aqlüdiey aqvýy re jahelßa apü siy peqiovýy kejümgy apoqqoþy posaloý soty, jahþy jai rso slþla opoiardþpose diehmoýy peqiovþy kejümgy apoqqoþy posaloý so opoßo jeßsai rso Ýdauüy soty. i) ¼ m o l a j a i d i e ý h t m r g s g y a q l ü d i a y a q v Þ y So epßrglo ümola jai dieýhtmrg sgy aqvþy pot pqordioqßfesai rýluxma le so Üqhqo 3 paqücqauoy 2. ii) iii) iv) C e x c q a u i j Þ j Ü k t w g s g y p e q i o v Þ y k e j Ü m g y a p o q q o Þ y p o s a l o ý Sa omülasa sxm jtqiüseqxm posalþm rsgm peqiovþ kejümgy apoqqoþy posaloý, lafß le ajqibþ peqicqauþ sxm oqßxm sgy peqiovþy kejümgy apoqqoþy posaloý. Sa xy Ümx rsoiveßa pqýpei jasü so dtmasüm ma eßmai diahýrila cia ma eiravhoým rso cexcqauijü rýrsgla pkgqouoqiþm (GIS) Þ/jai rso cexcqauijü rýrsgla pkgqouoqiþm sgy EpisqopÞy (GISCO). M o l i j ü j a h e r s þ y s g y a q l ü d i a y a q v Þ y PeqicqauÞ sot molijoý jahersþsoy sgy aqlüdiay aqvþy jai, jasü peqßpsxrg, rýmowg Þ amsßcqauo sot jasarsasijoý sgy, sgy rtmhþjgy ßdqtrÞy sgy Þ irodtmülot molijoý eccqüuot. A q l o d i ü s g s e y PeqicqauÞ sxm molijþm jai sxm dioijgsijþm aqlodiosþsxm jühe aqlüdiay aqvþy jai sot qükot sgy re jühe peqiovþ kejümgy apoqqoþy posaloý. v) J a s Ü k o c o y l e k þ m ¼sam g aqlüdia aqvþ emeqceß xy rtmsomirsijüy uoqýay cia Ükkey aqlüdiey aqvýy, apaiseßsai jasükocoy sxm uoqýxm atsþm lafß le lia peqßkgwg sxm herlijþm rvýrexm pot Ývotm herpirseß cia sgm enaruükirg sot rtmsomirloý. vi) D i e h m e ß y r v Ý r e i y ¼sam g peqiovþ kejümgy apoqqoþy posaloý ejseßmesai rso Ýdauoy peqirrüseqxm sot emüy jqasþm lekþm Þ peqikalbümei Ýdauoy sqßsxm jqasþm, apaiseßsai peqßkgwg sxm herlijþm rvýrexm pot Ývotm herpirseß cia sgm enaruükirg sot rtmsomirloý.
22.12.2 L 327/23 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL PAQAQSGLA II 1. EPIUAMEIAJA TDASA 1.1. Vaqajsgqirlüy sxm sýpxm rtrsglüsxm epiuameiajþm tdüsxm Sa jqüsg lýkg pqordioqßfotm sgm sopoherßa jai sa üqia sxm rtrsglüsxm epiuameiajþm tdüsxm jai pqaclasopoioým aqvijü vaqajsgqirlü ükxm sxm rtrsglüsxm atsþm le sgm ajükothg lehodokocßa. Cia som aqvijü atsü vaqajsgqirlü, sa jqüsg lýkg lpoqoým ma rtmemþmotm diüuoqa rtrsþlasa epiuameiajþm tdüsxm. i) Sa rtrsþlasa epiuameiajþm tdüsxm emsüy sgy peqiovþy kejümgy apoqqoþy posaloý jasasürromsai eßse re lia apü siy ajükothey jasgcoqßey epiuameiajþm tdüsxm posaloß, kßlmey, lesabasijü ýdasa Þ paqüjsia ýdasa eßse xy sevmgsü rtrsþlasa epiuameiajþm tdüsxm eßse xy idiaisýqxy sqopopoiglýma tdasijü rtrsþlasa. ii) iii) iv) Cia jühe jasgcoqßa epiuameiajþm tdüsxm, sa rvesijü rtrsþlasa epiuameiajþm tdüsxm emsüy sgy peqiovþy kejümgy apoqqoþy posaloý, diajqßmomsai re sýpoty. Oi sýpoi atsoß oqßfomsai eßse le so «rýrsgla A» eßse le so «rýrsgla B», sa opoßa peqicqüuomsai rso rgleßo 1.2. EÜm vqgrilopoießsai so rýrsgla A, sa rtrsþlasa epiuameiajþm tdüsxm emsüy sgy peqiovþy kejümgy apoqqoþy posaloý diavxqßfomsai pqþsa rsiy amsßrsoivey oijopeqiovýy amükoca le siy cexcqauijýy peqiovýy pot peqicqüuomsai rso rgleßo 1.2 jai eluaßmomsai rso rvesijü vüqsg sot paqaqsþlasoy XI. Rsg rtmýveia, sa tdasijü rtrsþlasa jühe oijopeqiovþy diavxqßfomsai re sýpoty rtrsglüsxm epiuameiajþm tdüsxm le bürg soty peqicqaueßy sxm pimüjxm sot rtrsþlasoy A. EÜm vqgrilopoießsai so rýrsgla B, sa jqüsg lýkg pqýpei ma epistcvümotm sotküvirsom som ßdio bahlü diavxqirloý pot ha epistcvümomsam le so rýrsgla A. JasÜ rtmýpeia, sa rtrsþlasa epiuameiajþm tdüsxm emsüy sgy peqiovþy kejümgy apoqqoþy posaloý diavxqßfomsai re sýpoty bürei sxm silþm sxm tpovqexsijþm peqicqauýxm jai sxm pqoaiqesijþm peqicqauýxm Þ rtmdtarlþm peqicqauýxm pot apaisoýmsai cia ma enaruakßfesai o aniüpirsoy tpokocirlüy sxm stpovaqajsgqirsijþm biokocijþm rtmhgjþm amauoqüy. v) Cia sa sevmgsü jai sa idiaisýqxy sqopopoiglýma rtrsþlasa epiuameiajþm tdüsxm, o diavxqirlüy pqaclasopoießsai rýluxma le soty peqicqaueßy, amükoca le sgm jasgcoqßa epiuameiajþm tdüsxm pqoy sgm opoßa oloiüfei peqirrüseqo so rtcjejqilýmo idiaisýqxy sqopopoiglýmo Þ sevmgsü tdasijü rýrsgla. vi) Sa jqüsg lýkg tpobükkotm rsgm EpisqopÞ vüqsg Þ vüqsey (re loquþ GIS) sgy cexcqauijþy hýrgy sxm sýpxm pot amsirsoivoým rso bahlü diavxqirloý pot apaiseßsai bürei sot rtrsþlasoy A. 1.2. OijopeqiovÝy jai sýpoi rtrsglüsxm epiuameiajþm tdüsxm 1.2.1. P o s a l o ß Rýrsgla A OijopeqiovÞ RsaheqÞ stpokocßa Peqicqaueßy OijopeqiovÝy sot vüqsg A sot paqaqsþlasoy XI Sýpoy Stpokocßa twolýsqot twgküy > 8 m lýrot twolýsqot 2-8 m pedimüy < 2 m Stpokocßa lecýhoty bürei sgy tdqokocijþy kejümgy lijqüy 1-1 km 2 lýsqioy > 1-1 km 2 lecükoy > 1-1 km 2 poký lecükoy > 1 km 2 Cexkocßa arbersokihijüy ptqisijüy oqcamijüy
L 327/24 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL Rýrsgla B Emakkajsijüy vaqajsgqirlüy Utrijoß jai vglijoß paqücomsey oi opoßoi jahoqßfotm sa vaqajsgqirsijü sot posaloý Þ slþlasoy sot posaloý jai, jasü rtmýpeia, sg dolþ jai sg rýmherg sot biokocijoý pkghtrloý Tpovqexsijoß paqücomsey Twülesqo Cexcqauijü pküsoy Cexcqauijü lþjoy Cexkocßa LÝcehoy Pqoaiqesijoß paqücomsey Apürsarg apü sgm pgcþ sot posaloý EmÝqceia sot qeýlasoy (rtmüqsgrg sot qeýlasoy jai sgy jkßrgy) LÝro pküsoy meqoý LÝro bühoy meqoý LÝrg jkßrg meqoý LoquÞ jai rvþla sgy jýqiay joßsgy sot posaloý Jasgcoqßa paqovþy (qoþy) posaloý RvÞla joiküday LesauoqÜ rseqeþm Ijamüsgsa enotdesýqxrgy onýxm LÝrg rýmherg tporsqþlasoy Vkxqioývey emþreiy UÜrla asloruaiqijþy heqlojqarßay LÝrg asloruaiqijþ heqlojqarßa Bqovüpsxrg 1.2.2. K ß l m e y Rýrsgla A OijopeqiovÞ RsaheqÞ stpokocßa Peqicqaueßy OijopeqiovÝy sot vüqsg A sot paqaqsþlasoy XI Sýpoy Stpokocßa twolýsqot twgküy > 8 m lýrot twolýsqot 2-8 m pedimüy < 2 m Stpokocßa bühoty bürei sot lýrot bühoty < 3 m 3-15 m > 15 m Stpokocßa lecýhoty bürei sgy epiuümeiay,5-1 km 2 1-1 km 2 1-1 km 2 > 1 km 2 Cexkocßa arbersokihijüy ptqisijüy oqcamijüy
22.12.2 L 327/25 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL Rýrsgla B Emakkajsijüy vaqajsgqirlüy Utrijoß jai vglijoß paqücomsey oi opoßoi jahoqßfotm sa vaqajsgqirsijü sgy kßlmgy jai, jasü rtmýpeia, sg dolþ jai sg rýmherg sot biokocijoý pkghtrloý Tpovqexsijoß paqücomsey Twülesqo Cexcqauijü pküsoy Cexcqauijü lþjoy BÜhoy Cexkocßa LÝcehoy Pqoaiqesijoß paqücomsey LÝro bühoy meqoý RvÞla kßlmgy Vqümoy paqalomþy LÝrg asloruaiqijþ heqlojqarßa UÜrla asloruaiqijþy heqlojqarßay LeijsijÜ vaqajsgqirsijü (p.v. lomoleijsijþ, dileijsijþ, poktleijsijþ) Ijamüsgsa enotdesýqxrgy onýxm BarijÞ jasürsarg hqepsijþm otriþm LÝrg rýmherg tporsqþlasoy Diajýlamrg sgy rsühlgy sot meqoý 1.2.3. L e s a b a s i j Ü ý d a s a Rýrsgla A OijopeqiovÞ RsaheqÞ stpokocßa Peqicqaueßy Oi ajükothey peqiovýy sot vüqsg B sot paqaqsþlasoy XI: BaksijÞ HÜkarra HÜkarra sot LpÜqemsy MoqbgcijÞ HÜkarra Büqeia HÜkarra Büqeioy Askamsijüy Xjeamüy Lerüceioy HÜkarra Sýpoy BÜrei sgy lýrgy esþriay akasüsgsay <,5 cktjü meqü,5-< 5 lijqþy akasüsgsay 5-< 18 lýrgy akasüsgsay 18-< 3 twgkþy akasüsgsay 3-< 4 lecükot eýqoty akasüsgsay BÜrei sot lýrot pakiqqoiajoý uürlasoy < 2 m lijqopakiqqoiajü 2-4 m leropakiqqoiajü > 4 m lajqopakiqqoiajü
L 327/26 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL Rýrsgla B Emakkajsijüy vaqajsgqirlüy Utrijoß jai vglijoß paqücomsey oi opoßoi jahoqßfotm sa vaqajsgqirsijü sxm lesabasijþm tdüsxm jai, jasü rtmýpeia, sg dolþ jai sg rýmherg sot biokocijoý pkghtrloý Tpovqexsijoß paqücomsey Cexcqauijü pküsoy Cexcqauijü lþjoy Pakiqqoiajü uürla Akasüsgsa Pqoaiqesijoß paqücomsey BÜhoy Savýsgsa qeýlasoy jherg rsa jýlasa Vqümoy paqalomþy LÝrg heqlojqarßa meqoý LeijsijÜ vaqajsgqirsijü Hoküsgsa LÝrg rýmherg tporsqþlasoy RvÞla UÜrla heqlojqarßay meqoý 1.2.4. P a q Ü j s i a ý d a s a Rýrsgla A OijopeqiovÞ RsaheqÞ stpokocßa Peqicqaueßy Oi ajükothey peqiovýy sot vüqsg B sot paqaqsþlasoy XI: BaksijÞ HÜkarra HÜkarra sot LpÜqemsy MoqbgcijÞ HÜkarra Büqeia HÜkarra Büqeioy Askamsijüy Xjeamüy Lerüceioy HÜkarra Sýpoy BÜrei sgy lýrgy esþriay akasüsgsay <,5 cktjü meqü,5-< 5 lijqþy akasüsgsay 5-< 18 lýrgy akasüsgsay 18-< 3 twgkþy akasüsgsay 3-< 4 lecükot eýqoty akasüsgsay BÜrei sot lýrot bühoty qgvü meqü < 3 m meqü lýrot bühoty (3-2 m) bahiü meqü > 2 m
22.12.2 L 327/27 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL Rýrsgla B Emakkajsijüy vaqajsgqirlüy Utrijoß jai vglijoß paqücomsey oi opoßoi jahoqßfotm sa vaqajsgqirsijü sxm paqüjsixm tdüsxm jai, jasü rtmýpeia, sg dolþ jai sg rýmherg sot biokocijoý pkghtrloý Tpovqexsijoß paqücomsey Cexcqauijü pküsoy Cexcqauijü lþjoy Pakkiqoiajü uürla Akasüsgsa Pqoaiqesijoß paqücomsey Savýsgsa qeýlasoy Ejherg rsa jýlasa LÝrg heqlojqarßa meqoý LeijsijÜ vaqajsgqirsijü Hoküsgsa Vqümoy paqajqüsgrgy (re jkeirsoýy jükpoty) LÝrg rýmherg tporsqþlasoy UÜrla heqlojqarßay meqoý 1.3. Jahoqirlüy stpovaqajsgqirsijþm rtmhgjþm amauoqüy cia soty diauüqoty sýpoty rtrsglüsxm epiuameiajþm tdüsxm i) Cia jühe sýpo rtrsglüsxm epiuameiajþm tdüsxm pot vaqajsgqßfesai rýluxma le so rgleßo 1.1, jahoqßfomsai stpovaqajsgqirsijýy tdqoloquokocijýy jai utrijovglijýy rtmhþjey pot amsipqorxpeýotm siy silýy sxm tdqoloquokocijþm jai utrijovglijþm poiosijþm rsoiveßxm sa opoßa oqßfomsai rso rgleßo 1.1 sot paqaqsþlasoy V, cia so rtcjejqilýmo rýrsgla epiuameiajþm tdüsxm üsam g oijokocijþ sot jasürsarg vaqajsgqßfesai xy twgkþ rso rvesijü pßmaja sot rgleßot 1.2 sot paqaqsþlasoy V. Jahoqßfomsai stpovaqajsgqirsijýy biokocijýy rtmhþjey pot amsipqorxpeýotm siy silýy sxm biokocijþm poiosijþm rsoiveßxm sa opoßa oqßfomsai rso rgleßo 1.1 sot paqaqsþlasoy V jai sa opoßa pqobkýpomsai cia so rtcjejqilýmo rýrsgla epiuameiajþm tdüsxm üsam g oijokocijþ sot jasürsarg vaqajsgqßfesai xy twgkþ rso rvesijü pßmaja sot rgleßot 1.2 sot paqaqsþlasoy V. ii) JasÜ sgm euaqlocþ sxm diadijariþm sot paqümsoy rgleßot re idiaisýqxy sqopopoiglýma Þ sevmgsü epiuameiajü tdasijü rtrsþlasa, oi amauoqýy sgy twgkþy oijokocijþy jasürsargy mooýmsai xy amauoqýy rso lýcirso oijokocijü dtmalijü so opoßo oqßfesai rsom pßmaja 1.2.5 sot paqaqsþlasoy V. Oi silýy sot lýcirsot oijokocijoý dtmalijoý emüy tdasijoý rtrsþlasoy epamenesüfomsai amü enaesßa. iii) Oi stpovaqajsgqirsijýy rtmhþjey cia soty rjopoýy sxm rgleßxm i) jai ii) jai oi stpovaqajsgqirsijýy biokocijýy rtmhþjey lpoqoým eßse ma Ývotm vxqijþ bürg, eßse ma barßfomsai re lomsýko, eßse ma tpokocßfomsai le rtmdtarlü sxm lehüdxm atsþm. ¼sam dem eßmai dtmasüm ma vqgrilopoighoým oi lýhodoi atsýy, sa jqüsg lýkg lpoqoým ma barßfomsai re eirgcþreiy elpeiqocmxlümxm cia som jahoqirlü sxm rtmhgjþm atsþm. JasÜ som jahoqirlü sgy twgkþy oijokocijþy jasürsargy re rvýrg le sg rtcjýmsqxrg rtcjejqilýmxm rtmhesijþm qýpxm, xy üqia amßvmetrgy kalbümomsai ejeßma pot eßmai dtmasüm ma episetvhoým le siy sevmijýy pot eßmai diahýriley jasü som jahoqirlü sxm stpovaqajsgqirsijþm rtmhgjþm. iv) Cia siy stpovaqajsgqirsijýy biokocijýy rtmhþjey amauoqüy le vxqijþ bürg, sa jqüsg lýkg jasaqsßfotm dßjsto amauoqüy cia jühe sýpo rtrsþlasoy epiuameiajþm tdüsxm. So dßjsto peqikalbümei epaqjþ aqihlü süpxm twgkþy jasürsargy, þrse ma paqývesai epaqjþy elpirsorýmg cia siy silýy sxm rtmhgjþm amauoqüy, kalbamolýmxm tpüwg sgy paqakkajsijüsgsay sxm silþm sxm poiosijþm rsoiveßxm pot amsirsoivoým re twgkþ oijokocijþ jasürsarg cia so rtcjejqilýmo sýpo rtrsþlasoy epiuameiajþm tdüsxm jai sxm sevmijþm lomsekopoßgrgy pot euaqlüfomsai rýluxma le so rgleßo v). v) Oi stpovaqajsgqirsijýy biokocijýy rtmhþjey amauoqüy pot barßfomsai re lomsýko lpoqoým ma tpokocßfomsai eßse le lomsýka pqobkýwexm, eßse le lehüdoty pqobokþy rso paqekhüm. Oi lýhodoi pqýpei ma vqgrilopoioým irsoqijü, pakaiokocijü jai Ükka diahýrila dedolýma, pqýpei de ma paqývotm epaqjýy epßpedo elpirsorýmgy cia siy silýy sxm rtmhgjþm amauoqüy þrse ma enaruakßfesai üsi oi jas' atsüm som sqüpo tpokocifülemey rtmhþjey eßmai rtmepeßy jai irvýotm cia jühe sýpo rtrsþlasoy epiuameiajþm tdüsxm.
L 327/28 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL vi) ¼sam dem eßmai dtmasüm ma jahoqirsoým aniüpirsey rtmhþjey amauoqüy cia Ýma poiosijü rsoiveßo emüy sýpot rtrsþlasoy epiuameiajþm tdüsxm kücx sgy twgkþy utriokocijþy paqakkajsijüsgsay jai üvi apkþy kücx sxm epoviajþm diajtlümrexm sot rsoiveßot atsoý, so rsoiveßo atsü lpoqeß ma paqakeßpesai apü sgm aniokücgrg sgy oijokocijþy jasürsargy cia so rtcjejqilýmo sýpo epiuameiajþm tdüsxm. Rsiy peqipsþreiy atsýy, sa jqüsg lýkg amauýqotm soty kücoty sgy paqükeiwgy atsþy rso rvýdio diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý. 1.4. Pqordioqirlüy sxm piýrexm Sa jqüsg lýkg rtkkýcotm jai diasgqoým pkgqouoqßey cia som sýpo jai so lýcehoy sxm rglamsijþm amhqxpocemþm piýrexm pot emdývesai ma arjoýmsai rsa rtrsþlasa epiuameiajþm tdüsxm jühe peqiovþy kejümgy apoqqoþy posaloý, idßxy de: tpokocßfotm jai pqordioqßfotm sg rglamsijþ qýpamrg apü rgleiajýy pgcýy, idßxy apü otrßey sot paqaqsþlasoy VIII, pot pqoýqvomsai apü arsijýy, biolgvamijýy, cexqcijýy jai Ükkey ecjasarsüreiy jai dqarsgqiüsgsey, bürei, lesaný Ükkxm, sxm pkgqouoqiþm pot rtkkýcomsai dtmülei: i) sxm Üqhqxm 15 jai 17 sgy odgcßay 91/271/EJ, ii) sxm Üqhqxm 9 jai 15 sgy odgcßay 96/61/EJ ( 1 ) jai, cia soty rjopoýy sot aqvijoý rvedßot diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý: iii) sot Üqhqot 11 sgy odgcßay 76/464/EOJ jai iv) sxm odgciþm sot Rtlbotkßot 75/44/EJ, 76/16/EOJ ( 2 ), 78/659/EOJ jai 79/923/EOJ ( 3 ) tpokocßfotm jai pqordioqßfotm sg rglamsijþ qýpamrg apü diüvtsey pgcýy, idßxy apü otrßey sot paqaqsþlasoy VIII, pot pqoýqvomsai apü arsijýy, biolgvamijýy, cexqcijýy jai Ükkey ecjasarsüreiy jai dqarsgqiüsgsey, bürei, lesaný Ükkxm, sxm pkgqouoqiþm pot rtkkýcomsai dtmülei: i) sxm Üqhqxm 3, 5 jai 6 sgy odgcßay 91/676/EOJ ( 4 ), ii) iii) sxm Üqhqxm 7 jai 17 sgy odgcßay 91/414/EOJ, sgy odgcßay 98/8/EJ, jai, cia soty rjopoýy sot pqþsot rvedßot diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý: iv) sxm odgciþm 75/44/EOJ, 76/16/EOJ, 76/464/EOJ, 78/659/EOJ jai 79/923/EOJ tpokocßfotm jai pqordioqßfotm sg rglamsijþ tdqokgwßa cia arsijýy, biolgvamijýy, cexqcijýy jai koipýy vqþreiy, rtlpeqikalbamolýmxm sxm epoviajþm diajtlümrexm jai sgy okijþy esþriay fþsgrgy, jai sgm apþkeia sot meqoý rsa dßjsta diamolþy tpokocßfotm jai pqordioqßfotm siy epipsþreiy sxm rglamsijþm lýsqxm qýhlirgy sgy qoþy sot meqoý, rtlpeqikalbamolýmgy sgy lesauoqüy jai sgy ejsqopþy sot meqoý, cia sa cemijü vaqajsgqirsijü sgy qoþy jai sa irofýcia meqoý pqordioqßfotm siy rglamsijýy loquokocijýy akkoiþreiy sxm tdasijþm rtrsglüsxm tpokocßfotm jai pqordioqßfotm Ükkey rglamsijýy amhqxpocemeßy epipsþreiy rsgm jasürsarg sxm epiuameiajþm tdüsxm jai tpokocßfotm siy loquýy vqþrgy sgy cgy, rtlpeqikalbamolýmot sot pqordioqirloý sxm jtqiüseqxm arsijþm, biolgvamijþm jai cexqcijþm peqiovþm jai, jasü peqßpsxrg, sxm akietsijþm jai darijþm peqiovþm. 1.5. Aniokücgrg sxm epipsþrexm Sa jqüsg lýkg aniokocoým sgm etairhgrßa sgy jasürsargy sxm rtrsglüsxm epiuameiajþm tdüsxm rsiy pqoamaueqülemey piýreiy. ( 1 ) EE L 135 sgy 3.5.1991, r. 4 odgcßa üpxy sqopopoiþhgje seketsaßa apü sgm odgcßa 98/15/EJ (EE L 67 sgy 7.3.1998, r. 29). ( 2 ) EE L 31 sgy 5.2.1976, r. 1 odgcßa üpxy sqopopoiþhgje seketsaßa apü sgm pqüng pqorvþqgrgy sot 1994. ( 3 ) EE L 281 sgy 1.11.1979, r. 47 odgcßa üpxy sqopopoiþhgje apü sgm odgcßa 91/692/EOJ (EE L 377 sgy 31.12.1991, r. 48). ( 4 ) EE L 375 sgy 31.12.1991, r. 1.
22.12.2 L 327/29 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL Sa jqüsg lýkg vqgrilopoioým siy pkgqouoqßey pot rtkkýcotm rýluxma le sa amxsýqx, jahþy jai jühe Ükkg diahýrilg pkgqouoqßa, rtlpeqikalbamolýmxm sxm dedolýmxm paqajokoýhgrgy sot peqibükkomsoy, pqojeilýmot ma aniokocoým jasü pürom eßmai pihamüm sa rtrsþlasa epiuameiajþm tdüsxm liay peqiovþy kejümgy apoqqoþy posaloý ma lgm sgqþrotm soty poiosijoýy peqibakkomsijoýy rsüvoty pot jahoqßfomsai cia sa rtrsþlasa atsü bürei sot Üqhqot 4. Cia sgm aniokücgrg atsþ, sa jqüsg lýkg lpoqoým ma vqgrilopoioým jai sevmijýy lomsekopoßgrgy. Cia sa rtrsþlasa cia sa opoßa emsopßfesai jßmdtmoy lg sþqgrgy sxm poiosijþm peqibakkomsijþm rsüvxm, pqýpei ma dienücesai, jasü peqßpsxrg, peqaisýqx vaqajsgqirlüy le rsüvo sg beksirsopoßgrg sot rvediarloý süro sxm pqocqallüsxm paqajokoýhgrgy pot apaisoýmsai dtmülei sot Üqhqot 8, üro jai sxm pqocqallüsxm lýsqxm pot apaisoýmsai dtmülei sot Üqhqot 11. 2. TPOCEIA TDASA 2.1. Aqvijüy vaqajsgqirlüy Sa jqüsg lýkg pqobaßmotm re aqvijü vaqajsgqirlü ükxm sxm rtrsglüsxm tpüceixm tdüsxm pqojeilýmot ma aniokocghoým oi vqþreiy soty jai oi jßmdtmoi pot diasqývotm ma lgm pkgqoým soty rsüvoty cia jühe rýrsgla tpüceixm tdüsxm rýluxma le so Üqhqo 4. Cia som aqvijü atsü vaqajsgqirlü, sa jqüsg lýkg lpoqoým ma rtmemþmotm diüuoqa rtrsþlasa tpüceixm tdüsxm. JasÜ sgm amüktrg atsþ, eßmai dtmasüm ma vqgrilopoioýmsai tuirsülema rsoiveßa tdqokocßay, cexkocßay, edauokocßay, vqþrexm cgy, apoqqoþm, tdqokgwiþm j.kp., pqojeilýmot ma pqordioqßfomsai: g hýrg jai sa üqia sot Þ sxm rtrsglüsxm tpüceixm tdüsxm, oi piýreiy siy opoßey amalýmesai ma tporsoým so Þ sa rtrsþlasa tpüceixm tdüsxm, dgkadþ lesaný Ükkxm: diüvtsey pgcýy qýpamrgy, rgleiajýy pgcýy qýpamrgy, tdqokgwßa, sevmgsþ amasqouodüsgrg, o cemijüy vaqajsþqay sxm tpeqjeßlemxm rsqxlüsxm rsgm tdqokocijþ kejümg apü sgm opoßa sqouodoseßsai so rýrsgla tpüceixm tdüsxm, sa rtrsþlasa tpüceixm tdüsxm cia sa opoßa tpüqvotm Ülera enaqsglýma oijortrsþlasa epiuameiajþm tdüsxm Þ veqraßa oijortrsþlasa. 2.2. PeqaisÝqx vaqajsgqirlüy peisa apü som aqvijü atsü vaqajsgqirlü, sa jqüsg lýkg pqobaßmotm re peqaisýqx vaqajsgqirlü sxm rtrsglüsxm Þ sxm olüdxm rtrsglüsxm tpüceixm tdüsxm sa opoßa Ývotm hexqgheß üsi apeikoýmsai pqojeilýmot ma episetvheß ajqibýrseqg aniokücgrg sgy robaqüsgsay sot jimdýmot jai ma pqordioqirsoým sa stvüm lýsqa pot ha apaisghoým dtmülei sot Üqhqot 11. Rtmepþy, o vaqajsgqirlüy atsüy peqikalbümei rvesijýy pkgqouoqßey cia siy epipsþreiy sxm amhqþpimxm dqarsgqiosþsxm jai, jasü peqßpsxrg, pkgqouoqßey cia: sa cexkocijü vaqajsgqirsijü sot rtrsþlasoy tpüceixm tdüsxm, rtlpeqikalbamolýmxm sgy Ýjsargy jai sot sýpot sxm cexkocijþm emosþsxm, sa tdqocexkocijü vaqajsgqirsijü sot rtrsþlasoy tpüceixm tdüsxm, rtlpeqikalbamolýmxm sgy tdqoacxcilüsgsay, sot poqþdoty jai sgy rsecamüsgsay, sa vaqajsgqirsijü sxm epiuameiajþm emapohýrexm jai edauþm rsgm tdqokocijþ kejümg apü sgm opoßa sqouodoseßsai so rýrsgla tpüceixm tdüsxm, rtlpeqikalbamolýmxm sot püvoty, sot poqþdoty, sgy tdqoacxcilüsgsay jai sxm apoqqougsijþm idiosþsxm sxm emapohelüsxm jai edauþm, sa vaqajsgqirsijü diarsqxlüsxrgy sot ýdasoy emsüy sot rtrsþlasoy tpüceixm tdüsxm, apocqauþ sxm rtmdeülemxm epiuameiajþm rtrsglüsxm, rtlpeqikalbamolýmxm sxm veqraßxm oijortrsglüsxm jai sxm rtrsglüsxm epiuameiajþm tdüsxm, le sa opoßa rtmdýesai dtmalijü so rýrsgla tpüceixm tdüsxm,
L 327/3 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL ejsilþreiy sxm jasethýmrexm jai sxm qthlþm amsakkacþy tdüsxm lesaný sot rtrsþlasoy tpüceixm tdüsxm jai sxm rtmdeülemxm epiuameiajþm rtrsglüsxm jai epaqjþ rsoiveßa cia som tpokocirlü sot lajqopqüherlot lýrot esþriot qthloý rtmokijþy amasqouodüsgrgy, so vaqajsgqirlü sgy vglijþy rýmhergy sxm tpüceixm tdüsxm, rtlpeqikalbamolýmot sot jahoqirloý sxm rtlbokþm apü amhqþpimg dqarsgqiüsgsa. ¼sam jahoqßfotm utrijü barijü epßpeda cia sa rtrsþlasa atsü tpüceixm tdüsxm, sa jqüsg lýkg lpoqoým ma vqgrilopoioým stpokocßey vaqajsgqirloý tpüceixm tdüsxm. 2.3. Epirjüpgrg sxm epipsþrexm sxm amhqþpimxm dqarsgqiosþsxm epß sxm tpüceixm tdüsxm Cia sa rtrsþlasa tpüceixm tdüsxm pot diarvßfotm sa rýmoqa lesaný dýo Þ peqirrüseqxm jqasþm lekþm Þ hexqoýmsai rsom aqvijü vaqajsgqirlü pot diemeqceßsai rýluxma le so rgleßo 2.1, xy diasqývomsa som jßmdtmo ma lgm pkgqoým soty rsüvoty pot jahoqßfomsai cia jühe rýrsgla dtmülei sot Üqhqot 4, rtkkýcomsai jai diasgqoýmsai, jasü peqßpsxrg, oi ajükothey pkgqouoqßey cia jühe rýrsgla tpüceixm tdüsxm: a) g hýrg sxm rgleßxm tdqokgwßay sot rtrsþlasoy tpüceixm tdüsxm pkgm: sxm rgleßxm tdqokgwßay pot paqývotm kicüseqa apü 1 m 3 gleqgrßxy jasü lýrom üqo Þ sxm rgleßxm Ümskgrgy ýdasoy pqooqifolýmot cia amhqþpimg jasamükxrg, sa opoßa paqývotm kicüseqa apü 1 m 3 gleqgrßxy jasü lýro üqo Þ pot entpgqesoým kicüseqa apü 5 Üsola b) oi lýroi esþrioi qthloß tdqokgwßay apü sa rgleßa atsü c) g vglijþ rýmherg sot ýdasoy pot amskeßsai apü so rýrsgla tpüceixm tdüsxm d) g hýrg sxm rgleßxm sot rtrsþlasoy tpüceixm tdüsxm rsa opoßa cßmesai Ülerg eiracxcþ ýdasoy e) oi qthloß apüqqiwgy rsa rgleßa atsü rs) g vglijþ rýmherg sot ýdasoy pot eirücesai rso rýrsgla tpüceixm tdüsxm jai f) g vqþrg cgy rsgm tdqokocijþ kejümg Þ kejümey apü siy opoßey so rýrsgla tpüceixm tdüsxm dývesai siy amasqouodosþreiy sot, rtlpeqikalbamolýmxm sxm eirqoþm qýpxm jai sxm amhqxpocemþm lesabokþm rsa vaqajsgqirsijü sxm amasqouodosþrexm, üpxy p.v. g ejsqopþ jai g diaqqoþ olbqßxm kücx rsecamopoßgrgy edauþm, sevmgsþy amasqouodüsgrgy, jasarjetþy uqaclüsxm Þ aporsqüccirgy. 2.4. Epirjüpgrg sxm epipsþrexm sxm lesabokþm sgy rsühlgy sxm tpüceixm tdüsxm Sa jqüsg lýkg emsopßfotm epßrgy sa rtrsþlasa tpüceixm tdüsxm cia sa opoßa jahoqßfomsai valgküseqoi rsüvoi dtmülei sot Üqhqot 4, lesaný Ükkxm kücx sxm epipsþrexm sgy jasürsargy sot rtrsþlasoy: i) rsa epiuameiajü ýdasa jai sa rtmdedelýma veqraßa oijortrsþlasa ii) iii) rsg qýhlirg sot ýdasoy, sgm pqorsarßa apü siy pkgllýqey jai sgm aporsqüccirg sxm caiþm rsgm amhqþpimg amüpstng. 2.5. Epirjüpgrg sxm epipsþrexm sgy qýpamrgy rsgm poiüsgsa sxm tpüceixm tdüsxm Sa jqüsg lýkg pqordioqßfotm epßrgy sa rtrsþlasa tpüceixm tdüsxm cia sa opoßa jahoqßfomsai kicüseqo atrsgqoß rsüvoi dtmülei sot Üqhqot 4 paqücqauoy 5 üsam, kücx sxm epipsþrexm sgy amhqþpimgy dqarsgqiüsgsay pot oqßfesai rso Üqhqo 5 paqücqauoy 1, so rýrsgla tpüceixm tdüsxm eßmai süro qtparlýmo þrse ma eßmai amýuijso Þ dtramükoca dapamgqü ma episetvheß jakþ vglijþ jasürsarg tpüceixm tdüsxm.
22.12.2 L 327/31 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL PAQAQSGLA III OIJOMOLIJG AMAKTRG G oijomolijþ amüktrg peqiývei epaqjeßy pkgqouoqßey, le epaqjeßy kepsolýqeiey (kalbamolýmot tpüwg sot jürsoty rtkkocþy sxm rvesijþm dedolýmxm), þrse: a) ma ejsekoýmsai oi tpokocirloß pot apaisoýmsai cia ma kalbümesai tpüwg, rýluxma le so Üqhqo 9, g aqvþ sgy amüjsgrgy sot jürsoty sxm tpgqeriþm ýdasoy, kalbamolýmxm tpüwg sxm lajqopqüherlxm pqobkýwexm sgy pqoruoqüy jai sgy fþsgrgy ýdasoy rsgm peqiovþ kejümgy apoqqoþy posaloý jai, üsam apaiseßsai: sxm tpokocirlþm sot ücjot, sxm silþm jai sot jürsoty sxm tpgqeriþm ýdasoy jai sxm tpokocirlþm sxm rvesijþm epemdýrexm, rtlpeqikalbamolýmxm sxm pqobkýwexm sýsoixm epemdýrexm b) ma epikýcesai o aposekerlasijüseqoy rtmdtarlüy lýsqxm cia siy vqþreiy ýdasoy, o opoßoy ha peqikalbümesai rso pqücqalla lýsqxm sot Üqhqot 11, bürei sxm tpokocirlþm sot dtmgsijoý jürsoty sxm lýsqxm atsþm.
L 327/32 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL PAQAQSGLA IV PQORSASETOLEMER PEQIOVER 1. So lgsqþo sxm pqorsasetülemxm peqiovþm sot Üqhqot 6 peqikalbümei soty ajükothoty sýpoty pqorsasetülemxm peqiovþm: i) peqiovýy pot pqooqßfomsai cia sgm Ümskgrg ýdasoy cia amhqþpimg jasamükxrg rýluxma le so Üqhqo 7 ii) iii) iv) peqiovýy pot pqooqßfomsai cia sgm pqorsarßa tdqübixm eidþm le oijomolijþ rglarßa tdasijü rtrsþlasa pot Ývotm vaqajsgqirseß xy ýdasa amawtvþy, rtlpeqikalbamolýmxm peqiovþm pot Ývotm vaqajsgqirseß xy ýdasa jokýlbgrgy, rýluxma le sgm odgcßa 76/16/EOJ peqiovýy etaßrhgsey rsgm paqotrßa hqepsijþm otriþm, rtlpeqikalbamolýmxm sxm peqiovþm pot vaqajsgqßfomsai xy etükxsey fþmey, rýluxma le sgm odgcßa 91/676/EOJ jai sxm peqiovþm pot vaqajsgqßfomsai xy etaßrhgsey peqiovýy, rýluxma le sgm odgcßa 91/271/EOJ jai v) peqiovýy pot pqooqßfomsai cia sgm pqorsarßa oijüsopxm Þ eidþm üsam g diasþqgrg Þ g beksßxrg sgy jasürsargy sxm tdüsxm eßmai rglamsijþ cia sgm pqorsarßa soty, rtlpeqikalbamolýmxm sxm rvesijþm süpxm sot pqocqüllasoy «Uýrg 2», pot jahoqßfomsai dtmülei sgm odgciþm 92/43/EOJ ( 1 ) jai 79/49/EOJ ( 2 ). 2. G peqßkgwg sot lgsqþot pot apaiseßsai xy lýqoy sot rvedßot diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý peqikalbümei vüqsey rsoty opoßoty eluaßmesai g hýrg jühe pqorsasetülemgy peqiovþy, jahþy jai peqicqauþ sgy joimosijþy, sgy ehmijþy Þ sgy sopijþy moloherßay bürei sgy opoßay Ývotm vaqajsgqirseß. ( 1 ) EE L 26 sgy 22.7.1992, r. 7 odgcßa üpxy sqopopoiþhgje seketsaßa apü sgm odgcßa 97/62/EJ (EE L 35 sgy 8.11.1997, r. 42). ( 2 ) EE L 13 sgy 25.4.1979, r. 1 odgcßa üpxy sqopopoiþhgje seketsaßa apü sgm odgcßa 97/49/EJ (EE L 223 sgy 13.8.1997, r. 9).
22.12.2 L 327/33 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL PAQAQSGLA V 1. JASARSARG EPIUAMEIAJXM TDASXM 1.1. PoiosijÜ rsoiveßa cia sgm sanimülgrg sgy oijokocijþy jasürsargy 1.1.1. P o s a l o ß 1.1.2. K ß l m e y 1.1.3. L e s a b a s i j Ü ý d a s a 1.1.4. P a q Ü j s i a ý d a s a 1.1.5. S e v m g s Ü j a i i d i a ß s e q a s q o p o p o i g l Ý m a r t r s Þ l a s a e p i u a m e i a j þ m t d Ü s x m 1.2. Jamomirsijoß oqirloß cia sgm sanimülgrg sgy oijokocijþy jasürsargy 1.2.1. O q i r l o ß s g y t w g k Þ y, s g y j a k Þ y j a i s g y l Ý s q i a y o i j o k o c i j Þ y j a s Ü r s a r g y p o s a l þ m 1.2.2. O q i r l o ß s g y t w g k Þ y, s g y j a k Þ y j a i s g y l Ý s q i a y o i j o k o c i j Þ y j a s Ü r s a r g y k i l m þ m 1.2.3. O q i r l o ß s g y t w g k Þ y, s g y j a k Þ y j a i s g y l Ý s q i a y o i j o k o c i j Þ y j a s Ü r s a r g y l e s a b a s i j þ m t d Ü s x m 1.2.4. O q i r l o ß s g y t w g k Þ y, s g y j a k Þ y j a i s g y l Ý s q i a y o i j o k o c i j Þ y j a s Ü r s a r g y p a q Ü j s i x m t d Ü s x m 1.2.5. O q i r l o ß s o t l Ý c i r s o t, s o t j a k o ý j a i s o t l Ý s q i o t o i j o k o c i j o ý d t m a l i j o ý s x m i d i a ß s e q a s q o p o p o i g l Ý m x m Þ s e v m g s þ m t d a s i j þ m r t r s g l Ü s x m 1.2.6. D i a d i j a r ß a p o t p q Ý p e i m a a j o k o t h o ý m s a j q Ü s g l Ý k g c i a s g h Ý r p i r g p q o s ý p x m v g l i j Þ y p o i ü s g s a y 1.3. Paqajokoýhgrg sgy oijokocijþy jai vglijþy jasürsargy sxm epiuameiajþm tdüsxm 1.3.1. R v e d i a r l ü y s g y e p o p s i j Þ y p a q a j o k o ý h g r g y 1.3.2. R v e d i a r l ü y s g y e p i v e i q g r i a j Þ y p a q a j o k o ý h g r g y 1.3.3. R v e d i a r l ü y s g y d i e q e t m g s i j Þ y p a q a j o k o ý h g r g y 1.3.4. R t v m ü s g s a s g y p a q a j o k o ý h g r g y 1.3.5. P q ü r h e s e y a p a i s Þ r e i y c i a s g m p a q a j o k o ý h g r g p q o r s a s e t ü l e m x m p e q i o v þ m 1.3.6. P q ü s t p a c i a s g m p a q a j o k o ý h g r g p o i o s i j þ m r s o i v e ß x m 1.4. Sanimülgrg jai paqotrßarg sgy oijokocijþy jasürsargy 1.4.1. R t c j q i r i l ü s g s a s x m a p o s e k e r l Ü s x m b i o k o c i j Þ y p a q a j o k o ý h g r g y 1.4.2. P a q o t r ß a r g s x m a p o s e k e r l Ü s x m s g y p a q a j o k o ý h g r g y j a i s a n i m ü l g r g s g y o i j o k o c i j Þ y j a s Ü r s a r g y j a i s o t o i j o k o c i j o ý d t m a l i j o ý 1.4.3. P a q o t r ß a r g s x m a p o s e k e r l Ü s x m s g y p a q a j o k o ý h g r g y j a i s a n i m ü l g r g s g y v g l i j Þ y j a s Ü r s a r g y 2. TPOCEIA TDASA 2.1. PorosijÞ jasürsarg sxm tpüceixm tdüsxm 2.1.1. P a q Ü l e s q o y c i a s g m s a n i m ü l g r g s g y p o r o s i j Þ y j a s Ü r s a r g y 2.1.2. O q i r l ü y s g y p o r o s i j Þ y j a s Ü r s a r g y 2.2. Paqajokoýhgrg sgy porosijþy jasürsargy sxm tpüceixm tdüsxm 2.2.1. D ß j s t o p a q a j o k o ý h g r g y s g y r s Ü h l g y s x m t p ü c e i x m t d Ü s x m 2.2.2. P t j m ü s g s a s x m s ü p x m p a q a j o k o ý h g r g y 2.2.3. R t v m ü s g s a s g y p a q a j o k o ý h g r g y 2.2.4. E q l g m e ß a j a i p a q o t r ß a r g s g y p o r o s i j Þ y j a s Ü r s a r g y s x m t p o c e ß x m t d Ü s x m
L 327/34 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL 2.3. VglijÞ jasürsarg sxm tpüceixm tdüsxm 2.3.1. P a q Ü l e s q o i c i a s o m p q o r d i o q i r l ü s g y v g l i j Þ y j a s Ü r s a r g y s x m t p ü c e i x m t d Ü s x m 2.3.2. O q i r l ü y s g y j a k Þ y v g l i j Þ y j a s Ü r s a r g y s x m t p ü c e i x m t d Ü s x m 2.4. Paqajokoýhgrg sgy vglijþy jasürsargy sxm tpüceixm tdüsxm 2.4.1. D ß j s t o p a q a j o k o ý h g r g y s x m t p ü c e i x m t d Ü s x m 2.4.2. E p o p s i j Þ p a q a j o k o ý h g r g 2.4.3. E p i v e i q g r i a j Þ p a q a j o k o ý h g r g 2.4.4. D i a p ß r s x r g s x m s Ü r e x m s x m q ý p x m 2.4.5. E q l g m e ß a j a i p a q o t r ß a r g s g y v g l i j Þ y j a s Ü r s a r g y s x m t p ü c e i x m t d Ü s x m 2.5. Paqotrßarg sgy jasürsargy sxm tpüceixm tdüsxm 1. JASARSARG EPIUAMEIAJXM TDASXM 1.1. PoiosijÜ rsoiveßa cia sgm sanimülgrg sgy oijokocijþy jasürsargy 1.1.1. P o s a l o ß BiokocijÜ rsoiveßa Rýmherg jai auhomßa sgy tdasijþy vkxqßday Rýmherg jai auhomßa sgy pamßday bemhijþm arpomdýkxm Rýmherg, auhomßa jai jasamolþ jasü gkijßey sgy ivhtopamßday TdqoloquokocijÜ rsoiveßa pot tporsgqßfotm sa biokocijü rsoiveßa Tdqokocijü jahersþy porüsgsa jai dtmalijþ sxm tdüsimxm qoþm rýmderg le rtrsþlasa tpüceixm tdüsxm RtmÝveia sot posaloý LoquokocijÝy rtmhþjey diajýlamrg sot bühoty jai sot pküsoty sot posaloý dolþ jai tpürsqxla sot pthlýma sot posaloý dolþ sgy paqüvhiay fþmgy VglijÜ jai utrijovglijü rsoiveßa pot tporsgqßfotm sa biokocijü rsoiveßa CemijÜ HeqlijÝy rtmhþjey RtmhÞjey ontcümxrgy Akasüsgsa JasÜrsarg onßmirgy RtmhÞjey hqepsijþm otriþm
22.12.2 L 327/35 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL RtcjejqilÝmoi qýpoi Qýpamrg apü ükey siy otrßey pqoseqaiüsgsay oi opoßey eßmai cmxrsü üsi apoqqßpsomsai rso tdasijü rýrsgla Qýpamrg apü Ükkey otrßey oi opoßey eßmai cmxrsü üsi apoqqßpsomsai re rglamsijýy porüsgsey rso tdasijü rýrsgla 1.1.2. K ß l m e y BiokocijÜ rsoiveßa Rýmherg, auhomßa jai biolüfa sot utsopkacjsoý Rýmherg jai auhomßa sgy koipþy tdasijþy vkxqßday Rýmherg jai auhomßa sgy pamßday bemhijþm arpomdýkxm Rýmherg, auhomßa jai jasamolþ jasü gkijßey sgy ivhtopamßday TdqoloquokocijÜ rsoiveßa pot tporsgqßfotm sa biokocijü rsoiveßa Tdqokocijü jahersþy porüsgsa jai dtmalijþ sxm tdüsimxm qoþm vqümoy paqalomþy rýmderg le so rýrsgla tpüceixm tdüsxm LoquokocijÝy rtmhþjey diajýlamrg sot bühoty sgy kßlmgy porüsgsa, dolþ jai tpürsqxla sot pthlýma sgy kßlmgy dolþ sgy üvhgy sgy kßlmgy VglijÜ jai utrijovglijü rsoiveßa pot tporsgqßfotm sa biokocijü rsoiveßa CemijÜ DiauÜmeia HeqlijÝy rtmhþjey RtmhÞjey ontcümxrgy Akasüsgsa JasÜrsarg onßmirgy RtmhÞjey hqepsijþm otriþm RtcjejqilÝmoi qýpoi Qýpamrg apü ükey siy otrßey pqoseqaiüsgsay oi opoßey eßmai cmxrsü üsi apoqqßpsomsai rso tdasijü rýrsgla Qýpamrg apü Ükkey otrßey oi opoßey eßmai cmxrsü üsi apoqqßpsomsai re rglamsijýy porüsgsey rso tdasijü rýrsgla 1.1.3. L e s a b a s i j Ü ý d a s a BiokocijÜ rsoiveßa Rýmherg, auhomßa jai biolüfa sot utsopkacjsoý Rýmherg jai auhomßa sgy koipþy tdasijþy vkxqßday Rýmherg jai auhomßa sgy pamßday bemhijþm arpomdýkxm Rýmherg jai auhomßa sgy ivhtopamßday
L 327/36 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL TdqoloquokocijÜ rsoiveßa pot tporsgqßfotm sa biokocijü rsoiveßa LoquokocijÝy rtmhþjey diajýlamrg sot bühoty porüsgsa, dolþ jai tpürsqxla sot pthlýma dolþ sgy diapakiqqoiajþy fþmgy Pakiqqoiajü jahersþy qoþ cktjoý meqoý Ýjherg rsa jýlasa VglijÜ jai utrijovglijü rsoiveßa pot tporsgqßfotm sa biokocijü rsoiveßa CemijÜ DiauÜmeia HeqlijÝy rtmhþjey RtmhÞjey ontcümxrgy Akasüsgsa RtmhÞjey hqepsijþm otriþm RtcjejqilÝmoi qýpoi Qýpamrg apü ükey siy otrßey pqoseqaiüsgsay oi opoßey eßmai cmxrsü üsi apoqqßpsomsai rso tdasijü rýrsgla Qýpamrg apü Ükkey otrßey oi opoßey eßmai cmxrsü üsi apoqqßpsomsai re rglamsijýy porüsgsey rso tdasijü rýrsgla 1.1.4. P a q Ü j s i a ý d a s a BiokocijÜ rsoiveßa Rýmherg, auhomßa jai biolüfa sot utsopkacjsoý Rýmherg jai auhomßa sgy koipþy tdasijþy vkxqßday Rýmherg jai auhomßa sgy pamßday bemhijþm arpomdýkxm TdqoloquokocijÜ rsoiveßa pot tporsgqßfotm sa biokocijü rsoiveßa LoquokocijÝy rtmhþjey diajýlamrg bühoty dolþ jai tpürsqxla sgy ajsþy dolþ sgy diapakiqqoiajþy fþmgy Pakiqqoiajü jahersþy jaseýhtmrg derpofümsxm qetlüsxm Ýjherg rsa jýlasa
22.12.2 L 327/37 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL VglijÜ jai utrijovglijü rsoiveßa pot tporsgqßfotm sa biokocijü rsoiveßa CemijÜ DiauÜmeia HeqlijÝy rtmhþjey RtmhÞjey ontcümxrgy Akasüsgsa RtmhÞjey hqepsijþm otriþm RtcjejqilÝmoi qýpoi Qýpamrg apü ükey siy otrßey pqoseqaiüsgsay oi opoßey eßmai cmxrsü üsi apoqqßpsomsai rso tdasijü rýrsgla Qýpamrg apü Ükkey otrßey oi opoßey eßmai cmxrsü üsi apoqqßpsomsai re rglamsijýy porüsgsey rso tdasijü rýrsgla 1.1.5. S e v m g s Ü j a i i d i a i s Ý q x y s q o p o p o i g l Ý m a r t r s Þ l a s a e p i u a m e i a j þ m t d Ü s x m Sa poiosijü rsoiveßa pot euaqlüfomsai rsa sevmgsü jai sa idiaisýqxy sqopopoiglýma rtrsþlasa epiuameiajþm tdüsxm eßmai ejeßma pot irvýotm cia opoiadþpose apü siy sýrreqiy jasgcoqßey utrijþm epiuameiajþm tdüsxm g opoßa oloiüfei peqirrüseqo le so rtcjejqilýmo idiaisýqxy sqopopoiglýmo Þ sevmgsü tdasijü rýrsgla.
1.2. Jamomirsijoß oqirloß cia sgm sanimülgrg sgy oijokocijþy jasürsargy Pßmajay 1.2. Cemijoß oqirloß cia soty posaloýy, siy kßlmey, sa lesabasijü ýdasa jai sa paqüjsia ýdasa Rso jeßlemo pot ajokotheß, dßdesai cemijüy oqirlüy sgy oijokocijþy poiüsgsay. Cia soty rjopoýy sgy sanimülgrgy, oi silýy sxm poiosijþm rsoiveßxm sgy oijokocijþy jasürsargy jühe jasgcoqßay epiuameiajþm tdüsxm eßmai oi silýy sxm jasxsýqx pimüjxm 1.2.1.-1.2.4. CemijÜ Rsoiveßo TwgkÞ jasürsarg JakÞ jasürsarg LÝsqia jasürsarg kkeiwg, Þ Þrromoy lümom rglarßay amhqxpocemeßy lesabokýy sxm silþm sxm utrijovglijþm jai sxm tdqoloquokocijþm poiosijþm rsoiveßxm sot stpijoý rtrsþlasoy epiuameiajþm tdüsxm re rvýrg le ejeßma pot vaqajsgqßfotm utriokocijü som sýpo atsüm tpü lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Oi silýy sxm biokocijþm poiosijþm rsoiveßxm sot rtrsþlasoy epiuameiajþm tdüsxm amsijasopsqßfotm ejeßmey pot vaqajsgqßfotm utriokocijü som sýpo atsüm tpü lg diasaqaclýmey rtmhþjey. TpÜqvotm stpovaqajsgqirsijýy rtmhþjey jai joimüsgsey. Sa ýdasa jasürsargy jüsx sgy lýsqiay sanimoloýmsai xy ekkipoýy Þ jajþy jasürsargy: Oi silýy sxm biokocijþm poiosijþm rsoiveßxm sot rtrsþlasoy epiuameiajþm tdüsxm eluamßfotm valgkoý epipýdot akkoiþreiy kücx amhqþpimxm dqarsgqiosþsxm akkü paqakkürrotm lümom ekauqþy apü siy silýy pot vaqajsgqßfotm utriokocijü so stpijü rýrsgla epiuameiajþm tdüsxm tpü lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Oi silýy sxm biokocijþm poiosijþm rsoiveßxm sot rtrsþlasoy epiuameiajþm tdüsxm paqakkürrotm lesqßxy apü siy silýy pot vaqajsgqßfotm utriokocijü so stpijü rýrsgla epiuameiajþm tdüsxm tpü lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Oi silýy eluamßfotm lýsqiey akkoiþreiy kücx amhqþpimxm dqarsgqiosþsxm jai eßmai rglamsijü pio diasaqaclýmey apü ü,si tpü siy rtmhþjey jakþy jasürsargy. Sa ýdasa sa opoßa eluamßfotm emdeßneiy rglamsijþm akkoiþrexm sxm silþm sxm biokocijþm poiosijþm rsoiveßxm sot stpijoý rtrsþlasoy epiuameiajþm tdüsxm jai rsa opoßa oi rvesijýy biokocijýy joimüsgsey diauýqotm otriarsijü apü ejeßmey pot vaqajsgqßfotm utriokocijü so stpijü rýrsgla epiuameiajþm tdüsxm tpü lg diasaqaclýmey rtmhþjey, sanimoloýmsai xy ekkipoýy jasürsargy. Sa ýdasa sa opoßa eluamßfotm emdeßneiy robaqþm akkoiþrexm sxm silþm sxm biokocijþm poiosijþm rsoiveßxm sot stpijoý rtrsþlasoy epiuameiajþm tdüsxm jai apü sa opoßa apotriüfei lecüko lýqoy sxm rvesijþm biokocijþm joimosþsxm pot vaqajsgqßfotm utriokocijü so stpijü rýrsgla epiuameiajþm tdüsxm tpü lg diasaqaclýmey rtmhþjey, sanimoloýmsai xy jajþy jasürsargy. L 327/38 EL Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm 22.12.2
1.2.1. O q i r l o ß s g y t w g k Þ y, s g y j a k Þ y j a i s g y l Ý s q i a y o i j o k o c i j Þ y j a s Ü r s a r g y p o s a l þ m BiokocijÜ poiosijü rsoiveßa Utsopkacjsüm Lajqüutsa jai utsobýmhoy Pamßda bemhijþm arpomdýkxm Rsoiveßo TwgkÞ jasürsarg JakÞ jasürsarg LÝsqia jasürsarg G sanimolijþ rýmherg sot utsopkacjsoý amsirsoiveß pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. G lýrg auhomßa utsopkacjsoý amsirsoiveß pkþqxy pqoy siy stpovaqajsgqirsijýy utrijovglijýy rtmhþjey jai dem akkoiþmei rglamsijü siy stpovaqajsgqirsijýy rtmhþjey diauümeiay. Oi enamhþreiy pkacjsoý eluamßfomsai le rtvmüsgsa jai Ýmsarg pot amsirsoiveß pqoy siy stpovaqajsgqirsijýy utrijovglijýy rtmhþjey. G sanimolijþ rýmherg amsirsoiveß pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Dem paqasgqoýmsai amivmeýriley akkacýy sgy lýrgy lajqoutsijþy jai sgy lýrgy utsobemhijþy auhomßay. G sanimolijþ rýmherg amsirsoiveß pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. O kücoy sxm etaßrhgsxm rsg diasüqang sanimolijþm jasgcoqiþm pqoy siy lg etaßrhgsey dem paqotriüfei emdeßneiy akkacþy re rvýrg le siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. G rsühlg poijiküsgsay sxm sanimolijþm jasgcoqiþm arpomdýkxm dem paqotriüfei emdeßneiy akkacþy re rvýrg le siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Paqasgqoýmsai ekauqýy akkacýy sgy rýmhergy jai sgy auhomßay sxm sanimolijþm jasgcoqiþm sot pkacjsoý re rvýrg le siy stpovaqajsgqirsijýy joimüsgsey. Oi akkacýy atsýy dem tpodgkþmotm savýseqg aýngrg utjþm g opoßa odgceß re amepihýlgsg diasüqang sgy iroqqopßay sxm oqcamirlþm pot tpüqvotm rso tdasijü rýrsgla Þ sgy utrijovglijþy poiüsgsay sot meqoý Þ sot ifþlasoy. EmdÝvesai ma eluamßfesai ekauqü aýngrg sgy rtvmüsgsay jai sgy Ýmsargy sxm enamhþrexm pkacjsoý. Paqasgqoýmsai ekauqýy akkacýy sgy rýmhergy jai sgy auhomßay sxm sanimolijþm jasgcoqiþm sxm lajqouýsxm jai sot utsobýmhoty re rvýrg le siy stpovaqajsgqirsijýy joimüsgsey. Oi akkacýy atsýy dem tpodgkþmotm savýseqg aýngrg utsobýmhoty Þ amþseqxm utsþm g opoßa odgceß re amepihýlgsg diasüqang sgy iroqqopßay sxm oqcamirlþm pot tpüqvotm rso tdasijü rýrsgla Þ sgy utrijovglijþy poiüsgsay sot meqoý Þ sot ifþlasoy. G utsobemhijþ joimüsgsa dem epgqeüfesai aqmgsijü apü bajsgqiajþ amüpstng kücx amhqxpocemþm dqarsgqiosþsxm. EkauqÝy akkacýy sgy rýmhergy jai sgy auhomßay sxm sanimolijþm jasgcoqiþm arpomdýkxm re rvýrg le siy stpovaqajsgqirsijýy rtmhþjey. O kücoy sxm etaßrhgsxm rsg diasüqang sanimolijþm jasgcoqiþm pqoy siy lg etaßrhgsey diauýqei ekauqþy apü sa stpovaqajsgqirsijü epßpeda. G rsühlg poijiküsgsay sxm sanimolijþm jasgcoqiþm arpomdýkxm diauýqei ekauqþy apü sa stpovaqajsgqirsijü epßpeda. G rýmherg sxm sanimolijþm jasgcoqiþm sot pkacjsoý diauýqei lesqßxy apü siy stpovaqajsgqirsijýy joimüsgsey. Paqasgqeßsai lýsqia diasüqang sgy auhomßay, g opoßa emdývesai ma odgceß re rglamsijþ amepihýlgsg diasüqang sxm silþm sxm koipþm biokocijþm jai utrijovglijþm poiosijþm rsoiveßxm. EmdÝvesai ma paqasgqeßsai lýsqia aýngrg sgy rtvmüsgsay jai sgy Ýmsargy sxm enamhþrexm pkacjsoý. JasÜ soty heqimoýy lþmey, emdývesai ma paqasgqeßsai lümilg enümhgrg pkacjsoý. G rýmherg sxm lajqoutsijþm jai utsobemhijþm sanimolijþm jasgcoqiþm diauýqei lesqßxy apü sgm stpovaqajsgqirsijþ joimüsgsa jai eßmai rglamsijü akkoixlýmg re rvýrg le sgm jakþ jasürsarg. Paqasgqoýmsai lýsqiey akkacýy sgy lýrgy lajqoutsijþy jai sgy lýrgy utsobemhijþy auhomßay. G utsobemhijþ joimüsgsa emdývesai ma paqelpodßfesai jai, re leqijýy peqiovýy, ma ejsopßfesai apü bajsgqiajþ amüpstng pot eluamßfesai kücx amhqxpocemþm dqarsgqiosþsxm G rýmherg jai g auhomßa sxm sanimolijþm jasgcoqiþm arpomdýkxm diauýqotm lesqßxy apü siy stpovaqajsgqirsijýy joimüsgsey. Apotrßa rglamsijþm sanimolijþm olüdxm sgy stpovaqajsgqirsijþy joimüsgsay. O kücoy sxm etaßrhgsxm rsg diasüqang sanimolijþm jasgcoqiþm pqoy siy lg etaßrhgsey, jahþy jai g rsühlg poijiküsgsay, eßmai otriarsijü valgküseqa apü so stpovaqajsgqirsijü epßpedo jai rglamsijü valgküseqa apü ü,si rsgm jakþ jasürsarg. 22.12.2 EL Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm L 327/39
Ivhtopamßda Rsoiveßo TwgkÞ jasürsarg JakÞ jasürsarg LÝsqia jasürsarg TdqoloquokocijÜ poiosijü rsoiveßa G rýmherg jai g auhomßa sxm eidþm amsirsoivoým pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Paqotrßa ükxm sxm stpovaqajsgqirsijþm eidþm pot eßmai etaßrhgsa rsg diasüqang. G jasamolþ jasü gkijßey sxm ivhtojoimosþsxm dem paqotriüfei emdeßneiy amhqxpocemoýy diasüqangy, oýse emdeßneiy cia adtmalßa amapaqacxcþy Þ amüpstngy opoiotdþpose eßdoty. EkauqÝy akkacýy sgy rýmhergy jai sgy auhomßay sxm eidþm re rvýrg le siy stpovaqajsgqirsijýy joimüsgsey, kücx amhqxpocemþm epipsþrexm rsa utrijovglijü jai sa tdqoloquokocijü poiosijü rsoiveßa. G jasamolþ jasü gkijßey sxm ivhtojoimosþsxm paqotriüfei emdeßneiy diasüqangy kücx amhqxpocemþm epipsþrexm rsa utrijovglijü Þ sa tdqoloquokocijü poiosijü rsoiveßa jai, re leqijýy peqipsþreiy, emdeßneiy cia adtmalßa amapaqacxcþy Þ amüpstngy oqirlýmxm eidþm, rso lýsqo pot emdývesai ma apotriüfotm oqirlýmey jasgcoqßey gkijßay. G rýmherg jai g auhomßa sxm eidþm ivhýxm diauýqotm lesqßxy apü siy stpovaqajsgqirsijýy joimüsgsey kücx amhqxpocemþm epipsþrexm rsa utrijovglijü Þ sa tdqoloquokocijü poiosijü rsoiveßa. G jasamolþ jasü gkijßey sxm ivhtojoimosþsxm paqotriüfei rglamsijýy emdeßneiy amhqxpocemoýy diasüqangy, rso lýsqo pot Ýma lýsqio pororsü stpovaqajsgqirsijþm eidþm apotriüfei Þ apamsü le poký valgkþ auhomßa. Rsoiveßo TwgkÞ jasürsarg JakÞ jasürsarg LÝsqia jasürsarg Tdqokocijü jahersþy RtmÝveia sot posaloý LoquokocijÝy rtmhþjey G porüsgsa jai g dtmalijþ sgy qoþy, jahþy jai g rtmajükothg rýmderg le sa tpüceia ýdasa, amsijasopsqßfotm pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. G rtmýveia sot posaloý dem epgqeüfesai apü amhqxpocemeßy dqarsgqiüsgsey jai episqýpei sgm apqürjopsg lesamürsetrg tdqübixm oqcamirlþm jai lesauoqü ifþlasoy. G loquþ sxm diaýkxm, g diajýlamrg sot pküsoty jai sot bühoty, g savýsgsa sot qeýlasoy, oi rtmhþjey tporsqþlasoy jai g dolþ jai oi rtmhþjey sxm paqüvhixm fxmþm amsirsoivoým pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. L 327/4 EL Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm 22.12.2
UtrijovglijÜ poiosijü rsoiveßa ( 1 ) CemijÝy rtmhþjey Rsoiveßo TwgkÞ jasürsarg JakÞ jasürsarg LÝsqia jasürsarg RtcjejqilÝmoi rtmhesijoß qýpoi RtcjejqilÝmoi lg rtmhesijoß qýpoi Oi silýy sxm utrijovglijþm rsoiveßxm amsirsoivoým pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Oi rtcjemsqþreiy hqepsijþm otriþm paqalýmotm emsüy sxm oqßxm pot rtmþhxy vaqajsgqßfotm siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Sa epßpeda akasüsgsay, ph, iroftcßot ontcümot, ijamüsgsay enotdesýqxrgy onýxm, diauümeiay jai heqlojqarßay dem paqotriüfotm emdeßneiy amhqxpocemoýy diasüqangy jai paqalýmotm emsüy sxm oqßxm pot rtmþhxy vaqajsgqßfotm siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Rtcjemsqþreiy rvedüm lgdemijýy jai opxrdþpose jüsx sxm oqßxm amßvmetrgy sxm pkýom pqogclýmxm amaktsijþm lehüdxm cemijþy vqþrgy. Rtcjemsqþreiy emsüy sxm oqßxm pot rtmþhxy vaqajsgqßfotm siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey (barijü epßpeda = be). G heqlojqarßa, so irofýcio ontcümot, so ph, g ijamüsgsa enotdesýqxrgy onýxm, g diauümeia jai g akasüsgsa dem uhümotm sa üqia pot jahoqßfomsai cia ma enaruakßfesai g keisotqcßa sot oijortrsþlasoy jai g epßsetng sxm silþm pot oqßfomsai amxsýqx cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. Oi rtcjemsqþreiy hqepsijþm otriþm dem tpeqbaßmotm sa üqia pot jahoqßfomsai cia ma enaruakßfesai g keisotqcßa sot stpovaqajsgqirsijoý oijortrsþlasoy jai g epßsetng sxm silþm pot oqßfomsai amxsýqx cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. Oi rtcjemsqþreiy dem tpeqbaßmotm sa pqüstpa pot jahoqßfomsai le sg diadijarßa sot rgleßot 1.2.6, le sgm epiuýkang sxm odgciþm 91/414/EJ jai 98/8/EJ (< ppp). Oi rtcjemsqþreiy dem tpeqbaßmotm sa pqüstpa pot jahoqßfomsai le sg diadijarßa sot rgleßot 1.2.6 ( 2 ), le sgm epiuýkang sxm odgciþm 91/414/EJ jai 98/8/EJ (< ppp). ( 1 ) Rtmsolocqaußey: be = barijü epßpedo, ppp = poiosijü peqibakkomsijü pqüstpo. ( 2 ) G euaqlocþ sxm pqosýpxm pot jasaqsßfomsai dtmülei sot pqxsojükkot atsoý dem rtmepücesai leßxrg sxm rtcjemsqþrexm sxm qýpxm jüsx sot barijoý epipýdot: (ppp >be). RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. 22.12.2 EL Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm L 327/41
1.2.2. O q i r l o ß s g y t w g k Þ y, s g y j a k Þ y j a i s g y l Ý s q i a y o i j o k o c i j Þ y j a s Ü r s a r g y k i l m þ m BiokocijÜ poiosijü rsoiveßa Utsopkacjsüm Lajqüutsa jai utsobýmhoy Pamßda bemhijþm arpomdýkxm Rsoiveßo TwgkÞ jasürsarg JakÞ jasürsarg LÝsqia jasürsarg G sanimolijþ rýmherg jai auhomßa sot utsopkacjsoý amsirsoiveß pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. G lýrg auhomßa utsopkacjsoý amsirsoiveß pqoy siy stpovaqajsgqirsijýy utrijovglijýy rtmhþjey jai dem akkoiþmei rglamsijü siy stpovaqajsgqirsijýy rtmhþjey diauümeiay. Oi enamhþreiy pkacjsoý eluamßfomsai le rtvmüsgsa jai Ýmsarg pot amsirsoiveß pqoy siy stpovaqajsgqirsijýy utrijovglijýy rtmhþjey. G sanimolijþ rýmherg amsirsoiveß pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Dem paqasgqoýmsai amivmeýriley akkacýy sgy lýrgy lajqoutsijþy jai sgy lýrgy utsobemhijþy auhomßay. G sanimolijþ rýmherg amsirsoiveß pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. O kücoy sxm etaßrhgsxm rsg diasüqang sanimolijþm jasgcoqiþm pqoy siy lg etaßrhgsey dem paqotriüfei emdeßneiy akkacþy re rvýrg le siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. G rsühlg poijiküsgsay sxm sanimolijþm jasgcoqiþm arpomdýkxm dem paqotriüfei emdeßneiy akkacþy re rvýrg le siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Paqasgqoýmsai ekauqýy akkacýy sgy rýmhergy jai sgy auhomßay sxm sanimolijþm jasgcoqiþm sot pkacjsoý re rvýrg le siy stpovaqajsgqirsijýy joimüsgsey. Oi akkacýy atsýy dem tpodgkþmotm savýseqg aýngrg utjþm g opoßa odgceß re amepihýlgsg diasüqang sgy iroqqopßay sxm oqcamirlþm pot tpüqvotm rso tdasijü rýrsgla Þ sgy utrijovglijþy poiüsgsay sot meqoý Þ sot ifþlasoy. EmdÝvesai ma eluamßfesai ekauqü aýngrg sgy rtvmüsgsay jai sgy Ýmsargy sxm stpovaqajsgqirsijþm enamhþrexm pkacjsoý. Paqasgqoýmsai ekauqýy akkacýy sgy rýmhergy jai sgy auhomßay sxm sanimolijþm jasgcoqiþm sxm lajqouýsxm jai sot utsobýmhoty re rvýrg le siy stpovaqajsgqirsijýy joimüsgsey. Oi akkacýy atsýy dem tpodgkþmotm savýseqg aýngrg utsobýmhoty Þ amþseqxm utsþm g opoßa odgceß re amepihýlgsg diasüqang sgy iroqqopßay sxm oqcamirlþm pot tpüqvotm rso tdasijü rýrsgla Þ sgy utrijovglijþy poiüsgsay sot meqoý Þ sot ifþlasoy. G utsobemhijþ joimüsgsa dem epgqeüfesai aqmgsijü apü bajsgqiajþ amüpstng kücx amhqxpocemþm dqarsgqiosþsxm. EkauqÝy akkacýy sgy rýmhergy jai sgy auhomßay sxm sanimolijþm jasgcoqiþm arpomdýkxm re rvýrg le siy stpovaqajsgqirsijýy rtmhþjey. O kücoy sxm etaßrhgsxm rsg diasüqang sanimolijþm jasgcoqiþm pqoy siy lg etaßrhgsey paqotriüfei ekauqýy emdeßneiy akkacþy apü sa stpovaqajsgqirsijü epßpeda. G rsühlg poijiküsgsay sxm sanimolijþm jasgcoqiþm arpomdýkxm diauýqei ekauqþy apü sa stpovaqajsgqirsijü epßpeda. G rýmherg jai auhomßa sxm sanimolijþm jasgcoqiþm sot pkacjsoý diauýqei lesqßxy apü siy stpovaqajsgqirsijýy joimüsgsey. Paqasgqeßsai lýsqia diasüqang sgy biolüfay, g opoßa emdývesai ma odgceß re rglamsijþ amepihýlgsg diasüqang sgy jasürsargy Ükkxm biokocijþm poiosijþm rsoiveßxm jai sgy utrijovglijþy poiüsgsay sot meqoý Þ sot ifþlasoy. EmdÝvesai ma paqasgqeßsai lýsqia aýngrg sgy rtvmüsgsay jai sgy Ýmsargy sxm enamhþrexm pkacjsoý. JasÜ soty heqimoýy lþmey, emdývesai ma paqasgqeßsai lümilg enümhgrg pkacjsoý. G rýmherg sxm lajqoutsijþm jai utsobemhijþm sanimolijþm jasgcoqiþm diauýqei lesqßxy apü siy stpovaqajsgqirsijýy joimüsgsey jai eßmai rglamsijü akkoixlýmg re rvýrg le ejeßmg pot paqasgqeßsai rsgm jakþ jasürsarg. Paqasgqoýmsai lýsqiey akkacýy sgy lýrgy lajqoutsijþy jai sgy lýrgy utsobemhijþy auhomßay. G utsobemhijþ joimüsgsa emdývesai ma paqelpodßfesai jai, re leqijýy peqiovýy, ma ejsopßfesai apü bajsgqiajþ amüpstng pot eluamßfesai kücx amhqxpocemþm dqarsgqiosþsxm. G rýmherg jai g auhomßa sxm sanimolijþm jasgcoqiþm arpomdýkxm diauýqotm lesqßxy apü siy stpovaqajsgqirsijýy rtmhþjey. Apotrßa rglamsijþm sanimolijþm olüdxm sgy stpovaqajsgqirsijþy joimüsgsay. O kücoy sxm etaßrhgsxm rsg diasüqang sanimolijþm jasgcoqiþm pqoy siy lg etaßrhgsey, jahþy jai g rsühlg poijiküsgsay, eßmai otriarsijü valgküseqa apü so stpovaqajsgqirsijü epßpedo jai rglamsijü valgküseqa apü ü,si rsgm jakþ jasürsarg. L 327/42 EL Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm 22.12.2
Ivhtopamßda Rsoiveßo TwgkÞ jasürsarg JakÞ jasürsarg LÝsqia jasürsarg TdqoloquokocijÜ poiosijü rsoiveßa G rýmherg jai g auhomßa sxm eidþm amsirsoivoým pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Paqotrßa ükxm sxm stpovaqajsgqirsijþm eidþm pot eßmai etaßrhgsa rsg diasüqang. G jasamolþ jasü gkijßey sxm ivhtojoimosþsxm dem paqotriüfei emdeßneiy amhqxpocemoýy diasüqangy, oýse emdeßneiy cia adtmalßa amapaqacxcþy Þ amüpstngy emüy rtcjejqilýmot eßdoty. EkauqÝy akkacýy sgy rýmhergy jai sgy auhomßay sxm eidþm re rvýrg le siy stpovaqajsgqirsijýy joimüsgsey, kücx amhqxpocemþm epipsþrexm rsa utrijovglijü Þ sa tdqoloquokocijü poiosijü rsoiveßa. G jasamolþ jasü gkijßey sxm ivhtojoimosþsxm paqotriüfei emdeßneiy diasüqangy kücx amhqxpocemþm epipsþrexm rsa utrijovglijü Þ sa tdqoloquokocijü poiosijü rsoiveßa, jai, re leqijýy peqipsþreiy, emdeßneiy cia adtmalßa amapaqacxcþy Þ amüpstngy oqirlýmxm eidþm, rso lýsqo pot emdývesai ma apotriüfotm oqirlýmey jasgcoqßey gkijßay. G rýmherg jai g auhomßa sxm eidþm ivhýxm diauýqotm lesqßxy apü siy stpovaqajsgqirsijýy joimüsgsey kücx amhqxpocemþm epipsþrexm rsa utrijovglijü Þ sa tdqoloquokocijü poiosijü rsoiveßa. G jasamolþ jasü gkijßey sxm ivhtojoimosþsxm paqotriüfei rglamsijýy emdeßneiy diasüqangy kücx amhqxpocemþm epipsþrexm rsa utrijovglijü Þ sa tdqoloquokocijü poiosijü rsoiveßa, rso lýsqo pot Ýma lýsqio pororsü stpovaqajsgqirsijþm eidþm apotriüfei Þ apamsü le poký valgkþ auhomßa. Rsoiveßo TwgkÞ jasürsarg JakÞ jasürsarg LÝsqia jasürsarg Tdqokocijü jahersþy LoquokocijÝy rtmhþjey G porüsgsa jai g dtmalijþ sgy qoþy, g rsühlg, o vqümoy paqalomþy jahþy jai g rtmajükothg rýmderg le sa tpüceia ýdasa, amsijasopsqßfotm pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. G diajýlamrg sot bühoty sgy kßlmgy, g porüsgsa jai g dolþ sot tporsqþlasoy jai g dolþ jai oi rtmhþjey sgy paqüvhiay fþmgy amsirsoivoým pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. 22.12.2 EL Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm L 327/43
UtrijovglijÜ poiosijü rsoiveßa ( 1 ) CemijÝy rtmhþjey Rsoiveßo TwgkÞ jasürsarg JakÞ jasürsarg LÝsqia jasürsarg RtcjejqilÝmoi rtmhesijoß qýpoi RtcjejqilÝmoi lg rtmhesijoß qýpoi Oi silýy sxm utrijovglijþm rsoiveßxm amsirsoivoým pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Oi rtcjemsqþreiy hqepsijþm otriþm paqalýmotm emsüy sxm oqßxm pot rtmþhxy vaqajsgqßfotm siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Sa epßpeda akasüsgsay, ph, iroftcßot ontcümot, ijamüsgsay enotdesýqxrgy onýxm, diauümeiay jai heqlojqarßay dem paqotriüfotm emdeßneiy amhqxpocemoýy diasüqangy jai paqalýmotm emsüy sxm oqßxm pot rtmþhxy vaqajsgqßfotm siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Rtcjemsqþreiy rvedüm lgdemijýy jai opxrdþpose jüsx sxm oqßxm amßvmetrgy sxm pkýom pqogclýmxm amaktsijþm lehüdxm cemijþy vqþrgy. Rtcjemsqþreiy emsüy sxm oqßxm pot rtmþhxy vaqajsgqßfotm siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey (barijü epßpeda = be). G heqlojqarßa, so irofýcio ontcümot, so ph, g ijamüsgsa enotdesýqxrgy onýxm, g diauümeia jai g akasüsgsa dem uhümotm sa üqia pot jahoqßfomsai cia ma enaruakßfesai g keisotqcßa sot oijortrsþlasoy jai g epßsetng sxm silþm pot oqßfomsai amxsýqx cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. Oi rtcjemsqþreiy hqepsijþm otriþm dem tpeqbaßmotm sa üqia pot jahoqßfomsai cia ma enaruakßfesai g keisotqcßa sot stpovaqajsgqirsijoý oijortrsþlasoy jai g epßsetng sxm silþm pot oqßfomsai amxsýqx cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. Oi rtcjemsqþreiy dem tpeqbaßmotm sa pqüstpa pot jahoqßfomsai le sg diadijarßa sot rgleßot 1.2.6, le sgm epiuýkang sxm odgciþm 91/414/EJ jai 98/8/EJ (< ppp). Oi rtcjemsqþreiy dem tpeqbaßmotm sa pqüstpa pot jahoqßfomsai le sg diadijarßa sot rgleßot 1.2.6 ( 2 ), le sgm epiuýkang sxm odgciþm 91/414/EJ jai 98/8/EJ (< ppp). ( 1 ) Rtmsolocqaußey: be = barijü epßpedo, ppp = poiosijü peqibakkomsijü pqüstpo. ( 2 ) G euaqlocþ sxm pqosýpxm pot jasaqsßfomsai dtmülei sot pqxsojükkot atsoý dem rtmepücesai leßxrg sxm rtcjemsqþrexm sxm qýpxm jüsx sot barijoý epipýdot. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. L 327/44 EL Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm 22.12.2
1.2.3. O q i r l o ß s g y t w g k Þ y, s g y j a k Þ y j a i s g y l Ý s q i a y o i j o k o c i j Þ y j a s Ü r s a r g y l e s a b a s i j þ m t d Ü s x m m BiokocijÜ poiosijü rsoiveßa Utsopkacjsüm Lajqouýjg Acceiürpeqla Rsoiveßo TwgkÞ jasürsarg JakÞ jasürsarg LÝsqia jasürsarg G rýmherg jai g auhomßa sxm sanimolijþm jasgcoqiþm sot utsopkacjsoý amsirsoiveß pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. G lýrg biolüfa utsopkacjsoý amsirsoiveß pqoy siy stpovaqajsgqirsijýy utrijovglijýy rtmhþjey jai dem akkoiþmei rglamsijü siy stpovaqajsgqirsijýy rtmhþjey diauümeiay. Oi enamhþreiy pkacjsoý eluamßfomsai le rtvmüsgsa jai Ýmsarg pot amsirsoiveß pqoy siy stpovaqajsgqirsijýy utrijovglijýy rtmhþjey. G rýmherg sxm sanimolijþm jasgcoqiþm lajqoutjþm amsirsoiveß pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Dem paqasgqoýmsai amivmeýriley akkacýy sgy lajqoutjijþy jüktwgy kücx amhqxpocemþm dqarsgqiosþsxm. G rýmherg sxm sanimolijþm jasgcoqiþm amsirsoiveß pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Dem paqasgqoýmsai amivmeýriley akkacýy sgy auhomßay acceiorpýqlxm kücx amhqxpocemþm dqarsgqiosþsxm. Paqasgqoýmsai ekauqýy akkacýy sgy rýmhergy jai sgy auhomßay sxm sanimolijþm jasgcoqiþm sot utsopkacjsoý. EkauqÝy akkacýy sgy biolüfay re rvýrg le siy stpovaqajsgqirsijýy rtmhþjey. Oi akkacýy atsýy dem tpodgkþmotm savýseqg aýngrg utjþm g opoßa odgceß re amepihýlgsg diasüqang sgy iroqqopßay sxm oqcamirlþm pot tpüqvotm rso tdasijü rýrsgla Þ sgy utrijovglijþy poiüsgsay sot meqoý. EmdÝvesai ma eluamßfesai ekauqü aýngrg sgy rtvmüsgsay jai sgy Ýmsargy sxm stpovaqajsgqirsijþm enamhþrexm pkacjsoý. Paqasgqoýmsai ekauqýy akkacýy sgy rýmhergy jai sgy auhomßay sxm lajqoutjijþm sanimolijþm jasgcoqiþm re rvýrg le siy stpovaqajsgqirsijýy joimüsgsey. Oi akkacýy atsýy dem tpodgkþmotm savýseqg aýngrg utsobýmhoty Þ amþseqxm utsþm g opoßa odgceß re amepihýlgsg diasüqang sgy iroqqopßay sxm oqcamirlþm pot tpüqvotm rso tdasijü rýrsgla Þ sgy utrijovglijþy poiüsgsay sot meqoý. Paqasgqoýmsai ekauqýy akkacýy sgy rýmhergy jai sgy auhomßay sxm sanimolijþm jasgcoqiþm sxm acceiorpýqlxm re rvýrg le siy stpovaqajsgqirsijýy joimüsgsey. G auhomßa acceiorpýqlxm eluamßfei ekauqýy emdeßneiy diasüqangy. G rýmherg jai g auhomßa sxm sanimolijþm jasgcoqiþm sot utsopkacjsoý diauýqei lesqßxy apü siy stpovaqajsgqirsijýy rtmhþjey. Paqasgqeßsai lýsqia diasüqang sgy biolüfay, g opoßa emdývesai ma odgceß re rglamsijþ amepihýlgsg diasüqang sgy jasürsargy Ükkxm biokocijþm poiosijþm rsoiveßxm. EmdÝvesai ma paqasgqeßsai lýsqia aýngrg sgy rtvmüsgsay jai sgy Ýmsargy sxm enamhþrexm pkacjsoý. JasÜ soty heqimoýy lþmey, emdývesai ma paqasgqeßsai lümilg enümhgrg pkacjsoý. G rýmherg sxm lajqoutjijþm sanimolijþm jasgcoqiþm diauýqei lesqßxy apü siy stpovaqajsgqirsijýy rtmhþjey jai eßmai rglamsijü akkoixlýmg re rvýrg le sgm jakþ jasürsarg. Paqasgqoýmsai lýsqiey akkacýy sgy lýrgy lajqoutjijþy auhomßay oi opoßey emdývesai ma odgcoým re amepihýlgsg diasüqang sgy iroqqopßay sxm oqcamirlþm pot apamsoým rso tdasijü rýrsgla. G rýmherg sxm acceiorpeqlijþm sanimolijþm jasgcoqiþm diauýqei lesqßxy apü siy stpovaqajsgqirsijýy joimüsgsey jai eßmai rglamsijü akkoixlýmg re rvýrg le sgm jakþ poiüsgsa. LÝsqiey akkoiþreiy sgy auhomßay sxm sanimolijþm jasgcoqiþm acceiorpýqlxm. 22.12.2 EL Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm L 327/45
Pamßda bemhijþm arpomdýkxm Ivhtopamßda Rsoiveßo TwgkÞ jasürsarg JakÞ jasürsarg LÝsqia jasürsarg TdqoloquokocijÜ poiosijü rsoiveßa So epßpedo poijikßay jai auhomßay sxm sanimolijþm jasgcoqiþm arpomdýkxm jeßsai emsüy sxm oqßxm pot vaqajsgqßfotm utriokocijü siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Paqotrßa ükxm sxm etaßrhgsxm rsg diasüqang sanimolijþm jasgcoqiþm pot vaqajsgqßfotm siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. G rýmherg jai g auhomßa amsirsoivoým pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. So epßpedo poijikßay jai auhomßay sxm sanimolijþm jasgcoqiþm arpomdýkxm jeßsai ekauqþy ejsüy sxm oqßxm pot vaqajsgqßfotm siy stpovaqajsgqirsijýy rtmhþjey. Paqotrßa sxm peqirrüseqxm etaßrhgsxm rsg diasüqang sanimolijþm jasgcoqiþm sxm stpovaqajsgqirsijþm joimosþsxm. G auhomßa sxm eidþm pot eßmai etaßrhgsa rsg diasüqang paqotriüfei ekauqýy emdeßneiy apüjkirgy apü siy stpovaqajsgqirsijýy rtmhþjey kücx amhqxpocemþm epipsþrexm rsa utrijovglijü Þ sa tdqoloquokocijü poiosijü rsoiveßa. So epßpedo poijikßay jai auhomßay sxm sanimolijþm jasgcoqiþm arpomdýkxm jeßsai lesqßxy ejsüy sxm oqßxm pot vaqajsgqßfotm siy stpovaqajsgqirsijýy rtmhþjey. Paqotrßa sanimolijþm jasgcoqiþm pot rtmirsoým deßjsey qýpamrgy. Apotrßa pokkþm etaßrhgsxm sanimolijþm jasgcoqiþm sxm stpovaqajsgqirsijþm joimosþsxm. LÝsqio pororsü sxm stpovaqajsgqirsijþm eidþm pot eßmai etaßrhgsa rsg diasüqang apotriüfei kücx amhqxpocemþm epipsþrexm rsa utrijovglijü Þ sa tdqoloquokocijü poiosijü rsoiveßa. Rsoiveßo TwgkÞ jasürsarg JakÞ jasürsarg LÝsqia jasürsarg Pakiqqoiajü jahersþy So jahersþy qeýlasoy sot cktjoý meqoý amsirsoiveß pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. LoquokocijÝy rtmhþjey G diajýlamrg sot bühoty, oi rtmhþjey tporsqþlasoy jai g dolþ jai oi rtmhþjey sxm diapakiqqoiajþm fxmþm amsirsoivoým pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. L 327/46 EL Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm 22.12.2
UtrijovglijÜ poiosijü rsoiveßa ( 1 ) CemijÝy rtmhþjey Rsoiveßo TwgkÞ jasürsarg JakÞ jasürsarg LÝsqia jasürsarg RtcjejqilÝmoi rtmhesijoß qýpoi RtcjejqilÝmoi lg rtmhesijoß qýpoi Sa utrijovglijü rsoiveßa amsirsoivoým pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Oi rtcjemsqþreiy hqepsijþm otriþm paqalýmotm emsüy sxm oqßxm pot rtmþhxy vaqajsgqßfotm siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. G heqlojqarßa, so irofýcio ontcümot jai g diauümeia dem paqotriüfotm emdeßneiy amhqxpocemoýy diasüqangy jai paqalýmotm emsüy sxm oqßxm pot rtmþhxy vaqajsgqßfotm siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Rtcjemsqþreiy rvedüm lgdemijýy jai opxrdþpose jüsx sxm oqßxm amßvmetrgy sxm pkýom pqogclýmxm amaktsijþm lehüdxm cemijþy vqþrgy. Rtcjemsqþreiy emsüy sxm oqßxm pot rtmþhxy vaqajsgqßfotm siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey (barijü epßpeda = be). G heqlojqarßa, oi rtmhþjey ontcümxrgy jai g diauümeia dem uhümotm epßpeda ejsüy sxm oqßxm pot jahoqßfomsai cia ma enaruakßfesai g keisotqcßa sot oijortrsþlasoy jai g epßsetng sxm silþm pot oqßfomsai amxsýqx cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. Oi rtcjemsqþreiy hqepsijþm otriþm dem tpeqbaßmotm sa üqia pot jahoqßfomsai cia ma enaruakßfesai g keisotqcßa sot rtrsþlasoy jai g epßsetng sxm silþm pot oqßfomsai amxsýqx cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. Oi rtcjemsqþreiy dem tpeqbaßmotm sa pqüstpa pot jahoqßfomsai le sg diadijarßa sot rgleßot 1.2.6, le sgm epiuýkang sxm odgciþm 91/414/EJ jai 98/8/EJ (< ppp). Oi rtcjemsqþreiy dem tpeqbaßmotm sa pqüstpa pot jahoqßfomsai le sg diadijarßa sot rgleßot 1.2.6 ( 2 ), le sgm epiuýkang sxm odgciþm 91/414/EJ jai 98/8/EJ (< ppp). ( 1 ) Rtmsolocqaußey: be = barijü epßpedo, ppp = poiosijü peqibakkomsijü pqüstpo. ( 2 ) G euaqlocþ sxm pqosýpxm pot jasaqsßfomsai dtmülei sot pqxsojükkot atsoý dem rtmepücesai leßxrg sxm rtcjemsqþrexm sxm qýpxm jüsx sot barijoý epipýdot. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. 22.12.2 EL Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm L 327/47
1.2.4. O q i r l o ß s g y t w g k Þ y, s g y j a k Þ y j a i s g y l Ý s q i a y o i j o k o c i j Þ y j a s Ü r s a r g y p a q Ü j s i x m t d Ü s x m BiokocijÜ poiosijü rsoiveßa Utsopkacjsüm Lajqouýjg jai acceiürpeqla Pamßda bemhijþm arpomdýkxm Rsoiveßo TwgkÞ jasürsarg JakÞ jasürsarg LÝsqia jasürsarg G rýmherg jai g auhomßa sxm sanimolijþm jasgcoqiþm sot utsopkacjsoý amsirsoivoým pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. G lýrg biolüfa utsopkacjsoý amsirsoiveß pqoy siy stpovaqajsgqirsijýy utrijovglijýy rtmhþjey jai dem akkoiþmei rglamsijü siy stpovaqajsgqirsijýy rtmhþjey diauümeiay. Oi enamhþreiy pkacjsoý eluamßfomsai le rtvmüsgsa jai Ýmsarg pot amsirsoiveß pqoy siy stpovaqajsgqirsijýy utrijovglijýy rtmhþjey. Paqotrßa ükxm sxm sanimolijþm jasgcoqiþm lajqoutjþm jai acceiorpýqlxm pot eßmai etaßrhgsey rsg diasüqang jai vaqajsgqßfotm siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Sa epßpeda lajqoutjijþy jüktwgy jai auhomßay acceiorpýqlxm amsirsoivoým pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. So epßpedo poijiküsgsay jai auhomßay sxm sanimolijþm jasgcoqiþm arpomdýkxm jeßsai emsüy sxm oqßxm pot vaqajsgqßfotm utriokocijü siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Paqotrßa ükxm sxm sanimolijþm jasgcoqiþm pot eßmai etaßrhgsey rsg diasüqang jai pot vaqajsgqßfotm siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. G rýmherg jai g auhomßa sxm sanimolijþm jasgcoqiþm sot utsopkacjsoý paqotriüfotm ekauqýy emdeßneiy diasüqangy. Paqasgqoýmsai ekauqýy akkacýy sgy biolüfay re rvýrg le siy stpovaqajsgqirsijýy rtmhþjey. Oi akkacýy atsýy dem tpodgkþmotm savýseqg aýngrg utjþm g opoßa odgceß re amepihýlgsg diasüqang sgy iroqqopßay sxm oqcamirlþm pot tpüqvotm rso tdasijü rýrsgla Þ sgy poiüsgsay sot meqoý. EmdÝvesai ma eluamßfesai ekauqü aýngrg sgy rtvmüsgsay jai sgy Ýmsargy sxm stpovaqajsgqirsijþm enamhþrexm pkacjsoý. Paqotrßa sxm peqirrüseqxm sanimolijþm jasgcoqiþm lajqoutjþm jai acceiorpýqlxm pot eßmai etaßrhgsey rsg diasüqang jai vaqajsgqßfotm siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Sa epßpeda lajqoutjijþy jüktwgy jai auhomßay acceiorpýqlxm paqotriüfotm ekauqýy emdeßneiy diasüqangy. So epßpedo poijiküsgsay jai auhomßay sxm sanimolijþm jasgcoqiþm arpomdýkxm jeßsai ekauqþy ejsüy sxm oqßxm pot vaqajsgqßfotm siy stpovaqajsgqirsijýy rtmhþjey. Paqotrßa sxm peqirrüseqxm etaßrhgsxm sanimolijþm jasgcoqiþm sxm stpovaqajsgqirsijþm joimosþsxm. G rýmherg jai g auhomßa sxm sanimolijþm jasgcoqiþm sot utsopkacjsoý paqotriüfotm emdeßneiy lýsqiay diasüqangy. G biolüfa sxm utjþm jeßsai otriarsijü ejsüy sxm oqßxm pot vaqajsgqßfotm siy stpovaqajsgqirsijýy rtmhþjey jai epgqeüfei Ükka biokocijü poiosijü rsoiveßa. EmdÝvesai ma eluamßfesai lýsqia aýngrg sgy rtvmüsgsay jai sgy Ýmsargy sxm enamhþrexm pkacjsoý. JasÜ soty heqimoýy lþmey, emdývesai ma paqasgqeßsai lümilg enümhgrg. Apotrßa lýsqiot aqihloý sanimolijþm jasgcoqiþm lajqoutjþm jai acceiorpýqlxm pot eßmai etaßrhgsey rsg diasüqang jai vaqajsgqßfotm siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Sa epßpeda lajqoutjijþy jüktwgy jai auhomßay acceiorpýqlxm eßmai lesqßxy diasaqaclýma jai emdývesai ma odgcoým re amepihýlgsg diasüqang sgy iroqqopßay sxm oqcamirlþm pot apamsoým rso tdasijü rýrsgla. So epßpedo poijikßay jai auhomßay sxm sanimolijþm jasgcoqiþm arpomdýkxm jeßsai lesqßxy ejsüy sxm oqßxm pot vaqajsgqßfotm siy stpovaqajsgqirsijýy rtmhþjey. Paqotrßa sanimolijþm jasgcoqiþm pot rtmirsoým deßjsey qýpamrgy. Apotrßa pokkþm etaßrhgsxm sanimolijþm jasgcoqiþm sxm stpovaqajsgqirsijþm joimosþsxm. L 327/48 EL Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm 22.12.2
TdqoloquokocijÜ poiosijü rsoiveßa Rsoiveßo TwgkÞ jasürsarg JakÞ jasürsarg LÝsqia jasürsarg Pakiqqoiajü jahersþy LoquokocijÝy rtmhþjey UtrijovglijÜ poiosijü rsoiveßa ( 1 ) CemijÝy rtmhþjey So jahersþy qeýlasoy sot cktjoý meqoý jai g jaseýhtmrg jai g savýsgsa sxm derpofümsxm qetlüsxm amsirsoivoým pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. G diajýlamrg sot bühoty, g dolþ jai so tpürsqxla sot pthlýma sgy ajsþy, jai g dolþ jai oi rtmhþjey sxm diapakiqqoiajþm fxmþm amsirsoivoým pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. Rsoiveßo TwgkÞ jasürsarg JakÞ jasürsarg LÝsqia jasürsarg RtcjejqilÝmoi rtmhesijoß qýpoi RtcjejqilÝmoi lg rtmhesijoß qýpoi Sa utrijovglijü rsoiveßa amsirsoivoým pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Oi rtcjemsqþreiy hqepsijþm otriþm paqalýmotm emsüy sxm oqßxm pot rtmþhxy vaqajsgqßfotm siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. G heqlojqarßa, so irofýcio ontcümot jai g diauümeia dem paqotriüfotm emdeßneiy amhqxpocemoýy diasüqangy jai paqalýmotm emsüy sxm oqßxm pot rtmþhxy vaqajsgqßfotm siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey. Rtcjemsqþreiy rvedüm lgdemijýy jai opxrdþpose jüsx sxm oqßxm amßvmetrgy sxm pkýom pqogclýmxm amaktsijþm lehüdxm cemijþy vqþrgy. Rtcjemsqþreiy emsüy sxm oqßxm pot rtmþhxy vaqajsgqßfotm siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey (barijü epßpeda = be). G heqlojqarßa, oi rtmhþjey ontcümxrgy jai g diauümeia dem uhümotm epßpeda ejsüy sxm oqßxm pot jahoqßfomsai cia ma enaruakßfesai g keisotqcßa sot oijortrsþlasoy jai g epßsetng sxm silþm pot oqßfomsai amxsýqx cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. Oi rtcjemsqþreiy hqepsijþm otriþm dem tpeqbaßmotm sa üqia pot jahoqßfomsai cia ma enaruakßfesai g keisotqcßa sot oijortrsþlasoy jai g epßsetng sxm silþm pot oqßfomsai amxsýqx cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. Oi rtcjemsqþreiy dem tpeqbaßmotm sa pqüstpa pot jahoqßfomsai le sg diadijarßa sot rgleßot 1.2.6, le sgm epiuýkang sxm odgciþm 91/414/EJ jai 98/8/EJ (< ppp). Oi rtcjemsqþreiy dem tpeqbaßmotm sa pqüstpa pot jahoqßfomsai le sg diadijarßa sot rgleßot 1.2.6 ( 2 ), le sgm epiuýkang sxm odgciþm 91/414/EJ jai 98/8/EJ (< ppp). ( 1 ) Rtmsolocqaußey: be = barijü epßpedo, ppp = poiosijü peqibakkomsijü pqüstpo. ( 2 ) G euaqlocþ sxm pqosýpxm pot jasaqsßfomsai dtmülei sot pqxsojükkot atsoý dem rtmepücesai leßxrg sxm rtcjemsqþrexm sxm qýpxm jüsx sot barijoý epipýdot. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. 22.12.2 EL Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm L 327/49
1.2.5. O q i r l o ß s o t l Ý c i r s o t, s o t j a k o ý j a i s o t l Ý s q i o t o i j o k o c i j o ý d t m a l i j o ý s x m i d i a ß s e q a s q o p o p o i g l Ý m x m Þ s e v m g s þ m t d a s i j þ m r t r s g l Ü s x m BiokocijÜ poiosijü rsoiveßa TdqoloquokocijÜ rsoiveßa Rsoiveßo LÝcirso oijokocijü dtmalijü Jakü oijokocijü dtmalijü LÝsqio oijokocijü dtmalijü UtrijovglijÜ rsoiveßa CemijÝy rtmhþjey Oi silýy sxm rvesijþm biokocijþm poiosijþm rsoiveßxm amsijasopsqßfotm, rso lýsqo sot dtmasoý, siy silýy pot vaqajsgqßfotm so pkýom rtcjqßrilo sýpo rtrsþlasoy epiuameiajþm tdüsxm, kalbamolýmxm tpüwg sxm utrijþm rtmhgjþm pot apoqqýotm apü sa sevmgsü Þ idiaßseqa sqopopoiglýma vaqajsgqirsijü sot tdasijoý rtrsþlasoy. Oi tdqoloquokocijýy rtmhþjey amsirsoivoým rsgm ýpaqng, rso rýrsgla epiuameiajþm tdüsxm, lümom sxm epipsþrexm pot oueßkomsai rsa sevmgsü Þ idiaßseqa sqopopoiglýma vaqajsgqirsijü sot tdasijoý rtrsþlasoy lesü sg kþwg ükxm sxm pqajsijþy euijsþm lesqiarsijþm lýsqxm, Ýsri þrse ma diaruakßfesai g jakýseqg pqorýccirg rsgm oijokocijþ rtmýveia, idiaßseqa re ü,si auoqü so rebarlü sgy lesamürsetrgy sgy pamßday jai sxm jasükkgkxm edauþm amapaqacxcþy jai amüpstngy. Sa utrijovglijü rsoiveßa amsirsoivoým pkþqxy Þ rvedüm pkþqxy pqoy siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey pot vaqajsgqßfotm som sýpo rtrsþlasoy epiuameiajþm tdüsxm pot eßmai o pkýom rtcjqßriloy pqoy so rtcjejqilýmo sevmgsü Þ idiaßseqa sqopopoiglýmo rýrsgla. Oi rtcjemsqþreiy hqepsijþm otriþm paqalýmotm emsüy sxm oqßxm pot rtmþhxy vaqajsgqßfotm siy lg diasaqaclýmey atsýy rtmhþjey. Sa epßpeda heqlojqarßay, iroftcßot ontcümot jai ph amsirsoivoým pqoy ejeßma pot apamsoým rsoty pkýom rtcjqßriloty sýpoty rtrsglüsxm epiuameiajþm tdüsxm tpü lg diasaqaclýmey rtmhþjey. EkauqÝy akkacýy sxm silþm sxm rvesijþm biokocijþm poiosijþm rsoiveßxm re rvýrg le siy silýy pot apamsoým rso lýcirso oijokocijü dtmalijü. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. Oi silýy sxm utrijovglijþm rsoiveßxm paqalýmotm emsüy sxm oqßxm pot jahoqßfomsai cia ma enaruakßfesai g keisotqcßa sot oijortrsþlasoy jai g epßsetng sxm silþm pot oqßfomsai amxsýqx cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. G heqlojqarßa jai so ph dem uhümotm re epßpeda ejsüy sxm oqßxm pot jahoqßfomsai cia ma enaruakßfesai g keisotqcßa sot oijortrsþlasoy jai g epßsetng sxm silþm pot oqßfomsai amxsýqx cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. Oi rtcjemsqþreiy hqepsijþm otriþm dem tpeqbaßmotm sa epßpeda pot jahoqßfomsai cia ma enaruakßfesai g keisotqcßa sot oijortrsþlasoy jai g epßsetng sxm silþm pot oqßfomsai amxsýqx cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. LÝsqiey akkacýy sxm silþm sxm rvesijþm biokocijþm poiosijþm rsoiveßxm re rvýrg le siy silýy pot apamsoým rso lýcirso oijokocijü dtmalijü. Oi silýy atsýy eluamßfotm rsqýbkxrg rglamsijü lecakýseqg apü ejeßmg pot apamsü rsgm jakþ poiüsgsa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. L 327/5 EL Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm 22.12.2
Rsoiveßo LÝcirso oijokocijü dtmalijü Jakü oijokocijü dtmalijü LÝsqio oijokocijü dtmalijü RtcjejqilÝmoi rtmhesijoß qýpoi RtcjejqilÝmoi lg rtmhesijoß qýpoi Rtcjemsqþreiy rvedüm lgdemijýy jai opxrdþpose jüsx sxm oqßxm amßvmetrgy sxm pkýom pqogclýmxm amaktsijþm lehüdxm cemijþy vqþrgy. Rtcjemsqþreiy emsüy sxm oqßxm pot rtmþhxy vaqajsgqßfotm siy lg diasaqaclýmey rtmhþjey sot sýpot rtrsþlasoy epiuameiajþm tdüsxm o opoßoy eßmai o pkýom rtcjqßriloy le so rtcjejqilýmo sevmgsü Þ idiaßseqa sqopopoiglýmo rýrsgla (barijü epßpeda = be). Oi rtcjemsqþreiy dem tpeqbaßmotm sa pqüstpa pot jahoqßfomsai le sg diadijarßa sot rgleßot 1.2.6, le sgm epiuýkang sxm odgciþm 91/414/EJ jai 98/8/EJ (< ppp). Oi rtcjemsqþreiy dem tpeqbaßmotm sa pqüstpa pot jahoqßfomsai le sg diadijarßa sot rgleßot 1.2.6 ( 1 ), le sgm epiuýkang sxm odgciþm 91/414/EJ jai 98/8/EJ (< ppp). ( 1 ) G euaqlocþ sxm pqosýpxm pot jasaqsßfomsai dtmülei sot pqxsojükkot atsoý dem rtmepücesai leßxrg sxm rtcjemsqþrexm sxm qýpxm jüsx sot barijoý epipýdot. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. RtmhÞjey pot amsirsoivoým rsgm epßsetng sxm paqapümx oqifülemxm silþm cia sa biokocijü poiosijü rsoiveßa. 22.12.2 EL Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm L 327/51
L 327/52 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL 1.2.6. D i a d i j a r ß a p o t p q Ý p e i m a a j o k o t h o ý m s a j q Ü s g l Ý k g c i a s g h Ý r p i r g p q o s ý p x m v g l i j Þ y p o i ü s g s a y JasÜ sgm jasüqsirg poiosijþm peqibakkomsijþm pqosýpxm cia soty qýpoty pot jasacqüuomsai rsa rgleßa 1-9 sot paqaqsþlasoy VIII cia sgm pqorsarßa sxm tdqübixm fþmsxm oqcamirlþm, sa jqüsg lýkg ha emeqcoým rýluxma le siy ajükothey diasüneiy. Lpoqoým ma oqirsoým pqüstpa cia sa ýdasa, sa ifþlasa Þ soty fþmsey oqcamirloýy. Rso lýsqo sot dtmasoý, pqýpei ma rtcjemsqþmomsai dedolýma süro oneßay üro jai vqümiay sonijüsgsay cia siy ajükothey sanimolijýy jasgcoqßey, pot auoqoým so rvesijü tdasijü rýrsgla, jahþy jai cia jühe Ükkg sanimolijþ jasgcoqßa cia sgm opoßa tpüqvotm dedolýma. So «barijü rýmoko» sanimolijþm jasgcoqiþm eßmai: uýjg Þ/jai lajqüutsa, daphnia, Þ amsipqorxpetsijoß oqcamirloß akltqþm meqþm, wüqia. HÝrpirg poiosijoý peqibakkomsijoý pqosýpot G ajükothg diadijarßa euaqlüfesai cia sg hýrpirg amþsasgy esþriay lýrgy rtcjýmsqxrgy: i) sa jqüsg lýkg oqßfotm cia jühe peqßpsxrg jasükkgkoty rtmsekersýy aruükeiay rýluxma le sg uýrg jai sgm poiüsgsa sxm diahýrilxm dedolýmxm jai rýluxma le siy odgcßey pot dßmomsai rso rgleßo 3.3.1 sot lýqoty II sot «EccqÜuot sevmijþm odgciþm pqoy tporsþqing sgy odgcßay 93/67/EOJ sgy EpisqopÞy cia sgm ejsßlgrg sxm jimdýmxm apü mýey joimopoioýlemey otrßey jai sot jamomirloý (EJ) aqih. 1488/94 sgy EpisqopÞy cia sgm ejsßlgrg sxm jimdýmxm apü tuirsülemey otrßey», jahþy jai rýluxma le soty rtmsekersýy aruükeiay sot ajükothot pßmaja: RtmsekersÞy aruakeßay SotkÜvirsom lßa oneßa L(E)C 5 cia jahýma apü sa sqouijü epßpeda sot barijoý rtmükot 1 Lßa vqümia NOEC (eßse wüqia eßse daphnia Þ amsipqorxpetsijüy oqcamirlüy akltqþm meqþm) 1 Dýo vqümiey NOEC cia eßdg pot amsipqorxpeýotm dýo sqouijü epßpeda (wüqia Þ/jai daphnia Þ amsipqorxpetsijüy oqcamirlüy akltqþm meqþm Þ/jai uýjg) 5 Vqümiey NOEC apü sqßa sotküvirsom eßdg (rtmþhxy wüqia, daphnia Þ amsipqorxpetsijüy oqcamirlüy akltqþm meqþm jai uýjg) pot amsipqorxpeýotm sqßa sqouijü epßpeda 1 KoipÝy peqipsþreiy, rsiy opoßey rtlpeqikalbümomsai episopßxy rtkkecülema dedolýma Þ lomsýka oijortrsglüsxm, pot episqýpotm som tpokocirlü jai sgm euaqlocþ ajqibýrseqxm rtmsekersþm aruükeiay Aniokücgrg jasü peqßpsxrg ii) eüm tpüqvotm dedolýma tpokeillasijþy dqürgy jai biortrrþqetrgy, sa dedolýma atsü kalbümomsai tpüwg jasü som tpokocirlü sgy sekijþy silþy sot poiosijoý peqibakkomsijoý pqosýpot iii) so jas' atsüm som sqüpo tpokocifülemo pqüstpo pqýpei ma amsipaqabükkesai pqoy siy stvüm emdeßneiy apü episüpot lekýsey. EÜm diapirsþmomsai amamsirsoivßey, o tpokocirlüy epamenesüfesai pqojeilýmot ma tpokocirseß Ýmay ajqibýrseqoy rtmsekersþy aruükeiay iv) so tpokocifülemo pqüstpo tpobükkesai re aniokücgrg apü olüdey eidijþm («peer review») jai re dglüria diaboýketrg, pqojeilýmot, lesaný Ükkxm, ma tpokocirseß Ýmay ajqibýrseqoy rtmsekersþy aruükeiay.
22.12.2 L 327/53 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL 1.3. Paqajokoýhgrg sgy oijokocijþy jai vglijþy jasürsargy sxm epiuameiajþm tdüsxm So dßjsto paqajokoýhgrgy sxm epiuameiajþm tdüsxm jahoqßfesai rýluxma le siy apaisþreiy sot Üqhqot 8. So dßjsto paqajokoýhgrgy rvediüfesai Ýsri þrse ma paqývei lia rtmejsijþ jai rtmokijþ epopseßa sgy oijokocijþy jai vglijþy jasürsargy re jühe kejümg apoqqoþy posaloý jai episqýpei sgm sanimülgrg sxm tdasijþm rtrsglüsxm re pýmse jasgcoqßey pot amsirsoivoým rsoty jamomirsijoýy oqirloýy sot rgleßot 1.2. Sa jqüsg lýkg paqývotm Ýmam Þ peqirrüseqoty vüqsey, rsoty opoßoty uaßmesai so dßjsto paqajokoýhgrgy sxm epiuameiajþm tdüsxm rso rvýdio diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý. Le bürg so vaqajsgqirlü jai sgm ejsßlgrg sxm epipsþrexm pot diemeqcoýmsai rýluxma le so Üqhqo 5 jai so paqüqsgla II, sa jqüsg lýkg, cia jühe peqßodo euaqlocþy emüy rvedßot diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý, jasaqsßfotm Ýma pqücqalla epopsijþy paqajokoýhgrgy jai Ýma pqücqalla epiveiqgriajþy paqajokoýhgrgy. Lpoqeß epßrgy ma vqeiarseß re oqirlýmey peqipsþreiy sa jqüsg lýkg ma jasaqsßrotm jai pqocqüllasa dieqetmgsijþy paqajokoýhgrgy. Sa jqüsg lýkg paqajokothoým siy paqalýsqoty pot eßmai emdeijsijýy sgy jasürsargy jühe rvesijoý poiosijoý rsoiveßot. JasÜ sgm epikocþ paqalýsqxm cia rsoiveßa biokocijþy poiüsgsay, sa jqüsg lýkg emsopßfotm so jasükkgko sanimolijü epßpedo pot apaiseßsai cia ma episetvheß g dýotra pirsüsgsa jai ajqßbeia rsgm sanimülgrg sxm poiosijþm rsoiveßxm. Rso rvýdio paqývomsai ejsilþreiy cia so bahlü pirsüsgsay jai ajqßbeiay sxm paqevülemxm apü sa pqocqüllasa paqajokoýhgrgy aposekerlüsxm. 1.3.1. R v e d i a r l ü y s g y e p o p s i j Þ y p a q a j o k o ý h g r g y Rsüvoy Sa jqüsg lýkg jasaqsßfotm pqocqüllasa epopsijþy paqajokoýhgrgy pqojeilýmot ma paqývotm pkgqouoqßey cia: sg rtlpkþqxrg jai sgm epijýqxrg sgy diadijarßay ejsßlgrgy sxm epipsþrexm, pot amapsýrresai kepsoleqþy rso paqüqsgla II, som aposekerlasijü jai otriarsijü rvediarlü lekkomsijþm pqocqallüsxm paqajokoýhgrgy, sgm ejsßlgrg lajqopqüherlxm lesabokþm sxm utrijþm rtmhgjþm jai sgm ejsßlgrg lajqopqüherlxm lesabokþm pot pqojýpsotm apü diadedolýmey amhqþpimey dqarsgqiüsgsey. Sa aposekýrlasa sgy paqajokoýhgrgy atsþy enesüfomsai jai vqgrilopoioýmsai, re rtmdtarlü le sg diadijarßa ejsßlgrgy sxm epipsþrexm pot peqicqüuesai rso paqüqsgla II, cia som jahoqirlü sxm apaisþrexm cia sa pqocqüllasa paqajokoýhgrgy rso sqývom jai sa epülema rvýdia diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý. EpikocÞ rgleßxm paqajokoýhgrgy G epopsijþ paqajokoýhgrg diemeqceßsai re epaqjþ rtrsþlasa epiuameiajþm tdüsxm Ýsri þrse ma paqývei ejsßlgrg sgy rtmokijþy jasürsargy sxm epiuameiajþm tdüsxm re jühe tdqokocijþ kejümg Þ tdqokocijýy tpokejümey emsüy sgy peqiovþy kejümgy apoqqoþy posaloý. JasÜ sgm epikocþ sxm rtrsglüsxm atsþm, sa jqüsg lýkg leqilmoým þrse, üpot atsü emdeßjmtsai, g paqajokoýhgrg ma cßmesai re rgleßa üpot: tpüqvei rglamsijþ qoþ ýdasoy emsüy sgy peqiovþy kejümgy apoqqoþy posaloý rso rýmokü sgy, rtlpeqikalbamolýmxm sxm rgleßxm lecükxm posalþm üpot g Ýjsarg sgy tdqokocijþy kejümgy eßmai lecakýseqg apü 2 5 km 2, tpüqvei rglamsijüy ücjoy ýdasoy emsüy sgy peqiovþy kejümgy apoqqoþy posaloý, rtlpeqikalbamolýmxm sxm lecükxm kilmþm jai salietsþqxm, tpüqvotm rglamsijü tdasijü rtrsþlasa, sa opoßa diarvßfotm sa rýmoqa jqüsoty lýkoty, tpüqvotm süpoi pqordioqifülemoi rýluxma le sgm apüuarg 77/795/EOJ cia sgm amsakkacþ pkgqouoqiþm jai tpüqvotm Ükkoi sýsoioi süpoi pot eßmai apaqaßsgsoi pqojeilýmot ma ejsilgheß so uoqsßo sxm qýpxm, so opoßo lesauýqesai diü lýrot sxm rtmüqxm jqüsoty lýkoty, jahþy jai rso hakürrio peqibükkom.
L 327/54 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL EpikocÞ sxm poiosijþm rsoiveßxm G epopsijþ paqajokoýhgrg diemeqceßsai re jühe süpo paqajokoýhgrgy cia lia peqßodo emüy Ýsoty rsg diüqjeia sgy peqiüdot pot jakýpsesai apü Ýma rvýdio diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý ürom auoqü: paqalýsqoty emdeijsijýy cia üka sa biokocijü poiosijü rsoiveßa, paqalýsqoty emdeijsijýy cia üka sa tdqoloquokocijü poiosijü rsoiveßa, paqalýsqoty emdeijsijýy cia üka sa rsoiveßa cemijþy utrijovglijþy poiüsgsay, qýpoty sot jasakücot pqoseqaiüsgsay pot apoqqßpsomsai rsg kejümg Þ sgm tpokejümg apoqqoþy posaloý jai Ükkoty qýpoty pot apoqqßpsomsai re rglamsijýy porüsgsey rsg kejümg Þ sgm tpokejümg apoqqoþy posaloý, ejsüy eüm, jasü sgm pqogcoýlemg peqßodo epopsijþy paqajokoýhgrgy, diapirsþhgje üsi so rtcjejqilýmo rýrsgla Ýuhare re jakþ jasürsarg jai dem tpüqvotm emdeßneiy, apü sgm epirjüpgrg sxm epipsþrexm sxm amhqþpimxm dqarsgqiosþsxm g opoßa dienücesai dtmülei sot paqaqsþlasoy II, üsi Ývotm lesabkgheß oi epipsþreiy rso rýrsgla. Rsiy peqipsþreiy atsýy, g epopsijþ paqajokoýhgrg diemeqceßsai lßa uoqü cia jühe sqßa rvýdia diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý. 1.3.2. R v e d i a r l ü y s g y e p i v e i q g r i a j Þ y p a q a j o k o ý h g r g y Pqaclasopoießsai epiveiqgriajþ paqajokoýhgrg pqojeilýmot: ma pqordioqirseß g jasürsarg ejeßmxm sxm rtrsglüsxm pot Ývotm vaqajsgqirseß üsi jimdtmeýotm ma lgm episývotm soty peqibakkomsijoýy soty rsüvoty jai ma aniokocghoým opoierdþpose lesabokýy rsgm jasürsarg sxm rtrsglüsxm atsþm pot pqojýpsotm apü sa pqocqüllasa lýsqxm. So pqücqalla lpoqeß ma sqopopoigheß jasü sgm peqßodo sot rvedßot diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý le bürg siy pkgqouoqßey pot rtcjemsqþmomsai rýluxma le siy apaisþreiy sot paqaqsþlasoy II Þ sot paqümsoy paqaqsþlasoy, idßxy pqojeilýmot ma leixheß g rtvmüsgsa rsiy peqipsþreiy üpot oi epipsþreiy apodeijmýomsai arþlamsey Þ apolajqýmesai g rvesijþ pßerg. EpikocÞ sxm süpxm paqajokoýhgrgy EpiveiqgriajÞ paqajokoýhgrg diemeqceßsai re üka sa tdasijü rtrsþlasa sa opoßa, le bürg eßse sgm ejsßlgrg sxm epipsþrexm pot pqaclasopoießsai rýluxma le so paqüqsgla II, eßse sgm epopsijþ paqajokoýhgrg, vaqajsgqßfomsai üsi jimdtmeýotm ma lgm episývotm soty peqibakkomsijoýy soty rsüvoty, rýluxma le so Üqhqo 4, jai re üka sa tdasijü rtrsþlasa, rsa opoßa apoqqßpsomsai otrßey sot jasakücot pqoseqaiüsgsay. Sa rgleßa paqajokoýhgrgy epikýcomsai cia siy otrßey sot jasakücot pqoseqaiüsgsay üpxy oqßfesai rsg moloherßa pot herpßfei sa rvesijü poiosijü peqibakkomsijü pqüstpa. Re ükey siy Ükkey peqipsþreiy, rtlpeqikalbamülemxm sxm otriþm sot jasakücot pqoseqaiüsgsay cia siy opoßey dem paqývomsai eidijýy odgcßey rsgm em kücx moloherßa, sa rgleßa paqajokoýhgrgy epikýcomsai xy enþy: cia rtrsþlasa pot jimdtmeýotm apü rglamsijýy piýreiy rgleiajþy pgcþy, epaqjþ rgleßa paqajokoýhgrgy lýra re jühe rýrsgla, Ýsri þrse ma ejsilüsai so lýcehoy jai oi epipsþreiy sxm piýrexm rgleiajþy pgcþy. Rsiy peqipsþreiy üpot Ýma rýrsgla tpüjeisai re piýreiy peqirrüseqxm rgleiajþm pgcþm, sa rgleßa paqajokoýhgrgy lpoqoým ma epikýcomsai Ýsri þrse ma ejsilüsai so lýcehoy jai oi epipsþreiy atsþm sxm piýrexm rso rýmokü soty, cia rtrsþlasa pot jimdtmeýotm apü rglamsijýy piýreiy diüvtsgy pgcþy, epaqjþ rgleßa paqajokoýhgrgy apü lia epikocþ sxm rtrsglüsxm atsþm, Ýsri þrse ma ejsilüsai so lýcehoy jai oi epipsþreiy sxm piýrexm diüvtsgy pgcþy. G epikocþ sxm rtrsglüsxm cßmesai Ýsri þrse ma eßmai amsipqorxpetsijü sxm rvesijþm jimdýmxm apü sgm eluümirg piýrexm diüvtsgy pgcþy, jahþy jai sxm rvesijþm jimdýmxm apü sgm apostvßa ma episetvheß jakþ jasürsarg sxm epiuameiajþm tdüsxm, cia rtrsþlasa pot jimdtmeýotm apü rglamsijþ tdqoloquokocijþ pßerg, epaqjþ rgleßa paqajokoýhgrgy apü lia epikocþ sxm rtrsglüsxm atsþm, Ýsri þrse ma ejsilüsai so lýcehoy jai oi epipsþreiy sxm tdqoloquokocijþm piýrexm. G epikocþ sxm rtrsglüsxm ha eßmai emdeijsijþ sxm rtmokijþm epipsþrexm sgy tdqoloquokocijþy pßergy rsgm opoßa tpüjeimsai üka sa rtrsþlasa.
22.12.2 L 327/55 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL EpikocÞ sxm poiosijþm rsoiveßxm PqojeilÝmot ma ejsilüsai so lýcehoy sgy pßergy rsgm opoßa tpüjeimsai rtrsþlasa epiuameiajþm tdüsxm, sa jqüsg lýkg paqajokothoým sa poiosijü rsoiveßa pot eßmai emdeijsijü sxm piýrexm rsiy opoßey tpüjeimsai so Ýma Þ sa peqirrüseqa rtrsþlasa. PqojeilÝmot ma ejsilghoým oi epipsþreiy sxm piýrexm atsþm, sa jqüsg lýkg paqajokothoým jasü peqßpsxrg: paqalýsqoty emdeijsijýy sot emüy Þ peqirrosýqxm poiosijþm biokocijþm rsoiveßxm, pot eßmai idiaßseqa etaßrhgsa rsiy piýreiy rsiy opoßey tpüjeimsai sa tdasijü rtrsþlasa, ükey siy otrßey pqoseqaiüsgsay pot apoqqßpsomsai, jahþy jai Ükkoty qýpoty pot apoqqßpsomsai re rglamsijýy porüsgsey, paqalýsqoty emdeijsijýy sot poiosijoý tdqoloquokocijoý rsoiveßot pot eßmai idiaßseqa etaßrhgso rsgm emsopifülemg pßerg. 1.3.3. R v e d i a r l ü y s g y d i e q e t m g s i j Þ y p a q a j o k o ý h g r g y Rsüvoy DieqetmgsijÞ paqajokoýhgrg diemeqceßsai: üsam eßmai Ücmxrsg g aisßa sxm tpeqbürexm, üsam g epopsijþ paqajokoýhgrg deßvmei üsi eßmai apßhamo ma episetvhoým oi rsüvoi pot oqßfomsai rso Üqhqo 4 cia Ýma tdasijü rýrsgla jai üsam dem Ývei euaqlorseß ajüla g epiveiqgriajþ paqajokoýhgrg, Ýsri þrse ma enajqibxhoým oi aisßey cia siy opoßey Ýma Þ peqirrüseqa tdasijü rtrsþlasa dem lpoqoým ma episývotm soty peqibakkomsijoýy rsüvoty Þ pqojeilýmot ma enajqibxheß so lýcehoy jai oi epipsþreiy qýpamrgy oueikülemgy re asývgla, jai cmxrsopoießsai g hýrpirg pqocqüllasoy lýsqxm cia sgm epßsetng sxm peqibakkomsijþm rsüvxm, jahþy jai eidijþm lýsqxm pot eßmai apaqaßsgsa cia sgm jasapokýlgrg sxm epipsþrexm sgy oueikülemgy re asývgla qýpamrgy. 1.3.4. R t v m ü s g s a s g y p a q a j o k o ý h g r g y Cia sgm peqßodo sgy epopsijþy paqajokoýhgrgy, pqýpei ma euaqlüfomsai oi ajükothey rtvmüsgsey cia paqalýsqoty paqajokoýhgrgy emdeijsijýy sxm poiosijþm utrijovglijþm rsoiveßxm, ejsüy eüm dijaiokocoýmsai lecakýseqa vqomijü diarsþlasa le bürg siy sevmijýy cmþreiy jai sgm jqßrg sxm elpeiqocmxlümxm. ¼rom auoqü sa poiosijü biokocijü Þ tdqoloquokocijü rsoiveßa, diemeqceßsai lßa sotküvirsom paqajokoýhgrg rsg diüqjeia sgy peqiüdot epopsijþy paqajokoýhgrgy. Cia sgm epiveiqgriajþ paqajokoýhgrg: g rtvmüsgsa sgy paqajokoýhgrgy pot apaiseßsai cia jüpoia paqülesqo jahoqßfesai apü sa jqüsg lýkg Ýsri þrse ma paqývei epaqjþ dedolýma cia liam aniüpirsg aniokücgrg sgy jasürsargy sot rvesijoý poiosijoý rsoiveßot. Re cemijýy cqallýy, pqýpei ma pqaclasopoießsai paqajokoýhgrg jasü diarsþlasa pot dem tpeqbaßmotm sa ajükotha vqomijü üqia, ejsüy eüm dijaiokocoýmsai lecakýseqa vqomijü diarsþlasa le bürg siy sevmijýy cmþreiy jai sgm jqßrg sxm elpeiqocmxlümxm. Oi rtvmüsgsey epikýcomsai Ýsri þrse ma epistcvümesai Ýma apodejsü epßpedo pirsüsgsay jai ajqßbeiay. Oi ejsilþreiy cia sgm pirsüsgsa jai sgm ajqßbeia pot epistcvümomsai apü so vqgrilopoioýlemo rýrsgla paqajokoýhgrgy amauýqomsai rso rvýdio diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý. Rsiy epikecülemey rtvmüsgsey, kalbümesai tpüwg g diajýlamrg sxm paqalýsqxm kücx utrijþm akkü jai amhqxpocemþm rtmhgjþm. G vqomijþ rsiclþ pot diemeqceßsai g paqajokoýhgrg epikýcesai Ýsri þrse ma ekavirsopoioýmsai oi epipsþreiy sxm epovijþm diajtlümrexm rsa aposekýrlasa, jai Ýsri ma enaruakßfesai üsi sa aposekýrlasa amsijasopsqßfotm lesabokýy rso tdasijü rýrsgla pot pqoýqvomsai apü lesabokýy oueikülemey re amhqxpocemþ pßerg. Cia
L 327/56 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL sgm epßsetng sot rsüvot atsoý, diemeqceßsai, üpot atsü eßmai apaqaßsgso, pqürhesg paqajokoýhgrg re diüuoqey epovýy sot ßdiot Ýsoty. Poiosijü rsoiveßo Posaloß Kßlmey LesabasijÜ PaqÜjsia Biokocijü Utsopkacjsüm 6 lþmey 6 lþmey 6 lþmey 6 lþmey KoipÞ tdasijþ vkxqßda 3 Ýsg 3 Ýsg 3 Ýsg 3 Ýsg Lajqoarpümdtka 3 Ýsg 3 Ýsg 3 Ýsg 3 Ýsg WÜqia 3 Ýsg 3 Ýsg 3 Ýsg Tdqoloquokocijü RtmÝveia 6 Ýsg Tdqokocßa RtmevÞy 1 lþmay Loquokocßa 6 Ýsg 6 Ýsg 6 Ýsg 6 Ýsg Utrijovglijü HeqlijÝy rtmhþjey 3 lþmey 3 lþmey 3 lþmey 3 lþmey Ontcümxrg 3 lþmey 3 lþmey 3 lþmey 3 lþmey Akasüsgsa 3 lþmey 3 lþmey 3 lþmey HqepsijÝy otrßey 3 lþmey 3 lþmey 3 lþmey 3 lþmey JasÜrsarg onßmirgy 3 lþmey 3 lþmey Koipoß qýpoi 3 lþmey 3 lþmey 3 lþmey 3 lþmey Otrßey pqoseqaiüsgsay 1 lþmay 1 lþmay 1 lþmay 1 lþmay 1.3.5. P q ü r h e s e y a p a i s Þ r e i y c i a s g m p a q a j o k o ý h g r g p q o r s a s e t ü l e m x m p e q i o v þ m Sa apaisoýlema xy amxsýqx pqocqüllasa paqajokoýhgrgy rtlpkgqþmomsai Ýsri þrse ma jakýpsotm siy ajükothey apaisþreiy: Rgleßa tdqokgwßay pürilot ýdasoy Sa rtrsþlasa epiuameiajþm tdüsxm pot Ývotm emsopirseß rýluxma le so Üqhqo 7 (tdqokgwßa pürilot ýdasoy) jai sa opoßa paqývotm Ümx sxm 1 m 3 gleqgrßxy jasü lýro üqo oqßfomsai xy süpoi paqajokoýhgrgy jai tpüjeimsai rsgm em kücx pqürhesg paqajokoýhgrg, üpxy emdevolýmxy apaiseßsai pqojeilýmot ma amsapojqihoým rsiy apaisþreiy sot Üqhqot atsoý. Sa rtrsþlasa atsü paqajokothoýmsai cia ükey siy otrßey pqoseqaiüsgsay pot dioveseýomsai re atsü, jahþy jai cia ükey siy Ükkey otrßey pot dioveseýomsai re rglamsijýy porüsgsey, oi opoßey lpoqoým ma Ývotm epipsþreiy rsgm jasürsarg sot tdasijoý rtrsþlasoy jai ekýcvomsai bürei sxm diasünexm sgy odgcßay cia so pürilo ýdxq. G paqajokoýhgrg cßmesai le siy ajükotdey rtvmüsgsey: Entpgqesoýlemoy pkghtrlüy Rtvmüsgsa < 1 4 amü Ýsoy 1-3 8 amü Ýsoy > 3 12 amü Ýsoy
22.12.2 L 327/57 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL PeqiovÝy pqorsarßay oijosüpxm jai eidþm Sa tdasijü rtrsþlasa pot aposekoým siy peqiovýy atsýy rtlpeqikalbümomsai rso pqücqalla epiveiqgriajþy paqajokoýhgrgy pot amauýqesai paqapümx, euürom, le bürg sgm ejsßlgrg sxm epipsþrexm jai sgm epopsijþ paqajokoýhgrg, emsopßfesai üsi jimdtmeýotm ma lgm lpoqýrotm ma episývotm soty peqibakkomsijoýy soty rsüvoty bürei sot Üqhqot 4. G paqajokoýhgrg diemeqceßsai pqojeilýmot ma ejsilgheß so lýcehoy jai oi epipsþreiy ükxm sxm rvesijþm rglamsijþm piýrexm rsa rtrsþlasa atsü jai, üpot atsü vqeiüfesai, pqojeilýmot ma aniokocghoým oi lesabokýy rsgm jasürsarg sxm rtrsglüsxm atsþm oi opoßey oueßkomsai rsa pqocqüllasa lýsqxm. G paqajokoýhgrg rtmevßfesai lývqiy üsot oi peqiovýy jakýwotm siy rvesijýy le sa ýdasa apaisþreiy sgy moloherßay bürei sgy opoßay Ývotm oqirseß jai amsapojqihoým rsoty rsüvoty soty bürei sot Üqhqot 4. 1.3.6. P q ü s t p a c i a s g m p a q a j o k o ý h g r g p o i o s i j þ m r s o i v e ß x m Oi lýhodoi cia sgm paqajokoýhgrg sxm stpijþm paqalýsqxm eßmai rýluxmey le sa jasxsýqx diehmþ pqüstpa Þ üpoia sýsoia ehmijü Þ diehmþ pqüstpa enaruakßfotm sg rtcjýmsqxrg dedolýmxm irodýmalgy epirsglomijþy poiüsgsay jai rtcjqirilüsgsay. Deiclasokgwßa lajqoarpomdýkxm ISO 5667-3:1995 Water Quality Sampling Part 3: Guidance on the preservation and handling of samples EN 27828:1994 EN 28265:1994 EN ISO 9381:1995 EN ISO 8689-1:1999 EN ISO 8689-2:1999 Water Quality Methods for biological sampling Guidance on hand net sampling of benthic macroinvertebrates Water Quality Methods of biological sampling Guidance on the design and use of quantitative samplers for benthic macroinvertebrates on stony substrata in shallow waters Water Quality Sampling in deep waters for macroinvertebrates Guidance on the use of colonisation, qualitative and quantitative samplers Biological Classsification of Rivers part I: Guidance on the Interpretation of Biological Quality Data from Surveys of Benthic Macroinvertebrates in Running Waters Biological Classification of Rivers part II: Guidance on the Presentation of Biological Quality Data from Surveys of Benthic Macroinvertebrates in Running Waters Deiclasokgwßa lajqouýsxm RvesijÜ pqüstpa CEN/ISO, üsam jasaqsirsoým. Deiclasokgwßa waqiþm RvesijÜ pqüstpa CEN/ISO, üsam jasaqsirsoým. Deiclasokgwßa diasülxm RvesijÜ pqüstpa CEN/ISO, üsam jasaqsirsoým. Pqüstpa cia siy utrijovglijýy paqalýsqoty OpoiodÞpose rvesijü pqüstpo CEN/ISO. Pqüstpa cia siy tdqoloquokocijýy paqalýsqoty OpoiodÞpose rvesijü pqüstpo CEN/ISO.
L 327/58 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL 1.4. Sanimülgrg jai paqotrßarg sgy oijokocijþy jasürsargy 1.4.1. R t c j q i r i l ü s g s a s x m a p o s e k e r l Ü s x m b i o k o c i j Þ y p a q a j o k o ý h g r g y i) Sa jqüsg lýkg jasaqsßfotm rtrsþlasa paqajokoýhgrgy pqojeilýmot ma ejsilþrotm siy silýy sxm poiosijþm biokocijþm rsoiveßxm pot oqßfomsai cia jühe jasgcoqßa epiuameiajþm tdüsxm Þ cia idiaßseqa sqopopoiglýma jai sevmgsü rtrsþlasa epiuameiajþm tdüsxm. JasÜ sgm euaqlocþ sgy diadijarßay pot peqicqüuesai paqajüsx re idiaßseqa sqopopoiglýma Þ sevmgsü tdasijü rtrsþlasa, oi amauoqýy rsgm oijokocijþ jasürsarg pqýpei ma hexqoýmsai xy amauoqýy rso oijokocijü dtmalijü. Sa rtrsþlasa atsü lpoqoým ma vqgrilopoioým idiaßseqa eßdg Þ olüdey eidþm amsipqorxpetsijþm sot poiosijoý rsoiveßot rso rýmokü sot. ii) Cia ma enaruakßfesai g rtcjqirilüsgsa atsþm sxm rtrsglüsxm paqajokoýhgrgy, sa aposekýrlasa sxm rtrsglüsxm pot euaqlüfei jühe jqüsoy lýkoy ejuqüfomsai xy kücoi oijokocijþy poiüsgsay cia soty rjopoýy sgy sanimülgrgy sgy oijokocijþy jasürsargy. Oi kücoi atsoß amsipqorxpeýotm sg rvýrg lesaný sxm silþm sxm biokocijþm paqalýsqxm pot Ývotm paqasgqgheß re Ýma dedolýmo rýrsgla epiuameiajþm tdüsxm jai sxm silþm sxm paqalýsqxm atsþm rsiy rtmhþjey amauoqüy pot euaqlüfomsai rso em kücx rýrsgla. O kücoy ejuqüfesai xy aqihlgsijþ silþ lesaný sot lgdemüy jai sot emüy, üpot g twgkþ oijokocijþ jasürsarg dgkþmesai le silýy cýqx rso Ýma jai g jajþ oijokocijþ jasürsarg le silýy cýqx rso lgdým. iii) iv) JÜhe jqüsoy lýkoy, rso rýrsgla paqajokoýhgrgy pot euaqlüfei, diaiqeß sgm jkßlaja kücxm oijokocijþy poiüsgsay cia jühe jasgcoqßa epiuameiajþm tdüsxm re pýmse jküreiy pot jtlaßmomsai apü twgkþ Ýxy jajþ oijokocijþ jasürsarg, üpxy oqßfesai rso rgleßo 1.2, apodßdomsay lia aqihlgsijþ silþ re jühe üqio lesaný diadovijþm jkürexm. G silþ sot oqßot lesaný sxm jkürexm sgy twgkþy jai sgy jakþy jasürsargy, jahþy jai g silþ sot oqßot lesaný sgy jakþy jai sgy lýsqiay jahoqßfomsai le sgm euaqlocþ sgy diabahlomülgrgy pot peqicqüuesai paqajüsx. G EpisqopÞ dietjokýmei sg diabahlomülgrg atsþ pqojeilýmot ma enaruakßfesai üsi sa em kücx üqia sxm jkürexm pqordioqßfomsai rýluxma le soty jamomirsijoýy oqirloýy sot rgleßot 1.2 jai eßmai rtcjqßrila rsa diüuoqa jqüsg lýkg. v) Rso pkaßrio sgy em kücx diabahlomülgrgy, g EpisqopÞ dietjokýmei sgm amsakkacþ pkgqouoqiþm lesaný jqasþm lekþm le rsüvo som emsopirlü, re jühe oijopeqiovþ sgy Joimüsgsay, emüy rtmükot süpxm oi süpoi atsoß ha aposekýrotm Ýma diabahlomolijü dßjsto. So dßjsto aposekeßsai apü süpoty pot epikýcomsai apü diüuoqoty sýpoty rtrsglüsxm epiuameiajþm tdüsxm pot apamsoým re jühe oijopeqiovþ. Re jühe epikecülemo sýpo rtrsþlasoy epiuameiajþm tdüsxm, so dßjsto aposekeßsai apü dýo sotküvirsom süpoty pot amsirsoivoým rso üqio lesaný sxm jamomirsijþm oqirlþm sgy twgkþy jai sgy jakþy jasürsargy, jai apü dýo sotküvirsom süpoty pot amsirsoivoým rso üqio lesaný sxm jamomirsijþm oqirlþm sgy jakþy jai sgy lýsqiay jasürsargy. Oi süpoi epikýcomsai jasü sgm jqßrg elpeiqocmxlümxm, g opoßa barßfesai re joimýy epihexqþreiy jai jühe Ükkg diahýrilg pkgqouoqßa. vi) (vii) viii) ix) So rýrsgla paqajokoýhgrgy jühe jqüsoty lýkoty euaqlüfesai re süpoty sot dijsýot diabahlomülgrgy, oi opoßoi etqßrjomsai rsgm oijopeqiovþ akkü jai amþjotm re sýpo rtrsþlasoy epiuameiajþm tdüsxm rsom opoßo ha euaqlorseß rso rýrsgla rýluxma le siy apaisþreiy sgy paqoýray odgcßay. Sa aposekýrlasa sgy euaqlocþy atsþy vqgrilopoioýmsai cia som jahoqirlü sxm aqihlgsijþm silþm cia sa amsßrsoiva üqia jkürgy rso rýrsgla paqajokoýhgrgy jühe jqüsoty lýkoty. Emsüy sqiþm esþm apü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy paqoýray odgcßay, g EpisqopÞ esoilüfei rvýdio pßmaja sxm süpxm pot pqüjeisai ma aposekýrotm so diabahlomolijü dßjsto, o opoßoy lpoqeß ma sqopopoigheß rýluxma le siy diadijarßey sot Üqhqot 21. O sekijüy pßmajay sxm süpxm jasaqsßfesai emsüy serrüqxm esþm apü sgm gleqolgmßa Ýmaqngy irvýoy sgy paqoýray odgcßay jai dglorieýesai apü sgm EpisqopÞ. G EpisqopÞ jai sa jqüsg lýkg okojkgqþmotm sg diadijarßa sgy diabahlomülgrgy emsüy dejaojsþ lgmþm apü sgm gleqolgmßa sgy dglorßetrgy sot oqirsijopoiglýmot pßmaja. Sa aposekýrlasa sgy diabahlomülgrgy jai oi silýy pot jahoqßfomsai cia siy sanimolþreiy sxm rtrsglüsxm paqajokoýhgrgy sxm jqasþm lekþm, dglorieýomsai apü sgm EpisqopÞ emsüy 6 lgmþm apü sgm okojkþqxrg sgy diadijarßay sgy diabahlomülgrgy. 1.4.2. P a q o t r ß a r g s x m a p o s e k e r l Ü s x m s g y p a q a j o k o ý h g r g y j a i s a n i m ü l g r g s g y o i j o k o c i j Þ y j a s Ü r s a r g y j a i s o t o i j o k o c i j o ý d t m a l i j o ý i) Cia siy jasgcoqßey epiuameiajþm tdüsxm, g sanimülgrg sgy oijokocijþy jasürsargy sot tdasijoý rtrsþlasoy ejuqüfesai le sg valgküseqg silþ sxm aposekerlüsxm sgy biokocijþy jai utrijovglijþy paqajokoýhgrgy sxm rvesijþm poiosijþm rsoiveßxm, g opoßa sanimoleßsai rýluxma le sgm pqþsg rsþkg sot paqajüsx pßmaja. Sa jqüsg lýkg paqývotm vüqsg cia jühe peqiovþ kejümgy apoqqoþy posaloý, le sgm sanimülgrg sgy oijokocijþy
22.12.2 L 327/59 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL jasürsargy jühe tdasijoý rtrsþlasoy, vqgrilopoiþmsay Ýma vqxlasijü jþdija rýluxma le sg deýseqg rsþkg sot paqajüsx pßmaja cia ma uaßmesai g sanimülgrg sgy oijokocijþy jasürsargy sot tdasijoý rtrsþlasoy: Sanimülgrg sgy oijokocijþy jasürsargy Vqxlasijüy jþdijay TwgkÞ JakÞ LÝsqia EkkipÞy JajÞ CakÜfio PqÜrimo Jßsqimo Poqsojakß Jüjjimo ii) Cia idiaßseqa sqopopoiglýma jai sevmgsü tdasijü rtrsþlasa, g sanimülgrg sot oijokocijoý dtmalijoý sot tdasijoý rtrsþlasoy ejuqüfesai le sg valgküseqg silþ sxm aposekerlüsxm sgy biokocijþy jai utrijovglijþy paqajokoýhgrgy sxm rvesijþm poiosijþm rsoiveßxm, g opoßa sanimoleßsai rýluxma le sgm pqþsg rsþkg sot paqajüsx pßmaja. Sa jqüsg lýkg paqývotm vüqsg cia jühe PeqiovÞ KejÜmgy ApoqqoÞy Posaloý, le sgm sanimülgrg sot oijokocijoý dtmalijoý jühe tdasijoý rtrsþlasoy, vqgrilopoiþmsay Ýma vqxlasijü jþdija, ürom auoqü sa sevmgsü tdasijü rtrsþlasa, rýluxma le sg deýseqg rsþkg sot paqajüsx pßmaja, jai ürom auoqü sa idiaßseqa sqopopoiglýma tdasijü rtrsþlasa, rýluxma le sgm sqßsg rsþkg sot pßmaja atsoý: Sanimülgrg oijokocijoý dtmalijoý SevmgsÜ tdasijü rtrsþlasa Vqxlasijüy jþdijay Idiaßseqa sqopopoiglýma Jakü jai amþseqo PqÜrimey jai amoijsücjqifey qßcey sot ßdiot pküsoty PqÜrimey jai rjoýqey cjqßfey qßcey sot ßdiot pküsoty LÝsqio Jßsqimey jai amoijsücjqifey qßcey sot ßdiot pküsoty Jßsqimey jai rjoýqey cjqßfey qßcey sot ßdiot pküsoty EkkipÝy PoqsojakiÝy jai amoijsücjqifey qßcey sot ßdiot pküsoty PoqsojakiÝy jai rjoýqey cjqßfey qßcey sot ßdiot pküsoty Jajü Jüjjimey jai amoijsücjqifey qßcey sot ßdiot pküsoty Jüjjimey jai rjoýqey cjqßfey qßcey sot ßdiot pküsoty iii) Sa jqüsg lýkg dgkþmotm epßrgy, le lia laýqg jotjjßda rso vüqsg, sa tdasijü rtrsþlasa rsa opoßa g adtmalßa epßsetngy jakþy jasürsargy Þ jakoý oijokocijoý dtmalijoý oueßkesai re lg sþqgrg emüy Þ peqirrüseqxm pqosýpxm peqibakkomsijþy poiüsgsay, sa opoßa Ývotm jahoqirseß cia so em kücx tdasijü rýrsgla ürom auoqü rtcjejqilýmoty rtmhesijoýy jai lg rtmhesijoýy qýpoty (rýluxma le so jahersþy rtlbasüsgsay pot jahoqßfei so jqüsoy lýkoy). 1.4.3. P a q o t r ß a r g s x m a p o s e k e r l Ü s x m s g y p a q a j o k o ý h g r g y j a i s a n i m ü l g r g s g y v g l i j Þ y j a s Ü r s a r g y ¼sam Ýma tdasijü rýrsgla epistcvümei rtlbasüsgsa le üka sa pqüstpa peqibakkomsijþy poiüsgsay pot jahoqßfomsai rso paqüqsgla IX, rso Üqhqo 16 jai re üpoia Ükkg rvesijþ joimosijþ moloherßa jahoqßfei pqüstpa peqibakkomsijþy poiüsgsay, jasacqüuesai üsi epistcvümei jakþ vglijþ jasürsarg. Rsgm amsßhesg peqßpsxrg, jasacqüuesai üsi so rýrsgla adtmaseß ma episývei jakþ vglijþ jasürsarg. Sa jqüsg lýkg paqývotm vüqsg cia jühe peqiovþ kejümgy apoqqoþy posaloý, rsom opoßo uaßmesai g vglijþ jasürsarg jühe tdasijoý rtrsþlasoy, vqgrilopoiþmsay Ýma vqxlasijü jþdija rýluxma le sg deýseqg rsþkg sot paqajüsx pßmaja cia ma uaßmesai g sanimülgrg sgy vglijþy jasürsargy sot tdasijoý rtrsþlasoy: Sanimülgrg sgy vglijþy jasürsargy Vqxlasijüy jþdijay JakÞ JasÜrsarg jasþseqg sgy jakþy CakÜfio Jüjjimo
L 327/6 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL 2. TPOCEIA TDASA 2.1. PorosijÞ jasürsarg sxm tpüceixm tdüsxm 2.1.1. P a q Ü l e s q o y c i a s g m s a n i m ü l g r g s g y p o r o s i j Þ y j a s Ü r s a r g y Jahersþy rsühlgy sxm tpüceixm tdüsxm 2.1.2. O q i r l ü y s g y p o r o s i j Þ y j a s Ü r s a r g y Rsoiveßa JakÞ jasürsarg RsÜhlg tpüceixm tdüsxm G rsühlg sxm tpüceixm tdüsxm rso tpüceio tdasijü rýrsgla enaruakßfei üsi o diahýriloy püqoy tpüceixm tdüsxm dem enamskeßsai apü so lajqopqüherlo esþrio lýro üqo Ümskgrgy. JasÜ rtmýpeia, g rsühlg sxm tpüceixm tdüsxm dem tpüjeisai re amhqxpocemeßy lesabokýy pot ha odgcoýram: re lg sþqgrg sxm peqibakkomsijþm rsüvxm pot oqßfomsai rso Üqhqo 4 cia sa rtmdedelýma epiuameiajü ýdasa, re rglamsijþ leßxrg sgy jasürsargy sxm tdüsxm atsþm, re rglamsijþ bkübg sxm veqraßxm oijortrsglüsxm sa opoßa enaqsþmsai Ülera apü so rýrsgla tpoceßxm tdüsxm, jai lpoqeß ma eluamßfomsai pqorxqimü, Þ rtmevþy re vxqijþy peqioqirlýmg peqiovþ, lesabokýy sgy jaseýhtmrgy sgy qoþy kücx lesabokþm sgy rsühlgy, akkü oi amsirsqouýy atsýy dem odgcoým re eirqoþ akltqoý meqoý Þ Ükkxm tkþm jai dem aposekoým lümilg jai rauþy diapirsxlýmg Ýmdeing sürexm, oueikülemxm re amhqxpocemþ aßsia, akkacþy sgy jaseýhtmrgy sgy qoþy ijamþm ma odgcþrotm re sýsoiey eirqoýy. 2.2. Paqajokoýhgrg sgy porosijþy jasürsargy sxm tpüceixm tdüsxm 2.2.1. D ß j s t o p a q a j o k o ý h g r g y s g y r s Ü h l g y s x m t p ü c e i x m t d Ü s x m So dßjsto paqajokoýhgrgy sxm tpüceixm tdüsxm rtcjqoseßsai rýluxma le siy apaisþreiy sxm Üqhqxm 7 jai 8. So dßjsto paqajokoýhgrgy rvediüfesai Ýsri þrse ma paqývei aniüpirsg ejsßlgrg sgy porosijþy jasürsargy ükxm sxm tpüceixm tdasijþm rtrsglüsxm Þ olüdxm rtrsglüsxm, rtlpeqikalbamülemgy sgy ejsßlgrgy sot diahýrilot püqot tpüceixm tdüsxm. Sa jqüsg lýkg paqývotm Ýmam Þ peqirrüseqoty vüqsey rso rvýdio diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý rsoty opoßoty uaßmesai so dßjsto paqajokoýhgrgy tpüceixm tdüsxm. 2.2.2. P t j m ü s g s a s x m s ü p x m p a q a j o k o ý h g r g y So dßjsto peqikalbümei epaqjþ amsipqorxpetsijü rgleßa paqajokoýhgrgy le rjopü sgm ejsßlgrg sgy rsühlgy sxm tpoceßxm tdüsxm re jühe tpüceio tdasijü rýrsgla Þ olüda rtrsglüsxm, kalbümomsay tpüwg siy bqavtpqüherley jai lajqopqüherley diajtlümreiy rsgm amasqouodüsgrg, jai rtcjejqilýma: ürom auoqü sa rtrsþlasa tpoceßxm tdüsxm pot diapirsþmesai üsi jimdtmeýotm ma lgm episývotm soty peqibakkomsijoýy rsüvoty sot Üqhqot 4, enaruakßfesai epaqjþy ptjmüsgsa sxm rgleßxm paqajokoýhgrgy pqojeilýmot ma ejsilgheß g epßpsxrg sxm amskþrexm jai apoqqßwexm rsg rsühlg sxm tpoceßxm tdüsxm, cia sa rtrsþlasa tpoceßxm tdüsxm sa opoßa qýotm pýqam sxm oqßxm emüy jqüsoty lýkoty, enaruakßfesai üsi tpüqvotm epaqjþ rgleßa paqajokoýhgrgy þrse ma ejsilgheß g jaseýhtmrg jai o qthlüy sgy qoþy sxm tpoceßxm tdüsxm dia sxm oqßxm sot jqüsoty lýkoty. 2.2.3. R t v m ü s g s a s g y p a q a j o k o ý h g r g y G rtvmüsgsa sxm paqasgqþrexm eßmai epaqjþy pqojeilýmot ma ejsilgheß g porosijþ jasürsarg jühe tpüceiot tdasijoý rtrsþlasoy Þ olüday rtrsglüsxm, kalbümomsay tpüwg siy bqavtpqüherley jai lajqopqüherley diajtlümreiy rsgm amasqouodüsgrg, jai rtcjejqilýma:
22.12.2 L 327/61 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL ürom auoqü sa rtrsþlasa tpüceixm tdüsxm pot diapirsþmesai üsi jimdtmeýotm ma lgm episývotm soty peqibakkomsijoýy rsüvoty sot Üqhqot 4, enaruakßfesai epaqjþy rtvmüsgsa sxm lesqþrexm pqojeilýmot ma ejsilgheß g epßpsxrg sxm amskþrexm jai apoqqßwexm rsg rsühlg sxm tpüceixm tdüsxm, cia sa rtrsþlasa tpüceixm tdüsxm rsa opoßa tpüceia ýdasa qýotm pýqam sxm oqßxm emüy jqüsoty lýkoty, enaruakßfesai epaqjþy rtvmüsgsa lesqþrexm þrse ma ejsilgheß g jaseýhtmrg jai o qthlüy sgy qoþy sxm tpüceixm tdüsxm diü sxm oqßxm sot jqüsoty lýkoty. 2.2.4. E q l g m e ß a j a i p a q o t r ß a r g s g y p o r o s i j Þ y j a s Ü r s a r g y s x m t p o c e ß x m t d Ü s x m Sa aposekýrlasa pot pqojýpsotm apü so dßjsto paqajokoýhgrgy emüy rtrsþlasoy tpüceixm tdüsxm Þ olüday rtrsglüsxm vqgrilopoioýmsai cia sgm ejsßlgrg sgy porosijþy jasürsargy sot em kücx rtrsþlasoy Þ rtrsglüsxm. Le sgm epiuýkang sot rgleßot 2.5, sa jqüsg lýkg jasaqsßfotm vüqsg le bürg atsþ sgm ejsßlgrg sgy porosijþy jasürsargy sxm tpüceixm tdüsxm, vqgrilopoiþmsay soty ajükothoty vqxlasijoýy jþdijey: JakÞ: JajÞ: pqürimo jüjjimo 2.3. Eqlgmeßa jai paqotrßarg sgy porosijþy jasürsargy sxm tpoceßxm tdüsxm 2.3.1. P a q Ü l e s q o i c i a s o m p q o r d i o q i r l ü s g y v g l i j Þ y j a s Ü r s a r g y s x m t p ü c e i x m t d Ü s x m Acxcilüsgsa Rtcjemsqþreiy qýpxm 2.3.2. O q i r l ü y s g y j a k Þ y v g l i j Þ y j a s Ü r s a r g y s x m t p ü c e i x m t d Ü s x m Rsoiveßa JakÞ jasürsarg CemijÜ G vglijþ rýmherg sot rtrsþlasoy tpüceixm tdüsxm eßmai sýsoia þrse oi rtcjemsqþreiy sxm qýpxm: üpxy jahoqßfesai paqajüsx, dem eluamßfotm epipsþreiy eirqoþy akltqoý meqoý Þ Ükkxm tkþm, dem tpeqbaßmotm sa pqüstpa poiüsgsay pot euaqlüfomsai bürei Ükkgy rvesijþy joimosijþy moloherßay rýluxma le so Üqhqo 17, dem eßmai sýsoiey þrse ma odgcþrotm re lg epßsetng sxm peqibakkomsijþm rsüvxm sot Üqhqot 4 cia sa rtmdedelýma epiuameiajü ýdasa, oýse re rglamsijþ epideßmxrg sgy oijokocijþy Þ vglijþy poiüsgsay sxm rtrsglüsxm atsþm, oýse re rglamsijþ bkübg sxm veqraßxm oijortrsglüsxm pot enaqsþmsai Ülera apü so rýrsgla tpoceßxm tdüsxm. Acxcilüsgsa Oi lesabokýy sgy acxcilüsgsay dem tpodgkþmotm eirqoþ akltqoý meqoý Þ Ükkxm tkþm rso tpüceio tdasijü rýrsgla. 2.4. Paqajokoýhgrg sgy vglijþy jasürsargy sxm tpüceixm tdüsxm 2.4.1. D ß j s t o p a q a j o k o ý h g r g y s x m t p ü c e i x m t d Ü s x m So dßjsto paqajokoýhgrgy sxm tpüceixm tdüsxm rtcjqoseßsai rýluxma le siy apaisþreiy sxm Üqhqxm 7 jai 8. So dßjsto paqajokoýhgrgy rvediüfesai Ýsri þrse ma paqývesai rtmejsijþ jai rtmokijþ epopseßa sgy vglijþy jasürsargy sxm tpüceixm tdüsxm re jühe kejümg apoqqoþy posaloý jai ma amivmeýesai g paqotrßa lajqopqüherlxm amhqxpocemoýy aisßay amodijþm sürexm sxm qýpxm.
L 327/62 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL Le bürg so vaqajsgqirlü jai sgm ejsßlgrg sxm epipsþrexm pot diemeqcoýmsai rýluxma le so Üqhqo 5 jai so paqüqsgla II, sa jqüsg lýkg, cia jühe peqßodo euaqlocþy emüy rvedßot diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý, jasaqsßfotm pqücqalla epopsijþy paqajokoýhgrgy. Sa aposekýrlasa sot pqocqüllasoy atsoý vqgrilopoioýmsai cia sgm jasüqsirg pqocqüllasoy epiveiqgriajþy paqajokoýhgrgy, so opoßo euaqlüfesai jasü so tpükoipo slþla sgy peqiüdot sot rvedßot. Rso rvýdio paqývomsai ejsilþreiy cia so bahlü pirsüsgsay jai ajqßbeiay sxm paqevülemxm apü sa pqocqüllasa paqajokoýhgrgy aposekerlüsxm. 2.4.2. E p o p s i j Þ p a q a j o k o ý h g r g Rsüvoy G epopsijþ paqajokoýhgrg diemeqceßsai cia: sg rtlpkþqxrg jai sgm epijýqxrg sgy diadijarßay ejsßlgrgy, sgm paqovþ pkgqouoqiþm pot ha vqgrilopoighoým cia sgm ejsßlgrg lajqopqüherlxm sürexm pot oueßkomsai re lesabokýy sxm utrijþm rtmhgjþm akkü jai re amhqþpimey dqarsgqiüsgsey. EpikocÞ sxm süpxm paqajokoýhgrgy EpikÝcomsai epaqjeßy süpoi paqajokoýhgrgy ürom auoqü: rtrsþlasa pot diapirsþmesai üsi jimdtmeýotm lesü sgm euaqlocþ sot vaqajsgqirloý pot cßmesai rýluxma le so paqüqsgla II, rtrsþlasa pot diarvßfotm üqia jqüsoty lýkoty. EpikocÞ paqalýsqxm G ajükothg reiqü barijþm paqalýsqxm paqajokotheßsai re üka sa epikeclýma rtrsþlasa tpoceßxm tdüsxm: peqiejsijüsgsa re ontcümo, silþ ph, acxcilüsgsa, misqijýy emþreiy, allþmio. Sa rtrsþlasa, sa opoßa diapirsþmesai, rýluxma le so paqüqsgla II, üsi diasqývotm rglamsijü jßmdtmo ma lgm episývotm sgm jakþ jasürsarg, paqajokothoýmsai epßrgy xy pqoy siy paqalýsqoty pot eßmai emdeijsijýy sxm epipsþrexm sxm piýrexm atsþm. Sa diartmoqiajü tdasijü rtrsþlasa paqajokothoýmsai epßrgy xy pqoy siy paqalýsqoty pot vqeiüfesai cia sgm pqorsarßa ükxm sxm vqþrexm pot tporsgqßfomsai apü sg qoþ sxm tpoceßxm tdüsxm. 2.4.3. E p i v e i q g r i a j Þ p a q a j o k o ý h g r g Rsüvoy JasÜ siy emdiülerey peqiüdoty lesaný sxm pqocqallüsxm epopsijþy paqajokoýhgrgy pqaclasopoießsai epiveiqgriajþ paqajokoýhgrg, pqojeilýmot: ma diapirsxheß g vglijþ jasürsarg ükxm sxm rtrsglüsxm tpüceixm tdüsxm Þ olüdxm rtrsglüsxm pot Ývotm vaqajsgqirseß üsi jimdtmeýotm, ma diapirsxheß g paqotrßa lajqopqüherlxm amhqxpocemoýy aisßay amodijþm sürexm rsg rtcjýmsqxrg sxm qýpxm.
22.12.2 L 327/63 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL EpikocÞ sxm süpxm paqajokoýhgrgy EpiveiqgriajÞ paqajokoýhgrg diemeqceßsai re üka sa rtrsþlasa tpüceixm tdüsxm Þ olüdey rtrsglüsxm, sa opoßa, le bürg süro sgm ejsßlgrg sxm epipsþrexm pot pqaclasopoießsai rýluxma le so paqüqsgla II üro jai sgm epopsijþ paqajokoýhgrg, vaqajsgqßfomsai üsi jimdtmeýotm ma lgm episývotm soty rsüvoty sot Üqhqot 4. G epikocþ sxm süpxm paqajokoýhgrgy amsijasopsqßfei epßrgy lia ejsßlgrg cia sgm amsipqorxpetsijüsgsa sxm dedolýmxm paqajokoýhgrgy sot rtcjejqilýmot süpot xy pqoy sgm poiüsgsa sot rvesijoý emüy Þ peqirrosýqxm rtrsglüsxm tpüceixm tdüsxm. Rtvmüsgsa sgy paqajokoýhgrgy JasÜ siy emdiülerey peqiüdoty lesaný sxm pqocqallüsxm epopsijþy paqajokoýhgrgy pqaclasopoießsai epiveiqgriajþ paqajokoýhgrg re epaqjþ rtvmüsgsa pqojeilýmot ma amivmethoým oi epipsþreiy sxm rvesijþm piýrexm jai, pümsxy, sotküvirsom lßa uoqü so vqümo. 2.4.4. D i a p ß r s x r g s x m s Ü r e x m s x m q ý p x m Sa jqüsg lýkg vqgrilopoioým sa dedolýma süro sgy epopsijþy üro jai sgy epiveiqgriajþy paqajokoýhgrgy cia sg diapßrsxrg lajqopqüherlxm amhqxpocemoýy aisßay amodijþm sürexm rsiy rtcjemsqþreiy qýpxm jai sgm amsirsqouþ sxm sürexm atsþm. Pqordioqßfesai so barijü Ýsoy Þ barijþ peqßodoy apü sgm opoßa tpokocßfomsai oi süreiy atsýy. O tpokocirlüy sxm sürexm cßmesai re Ýma rýrsgla Þ, jasü peqßpsxrg, re olüda rtrsglüsxm tpüceixm tdüsxm. G amsirsqouþ sxm sürexm apodeijmýesai rsasirsijü jai dgkþmesai o bahlüy aniopirsßay sgy rvesijþy diapßrsxrgy. 2.4.5. E q l g m e ß a j a i p a q o t r ß a r g s g y v g l i j Þ y j a s Ü r s a r g y s x m t p ü c e i x m t d Ü s x m JasÜ sgm ejsßlgrg sgy jasürsargy, sa aposekýrlasa sxm lelomxlýmxm rgleßxm paqajokoýhgrgy emüy rtrsþlasoy tpoceßxm tdüsxm emrxlasþmomsai rsa aposekýrlasa cia so üko tdasijü rýrsgla. Le sgm epiuýkang sxm rvesijþm odgciþm, cia ma hexqgheß jakþ g jasürsarg emüy rtrsþlasoy tpoceßxm tdüsxm, xy pqoy siy vglijýy paqalýsqoty cia siy opoßey oqßfomsai rsgm joimosijþ moloherßa poiosijü peqibakkomsijü pqüstpa: tpokocßfesai g lýrg silþ sxm aposekerlüsxm sgy paqajokoýhgrgy re jühe rgleßo sot rtrsþlasoy Þ sgy olüday rtrsglüsxm tpüceixm tdüsxm jai rýluxma le so Üqhqo 17, oi lýrey atsýy silýy vqgrilopoioýmsai cia ma apodeijmýesai g sþqgrg sgy jakþy vglijþy jasürsargy sxm tpüceixm tdüsxm. Le sgm epiuýkang sot rgleßot 2.5, sa jqüsg lýkg jasaqsßfotm vüqsg sgy vglijþy jasürsargy sxm tpoceßxm tdüsxm, vqgrilopoiþmsay soty ajükothoty vqxlasijoýy jþdijey: JakÞ: pqürimo JajÞ: jüjjimo Sa jqüsg lýkg rgleiþmotm epßrgy rso vüqsg le laýqg jotjjßda sa rtrsþlasa tpüceixm tdüsxm pot tpüjeimsai re lümilg jai rglamsijþ amodijþ sürg sxm rtcjemsqþrexm opoiotdþpose qýpot oueikülemg rsiy epipsþreiy amhqþpimxm dqarsgqiosþsxm. G amsirsqouþ liay sürgy rgleiþmesai rso vüqsg le caküfia jotjjßda. Oi vüqsey atsoß rtlpeqikalbümomsai rso rvýdio diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý. 2.5. Paqotrßarg sgy jasürsargy sxm tpüceixm tdüsxm Sa jqüsg lýkg paqývotm rso rvýdio diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý vüqsg, rsom opoßo uaßmesai, cia jühe rýrsgla tpüceixm tdüsxm Þ olüda rtrsglüsxm, süro g porosijþ üro jai g vglijþ jasürsarg sot em kücx rtrsþlasoy Þ olüday rtrsglüsxm, vqgrilopoiþmsay vqxlasijoýy jþdijey rýluxma le siy apaisþreiy sxm rgleßxm 2.2.4 jai 2.4.5. Sa jqüsg lýkg Ývotm sgm epikocþ ma lgm jasaqsßrotm vxqirsoýy vüqsey cia sa rgleßa 2.2.4 jai 2.4.5, akkü, rsgm peqßpsxrg atsþ, ha dgkþmotm epßrgy, rýluxma le siy apaisþreiy sot rgleßot 2.4.5, rsom apaisoýlemo apü so slþla atsü vüqsg sa rtrsþlasa pot tpüjeimsai re rglamsijþ jai lümilg amodijþ sürg sgy rtcjýmsqxrgy opoiotdþpose qýpot Þ stvüm amsirsqouþ sgy sürgy atsþy.
L 327/64 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL PAQAQSGLA VI PIMAJER LESQXM POT PQEPEI MA PEQIKALBAMOMSAI RSA PQOCQALLASA LESQXM SLGLA A LÝsqa sa opoßa apaisoýmsai rýluxma le siy ajükothey odgcßey: i) g odgcßa cia sa ýdasa jokýlbgrgy (76/16/EOJ), ii) g odgcßa cia sa psgmü (79/49/EOJ) ( 1 ), iii) g odgcßa cia so pürilo meqü (8/778/EOJ), üpxy sqopopoiþhgje apü sgm odgcßa 98/83/EJ, iv) g odgcßa cia sa lecüka astvþlasa (Seveso) (96/82/EJ) ( 2 ), v) g odgcßa cia sgm ejsßlgrg peqibakkomsijþm epipsþrexm (85/337/EOJ) ( 3 ), vi) g odgcßa cia sgm iký rsahlþm jahaqirloý (86/278/EOJ) ( 4 ), vii) g odgcßa cia sgm epeneqcarßa arsijþm ktlüsxm (91/271/EOJ), viii) g odgcßa cia sa pqoúümsa utsopqorsarßay (91/414/EOJ), ix) g odgcßa cia sgm pqorsarßa apü misqoqqýpamrg (91/676/EOJ), x) g odgcßa cia sa oijortrsþlasa (92/43/EOJ) ( 5 ), xi) g odgcßa cia sgm okojkgqxlýmg pqükgwg jai Ýkecvo qýpamrgy (96/61/EJ). SLGLA B Ajokotheß lg enamskgsijüy jasükocoy rtlpkgqxlasijþm lýsqxm pot sa jqüsg lýkg lpoqoým ma epikýnotm ma herpßrotm, cia jühe peqiovþ kejümgy apoqqoþy posaloý, xy slþla sot pqocqüllasoy lýsqxm pot apaiseßsai rýluxma le so Üqhqo 11 paqücqauoy 4: i) molohesijü lýra, ii) iii) iv) dioijgsijü lýra, oijomolijü Þ uoqokocijü lýra, peqibakkomsijýy rtluxmßey lesü apü diapqaclüsetrg, v) Ýkecvoi ejpolpþy, vi) vii) viii) ix) jþdijey oqhþm pqajsijþm, amarýrsarg jai apojasürsarg peqiovþm tcqosüpxm, Ýkecvoi Ümskgrgy, lýsqa diaveßqirgy sgy fþsgrgy, lesaný Ükkxm pqoþhgrg sgy pqoraqlorlýmgy cexqcijþy paqacxcþy, üpxy p.v. jakkieqceiþm valgkþm apaisþrexm re ýdxq re peqiovýy pot tpouýqotm apü amolbqßa, x) lýsqa aposekerlasijüsgsay jai epamavqgrilopoßgrgy, lesaný Ükkxm pqoþhgrg sevmokociþm aposekerlasijþy vqþrgy ýdasoy rsg biolgvamßa jai aqdetsijýy sevmijýy enoijomülgrgy ýdasoy, ( 1 ) EE L 13 sgy 25.4.1979, r. 1. ( 2 ) EE L 1 sgy 14.1.1997, r. 13. ( 3 ) EE L 175 sgy 5.7.1985, r. 4 odgcßa üpxy sqopopoiþhgje apü sgm odgcßa 97/11/EJ (EE L 73 sgy 14.3.1997, r. 5). ( 4 ) EE L 181 sgy 8.7.1986, r. 6. ( 5 ) EE L 26 sgy 22.7.1992, r. 7.
22.12.2 L 327/65 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL xi) xii) xiii) xiv) xv) xvi) Ýqca dolijþm jasarjetþm, ecjasarsüreiy auaküsxrgy, Ýqca apojasürsargy, sevmgsþ epamapkþqxrg tdqouüqxm rsqxlüsxm, ejpaidetsijü Ýqca, Ýqca Ýqetmay, amüpstngy jai epßdeingy, xvii) koipü rvesijü lýsqa.
L 327/66 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL PAQAQSGLA VII RVEDIA DIAVEIQIRGR KEJAMGR APOQQOGR POSALOT A. Sa rvýdia diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý jakýpsotm sa ajükotha rsoiveßa: 1. CemijÞ peqicqauþ sxm vaqajsgqirsijþm sgy peqiovþy dejümgy apoqqoþy posaloý, g opoßa apaiseßsai rýluxma le so Üqhqo 5 jai so paqüqsgla II. G peqicqauþ atsþ peqikalbümei: 1.1. Cia sa epiuameiajü ýdasa: vüqsey sgy hýrgy jai sxm oqßxm sxm tdasijþm rtrsglüsxm, vüqsey sxm oijopeqiovþm jai sýpxm rtrsglüsxm epiuameiajþm tdüsxm emsüy jühe peqiovþy kejümgy apoqqoþy posaloý, pqordioqirlü sxm rtmhgjþm amauoqüy cia soty sýpoty rtrsglüsxm epiuameiajþm tdüsxm. 1.2. Cia sa tpüceia ýdasa: vüqsey sgy hýrgy jai sxm oqßxm sxm rtrsglüsxm tpüceixm tdüsxm. 2. Peqßkgwg sxm rglamsijþm piýrexm jai epipsþrexm pot arjoým oi amhqþpimey dqarsgqiüsgsey cia sgm jasürsarg sxm epiuameiajþm jai sxm tpüceixm tdüsxm, rtlpeqikalbamolýmxm: emüy tpokocirloý sgy qýpamrgy apü rgleiajýy pgcýy, emüy tpokocirloý sgy qýpamrgy apü diüvtsey pgcýy, rtlpeqikalbamolýmgy liay peqßkgwgy sgy vqþrgy sgy cgy, emüy tpokocirloý sxm piýrexm pot arjoýmsai rsgm porosijþ jasürsarg sot meqoý, rtlpeqikalbamolýmgy sgy tdqokgwßay, liay amüktrgy Ükkxm epipsþrexm sxm amhqþpimxm dqarsgqiosþsxm cia sgm jasürsarg sot meqoý. 3. Pqordioqirlü jai vaqsocqüugrg sxm pqorsasetülemxm peqiovþm, üpxy apaiseßsai rýluxma le so Üqhqo 6 jai so paqüqsgla IV. 4. VÜqsg sxm dijsýxm paqajokoýhgrgy pot rtcjqosoýmsai cia soty rjopoýy sot Üqhqot 8 jai sot paqaqsþlasoy V jai paqotrßarg, tpü loquþ vüqsg, sxm aposekerlüsxm sxm pqocqallüsxm paqajokoýhgrgy pot euaqlüfomsai dtmülei sxm diasünexm atsþm cia sgm jasürsarg: 4.1. Sxm epiuameiajþm tdüsxm (oijokocijþ jai vglijþ). 4.2. Sxm tpüceixm tdüsxm (vglijþ jai porosijþ). 4.3. Sxm pqorsasetülemxm peqiovþm. 5. JasÜkoco sxm peqibakkomsijþm rsüvxm pot jahoqßfomsai dtmülei sot Üqhqot 4 cia sa epiuameiajü ýdasa, sa tpüceia ýdasa jai siy pqorsasetülemey peqiovýy, rtlpeqikalbamolýmxm, idßxy sxm peqirsürexm jasü siy opoßey euaqlürhgje so Üqhqo 4, paqücqauoi 4, 5, 6 jai 7 jahþy jai sxm rvesijþm pkgqouoqiþm pot apaisoýmsai dtmülei sot Üqhqot atsoý. 6. Peqßkgwg sgy oijomolijþy amüktrgy sgy vqþrgy ýdasoy, üpxy apaiseßsai rýluxma le so Üqhqo 5 jai so paqüqsgla III. 7. Peqßkgwg sot Þ sxm pqocqallüsxm lýsqxm pot herpßfomsai dtmülei sot Üqhqot 11, rtlpeqikalbamolýmxm sxm sqüpxm le soty opoßoty ha episetvhoým oi rsüvoi pot jahoqßfomsai dtmülei sot Üqhqot 4. 7.1. Peqßkgwg sxm lýsqxm pot apaisoýmsai cia sgm euaqlocþ sgy joimosijþy moloherßay cia sgm pqorsarßa sxm tdüsxm. 7.2. jherg sxm pqajsijþm lýsqxm pot kalbümomsai cia sgm euaqlocþ sgy aqvþy sgy amüjsgrgy sot jürsoty sgy vqþrgy ýdasoy rýluxma le so Üqhqo 9. 7.3. Peqßkgwg sxm lýsqxm pot kalbümomsai cia ma sgqghoým oi apaisþreiy sot Üqhqot 7. 7.4. Peqßkgwg sxm ekýcvxm sgy tdqokgwßay jai sgy jasajqüsgrgy meqoý, rtlpeqikalbamolýmgy amauoqüy rsa lgsqþa jai rsa rsoiveßa sxm peqipsþrexm jasü siy opoßey paqavxqþhgjam enaiqýreiy dtmülei sot Üqhqot 11 paqücqauoy 3 rsoiveßo e). 7.5. Peqßkgwg sxm ekýcvxm pot diemeqcoýmsai cia siy apoqqßweiy apü rgleiajýy pgcýy jai Ükkey dqarsgqiüsgsey oi opoßey epgqeüfotm sgm jasürsarg sot meqoý rýluxma le so Üqhqo 11 paqücqauoy 3 rsoiveßo f) jai h). 7.6. Pqordioqirlüy sxm peqipsþrexm jasü siy opoßey epesqüpgram apetheßay apoqqßweiy rýluxma le so Üqhqo 11 paqücqauoy 3 rsoiveßo i).
22.12.2 L 327/67 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL 7.7. Peqßkgwg sxm lýsqxm pot kalbümomsai rýluxma le so Üqhqo 16 cia siy otrßey pqoseqaiüsgsay. 7.8. Peqßkgwg sxm lýsqxm pot kalbümomsai cia ma pqokguhoým Þ ma leixhoým oi epipsþreiy sxm qtpamsijþm astvglüsxm. 7.9. Peqßkgwg sxm lýsqxm pot kalbümomsai dtmülei sot Üqhqot 11 paqücqauoy 5 cia tdasijü rtrsþlasa sa opoßa eßmai apßhamo ma episývotm soty rsüvoty sot Üqhqot 4. 7.1. KepsolÝqeiey sxm rtlpkgqxlasijþm lýsqxm pot jqßmomsai amacjaßa cia ma sgqghoým oi jahoqifülemoi peqibakkomsijoß rsüvoi. 7.11. KepsolÝqeiey sxm lýsqxm pot kalbümomsai cia ma apouetvheß g aýngrg sgy qýpamrgy sxm hakürrixm tdüsxm rýluxma le so Üqhqo 11 paqücqauoy 6. 8. Lgsqþo sxm stvüm kepsoleqýrseqxm pqocqallüsxm jai rvedßxm diaveßqirgy cia sgm peqiovþ kejümgy apoqqoþy posaloý, sa opoßa auoqoým idßxy tpokejümey, soleßy, hýlasa Þ sýpoty tdüsxm, jahþy jai peqßkgwg sot peqievolýmot soty. 9. Peqßkgwg sxm lýsqxm pot kalbümomsai cia sgm pkgqouüqgrg sot joimoý jai sg diaboýketrg, sxm aposekerlüsxm soty jai sxm rtmajükothxm sqopopoiþrexm sxm rvedßxm. 1. JasÜkoco sxm aqlüdixm aqvþm rýluxma le so paqüqsgla I. 11. Sa rgleßa epauþy jai siy diadijarßey cia sgm pqolþheia sxm eccqüuxm pot vqgrßletram xy tpübahqo jai sxm rsoiveßxm pot amauýqomsai rso Üqhqo 14 paqücqauoy 1, idßxy de kepsolýqeiey sxm lýsqxm ekýcvot pot herpßfomsai rýluxma le so Üqhqo 11 paqücqauoy 3 rsoiveßa f) jai h), jahþy jai sxm pqaclasijþm dedolýmxm paqajokoýhgrgy pot rtkkýcomsai rýluxma le so Üqhqo 8 jai so paqüqsgla V. B. G pqþsg emglýqxrg sot rvedßot diaveßqirgy dejümgy apoqqoþy posaloý jai ükey oi epülemey emgleqþreiy pqýpei epßrgy ma peqikalbümotm: 1. Peqßkgwg sxm stvüm akkacþm Þ emgleqþrexm apü sg dglorßetrg sgy pqogcoýlemgy Ýjdorgy sot rvedßot diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý, rtlpeqikalbamolýmgy peqßkgwgy sxm epirjopþrexm pot cßmomsai rýluxma le so Üqhqo 4 paqücqauoi 4, 5, 6 jai 7. 2. Ejsßlgrg sgy pqoüdot pqoy sgm epßsetng sxm peqibakkomsijþm rsüvxm, rtlpeqikalbamolýmgy sgy paqotrßargy sxm aposekerlüsxm sgy paqajokoýhgrgy jasü sgm peqßodo sot pqogcoýlemot rvedßot tpü loquþ vüqsg, jai dietjqimßreiy cia soty peqibakkomsijoýy rsüvoty pot dem episeývhgjam. 3. Peqßkgwg sxm stvüm lýsqxm pot eßvam pqobkeuheß rsgm pqogcoýlemg Ýjdorg sot rvedßot diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý sa opoßa dem euaqlürsgjam, jai rvesijýy dietjqimßreiy. 4. Peqßkgwg sxm pqürhesxm emdiülerxm lýsqxm pot herpßrsgjam rýluxma le so Üqhqo 11 paqücqauoy 5 lesü sg dglorßetrg sgy pqogcoýlemgy Ýjdorgy sot rvedßot diaveßqirgy kejümgy apoqqoþy posaloý.
L 327/68 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL PAQAQSGLA VIII EMDEIJSIJOR JASAKOCOR SXM JTQIOSEQXM QTPXM 1. Oqcamoakocomoývey emþreiy jai otrßey pot lpoqeß ma rvglasßfotm sýsoiey emþreiy rso tdüsimo peqibükkom. 2. OqcamouxruoqijÝy emþreiy. 3. OqcamojarriseqijÝy emþreiy. 4. Otrßey jai paqarjetürlasa Þ pqoúümsa apoijodülgrþy soty, pot apodedeiclýma Ývotm jaqjimocümey Þ lesakkaniocümey idiüsgsey Þ idiüsgsey pot lpoqeß ma epgqeürotm sg rseqeoeidocümo keisotqcßa sot htqeoeidoýy, sgm amapaqacxcþ Þ Ükkey keisotqcßey pot rvesßfomsai le so emdojqimijü rýrsgla lýra rso tdüsimo peqibükkom Þ lýrx atsoý. 5. PaqalÝmomsey tdqocomümhqajey jai paqalýmotrey jai biorxqeýriley oqcamijýy sonijýy otrßey. 6. Jtamioývey emþreiy. 7. LÝsakka jai emþreiy soty. 8. Aqremijü jai emþreiy sot. 9. Biojsüma jai utsopqorsasetsijü pqoúümsa. 1. TkijÜ re aiþqgla. 11. Otrßey pot rtlbükkotm rsom etsqouirlü (idßxy misqijýy jai uxruoqijýy emþreiy). 12. Otrßey pot epgqeüfotm dtrlemþy so irofýcio ontcümot (jai lpoqoým ma lesqghoým vqgrilopoiþmsay paqalýsqoty, üpxy BOD, COD jkp).
22.12.2 L 327/69 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL PAQAQSGLA IX OQIAJER SILER EJPOLPXM JAI POIOSIJA PEQIBAKKOMSIJA PQOSTPA Oi «oqiajýy silýy» jai oi «poiosijoß rsüvoi» pot jahoqßfomsai le siy htcasqijýy odgcßey sgy odgcßay 76/464/EOJ, hexqoýmsai, amsirsoßvxy, oqiajýy silýy ejpolpþm jai poiosijü peqibakkomsijü pqüstpa cia soty rjopoýy sgy paqoýray odgcßay. Jahoqßfomsai rsiy ajükothey odgcßey: i) Odgcßa cia siy apoqqßweiy tdqaqcýqot (82/176/EOJ) ( 1 ), ii) Odgcßa cia siy apoqqßweiy jadlßot (83/513/EOJ) ( 2 ), iii) Odgcßa cia som tdqüqctqo (84/156/EOJ) ( 3 ); iv) Odgcßa cia siy apoqqßweiy enavkxqojtjkoenamßot (84/491/EOJ) ( 4 ), jai v) Odgcßa cia siy apoqqßweiy epijßmdtmxm otriþm (86/28/EOJ) ( 5 ). ( 1 ) EE L 81 sgy 27.3.1982, r. 29. ( 2 ) EE L 291 sgy 24.1.1983, r. 1. ( 3 ) EE L 74 sgy 17.3.1984, r. 49. ( 4 ) EE L 274 sgy 17.1.1984, r. 11. ( 5 ) EE L 181 sgy 4. 7.1986, r. 16.
L 327/7 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL PAQAQSGLA X OTRIER PQOSEQAIOSGSAR
22.12.2 L 327/71 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL PAQAQSGLA XI VAQSGR A Rýrsgla A: OijopeqiovÝy cia posaloýy jai kßlmey 1. IbgqijÞ-LajqomgriajÞ peqiovþ 2. Ptqgmaßa 3. Isakßa, JoqrijÞ jai LÜksa 4. kpeiy 5. DeimaqijÜ dtsijü BakjÜmia 6. EkkgmijÜ dtsijü BakjÜmia 7. AmasokijÜ BakjÜmia 8. DtsijÜ twßpeda 9. JemsqijÜ twßpeda 1. JaqpÜhia 11. OtccqijÜ pedimü 12. PomsiajÞ peqiovþ 13. DtsijÝy pediüdey 14. JemsqijÝy pediüdey 15. BaksijÞ peqiovþ 16. AmasokijÝy pediüdey 17. Iqkamdßa jai Büqeia Iqkamdßa 18. LecÜkg Bqesamßa 19. Irkamdßa 2. RjamdimabijÜ twßpeda 21. Soýmdqa 22. UimorjamdimabijÞ arpßda 23. SÜicja 24. Jaýjaroy 25. Jarpiajü joßkxla
L 327/72 22.12.2 Epßrglg Eugleqßda sxm Etqxpaújþm JoimosÞsxm EL VAQSGR B Rýrsgla A: OijopeqiovÝy cia lesabasijü jai paqüjsia ýdasa 1. Askamsijüy Xjeamüy 2. MoqbgcijÞ HÜkarra 3. HÜkarra sot LpÜqemsy 4. Büqeia HÜkarra 5. BaksijÞ HÜkarra 6. Lerüceioy HÜkarra