Πανεπιστήμιο Πατρών Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Τμήμα Φιλολογίας Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Σύγχρονες Προσεγγίσεις στη Γλώσσα και τα Κείμενα (2014-2016) Ειδίκευση: Γλωσσολογία Η επίλυση της εσωτερικής κι εξωτερικής χασμωδίας στη Νέα Ελληνική: Δεδομένα από την πατρινή διάλεκτο της φοιτήτριας Άννας Λουκοπούλου με Α.Μ.Μ.Φ. 171 Τριμελής Επιτροπή Επιβλέπων Δημήτρης Παπαζαχαρίου (Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Φιλολογίας Πανεπιστημίου Πατρών) Μέλη Αγγελική Ράλλη (Καθηγήτρια, Τμήμα Φιλολογίας Πανεπιστημίου Πατρών) Άγγελος Λέγκερης (Λέκτορας, Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Γλωσσολογίας Πανεπιστημίου Kent) Πάτρα Μάρτιος 2017
Πίνακας περιεχομένων Περίληψη... 1 1. Εισαγωγή... 2 1.1 Ορισμός της χασμωδίας, είδη χασμωδίας και πιθανοί μηχανισμοί επίλυσης της χασμωδίας... 2 2. Θεωρητικό πλαίσιο... 4 2.1. Μηχανισμοί επίλυσης της χασμωδίας στην ελληνική: η χασμωδία ως κατηγοριακό φαινόμενο... 4 2.2. Μηχανισμοί επίλυσης της χασμωδίας στην ελληνική: η χασμωδία ως βαθμιαίο φαινόμενο... 5 2.2.1. Η έρευνα των Arvaniti & Pelekanou (2002)... 6 2.2.2. Η έρευνα της Baltazani (2006)... 7 2.2.3. Οι έρευνες της Kainada (2007, 2012)... 9 3. Ερευνητικά ερωτήματα της παρούσας εργασίας και μεθοδολογία έρευνας... 10 3.1. Ερευνητικά ερωτήματα... 10 3.2. Μεθοδολογία έρευνας... 11 3.2.1. Πληροφορητές και πληροφορίες ηχογράφησης... 11 3.2.2. Επεξεργασία του υλικού ηχογράφησης... 13 4. Ανάλυση... 15 4.1. Ανάλυση απλών φωνηέντων... 15 4.2. Διάρκεια και ευκλείδεια απόσταση εστιασμένων και μη εστιασμένων φωνήεντων σε περιπτώσεις εξωτερικής χασμωδίας... 16 4.3. Διάρκεια και ευκλείδεια απόσταση περιπτώσεων εσωτερικής και εξωτερικής χασμωδίας... 18 4.4. Επίδραση των διαφορετικών ειδών προσωδιακών ορίων στην επίλυση της χασμωδίας... 28 4.5. Η επίλυση της χασμωδίας σε περιβάλλοντα διπλών φωνηέντων... 28 4.6. Η επίλυση της χασμωδίας σε περιβάλλοντα συνεμφάνισης τριών φωνηέντων... 29 5.Συζήτηση / Συμπεράσματα... 31 6. Προτάσεις για περαιτέρω διερεύνηση του συγκεκριμένου θέματος... 34 Βιβλιογραφικές παραπομπές... 35 Ξενόγλωσσες... 35 Στα ελληνικά... 38
Περίληψη Η παρούσα εργασία εξετάζει το φαινόμενο της χασμωδίας και τους πιθανούς τρόπους επίλυσής της με βάση υλικό που προέκυψε από την ανάλυση δεδομένων από τέσσερις ενήλικες ομιλητές της πατρινής διαλέκτου 20 έως 30 ετών (γεννημένους στην Πάτρα και κατοίκους Πατρών). Στην Εισαγωγή της εργασία θα αναφερθώ στο υπό εξέταση φαινόμενο, τα είδη του και τους πιθανούς τρόπους επίλυσής του που αναφέρονται στη βιβλιογραφία. Η ενότητα του Θεωρητικού Πλαισίου θα αφιερωθεί στην περαιτέρω αποσαφήνιση των όρων που θα χρησιμοποιηθούν στην Εισαγωγή και θα χρησιμεύσουν στις επόμενες ενότητες, καθώς και στην αναφορά σε προγενέστερες έρευνες για τη χασμωδία στην ελληνική, ενώ στη Μεθοδολογία θα αναφερθώ στα ερευνητικά ερωτήματα που προέκυψαν προς ανάλυση βάσει των προηγούμενων ερευνών για την ελληνική, στον τρόπο που αντλήθηκε το υλικό για την παρούσα εργασία, καθώς και για τον τρόπο που υπέστη επεξεργασία, για να απαντηθούν τα ερευνητικά ερωτήματα. Στην Ανάλυση θα απαντήσω στα ερευνητικά ερωτήματα που τέθηκαν, για να καταλήξω στη Συζήτηση, όπου θα ανακεφαλαιώσω τα βασικά ευρήματα της παρούσας εργασίας σε σχέση με τις προηγούμενες έρευνες προτού καταθέσω τις Προτάσεις για περαιτέρω έρευνα που προκύπτουν με βάση την παρούσα εργασία. Λέξεις-κλειδιά: χασμωδία, είδη χασμωδίας, τρόποι αποφυγής της χασμωδίας, σταδιακή / κατηγοριακή φωνητική διεργασία [1]
1. Εισαγωγή 1.1 Ορισμός της χασμωδίας, είδη χασμωδίας και πιθανοί μηχανισμοί επίλυσης της χασμωδίας Στην παρούσα εργασία πρόκειται να αναλύσω συγκεκριμένα περιβάλλοντα εμφάνισης της χασμωδίας (hiatus) λαμβάνοντας υπόψη διάφορες παραμέτρους που ίσως επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσμα στον λόγο τεσσάρων ομιλητών, για να εξετάσω τους μηχανισμούς που επιστρατεύονται για την επίλυσή της (hiatus resolution) και εάν η χρήση αυτών των μηχανισμών θεωρείται διαδικασία κατηγοριακή (categorical) ή βαθμιαία (gradient). Επομένως, κρίνεται απαραίτητο να δοθούν προκαταρκτικά οι ορισμοί των παραπάνω εννοιών-κλειδιών. Ως χασμωδία (vowel hiatus ή απλώς hiatus), σύμφωνα με τον Casali (1996, 1997, 1998, 2011) και την Baltazani (2006) μεταξύ άλλων, ορίζεται το φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζεται γειτνίαση μιας σειράς φωνηέντων λόγω μορφολογικού ή συντακτικού συνδυασμού τους. Ανάλογα με το εάν τα συγκεκριμένα φωνήεντα που γειτνιάζουν βρίσκονται στα όρια ξεχωριστών λέξεων ή στο εσωτερικό μιας λέξης μπορούμε να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα σε εξωτερική χασμωδία (external hiatus) και εσωτερική χασμωδία (internal hiatus) αντίστοιχα 1. Όπως αναφέρει ο Casali (όπ. παράπ.) δεν είναι όλες οι γλώσσες εξίσου ανεκτικές στη χασμωδία, επομένως επιστρατεύονται συγκεκριμένοι μηχανισμοί για την επίλυση ή την επιδιόρθωσή της (hiatus resolution), για τους οποίους περισσότερες πληροφορίες και σχετικά διευκρινιστικά παραδείγματα θα δοθούν στο Θεωρητικό Πλαίσιο. Πιο συγκεκριμένα, οι μηχανισμοί επίλυσης της χασμωδίας που αναφέρει ο Casali είναι η ετεροσυλλαβοποίηση (heterosyllabification), ο σχηματισμός διφθόγγου (diphtong formation), η επένθεση συμφώνου (epenthesis), η αποβολή φωνήεντος (vowel elision), η ανάπτυξη ημιφώνου (glide formation) και η συνένωση 1 Όπως θα δούμε και σε επόμενες ενότητες της εργασίας, οι περισσότερες πρόσφατες έρευνες του φαινομένου της χασμωδίας στην ελληνική είχαν εξετάσει την εξωτερική χασμωδία, βλ. Arvaniti & Pelekanou (2002), Baltazani (2006), Kainada (2007, 2012). [2]
(coalescence). Δεν είναι απαραίτητο να εμφανίζονται όλοι οι επιδιορθωτικοί μηχανισμοί σε μία γλώσσα ούτε να διέπονται από αντίστοιχη συχνότητα εμφάνισης. Άμεσα σχετιζόμενο με τους επιδιορθωτικούς μηχανισμούς της χασμωδίας είναι εάν λαμβάνουν χώρα κατηγοριακά ή βαθμιαία (βλ. ενδεικτικά τη συζήτηση στη Zsiga 1993). Κατηγοριακές θεωρούνται οι φωνητικές / φωνολογικές αναπαραστάσεις και διεργασίες όταν βασίζονται σε σαφώς διακριτές μονάδες (π.χ. τεμάχια ή φωνήματα), οι οποίες χαρακτηρίζονται από διακριτή εσωτερική οργάνωση (π.χ. ανάλυση των τεμαχίων και των φωνημάτων σε δέσμες χαρακτηριστικών με βάση τον τόπο άρθρωσης, τον τρόπο άρθρωσης και την ηχηρότητα). Αντίθετα, στις βαθμιαίες φωνητικές / φωνολογικές αναπαραστάσεις δε χρησιμοποιούνται τόσο απόλυτες διακρίσεις ανάμεσα σε στοιχεία ή μονάδες: οι μονάδες θεωρούνται μέλη συγκεκριμένων συνεχών (continuums ή continua) ή κλιμάκων (scales) και η οργάνωσή τους μπορεί να είναι και αυτή διαβαθμίσιμη ανάμεσα σε διάφορετικά στοιχεία λόγω αλληλεπικάλυψης (overlap ή overlapping) χαρακτηριστικών. Όσον αφορά την περίπτωση της χασμωδίας, μια κατηγοριακή προσέγγιση θα είχε ως αποτέλεσμα είτε την άρθρωση και των δύο φωνηέντων που εμπλέκονται σε διαφορετικές συλλαβές (ετεροσυλλαβοποίηση) είτε στη δημιουργία διφθόγγου είτε την αποκοπή (elision) του ενός από τα δύο φωνήεντα και την τελική άρθρωση του άλλου, ενώ σε μια βαθμιαία προσέγγιση θα επιτρεπόταν η τελική άρθρωση κάποιου τρίτου στοιχείου, το οποίο θα συνδύαζε χαρακτηριστικά και των δύο φωνηέντων που είχαν σχέση γειτνίασης. [3]
2. Θεωρητικό πλαίσιο 2.1. Μηχανισμοί επίλυσης της χασμωδίας στην ελληνική: η χασμωδία ως κατηγοριακό φαινόμενο Όπως αναφέρει η Baltazani (2006), οι ερευνητές που είχαν εξετάσει φωνολογικά το φαινόμενο της εξωτερικής χασμωδίας στην ελληνική κατά τον προηγούμενο αιώνα (Χατζηδάκις 1905; Kaisse 1977; Nespor and Vogel 1986; Condoravdi 1990; Fallon 1994) είχαν καταλήξει ότι για την επίλυσή της χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο ο κατηγοριακός κανόνας της αποκοπής ή διαγραφής (deletion). Το ποιο από τα δύο φωνήεντα θα υποστεί διαγραφή σε περιβάλλον χασμωδίας καθοριζόταν με βάση τη θέση που είχε το συγκεκριμένο φωνήεν στην κλίμακα ισχύος ή ηχητικότητας (sonority scale) που υιοθετούσε ο εκάστοτε ερευνητής. Παραδείγματος χάρη, η Kaisse (1982) αναφέρεται στην παρακάτω κλίμακα για την ελληνική, με το /a/ να είναι το ισχυρότερο φωνήεν (που διατηρείται στα περισσότερα περιβάλλοντα χασμωδίας σε περίπτωση διαγραφής) και το /i/ το ασθενέστερο φωνήεν (το φωνήεν που αποβάλλεται σε σχέση με τα υψηλότερα στην κλίμακα φωνήεντα συνηθέστερα): (1) a > o > u > e > i Συνεχίζοντας, η Kaisse (1982) αναφέρει ότι η παραπάνω κλίμακα ενδέχεται να εμφανίζει διαφοροποιήσεις ανάλογα με τη γεωγραφική προέλευση του ομιλητή, παρόλα αυτά η συγκεκριμένη κλίμακα είναι αυτή που χρησιμοποιείται σε γραμματικές της Ελληνικής (Τριανταφυλλίδης [1941] 1996; Holton, Mackridge & Φιλιππάκη-Warburton 1999; Κλαίρης & Μπαμπινιώτης 2005; Holton, Mackridge & Philippaki-Warburton 2012) με τη διαπίστωση ότι τα τελευταία δύο φωνήεντα μπορεί να μην βρίσκονται στη σειρά αυτή, αλλά στην αντίστροφη ( [ ] i > e αντί για [ ] e > i) 2. 2 Όσον αφορά την εσωτερική χασμωδία κατά την μορφολογική διαδικασία της σύνθεσης η Ralli (2013) και Ράλλη (2005, 2007), βασισμένη μεταξύ άλλων στη Νικολού (2003), υιοθετεί μια διαφορετική κλίμακα ηχηρότητας, η οποία λαμβάνει υπόψη της και την ύπαρξη τόνου, προκειμένου [4]
Στις προαναφερθείσες έρευνες και γραμματικές (βλ. και σημείωση 2) γίνεται αναφορά στον ρόλο που διαδραματίζει το μορφολογικό και συντακτικό καθεστώς των στοιχείων που συνδυάζονται οδηγώντας σε χασμωδία σε σχέση με το πώς επιλύεται τελικά η χασμωδία, παρόλα αυτά όλες τους θεωρούνται κατηγοριακές φωνολογικά, καθώς τελικά εκφέρεται το ισχυρότερο από τα δύο φωνήεντα και διαγράφεται το ασθενέστερο στην κλίμακα ηχηρότητας εκτός μορφοσυντακτικά ιδιαίτερων περιπτώσεων. Στις αμέσως επόμενες υποενότητες της εργασίας θα αναφερθώ στις πιο πρόσφατες έρευνες των Arvaniti & Pelekanou (2002), Baltazani (2006) και Kainada (2007, 2012), οι οποίες εξετάζουν το φαινόμενο της εξωτερικής (τουλάχιστον) χασμωδίας ως βαθμιαίο και όχι κατηγοριακό, όπως προγενέστερες έρευνες. 2.2. Μηχανισμοί επίλυσης της χασμωδίας στην ελληνική: η χασμωδία ως βαθμιαίο φαινόμενο Στις έρευνες που ακολουθούν η χασμωδία και η επίλυσή της θεωρούνται διαδικασίες βαθμιαίες. Σε αντίθεση με τις κατηγοριακές προσεγγίσεις, όπου η χασμωδία είτε αποφεύγεται μέσω της αποκοπής κάποιου από τα δύο φωνήεντα είτε το αποτέλεσμα που προκύπτει περιλαμβάνει δύο πλήρως αρθρωμένα φωνήεντα από άποψη τόσο ποιότητας (quality) όσο και διάρκειας (duration), κατά τις βαθμιαίες προσεγγίσεις το αποτέλεσμα ποικίλει και εμπεριέχει και ενδιάμεσες περιπτώσεις κατά τις οποίες τόσο η ποιότητα των φωνηέντων που συμμετέχουν στη χασμωδία όσο και η διάρκεια έχει μεταβληθεί. Υπό αυτό το πρίσμα, το αποτέλεσμα της χασμωδίας αποτελεί ένα συνεχές με το ένα άκρο του να αποτελεί η αποκοπή κάποιου από τα δύο φωνήεντα και το άλλο άκρο του να αποτελεί η πλήρης άρθρωση και των δύο φωνηέντων. να εξηγήσει περιπτώσεις όπου το συνδετικό φωνήεν -o- διαγράφεται όταν έπεται ισχυρότερό του φωνήεν στην αρχή του δεύτερου συστατικού: a > a > e > e > o > ο > ı > i > u > u [5]
Άμεσα σχετικό με το παραπάνω ζήτημα είναι η διαχείριση του φαινομένου της χασμωδίας ως φωνολογικού ή φωνητικού. Εάν προσεγγίζαμε την χασμωδία ως κατηγοριακό φαινόμενο, θα έπρεπε να την εντάξουμε στο επίπεδο της Φωνολογίας. Ωστόσο, νεότερες έρευνες φωνητικού χαρακτήρα έχουν δείξει ότι το φαινόμενο έχει βαθμιαία φωνητικά παραγόμενα (gradient phonetic outputs). Για παράδειγμα, στη γλώσσα Igbo η αφομοίωση φωνηέντων (vowel assimilation) είναι πολύ κοντά στην περιγραφή της χασμωδίας που έχει γίνει για τα Ελληνικά στη φωνολογική βιβλιογραφία. Η Zsiga (1997) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το φαινόμενο είναι βαθμιαίο και όχι κατηγοριακό και πως σε μεγάλο βαθμό επηρεάζεται από τις προσωδιακές φράσεις (prosodic phrasing). Παράλληλα, για τα Αγγλικά μια ανάλογη διαδικασία, η αφομοίωση του τόπου άρθρωσης (place assimilation), έχει υποστηριχθεί (Nolan, 1992; Nolan, Holst & Kühnert, 1996; Ellis & Hardcastle, 2002) ότι περιλαμβάνει βαθμιαία φωνητικά παραγόμενα (gradient phonetic outputs). 2.2.1. Η έρευνα των Arvaniti & Pelekanou (2002) Οι Arvaniti & Pelekanou (2002) εξέτασαν το φαινόμενο της εξωτερικής χασμωδίας και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν αποτελεί κατηγοριακό κανόνα η αποκοπή του ενός από τα δύο φωνήεντα και σίγουρα δεν εμφανίζεται ως αποτέλεσμα στα δεδομένα με την συχνότητα που είχε προβλεφθεί από τις Nespor & Vogel (1986). Αντίθετα, σε μεγάλη συχνότητα το αποτέλεσμα της χασμωδίας ήταν στα δεδομένα τους κάποια ενδιάμεση περίπτωση ανάμεσα στην αποκοπή ενός από τα δύο φωνήεντα και της πλήρους πραγμάτωσης και των δύο φωνηέντων. Πιο συγκεκριμένα, μόνο στο 35% των δεδομένων τους εμφανίζεται η αποκοπή, στο 26% δεν εμφανίζεται αποκοπή και τα δύο φωνήεντα που συμμετέχουν στη χασμωδία αρθρώνονται πλήρως, ενώ στο 39% το αποτέλεσμα ήταν βαθμιαίο (gradient). Παράλληλα, κάνουν διάκριση των ενδιάμεσων περιπτώσεων σε συνένωση (coalescence), διφθογγοποίηση (diphthongisation), μείωση (reduction). Στις περιπτώσεις όπου το αποτέλεσμα ήταν η αποκοπή κάποιων από τα δύο φωνήεντα που συμμετέχουν στη χασμωδία, η αποκοπή γινόταν με βάση τους [6]
κανόνες που είχαν προταθεί από τους Kaisse (1977) ή Malikouti-Drachman & Drachman (1992). Ταυτόχρονα, υποστηρίζουν ότι οι κανόνες αυτοί δεν εφαρμόζονται υποχρεωτικά και ειδικά στις περιπτώσεις των ενδιάμεσων φράσεων (Intermediate Phrases-ips). Ενώ καμία από τις ιεραρχίες που έχουν προταθεί από τους Kaisse (1977) και Malikouti- Drachman & Drachman (1992) φαίνεται να μπορεί να προβλέψει το εξαγόμενο αποτέλεσμα της χασμωδίας. Επίσης, τα δεδομένα των Arvaniti & Pelekanou (2002) τις οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι το αποτέλεσμα της χασμωδίας μπορεί να είναι διαφορετικό ανά περίπτωση ακόμα και στα ίδια ζεύγη λέξεων. (2) [ospu o vo rʝas] [ospο vo rʝas] ή [ospu vo rʝas] 3 Ωστόσο, δεν αναφέρουν κάποιους παράγοντες οι οποίοι ενδεχομένως να επηρεάζουν και να προκαλούν την μία ή την άλλη πραγμάτωση. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την περιπλοκότητα του φαινομένου. Τέλος, συμπεραίνουν ότι η αποκοπή αποτελεί βαθμιαία αλληλεπικάλυψη των αρθρωτών (gradient gestural overlap). Αυτό σημαίνει ότι όταν η αλληλεπικάλυψη είναι πλήρης το αποτέλεσμα είναι ένα φωνήεν και έχουμε αποκοπή, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η αλληλεπικάλυψη είναι μερική. Επομένως, το εξαγόμενο αποτέλεσμα εξαρτάται από το βαθμό της αλληλεπικάλυψης των αρθρωτών και αφορά όλο το φάσμα ανάμεσα στην αποκοπή και την πλήρη άρθρωση και των δύο φωνηέντων. 2.2.2. Η έρευνα της Baltazani (2006) Η συγκεκριμένη έρευνα συμφωνεί με τα αποτελέσματα των Arvaniti & Pelekanou (2002). Στα δεδομένα της, το πιο συχνό εξαγόμενο είναι η μεταβλητή αφομοίωση (variable assimilation) των δύο φωνηέντων. Για αυτό το λόγο καταλήγει και αυτή στο συμπέρασμα ότι το φαινόμενο της χασμωδίας είναι βαθμιαίο και όχι κατηγοριακό. Επιπρόσθετα, υποστηρίζει ότι οι παράγοντες που επηρεάζουν το 3 Παράδειγμα από Arvaniti & Pelekanou (2002: 4). [7]
αποτέλεσμα της χασμωδίας είναι η διάρκεια (duration) του φωνήεντος σε μεγάλο βαθμό, η οποία με τη σειρά της επηρεάζεται από το είδος του προσωδιακού ορίου (prosodic boundary) και από την εστίαση (focus) σε μικρότερο βαθμό. Συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας έδειξαν ότι στα ισχυρότερα προσωδιακά όρια (IP και ip) η αφομοίωση και η αποκοπή εμφανίζονται σπάνια, ενώ στα πιο αδύναμα προσωδιακά όρια (PrWd) η αφομοίωση είναι το πιο συχνό αποτέλεσμα. Αντίστοιχα, στο ένα πέμπτο των περιπτώσεων όπου κάποια από τις δύο λέξεις που συμμετείχαν στη χασμωδία ήταν εστιασμένη, τότε το αποτέλεσμα δεν περιείχε αφομοίωση. Ακόμα, στο επίπεδο των επιτονικών φράσεων (IP) δεν εμφανίστηκε σε καμία περίπτωση αποκοπή, ενώ στο επίπεδο των ενδιάμεσων φράσεων (ip) συμβαίνει πολύ σπάνια. Τα βασικά συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η Baltazani (2006) είναι, καταρχάς, πως το φαινόμενο της χασμωδίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί κατηγοριακό, όπως έχει υποστηριχθεί στην προγενέστερη φωνολογική βιβλιογραφία. Το δεύτερο συμπέρασμα αφορά το γεγονός ότι το αποτέλεσμα της χασμωδίας επηρεάζεται από το προσωδιακό όριο στο οποίο βρίσκονται τα φωνήεντα καθώς και από το είδος του φωνηεντικού ζεύγους που δημιουργείται. Ωστόσο, δεν καταλήγει σε κάποια γενίκευση όσον αφορά τον ρόλο που παίζει η εστίαση στο φαινόμενο καθώς και ποιες στρατηγικές επίλυσης της χασμωδίας (hiatus resolution strategy) επιλέγονται από ποιο φωνηεντικό ζεύγος. Τέλος, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα φωνήεντα που έχουν μεγαλύτερη διάρκεια εμφανίζουν μεγαλύτερη αντίσταση στην αφομοίωση σε σχέση με αυτά που έχουν μικρότερη διάρκεια και τα τελευταία εμφανίζονται κατά κανόνα στα πιο αδύναμα προσωδιακά όρια, ενώ τα πρώτα στα πιο ισχυρά. [8]
2.2.3. Οι έρευνες της Kainada (2007, 2012) Η έρευνα της Kainada (2007) εμφανίζει μερικά διαφορετικά αποτελέσματα από αυτά της Baltazani (2006) που ανέλυσα παραπάνω. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι η συνένωση (coalescence) δεν επηρεάζεται από την ισχύ του προσωδιακού ορίου. Ενώ, αντίθετα υποστηρίζει ότι η ισχύς του προσωδιακού ορίου επηρεάζει την διάρκεια των φωνηέντων σε χασμωδία και προκαλεί επιμήκυνσή (lengthening) τους. Ταυτόχρονα, καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή το φαινόμενο της χασμωδίας δεν είναι κατηγοριακό αλλά βαθμιαίο. Επίσης, δεν συμφωνεί με τις αντιλήψεις της φωνολογικής βιβλιογραφίας περί διαγραφής του πρώτου κατά κανόνα φωνήεντος που εμπλέκεται στη χασμωδία. Στην επόμενη έρευνά της που μας ενδιαφέρει (Kainada 2012), εξετάζει σε μεγαλύτερο βάθος το φαινόμενο και υποστηρίζει και πάλι ότι η χασμωδία δεν είναι κατηγοριακή αλλά βαθμιαία διαδικασία. Πέραν αυτού, δεν φάνηκε να υπάρχει κάποια στενή σύνδεση της διάρκειας καθώς και των προσωδιακών ορίων με την επιλογή συγκεκριμένου φωνητικού εξαγόμενου. Με άλλα λόγια δεν εντοπίστηκε έντονος συσχετισμός ανάμεσα στο προσωδιακό όριο μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η χασμωδία και της αποκοπής ενός από τα δύο φωνήεντα ή της πλήρους άρθρωσης και των δύο φωνηέντων ή των ενδιάμεσων επιπέδων που περιλαμβάνουν συνένωση (coalescence), διφθογγοποίηση (diphthongization) και αφομοίωση (assimilation). [9]
3. Ερευνητικά ερωτήματα της παρούσας εργασίας και μεθοδολογία έρευνας 3.1. Ερευνητικά ερωτήματα Με δεδομένο τις προηγούμενες έρευνες φωνολογικού περιεχομένου που σχετίζονταν με τη χασμωδία και την επίλυσή της, θα θεωρήσω ότι η επίλυση της χασμωδίας είναι ένα βαθμιαίο και όχι κατηγοριακό φαινόμενο. Τα ερωτήματα που θα με απασχολήσουν επεκτείνουν τις προηγούμενες έρευνες όσο καθίσταται αυτό δυνατό από τους περιορισμούς χρόνου και δεδομένων και θίγουν πτυχές που δεν είχαν αναλυθεί. Το πρώτο ερώτημα αφορά την εξωτερική χασμωδία και εξετάζει τη διάρκεια και την ευκλείδεια απόσταση 4 ανάμεσα σε εστιασμένα και μη εστιασμένα φωνήεντα. Υποθέτω ότι όταν ένα από τα δύο φωνήεντα είναι εστιασμένο η διάρκεια του εξαγόμενου είναι μεγαλύτερη και ο βαθμός σύγκλισης ή αφομοίωσης των δύο φωνηέντων είναι μικρότερος (δηλαδή η μεταξύ τους ευκλείδεια απόσταση δεν θα μειωθεί αισθητά). Το δεύτερο ερώτημα σχετίζεται με τη διάρκεια και την ευκλείδεια απόσταση ανάμεσα σε διφθόγγους που δημιουργούνται σε περιβάλλοντα χασμωδίας τόσο σε περιπτώσεις εσωτερικής χασμωδίας όσο και σε περιπτώσεις εξωτερικής χασμωδίας. Αυτό που αναμένεται είναι σε περιπτώσεις που η διάρκεια είναι μικρότερη να είναι μικρότερη και η ευκλείδεια απόσταση ανάμεσα στις διφθόγγους, με τις διφθόγγους που αρθρώνονται για περισσότερο χρόνο να είναι λιγότερο ευεπίφορα σε αλλαγές ποιότητας (θέσης στο φωνηεντικό τραπέζιο). Καθώς είχε τεθεί σε προηγούμενες έρευνες των Baltazani (2006) και Kainada (2007, 2012) το ζήτημα του εάν τα προσωδιακά όρια και πιο συγκεκριμένα το είδος 4 Η ευκλείδεια απόσταση αφορά το διάνυσμα ανάμεσα σε συγκεκριμένα φωνήεντα στο φωνηεντικό τραπέζιο και ορίζεται, σύμφωνα με τη Baltazani (2006), ως η τετραγωνική ρίζα του συνόλου της διαφοράς ανάμεσα στις συχνότητες συντονισμού των δύο φωνηέντων: Ευκλείδεια απόσταση: ((F1V1 - F1V2) 2 + (F2V1 - F2V2) 2 ) Στην παραπάνω συνάρτηση οι F1 και F2 είναι η πρώτη και η δεύτερη συχνότητα συντονισμού των φωνηέντων που εξετάζουμε αντίστοιχα, ενώ τα V1 και V2 αφορούν τα φωνήεντα των οποίων την απόσταση εξετάζουμε. [10]
τους φαίνεται να επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα σε περιπτώσεις χασμωδίας, στο τρίτο μου ερώτημα θα εξετάσω τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε ισχυρά προσωδιακά όρια (IP) και ασθενέστερα προσωδιακά όρια (ip και PrWd). Αυτό που υποθέτω είναι ότι στα ισχυρά προσωδιακά όρια δεν θα υπάρχει αφομοίωση ανάμεσα στα φωνήεντα, ενώ στα ασθενέστερα προσωδιακά όρια θα είναι πιθανότερη η εμφάνιση αφομοίωσης ανάμεσα στα φωνήεντα. Το τέταρτο ερώτημα που με απασχόλησε ήταν εάν υπήρχε η τάση σε συμπλέγματα κοινών φωνηέντων να αποβάλλεται ένα από τα δύο όμοια φωνήεντα. Αυτό που αναμένεται είναι να υπάρχει διαφορά σε σχέση με τα απλά φωνήεντα ως προς τη διάρκεια, χωρίς να αρθρώνεται για διπλό χρόνο το εκάστοτε φωνήεν. Τέλος, ένα πέμπτο ερώτημα που προκύπτει και δεν έχει θιγεί τουλάχιστον όχι ρητά σε προηγούμενες έρευνες είναι τι συνέπειες έχει η χασμωδία όχι δύο αλλά τριών φωνηέντων στην τελική διάρκεια άρθρωσης καθώς και στην ποιότητα των φωνηέντων που εμπλέκονται στη χασμωδία. Τόσο η διάρκεια των φωνηέντων που εμπλέκονται όσο και οι μεταξύ τους ευκλείδειες αποστάσεις αναμένεται να είναι μικρότερες σε σχέση με τις μέσες διάρκειες και αποστάσεις τους, λόγω κάποιας μορφής συνένωσης. 3.2. Μεθοδολογία έρευνας 3.2.1. Πληροφορητές και πληροφορίες ηχογράφησης Για τη συγκεκριμένη έρευνα είχα επιλέξει να απομονώσω τη μεταβλητή του φύλου και να περιορίσω την ηλικιακή διαφορά ανάμεσα στους πληροφορητές, κι έτσι η ηχογράφηση αφορά μόνο άνδρες νεαρής ηλικίας. Πιο συγκεκριμένα, οι ηλικίες των τεσσάρων αντρών που ηχογραφήθηκαν τελικά κυμαίνονταν ανάμεσα στα 20 και 30 έτη κατά την ηχογράφηση. Αρχική μου επιθυμία ήταν να γίνει συγκριτική μελέτη ανάμεσα σε τέσσερις ομιλητές από την περιοχή της Πάτρας και τέσσερις ομιλητές από την περιοχή της Βόνιτσας Αιτωλοακαρνανίας με μία ώρα ηχογράφησης ανά δυάδα ομιλητών. [11]
Παρόλα αυτά, λόγω ιδιαιτεροτήτων του χώρου που επέλεξε η ενδιάμεσός 5 μου για τις ηχογραφήσεις της Βόνιτσας, οι ηχογραφήσεις που έγιναν εκεί κρίθηκαν ακατάλληλες προς επεξεργασία. Καθώς οι ηχογραφήσεις στη Βόνιτσα είχαν προηγηθεί αυτών της Πάτρας, αποφάσισα να ηχογραφήσω για περισσότερη ώρα τους πληροφορητές της Πάτρας. Οι δύο δυάδες ομιλητών που προέρχονταν από την Πάτρα και παρέμεναν εκεί μέχρι και τη στιγμή της ηχογράφησης ηχογραφήθηκαν για μιάμιση ώρα η καθεμία. Μια διαφορά ανάμεσα στους ομιλητές που δεν κρίθηκε σημαντική είναι η διαφορά ανάμεσα στο μορφωτικό τους επίπεδο: οι πληροφορητές κυμαίνονταν από απόφοιτους λυκείου μέχρι κάτοχο μεταπτυχιακού τίτλου. Οι ηχογραφήσεις πραγματοποιήθηκαν σε χώρο που ήταν ήδη γνωστός στους ομιλητές, οι ομιλητές γνωρίζονταν μεταξύ τους πριν την ηχογράφηση και προηγήθηκε κάποιο διάστημα εξοικείωσης με τον εξοπλισμό ηχογράφησης, για να εξασφαλιστεί κατά το δυνατόν φυσικότερη συνομιλία μεταξύ τους. Επίσης, πέρα από την έναρξη της ηχογράφησης, οπότε ήταν απαραίτητη η παρουσία μου για τη ρύθμιση της έντασης ηχογράφησης στα μικρόφωνα πέτου τους, απέφυγα να συμμετέχω ενεργά στην ηχογράφηση για να αποφευχθεί το «παράδοξο του παρατηρητή» (observer s paradox) που είχε αναφέρει ο Labov (1972), κατά το οποίο η παρουσία του ερευνητή-παρατηρητή δρα αποτρεπτικά στην παραγωγή φυσικού λόγου από τους πληροφορητές. Επομένως, περιόρισα τη συμμετοχή μου στην ηχογράφηση στο ελάχιστο, επεμβαίνοντας μόνο όπου κρινόταν απαραίτητο για την ομαλή διεξαγωγή της συζήτησης ανάμεσα στους πληροφορητές. 5 Η ενδιάμεσος ήταν ήδη εξοικειωμένη με τη χρήση και τη λειτουργία του ηλεκτρονικού μηχανήματος εγγραφής Marantz PMD660, καθώς είχε ολοκληρώσει τις σπουδές της στο ίδιο Τμήμα με εμένα και είχε ειδικευθεί στη Γλωσσολογία. Πριν προβεί στη σχετική ηχογράφηση, της είχα υπενθυμίσει τις βασικές οδηγίες χρήσης του μηχανήματος εγγραφής. [12]
3.2.2. Επεξεργασία του υλικού ηχογράφησης Οι δύο ηχογραφήσεις, συνολικής διάρκειας 180 λεπτών, υπέστησαν επεξεργασία με το πρόγραμμα Praat (Boersma & Weenink 2002). Αρχικά απομονώθηκαν 200 περίπου απλά φωνήεντα (που δεν βρίσκονταν σε περιβάλλον χασμωδίας), για να υπάρχει κάποιο σημείο αναφοράς στη συνέχεια. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι προκειμένου να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβείς οι μετρήσεις δε λήφθηκαν υπόψη μια σειρά από περιβάλλοντα τα οποία θα οδηγούσαν σε εσφαλμένη εντύπωση σχετικά με τον τρόπο άρθρωσης των ομιλητών που ηχογραφήθηκαν. Πιο συγκεκριμένα παραλείφθηκαν: περιπτώσεις αλληλεπικάλυψης ανάμεσα στους ομιλητές περιπτώσεις που η ταχύτητα παρεκκλίνει από το συνηθισμένο (ο ομιλητής μιλά πολύ γρήγορα ή πολύ αργά) περιπτώσεις που η ένταση παρεκκλίνει από το συνηθισμένο (ο ομιλητής μιλάει σε πολύ υψηλή ή πολύ χαμηλή ένταση) περιπτώσεις που ο ομιλητής μιλάει γελώντας περιπτώσεις που στη χασμωδία εμπλέκεται κάποιο ημίφωνο περιπτώσεις που ακούγεται κάποιος θόρυβος του περιβάλλοντος περιπτώσεις που ο ομιλητής παριστάνει τη φωνή κάποιου άλλου περιπτώσεις που ο ομιλητής χρησιμοποιεί κάποιο speech-filler (ακόμα και αν δημιουργείται χασμωδία στη συγκεκριμένη περίπτωση) περιπτώσεις που τραβάει ο ομιλητής κάποια φωνήεντα (εκτός από φωνήεντα που βρίσκονται σε προσωδιακά όρια) περιπτώσεις που λέει κάποια ή κάποιες δάνειες λέξεις παριστάνοντας την προφορά της γλώσσας πηγής (παρόλα αυτά συμπεριλήφθηκαν περιπτώσεις εσωτερικής χασμωδίας που υπάρχει σε δάνειες λέξεις, όταν αυτές έχουν ενσωματωθεί μορφοφωνολογικά στην ΚΝΕ) Με τη χρήση ειδικής σειράς εντολών (script) του Praat έγινε η μέτρηση των δύο πρώτων συχνοτήτων συντονισμού για τα παραπάνω φωνήεντα (F1 και F2), οι οποίες μας δίνουν πληροφορίες ως προς τη θέση της άρθρωσης (πιο συγκεκριμένα της [13]
τοποθέτησης της γλώσσας σε σχέση με τη στοματική κοιλότητα) ενός φωνήεντος στον κάθετο και οριζόντιο άξονα αντίστοιχα. Στη συνέχεια, ανιχνεύθηκαν και επισημειώθηκαν οι περιπτώσεις εσωτερικής χασμωδίας, εξωτερικής χασμωδίας και περιπτώσεις όπου υπήρχαν 3 φωνήεντα στη σειρά, οι οποίες συγκεντρωτικά ανήλθαν στις 2123 6. Οι παράμετροι που τέθηκαν κατά την επισημείωση ήταν σχετικές με τα ερευνητικά ερωτήματα που διατυπώθηκαν. Πιο συγκεκριμένα: Όσον αφορά τον τόνο, επισημειωνόταν εάν η δίφθογγος ήταν τονισμένη ή όχι. Σε περίπτωση που ήταν άτονη, επισημειωνόταν η απόστασή της από τον τόνο. Όσον αφορά την εστίαση έγινε η διάκριση ανάμεσα σε διφθόγγους που ήταν εστιασμένες (focused) και σε διφθόγγους που ήταν μη εστιασμένες (unfocused). Εάν η δίφθογγος ήταν μη εστιασμένη, επισημειωνόταν η θέση της σε σχέση με την εστίαση: προεστιακή (prefocal) ή μετεστιακή (postfocal). Όσον αφορά τα προσωδιακά όρια έγινε η διάκριση ανάμεσα σε όρια λέξεων, ip και IP. Τέλος, συμπληρωνόταν το τεμάχιο που έπεται ή προηγείται της διφθόγγου. Αφού επισημειώθηκαν οι παραπάνω πληροφορίες, συγκεντρώθηκαν και υπέστησαν στατιστική ανάλυση και σύγκριση μέσω του προγράμματος στατιστικής ανάλυσης SPSS. 6 Και οι δίφθογγοι υπέστησαν σχετική μέτρηση συχνοτήτων συντονισμού τους στο 1/4 και στα 3/4 της συνολικής διάρκειας της διφθόγγου, όπως είχε συμβεί στις έρευνες των Baltazani (2006) και Kainada (2012). [14]
4. Ανάλυση 4.1. Ανάλυση απλών φωνηέντων Για λόγους καλύτερης παρουσίασης και για να εξεταστούν τυχόν τάσεις που να αφορούν το σύνολο των ομιλητών ενοποιήθηκαν τα αποτελέσματα που τους αφορούσαν, καθώς δεν εμφανίστηκαν μεταξύ τους ιδιαίτερες αποκλίσεις. Οι μέσες τιμές για τις δύο πρώτες συχνότητες συντονισμού των περίπου 200 απλών φωνηέντων χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια ομαλοποίηση (normalization) παρουσιάζονται στον πίνακα που ακολουθεί. Πίνακας 1: Συγκεντρωτικός πίνακας απλών φωνηέντων Αυτό που παρατηρείται είναι ότι, σε σχέση με τα πρόσθια φωνήεντα ([i] και [e]), τα κεντρικά και οπίσθια ([a], [o] και [u]) εμφανίζουν μεγαλύτερη διασπορά, δηλαδή μεγαλύτερες αποκλίσεις τιμών. Επίσης, το οπίσθιο στρόγγυλο [u] φαίνεται να παράγεται πιο κεντρικά από ότι θα αναμενόταν από τους συγκεκριμένους ομιλητές [15]
εμφανίζοντας τη μεγαλύτερη απόκλιση πραγμάτωσης, μια υπόθεση που σχετίζεται με την αιτία που το εν λόγω φωνήεν παρουσιάζει τη συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι το γεγονός ότι τα δεδομένα είναι πολύ λίγα σε αυτό το κομμάτι της έρευνας καθώς δεν εστίασα στα φωνήεντα αλλά σε περιπτώσεις διφθόγγων. Επομένως, έλαβα υπόψη δειγματοληπτικά κάποια ενδεικτικά φωνήεντα. Άλλωστε το φωνήεν [u] αποτελεί ένα από τα φωνήεντα της Ελληνικής που εμφανίζει τις μεγαλύτερες αποκλίσεις και ποικιλότητα. 4.2. Διάρκεια και ευκλείδεια απόσταση εστιασμένων και μη εστιασμένων φωνήεντων σε περιπτώσεις εξωτερικής χασμωδίας Το πρώτο ερώτημα που είχα θέσει στην ενότητα 3.1. της παρούσας εργασίας αφορούσε περιπτώσεις εξωτερικής χασμωδίας και πιο συγκεκριμένα τη διάρκεια των φωνηέντων που εμπλέκονταν στη χασμωδία και την ευκλείδεια απόσταση ανάμεσά τους. Η υπόθεσή μου ήταν, όσον αφορά τη διάρκεια ότι η εστίαση επηρεάζει τη διάρκεια του φωνηεντικού συμπλέγματος, αυξάνοντάς την, και ότι η ευκλείδεια απόσταση ανάμεσα στα δύο φωνήεντα δεν μειώνεται (δηλαδή, δεν υπάρχουν τάσεις αφομοίωσης / μείωσης της απόστασης ανάμεσα σε εμπλεκόμενα φωνήεντα σε περιβάλλοντα εστίασης). Αυτό που προέκυψε μετά από τη σχετική σύγκριση με το πρόγραμμα SPSS ήταν ότι όντως τα εστιασμένα φωνηεντικά συμπλέγματα είχαν μεγαλύτερη διάρκεια σε σχέση με τα μη εστιασμένα και ότι η ευκλείδειες αποστάσεις ανάμεσα στις σχετικές εστιασμένες διφθόγγους ήταν όντως μεγαλύτερες σε σχέση με τις μη εστιασμένες. Επομένως, η εστίαση φαίνεται να επηρεάζει τη διατήρηση της χασμωδίας με τις εστιασμένες διφθόγγους να είναι πιο «ανθεκτικές» και λιγότερο επιρρεπείς σε μηχανισμούς επίλυσης που να αφορούν την αφομοίωση. Όπως είχε αναφερθεί στην ενότητα 3.2.2., όταν εμφανιζόταν μη εστιασμένο φωνηεντικό σύμπλεγμα σημειωνόταν η θέση του σε σχέση με την εστιασμένη δίφθογγο, για να ελεγχθεί τυχόν διαφορετική συμπεριφορά προεστιακών και μετεστιακών διφθόγγων ως προς την επίλυση της χασμωδίας. Μετά από σχετική ανάλυση με το πρόγραμμα SPSS, δεν παρατηρήθηκε κάποια στατιστικά σημαντική διαφοροποίηση ανάμεσα σε προεστιακές και μετεστιακές διφθόγγους (βλέπε [16]
πίνακες που ακολουθούν). Έτσι, προεστιακές και μετεστιακές δίφθογγοι συνυπολογίστηκαν σε επόμενες μετρήσεις. Πίνακες 2 και 3: Αποτελέσματα της σύγκρισης ανάμεσα σε εστιασμένες και μη εστιασμένες διφθόγγους στο πρόγραμμα SPSS Στον πρώτο πίνακα έχει ενοποιηθεί ο παράγοντας της εστίασης κάνοντας διάκριση μόνο ανάμεσα σε εστιασμένες (κατηγορία 1.00) και μη εστιασμένες (κατηγορία 2.00) διφθόγγους και έχει γίνει σύγκριση ως προς τη διάρκεια και ως προς την ευκλείδεια απόσταση, όπου η μεταξύ τους διαφοροποίηση είναι στατιστικά σημαντική. Στον δεύτερο πίνακα συγκρίνονται πάλι ως προς τη διάρκεια και ως προς την ευκλείδεια απόσταση δίφθογγοι οι οποίες δεν είναι εστιασμένες. Στην κατηγορία 2 εμφανίζονται οι προεστιακές δίφθογγοι ενώ στην κατηγορία 3 οι μετεστιακές. Όπως γίνεται φανερό από την στατιστική ανάλυση δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφοροποίηση αυτών των δύο κατηγοριών για το λόγο αυτό και έγινε ενοποίηση των δύο παραπάνω. [17]
4.3. Διάρκεια και ευκλείδεια απόσταση περιπτώσεων εσωτερικής και εξωτερικής χασμωδίας Το δεύτερο ερώτημά μου στην ενότητα 3.1. αφορούσε τη διάρκεια και την ευκλείδεια απόσταση ανάμεσα στα εμπλεκόμενα φωνήεντα τόσο σε περιπτώσεις εσωτερικής όσο και σε περιπτώσεις εξωτερικής χασμωδίας. Εκεί είχα υποθέσει ότι η διάρκεια διαδραματίζει κάποιο ρόλο ως προς την αφομοίωση των φωνηέντων, με τη μικρότερη διάρκεια άρθρωσης να συμβάλλει σε μεγαλύτερη τάση αφομοίωσης ανάμεσα στα επιμέρους φωνήεντα (μικρότερες ευκλείδειες αποστάσεις). Σχετικό με αυτό το ερώτημα είναι και το εάν υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στις επιμέρους διάρκειες και ευκλείδειες αποστάσεις διφθόγγων σε εσωτερική και εξωτερική χασμωδία. Σε γενικές γραμμές, η διάρκεια των διφθόγγων είναι μεγαλύτερη σε περιπτώσεις διφθόγγων εξωτερικής χασμωδίας παρά σε περιπτώσεις διφθόγγων εσωτερικής χασμωδίας. Όσον αφορά το ζήτημα της ευκλείδειας απόστασης ανάμεσα στα επιμέρους φωνήεντα, σε περιπτώσεις εσωτερικής χασμωδίας φαίνεται να εμφανίζονται μεγαλύτερες ευκλείδειες αποστάσεις, χωρίς η διαφορά αυτή να είναι στατιστικά σημαντική. Ακολουθούν οι πίνακες που αναπαριστούν τη θέση των διφθόγγων στο φωνηεντικό τραπέζιο τόσο σε περιπτώσεις εσωτερικής, όσο και σε περιπτώσεις εξωτερικής χασμωδίας. [18]
Πίνακας 4: Φωνηεντικό τραπέζιο σε περιπτώσεις εξωτερικής χασμωδίας Πίνακας 5: Φωνηεντικό τραπέζιο σε περιπτώσεις εσωτερικής χασμωδίας [19]
Στη συνέχεια, θα αναφερθώ σε συγκεκριμένες υποπεριπτώσεις με βάση το αρχικό φωνήεν της διφθόγγου: Όσον αφορά τις περιπτώσεις που πρώτο φωνήεν είναι το [a], στατιστική σημαντικότητα σχετικά με την ευκλείδεια απόσταση προκύπτει μόνο στην περίπτωση του [ai] σε περιβάλλοντα εσωτερικής και εξωτερικής χασμωδίας. Επομένως, το [ai] ως δίφθογγος που εμφανίζεται σε εσωτερική χασμωδία είναι στατιστικά σημαντικά διαφορετικό από το [ai] που εμφανίζεται σε περιβάλλοντα εξωτερικής χασμωδίας. Για το [e] ως πρώτο φωνήεν, στα [ea], [eo] και [eu] δεν εμφανίζεται κάποια στατιστικά σημαντική διαφορά (για τον συνδυασμό [eu] δεν υπήρχαν επαρκή δεδομένα, επομένως δε μπορούμε να θεωρήσουμε απολύτως ασφαλές το σχετικό αποτέλεσμα περί στατιστικής σημαντικότητας), με στατιστική σημαντικότητα να προκύπτει όσον αφορά τη διαφοροποίηση των διφθόγγων ως προς την ευκλείδεια απόσταση αναλόγως το αν συμμετέχουν σε εξωτερική ή εσωτερική χασμωδία μόνο στην περίπτωση του [ei]. Στη συνέχεια, για τους συνδυασμούς με πρώτο φωνήεν το [i], στην περίπτωση του [ia] και [io] εμφανίζεται στατιστικά σημαντική διαφορά αναφορικά με την ευκλείδεια απόσταση σε σύγκριση με τα [ai] και [oi] αντίστοιχα. Ενώ για όλους τους υπόλοιπους συνδυασμούς (ae-ea, ao-oa, ea-ae, ei-ie, eo-oe) δεν εμφανίζεται στατιστικά σημαντική διαφοροποίηση όσον αφορά την ευκλείδεια απόσταση μεταξύ των ζευγών. Για το [ie] εμφανίζεται διαφοροποίηση ως προς την ευκλείδεια απόσταση τόσο σε περιπτώσεις που το [ie] εμφανίζεται σε εξωτερική όσο και σε περιπτώσεις που εμφανίζεται σε εσωτερική χασμωδία με στατιστικά σημαντική διαφορά. Αντίθετα, στην περίπτωση του [iu] η διαφοροποίηση της ευκλείδειας απόστασης μεταξύ της εμφάνισής του σε εσωτερική και εξωτερική χασμωδία ήταν πολύ μεγάλη, ωστόσο λόγω του μικρού όγκου των δεδομένων που προέκυψαν δεν υπάρχει στατιστική [20]
σημαντικότητα. Ενώ το [io] δεν εμφανίζει στατιστικά σημαντική διαφοροποίηση 7 είτε εμπλέκεται σε εσωτερική είτε σε εξωτερική χασμωδία. Οι δίφθογγοι με πρώτο φωνήεν το [o] εμφανίζουν σχετικά μεγάλη διαφοροποίηση στις ευκλείδειες αποστάσεις τους σε περιπτώσεις εσωτερικής και εξωτερικής χασμωδίας, αλλά όχι στατιστικά σημαντική, εκτός του [oi]. Αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπήρχαν αρκετά δεδομένα κατά τη στατιστική ανάλυση. Δεν εμφανίστηκαν αρκετές περιπτώσεις που να εμφανίζουν ως πρώτο φωνήεν το [u], επομένως δεν υπήρξε σχετική στατιστική ανάλυση για την ευκλείδεια απόσταση σε περιπτώσεις εσωτερικής και εξωτερικής χασμωδίας. Ακολουθούν τα φωνηεντικά τραπέζια των ομιλητών συγκεντρωτικά για συγκεκριμένους συνδυασμούς φωνηέντων σε περιπτώσεις εξωτερικής χασμωδίας, καθώς και οι πίνακες σχετικά με τα φωνήεντα που εμπλέκονται: 7 Όπως και στην περίπτωση του [eu] και του [iu] δεν υπήρχαν επαρκή δεδομένα ούτως ώστε να προκύψει με ασφάλεια κάποιο οριστικό αποτέλεσμα. [21]
Πίνακας 6: Οι διφθόγγοι [ae] και [ea] σε σχέση με τα [ee] και [aa]σε εξωτερική χασμωδία Πίνακας 7: Στοιχεία για την ευκλείδεια απόσταση των [ae] και [ea] Όπως γίνεται φανερό από τα στοιχεία του πίνακα 6 και του πίνακα 7, το [ae] δεν διαφοροποιείται ως προς την F1 από το [aa] στην αρχή και από το [ee] στο τέλος. Αλλά διαφοροποιείται στην F2 και στην αρχή του ως προς το [aa] και ως προς το τέλος του στο [ee]. Ξεκινάει προς το [e] και καταλήγει πριν φτάσει το [e]. Είναι δηλαδή πιο κεντρικό. Επομένως, η διαφορά των δύο διφθόγγων είναι εμφανής τόσο ποσοτικά (στατιστικά σημαντική διαφορά ως προς την ευκλείδεια απόσταση) όσο και ποιοτικά (διαφορετική θέση στο φωνηεντικό τραπέζιο). [22]
Πίνακας 8: Οι διφθόγγοι [ai] και [ia] σε σχέση με τα [ii] και [aa]σε εξωτερική χασμωδία Πίνακας 9: Στοιχεία για την ευκλείδεια απόσταση των [ai] και [ia] Όσον αφορά τα [ai] και [ia] βλέπουμε πως η διαφοροποίησή τους αναφορικά με την ευκλείδεια απόσταση γίνεται αισθητή και στη στατιστική ανάλυση, αλλά και η διαφοροποίησή τους ως προς τη θέση τους στο φωνηεντικό τραπέζιο. Το [ai] έχει την ίδια αφετηρία με το [aa], αλλά δεν ολοκληρώνει την πορεία τους προς το στόχο, δηλαδή το [i]. Το αντίθετο συμβαίνει με το [ia], το οποίο ξεκινά πιο κεντρικά και τερματίζει στο [aa]. [23]
Πίνακας 10: Οι διφθόγγοι [ao] και [oa] σε σχέση με τα [aa] και [oo]σε εξωτερική χασμωδία Πίνακας 11: Στοιχεία για την ευκλείδεια απόσταση των [oa] και [ao] Τα [ao] και [oa] δεν εμφανίζουν έντονη διαφοροποίηση ως προς την ευκλείδεια απόσταση. Όσον αφορά την θέση τους στο φωνηεντικό τραπέζιο, κανένα από τα δύο δεν ξεκινά ούτε τερματίζει κοντά στους στόχους [aa] και [oo]. [24]
Πίνακας 12: Οι διφθόγγοι [ie] και [ei] σε σχέση με τα [ee] και [ii]σε εξωτερική χασμωδία Πίνακας 13: Στοιχεία για την ευκλείδεια απόσταση των [ei] και [ie] Οι δίφθογγοι [ei] και [ie] εμφανίζουν πανομοιότυπη συμπεριφορά. Κανένα από τα δύο δεν καταλήγει ούτε ξεκινά από τους στόχους. Ταυτόχρονα, ο μέσος όρος των ευκλείδειων αποστάσεών τους είναι πάρα πολύ κοντά αριθμητικά. [25]
Πίνακας 14: Οι διφθόγγοι [oe] και [eo] σε σχέση με τα [ee] και [oo]σε εξωτερική χασμωδία Πίνακας 15: Στοιχεία για την ευκλείδεια απόσταση των [eo] και [oe] Τα [eo] και [oe] δεν εμφανίζουν στατιστικά σημαντική διαφοροποίηση αναφορικά με τις ευκλείδειες αποστάσεις τους, αλλά υπάρχει μια μικρή διαφοροποίηση ως προς τη θέση τους στο φωνηεντικό τραπέζιο. Το [eo] καταλήγει λίγο πιο μακριά σε σχέση με τον στόχο από ότι το [oe]. [26]
Πίνακας 16: Οι διφθόγγοι [oi] και [io] σε σχέση με τα [ii] και [oo]σε εξωτερική χασμωδία Πίνακας 17: Στοιχεία για την ευκλείδεια απόσταση των [oi] και [io] Στην περίπτωση των [oi] και [io] υπάρχει έντονη διαφοροποίηση τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά. Οι ευκλείδειες αποστάσεις διαφοροποιούνται και η διαφοροποίηση είναι στατιστικά σημαντική. Παράλληλα, όσον αφορά τη θέση στο φωνηεντικό τραπέζιο, το [io] ξεκινά και καταλήγει πολύ πιο κοντά στους στόχους σε σχέση με το [oi]. Ενώ το πρώτο πραγματώνεται πολύ πιο κεντρικά σε σχέση με το δεύτερο. [27]
4.4. Επίδραση των διαφορετικών ειδών προσωδιακών ορίων στην επίλυση της χασμωδίας Βασισμένη στις έρευνες των Baltazani (2006) και Kainada (2007, 2012) είχα διατυπώσει την υπόθεση ότι η χασμωδία μπορεί να επηρεαστεί από τα προσωδιακά όρια στα οποία αυτή εμφανίζεται. Πιο συγκεκριμένα, είχα υποθέσει ότι σε ισχυρά προσωδιακά όρια (IP) είναι μικρότερη η πιθανότητα αφομοίωσης των φωνηέντων, ενώ σε ασθενέστερα προσωδιακά όρια (ip και PrWd) είναι μεγαλύτερη η πιθανότητα αφομοίωσης ανάμεσα στα επιμέρους φωνήεντα. Τα περιβάλλοντα όπου υπήρχε προσωδιακό όριο IP εξαιρέθηκαν από τις μετρήσεις, καθώς στην πλειονότητα των περιπτώσεων υπήρχε σιωπή ανάμεσα στα φωνήεντα και δεν εμφανιζόταν χασμωδία με την καθιερωμένη έννοια (άμεση γειτνίαση φωνηέντων). Στα δεδομένα υπήρχε σιωπή ανάμεσα στα εμπλεκόμενα φωνήεντα, ενώ και τα δύο αρθρώνονταν πλήρως, χωρίς να υπάρχει η τάση για αφομοίωση. Στα ασθενέστερα είδη προσωδιακών ορίων (PrWd και ip) εμφανίστηκε κάποια διαφορά στη συμπεριφορά των διφθόγγων, αλλά δεν ήταν στατιστικά σημαντική καθώς στα δεδομένα υπήρχαν πολύ λίγες περιπτώσεις όπου η χασμωδία λάμβανε χώρα ανάμεσα σε ενδιάμεσες φράσεις (ip). 4.5. Η επίλυση της χασμωδίας σε περιβάλλοντα διπλών φωνηέντων Το τέταρτο ερώτημα που είχε τεθεί στην ενότητα 3.1. ήταν εάν υπήρχε η τάση να αποβάλλεται ένα από τα δύο όμοια φωνήεντα σε συμπλέγματα κοινών φωνηέντων. Είχα υποθέσει ότι θα υπήρχαν τάσεις αποβολής του ενός από τα δύο φωνήεντα ή τουλάχιστον μείωση της διάρκειας σε σχέση με την πλήρη άρθρωση και των δύο φωνηέντων. Στα συμπλέγματα διπλών φωνηέντων που εμφανίστηκαν ([aa], [ee], [ii] και [oo]) η διάρκεια ήταν αισθητά μεγαλύτερη από τη μέση διάρκεια των αντίστοιχων απλών φωνηέντων, επομένως σε καμία περίπτωση δε μπορούμε να θεωρήσουμε ότι υπάρχει η τάση για αποβολή του ενός από τα δύο κοινά φωνήεντα σε περιβάλλοντα είτε εσωτερικής είτε εξωτερικής χασμωδίας. [28]
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τη διαφορά ανάμεσα σε απλά και διπλά φωνήεντα ως προς την παράμετρο της διάρκειας: Πίνακας 18: Συγκεντρωτική διαφορά διάρκειας ανάμεσα σε μονά και διπλά φωνήεντα Στον πίνακα η κατηγορία 1 αναπαριστά τα απλά φωνήεντα, ενώ η κατηγορία 2 τα συμπλέγματα δύο όμοιων φωνηέντων. Η μεταξύ τους διαφοροποίησης ως προς τη διάρκεια είναι στατιστικά σημαντική, γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα συμπλέγματα αυτά είναι πιο κοντά στις διφθόγγους από ότι στα απλά φωνήεντα. 4.6. Η επίλυση της χασμωδίας σε περιβάλλοντα συνεμφάνισης τριών φωνηέντων To τελευταίο ερώτημα που είχα θέσει στην ενότητα 3.1. που δεν είχε θιγεί από όσο μπορώ να γνωρίζω σε προηγούμενες έρευνες είναι ποιο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα σε περιπτώσεις χασμωδίας όχι δύο αλλά τριών φωνηέντων σχετικά με την τελική διάρκεια άρθρωσης και στην ποιότητα των φωνηέντων που εμπλέκονται στη χασμωδία. Σε τέτοια περιβάλλοντα είχα υποθέσει ότι θα υπήρχε κάποιου είδους αφομοίωση ή συνένωση, η οποία θα οδηγούσε σε μικρότερη τελική διάρκεια άρθρωσης σε σχέση με την πλήρη άρθρωση των τριών φωνηέντων και διαφοροποίηση ως προς την ευκλείδεια απόσταση. Η υπόθεσή μου ήταν εν μέρει σωστή: η τελική διάρκεια άρθρωσης των συνδυασμών τριών φωνηέντων ήταν μεγαλύτερη από αυτή των διφθόγγων που σχηματίζονται είτε σε περιβάλλοντα εσωτερικής είτε σε περιβάλλοντα εξωτερικής χασμωδίας καθώς και από τη διάρκεια των απλών φωνηέντων, αλλά οι διαφορές ως προς την ευκλείδεια απόσταση δεν παρουσίαζαν στατιστική σημαντικότητα. [29]
Επομένως, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες έχουμε χασμωδία που αποτελείται από τρία φωνήεντα η διάρκεια είναι μεγαλύτερη από αυτή των διφθόγγων και από αυτή των απλών φωνηέντων γεγονός που τα καθιστά μια ξεχωριστή κατηγορία. Ωστόσο, ο βαθμός αφομοίωσης είναι ανάλογος με αυτόν των διφθόγγων. Ακολουθεί ο σχετικός πίνακας ANOVA (Multiple Comparisons) που παρουσιάζει τις παραμέτρους της διάρκειας και ευκλείδειας απόστασης σε περιπτώσεις συνεμφάνισης τριών φωνηέντων: Πίνακας 19: ANOVA ως προς τις παραμέτρους της διάρκειας και της ευκλείδειας απόστασης σε περιπτώσεις συνεμφάνισης τριών φωνηέντων [30]
5.Συζήτηση / Συμπεράσματα Τόσο στην Εισαγωγή της παρούσας εργασίας όσο και στο Θεωρητικό Πλαίσιο είχε τεθεί το ζήτημα του εάν η χασμωδία και η επίλυσή της θα πρέπει να θεωρηθούν φαινόμενο απόλυτο / κατηγοριακό ή βαθμιαίο. Ενώ παλαιότερες έρευνες και γραμματικές περιγραφές είχαν θεωρήσει τη χασμωδία ένα απόλυτο φαινόμενο, σε πρόσφατες αμιγώς φωνολογικές έρευνες όπως αυτές των Arvaniti & Pelekanou (2002), Baltazani (2006) και Kainada (2007, 2012) η χασμωδία είχε παρουσιαστεί ως φαινόμενο βαθμιαίο. Συγκλίνοντας με τις παραπάνω έρευνες βάσει των αποτελεσμάτων της Ανάλυσης, θεωρώ ότι η χασμωδία είναι όντως ένα φαινόμενο βαθμιαίο. Πιο συγκεκριμένα, είχαν τεθεί συγκεκριμένα ερωτήματα τα οποία αφορούσαν: 1. Τον μέσο όρο πραγμάτωσης των απλών φωνηέντων από τους τέσσερις ομιλητές που συμμετείχαν στην παρούσα έρευνα 2. Τη διάρκεια και ευκλείδεια απόσταση εστιασμένων σε σχέση με τα μη εστιασμένα φωνήεντα σε περιπτώσεις εξωτερικής χασμωδίας 3. Τη διάρκεια και ευκλείδεια απόσταση σε περιπτώσεις εσωτερικής και εξωτερικής χασμωδίας 4. Την επίδραση των διαφορετικών ειδών προσωδιακών ορίων στην επίλυση της χασμωδίας 5. Την επίλυση της χασμωδίας σε περιπτώσεις διπλών φωνηέντων 6. Την επίλυση της χασμωδίας σε περιπτώσεις συνεμφάνισης τριών φωνηέντων Αναφορικά με τα παραπάνω ερωτήματα προέκυψαν τα εξής αποτελέσματα μετά από την απομόνωση, επεξεργασία και στατιστική ανάλυση του υλικού ηχογράφησης: 1) Από τα επιμέρους φωνήεντα το [u] ήταν αυτό που εμφάνιζε τη μεγαλύτερη διασπορά κατά την εκφώνηση, ακολουθούμενο από τα [o] [31]
και [a], ενώ τα πρόσθια [e] και [i] φαίνονταν πιο σταθερά και περιορισμένα. 2) Όσον αφορά την επίδραση εστίασης / μη εστίασης στη διάρκεια και την ευκλείδεια απόσταση, οι δίφθογγοι που ήταν εστιασμένες είχαν μεγαλύτερη διάρκεια και ευκλείδεια απόσταση σε σχέση με τις μη εστιασμένες διφθόγγους, όπως αναμενόταν. Πιο συγκεκριμένα για τις μη εστιασμένες διφθόγγους, αυτό που παρατηρήθηκε ήταν ότι η θέση τους σε σχέση με εστιασμένα στοιχεία (προεστιακά / μετεστιακά) δεν επηρέαζε σημαντικά τη διάρκεια ή την ευκλείδεια απόστασή τους. 3) Παρατηρήθηκε μεγαλύτερη διάρκεια διφθόγγων σε περιπτώσεις εξωτερικής χασμωδίας έναντι της εσωτερικής χασμωδίας, ενώ αντίθετα σε περιπτώσεις εσωτερικής χασμωδίας οι ευκλείδειες αποστάσεις ήταν ελαφρώς μεγαλύτερες, χωρίς να προκύπτει στατιστικά σημαντικό αποτέλεσμα. Για συγκεκριμένους συνδυασμούς φωνηέντων προέκυψε στατιστική σημαντικότητα, κυρίως όταν εμπλέκονταν πρόσθια φωνήεντα. 4) Οι Baltazani (2006) και Kainada (2007, 2012) είχαν ισχυριστεί ότι τα διαφορετικά είδη προσωδιακών ορίων επηρεάζουν τη χασμωδία. Στην παρούσα εργασία δεν εξέτασα ισχυρά προσωδιακά όρια, καθώς η παύση που υπήρχε ανάμεσα στα φωνήεντα οδηγούσε σε έλλειψη χασμωδίας. Η διαφορά ανάμεσα στα ασθενέστερα προσωδιακά όρια ήταν στατιστικά μη σημαντική. 5) Σε περιπτώσεις συνεμφάνισης του ίδιου φωνήεντος η διάρκεια ήταν αυξημένη σε σχέση με τα απλά φωνήεντα, επομένως δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι υπήρχε η τάση αποβολής του ενός από τα δύο φωνήεντα. 6) Σε περιπτώσεις συνεμφάνισης τριών φωνηέντων εμφανιζόταν αισθητά μεγαλύτερη διάρκεια σε σχέση με τις άλλες δύο κατηγορίες (δίφθογγοι και απλά φωνήεντα), χωρίς να επηρεάζεται παράλληλα η ευκλείδεια απόσταση. Μία ερμηνεία που μπορεί να δοθεί αναφορικά με το ζήτημα της διαφοροποίησης των ίδιων ζευγών διφθόγγων αναλόγως το αν εμφανίζονται σε περιβάλλοντα [32]
εσωτερικής ή εξωτερικής χασμωδίας σχετίζεται με την ύπαρξη λεξικών και μεταλεξικών κανόνων. Όποιο ζεύγος ξεκινά από το [i] ή το [e] εμφάνισε διαφοροποίηση ανάλογα το είδος της χασμωδίας στο οποίο εμπλεκόταν. Εάν υποθέσουμε ότι υπάρχει ένας κανόνας που ορίζει ότι όταν γειτνιάζουν δύο φωνήεντα, το ένα θα διαγράφεται ή θα έχει ένα βαθμιαίο αποτέλεσμα που θα τείνει προς την αποκοπή με βάση την κλίμακα ιεραρχίας τότε βλέπουμε πως αυτοί οι κανόνες δεν εφαρμόζονται στο εσωτερικό της λέξης. Επομένως, η κλίμακα ιεραρχίας βλέπουμε ότι εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που αφορούν χασμωδία ανάμεσα στα όρια λέξεων, αλλά όχι σε περιπτώσεις που η χασμωδία εμφανίζεται στο εσωτερικό των λέξεων. Αυτό βεβαίως είναι κάτι που στην παρούσα εργασία φάνηκε να αφορά μόνο τις διφθόγγους που σχηματίζονται με πρώτο συστατικό το [i] ή το [e]. Ενδεχομένως μια έρευνα με περισσότερα δεδομένα θα εντόπιζε αντίστοιχη συμπεριφορά και στις υπόλοιπες διφθόγγους. [33]
6. Προτάσεις για περαιτέρω διερεύνηση του συγκεκριμένου θέματος Ολοκληρώνοντας αυτήν την εργασία, θα ήθελα να αναφερθώ σε μια σειρά από αδυναμίες της παρούσας εργασίας, οι οποίες οφείλονταν στον περιορισμένο χρόνο εκπόνησής της και στα ζητήματα που προέκυψαν με τη συλλογή του υλικού προς ανάλυση. Με βάση αυτές τις αδυναμίες, τις προϋπάρχουσες σχετικές έρευνες και τα αποτελέσματα της εργασίας θα προτείνω κάποιες κατευθύνσεις για μελλοντική έρευνα στο συγκεκριμένο αντικείμενο. i. Το πρώτο ζήτημα που προέκυψε ήταν ότι αντί για δύο περιοχές οι ομιλητές προέρχονταν μόνο από μία. Έτσι, η πρώτη μου πρόταση θα ήταν να μελετηθεί η επίλυση της χασμωδίας σε άνδρες ομιλητές από διαφορετικές περιοχές, ούτως ώστε να ελεγχθεί εάν η γεωγραφική κατανομή των ομιλητών επηρεάζει το συγκεκριμένο φαινόμενο. ii. Ένα δεύτερο ζήτημα σχετίζεται με τις ηλικίες των ομιλητών, οι οποίες ήταν αρκετά κοντινές. Θα παρουσίαζε ενδιαφέρον να εξεταστούν ομιλητές από διαφορετικές ηλικιακές ομάδες. iii. Το τρίτο ζήτημα που εντοπίζω αφορά το κοινό φύλο των ομιλητών. Θα μπορούσε να εξεταστεί δείγμα αποτελούμενο και από τα δύο φύλα, για να εξεταστεί η επίδραση του φύλου στη χρήση διαφορετικών μηχανισμών για την επίλυση της χασμωδίας. iv. Επίσης, θα εμφάνιζε ενδιαφέρον η επέκταση του δείγματος σε ικανοποιητικό βαθμό, για να εξασφαλιστεί η γενικευσιμότητα των αποτελεσμάτων. Έτσι, θα μπορούσαν να γίνουν διαγλωσσικές συγκρίσεις. v. Άλλες μεταβλητές όπως το μορφωτικό επίπεδο, το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο των ομιλητών κτλ θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν υπόψη, για να αποκτήσουμε ευκρινέστερη εικόνα σχετικά με το φαινόμενο της επίλυσης της χασμωδίας. vi. Τέλος, θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διερευνηθεί το ζήτημα της επίλυσης της χασμωδίας και από την πλευρά της Αρθρωτικής Φωνητικής (Articulatory Phonetics) σε πειραματικό επίπεδο. [34]
Βιβλιογραφικές παραπομπές Ξενόγλωσσες Arvaniti, A. & Pelekanou, T. (2002). Postlexical Rules and Gestural Overlap in a Greek Spoken Corpus. Στο Ch. Clairis (Επιμ.) Recherches en Linguistique Grecque: Actes du 5 ème Colloque International de Linguistique Grecque, Sorbonne, 13-15 septembre 2001 (σσ. 71-74). Paris, France: L'Harmattan Baltazani, M. (2006). Focusing, prosodic phrasing, and hiatus resolution in Greek. Στο L. Goldstein, D.H. Whalen & C.T. Best (Επιμ.) Laboratory Phonology 8 (σσ. 473-494). Berlin: Mouton de Gruyter Boersma, P & Weenink, D. (2002). Praat: Doing phonetics by computer. Computer Program available at: http://www.fon.hum.uva.nl/praat/ Casali, R. F. (1996). Resolving Hiatus. PhD Dissertation, UCLA Casali, R. F. (1997). Vowel Elision in Hiatus Contexts: Which Vowel Goes?. Language 73 (Vol. 3): 493-533 Casali, R. F. (1998). Resolving Hiatus. New York & London: Garland Publishing Inc. Casali, R. F. (2011). Hiatus Resolution. Στο Μ. van Ooostendorp, C. Ewen, E. Hume & K. Rice (Επιμ.) The Blackwell Companion to Phonology (σσ. 1434-1460). Malden, MA: Blackwell Condoravdi, C. (1990) Sandhi rules of Greek and prosodic theory. Στο S. Inkelas & D. Zec (Επιμ.) The Phonology - Syntax Connection. Chicago & London: The University of Chicago Press Ellis, L. & Hardcastle, W. J. (2002). Categorical and gradient properties of assimilation in alveolar to velar sequences: evidence from EPG and EMA data. Journal of Phonetics 30 (3): 373-396 Fallon, P. (1994). Naturally occurring hiatus in Modern Greek. Στο I. Philippaki - Warburton, K. Nicolaidis & M. Sifianou (Επιμ.) Themes in Greek Linguistics: Papers from the First International Conference on Greek Linguistics, Reading, [35]
September 1993 (σσ. 217-224). Amsterdam / Philadelphia: John Benjamins Publishing Company Holton, D., Mackridge, P. & Philippaki-Warburton, I. (2012). Greek: A Comprehensive Grammar (Routledge Comprehensive Grammars) [2 nd edition, Revised by Vassilios Spyropoulos]. London & New York: Routledge Holton, D., Mackridge, P. & Φιλιππάκη-Warburton, Ει. (1999). Γραμματική της ελληνικής γλώσσας [Μετάφραση: Βασίλειος Σπυρόπουλος]. Αθήνα: Πατάκης Kainada, E. (2007). Prosodic Boundary Effects on Durations and Vowel Hiatus in Modern Greek. Στο Proceedings of the XVIth ICPhS (σσ. 1225-1228). Saarbrücken: Universität des Saarlandes Kainada, E. (2012). The acoustics of prosodic conditioning of vowel hiatus resolution in Modern Greek. Στο G. Fragaki, Th. Georgakopoulos & Ch. Themistocleous (Επιμ.) Current Trends in Greek Linguistics (σσ. 246-269). Newcastle: Cambridge Scholars Publishing Kaisse, E. (1977). Hiatus in Modern Greek. PhD Dissertation, Harvard University Kaisse, E. (1982). On the preservation of stress in Modern Greek. Linguistics 20: 59-82 Labov, W. (1972). Sociolinguistic patterns. Philadelphia: University of Pennsylvania Press Malikouti-Drachman, A. & Drachman, G. (1992). Greek Clitics and Lexical Phonology. Στο W. U. Dressler, H. C. Luschützky, O. E. Pfeiffer & J. R. Rennison (Επιμ.) Phonologica 1988 (σσ. 197-206). Cambridge: Cambridge University Press Nespor, M. & Vogel, I. (1986). Prosodic Phonology. Dordrecht: Foris Publications Nolan, F. (1992). The descriptive role of segments: evidence from assimilation. Στο G. Docherty & D.R. Ladd (Επιμ.) Laboratory Phonology 2 (σσ. 261-280). Cambridge: Cambridge University Press Nolan, F., Holst, T. & Kühnert, B. (1996). Modelling [s] to [ʃ] accommodation in English. Journal of Phonetics 24: 113-137 [36]