Φίλεσ για πάντα; Πάντα μου άρεςαν οι ιςτορίεσ που τελείωναν εκεί από όπου άρχιηαν. Που ςχθμάτιηαν ζνα φαφλο κφκλο και ςτο τζλοσ τουσ ςου άφθναν μια πικρι, ςτενόχωρθ ανάμνθςθ κάνοντάσ ςε να ταυτιςτείσ με τον κεντρικό ιρωα άκελά ςου. Κάπωσ ζτςι, είναι και θ ιςτορία τθσ Ειρινθσ, τθσ γιαγιάσ μου, και τθσ Ελβίρασ, τθσ καλφτερισ τθσ φίλθσ. Ήταν Χριςτοφγεννα 2016 όταν άκουςα για πρϊτθ φορά αυτιν τθν ιςτορία, κάπου ςτθν αυςτριακι Βιζννθ. Το πζτρινο τηάκι ιταν αναμμζνο, με τισ φλόγεσ να προςπακοφν να ξεφφγουν και τα ξφλα να εμποδίηουν τθ διαφυγι τουσ. Το πελϊριο χριςτουγεννιάτικο δζντρο βριςκόταν ςτο κζντρο του τεραςτίων-διαςτάςεων κακιςτικοφ, προςπακϊντασ να μασ επιβάλει τθν παρουςία του. Ανοίγαμε, κυμάμαι, τθν τελευταία κοφτα με τα χριςτουγεννιάτικα ςτολίδια. Η μθτζρα μου ζβγαλε ζνα κάταςπρο καρουηζλ, που όταν κουρδιηόταν ζβγαηε μια γαλινια νοςταλγικι μελωδία που θ γιαγιά ονόμαηε: «Το βαλσ των χαμζνων ονείρων». Άξαφνα, το βλζμμα τθσ γιαγιάσ κόλλθςε ςτο κενό, τα μάτια τθσ βοφρκωςαν και οι ςκζψεισ τθσ ζδειχναν να τθ γυρνοφν πολλά χρόνια πίςω. Κακθλωμζνθ ςτθν ξφλινθ κουνιςτι πολυκρόνα τθσ, με τα άςπρα τθσ μαλλιά «περιοριςμζνα» ςτον ψθλό τθσ κότςο, θ γιαγιά με φϊναξε να κακίςω κοντά τθσ. «Νιϊκω πωσ ςε λίγο καιρό θ ηωι κα με αποχαιρετιςει και κζλω να προλάβω να ςου πω μια ιςτορία, τθν ιςτορία μου». Η αςπρόμαυρθ, πια, εικόνα του μυαλοφ μου, με πιγε πίςω ςτο 1950 μακριά από τθν αυςτριακι Βιζννθ, ςε ζνα μζροσ που θ γιαγιά ονόμαηε: «ΠΛΑΚΑ». Βρίςκεται 1
κάπου ςτθν Ακινα, ςτθν Ελλάδα. Δεν χρειάςτθκε πολλι ϊρα για να μεταφερκϊ ςτο μικρό μπαλκονάκι μιασ διϊροφθσ μονοκατοικίασ. Ζνα κορίτςι με χρυςαφζνια μαλλιά και καταπράςινα μάτια, 11 ετϊν τότε, θ Ελβίρα, χάηευε το «Λουτρό των αζρθδων» με τθ ςυνοδεία τθσ αγαπθμζνθσ μουςικισ τθσ γιαγιάσ-ειρινθσ: του βαλσ των χαμζνων ονείρων. Μαηί τθσ κακόταν και θ Ειρινθ, θ γιαγιά μου. Ήταν μελαχρινι με μια περίεργθ ζκφραςθ ςτα γκρίηα τθσ μάτια. Μζχρι εκείνθ τθ ϊρα, τα δφο κορίτςια, είχαν περάςει μαηί ολόκλθρθ τθ ηωι τουσ. Πιγαιναν ςτο ίδιο Δθμοτικό. Ήταν ζνα παλιό, πζτρινο κτίριο κάτω από το βράχο τθσ Ακρόπολθσ. Γζλια, χαρά και αγάπθ ξεχείλιηαν από τον πυκμζνα τθσ ψυχισ τουσ. Κάκε μεςθμζρι, μετά το ςχολείο, βοθκοφςαν θ μια τθν άλλθ με τισ ςχολικζσ τουσ εργαςίεσ, το απόγευμα ζκαναν με το ποδιλατο το γφρο του Θθςείου. Χάηευαν,ακόμα, για ϊρεσ τα ςφννεφα τα θλιόλουςτα πρωινά του Σαββάτου, ενϊ κάκε Κυριακι κάκονταν για ϊρεσ απζναντι από αυτοφσ τουσ μεταμφιεςμζνουσ ανκρϊπουσ. Ναι, αυτοφσ που κουνοφςαν τα χζρια τουσ όταν κάποιοσ τουσ ζριχνε ζςτω κι ζνα κζρμα. Αναρωτιόνταν αν ιταν τεράςτιεσ, πορςελάνινεσ κοφκλεσ ι απλά αλθκινοί άνκρωποι. 2
Η ηωι τουσ ιταν πολφ περιοριςμζνθ. Παρόλο που ηοφςαν φτωχικά, ιταν απόλυτα ευτυχιςμζνεσ. Λίγουσ μινεσ αργότερα, όμωσ, ζνα γεγονόσ ιρκε για να ςκιάςει τθν ευτυχία τουσ. Ο πατζρασ τθσ Ειρινθσ βρικε μια καλφτερθ δουλειά ςτθν Αυςτρία. Οι γονείσ τθσ, ποφλθςαν το ςπίτι τουσ ςτθν Πλάκα κι ζφυγαν από τθν Ελλάδα. Η Ειρινθ ιταν απαρθγόρθτθ. Κρατοφςε ςφιχτά το χζρι τθσ Ελβίρασ. Αγκαλιαςμζνεσ, ορκίηονταν θ μία ςτθν άλλθ πωσ κάποια μζρα κα ξαναβρεκοφν ό,τι κι αν γίνει. Τα δάκρυά τουσ ζπεφταν ςαν βροχι ςτο ζδαφοσ. Οι όμορφεσ αναμνιςεισ που ζηθςαν μαηί ζπρεπε να ςβθςτοφν και οι δυο τουσ να κάνουν μια νζα αρχι βρίςκοντασ νζουσ φίλουσ. Περνϊντασ τα χρόνια, ςιγά-ςιγά, οι αναμνιςεισ τουσ ζςβθςαν και θ ελπίδα πωσ κα ξαναςυναντθκοφν άρχιςε να χάνεται μζρα με τθ μζρα. Δε μάλωςαν ποτζ, απλϊσ δεν ιταν πια φίλεσ. Αργότερα, θ κάκε μία ζφτιαξε τθν οικογζνειά τθσ κι ζτςι θ Ειρινθ δεν γφριςε ποτζ ξανά ςτθν Ελλάδα. Ξζχαςε τον Παρκενϊνα τθσ, το Θθςείο και τθν Πλάκα. Η τρζλα τθσ νιότθσ τθν ζκανε να ξεχάςει. Άρχιςε να κυμάται ξανά, μόνο όταν ζνιωςε ότι άρχιςε θ αντίςτροφθ μζτρθςθ. Κι ζτςι, αναγκάςτθκε να κάνει τον απολογιςμό τθσ ηωισ τθσ. Λίγουσ μινεσ αργότερα, κάναμε ζνα ταξίδι που θ γιαγιά μου ικελε πάντα να κάνει. Εκείνθ επιςκζφτθκε τθν Ελλάδα μετά από 66 χρόνια κι εγϊ για πρϊτθ φορά ςτθ ηωι μου. Παραδόξωσ, θ Ελλάδα ιταν τελείωσ διαφορετικι από τισ περιγραφζσ τθσ γιαγιάσ-ειρινθσ. Η γραφικι ακόμα Πλάκα, δεν απζπνεε τθν ανεμελιά των παιδικϊν χρόνων τθσ γιαγιάσ μου. Άγνωςτα, απόμακρα πρόςωπα πθγαινοζρχονταν μζςα ςτα ςτενά ςοκάκια τθσ Πλάκασ. Μζςα ςτο πλικοσ, προςπερνοφςαν βιαςτικά πρόςωπα λυπθμζνα, χαροφμενα, ενκουςιαςμζνα, απόμακρα, αδιάφορα ι ακόμα και 3
δυςαρεςτθμζνα. Δεν υπιρχε τίποτα γνϊριμο γι αυτιν τριγφρω. Οι μικρζσ, διϊροφεσ μονοκατοικίεσ είχαν αντικαταςτακεί από μουντζσ, παγερζσ πολυκατοικίεσ. Τίποτα δεν ιταν εκεί να τθν περιμζνει. Η γιαγιά, κακϊσ προχωροφςαμε, είχε μια απορία κρυμμζνθ ςτα μάτια ςαν να ρωτοφςε ποφ πιγαν όλεσ οι γνϊριμεσ, ςε εκείνθ ανκρϊπινεσ φυςιογνωμίεσ. Σφροντάσ τθν επάνω ςτο αναπθρικό τθσ καρότςι, χτυπιςαμε τθν πόρτα του ςπιτιοφ τθσ κυρίασ Ελβίρασ, το οποίο βρικα μετά από μεγάλεσ προςπάκειεσ. Προσ ζκπλθξι μασ, αντί για τθν κυρία Ελβίρα, τθν πόρτα άνοιξε μια νεαρι γυναίκα. «Η Ελβίρα;» ρϊτθςε θ γιαγιά. Η νεαρι γυναίκα, ςτρζφοντασ το βλζμμα προσ τα κάτω απάντθςε: «Η Ελβίρα δεν είναι πια μαηί μασ.» και μασ ζκλειςε τθν πόρτα αφινοντασ τα δάκρυα να κυλιςουν ςτα μάγουλά τθσ. 4
Τθν αντίδραςθ τθσ γιαγιάσ μου, δεν τθν περίμενα. Δεν λυπικθκε, δεν ζκλαψε δεν φϊναξε. Δεν ζκανε τίποτα. Αντιμετϊπιςε το ςυγκεκριμζνο γεγονόσ, όπωσ ζναν οποιοδιποτε κάνατο που ζβλεπε, άκουγε ι διάβαηε ςτα μζςα μαηικισ ενθμζρωςθσ. Ζςτρεψε το βλζμμα τθσ επάνω μου, καρφϊνοντάσ με, με τα γκρίηα τθσ μάτια. «Συνεχίηουμε τον περίπατό μασ;» με ρϊτθςε. Κι αφοφ κοφνθςα το κεφάλι καταφατικά, ζςυρα το καρότςι προσ το αγαπθμζνο τθσ Θθςείο. Το αγαπθμζνο τθσ βαλσ, που τθσ κφμιηε τα χαμζνα τθσ όνειρα, ιταν το μόνο που τθν περίμενε Κι αυτό γιατί θ γιαγιά είχε πολλά χαμζνα όνειρα. Ζηθςε όπωσ τθσ επζβαλαν κι όχι όπωσ ικελε. Στο βάκοσ του δρόμου, θ γιαγιά διζκρινε δφο κοριτςάκια που χάηευαν εκείνουσ τουσ παράξενουσ ανκρϊπουσ. Εκείνουσ, που κάποτε τθσ κφμιηαν πορςελάνινεσ κοφκλεσ. Πλθςιάηοντασ, τισ άκουςε να ψικυρίηουν θ μια ςτθν άλλθ: «Φίλεσ για πάντα;». Γφριςε το κεφάλι τθσ και καρφϊνοντασ το βλζμμα τθσ επάνω μου, μου είπε: «Κάποτε εκεί τελείωςε μια φιλία. Τϊρα αρχίηει μια άλλθ. Ζτςι είναι αυτά.» Μια ιςτορία που τελείωςε εκεί από όπου άρχιςε. Η γιαγιά μου ςυνζχιςε απτόθτθ τθ βόλτα τθσ ςτθν Πλάκα κατευκυνόμενθ προσ το αγαπθμζνο τθσ μζροσ 5
Άννα-Μαρία Θεοδϊρου ΒϋΓυμναςίου - Εκπαιδευτιρια Καντά Ανκρϊπινεσ ςχζςεισ 6