µτφ. Π. Χριστοδουλίδης, Αθήνα. Στο εξής θα αναφέροµαι στο έργο ως ΦΕ.

Σχετικά έγγραφα
Λούντβιχ Βιτγκενστάιν

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

Εκπαιδευτική Διαδικασία και Μάθηση στο Νηπιαγωγείο Ενότητα 6: Η σημασία των ερωτήσεων στην εκπαιδευτική διαδικασία

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία

Συµφωνία Επιχορήγησης No: / Έργο No BG-2008-KA2-KA2MP

Φιλοσοφία της παιδείας

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

Στάδια Ανάπτυξης Λόγου και Οµιλίας

Ναπολέων Μήτσης: Αποσπάσματα κειμένων για τη σχέση γλώσσας και πολιτισμού

Γραμματισμός στο νηπιαγωγείο. Μαρία Παπαδοπούλου

Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών. σύμβολα αριθμών. επ. Κωνσταντίνος Π. Χρήστου. Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας

Μέθοδος-Προσέγγιση- Διδακτικός σχεδιασμός. A. Xατζηδάκη, Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μιο Κρήτης

Ενότητα 1: Εισαγωγή στην έννοια της Φιλοσοφίας του Δικαίου

Ανάπτυξη Χωρικής Αντίληψης και Σκέψης

Όταν χαλά η γλώσσα, χαλάει η σκέψη

Διαστάσεις της διγλωσσίας α. χρόνος β. σειρά γ. πλαίσιο κατάκτησης της δεύτερης γλώσσας

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

Γλωσσικό τεστ για παιδιά ηλικίας μηνών

Θεωρητικές αρχές σχεδιασµού µιας ενότητας στα Μαθηµατικά. Ε. Κολέζα

Οι γλώσσες αλλάζουν (5540)

Διδακτική οργάνωση και διαχείριση του μαθηματικού περιεχομένου και της διαπραγμάτευσης των δραστηριοτήτων στην τάξη

Paper 3 Reading and Understanding 1GK0/3F or 3H

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

Εκπαιδευτική Διαδικασία και Μάθηση στο Νηπιαγωγείο Ενότητα 2: Μάθηση & διδασκαλία στην προσχολική εκπαίδευση: βασικές αρχές

ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΕΞΙΟΤΗΤΩΝ 1

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

Δ Φάση Επιμόρφωσης. Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Γραφείο Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων. 15 Δεκεμβρίου 2010

1. Εισαγωγή. 2. Τεχνικές και «κρατούμενα»

Εκπαιδευτική Διαδικασία και Μάθηση στο Νηπιαγωγείο Ενότητα 8: Επίλυση προβλήματος

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΤΗΣ Ε ΤΑΞΗΣ

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

Θέματα Επιστημολογίας. Ρένια Γασπαράτου

Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΛΕΞΕΙΣ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 9: Η σχέση μεταξύ νόμου και ελευθερίας. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

Εκπαιδευτική Διαδικασία και Μάθηση στο Νηπιαγωγείο Ενότητα 3: Δυο προσεγγίσεις που επηρεάζουν την εκπαιδευτική διαδικασία

Μοντεσσόρι: Ένας κόσμος επιτευγμάτων. Το πρώτο μου βιβλίο για τους ΑΡΙΘΜΟΥΣ. με πολλά φανταστικά αυτοκόλλητα

Μέρος 3. Ικανότητα ανάληψης δράσης.

Μάχη Νικολάρα: Δεν ακούγεται και πολύ δημιουργικό αυτό, έτσι όπως το περιγράφετε.

Ημερολόγιο αναστοχασμού (Reflective Journal)

Σχέδιο μαθήματος. Περιεχόμενο μαθήματος. Αναφέρατε συνοπτικά το περιεχόμενο του μαθήματος (φαινόμενο, έννοιες, νόμοι, θεωρήματα) Διδακτικοί στόχοι

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Θέματα Επιστημολογίας. Ρένια Γασπαράτου

Σχολική Μουσική Εκπαίδευση: αρχές, στόχοι, δραστηριότητες. Ζωή Διονυσίου

αντισταθµίζονται µε τα πλεονεκτήµατα του άλλου, τρόπου βαθµολόγησης των γραπτών και της ερµηνείας των σχετικών αποτελεσµάτων, και

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

1. Η σκοπιμότητα της ένταξης εργαλείων ψηφιακής τεχνολογίας στη Μαθηματική Εκπαίδευση

Περιληπτικά, τα βήματα που ακολουθούμε γενικά είναι τα εξής:

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1

ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΏΝ:

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ «Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ»

Maria Gravani Open University of Cyprus

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

Το ζήτημα της πλάνης στο Σοφιστή του Πλάτωνα

Τι μαθησιακός τύπος είναι το παιδί σας;

1 / 13 «ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ ΚΑΙ ΕΓΩ» Ερωτηµατολόγιο για τους µαθητές της 5 ης ηµοτικού. Μάρτιος 2007

Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών. Πρακτική Άσκηση. Ενότητα 1: Εισαγωγικά

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Ενότητα 5: Ισχύς του δικαίου: πότε και πώς ισχύει ο νόμος

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΗ

Φιλοσοφία της Γλώσσας

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

Μάθηση & διδασκαλία στην προσχολική εκπαίδευση: βασικές αρχές

Κεφάλαιο 2ο (α) Αµιγείς Στρατηγικές (β) Μεικτές Στρατηγικές (α) Αµιγείς Στρατηγικές. Επαναλαµβάνουµε:

Φιλοσοφία της Γλώσσας

Ερωτηµατολόγιο PMP , +

«ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ» ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ Β ΦΑΣΗΣ

Η στοχοθεσία της Ελληνικής ως δεύτερης και ως ξένης γλώσσας. Α. Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μίου Κρήτης

Περιεχόμενα. εισαγωγή 13. κεφάλαιο 1 ο. Η σημασία των ερωτήσεων για την ανάπτυξη της σκέψης και τη μάθηση 19. κεφάλαιο 2 ο

ΠΑΝΕΠΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΦΛΩΡΙΝΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΔΙΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥΣ

LUDWIK FLECK ( ) (Λούντβικ Φλεκ) Ο Ludwik Fleck και η κατασκευή των επιστημονικών γεγονότων.

Δραστηριότητες γραμματισμού: Σχεδιασμός

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Κεφάλαιο 9 ο Κ 5, 4 4, 5 0, 0 0,0 5, 4 4, 5. Όπως βλέπουµε το παίγνιο δεν έχει καµιά ισορροπία κατά Nash σε αµιγείς στρατηγικές διότι: (ΙΙ) Α Κ

Οµαδικές Εργασίες Σπουδαστών και ιδακτικές Πρακτικές Βελτίωσης. Σοφία Ασωνίτου Τµήµα ιοίκησης Επιχειρήσεων ΤΕΙ ΑΘΗΝΑΣ

Mάθηση και διαδικασίες γραμματισμού

Για αυτό τον μήνα έχουμε συνέντευξη από μία αγαπημένη και πολυγραφότατη συγγραφέα που την αγαπήσαμε μέσα από τα βιβλία της!

Διδακτική Γλωσσικών Μαθημάτων (ΚΠΒ307)

Προσχολική Παιδαγωγική Ενότητα 8: Σχεδιασμός Ημερησίων Προγραμμάτων

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΧΟΛΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΟ κ. ΒΛΑΧΟ ΔΗΜΗΤΡΙΟ. Θέμα συζήτησης: Πως μαθαίνουμε καλύτερα

Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

MULTICOM 112. Οδηγίες χρήσης

Διαφοροποιημένη Διδασκαλία. Ε. Κολέζα

Εποικοδομητική διδασκαλία μέσω γνωστικής σύγκρουσης. Εννοιολογική αλλαγή

Δημήτρης Ρώσσης, Φάνη Στυλιανίδου Ελληνογερμανική Αγωγή.

Μαθηση και διαδικασίες γραμματισμού

Η ανάπτυξη της Εποικοδομητικής Πρότασης για τη διδασκαλία και τη μάθηση του μαθήματος της Χημείας. Άννα Κουκά

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

Transcript:

Ρένια Γασπαράτου, Ο καταδεικτικός ορισµός και ο ρόλος του στην εκµάθηση της γλώσσας: Η κριτική του Ludwig Wittgenstein στην παραδοσιακή αντίληψη για την εκµάθηση της µητρικής γλώσσας.

Ο καταδεικτικός ορισµός και ο ρόλος του στην εκµάθηση της γλώσσας: Η κριτική του L. Wittgenstein στην παραδοσιακή αντίληψη για την εκµάθηση της µητρικής γλώσσας. 1 «Όταν εκείνοι [οι ενήλικες] ονόµαζαν κάποιο αντικείµενο, και, ενώ πρόφεραν αυτόν τον ήχο, έγνεφαν προς κάτι, τους έβλεπα, και αντιλαµβανόµουν ότι το αντικείµενο έχει υποσήµανση τους φθόγγους που πρόφεραν όταν ήθελαν να το καταδείξουν... Έτσι µάθαινα σιγά -σιγά να καταλαβαίνω ποιά πράγµατα υποσήµαιναν οι λέξεις που επανειληµµένα άκουγα να προφέρονται σε προτάσεις, στις καθορισµένες γι αυτές θέσεις. Τώρα, έχοντας πια συνηθίσει το στόµα µου να προφέρει αυτά τα σηµεία, µε τη βοήθειά τους εξέφραζα τις επιθυµίες µου.» 2 Ο Ιερός Αυγουστίνος, στο παραπάνω απόσπασµα, δίνει µε παραστατικό τρόπο µια εικόνα για την µάθηση της µητρικής γλώσσας, η οποία αποτέλεσε κοινό τόπο στη φιλοσοφία για πολλούς αιώνες. Σύµφωνα µε την θεώρηση αυτή, το παιδί αρχικά µαθαίνει µεµονωµένες λέξεις µέσω καταδεικτικού ορισµού. Οι λέξεις αυτές αναφέρονται ευθέως σε αντικείµενα που βρίσκονται µπροστά στο παιδί και τα οποία ο ενήλικας καταδεικνύει, προφέροντάς τες. Το παιδί συνδυάζει τα αντικείµενα µε τους ήχους που προφέρονται και σιγά -σιγά καταγράφει ζεύγη σηµαινοµένων σηµαινόντων. Ο καταδεικτικός ορισµός είναι, σύµφωνα µε αυτή τη θεωρία, το πρώτο βήµα στην εκµάθηση µιας γλώσσας. Η παραπάνω εικόνα για την εκµάθηση της γλώσσας προκύπτει από την παραδοσιακή θεωρία περί γλώσσας γενικά. Σύµφωνα µε αυτή, η βασική λειτουργία της γλώσσας είναι να αντικατοπτρίζει την πραγµατικότητα: οι λέξεις αναφέρονται σε αντικείµενα, οι προτάσεις σε καταστάσεις πραγµάτων. Οι φράσεις µας αποτιµώνται ως αληθείς ή ψευδείς, ανάλογα µε το εάν αντικατοπτρίζουν ορθά την εξωγλωσσική πραγµατικότητα. 1 Το άρθρο έχει δηµοσιευτεί στο περιοδικό Παιδαγωγικός Λόγος, 2005, τεύχος.2, σελ. 141-153. 2 Ιερός Αυγουστίνος απόσπασµα από L. Wittgenstein, 1977, Φιλοσοφικές Έρευνες, παράγραφος 1, µτφ. Π. Χριστοδουλίδης, Αθήνα. Στο εξής θα αναφέροµαι στο έργο ως ΦΕ.

Η θεωρία αυτή για τη γλώσσα επικράτησε µέχρι τα µέσα του 20 ου αιώνα, και στις γενικές της γραµµές, υποστηρίζεται ακόµα και σήµερα από πολλούς σύγχρονους φιλοσόφους. Υπάρχουν πολλές εκδοχές της θεωρίας αυτής και πολλές διαφορές µεταξύ των φιλοσόφων που την πρεσβεύουν. Κοινό σηµείο, όµως, παραµένει πως η αναπαραστατική ή περιγραφική λειτουργία της γλώσσας θεωρείται η κυρίαρχη. 3 Όταν µιλάµε, περιγράφουµε, δηλώνουµε, αναφέρουµε, γενικά επιδιώκουµε να αναπαραστήσουµε κάτι. Σύµφωνα µε αυτή τη θεώρηση, η περιγραφική διάσταση της γλώσσας κατέχει προνοµιακό ρόλο στην γλωσσική µας δραστηριότητα. Ο καταδεικτικός ορισµός, σύµφωνα µε τη θεώρηση αυτή, αποτελεί το θεµέλιο της γλωσσικής µας επικοινωνίας. Ονοµάζουµε ένα µεµονωµένο αντικείµενο τη στιγµή που το παρατηρούµε. Εδραιώνουµε κατ αυτόν τον τρόπο τον δεσµό γλώσσας και πραγµατικότητας. Σύµφωνα µε την παραδοσιακή θεωρία, µια τέτοια εκφορά είναι προνοµιακή και για άλλον ένα λόγο: δεν αφήνει περιθώρια για αµφισηµίες, λάθη, ανακρίβειες. Όταν κοιτάξω ένα τραπέζι, το δείξω και εκφέρω τη λέξη «τραπέζι», η εκφορά µου έχει ελάχιστες πιθανότητες να είναι ψευδής, και αν κάτι τέτοιο συµβεί (αν, π.χ., πω «καρέκλα», αντί για «τραπέζι») θα είναι προφανώς ψευδής. Η αποτίµηση της εκφοράς µου θα γίνει εύκολα, από οποιονδήποτε άλλο οµιλητή της γλώσσας. Το ίδιο συµβαίνει και µε τις παρατηρησιακές προτάσεις, όταν, τουλάχιστον αυτές εκφέρονται τη στιγµή της παρατήρησης. Όταν, λ.χ., πω «έξω βρέχει» κοιτάζοντας τη βροχή από το παράθυρό µου, είναι πολύ εύκολο να αποτιµηθεί η αλήθεια της πρότασης µου. Περιστάσεις σαν κι αυτές, αποτελούν σηµεία επαφής της γλώσσας µε την πραγµατικότητα και συνιστούν τα θεµέλια της επικοινωνίας µας: Επικοινωνούµε διότι η γλώσσα µας αναφέρεται σε µια κοινή για όλους εξωγλωσσική πραγµατικότητα. Θεωρείται λοιπόν πως µέσω τέτοιων, πρωταρχικών, µη προβληµατικών, εκφορών µαθαίνουν τα παιδιά να µιλούν. Πρώτα εγκαθιδρύεται ο δεσµός της γλώσσας µε την πραγµατικότητα µέσω του καταδεικτικού ορισµού και των 3 Εδώ αναφερόµαστε σχηµατικά κυρίως στις θεωρίες του λογικού ατοµισµού (µε βασικό εκπρόσωπο τον B. Russell) και του λογικού θετικισµού (µε βασικούς εκπροσώπους τους R.Carpnap, M. Schlick, O. Neurath,A.J. Ayer). Παρά τις διαφορές των δύο ρευµάτων, αλλά και τις εσωτερικές διαφωνίες των εκπροσώπων του καθενός τους, και τα δύο αυτά ρεύµατα θεωρούν ως κυρίαρχη λειτουργία της γλώσσας την αναπαραστατική. Η θέση αυτή επιβιώνει µέχρι σήµερα, πολύ πιο επεξεργασµένη, και εκφράζεται από σηµαντικούς φιλοσόφους όπως ο W.V. Quine. Βλ. ενδεικτικά Soames, S. 2003, Miller, A. 1998. Επίσης, Βλ. Αυγελής, Ν. 1993, Πατέλλη, Ι. 1991, σελ. 15-20 και 1994, Τσινόρεµα, Σ. 1994, Ρουσόπουλος, Γ. 1998.

παρατηρησιακών προτάσεων. Το παιδί µαθαίνει τη λειτουργία της γλώσσας, τη δύναµή της, δηλαδή, να αντικατοπτρίζει τον κόσµο. Η χρήση αυτή της γλώσσας θεωρείται πρωταρχική και αξιολογικά και χρονολογικά. Τα παιδιά κατακτούν τη δυνατότητα να επικοινωνούν παρατηρώντας τους µεγάλους να αναφέρονται σε αντικείµενα ή σε καταστάσεις πραγµάτων. Γι αυτό και τα παιδιά συνήθως ξεκινούν να µιλούν εκφέροντας µεµονωµένες λέξεις- συχνά κατονοµάζοντας αντικείµενα που βλέπουν τη στιγµή της εκφοράς. Ο καταδεικτικός ορισµός αποτελεί το πρώτο σκαλοπάτι στην εκµάθηση της γλώσσας. Η σηµαντικότερη αµφισβήτηση αυτής της θεωρίας για τη γλώσσα έρχεται από τον L. Wittgenstein στα µέσα του εικοστού αιώνα, όταν αρχίζει να συγγράφει το διάσηµο πια έργο του Φιλοσοφικές Έρευνες (ΦΕ). Οι ΦΕ ξεκινούν µε την παράγραφο αυτή του Ιερού Αυγουστίνου, µε την οποία ξεκινά και η παρούσα εργασία. Σκοπός του Wittgenstein είναι να επισηµάνει πόσο παλαιά και βαθιά εδραιωµένη είναι η σύλληψη της γλώσσας ως περιγραφικής δραστηριότητας και µόνο. Πρόκειται για µια εικόνα την οποία ο ίδιος περιγράφει ως µυθολογία. Υποστηρίζει δε πως η ίδια η γλώσσα δηµιούργησε την µυθολογία αυτή, στην παγίδα της οποίας έπεσε και ο ίδιος στο πρώιµο έργο του. 4 Κι αυτό καθότι οι ίδιες οι εκφράσεις της κοινής µας γλώσσας δίνουν το έναυσµα για µια τέτοια σύλληψη: Λέµε, για παράδειγµα, «πέρασε απ το κεφάλι µου µια ιδέα», και αν εκλάβουµε τη φράση αυτή κυριολεκτικά, δίνεται η εσφαλµένη εντύπωση πως και αυτή ακόµα η πρόταση περιγράφει κάτι. Οι εκφράσεις αυτές δεν είναι προβληµατικές από µόνες τους- κάθε άλλο, στην καθηµερινότητά µας λειτουργούν άψογα. Γίνονται όµως προβληµατικές όταν εκλαµβάνονται κυριολεκτικά και χρησιµοποιούνται φιλοσοφικά. Ο Wittgenstein αναλαµβάνει να καθαρίσει τη γλώσσα µας από τέτοιες φιλοσοφικές µυθολογίες και να διαλύσει κάποια φιλοσοφικά προβλήµατα. Στην απόπειρά του αυτή, µας δίνει µια εναλλακτική θεώρηση της γλωσσικής µας δραστηριότητας και, συνεπακόλουθα µια διαφορετική ερµηνεία για την εκµάθηση της µητρικής γλώσσας. Σύµφωνα µε τον Wittgenstein, λοιπόν, βασική λειτουργία της γλώσσας είναι η πραξιακή. Η γλώσσα αποτελείται από ένα σύνολο γλωσσικών παιχνιδιών, από πράξεις ή δραστηριότητες, σχεδιασµένες για διαφορετικούς σκοπούς και χρήσεις. Η 4 Βλ. Wittgenstein, L., 1978, Tractatus Logico- Philosophicus, µτφ. Θ. Κιτσόπουλος. Το πρώτο έργο του Wittgenstein συνοψίζει την πρώιµη θεωρία του φιλοσόφου, καθώς οι ιδέες που εκφράζει βρίσκονται πολύ κοντά στον λογικό ατοµισµό του Β. Russell.

µεταφορά του γλωσσικού παιγνίου χρησιµοποιείται για να καταδείξει την ανεπάρκεια της παραδοσιακής σύλληψης για την γλώσσα. Παραδείγµατα γλωσσικών παιχνιδιών εµφανίζονται ήδη από την πρώτη παράγραφο των Φιλοσοφικών Ερευνών, µέσα στο πλαίσιο της κριτικής που κάνει ο Wittgenstein στην αυγουστίνεια εικόνα για τη γλώσσα. Ο Wittgenstein εντοπίζει µια σειρά από προβλήµατα στη σύλληψη της γλώσσας ως πρωτίστως περιγραφικής. Πρόκειται, υποστηρίζει, για διαστρέβλωση της λειτουργίας της γλώσσας: Ονοµάζουµε τα πράγµατα και έτσι µπορούµε να µιλούµε γι αυτά: να αναφερόµαστε σε αυτά όταν µιλάµε».- Εκείνο που κάνουµε παρακάτω µοιάζει σαν να ήταν κιόλας δοσµένο µε την πράξη της ονοµασίας. Σα να υπήρχε ένα µονάχα πράγµα που λέγεται «µιλώ για τα πράγµατα». Ενώ βέβαια, µε τις προτάσεις µας κάνουµε τα πιο διαφορετικά πράγµατα. Ας συλλογιστούµε µόνο τα επιφωνήµατα: µε τις ολότελα διαφορετικές τους λειτουργίες. Νερό! Έξω! Αχ! Βοήθεια! Ωραίο! Όχι! Έχεις ακόµα τη διάθεση να ονοµάζεις αυτές τις λέξεις «ονοµασίες αντικειµένων; 5 Οι φράσεις της γλώσσας έχουν πολλές διαφορετικές λειτουργίες. Το να αναφέρονται σε αντικείµενα είναι µία µόνο από αυτές. Οµοίως, το να αποκαλέσει κανείς µία πρόταση περιγραφή σηµαίνει ότι της αποδίδει ένα συγκεκριµένο ρόλο, µία ορισµένη χρήση µέσα στη γλώσσα. Όπως, όµως, παρατηρεί, ακόµα και οι περιγραφές µπορούν να έχουν πολλές διαφορετικές χρήσεις: Σκέψου πόσα πολλά πράγµατα λέγονται περιγραφή : περιγραφή της θέσης ενός σώµατος από τις συντεταγµένες του περιγραφή της έκφρασης ενός προσώπου περιγραφή ενός αισθήµατος αφής περιγραφή µιας διάθεσης 6 5 ΦΕ, παρ. 27. 6 ΦΕ, παρ. 24

Όλες αυτές οι προτάσεις θα µπορούσαν να χαρακτηριστούν περιγραφές. Όµως, η λειτουργία τους σε διαφορετικές περιστάσεις εκφοράς είναι πολύ διαφορετική. Εξάλλου, αν κάθε πρόταση µιας γλώσσας είναι περιγραφή, τότε ο όρος περιγραφή καθίσταται ένας εντελώς ασαφής όρος, αφού θα πρέπει να επεκταθεί τόσο ώστε να χαρακτηρίζει όλες τις προτάσεις, ακόµα και αυτές που δεν µοιάζουν καθόλου µε περιγραφές. Επίσης, µε το να αποκαλεί κανείς κάθε πρόταση περιγραφή, διαστρεβλώνει την σχέση που υπάρχει µεταξύ της κατανόησης µίας πρότασης και της αντίδρασής του σε αυτή. Κατά τον Wittgenstein, ο τρόπος που ένας οµιλητής ανταποκρίνεται (γλωσσικά ή µη) στις εκφορές είναι ένα σηµαντικό κριτήριο κατανόησης. 7 Η έννοια της πρακτικής, στο πλαίσιο της γλώσσας, σχετίζεται µε την ιδέα των γλωσσικών παιχνιδιών. 8 Η πρακτική ενός ακροατή σε σχέση µε µια εκφορά συνδέεται µε την κατανόηση, ακριβώς επειδή δείχνει κατά πόσο οι συνοµιλητές παίζουν σωστά το οποιοδήποτε γλωσσικό παιχνίδι. 9 Η κατανόηση µιας γλώσσας και η σωστή χρήση της συνίσταται ακριβώς στην ικανότητα των οµιλητών να αναγνωρίζουν και να συµµετέχουν επιτυχώς στα διαφορετικά γλωσσικά παιχνίδια. Οι προτάσεις είναι τα εργαλεία για τον σκοπό αυτό. 10 Ο Wittgenstein δηλώνει: Θα ονοµάσω «γλωσσικό παιχνίδι» το σύνολο που αποτελείται από τη γλώσσα και τις δραστηριότητες µε τις οποίες είναι συνυφασµένη. 11 Η βασική ιδέα που κρύβεται πίσω από αυτήν την αναλογία της γλώσσας µε τα παιχνίδια είναι ότι η γλώσσα, όπως και τα παιχνίδια, είναι µια δραστηριότητα που υπόκειται σε κανόνες, οι οποίοι, όµως, δεν συστηµατοποιούνται. Το συνηθισµένο παράδειγµα παιχνιδιού, µε το οποίο ο Wittgenstein παροµοιάζει τη γλώσσα, είναι το σκάκι. Η γλώσσα, ακριβώς όπως και το σκάκι: (1). Κυβερνάται από κανόνες οι οποίοι είναι αυτόνοµοι, δεν θεµελιώνονται ούτε και δικαιολογούνται από τη σχέση τους µε µια εξωγλωσσική πραγµατικότητα. (2). Οι κανόνες της είναι τυχαίοι και θα µπορούσαν να είναι διαφορετικοί. Όµως, αλλάζοντας τους κανόνες, αλλάζει κανείς το παιχνίδι. Άρα, η γλώσσα συγκροτείται από τους κανόνες. (3). Η γραµµατική µιας 7 ΦΕ, παρ. 363. 8 Βλ. Stern, D.G., 1995, σελ.120-127 και Τσινόρεµα, B., 1995. 9 Βλ. ΦΕ, παρ. 304-308, 586-598 και passim. Βλ. επίσης Baker, G.P. & Hacker, 1997, σελ. 58-60. 10 ΦΕ, παρ. 21-24, 36, 43, 520, 421. 11 ΦΕ, παρ. 7. Βλ. επίσης, Περί Βεβαιότητος, παρ. 554-9 και Glock, H.J., 1996, σελ. 193-198.

λέξης καθορίζει την χρήση της, όπως και οι κανόνες του σκακιού καθορίζουν τις πιθανές κινήσεις του κάθε παίκτη. Οι οµοιότητες δεν σταµατούν εκεί. Μια σειρά από χαρακτηριστικά συνδέουν την γλωσσική δραστηριότητα, κατά τον Wittgenstein, µε τα παιχνίδια όπως το σκάκι: Τα παιχνίδια, όπως και η γλώσσα, είναι ανθρώπινες κατασκευές. Η ικανότητα να συµµετέχεις σε ένα παιχνίδι έχει τη βάση της στην εκπαίδευση. Το να συµµετέχει κανείς σε ένα παιχνίδι είναι µια ανθρώπινη δραστηριότητα, η οποία προϋποθέτει κοινές πρακτικές και ικανότητες. Όπως και στη γλώσσα, έτσι και στα παιχνίδια, δεν υπάρχει κανένα εµφανές κενό µεταξύ των κανόνων και της εφαρµογής τους: Το να ξέρω τον κανόνα σηµαίνει να ξέρω πως να συνεχίσω, πως να δράσω. Η σχέση µεταξύ κανόνα και εφαρµογής του γεφυρώνεται µε την εκπαίδευση. Τέλος, ο σκοπός κάθε παιχνιδιού καθορίζεται από το ίδιο το παιχνίδι. Αυτό που διαφοροποιεί την γλώσσα από ένα παιχνίδι είναι ότι η εφαρµογή της γλώσσας συνίσταται στην απόδοση νοήµατος. Πρόκειται για µια σηµαντική διαφορά, η οποία όµως δεν καταλύει τη διαφωτιστική λειτουργία της παραβολής της γλώσσας µε το σκάκι. 12 Η έννοια του γλωσσικού παιχνιδιού έρχεται πρωτίστως για να συνδέσει τη γλώσσα στενά µε τις ανθρώπινες δραστηριότητες και πρακτικές, µε την πανανθρώπινη µορφή ζωής: Εδώ η έκφραση «γλωσσικό παιχνίδι» έχει προορισµό να τονίσει ότι το να µιλάµε µια γλώσσα είναι µέρος µιας δραστηριότητας ή µιας µορφής ζωής. 13 Η µορφή ζωής είναι η βασική συνισταµένη που συσχετίζει όλες τις χρήσεις της έννοιας από τον Wittgenstein. Η µορφή ζωής είναι το κοινό έδαφος που µοιράζονται οι οµιλητές µιας γλώσσας. Όπως και οι υπόλοιποι βιτγκενσταϊνικοί όροι, έτσι και αυτός δεν ορίζεται πουθενά µε σαφήνεια. Η ιδέα αυτή, πάντως, παραπέµπει στους δεσµούς µιας κοινότητας η οποία µοιράζεται κοινές πρακτικές, συµπεριλαµβανοµένων και των γλωσσικών πρακτικών. Πρόκειται για το ιστορικόπολιτισµικό πλαίσιο µέσα στο οποίο εντάσσονται όλοι όσοι µετέχουν µιας γλώσσας ή, ίσως, της (ανθρώπινης) γλώσσας και πολιτισµού. Εντός της µορφής ζωής αναπτύσσονται, εξελίσσονται ή χάνονται τα διάφορα γλωσσικά παιχνίδια. Το να κατανοεί κανείς µια γλώσσα συνίσταται στο να τη χρησιµοποιεί σωστά, στο να κατέχει, ή να µπορεί να αναγνωρίζει και να συµµετέχει στα διαφορετικά γλωσσικά 12 Baker, G.P. & Hacker, 1997, σελ.. 48-51 13 ΦΕ, παρ. 23.

παιχνίδια που αποτελούν κοµµάτι των πρακτικών µιας κοινότητας. Η γλώσσα έτσι δένεται στενά µε όλο το πλέγµα των δραστηριοτήτων και των καθηµερινών πρακτικών των ανθρώπων. Η εκµάθηση µιας γλώσσας προϋποθέτει την συµµετοχή σε µια µορφή ζωής. Με τα λόγια του Wittgenstein: Το να φανταζόµαστε µια γλώσσα είναι να φανταζόµαστε µια µορφή ζωής. 14 Κατά τον τρόπο αυτό, όµως, η γλώσσα εκλαµβάνεται ολιστικά- αποτελεί µια ολότητα δραστηριοτήτων και πρακτικών στενά συνυφασµένων µε όλες τις πρακτικές και τις συνήθειες της κοινότητας των οµιλητών. Η κατανόησή της συνίσταται στο να αναγνωρίζουµε τις ποικίλες αυτές πρακτικές και τη χρήση τους εντός της µορφής ζωής µας. Αυτό συνεπάγεται ότι ο καθένας µας µαθαίνει τη γλώσσα όλη µαζί ως υποδραστηριότητα της µορφής ζωής στην οποία µετέχει. Διαφορετικά, επιµένει, δεν εξηγείται το γεγονός ότι το παιδί κατανοεί την πράξη της κατάδειξης. 15 Όταν έχουµε παρατεταµένο το δείκτη µας και λέµε «να ένα µήλο», πώς καταλαβαίνει το παιδί κατά πού πρέπει να κοιτάξει; Γιατί δεν κοιτάζει πίσω από το χέρι µας ή κάτω από το χέρι µας κλπ. Επίσης πώς σιγά σιγά κατανοεί ότι δεν αναφερόµαστε στο χρώµα, π.χ. αλλά στο αντικείµενο. Ότι δηλαδή δεν εννοούµε, π.χ., αυτό είναι κόκκινο, αλλά αυτό το φρούτο/ αντικείµενο ονοµάζεται µήλο. Με τα λόγια του Wittgenstein:... ο καταδεικτικός ορισµός εξηγεί τη χρήση τη σηµασία- της λέξης, όταν είναι ήδη ξεκάθαρο ποιός είναι γενικά ο ρόλος της λέξης µέσα στη γλώσσα. Αν λοιπόν ξέρω πώς κάποιος θέλει να µου εξηγήσει το όνοµα ενός χρώµατος, ο καταδεικτικός ορισµός «αυτό λέγεται σέπια» θα µε βοηθήσει να καταλάβω τη λέξη... 16 Σύµφωνα µε τον φιλόσοφο, εποµένως, πρέπει ήδη να ξέρει κανείς κάτι (ή «να ξέρει να κάνει κάτι») για να µπορεί να ρωτήσει για την ονοµασία µιας λέξης ή να κατανοήσει έναν καταδεικτικό ορισµό. Χρειάζεται, ορισµένως, να µετέχει ήδη σε µια κοινότητα, µε κοινές πρακτικές και συνήθειες, µε κοινούς κανόνες : Όταν δείχνουµε σε κάποιον τον βασιλιά στο σκάκι και του λέµε: «Αυτό είναι ο βασιλιάς», δεν του εξηγούµε τη χρήση αυτού του πιονιού- παρά µόνο αν ξέρει κιόλας τους κανόνες του παιχνιδιού, 14 ΦΕ, παρ. 19. 15 Για τη φιλοσοφία της γλώσσας του Wittgenstein βλ. ενδεικτικά και Baker & Hacker, 1997, Stern, D.G., 1995, McGinn, M., 1997, Fogelin, R.J., 1995. 16 ΦΕ, παρ. 30, η υπογράµµιση δική µου.

εκτός από αυτόν τον τελευταίο προσδιορισµό: το σχήµα του πιονιού. 17 Για να κατανοήσει εποµένως κανείς και άρα και ένα νήπιο- ένα καταδεικτικό ορισµό πρέπει ήδη να κατανοεί τη χρήση του, τους κανόνες αυτού του γλωσσικού παιχνιδιού. Οι κανόνες αυτοί δεν είναι ρητοί, το παιδί εξοικειώνεται µε αυτούς σταδιακά καθώς µεγαλώνει: Μπορεί ακόµα να φανταστεί κανείς, πώς κάποιος έµαθε το παιχνίδι χωρίς ποτέ να µάθει ή να διατυπώσει κανόνες. Στην αρχή µπορεί να έµαθε παρατηρώντας πολύ απλά παιχνίδια πάνω στη σκακιέρα και προχώρησε σε παιχνίδια όλο και πιο πολύπλοκα... 18 Το παιδί µετέχει ήδη σε κάποιο βαθµό στους κανόνες των πρακτικών της κοινότητας, όταν αρχίζει να µιλάει και να κατανοεί. Η γλωσσική δραστηριότητα αποτελεί κοµµάτι όλων των πρακτικών της κοινότητας µε τις οποίες εξοικειώνεται ένα παιδί σταδιακά, αλλά συνολικά από τη στιγµή που έρχεται στον κόσµο. Το παιδί µεγαλώνει εντός της µορφής ζωής. Από τα πρώτα λεπτά της ζωής του αρχίζει να εξοικειώνεται µε ένα σύνολο προδιαθέσεων, κανόνων και συνηθειών που αποτελούν τον σκληρό βράχο των πεποιθήσεών µας και νοηµατοδοτούν τον κόσµο γύρω µας. Η γλώσσα δεν νοείται αποκοµµένη από αυτό το σύνολο των δραστηριοτήτων µας. Η κατανόησή της προϋποθέτει συµµετοχή στη µορφή ζωής της κοινότητας των οµιλητών. Το παιδί σιγά- σιγά αναγνωρίζει χρήσεις και κανόνες και αποκτά σταδιακά την ικανότητα να τους χρησιµοποιεί και το ίδιο. Η διαδικασία αυτή είναι ολιστική- το παιδί, ως µέλος της κοινότητας, ως µέτοχος στη µορφή ζωής, µαθαίνει τα διάφορα γλωσσικά παιχνίδια ως υποσύνολα της γλώσσας. Η παραδοσιακή θεωρία για τη γλώσσα παρουσιάζει την εκµάθηση της γλώσσας ως µια συλλογή από καταδεικτικούς ορισµούς και παρατηρησιακές προτάσεις, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι για να κατανοήσει κανείς τέτοιες εκφορές θα πρέπει ήδη να ξέρει τι να κάνει µε αυτές, να γνωρίζει, δηλαδή, τη χρήση τους εντός της µορφής ζωής. Το παιδί που µαθαίνει τη µητρική του γλώσσα παρουσιάζεται ως ένας ενήλικας που µαθαίνει µια ξένη γλώσσα: Εκείνος που έρχεται σε ξένο τόπο, µαθαίνει καµιά φορά τη γλώσσα των ντόπιων από καταδεικτικούς ορισµούς που του δίνουν και συχνά θα πρέπει να µαντεύει το νόηµα αυτών των 17 ΦΕ, παρ. 31, η υπογράµµιση δική µου. 18 ΦΕ, παρ. 31.

ορισµών και άλλοτε θα µαντεύει σωστά κι άλλοτε λάθος...ο Αυγουστίνος περιγράφει την εκµάθηση της ανθρώπινης γλώσσας σα να είχε έρθει το παιδί σε ξένο τόπο και να µην καταλάβαινε τη γλώσσα του τόπου µ άλλα λόγια: σα να είχε κιόλας µια γλώσσα αλλά όχι αυτή εδώ... 19 Η παραδοσιακή θεωρία για τη γλώσσα παρουσιάζει το νήπιο που µαθαίνει την µητρική του γλώσσα σαν κάποιον που ξέρει ήδη να µιλάει σε µια γλώσσα και πρέπει να κάνει τις απαραίτητες συνδέσεις σε µια νέα γλώσσα. Διότι, διαφορετικά, υπαινίσσεται ο Wittgenstein είναι αδύνατον να κατανοήσει κανείς τι είναι αυτό που πρέπει να µάθει, όταν ακούει έναν καταδεικτικό ορισµό. Για να γίνουν οι απαραίτητες συνδέσεις χρειάζεται ήδη εξοικείωση µε τη γλώσσα. Το παιδί κατακτά αυτή τη γνώση σταδιακά καθώς εξοικειώνεται µε όλες τις πρακτικές (γλωσσικές και µη γλωσσικές) της κοινότητας. Ο Wittgenstein δεν αρνείται ότι µπορεί κανείς να µάθει ονόµατα αντικειµένων ή προσώπων κ.λπ. µέσω καταδεικτικού ορισµού. Αρνείται, όµως, ότι αυτό µπορεί να γίνει εν κενώ, χωρίς µια ταυτόχρονη εξοικείωση µε τις χρήσεις του καταδεικτικού ορισµού, και γενικώς, των πρακτικών και των προδιαθέσεων της µορφής ζωής µας. Η κριτική που ο ίδιος κάνει στον καταδεικτικό ορισµό στοχεύει σε πολλαπλά φιλοσοφικά µέτωπα που συνδέονται µε µια σύλληψη της γλώσσας ως πρωτίστως περιγραφικής. Εδώ αποµονώσαµε τα σηµεία που αναφέρονται στην εκµάθηση της µητρικής γλώσσας, χωρίς να αναφερθούµε στα περαιτέρω προβλήµατα της παραδοσιακής σύλληψης για τη γλώσσα. Είδαµε, λοιπόν, πως περνάµε από µια φιλοσοφική σύλληψη η οποία θεωρεί µονάδα νοήµατος την λέξη ή την πρόταση, σε µία νέα η οποία εκλαµβάνει ως µονάδα νοήµατος ολόκληρη τη γλώσσα. Κάθε θεωρία για τη γλώσσα υπαινίσσεται και µια διαφορετική προσέγγιση του φαινοµένου της εκµάθησης της µητρικής γλώσσας. Σύµφωνα µε την θεωρία που εδώ ονοµάσαµε παραδοσιακή, η γλώσσα µαθαίνεται µέσω καταδεικτικών ορισµών και παρατηριασιακών προτάσεων. Η θεωρία αυτή, όµως, δεν εξηγεί πώς γίνεται και καταλαβαίνουµε τους καταδεικτικούς ορισµούς κατ αρχάς. Ο Wittgenstein, µεταξύ άλλων, υπογραµµίζει τα προβλήµατα που µια τέτοια σύλληψη συνεπάγεται και προτείνει µια νέα ολιστική εικόνα για το νόηµα. Κατ 19 ΦΕ, παρ. 32.

αυτόν, το νόηµα φανερώνεται ολιστικά, εντός της µορφής ζωής. Για να µιλήσουµε εποµένως για κατανόηση προϋποθέτουµε ήδη την συµµετοχή σε ένα κοινό κοσµοείδωλο, σηµαντικό κοµµάτι του οποίου είναι η γλώσσα. Θυµίζουµε ότι κατά τον Wittgenstein «το να φαντάζοµαι µια γλώσσα σηµαίνει να φαντάζοµαι µια µορφή ζωής». Μονάδα νοήµατος, τελικά, αποτελεί ολόκληρη η γλώσσα ως µορφή ζωής. Αυτό σηµαίνει πως θεωρητικά χρειάζεται κανείς να µετέχει ήδη της γλωσσικής δραστηριότητας εν γένει, προκειµένου να κατανοήσει µια οποιαδήποτε εκφορά. Δεν εννοούµε ότι πρέπει να γνωρίζει και να µιλά τέλεια µια γλώσσα (ούτε καν τη µητρική του) για να κατανοήσει µια πρόταση αυτής της γλώσσας. Χρειάζεται, όµως, να είναι ήδη σε µια διαδικασία εξοικείωσης µε τα γλωσσικά παιχνίδια, µε τις χρήσεις, µε τις πρακτικές, γλωσσικές και µη, της κοινότητας του, να µεγαλώνει µέσα σε ένα κοινό εννοιολογικό υπόβαθρο, το οποίο θα λειτουργεί από εκεί και πέρα ως υποδοχή κάθε νέας γνώσης. Η γλώσσα εξάλλου βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη, γλωσσικά παιχνίδια γεννιούνται και πεθαίνουν κάθε µέρα, και ο καθένας µας µαθαίνει να προσαρµόζεται σε αυτά ακριβώς επειδή όλοι µοιραζόµαστε ένα κοινό υπόστρωµα, όλοι µετέχουµε στην µορφή ζωής. Βιβλιογραφία Baker G.P. & Hacker P.M.S. (1997), Wittgenstein: Meaning and Understanding, vol.1, Blackwell, Oxford. Fogelin, R.J. (1995), Wittgenstein, Routledge, London New York. Lycan, W.G. (2000), Philosophy of Language, Routledge, London. McGinn, M. (1997), Wittgenstein and the Philosophical Investigations, Routledge, London. McGinn, M. (1997), Wittgenstein and the Philosophical Investigations, Routledge, London. Miller, A. (1998), Philosophy of Language, Routledge, London New York. Soames, S. (2003), Philosophical Analysis in the Twentieth Century, vol. 1&2, Princeton University Press. Stern, D.G. (1995), Wittgenstein on Mind and Language, Oxford University Press, New York Oxford.

Stern, D.G., 1995, Wittgenstein on Mind and Language, Oxford University Press, New York Oxford. Wittgenstein, L. (1977), Φιλοσοφικές Έρευνες, Εκδ. Παπαζήση, µτφ. Π. Χριστοδουλίδης, Αθήνα. Wittgenstein, L. (1978), Tractatus Logico- Philosophicus, µτρφ. Θ. Κιτσόπουλος, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα. Wittgenstein, L. (1989), Περί της Βεβαιότητας, µτφρ. Κ. Βουδούρης, Εκδόσεις Καρδαµίτσα, Αθήνα. Αυγελής, Ν. (1993), Φιλοσοφία και ιστορία της επιστήµης, Θεσσαλονίκη. Πατέλλη, Ι. (1991), Νόηµα και Πράξη, Εξάντας, Αθήνα. Πατέλλη, Ι. (1994), «Αναγωγισµός και αξίες», Αξιολογικά 6, Μάιος 1994, Εξάντας, Αθήνα, σελ. 70-113. Ρουσόπουλος, Γ. (1998), Η αναλυτική της παράστασης, Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα. Τσινόρεµα, Σ. (1994), «Επιστήµη και ορθολογικότητα», Αξιολογικά 7, Νοέµβριος 1994, Εξάντας, Αθήνα, σελ. 7-71. Τσινόρεµα, Σ. (1995), «Ο Wittgenstein και η συζήτηση γύρω από τη γλωσσική κανονιστικότητα», Δευκαλίων 13/ 2-3, Φεβρ.-Ιουν 1995, Δαίδαλος, Αθήνα. Περίληψη άρθρου Η παραδοσιακή φιλοσοφία της γλώσσας, από τον µεσαίωνα ήδη και ως τις µέρες µας, θεωρεί ότι βασική λειτουργία της γλώσσας είναι η αναπαραστατική. Σύµφωνα µε την αντίληψη αυτή ο καταδεικτικός ορισµός αποτελεί το κατώφλι µεταξύ γλώσσας και πραγµατικότητας, και, εποµένως, και το θεµέλιο της εκµάθησης της µητρικής γλώσσας. Στο άρθρο αυτό συνοψίζονται οι αντιρρήσεις του Wittgenstein απέναντι στην παράδοση αυτή. Η θεωρία του Wittgenstein παρέχει µια καλύτερη εναλλακτική εξήγηση του φαινοµένου της εκµάθησης της γλώσσας. Abstract Renia Gasparatou: Ostensive definition and language acquisition: L. Wittgenstein s critique of the traditional view of language learning. Traditionally, from medieval philosophy to nowadays, language is taken to have a primarily representative function. This view considers ostensive definition to be the threshold between reality and language and, therefore, the foundation of all language

learning. This paper summarizes Wittgenstein s main arguments against such a view and suggests that Wittgenstein s theory can better explain language acquisition.

Σύντοµο βιογραφικό σηµείωµα Η Ρένια Γασπαράτου είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας του Tµήµατος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστηµίου Κρήτης. Διδάσκει µαθήµατα σύγχρονης φιλοσοφίας και φιλοσοφίας της παιδείας στο Τµήµα Φιλοσοφίας και στο Τµήµα Επιστηµών της Εκπαίδευσης και της Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία του Πανεπιστηµίου Πατρών. Επίσης, είναι καθηγήτρια- σύµβουλος στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήµιο για την θεµατική ενότητα «Φιλοσοφία στην Ευρώπη» στο πρόγραµµα Σπουδών στον Ευρωπαϊκό Πολιτισµό. Έχει διατελέσει επισκέπτρια ερευνήτρια στο Πανεπιστήµιο του Pittsburgh. Έχει συµµετάσχει σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια και έχει δηµοσιεύσει σε ελληνικά και διεθνή περιοδικά.