Η σχολική ζωή στο Α Γυμνάσιο Γιαννιτσών (1914-1980): Μελέτη αρχειακού υλικού-απόψεις εκπαιδευτικών και μαθητών/ τριών



Σχετικά έγγραφα
«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)»

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ. «Τα μυστικά ενός αγγείου»

Ο ΥΣΣΕΑΣ Ερευνητικό εκπαιδευτικό πρόγραµµα εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης σε ηµοτικά Σχολεία της Ελλάδος

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

ποδράσηη Ανιχνεύοντας το παρελθόν Σχέδια εργασίας σχολείων-μουσείων σχολικού έτους ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΜΑΘΗΤΩΝ

Επεξεργασία αρχειακού υλικού Σχολείων για τη μελέτη της τοπικής ιστορίας. Δρ. Δημήτρης Γουλής ΕΔΙΠ, Τμήμα Κινηματογράφου, Σχολή Καλών Τεχνών ΑΠΘ

ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΙΣΤΟΡΙΑ

12 Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ στην εκπαιδευση

Μουσεία και Εκπαίδευση (υποχρεωτικό 3,4 εξ.) Προσδοκώμενα αποτελέσματα: Στη διάρκεια του μαθήματος οι φοιτητές/τριες

Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή

Με τα μάτια του παππού και της γιαγιάς. 63o Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης. Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας- Θράκης

Διερευνητική ιστορική µάθηση: Η χρήση και αξιοποίηση των ιστορικών πηγών

H ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κατσιφή Βενετία εκπαιδευτικός

Θέλετε να διαθέσετε ένα αρχείο στο διαδίκτυο;

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ 2015

ΑΡΗΣ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ Φυσικός, M.Ed. Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας

Ενότητα 3: Εισαγωγή στη θεματική

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2019 A ΦΑΣΗ

Περιβαλλοντικές διαδρομές στα ίχνη του παρελθόντος, αναζητώντας ένα βιώσιμο μέλλον. Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Λαυρίου

Eκπαίδευση Εκπαιδευτών Ενηλίκων & Δία Βίου Μάθηση

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις

Υ.Α Γ2/6646/ Επιµόρφωση καθηγητών στο ΣΕΠ και τη Επαγγελµατική Συµβουλευτική

Η Γυναίκα στην Αρχαία Αθήνα. Χουτουρίδου Κλαούντια, καθ. κλ. ΠΕ07

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ B1. δ.λάθος. ε.σωστό Β2.

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία

ΔΕΠΠΣ. ΔΕΠΠΣ και ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

Ελληνικό Παιδικό Μουσείο Κυδαθηναίων 14, Αθήνα Τηλ.: , Fax:

ΕΡΕΥΝΑ ΠΕΔΙΟΥ- «ΠΟΣΟ ΚΑΛΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟ;»

ΠΡΑΞΗ: «ΜΟ.ΔΙ.Π» (Μονάδα Διασφάλισης Ποιότητας) του Πανεπιστημίου Μακεδονίας» Κωδικός MIS ΥΠΟΕΡΓΟ:

Δομώ - Οικοδομώ - Αναδομώ

Παιδί και Ιστορικά Αρχεία: Προβληματισμοί, Μεθοδολογία, Μελέτη περίπτωσης. Λεωνίδας Κ. Πλατανιώτης Εκπαιδευτικός ΠΕ 02 (Φιλόλογος)

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

Ιστορία. ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» 16 Σεπτεμβρίου Α. ΚΕΙΜΕΝΟ [Ιστορία & Εκπαίδευση]

Β2. β) Πρώτα απ όλα: Αρχικά παράλληλα: ταυτόχρονα εξάλλου: άλλωστε

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Α Φάση: :Εμείς και η γειτονιά μας. Α φ ά σ η. Α φάση: Εμείς και η γειτονιά μας 53

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

Το μυστήριο της ανάγνωσης

Η κοινωνική και πολιτική οργάνωση στην Αρχαία Ελλάδα

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΚΟΙΝΈΣ ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΥΡΏΠΗ ΧΩΡΊΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΈΣ ΓΡΑΜΜΈΣ

Διήμερο εκπαιδευτικού επιμόρφωση Μέθοδος project στο νηπιαγωγείο. Έλενα Τζιαμπάζη Νίκη Χ γαβριήλ-σιέκκερη

Διδακτική πρόταση 2 1 : Οι μετακινήσεις ανθρώπων σε άλλες περιοχές της γης κατά την Αρχαϊκή Εποχή

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Ιστορία της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα: Το παράδειγμα των Φιλοσοφικών Σχολών

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ 18 ΜΑΪΟΥ 2015) ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

Α.Π.Θ. Α.Π.Θ. Διά Βίου Μάθησης. Μάθησης. Ποίηση και Θέατρο Αρχαία Ελλάδα

«Ανακαλύπτοντας τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της Επαρχίας Ελασσόνας»- Μια διδακτική προσέγγιση

Γεωργική Εκπαίδευση Ενότητα 12

Αναδεικνύω τον τόπο μου μέσα από την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

ΠΡΑΞΗ: «ΜΟ.ΔΙ.Π» (Μονάδα Διασφάλισης Ποιότητας) του Πανεπιστημίου Μακεδονίας» Κωδικός MIS ΥΠΟΕΡΓΟ:

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ

ΑΝΑΓΝΟΥ ΑΓΝΗ ΚΟΚΟΒΟΥ ΜΑΡΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

Διδακτική Μεθοδολογία του μαθήματος της Ιστορίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (με εφαρμογές)

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Προγράμματος. Εκπαίδευση μέσα από την Τέχνη. [Αξιολόγηση των 5 πιλοτικών τμημάτων]

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Απαντήσεις Θεμάτων Πανελληνίων Εξετάσεων Εσπερινών Επαγγελματικών Λυκείων (ΟΜΑΔΑ Α )

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ


Η Δημοτική Εκπαίδευση είναι υποχρεωτική και διαρκεί έξι. χρόνια. Είναι υπεύθυνη για την εκπαίδευση παιδιών ηλικίας 5 8 / 12

Ιστορία Γυμνασίου. Γυμνάσιο Βεργίνα,

ΠΡΑΞΗ: «ΜΟ.ΔΙ.Π» (Μονάδα Διασφάλισης Ποιότητας) του Πανεπιστημίου Μακεδονίας» Κωδικός MIS ΥΠΟΕΡΓΟ:


ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΓΕΡΑΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Α ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΥ ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΑΤΡΑ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ: Θέμα: Σύγκριση Παλαιών Νέων Θεάτρων

Ερευνητικό ερώτημα: Η εξέλιξη της τεχνολογίας της φωτογραφίας μέσω διαδοχικών απεικονίσεων της Ακρόπολης.

334 Παιδαγωγικό Δημοτικής Εκπαίδευσης Δυτ. Μακεδονίας (Φλώρινα)

Νικόλαος Γύζης, "Ιστορία" (1892)

Σχέδιο μαθήματος 2 Η Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά Το παράδειγμα του εθίμου των Μωμόγερων

ΣΧΕΔΙΟ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η ανάγκη των εσωτερικών αλλαγών στην τεχνική- επαγγελματική εκπαίδευση. Βασίλης Δημητρόπουλος Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος

LOGO

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ. ΜΟΙΡΑΖΟΜΑΣΤΕ ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

ΟΜΙΛΟΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

«ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ: Προσθέτει χρόνια στη ζωή αλλά και ζωή στα χρόνια»

Πρόληψη Ατυχημάτων για την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΙΔΡΟΥΝ ΣΤΗ ΣΧΕΣΗ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Ι «Η Θεωρητική έννοια της Μεθόδου Project» Αγγελική ρίβα ΠΕ 06

Προσεγγίσεις στην Τοπική Εκπαιδευτική Ιστορία: Σχολεία και εκπαιδευτικοί της Θεσσαλονίκης. Ενότητα 4 η : Τοπική Ιστορία: περιοδολόγηση

Δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS Μαμάη 3, Αθήνα. Τηλ- Fax

«Άρτος και Ευρωπαϊκή Ένωση»

Προσεγγίσεις στην Τοπική Εκπαιδευτική Ιστορία: Σχολεία και εκπαιδευτικοί της Θεσσαλονίκης. Ενότητα 1 η : Εισαγωγικά

Διδακτική της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

ΟΛΟΗΜΕΡΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΔΙΑΚΟΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ 2 ΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΕΡΦΕΡΕΙΑΣ ΣΑΜΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΑ 18 ΜΑΪΟΥ 2015 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΟ Γ1 ΤΟΥ 10 ΟΥ Δ.Σ. ΤΣΕΣΜΕ ( ) ΠΟΡΕΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ. ΜΑΘΗΜΑ: Μελέτη Περιβάλλοντος. ( Ενότητα 3: Μέσα συγκοινωνίας και μεταφοράς

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ Δρ. Ζαφειριάδης Κυριάκος Οι ικανοί αναγνώστες χρησιμοποιούν πολλές στρατηγικές (συνδυάζουν την

Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Σχεδίαση και Ανάπτυξη εφαρμογής ηλεκτρονικής εκπαίδευσης σε περιβάλλον Διαδικτύου: Υποστήριξη χαρακτηριστικών αξιολόγησης

Ερευνητικές Εργασίες. Μέθοδος Project στις Ερευνητικές Εργασίες

Πλατύκαμπος ΠΟΡΕΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Ελληνικό Παιδικό Μουσείο Κυδαθηναίων 14, Αθήνα Τηλ.: , Fax:

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ-ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Μαρία Ασλανίδου Η σχολική ζωή στο Α Γυμνάσιο Γιαννιτσών (1914-1980): Μελέτη αρχειακού υλικού-απόψεις εκπαιδευτικών και μαθητών/ τριών Επόπτης: Βασίλειος Φούκας, Λέκτορας Θεσσαλονίκη 2013 2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ 4 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 6 Α' ΜΕΡΟΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 8 1. ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 9 1.1 Η εμφάνιση της Τοπικής Ιστορίας 9 1.2 Επιρροές της Τοπικής Ιστορίας 12 1.3 Τοπική Ιστορία, μικροϊστορία και σχολείο 13 1.4 Πηγές της Τοπικής Ιστορίας 15 1.6 Προφορική Ιστορία και Τοπική Ιστορία 17 2. Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ (1914-1980) 19 2.1 Ιστορική αναδρομή- Γνωρίζοντας τα Γιαννιτσά μέσα από την Ιστορία τους 19 2.2 Το όνομα της πόλης των Γιαννιτσών 21 2.3 Οικονομική ζωή στα Γιαννιτσά 25 2.4 Κοινωνική ζωή στα Γιαννιτσά 29 2.5 Πνευματική ζωή στα Γιαννιτσά 32 Β ΜΕΡΟΣ Η ΕΡΕΥΝΑ 43 3. ΣΚΟΠΟΣ, ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 44 3.1 Αφετηρία, σκοπός και στόχοι της έρευνας 44 3.2 Μεθοδολογία της ερευνητικής διαδικασίας- Τεχνική συλλογής του υπό έρευνα υλικού 45 4. ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΟΥ 48 4.1 Ίδρυση του σχολείου 48 4.2 Το Γυμνάσιο Γιαννιτσών και οι χώροι στέγασής του 50 3

4.3 Εκπαιδευτικό προσωπικό 56 4.4 Μαθητικό Δυναμικό 64 5. Η ΣΧΟΛΙΚΗ ΖΩΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΑΚΟ ΥΛΙΚΟ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ 69 5.1 Εξετάσεις 69 5.2 Μαθήματα 74 5.3 Σχολικές εκδηλώσεις 79 5.4 Σχολικές εκδρομές 87 5.5 Πράξεις διαμαρτυρίας των μαθητών 88 5.6 Ποινές μαθητών- Ζητήματα πειθαρχίας 89 5.7 Υποχρεώσεις των μαθητών 95 5.8 Υποχρεώσεις των καθηγητών 96 5.9 Συνεδριάσεις καθηγητών 98 6. Η ΣΧΟΛΙΚΗ ΖΩΗ ΩΣ ΒΙΩΜΑ 104 6.1 Το προφίλ των συμμετεχόντων: φύλο, έτος αποφοίτησης, επαγγελματική πορεία 104 6.2 Οι συνεντευξιαζόμενοι θυμούνται - Συνθήκες μάθησης και επιβίωσης 107 6.3 Η φυσιογνωμία των καθηγητών διαχρονικά 110 6.4 Η στάση των καθηγητών απέναντι στους μαθητές τους 115 6.5 Οι σχέσεις μεταξύ των μαθητών 121 6.6 Αρμοδιότητες των μαθητών/ τριών 123 6.7 Συμμετοχή στις παρελάσεις 126 6.8 Σχολικές γιορτές και κοινωνικές εκδηλώσεις του σχολείου 126 6.9 Ποινές-Ζητήματα πειθαρχίας 131 ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ- ΣΥΖΗΤΗΣΗ- ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 134 ΠΗΓΕΣ- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 139 4

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη της σχολικής ζωής στο Α Γυμνάσιο Γιαννιτσών. Πιο συγκεκριμένα η μελέτη αυτή εστιάζει στην εκπαιδευτική πραγματικότητα που επικρατούσε στο σχολείο από το 1914 έως το 1980. Στη διερεύνηση της εκπαιδευτικής πραγματικότητας από τη σκοπιά των εκπαιδευτικών και των μαθητών/τριών συνέβαλε η μελέτη της αποτύπωσης του αρχειακού υλικού του σχολείου. Συμπληρωματικό υλικό αποτέλεσαν προφορικές μαρτυρίες ανθρώπων που φοίτησαν και δίδαξαν σε αυτό. Το ενδιαφέρον μου για αυτό το θέμα ξεκίνησε στο πλαίσιο των μαθημάτων στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών του Τομέα Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ., όπου μου δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθώ για ένα εξάμηνο, με την έρευνα της Τοπικής Εκπαιδευτικής Ιστορίας, και, ειδικότερα, με την έρευνα των σχολείων της Θεσσαλονίκης. Με τα ερεθίσματα που δέχτηκα από τους καθηγητές μου, δημιουργήθηκε ένα ερευνητικό ενδιαφέρον για τη μελέτη της Τοπικής Εκπαιδευτικής Ιστορίας του τόπου καταγωγής μου, τα Γιαννιτσά, και, πιο συγκεκριμένα για το Α Γυμνάσιο Γιαννιτσών. Πρόκειται για το πρώτο σχολείο Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην πόλη των Γιαννιτσών. Ένα σχολείο με ιστορία που κατάφερε να επιβιώσει, στις πιο δύσκολες εποχές και να διαμορφώσει ικανούς και αξιόλογους πολίτες. Πρόκειται για ένα σχολείο, όπου πολλοί μαθητές επιθυμούν να εγγραφούν. Οι άριστες σχολικές εγκαταστάσεις και οι παροχές που προσφέρει στο εκπαιδευτικό και μαθητικό προσωπικό, οι ποικίλες πολιτιστικές δραστηριότητες με τις οποίες ασχολείται και οι νέες παιδαγωγικές μέθοδοι, οι οποίες υιοθετούνται από το εκπαιδευτικό προσωπικό, βοηθούν το σχολείο να ξεχωρίζει. Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως την κα Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου και τον κ. Βασίλειο Φούκα, καθηγητές του τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής, οι οποίοι ήταν οι επιστημονικοί υπεύθυνοι για την εργασία μου. Θέλω να τους ευχαριστήσω για το ενδιαφέρον, τη συμπαράσταση, το χρόνο που πρόθυμα αφιέρωσαν και την ουσιαστική καθοδήγησή τους σε όλη τη διάρκεια της εκπόνησης και συγγραφής της παρούσας εργασίας. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τους διευθυντές του Α και Β Γυμνασίου και του Α και Β Λυκείου που μου επέτρεψαν να μελετήσω το αρχειακό υλικό του Α Γυμνασίου, που βρίσκεται στις βιβλιοθήκες των συγκεκριμένων σχολείων. Ακόμη, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους ανθρώπους της Λαογραφικής και Ιστορικής Εταιρίας Φίλιππος, οι οποίοι, έδειξαν αμέριστη προσοχή στα αιτήματά μου και με βοήθησαν πολύ με τις εύστοχες παρατηρήσεις και σημειώσεις τους. 5

Επίσης, ευχαριστώ τον κ. Χατζή, ο οποίος ήταν πρόθυμος να με στηρίξει σε αυτήν τη μελέτη. Κλείνοντας, θερμές ευχαριστίες επιθυμώ να εκφράσω στους ανθρώπους που φοίτησαν στο Γυμνάσιο και δέχτηκαν να συζητήσουν μαζί μου και να μοιραστούν τις εμπειρίες τους και τα βιώματα τους. Η συμβολή τους υπήρξε καθοριστική για την έκβαση της εργασίας μου. 6

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η Τοπική Εκπαιδευτική Ιστορία όπως και η Τοπική Ιστορία αποτελούν σημαντικά ερευνητικά πεδία. Ολοένα και περισσότεροι ερευνητές και ερευνήτριες ασχολούνται με την Τοπική Εκπαιδευτική Ιστορία διαφόρων περιοχών. Η Τοπική Εκπαιδευτική Ιστορία δεν κινεί το ενδιαφέρον μόνο των ερευνητών αλλά και των πολιτών ενός τόπου ή μιας περιοχής, οι οποίοι χωρίς να διαθέτουν κάποια ιδιαίτερη εκπαίδευση, αναλαμβάνουν να ερευνήσουν διάφορες πτυχές συντελώντας στην ανάδειξη του πολιτισμού, της παιδείας και της πνευματικής ζωής του τόπου τους. Η Τοπική Εκπαιδευτική Ιστορία ωφελεί πολλαπλώς τόσο τους ερευνητές όσο και τους αναγνώστες. Με αφορμή το βιβλίο του Χρήστου Χατζή που παρουσιάζει ορισμένα στοιχεία από το Α Γυμνάσιο Γιαννιτσών, αποφασίσαμε, πως θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και χρήσιμη η αναζήτηση περισσότερων στοιχείων, που θα αντλούσαμε από το αρχειακό υλικό και από προφορικές μαρτυρίες ατόμων που έχουν φοιτήσει στο σχολείο από το 1914 έως το 1980. Επηρεασμένη, λοιπόν, από τη μελέτη της Τοπικής Εκπαιδευτικής Ιστορίας, στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών μου μαθημάτων και έχοντας ως αφόρμηση το βιβλίο του κ. Χρήστου Χατζή, αποφάσισα να αναζητήσω τα ίχνη που έχει αφήσει η ιστορία του Γυμνασίου, στο οποίο φοίτησα. Η μελέτη του αρχειακού υλικού του σχολείου ήταν μία διαδικασία πολύ ενδιαφέρουσα και ιδιαίτερα ευχάριστη. Το υλικό βρισκόταν σε τέσσερα διαφορετικά σχολεία. Τα βιβλία πράξεων, τα μαθητολόγια και τα ποινολόγια δεν ήταν καταχωρημένα με τη σειρά, ενώ σε πολλά από αυτά οι σελίδες έλειπαν. Παρ όλα αυτά η μελέτη έφερε στην επιφάνεια αρκετά νέα στοιχεία, ενώ ο εμπλουτισμός της με συνεντεύξεις από άτομα που έχουν φοιτήσει στο σχολείο κατά την περίοδο που εξετάζουμε συνέβαλε σημαντικά. Η παρούσα εργασία, όπως διαφαίνεται από το θέμα, διακρίνεται σε δύο μέρη, στο θεωρητικό και στο ερευνητικό. Στο θεωρητικό κομμάτι εμπεριέχονται δύο κεφάλαια. Το πρώτο αφορά στην Τοπική Εκπαιδευτική Ιστορία. Αρχικά, σχολιάζεται και οριοθετείται ο όρος Τοπική Ιστορία και η συμβολή του όρου αυτού. Έπειτα παρατίθενται λεπτομέρειες που αφορούν στην εμφάνιση του όρου, τη σχέση που έχει η τοπική ιστορία με τη μικροϊστορία και την προφορική ιστορία, καθώς και την εξέλιξη που διαδραματίζει η τελευταία. Ακόμη, παρατίθενται οι πηγές της Τοπικής Ιστορίας, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις προφορικές μαρτυρίες. Στο τέλος του κεφαλαίου, γίνεται αναφορά στην Τοπική Εκπαιδευτική Ιστορία και την επίδραση που έχει στο χώρο του σχολείου. Το δεύτερο κεφάλαιο του θεωρητικού μέρους περιγράφει την οικονομική, κοινωνική και πνευματική ζωή των Γιαννιτσών, όπως αυτή σχηματίστηκε από το 1914 έως το 1980. Οι επιρροές που δέχτηκε και οι δυσκολίες που γνώρισε η πόλη των Γιαννιτσών διανύοντας τα χρόνια του Μακεδονικού αγώνα, της προσφυγιάς, της Κατοχής και της δικτατορίας παρουσιάζονται σε αυτό το κεφάλαιο. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται αναφορά σε 7

στοιχεία που αφορούν στον πληθυσμό, τις διατροφικές συνήθειες των κατοίκων, τη γεωγραφία της πόλης, τους τομείς της οικονομίας, τα μνημεία, τα επαγγέλματα, τα έθιμα των κατοίκων και την εκπαίδευση των Γιαννιτσών από το 1914 έως το 1980. Στο πρώτο κεφάλαιο του ερευνητικού μέρους της εργασίας, περιγράφονται ο σκοπός και οι επιμέρους στόχοι της έρευνας, το υπό έρευνα υλικό, η τεχνική συλλογής του και η επιλογή της ερευνητικής μεθόδου. Στο δεύτερο κεφάλαιο, παρουσιάζονται τα δεδομένα της έρευνας και η ανάλυση τους. Πιο συγκεκριμένα, παρατίθενται τα στοιχεία τα οποία αντλήθηκαν από το αρχειακό υλικό του σχολείου και όσες πληροφορίες έγιναν γνωστές από τις συνεντεύξεις, που μου παραχώρησαν άνθρωποι που φοίτησαν και δίδαξαν στο σχολείο. Τέλος, παρουσιάζονται οι διαπιστώσεις που προκύπτουν από την ανάλυση των δεδομένων. Ακολουθούν οι πηγές και η βιβλιογραφία. 8

Α ΜΕΡΟΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 9

1. ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 1.1 Η εμφάνιση της Τοπικής Ιστορίας «Μ ια πόλη δεν είναι μονάχα αυτό που μας δείχνει. Είναι και όλα όσα κουβαλάει μαζί της στην πορεία της μέσα στο χρόνο. Χωρίς τη γνώση αυτού του πολύτιμου φορτίου στέκει απέναντι μας μετέωρη και αινιγματική, κρατώντας το αληθινό της πρόσωπο γι αυτούς που ξέρουν να το αναζητήσουν» (Βαϊνά, 1997: 50). Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που μπορούμε να προσδώσουμε στη σύγχρονη εποχή είναι το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που δείχνουν οι άνθρωποι για το παρελθόν. Οι άνθρωποι επιδιώκοντας να προβλέψουν το μέλλον, αισθάνονται την ανάγκη να στρέψουν την προσοχή τους στη μελέτη του παρελθόντος (Πανταζής, 2002: 205). Ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν άλλωστε, προκύπτει σχεδόν πάντα ένας διάλογος, ο οποίος παρουσιάζεται σε όποιον επιλέξει να μελετήσει την ιστορία. Το παρελθόν αποτελεί ένα στοιχείο, ένα δεδομένο, το οποίο δεν μεταβάλλεται. Η γνώση, όμως, του παρελθόντος, καθώς και η μελέτη του, μπορεί να υποστεί τροποποιήσεις, να μετασχηματιστεί και να τελειοποιηθεί (Αβδελά, 1994: 112). Μέσα στο πλαίσιο της μελέτης του παρελθόντος και της Ιστορίας εντάσσεται και η μελέτη της Τοπικής Ιστορίας. Τι εννοεί, όμως, κανείς όταν αναφέρεται στον όρο Τοπική Ιστορία. Είναι αποδεδειγμένο πως αρχικά φαίνεται αυτονόητο το τι είναι Τοπική Ιστορία, όμως, στην πορεία διαπιστώνεται πως είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη η μελέτη συγκεκριμένων παραδειγμάτων (Βώρος, 1989: 176). Δεν διατυπώθηκε ακόμη ένας κοινά αποδεκτός ορισμός, ο οποίος να προσδιορίζει επακριβώς τον όρο Τοπική Ιστορία. Ένας από τους λόγους είναι πως δεν έχει νοηματοδοτηθεί πλήρως η σχέση που διέπει την Τοπική με την Γενική Ιστορία (Κυρίτσης-Φούκας, 2010: 21). Έχουν δοθεί κατά καιρούς διάφοροι ορισμοί και έχει αποδοθεί διαφορετικό περιεχόμενο για την Τοπική Ιστορία. Πολλοί σίγουρα, συμφωνούν με τον Mumford, ο οποίος δηλώνει, πως η Τοπική Ιστορία είναι ένα είδος σημείου αναφοράς, στο οποίο όλες, ακόμη και οι πιο γενικευμένες και εξειδικευμένες ιστορίες χρειάζεται να επιστρέφουν για επιβεβαίωση. Κάθε Ιστορία λοιπόν, εμπεριέχει στοιχεία της Τοπικής Ιστορίας, τα οποία πρέπει να μελετώνται και να εξακριβώνονται (Mumford, 1996: 88). Η ενασχόληση των ανθρώπων με τον τόπο τους, δηλαδή με την Τοπική Ιστορία, ξεκινά ήδη από την περίοδο της Αναγέννησης, ενώ όπως κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν, η ενασχόληση με την Τοπική Ιστορία θεωρείται προκάτοχος της ενασχόλησης με τα διάφορα ιστορικά γεγονότα (Λεοντσίνης-Ρεπούση, 2001 :11). Κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα η τοπική ιστοριογραφία αναπτύσσεται καθαρά λόγω της επιθυμίας διαφοροποίησης των περιοχών από τη βασιλική εξουσία και το κέντρο. Λίγο πριν τον 19ο αιώνα δεν έχει δοθεί κάποιος ορισμός ο οποίος θα διαφοροποιεί την Τοπική Ιστορία (Ιερεμιάδου, 2008: 28). 10

Στη χώρα μας η εθνική αφύπνιση των Ελλήνων στις αρχές του 19ου αιώνα συνδέεται με την ενασχόληση της τοπικής ιστοριογραφίας (Ρεπούση, 2000α: 98-100). Πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα, το φαινόμενο της τοπικής ιστοριογραφίας εντοπίζεται στη μεταιχμιακή περίοδο μεταξύ του 18ου και του 19ου αιώνα και θεωρείται ότι συνεισέφερε σημαντικά στην εθνική αφύπνιση. Ο Δημαράς τοποθετεί την ενασχόληση των ανθρώπων με την Τοπική Ιστορία στον ελλαδικό χώρο ήδη από τα προεπαναστατικά χρόνια (Ιερεμιάδου, 2008: 28). Ωστόσο, οι προσπάθειες αυτές ήταν αποσπασματικές και μεμονωμένες, ενώ έντονο ενδιαφέρον για την Τοπική Ιστορία αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1990. Από τις αρχές της δεκαετίας αυτής η έρευνα για την Τοπική Ιστορία και, συνεκδοχικά, την Τοπική Εκπαιδευτική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο ενισχύθηκε από επιδοτούμενα ερευνητικά προγράμματα, τα οποία συνέβαλαν στη διερεύνηση σε βάθος κοινωνικοοικονομικών αλλαγών σε έναν συγκεκριμένο τόπο, αλλά και στη συσχέτιση του τοπικού στοιχείου με την πορεία του κράτους. Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα η Τοπική Ιστορία ερευνά τον τοπικό λαϊκό πολιτισμό, τα μνημεία, τις παραδόσεις, τις ανθρώπινες δραστηριότητες με σκοπό να γίνουν γνωστές οι σχέσεις, οι αλληλεπιδράσεις, οι ανταλλαγές, οι ιδιαιτερότητες και οι αποκλίσεις από το γενικό ή το εθνικό επίπεδο (Τζήκας, 2009: 24). Όταν ο ιστορικός μελετούσε για πρώτη φορά την Τοπική Ιστορία, το έργο που είχε αναλάβει, αφορούσε στην παρουσίαση των κατοίκων ενός τόπου συνεπώς και των δραστηριοτήτων τους. Όπως η ιστορία της ζωής ενός ανθρώπου θα δημιουργούσε τουλάχιστον ένα μυθιστόρημα, έτσι και η ιστορία της ζωής οποιασδήποτε κοινότητας θα δημιουργούσε τουλάχιστον μια Ιστορία (Mumford, 1996: 89). Εμφανίζεται ένας μικρός προβληματισμός όταν χρειάζεται να γίνει ο προσδιορισμός των ορίων ενός τόπου προκειμένου να μελετηθεί η ιστορία του (Βαϊνά, 1997: 36). Το αντικείμενο της Τοπικής Ιστορίας από γεωγραφική άποψη είναι αρκετά διευρυμένο, συνεπώς και ο όγκος των πληροφοριών γίνεται ολοένα και μεγαλύτερος. Για το λόγο αυτό οι μελέτες συνηθίζουν να αφορούν μία μόνο συγκεκριμένη, χρονική, περίοδο της ζωής μιας περιοχής (Κυρίτσης-Φούκας, 2010: 24). Η Τοπική Ιστορία, λοιπόν, είναι δυνατόν να αφορά στην ιστορία ενός τόπου στη διαχρονία, την ιστορία ενός τόπου σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, αλλά και την ιστορία μιας όψης ενός τόπου, την ιστορία ενός προσώπου, μιας ομάδας, μιας οικογένειας, κ.ά., την ιστορία των ανθρώπων ενός τόπου, των συνηθειών, των στάσεων, των συμπεριφορών, των αντιλήψεων, των νοοτροπιών τους κ.ά. (Λεοντσίνης-Ρεπούση, 2001: 13-18). Ο Τζήκας συμπληρώνει πως στην Τοπική Ιστορία ερευνάται η ζωή και η δράση των ανθρώπων, των οικογενειών τους, των επιχειρήσεων, των επαγγελματικών δραστηριοτήτων, η τοπογραφία, ο λαϊκός και υλικός πολιτισμός, η καθημερινότητα, οι θεσμοί, τα γεγονότα, οι νοοτροπίες, τα βιώματα που αναπτύσσονται μία χρονική περίοδο σε έναν συγκεκριμένο τόπο (Τζήκας, 2009: 24). 11

Θίγοντας τον όρο Τοπική Ιστορία αναφερόμαστε στο ιστορικό υλικό που κρύβει κάθε περιοχή. Τοπική Ιστορία μπορεί να αποτελεί η ιστορία μιας πόλης, μιας ευρύτερης περιοχής ακόμη και ενός γεωγραφικού διαμερίσματος (Ξανθάκου, Ναχόπουλος και Κατσιγιάννη, 2004: 69). Είναι βέβαιο πως η Τοπική Ιστορία αφορά ακόμη, τη δημοσίευση των αρχείων ενός τόπου, την ιστορία ενός προσώπου, μιας ομάδας, μιας οικογένειας αλλά και τις συνήθειες, τις νοοτροπίες και τις στάσεις που υιοθετούν οι άνθρωποι τη συγκεκριμένη περίοδο που μελετάται (Λεοντσίνης- Ρεπούση, 2001 :13). Μέσω της Τοπικής Ιστορίας παρουσιάζεται ολόκληρη η ζωή ενός τόπου, η φυσική του περιγραφή, ενώ γίνονται γνωστές οι λεπτομέρειες για την οικονομική ζωή της εποχής που μπορεί να αφορά το εμπόριο, τη βιοτεχνία, τον τουρισμό, τη βιομηχανία. Η Τοπική Ιστορία αναδεικνύει λοιπόν τους κοινωνικούς και ανθρωπιστικούς τομείς μίας περιοχής (Ντούλας, 1988: 89). Ο Thompson συμπληρώνει πως μέσω της Τοπικής Ιστορίας ολόκληρος ο τόπος ενημερώνεται για τις αιτίες που άλλαξαν τη φυσιογνωμία της περιοχής (Thompson, 2008 2 : 31). Από την άλλη μεριά ο Munchenbach διαχωρίζει την Ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας με την Τοπική Ιστορία. Τονίζει πως για να αναφερθούμε στην Τοπική Ιστορία ενός τόπου είναι αναγκαίο αυτός ο τόπος να διέπεται από κοινούς διοικητικούς, οικονομικούς, θρησκευτικούς και πολιτικούς παράγοντες (Βαϊνά, 1997: 37). Όπως προαναφέρθηκε αντικείμενο της Τοπικής Ιστορίας είναι η μελέτη μιας ή περισσότερων δραστηριοτήτων του ανθρώπου ή του κοινωνικού συνόλου, όπως αυτή/αυτές εκδηλώθηκαν μέσα σε συγκεκριμένο γεωγραφικό πλαίσιο. Το συγκεκριμένο υλικό γίνεται γνωστό στους ανθρώπους ήδη από την παιδική ηλικία. Είναι δυνατό να γίνει γνωστό ακόμη και μέσω εργασιών και επιτόπιων ερευνών (Ντούλας, 1988: 2). Στο αντικείμενο, επομένως, της Τοπικής Ιστορίας υπεισέρχεται ένας δυϊσμός τόπου και ανθρώπων (Κυρίτσης-Φούκας, 2010: 23). Βέβαια, ένα γεγονός για να αποτελέσει κομμάτι της Τοπικής Ιστορίας χρειάζεται να πληροί δύο βασικά κριτήρια πλην της τοπικότητας. Πρόκειται για τη συμμετοχή των κατοίκων κάθε τόπου στα ίδια τα γεγονότα που έχουν συμβεί και για τις συνέπειες που έχουν τα ίδια τα ιστορικά περιστατικά στη ζωή των κατοίκων. Οι συνέπειες μπορεί να αφορούν την οικονομική, την κοινωνική, την πολιτική και την πολιτισμική ζωή των ανθρώπων (Βώρος, 1990: 34). Η μελέτη της Τοπικής Ιστορίας δεν πρέπει να παραμελείται, πρόκειται για μία μελέτη, η οποία ενισχύει το μορφωτικό επίπεδο των ατόμων που ασχολούνται μαζί της. Βοηθάει στην κατανόηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι μιας περιοχής, προκαλεί την ανάλυση του συγκεκριμένου, προσεγγίζει τις ανάγκες, τους κόπους, τις επιδιώξεις, τις αρετές και τους αγώνες ενός λαού και συγχρόνως, διευκολύνει στην κατανόηση της Γενικής Ιστορίας (Βώρος, 1990: 41). 1.2 Επιρροές της Τοπικής Ιστορίας 12

Η Τοπική Ιστορία είναι ευμετάβλητη και διαφορετική από τόπο σε τόπο (Ξανθάκου,Ναχόπουλος και Κατσιγιάννη, 2004: 69). Μέσω της μελέτης της Τοπικής Ιστορίας μίας περιοχής, όλοι οι μελετητές αποχτούν τις ίδιες δεξιότητες. Οι άνθρωποι αποκτούν μία πιο αντικειμενική ιστορική συνείδηση, αντιλαμβάνονται τα γεγονότα από το «μάτι του ιστορικού», ενώ αγαπούν περισσότερο τον τόπο τους. Αυτό επιτυγχάνεται, καθώς η ενασχόληση με την Τοπική Ιστορία προσφέρει κατανόηση των γεγονότων, καλλιεργεί την κριτική ικανότητα και φέρνει τους ανθρώπους σε άμεση επαφή με τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Η Βαϊνά προτρέπει όσους ασχολούνται με τη μελέτη του περιεχομένου της Τοπικής Ιστορίας να προχωρούν στη σε βάθος και θεματικά ολόπλευρη ενημέρωση του όλου θέματος (Βαϊνά, 1997: 107). Ο Leuilliot οριοθετεί την Τοπική Ιστορία συγκρίνοντάς την με τη Γενική και διατείνεται ότι η Τοπική Ιστορία ανάγεται από το παρόν στο παρελθόν. Υποστηρίζει πως οι δεσμοί του ερευνητή με τον τόπο συνεχίζουν να υφίστανται είτε ο ερευνητής είναι ένας τοπικός ιστοριογράφος είτε μέλος μιας σχολικής ερευνητικής ομάδας (Leuilliot, 1996: 165). Η Ιστορία είναι ποιοτική διότι στην Τοπική Ιστορία η ποσοτική μέθοδος δεν θα προσέφερε αξιόπιστα αποτελέσματα. Αντικείμενο της Τοπικής Ιστορίας είναι το ατομικό. Ως ατομικό ορίζεται ένα πρόσωπο ή μια μονάδα με την ευρύτερη έννοια, για παράδειγμα μια οικογένεια, μια επιχείρηση. Κάθε τομέας και ότι σχετίζεται με αυτόν εξετάζεται σε βάθος. Στην Τοπική Ιστορία γίνεται λόγος για την καθημερινότητα, τις τοπικές παραδόσεις, τον λαϊκό πολιτισμό. Πρόκειται για ένα πεδίο που διαπερνά τις θεματικές περιοχές της Γενικής Ιστορίας αλλά φέρει έντονα το στοιχείο του τόπου, από τη γειτονιά ως την περιφέρεια, και χαρακτηρίζεται από έναν πλούτο προσεγγίσεων, παλαιότερων και νεότερων (Leuilliot, 1996: 168 και Ρεπούση, 2000 α : 100). Οι πολλές δημοσιεύσεις, τα πολλά άρθρα και βιβλία που έχουν γραφτεί με σκοπό να προσδιορίσουν το τι είναι Τοπική Ιστορία δικαιολογούνται, διότι πέρα από το επιστημονικό ενδιαφέρον οι συγγραφείς προσπαθούν να αποφύγουν τις παρανοήσεις που αφορούν στην ίδια την Τοπική Ιστορία. Ο Beeck υποστηρίζει πως έχει ήδη παρεξηγηθεί η ουσία και ο ρόλος της. Πολλοί είναι αυτοί οι οποίοι θεωρούν πως η Τοπική Ιστορία δεν είναι απαραίτητη απλώς τυγχάνει να διευρύνει τη γενική ιστορία. Μελετώντας το θέμα της Τοπικής Ιστορίας, καταλήγει στο συμπέρασμα πως διαπιστώνονται τρεις παρανοήσεις. Αρχικά, πρόκειται για την εξιδανίκευση του παρελθόντος, η οποία μπορεί να δράσει αρνητικά στη διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησης. Η δεύτερη παρανόηση συμβαίνει με το γεγονός ότι η Τοπική Ιστορία μπορεί να λειτουργήσει με επιτυχία ως απλουστευμένη εισαγωγή στη Γενική Ιστορία. Πρέπει κάποιος να συλλογιστεί πως τα μνημεία πολλές φορές που εξετάζονται ως μαρτυρίες της Τοπικής Ιστορίας συχνά υπάγονται σε ένα ευρύτερο πλέγμα που ξεπερνά τα όρια του τοπικού. Η Βαϊνά συμπληρώνει πως για την τρίτη παρανόηση ο Beeck εντοπίζει το μύθο του «άσημου ανθρώπου». Αποδέχεται, δηλαδή, την αναγκαιότητα διεύρυνσης της ιστορικής προοπτικής με περιεχόμενα κοινωνικά και πολιτιστικά, που φέρνουν στην επιφάνεια τη ζωή του άσημου ανθρώπου, αλλά απορρίπτει την υπερβολή της εξύμνησής του (Βαϊνά, 1997: 59-71). Δεν πρέπει 13

κανείς όμως να θεωρήσει τη συλλογή πληροφοριών που αφορούν στην Τοπική Ιστορία μία εύκολη υπόθεση. Όσο πιο παλαιά χρονικά, είναι η περίοδος που ερευνά κάποιος τόσο οι διαθέσιμες πηγές για την καθημερινή ζωή μπορεί να είναι λιγοστές έως ανύπαρκτες. Οι ερευνητές-ιστορικοί πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί κατά την εξαγωγή των συμπερασμάτων τους και να κατανοούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο παράγονται οι πληροφορίες (Κυρίτσης-Φούκας, 2010: 46). 1.3 Τοπική Ιστορία, μικροϊστορία και σχολείο Η θεματική της Τοπικής Εκπαιδευτικής Ιστορίας εντάσσεται θεωρητικά στο ευρύτερο πεδίο της μικροϊστορίας (Κόκκινος, 1998 2 : 267-274), αφού στοχεύει να διερευνήσει μια μορφή της κοινωνικής ιστορίας, τη λειτουργία ενός σχολείου, με βάση τεχνικές που αναδεικνύουν τη διάρκεια λειτουργίας του ιδρύματος αυτού, αλλά και τις βιωματικές όψεις της καθημερινής σχολικής ζωής (Κυρίτσης-Φούκας, 2010: 445). Η Τοπική Ιστορία και η μικροϊστορία εστιάζουν στη μικροείδηση, στο συμβάν, στην καθημερινότητα, στην υποκειμενικότητα των ατόμων. Και οι δύο προωθούν τη συγγραφή μιας ιστορίας από τα κάτω (history from below) (Iggers, 1999: 136 και Χουρδάκης, 2006: 71-103). ίνεται το έναυσμα, έτσι, για μία Νέα Ιστορία στο σχολείο, η οποία μεταθέτει το κέντρο βάρους από το άτομο στις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές συντεταγμένες της διαμόρφωσής του και αμφισβητεί τον εμπειρισμό και την προσκόλληση στα γεγονότα, επιμένοντας στον αβέβαιο χαρακτήρα τους και στη συνεχή τους αναθεώρηση (Αβδελά, 1994: 93). Παράλληλα, η εστίαση αυτή στο επίπεδο της καθημερινότητας δεν αποτελεί απλώς μια κίνηση «εκδημοκρατισμού της Ιστορίας» (Πασσερίνι, 1998: 27), αλλά επιτρέπει την αποκρυπτογράφηση των «βιωμένων» εμπειριών των ατόμων και την αποκάλυψη πτυχών του παρελθόντος που πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να ερευνηθούν στο πλαίσιο της παραδοσιακής ιστορικής ανάλυσης (Μαυροσκούφης, 2000: 13). Η σχολική Τοπική Ιστορία έχει τις απαρχές της στο παρελθόν. Παρουσιάζεται στην καμπή του 19ου προς τον 20ό αιώνα και φέρει πλούσιες διδακτικές εμπειρίες αλλά και προβληματισμούς (Ρεπούση, 2000β: 590). Το 1825 εκδίδεται Διάταγμα το οποίο εισηγείται την Τοπική Ιστορία ως διδασκόμενο μάθημα στα σχολεία της ελληνικής επικράτειας (Ιερεμιάδου, 2008: 29). Η ανάπτυξη της Τοπικής Ιστορίας και η σταδιακά αυξανόμενη αποδοχή της στον ακαδημαϊκό χώρο συμβάλλει ακόμη περισσότερο στην εισαγωγή της στα Αναλυτικά Προγράμματα της Στοιχειώδους και Μέσης Εκπαίδευσης πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Όπως προκύπτει από Έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης, οι περισσότερες χώρες μέλη δεν είχαν εντάξει έως το 1966 τη συστηματική μελέτη της Τοπικής Ιστορίας στα Αναλυτικά Προγράμματα της Πρωτοβάθμιας και ευτεροβάθμιας Εκπαίδευσής τους (Ρεπούση, 2000α: 97-108), αν και λειτουργούσε συμπληρωματικά από νωρίτερα. Ο Watts διακρίνει την τοπική ιστορία σε θεωρητική και εφαρμοσμένη και σχολιάζει ότι και οι δύο έχουν θέση στο αναλυτικό πρόγραμμα. Σημειώνει ότι η ιστορική εργασία πεδίου είναι δυνατόν να έχει δύο λειτουργίες: α) να διαφωτίζει γενικά ιστορικά θέματα, για παράδειγμα 14

μιλούμε για τους Τούρκους και επισκεπτόμαστε ένα τζαμί και β) να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της τοπικής ιστορίας για παράδειγμα να μελετήσουμε την εξέλιξη του τοπικού τζαμιού (Watts, 1972: 102). Όταν ζητείται από τους μαθητές να κάνουν συνδέσεις, να ασχοληθούν με διάφορα ιστορικά συμβάντα και να εντοπίσουν ομοιότητες και διαφορές μεταξύ των γεγονότων, τότε η Ιστορία διατηρείται ζωντανή και αποτελεί κομμάτι του παρόντος (Howard, 1994: 44). Είναι μία από τις αρμοδιότητες των εκπαιδευτικών να ενισχύουν τη θέληση των μαθητών, ώστε να δημιουργούν νέους ερμηνευτικούς ιστούς, καινούργιους τρόπους σκέψης και έκφρασης για το παρελθόν (Husbands, 2004: 175). Αυτοί ήταν και ορισμένοι από τους στόχους που είχαν ανακοινωθεί μαζί με την πρώτη εγκύκλιο που αφορούσε στη διδακτική αξιοποίηση της Τοπικής Ιστορίας. Η εγκύκλιος κατευθυνόταν προς την άμεση κινητοποίηση των μαθητών, τη δημιουργική αναζήτηση και την αύξηση της παρατηρητικότητας και του ενδιαφέροντος για την Τοπική Ιστορία και τα ζητήματα που αυτή συμπεριλαμβάνει (Βώρος, 1995: 8). Κάθε τόπος κρύβει τα δικά του ιστορικά γεγονότα τα οποία, όταν συνδέονται με τα τοπωνύμια και τα ιστορικά μνημεία της περιοχής, μπορούν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον όλων των μαθητών στον υπέρτατο βαθμό (Χαρίτος, 1988: 96). Σε αυτήν βέβαια την προσπάθεια, στην αξιοποίηση της Τοπικής Ιστορίας, ανέκαθεν ήταν σημαντική και η συμβολή των εκπαιδευτικών, οι οποίοι χρειάζεται να πιστέψουν στην αξία της ιστορικής γνώσης, ώστε να πείσουν και τους ίδιους τους μαθητές πως με τη μελέτη και την άριστη γνώση του παρελθόντος μπορούν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τα προβλήματα του παρόντος (Πάλλα, 1990: 270). Το ενδιαφέρον για την Τοπική Ιστορία προκαλεί τη δημιουργία ενός νέου διδακτικού περιβάλλοντος για την ιστορία (Κουνέλη, 2002: 17). Με τη διδασκαλία της Τοπικής Ιστορίας οι μαθητές πέραν του ότι εμπλουτίζουν τις γνώσεις τους αισθάνονται πως ανήκουν κάπου και αγαπούν ακόμη περισσότερο τον τόπο τους (Λεοντσίνης-Ρεπούση, 2001 :29). Περνώντας στο χώρο της εκπαίδευσης, η Τοπική Ιστορία και η μικροϊστορία είναι ιδιαίτερα χρήσιμες. Συμβάλλουν ώστε ο μαθητής να διεισδύει στο παρελθόν, να βλέπει το μεγάλο μέσα από το μικρό και από την περιφέρεια να προσανατολίζεται προς το κέντρο σε αντίθεση με την τακτική που εφαρμόζει η γενική ιστορία (Τζήκας, 2009: 35). Όπως επισημαίνει η Νάκου, η ερμηνεία της ιστορικής σκέψης των παιδιών σημαίνει πολλά για την ίδια την ιστορική εκπαίδευση διότι οι δικές τους πρωτοβουλίες μπορούν να συμβάλλουν στη βελτίωση του τρόπου διδασκαλίας της ιστορίας (Νάκου, 2000: 17). Στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση της χώρας μας η καθιέρωση του μαθήματος της Τοπικής Ιστορίας χαρακτηρίζεται ως ένα άκρως θετικό βήμα. Μέσω αυτής της ενέργειας οι μαθητές τείνουν να αποκτήσουν περισσότερο ενδιαφέρον για την ιστορία, συνεργατικό πνεύμα και μεγαλύτερη συμμετοχή στο μάθημα. Παράλληλα ανανεώνονται οι αντιλήψεις για το σχολείο, αναδιαρθρώνεται η σχολική δομή και μειώνεται η απόσταση μεταξύ του σχολείου και της πραγματικής ζωής (Μαυροσκούφης, 2003: 17). Στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, 15

το ζήτημα της Τοπική Ιστορίας θίγεται τον τρίτο ή τον τέταρτο χρόνο, οπότε οι μαθητές ενημερώνονται γενικότερα για το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση οι μαθητές από την αρχή στρέφουν την προσοχή τους στη σπουδή της Τοπικής Ιστορίας. η οποία αποτελεί και την έναρξη για τη μελέτη της ιστορίας (Ηλιάδου-Τάχου, 2001: 127). Στο χώρο της εκπαίδευσης, η Τοπική Ιστορία και η μικροϊστορία είναι ιδιαίτερα χρήσιμες. Μέσω των παραδειγμάτων της Τοπικής Ιστορίας, οι μαθητές διεισδύουν στο παρελθόν, βλέπουν το μεγάλο μέσα από το μικρό και από την περιφέρεια προσανατολίζονται προς το κέντρο σε αντίθεση με την τακτική που εφαρμόζει η γενική ιστορία (Τζήκας, 2009: 35). Σύμφωνα με τις προτάσεις της Μαρίας Ευσταθίου, τις οποίες παρουσίασε σε πρόγραμμα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης που υλοποιήθηκε σε σχολική τάξη του 2ου Πειραματικού Γυμνασίου Θεσσαλονίκης, το ενδιαφέρον για την Τοπική Ιστορία μεγαλώνει σε περιπτώσεις όπου καθιερώνονται εκπαιδευτικές εκδρομές των μαθητών σε γειτονικούς αρχαιολογικούς χώρους, επισκέψεις σε μουσεία, βιβλιοθήκες, ιστορικά αρχεία και άλλους πολιτιστικούς φορείς (Ευσταθίου, 1993: 79). Οι μαθητές, ερευνώντας και χρησιμοποιώντας το τοπικό υλικό, προσπαθούν να παρακολουθήσουν όλους τους σημαντικούς παράγοντες στην ιστορία της κοινότητας και να αποτιμήσουν τη σχετική σημασία τους. Όντας σε ένα πλαίσιο, επιβεβλημένο από γεωγραφικούς ή διοικητικούς παράγοντες, η μελέτη τους μπορεί να είναι μια ολοκληρωμένη κοινωνική και οικονομική ιστορία σε μικρογραφία (McLaughlin- Green, 1996: 91). Άμεση επιδίωξη της μελέτης της Τοπικής Ιστορίας είναι να διαμορφώσει πολίτες συνειδητούς, οι οποίοι να ενδιαφέρονται για τη διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας και την επιβίωση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η μελέτη αυτή θέτει ως στόχο την καλλιέργεια της κριτικής προσέγγισης του περιβάλλοντος και τη δημιουργία κινήτρων, ώστε οι μαθητές να προβούν σε ατομική και συλλογική δράση εντός ή εκτός σχολείου. Επιδιώκεται ακόμη να αποκτήσουν οι μαθητές γνώσεις μέσα από το ίδιο το περιβάλλον, οι οποίες θα συνδυάζονται με το γνωστικό αντικείμενο της Ιστορίας και να βρίσκονται σε θέση να αντλούν πληροφορίες και να επαληθεύουν τα δεδομένα (Μαυροσκούφης, 2007: 145). 1.4 Πηγές της Τοπικής Ιστορίας Η πρώτη ύλη του ιστορικού είναι οι πηγές. Οι πηγές προσφέρουν γνώση για οτιδήποτε σχετίζεται με τη ζωή των ανθρώπων του παρελθόντος. Πρόκειται για κάθε είδους υλικό από το οποίο μπορεί να προκύψει γνώση για το παρελθόν. Πολλές όμως είναι οι φορές που διαπιστώνεται πως οι πηγές είτε είναι ελλιπείς είτε ο όγκος τους είναι τεράστιος και δεν μπορεί να ελεγχθεί και να αξιοποιηθεί από τον ερευνητή (Αβδελά, 1994: 122-123). Στο χώρο της Εκπαιδευτικής Ιστορίας, γενικότερα, και της Τοπικής Εκπαιδευτικής Ιστορίας, ειδικότερα, έχουν αμφισβητηθεί οι παραδοσιακές πηγές γνώσης και για το λόγο αυτό μελετώνται οι μεταβαλλόμενες ιδεολογικές προσεγγίσεις για την ιστορία των σχολείων με τη χρήση νέων επιστημολογικών και θεωρητικών προσεγγίσεων της σύγχρονης ιστοριογραφίας. Από μεθοδολογική άποψη την Τοπική Εκπαιδευτική Ιστορία απασχόλησαν θέματα που σχετίζονται με την αξιοποίηση πρώτων πηγών και αρχειακού υλικού του σχολείου (Λεοντσίνης- 16

Ρεπούση, 2001: 65-94), καθώς και αυτοβιογραφικών κειμένων και προσωπικών μαρτυριών (Ζιώγου-Καραστεργίου, 2010: 16). Ιστορική μαρτυρία μπορεί να θεωρηθεί οποιαδήποτε ιστορική πηγή, η οποία δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο (Ρεπούση, 2000β: 598). Έτσι η Τοπική Εκπαιδευτική Ιστορία επιχειρεί να συνδυάσει ένα ευρύ φάσμα πηγών: κλασικές ιστορικές πρώτες πηγές (επίσημα κείμενα, δημοσιευμένες πηγές κ.ά.), αυτοβιογραφικά κείμενα και προφορικές μαρτυρίες, αλληλογραφία, λογοτεχνικά κείμενα, φωτογραφικό υλικό κ.ά. (Ζιώγου-Καραστεργίου, 2010: 16). Οι πηγές ακόμη μπορεί να είναι ηχητικές, στατιστικοί πίνακες, χάρτες, καθώς και αντικείμενα τέχνης και αντικείμενα της καθημερινής ζωής (Ιερεμιάδου, 2008: 49). Οι πηγές συμβάλλουν στον περιορισμό κάθε υποκειμενικού στοιχείου και στην κυριαρχία της αντικειμενικότητας (Βαϊνά, 1997: 173). Το αυτοβιογραφικό υλικό από την άλλη μεριά προσφέρει μια γενική εικόνα μέσα από τις καθαρά υποκειμενικές εμπειρίες ενός ατόμου (Ζιώγου-Καραστεργίου, 2010: 16). Η Μαρία Ρεπούση παρουσιάζει ένα διαχωρισμό ανάμεσα στις πηγές που αφορούν την Τοπική Ιστορία. Πρώτα ξεκινά με τις γραπτές πηγές και τα αρχαιολογικά ευρήματα. Ύστερα διακρίνει κάθε πηγή σε πρωτογενή και δευτερογενή, καθώς και σε δημοσιευμένη και αδημοσίευτη (Ρεπούση, 2000β: 599). Ο Moniot από την άλλη διαχωρίζει τις πηγές σε τρεις βασικές κατηγορίες: στις ομιλούσες, στις βουβές και στις σειραϊκές. Οι ομιλούσες διακατέχονται από μία επικοινωνιακή σκοπιμότητα, οι βουβές δεν παρουσιάζουν καμία εγγενή επικοινωνιακή διάσταση, ενώ οι σειραϊκές επιδέχονται ποσοτικοποίηση και κάποιου είδους στατιστική επεξεργασία (Moniot, 2002: 81, 84-85). Μία πηγή μπορεί να αποτελέσει ισχυρό τεκμήριο του παρελθόντος και να προσδώσει στον ερευνητή πολλές πληροφορίες, η χρήση κάθε πηγής όμως και η άντληση πληροφοριών εξαρτώνται αποκλειστικά από τα ερωτήματα που θέτει ο καθένας ξεχωριστά (Αβδελά, 1994: 118). Η Έφη Αβδελά επίσης συμπληρώνει πως οι γραπτές μαρτυρίες ήταν και εξακολουθούν να αποτελούν ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών. Τα μη γραπτά τεκμήρια ήρθαν να ενισχύσουν τις γραπτές μαρτυρίες και να καλύψουν ερωτήματα που αφορούν στο παρελθόν. Αναφερόμενη στα μη γραπτά τεκμήρια κάνει λόγο για την προφορική παράδοση, για τον υλικό πολιτισμό, τις μυθιστορίες, την εικονογραφία και τις προφορικές μνήμες, ενώ κατατάσσει στις νέες μεθόδους την αποκωδικοποίηση χαρτών και διαγραμμάτων, τη συλλογή πληροφοριών μέσω του μαγνητόφωνου και της λογοτεχνικής κριτικής και τη στατιστική (Αβδελά, 1994: 119). Οι πληροφορίες που προσφέρει το κάθε τεκμήριο καθορίζονται από τις προθέσεις που έχει ο ίδιος ο ερευνητής. Συνεπώς μπορούν να αξιολογηθούν και να χρησιμοποιηθούν εφόσον ενταχθούν στο πλαίσιο που έχει οριστεί (Αβδελά, 1994: 121-122). Η ανάγνωση των πηγών συνοδεύεται από μία αναγκαία διαδικασία. Αρχικά, γίνεται η τοποθέτηση της πηγής στο ιστορικό της πλαίσιο, έπεται η ταξινόμησή της στο είδος που ανήκει, την κατανόηση της πηγής σε βάθος και την αξιολόγησή της ως ιστορική μαρτυρία (Ιερεμιάδου, 2008: 48). 17

Η επιλογή των πηγών στο χώρο της εκπαίδευσης αναμφισβήτητα θα πρέπει να πραγματοποιείται από τους υπεύθυνους καθηγητές και δασκάλους. Τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι η εύρεση και συνεπώς η ύπαρξη του πρωτογενούς υλικού και τα ενδιαφέροντα των μαθητών. Σημαντικό ρόλο έχουν και τα μνημεία κάθε τόπου, τα κτίρια όλων των ειδών, η ανάπτυξη της γεωργίας και της βιοτεχνίας, τα καταστήματα που υπάρχουν, οι διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, η τοπική αυτοδιοίκηση, ο πληθυσμός και η δημογραφική του εξέλιξη. Οτιδήποτε αφορά στην τοπική κοινωνία και επεκτείνεται από το παρελθόν στο παρόν και στο μέλλον σχετίζεται με την Τοπική Ιστορία (Ηλιάδου-Τάχου, 2001: 126). Σύμφωνα, μάλιστα, με την αναθεώρηση που έχουν υποστεί τα προγράμματα της ιστορίας, έχουν παρουσιαστεί τρεις νέες μέθοδοι με βάση τις οποίες γίνεται η σωστή χρήση του υλικού της Τοπικής Ιστορίας στον χώρο της εκπαίδευσης. Η πρώτη μέθοδος προβάλλει την Τοπική Ιστορία ως αρχή για την απόκτηση γνώσης της εθνικής και διεθνούς ιστορίας. Η επόμενη μέθοδος πιστοποιεί πως η Τοπική Ιστορία στα πλαίσια του σχολείου μπορεί να προάγει το ενδιαφέρον για τη μελέτη ενός τόπου. Η τελευταία μέθοδος θεωρείται πως παρουσιάζει τις περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις διαφορετικές όψεις του περιβάλλοντος (Ηλιάδου-Τάχου, 2001: 125). 1.5 Προφορική Ιστορία και Τοπική Ιστορία Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τις προσωπικές μαρτυρίες και τα αυτοβιογραφικά κείμενα. Θεωρείται πως οι προφορικές μαρτυρίες καλύπτουν μεγαλύτερο πεδίο και από τις γραπτές αυτοβιογραφίες. Κάθε μαρτυρία σηματοδοτεί την κατανόηση του παρελθόντος και βοηθάει στην απόκτηση περαιτέρω γνώσεων (Νάκου, 2000: 56). Ο κάθε ερευνητής έχει το πλεονέκτημα να επιλέγει τα άτομα από τα οποία θα πάρει συνέντευξη και να διαμορφώνει τις ερωτήσεις όπως επιθυμεί. Μέσω της συνέντευξης ο ερευνητής μπορεί να ενημερωθεί για οποιοδήποτε άρθρο, έγγραφο και φωτογραφικό υλικό που διαφορετικά μπορεί να μην γινόταν ποτέ γνωστό (Thompson, 2002: 34). Ήδη από το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα η προφορική ιστορία και ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει, αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης ιστοριογραφίας σε τρεις μεγάλες χώρες της Ευρώπης (Κόκκινος, 2004: 27). Η προφορική ιστορία συμβάλλει θετικά στη συγγραφή βιβλίων, ενώ παράλληλα βοηθάει στην καλύτερη παρουσίαση της ιστορίας στα μουσεία και στις βιβλιοθήκες (Thompson, 2002: 41). Ο Thompson δηλώνει πως η Προφορική Ιστορία καθιερώνεται ήδη από το 1948, όταν ένας ιστορικός από το πανεπιστήμιο της Κολούμπια θέλοντας να ερευνήσει την αμερικανική ζωή ηχογραφεί αναμνήσεις προσώπων που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πορεία της. Λίγα χρόνια αργότερα το 1970, η μέθοδος της προφορικής ιστορίας ανανεώνεται ακόμη περισσότερο καθώς η προσοχή της στρέφεται προς την ιστορία των Ινδιάνων και των Νέγρων, ενώ το 1980 σημειώνεται επέκταση της προφορικής ιστορίας σε νέους τομείς όπως η ιστορία των γυναικών (Thompson, 2002: 97-98). 18

Ο Bede κατατάσσει την προφορική ιστορία ως πηγή των πιο αξιόπιστων πληροφοριών. Την άποψή του υιοθετούν πολλοί ιστορικοί μέχρι και τον 18ο αιώνα (Thompson, 2002: 62). Ιστορικοί και κοινωνιολόγοι τονίζουν συχνά ότι η προφορική ιστορία (oral history) εξασφαλίζει βαθιά γνώση του παρελθόντος με την υποκειμενική ερμηνεία των προσωπικών εμπειριών, γεγονός το οποίο φανερώνει τον τρόπο με τον οποίον τα άτομα ερμηνεύουν, κατανοούν και καταγράφουν τον περιρρέοντα κόσμο. Η περιγραφή της ατομικής εμπειρίας φέρνει, συχνά, στο φως καταστάσεις ή γεγονότα διαφορετικά από τις αντιλήψεις άλλων παρατηρητών ή τις επίσημες καταγραφές. Οι προσωπικές μαρτυρίες, με τον τρόπο αυτόν, βοηθούν στη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης εικόνας της καθημερινής ζωής σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και σε έναν ορισμένο τόπο (Ζιώγου-Καραστεργίου, 2010: 16). Ο Thompson προσθέτει πως η προφορική ιστορία βοηθάει την ιστορία να διατελέσει τον κοινωνικό της σκοπό, σε μεγάλο βαθμό (Thompson, 2002: 31). Επειδή όπως συμπληρώνει και ο Τζήκας χρειάζεται να στραφούμε προς τη μελέτη των μικρών ομάδων των τοπικών κοινωνιών χρησιμοποιώντας την Τοπική Ιστορία διότι με αυτόν τον τρόπο γίνεται γνωστό πως και οι μικροί τόποι παράγουν κουλτούρα και πως οι ιδέες δεν γεννιούνται μόνο μέσα στο κέντρο (Τζήκας, 2009: 25). Η συμβολή της όμως δε σταματά εκεί. Δίνει πνοή στην ιστορία, ενώ μέσω της προφορικής ιστορίας αναδεικνύονται και άτομα από το μέχρι τότε ανώνυμο πλήθος (Thompson, 2002: 53). Η προφορική ιστορία μπορεί και μεταθέτει το κέντρο βάρους διαφόρων ιστορικών κλάδων. Για παράδειγμα ο Thompson σημειώνει πως οι ιστορικοί της εκπαίδευσης ξεκινούν να ενδιαφέρονται για τα βιώματα των μαθητών όχι μόνο για τους προβληματισμούς των δασκάλων και των διευθυντών. Οι ερευνητές της κοινωνικής ιστορίας σταματούν να στρέφουν όλη την προσοχή τους προς τους δημόσιους φορείς και ερευνούν τα προβλήματα που έχει ο λαός. Θέλοντας να ολοκληρώσει την άποψή του ο Thompson συμπληρώνει πως σε ορισμένες περιπτώσεις η προφορική ιστορία πέρα από τη μετάθεση του κέντρου βάρους διευρύνει και τα πεδία της έρευνας. Η πιο σημαντική επίδραση όμως παρατηρείται στο παράδειγμα της οικογένειας. Η μέθοδος της προφορικής ιστορίας συνδυάζει τη δημιουργική και συνεταιρική φύση (Thompson, 2002: 37). Τα επιτεύγματα της προφορικής ιστορίας γίνονται φανερά σε όλους τους τομείς από τον τομέα της γεωργίας έως τον τομέα της ιατρικής και από τον τομέα της τεχνολογίας έως τον τομέα της βιογραφίας. Μάλιστα στον τελευταίο χώρο η προφορική ιστορία κατέχει τον απλούστερο ρόλο (Thompson,2002: 117-128). 19

2. ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ (1914-1980) 2.1 Ιστορική αναδρομή-γνωρίζοντας τα Γιαννιτσά μέσα από την ιστορία τους Στη σκιά του Πάϊκου, που επιβλητικά υψώνεται βόρεια της πόλης, πάνω σε χαμηλούς λόφους απλώνονται τα Γιαννιτσά. Μία πόλη που βρίσκεται κοντά στην αποξηραμένη, πλέον, λίμνη των Γιαννιτσών, στον νομό Πέλλας. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα του 1989-1990, τα Γιαννιτσά προϋπήρχαν της τουρκικής κατακτήσεως τον 14ο αιώνα, πιθανόν με το όνομα Βαρδάριον. Πρόσφατες ανασκαφές μας γυρνούν πίσω στον χρόνο, αποδεικνύοντας πως η περιοχή των Γιαννιτσών κατοικείται από τα τέλη της 7ης χιλιετίας π.χ. και κατά των μεταγενέστερων εποχών του χαλκού και του σιδήρου (www.giannitsa.gr/history). Οι αρχαιολογικές αυτές ανασκαφές φέρνουν στο φως διάφορους νεολιθικούς οικισμούς, οι οποίοι κατατάσσονται στους αρχαιότερους της Ευρώπης, και βρίσκονται κτισμένοι σε θέσεις στρατηγικής σημασίας ανάμεσα στην πεδιάδα και στο βουνό. Η περιοχή κατοικείται από την εποχή του χαλκού έως τα υστεροβυζαντινά χρόνια (Μαυροκεφαλίδου, 2007: 5). Οι ανασκαφές αυτές οδηγούν πολλούς κατοίκους στο συμπέρασμα ότι η πόλη των Γιαννιτσών δεν ιδρύθηκε από Τούρκους. Όπως προαναφέρθηκε, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας τα Γιαννιτσά υπήρξαν ένα από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά και στρατιωτικά κέντρα των Οθωμανών. Ο λόγος που ο Τούρκος στρατηγός επιλέγει τη συγκεκριμένη πόλη δείχνει προφανής αν εξετάσει κανείς την τοποθεσία της. Η πόλη βρίσκεται κοντά στην περίφημη λίμνη και είναι μεγάλη σε έκταση ώστε να συγκεντρώνονται τα πολυπληθή στρατεύματά του. Πρόκειται για ένα σταυροδρόμι που ενώνει τη Θεσσαλονίκη με την Έδεσσα και τη Βέροια με την Αθήνα. Η λίμνη σε συνδυασμό με το βουνό Πάικο δυσκολεύει την πρόσβαση στην πόλη, ενώ η απέραντη πεδιάδα που περικλείει τα Γιαννιτσά διευκολύνει τη σίτιση των στρατιωτών. Όλοι οι παραπάνω λόγοι συνετέλεσαν στη μόνιμη εγκατάσταση Τούρκων πολιτών, οι οποίοι μετά το 1430 ξεπερνούν κατά πολύ τους χίλιους (Χατζής, 2002: 21-24). Ένας ακόμη λόγος που συνετέλεσε ώστε να γίνουν τα Γιαννιτσά ιερή πόλη των Τούρκων είναι πως εκεί βρίσκεται η τελευταία κατοικία του Γαζή Εβρενού, καθώς και του Σείχη Ιλαχή σε μεγαλοπρεπές Μαυσωλείο. «Ένα μαρμάρινο ψηλό κιβούρι. Είναι ένα δάπεδο σκοτεινόχρωμο. Στο βάθρο πάλι, που βρίσκεται πάνω στο δάπεδο αυτό, μέσα σε εκείνον το θόλο, υπάρχει ένα ακόμη μαρμάρινο κιβούρι..το τιμημένο σώμα του είναι θαμμένο μέσα στο μαρμάρινο κιβούρι που είναι κάτω στο δάπεδο. Σε κανένα άλλο βιλαέτι δεν υπάρχει τέτοιος λαμπρός τάφος. Ο θόλος είναι ψηλός και οι πλευρές του έχουν κοσμηθεί με παράθυρα». Αυτήν την περιγραφή δίνει ο Εβλιγιά Τσελεμπή σχετικά με το Μαυσωλείο (Μαυροκεφαλίδου, 2011: 8). Σε εκείνο το Μαυσωλείο μάλιστα συνεχίζονταν να θάβονται για πολλά χρόνια οι απόγονοι του Γαζή Εβρενού, ενώ αποτελούσε χώρο 20

προσκυνήματος για τους Τούρκους. Η πόλη απελευθερώνεται από τον τουρκικό ζυγό στις 20 Οκτωβρίου του 1912, αφού πρώτα δίνεται η περίφημη, αποφασιστική διήμερη μάχη των Γιαννιτσών. Στο διάστημα 1904-1908 η λίμνη αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα πεδία του ελληνοβουλγαρικού ανταγωνισμού (www.giannitsa.gr/history). Η συμβολή της λίμνης των Γιαννιτσών ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Κατά κύριο λόγο συνέβαλε στην εξασφάλιση της νίκης της Μακεδονίας κατά των Βούλγαρων το 1908. Μία περιοχή με ιδιαίτερη στρατιωτική αξία για τον ένοπλο αγώνα. Επρόκειτο για μία απέραντη ελώδης έκταση η οποία καλυπτόταν από πυκνή βλάστηση (καλαμιές και ψαθόχορτα). «Σηκώνοντας κάθε φορά από ένα σβώλο λάσπη στο κάθε του τσαρούχι, γοργά προχωρούσε ένα νέο αγόρι, μόνο ζωντανό πλάσμα στην πλατιά αυτήν ερημιά, άφοβα, αμέριμνα, περιφρονώντας τον κάματο του δρόμου μέσα στο μαλακό λασπιασμένο χώμα» (Δέλτα, 1999: 10). Οι Βούλγαροι από πολύ νωρίς συνειδητοποίησαν την αξία της λίμνης και φρόντισαν να καταλάβουν ψαράδικες καλύβες γύρω από τη λίμνη, οι οποίες ήταν αθέατες εξαιτίας των μεγάλων καλαμιών. Τη μεγάλη αξία της λίμνης όμως είχε εκτιμήσει και ο ελληνικός στρατός, ο οποίος επεδίωκε να αποκτήσει τον έλεγχο της περιοχής. Μάλιστα, η ιδιαιτερότητα των συνθηκών του βάλτου αλλά και το έντονα ανθυγιεινό κλίμα επέβαλαν την τακτική αναγκαστική αλλαγή των καπεταναίων (Πυρίλη, 2008: 17). «Ο Βάλτος ήταν γεμάτος νησίδες και πυκνό ψηλό καλάμι. Οι κομιτατζήδες είχαν βρει καταφύγιο εκεί και από αυτό το ασφαλές ορμητήριο δυνάστευαν τα γύρω χωριά και έλεγχαν τους δρόμους. Είχαν κάνει κατοχή σε ορισμένες καλύβες ψαράδων και αργότερα κατασκεύασαν και άλλες δικές τους, ιδιαίτερα στα δυτικά της λίμνης. Η συγκοινωνία γινόταν με πλάβες (ξύλινες βάρκες χωρίς καρίνα). Στην άκρη του Βάλτου υπήρχαν σκάλες που συνέδεαν τη λίμνη με τα γύρω χωριά». Μαζαράκης- Αινιάν (Μαυροκεφαλίδου, 2011: 7). Η πόλη των Γιαννιτσών εφόσον βρισκόταν κοντά στην ομώνυμη λίμνη βοήθησε πάρα πολύ καθ όλη τη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα, χάνοντας πολλούς στρατιώτες. Οι ντόπιοι κάτοικοι συμμετείχαν ως στρατιώτες, οδηγοί, μεταφορείς, πράκτορες, καπετάνιοι, αγγελιοφόροι, ταχυδρόμοι, τροφοδότες, μεταφορείς όπλων και διαταγών, ράφτες στολών. Η πιο σημαντική αρμοδιότητα που είχαν αναλάβει όλοι μηδενός εξαιρουμένου ήταν να εμψυχώνουν τους πολεμιστές (Χατζής, 2002: 92-93). Σε όλη την ένοπλη φάση του Μακεδονικού αγώνα όλοι οι μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου φρόντισαν ώστε να διατηρηθεί αλώβητη η Ορθοδοξία και να μεταλαμπαδευτεί ο ελληνικός πολιτισμός. Ορισμένοι οπλαρχηγοί που συνέβαλαν στο Μακεδονικό αγώνα ήταν ο Παύλος Μελάς, ο καπετάν Γκόνος, ο Παναγιώτης Παπατζανετέας, ο Ιωάννης Δεμέστιχας, ο Χρήστος Χατζηδημητρίου, ο Αθανάσιος Οικονόμου, ο Χρήστος Διδασκάλου. Πολλοί δρόμοι της πόλης έχουν λάβει το όνομά τους από κάποιον οπλαρχηγό (Χατζής, 2003: 103). 21

Η λίμνη και η συμβολική της αξία δε σταματά στο Μακεδονικό αγώνα. Η επιτακτική ανάγκη να βρεθεί μέρος για την αποκατάσταση των προσφύγων και να παρθούν μέτρα για την προστασία των καλλιεργήσιμων εδαφών από τις πλημμύρες είναι δύο βασικές αιτίες για τα εγγειοβελτιωτικά έργα που γίνονται στην περιοχή (Χατζής, 2003: 154). Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1925 η Ελληνική Κυβέρνηση και η ανώνυμη Αμερικανική Εταιρία Foundation Company αναλαμβάνουν τη μελέτη, την κατασκευή και τη συντήρηση υδραυλικών έργων με σκοπό την αποξήρανση της λίμνης (Μαυροκεφαλίδου, 2007: 13). Στην εθνική και λαϊκή αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών η πόλη των Γιαννιτσών κατέχει μία ιδιαίτερα σημαντική θέση τόσο σε αγωνιστική προσφορά όσο και σε θυσίες. Ήταν αρχές Απριλίου του 1941 όταν οι πρώτοι Γερμανοί εμφανίστηκαν στην πόλη. Ο κόσμος φοβήθηκε και κλείστηκε στα σπίτια του και η πόλη ερήμωσε. Οι κατακτητές δεν διστάζουν να επιτάξουν σπίτια, ενώ οργανώνουν το στρατόπεδό στους στο Α Δημοτικό Γιαννιτσών. Οι κάτοικοι μετά τις πρώτες μέρες της παραμονής των Γερμανών στα Γιαννιτσά συνεχίζουν ανενόχλητοι τις ασχολίες τους. Ως γεωργική πόλη, δεν αντιμετωπίζουν ιδιαίτερο πρόβλημα με τη σίτιση. Ο κρυφός τους φόβος ήταν μήπως επιστρέψουν οι Βούλγαροι διότι οι Γερμανοί σε γενικές γραμμές δεν πείραζαν τους κατοίκους. Δύο χρόνια μετά όμως οι κάτοικοι κουράζονται από τη συμπεριφορά των Γερμανών και ανεξαιρέτως κοινωνικού στρώματος επιλέγουν να συμμετάσχουν σε συλλαλητήρια και διαδηλώσεις. Πολλοί κάτοικοι προκειμένου να αποφύγουν τους Γερμανούς βρίσκουν καταφύγιο στα χωράφια του Λουδία. Όσοι παραμένουν στην πόλη, μόλις βγαίνει ο ήλιος κλείνονται μέσα στα σπίτια τους και κρεμούν κουβέρτες στα παράθυρα. Ο κόσμος τρέφεται με βλαστάρια και χορτάρια, ενώ πλένουν τα ρούχα τους με στάχτη για να διώξουν τις ψείρες (Δήμος Γιαννιτσών, 2004α: 12). Τα Γιαννιτσά βρίσκονται υπό Γερμανική Κατοχή έως το 1944, οπότε και απελευθερώνονται τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου. Λίγο πριν την απελευθέρωση της πόλης στις 14 του Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί εκτελούν πάνω από 100 αθώες ψυχές (Χατζής, 2003: 167-180). 2.2 Το όνομα της πόλης των Γιαννιτσών Ο Παπαδόπουλος αναφέρεται στα Γιαννιτσά λέγοντας πως ήταν η περισσότερο τούρκικη πόλη της Μακεδονίας (Παπαδόπουλος, 1970: 73). Σύμφωνα με τον Αναγνώστη τα Γιαννιτσά αναφέρονται ως πόλη πρώτη φορά το 1430, όταν και ο Σουλτάνος Μουράτ ο Β μετέφερε 1000 οικογένειες χριστιανών και μουσουλμάνων από τα Γιαννιτσά στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη αποκτά τη σημερινή της ονομασία από τους Οθωμανούς το 1380. Η ονομασία της προέρχεται από την τούρκικη λέξη Γενιτζέ που σημαίνει «Νέα Πόλη» (Τιμοθεάδης, 1998: 9). Ο Γερμανός ιστορικός Χάμερ υποστηρίζει πως ο Τούρκος στρατηγός Εβρενός Μπέη έχτισε πάνω στο ερειπωμένο κάστρο του Βαρδαρίου μία νέα τουρκική πόλη, το «Γενιτζέ Βαρδάρ». Τα Γιαννιτσά για αυτόν το λόγο θεωρούνταν από τους μουσουλμάνους ιερή πόλη, διότι εκεί ταξίδεψαν ο Τούρκος στρατηγός Γαζής Εβρενός μπέης και οι απόγονοί του, καθώς 22

και ο Ιλαχή. Οι πηγές σχετικά με την πόλη των Γιαννιτσών είναι ελλιπείς και αυτός είναι ο βασικός λόγος που πολλοί ιστορικοί αναγνωρίζουν τον Γαζή Εβρενό ως ιδρυτή της πόλης. Εκείνη την εποχή άλλωστε είχε καταλάβει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της Μακεδονίας, ολόκληρη τη Θράκη και ευελπιστούσε να φθάσει μέχρι τη Βέροια. Εδώ θα ήταν χρήσιμο να προσθέσουμε πως οι απόψεις διίστανται όσον αφορά στην προέλευση του ονόματος της πόλης συνεπώς και της ίδρυσής της. Σύμφωνα με τον Έλληνα γλωσσολόγο Γεώργιο Χατζηδάκη, η προέλευση του τοπωνυμίου είναι καθαρά ελληνική και προέρχεται από γνωστό ανδρικό όνομα Γιάννης (Γιάννης- Γιαννιτσάς -Γιαννιτσά) όπως ήταν συνήθεια στα ύστερα βυζαντινά χρόνια. Ακόμη, αναφέρει πως οι Τούρκοι τον πρώτο καιρό των κατακτήσεων τους, δεν είχαν το δικαίωμα να βαπτίζουν ή να μεταβαπτίζουν πόλεις. Συμπεραίνει λοιπόν, πως δεν επινόησαν οι Τούρκοι την ονομασία της πόλης απλώς, σύμφωνα με τους φωνητικούς ήχους της γλώσσας τους, πρόφεραν την πόλη Γενιτζέ. Από την άλλη μεριά ο Μυστριώτης καταγράφει την παρακάτω ιστορία: ο τουρκικός στρατός, αφού κατέλαβε την Πέλλα, παρομοίασε τους κατοίκους της με τους Ίωνες της Μικράς Ασίας και τους ονόμασε Γιουνάνηδες. Η ονομασία Γιαννιτσά είναι συγκεκομένη της λέξης Γιουνανιτσά. Ο Οικονόμου αντιτίθεται στις δύο παραπάνω απόψεις. Θεωρεί πως η τοπωνυμία έχει τη βάση της καθαρά στην τουρκική γλώσσα και αιτιολογεί την άποψή του λέγοντας πως οι Τούρκοι είχαν ονομάσει τη μητρόπολη των Γιαννιτσών Εσκιτζέ, δηλαδή παλιά πόλη σε αντίθεση με τη νέα πόλη την οποία ονομάζουν Γενιτζέ (Χατζής, 2002: 24-26). Ο Εβλιγιά Τσελεμπή περιηγητής του 17ου αιώνα, ο οποίος το 1650 βρέθηκε στην πόλη των Γιαννιτσών, θεωρεί ιδρυτές της πόλης δύο μυθικούς βασιλιάδες, τον Virbene και τον Bikari. Σύμφωνα με τον Τσελεμπή ο κάθε βασιλιάς διέμενε στο δικό του κάστρο, τα κάστρα αυτά αργότερα μεταβιβάστηκαν σε πολλούς βασιλιάδες. Όταν έγινε η κατάληψη της πόλης από τον Γαζή Εβρενός οι Τούρκοι γκρέμισαν τα κάστρα για να μην τα διεκδικήσουν οι Ρωμιοί. Ωστόσο, αυτή η μαρτυρία αμφισβητείται από πολλούς (Μαυροκεφαλίδου, 2007: 5). Προς το παρόν πάντως δεν έχει διεξαχθεί κάποια έρευνα που να φανερώνει την πραγματική προέλευση του ονόματος της πόλης παρά μόνο ο Χατζηδάκης υποστηρίζει την άποψή του με τεκμήρια (Δήμος Γιαννιτσών, 2001: 12). Δεδομένου όλων αυτών των αναταραχών, η πόλη των Γιαννιτσών δέχεται αρκετές αυξομειώσεις στον πληθυσμό της. Επί Τουρκοκρατίας ο κάθε νομός ονομαζόταν σαντζάκι. Το σαντζάκι στην πόλη των Γιαννιτσών, υποδιαιρούνταν σε 13 καζάδες. Καζά ονόμαζαν οι Τούρκοι κάθε διοικητική περιφέρεια η οποία αποτελούνταν από μία πόλη και τα γύρω χωριά της. Ο καζάς Γιαννιτσών λοιπόν ανήκε στο σαντζάκι της Θεσσαλονίκης. Κατά τον 19ο αιώνα κατοικούν στον καζά Γιαννιτσών κοντά στους 13.000 κατοίκους. Από αυτούς οι μισοί και παραπάνω είναι μουσουλμάνοι (7.500 κάτοικοι) και οι υπόλοιποι χριστιανοί (5.600 κάτοικοι). Μουσουλμάνοι πρόσφυγες έρχονται και εγκαθίστανται στον καζά Γιαννιτσών στα τέλη του αιώνα. Εκείνη την περίοδο υπάρχουν στην πόλη 11 μουσουλμανικές και 5 χριστιανικές συνοικίες. Το 1839 ένα μεγάλο ποσοστό του τουρκικού πληθυσμού 23

πεθαίνει από την ασθένεια της χολέρας που απλώνεται σε όλη την περιοχή και έτσι ο πληθυσμός τους μειώνεται δραματικά (Μαυροκεφαλίδου, 2011: 6-7). Σύμφωνα με τον Παπαδόπουλο στα τέλη του 19ου αιώνα οι Τούρκοι που κατοικούν στα Γιαννιτσά λογίζονται στους 6.000, ενώ οι χριστιανοί στους 3.000 (Παπαδόπουλος, 1970: 73). Στις αρχές του 20ού αιώνα ο τουρκικός χαρακτήρας της πόλης εξασθενίζει. Ο τουρκικός πληθυσμός μειώνεται αισθητά, ενώ παρατηρείται αύξηση του χριστιανικού πληθυσμού. Σε αυτό συμβάλλει πολύ η απελευθέρωση της πόλης το 1912. Πολλοί από τους τουρκικούς συνοικισμούς καταστρέφονται ολοσχερώς από φωτιά που ανάβει ο ελληνικός στρατός, στο Νότιο μέρος της πόλης, όπου ήταν τοποθετημένοι (Μαυροκεφαλίδου, 2007: 53). Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και τη συνθήκη περί ανταλλαγής πληθυσμών, τα Γιαννιτσά γεμίζουν από κόσμο με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέοι συνοικισμοί. Οι πρώτοι πρόσφυγες εμφανίζονται στα Γιαννιτσά το 1914, προέρχονται από τη Μάδυτο και τη Στράντζα και εγκαθίστανται στους κατεστραμμένους από τη φωτιά τουρκομαχαλάδες (Μαυροκεφαλίδου, 2007: 53). Στη συνέχεια έρχονται και κατοικούν στα Γιαννιτσά άτομα από τις Καρυές της Ανατολικής Ρωμυλίας, από την Αρσού της Ανατολικής Θράκης, από την Τραπεζούντα και την Πάφρα του Πόντου, από την Καππαδοκία και από άλλες περιοχές της Μ. Ασίας (Χατζής, 2003: 137-153). Σύμφωνα με την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εγκαθίστανται στα Γιαννιτσά 6.854 αγροτικές οικογένειες, οι οποίες παίρνουν χωράφια στον καινούριο κάμπο της πόλης (Πυρίλη, 2008: 30). «Η προσφυγιά σφηνώθηκε πάνω στη Γή της Ελλάδας κι άρχισε να μαλάζεται με τη ζωή της και να αράζει αποφασιστικά την εξέλιξη της. Είδε και έπαθε να απαλλαγεί ο πρόσφυγας απ το λαχταριστό όνειρο του γυρισμού. Έγιναν οι πρόσφυγες και οι συνοικισμοί τους μία καινούρια ανανεωτική δύναμη για την Ελλάδα: Προζύμι της προκοπής» (Σωτηρίου, 1975: 22). Εκείνα τα χρόνια η προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, (του Ελευθερίου Βενιζέλου) ιδρύει, το 1917, τον νομό Πέλλας με έδρα τα Γιαννιτσά διαχωρίζοντάς την με αυτόν τον τρόπο, από το νομό Θεσσαλονίκης. Ένα χρόνο μετά όμως η πόλη λόγω της μείωσης του πληθυσμού που είχε προηγηθεί (η οποία προκαλείται κατά κύριο λόγο από τις επιδημίες) εντάσσεται στη Γενική Διοίκηση της Θεσσαλονίκης και κατατάσσεται ως «Κοινότης Γενιτσών». Κατά τη διάρκεια της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα η συνεχής προσέλευση και εγκατάσταση των προσφύγων αυξάνει τον πληθυσμό ο οποίος φθάνει στους 10.000 κατοίκους. Με αυτά τα δεδομένα η πόλη αναγνωρίζεται ως Δήμος Γενιτσών, ενώ το 1926 τα Γενιτσά μετονομάζονται σε Γιαννιτσά. Το 1927 καταργείται ο όρος υποδιοίκηση και αντικαθίσταται από τον όρο επαρχία. Η επαρχία Γιαννιτσών αποτελείται από ένα Δήμο, 23 Κοινότητες, 54 οικισμούς και ο πληθυσμός της αγγίζει τους 30.226 κατοίκους. 24