Φεβρουάριος 2007 Σχέδιο Νόμου «αιγιαλός και παραλία» Μνημόνιο του Συλλόγου Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών (ΣΕΠΟΧ) Ο ΣΕΠΟΧ καλωσορίζει το Νομοσχέδιο «αιγιαλός και παραλία» που δόθηκε στη δημοσιότητα από το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, με στόχο την αντικατάσταση του ισχύοντος Ν. 2971/2001. Μέλημα και επιθυμία του ΣΕΠΟΧ είναι να βοηθήσει, με σχόλια, παρατηρήσεις, αντιπροτάσεις, στη διαμόρφωση θεσμικού πλαισίου που θα καλύπτει, κατά το δυνατόν πληρέστερα, τις σύγχρονες οικονομικές, κοινωνικές, περιβαλλοντικές απαιτήσεις, απαλλαγμένο από τις σημερινές ατυχείς πρακτικές και παθογένειες Ι ). Πριν προχωρήσουμε στα σχόλια μας, θεωρούμε αναγκαίο να επισημάνουμε τις αναμφισβήτητες πολιτισμικές, αισθητικές, οικονομικές, κοινωνικές, περιβαλλοντικές αξίες του οικοσυστήματος «αιγιαλός-παραλία». Αξίες που αποτελούν υπόβαθρο και έναυσμα των παρατηρήσεων μας. Ο θαλάσσιος χώρος νοείται όχι σαν κόσμος διαφορετικός και αχανής, αλλά σαν φυσική γειτνίαση της στεριάς δεκτική ποικίλων χρήσεων. Η προσφορά του στην κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη του πλανήτη, αποτελεί δεδομένο και βίωμα. Κατεξοχήν για τον ελληνικό χώρο, η ακτή είναι πόρος ζωής, αισθητική απόλαυση, πηγή έμπνευσης, ιστορικής συνέχειας και παράδοσης, ανεκτίμητο στοιχείο της γεωπολιτικής μας εξέλιξης, της κοινωνικής και πολιτισμικής ταυτότητας μας. Το τμήμα ξηράς που βρέχεται από τη θάλασσα και την περιτοιχίζει, ο αιγιαλός δηλαδή και η παραλία που τον διαπλατύνει, προς εκπλήρωση κυρίως του σκοπού της επικοινωνίας- και η αναγκαιότητα εξασφάλισης και προστασίας της ενότητας αυτής, έχουν από μακρού απασχολήσει το Διεθνές Δίκαιο. Ο πρώτος επιστημονικός ορισμός του αιγιαλού πέρασε από το Ρωμαϊκό στο Βυζαντινό Δίκαιο και στη συνέχεια στο νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος (Νόμος του 1837) και ισχύει μέχρι σήμερα. («μέχρις ού το χειμέριον έξεισι κύμα»). 1
Στην κρατούσα ελληνική νομολογία (Σ.τ.Ε. και Πολιτικά Δικαστήρια) αντιμετωπίζεται η θάλασσα και η παράκτια ζώνη ως ενιαίο αντικείμενο προστασίας, ως προστατευτέος φυσικός και οπτικός πόρος. Και μάλιστα χαρακτηρίζεται ως ευπαθές οικοσύστημα του φυσικού περιβάλλοντος, την προστασία του οποίου επιτάσσει το άρθρο 24 του Συντάγματος. ΙΙ ). Δυστυχώς το Ν/Σ, παρά τα θετικά του στοιχεία, δεν ανταποκρίνεται στις Συνταγματικές επιταγές, ούτε και στις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις. Τα σχόλια μας εστιάζονται στα εξής: 1. Άρθρα 3-6.. Οριοθέτηση - Καθορισμός αιγιαλού Α). Σύμφωνα με το Ν/Σ ο καθορισμός αιγιαλού και παλαιού αιγιαλού γίνεται με φωτοερμηνεία, με τη χρήση έγχρωμων ψηφιακών ορθοφωτοχαρτών. Η διαδικασία καθορισμού από Επιτροπή, με αυτοψία, δεν αποτελεί κανόνα. Παράλληλα προβλέπεται η δημιουργία ηλεκτρονικής βάσης γεωγραφικών δεδομένων και η κατάρτιση μητρώων καταχώρησης των σχετικών πράξεων. Η νέα προσέγγιση καθορισμού αιγιαλού, που αξιοποιεί την σύγχρονη τεχνολογία, κρίνεται θετική, τόσο από την άποψη της ταχύτητας της καταγραφής και οριοθέτησης των ακτών και της αποτελεσματικότητας της απεικόνισης της παράκτιας ζώνης, όσο και της επαύξησης των δυνατοτήτων οργάνωσης, λειτουργίας, διαχείρισης και προστασίας των ακτών, ως κοινόχρηστων- δημοσίων κτημάτων. Εάν και εφόσον η κατά περίπτωση διαδικασία καθορισμού δεν θα αντικαταστήσει τον κανόνα, θα καταστεί εφικτή η χάραξη του αιγιαλού σε σύντομο χρονικό διάστημα,(5 έτη κατά την εισηγητική έκθεση), αν όχι για το σύνολο, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας. Αρκεί βέβαια να εξασφαλισθούν έγκαιρα οι προς τούτο απαιτούμενες δημόσιες πιστώσεις. Β). Ωστόσο η χάραξη της οριογραμμής αιγιαλού και παλαιού αιγιαλού ανατίθεται σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου ή εταιρείες που λειτουργούν χάριν του δημοσίου συμφέροντος και εποπτεύονται από αυτό. Δεν τίθεται πρόβλημα επί της αρχής της ως άνω πρότασης. Πρόβλημα εγείρεται από το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμμία δέσμευση για το χαρακτήρα και τη φύση των Νομικών Προσώπων και εταιρειών. Κάτι που ενέχει τον κίνδυνο η ανάθεση να γίνει σε φορέα με επαγγελματικά ενδιαφέροντα προσανατολισμένα στην 2
επιχειρηματική αξιοποίηση δημοσίων κτημάτων και πολύ λιγότερο στην προστασία και διαφύλαξη του κεφαλαίου των ακτών. 2. Άρθρα 8,9. Δημιουργία παραλίας Α).Με τις προτεινόμενες διατάξεις, αποσυνδέεται πλήρως η διαδικασία καθορισμού του αιγιαλού από αυτήν της παραλίας. Η χάραξη της οριογραμμής παραλίας γίνεται μόνον κατόπιν αυτοψίας από Επιτροπή, χωρίς να προσδιορίζεται, κατά οποιονδήποτε τρόπο, ο χρόνος μέσα στον οποίον θα πρέπει, μετά τη χάραξη του αιγιαλού, να εξετασθεί η αναγκαιότητα ή μη χάραξης της παραλίας. Κατά την εισηγητική έκθεση «η παραλία θα μπορεί να δημιουργείται οποτεδήποτε αρκεί να αιτιολογείται η ανάγκη δημιουργίας της». Πως όμως; Η ανεξαρτοποίηση των δύο διαδικασιών οδηγεί σε ανυπαρξία στοιχειώδους προληπτικής παρέμβασης για την παραλία, με ορατό τον κίνδυνο οι έχοντες εμπράγματα δικαιώματα επί των ακινήτων, στην πέραν του αιγιαλού ζώνη, να σπεύσουν να αξιοποιήσουν τα ακίνητα τους. Το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο. Η «αυτοτελής» διαδικασία θα οδηγήσει σταδιακά σε υποβάθμιση, αλλοίωση, εξαφάνιση της παραλίας. Όταν προκύψει ανάγκη καθορισμού, η εκπλήρωση της θα είναι ιδιαίτερα δυσχερής έως ανέφικτη, λόγω του αυξημένου κόστους των απαλλοτριώσεων και των έντονων αντιδράσεων των κατεχόντων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ισορροπία του οικοσυστήματος και τη διαφύλαξη ενός πολύτιμου οπτικού, αισθητικού πόρου. Β). Κατά τις διατάξεις του Ν. 2971/01, η χάραξη της παραλίας είναι δυνητική όμως εξετάζεται ταυτόχρονα με τη χάραξη του αιγιαλού. Η μέχρι τώρα επικρατούσα στην πράξη τακτική δείχνει ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, κατά τον καθορισμό του αιγιαλού, καθορίζεται και ζώνη παραλίας με πλάτος κυμαινόμενο μεταξύ 10μ.-15μ. Όσο δηλαδή και το μέγιστο πλάτος αυταποζημίωσης (15μ.). Όταν δε η παραλία δεν καθορίζεται ως διακριτή ζώνη (φαινόμενο όχι σύνηθες) η απόφαση έγκρισης κάνει αναφορά σε «ταύτιση» γραμμών αιγιαλού και παραλίας. Γι αυτό και αποτελεί πλέον κοινή αντίληψη ότι η παραλία συνυπάρχει με τον αιγιαλό, και αποτελεί δημόσια, κοινής ωφέλειας έκταση που, όπως και ο αιγιαλός, δεν επιτρέπεται να δομηθεί. 3
Γ). Η απαίτηση για «ειδική» αιτιολόγηση της απόφασης του ΓΓΠ περί καθορισμού παραλίας ελλοχεύει τον κίνδυνο να καταστήσει ευάλωτη τη διοικητική πράξη, απέναντι στις διεκδικήσεις κάθε ιδιοκτήτη ακινήτου, θιγόμενου από αυτήν. Παράλληλα τα ζητούμενα στοιχεία δαπανών και φορέα απαλλοτρίωσης είναι δύσκολο να προσδιορισθούν. Ο προσδιορισμός τους απαιτεί χρόνο, πράγμα που θα δυσχεραίνει και καθυστερεί την όλη διαδικασία καθορισμού της παραλίας. Ακόμα και στην περίπτωση που εκτιμηθεί σύντομα η ανάγκη καθορισμού παραλίας, αυτή καθαυτή η διαδικασία, δύσκολη και χρονοβόρα, θα καθυστερεί τον καθορισμό. Για άλλη μια φορά φαίνονται και εδώ οι τραγικές, για το περιβάλλον και τη διασφάλιση της δημόσιας γης, συνέπειες έλλειψης Εθνικού Κτηματολογίου. Η λογική που υπαγορεύει τις προτεινόμενες διατάξεις είναι κατανοητή. Η μέριμνα προστασίας της ιδιοκτησίας είναι εύλογη και απόλυτα θεμιτή. Πλην όμως, κατά πάγια νομολογία, είναι επιτρεπτός ο περιορισμός της κυριότητας, υπό την προϋπόθεση ότι συνιστά το αποτέλεσμα της στάθμισης μεταξύ του ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας, αφενός, και του κοινωνικού δικαιώματος χρήσεως του φυσικού περιβάλλοντος, αφετέρου. Oυδείς Έλληνας πολίτης, λογικά σκεπτόμενος, δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει το κοινωνικό δικαίωμα χρήσεως των ακτών. Δ). Το νομοσχέδιο προβλέπει την υποχρεωτική χάραξη του αιγιαλού, για τις ίδιες περιπτώσεις επεμβάσεων που ορίζει και ο ισχύων νόμος. Παραλείπει όμως τελείως την πρόβλεψη χάραξης της παραλίας. Ωστόσο ειδικά στις περιπτώσεις επεμβάσεων όπως επέκταση σχεδίου, έργα λιμενικά, τουριστικά, βιομηχανικά,,οικοδομικές εργασίες, υπάρχει επιτακτική ανάγκη να καθορίζονται και ο αιγιαλός και η παραλία, ακριβώς για να υπάρχει προληπτική δράση προς αποφυγή ενδεχόμενης καταστροφής του παράκτιου χώρου. Ε).Αντί λοιπόν να παγιώνονται τα αδύνατα σημεία του Ν.2971/2001, θα ήταν επιθυμητό να θεσπισθεί ο καθορισμός παραλίας μαζί με τον αιγιαλό, πάντα βέβαια σύμφωνα με τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά και τις ιδιαίτερες ανάγκες της περιοχής. Στην κατεύθυνση αυτή θα μπορούσε: o Να καθορισθεί η ζώνη παραλίας με τηλεπισκόπηση, ταυτόχρονα με τον αιγιαλό, με δυνατότητα επανεξέτασης, κατά νομό ή ευρύτερες γεωγραφικές ενότητες, κατόπιν αυτοψίας. 4
o Άλλως να ορισθεί ο εύλογος χρόνος εντός του οποίου, μετά τον καθορισμό του αιγιαλού, οφείλουν οι αρμόδιες αρχές να επιληφθούν του θέματος «παραλία». Η έγκριση αιγιαλού να συνεπάγεται, αυτεπάγγελτα, χωρίς άλλη διαδικασία, αναστολή έκδοσης οικοδομικών αδειών, σε ζώνη πλάτους έως 50μ. από τη γραμμή αιγιαλού και για τόσο χρονικό διάστημα όσο η ολοκλήρωση της διαδικασίας καθορισμού- έγκρισης παραλίας. o Να διευρυνθεί ο ορισμός της παραλίας. Στο άρθρο 2(2) του Ν/Σ. γίνεται μνεία δυνατότητας χρήσης της παραλίας και για άλλους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος που εμπεριέχουν την περιβαλλοντική και πολιτιστική διάσταση. Θα ήταν ιδιαίτερα ευπρόσδεκτο εάν η δυνατότητα αυτή, αντί να αποτελεί εξαίρεση, να αποτελέσει κανόνα, όπως και ο σκοπός της επικοινωνίας ξηράς θάλασσας. o Θα μπορούσε ακόμα, για την προστασία ενός μοναδικού για τη Χώρα μας φυσικού και πολιτισμικού πλούτου, να αντιστραφεί η σημερινή λογική. Να προβλεφθεί ότι «ο αιγιαλός επιδέχεται προσαύξηση με ζώνη παραλίας. Η μη αναγκαιότητα καθορισμού παραλίας απαιτεί αιτιολόγηση, κατόπιν μελέτης, από τις αρμόδιες αρχές». 3. Άρθρο 14. Προστατευτικά έργα Διάβρωση ακτών Για τη διάβρωση της ακτής από τη θάλασσα και τις κατολισθήσεις του φυσικού εδάφους, το νομοσχέδιο περιορίζεται στη διαδικασία αδειοδότησης και κατασκευής προστατευτικών έργων, δημόσιων ή ιδιωτικών, όπως ακριβώς και ο ισχύων νόμος. Η όλη αντίληψη στρέφεται σε εκ των υστέρων κατασκευαστικές επεμβάσεις, κυρίως για την προστασία των θιγόμενων ιδιωτικών εκτάσεων. Τέτοιες επεμβάσεις, πέραν από την αμφισβητήσιμη αποτελεσματικότητα τους, προκαλούν αλλοιώσεις της ακτογραμμής και προσβάλλουν την αισθητική του φυσικού περιβάλλοντος και του ενδότερου οικιστικού χώρου. Καμία νέα θεώρηση δεν υπάρχει, που να ανοίγει ορίζοντες για την διερεύνηση των τυχόν αιτίων διάβρωσης και από ανθρωπογενείς παράγοντες, καθώς και για τη λήψη κατάλληλων, προληπτικών, προστατευτικών μέτρων. Το θέμα της διάβρωσης είναι σύνθετο, επιρρεαζόμενο από παράγοντες που ποικίλουν κατά περιοχές.(γεωμορφολογία, σύσταση εδαφών, κρατούντες άνεμοι.) 5
Οι ρυθμίσεις που προβλέπονται από το 1940 και συνεχίζονται στο Ν/Σ, δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα. Η όλη διαδικασία ενέχει ταλαιπωρία των πολιτών, ασυντόνιστες απόψεις των Υπηρεσιών, εξαρτήσεις κάθε μορφής, που οδηγούν συχνά τους ενδιαφερόμενους πολίτες σε αυθαίρετες επεμβάσεις. Το θέμα σχετίζεται ωστόσο και με τον πολύτιμο τουριστικό πόρο της Χώρας. Αξίζει λοιπόν να αντιμετωπισθεί ανάλογα: o Να διερευνηθούν και τα ανθρωπογενή αίτια και να ληφθούν τα δέοντα μέτρα. Να εκπονηθούν εγχειρίδια με οδηγίες για τα υλικά και τους τρόπους επέμβασης. Πανεπιστημιακοί φορείς έχουν ασχοληθεί με το έργο αυτό και μπορούν να το στηρίξουν. o Να υπάρξει μέριμνα για την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας των έργων. o Να εγκαταλειφθεί η λογική της περιπτωσιακής έγκρισης και να υπάρξει μέριμνα για συντονισμένη εξέταση του θέματος από τους αρμόδιους φορείς (ενδεχόμενα μέσω θεσμοθέτησης Επιτροπών ή Συμβουλίων). 4. Άρθρα 16-21. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ. Ζώνες λιμένων Α). Η νέα προσέγγιση του θέματος, με τη διακριτή θεώρηση της χερσαίας και θαλάσσιας ζώνης λιμένα, και τον εξορθολογισμό επί μέρους διαδικαστικών ζητημάτων που αφορούν τις «παραχωρήσεις» κρίνεται καταρχήν θετική. Υπάρχουν, ωστόσο, άλλα στοιχεία των προτεινόμενων ρυθμίσεων που δεν επιτρέπουν εφησυχασμό. Β). Ιδιαίτερα μας ανησυχεί το γεγονός ότι η ανάπτυξη των έργων εντός της ζώνης λιμένα παρακάμπτει παντελώς Χωροταξικά και Πολεοδομικά κριτήρια και επιλογές (άρθρο 16). Είναι χαρακτηριστικό ότι για την έγκριση της μελέτης των έργων απαιτείται (και ορθώς ) σύμφωνη γνώμη των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Πολιτισμού, Ναυτιλίας, όχι όμως και του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ. Η μνεία «.με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν.3044/2002» δεν αρκεί. Καλύπτει εν μέρει τα έργα εθνικού επιπέδου και ορισμένα μόνον μη εθνικού επιπέδου. 6
Σε μια εποχή που οι οικονομικές, εμπορικές, ναυτιλιακές, επιβατικές, τουριστικές, αλιευτικές ανάγκες και απαιτήσεις βαίνουν συνεχώς διευρυνόμενες, η χωροθέτηση των χρήσεων στη ζώνη λιμένα απαιτεί ρυθμιστικό σχεδιασμό. Κατάλληλο επίπεδο σχεδιασμού είναι αυτό του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (ΓΠΣ) ή Σχεδίου)Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ). Αν τυχόν τέτοιο επίπεδο δεν υπάρχει, θα μπορούσε να προβλεφθεί ειδικά ρυθμιστικός σχεδιασμός της ζώνης και έγκριση του κατόπιν γνωμοδότησης αρμοδίων οργάνων (π.χ.σχοπ). Μόνον έτσι είναι δυνατόν να διασφαλιστεί η ορθολογική ένταξη και διασύνδεση της ζώνης λιμένα με τον άμεσο και ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο, η απρόσκοπτη λειτουργία της, η ανταπόκριση της στον σκοπό τον οποίον εξυπηρετεί. Η προγραμματιζόμενη μάλιστα μετεξέλιξη των εθνικών μας λιμένων σε σύγχρονα διαμετακομιστικά κέντρα της Ανατολικής Μεσογείου, δεν επιτρέπει προσεγγίσεις μη συνδεόμενες σαφώς με χωροταξικές και πολεοδομικές απαιτήσεις. Β). Ερωτηματικά και ανησυχίες εγείρει η πρόταση για έναρξη εκτέλεσης των έργων με «άδεια αστυνομικής φύσεως της αρμόδιας λιμενικής αρχής» (άρθρο 16 παρ. 5). Πέραν του ότι η διάταξη αυτή έρχεται σε αντίθεση με άλλη διάταξη του ίδιου άρθρου του Ν/Σ (παρ. 1) δεν είναι νοητό, ειδικά για τα κτηριακά έργα, να εκδίδεται άδεια αστυνομικής φύσεως και όχι οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής. Πιστεύουμε ότι δεν μπορεί να είναι αυτή η πρόθεση του νομοθέτη. Λόγοι σοβαροί που αφορούν σε θέματα ασφάλειας των κατασκευών δεν το επιτρέπουν. 5. Άρθρο 25. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ. Προστασία, κυρώσεις και τελικές διατάξεις Ειδικά ως προς την εναρμόνιση του καθεστώτος νήσων Δωδεκανήσου, παρόλο που είναι κατανοητή η ανάγκη εναρμόνισης του καθεστώτος παλαιάς και νέας νομοθεσίας, εκφράζεται επιφύλαξη ως προς τον κίνδυνο που ενυπάρχει στην μελλοντική απόδοση προς «αξιοποίηση» της δημόσιας έκτασης που θα προκύψει από την μεταβολή του πλάτους της ισχύουσας με το παλαιό καθεστώς ζώνης παραλίας και μείωση αυτού κατά 12 μ., κυρίως ως προς την εξασφάλιση της δυνατότητας εξυπηρέτησης κοινοχρήστων αναγκών. 7
IΙΙ ). Συμπερασματικά, το Ν/Σ, σε αντίθεση με τα αναγραφόμενα στην εισηγητική έκθεση, παραμένει προσκολλημένο στη φιλοσοφία του ισχύοντος Νόμου. Διατηρεί, ως αφετηρία και βάση ρυθμίσεων, τα ζητήματα που συνδέονται με τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα εντός της ζώνης αιγιαλού- παραλίας. Ωστόσο, με δεδομένη την ευαισθητοποίηση των πολιτών στα θέματα προστασίας περιβάλλοντος, το Ν/Σ θα έπρεπε να προσεγγίζει το ευαίσθητο και πολύτιμο οικοσύστημα των ακτών με μια νέα οπτική, περισσότερο φιλοπεριβαλλοντική, έξω από τρέχουσες πρακτικές (ατυχείς στη μέχρι τώρα εφαρμογή τους). Θα έπρεπε να ανοίγει πεδία εστιασμένα στους τομείς όχι μόνον καθορισμού, αλλά προστασίας και ανάδειξης του χώρου αιγιαλού- παραλίας Στην κοινή αντίληψη δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ αιγιαλού και παραλίας. Ο ΣΕΠΟΧ πιστεύει ότι μόνον η προσανατολισμένη στην αλληλεξάρτηση των στοιχείων του οικοσυστήματος προσέγγιση του παράκτιου χώρου επιτρέπει τη διαμόρφωση πλαισίου προστασίας, που θα αποτρέπει τη βλάβη τμημάτων του χώρου από την ανάπτυξη ασύμβατων δραστηριοτήτων σε γειτονικά τμήματα τους. Κυρίως δε, θα ανταποκρίνεται στις Συνταγματικές επιταγές και θα είναι συμβατό με την Σύσταση Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ε.Ε. για την ολοκληρωμένη διαχείριση του παράκτιου χώρου. Σε μια νέα θεώρηση θα μπορούσε: o Να υπάρξει μέριμνα, θεσμικά κατοχυρωμένη για την προσαρμογή του όποιου ισχύοντος στις ακτές καθεστώτος ανάπτυξης, με τις κατευθύνσεις του Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης του Παράκτιου Χώρου (Ν. 2742/1999), όποτε αυτό εκπονηθεί και εγκριθεί. o Να υπάρξει πρόβλεψη για τη θέσπιση κατευθυντήριων αρχών, που θα διέπουν το καθεστώς δόμησης στην πέραν των γραμμών αιγιαλού και παραλίας παράκτια ζώνη, κυρίως στις εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών περιοχές (όπως αποστάσεις κτηρίων από τη γραμμή παραλίας, ανώτατα ύψη, τυχόν ασύμβατες ανάλογα με το χαρακτήρα της περιοχής χρήσεις, χρήση τοπικών υλικών,.). Ο ΣΕΠΟΧ θέλει να πιστεύει ότι η πολιτεία έχει και τη θέληση και τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει με περισσότερο περιβαλλοντική αλλά και φιλοευρωπαϊκή διάσταση το θέμα των ακτών. Είναι καιρός για τη θέσπιση των μέτρων και μέσων της ολοκληρωμένης, στρατηγικής διαχείρισης του χώρου, με βάση 8
την αρχή της αειφορίας, το Σύνταγμα, το Κοινοτικό και το Διεθνές Δίκαιο. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν η φιλοσοφία του Ν/Σ δεν μεταβληθεί, επιβάλλεται, τουλάχιστον, να επανεξετασθούν οι προτάσεις που αφορούν το καίριο ζήτημα της παραλίας. Γιατί η υπευθυνότητα της πολιτείας και η βούληση των πολιτικών υπευθύνων αντικατοπτρίζεται στις ρυθμίσεις της παραλίας. Ο αιγιαλός είναι δημιούργημα της φύσης. Η παραλία είναι το δημιούργημα των πράξεων της πολιτείας και προστίθεται στο φυσικό δημιούργημα, για την εξυπηρέτηση κοινών σκοπών. 9