EN OΓΛΩΣΣIKH ANIΣOTIMIA.N. Mαρωνίτης



Σχετικά έγγραφα
Αιτιολογική έκθεση. µεγάλων δυσκολιών που η κρίση έχει δηµιουργήσει στον εκδοτικό χώρο και στους

Η ΜΕΣΩ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ Φρειδερίκη ΜΠΑΤΣΑΛΙΑ Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Ελένη ΣΕΛΛΑ Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα

Geschichte der Übersetzung III. Anthi Wiedenmayer

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

Τυπολογία της ενδογλωσσικής µετάφρασης

ΟΡΙΣΜΟΣ. 1. «Ορίζοντας τον ορισµό»

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

Στέλλα Πριόβολου. Οι ελληνορωµαϊκές ρίζες της Ευρώπης µέσα από τον στοχασµό Ευρωπαίων µελετητών

Ποιες γνώμες έχετε ακούσει για τη Βίβλο; Τι θα θέλατε να μάθετε γι αυτή;

Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία

Περί της «Αρχής ανεξαρτησίας των κινήσεων»

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

ΕΝΩΣΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΩΝ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΜΙΛΙΑ ΜΑΚΗ ΒΟΡΙΔΗ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΛΑ.Ο.Σ.

Σύµφωνα µε την Υ.Α /Γ2/ Εξισώσεις 2 ου Βαθµού. 3.2 Η Εξίσωση x = α. Κεφ.4 ο : Ανισώσεις 4.2 Ανισώσεις 2 ου Βαθµού

ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Ιστορία της μετάφρασης

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ στα αποσπάσματα των εγχειριδίων που ακολουθούν : 1]προσέξτε α) το όνομα του Βυζαντίου β) το μέγεθος

ΛΥΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

10 Μύθοι για τη γλώσσα

στις οποίες διαμορφώθηκαν οι ιστορικοί και οι πολιτισμικοί όροι για τη δημοκρατική ισότητα: στη δυτική αντίληψη της ανθρώπινης οντότητας, το παιδί

7. Η θεωρία του ωφελιµ ισµ ού

Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μίου Κρήτης «Επιστήμες Αγωγής»

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2018 A ΦΑΣΗ. Ημερομηνία: Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018 Διάρκεια Εξέτασης: 2 ώρες ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Πρόλογος: Κογκίδου ήµητρα. Εκπαιδευτική Ηγεσία και Φύλο. Στο: αράκη Ελένη (2007) Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

Γιούλη Χρονοπούλου Μάιος Αξιολόγηση περίληψης

Παλαιστίνιοι Ισραηλινοί Μία μόνο χώρα, με ένα μόνο Κράτος!

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

Γιατί μελετούμε την Αγία Γραφή;

Το Ηµερολόγιο των Μάγιας και τα Χρήµατα από τον ρ. Καρλ Τζοχάν Κάλλεµαν

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Ι ΣΤΑΘΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΣΚΟΠΟΙ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΩΝ ΩΔΩΝ

1. H ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ Στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες η ύπαιθρος κατέχει εξέχουσα θέση στον πολιτισµό της χώρας και στην ψυχή των κατοίκων της,

Ιδανικός Ομιλητής. Δοκιμασία Αξιολόγησης Α Λυκείου. Γιάννης Ι. Πασσάς, MEd Εκπαιδευτήρια «Νέα Παιδεία» 22 Μαΐου 2018 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: Ιστορική αναδροµή του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήµατος. Οι µεταρρυθµίσεις του Το σηµερινό εκπαιδευτικό σύστηµα

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

Α.Π.Θ. Α.Π.Θ. Διά Βίου Μάθησης. Μάθησης. Ποίηση και Θέατρο Αρχαία Ελλάδα

Παιδαγωγοί και παιδαγωγική σκέψη στον ελληνόφωνο χώρο (18ος αιώνας Μεσοπόλεμος)

133 Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Θεσσαλονίκης

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» Τομέας Νέων Ελληνικών

Το μυστήριο της ανάγνωσης

5η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΟΛΟΓΩΝ

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.


Περί Μελαγχολίας. Διδάσκων: Αναπλ. Καθηγητής Δημήτριος Καργιώτης. 2 η ενότητα: «Η μελαγχολία στην αρχαιότητα»

1)Στην αρχαιότητα δεν υπήρχε διάκριση των κοινωνικών επιστημών από τη φιλοσοφία. Σ Λ

Αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της «ικανοποίησης των ανθρωπίνων αναγκών στο χώρο μέσω σχεδιασμού μεθόδων και υλικών κατασκευών».

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΛΕΞΕΙΣ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

Ναπολέων Μήτσης: Αποσπάσματα κειμένων για τη σχέση γλώσσας και πολιτισμού

Επιτρέπεται να αρθρώνει η Εκκλησία πολιτικό λόγο;

Τμήμα Κλασικών Σπουδών και Φιλοσοφίας

Για την εξέταση των Αρχαίων Ελληνικών ως μαθήματος Προσανατολισμού, ισχύουν τα εξής:

ΛΟΓΙΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗΣ, ΕΣΠΙ 1

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΤΑΞΗ


Νικηφόρου Βρεττάκου: «ύο µητέρες νοµίζουν πως είναι µόνες στον κόσµο» (Κ.Ν.Λ. Α Λυκείου, σ )

Αξιολόγηση μεταφράσεων ιταλικής ελληνικής γλώσσας

H γλώσσα θεωρείται ιδιαίτερο σύστηµα,

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

Νεοελληνικός Πολιτισμός

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

A. ΔΙΔΑΚΤΕΑ ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ

ΒΙΟΗΘΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Tο βασικό ερώτημα στην ηθική φιλοσοφία αναφέρεται

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις

Οδηγίες για το διάλογο ανάπτυξης των εργαζοµένων Εισαγωγή Στόχος: Το κλίµα του διαλόγου

Προς µια γλωσσική πολιτική την εποχή της παγκοσµιοποίησης και του διαδικτύου: ο σχεδιασµός του ΚΕΓ

ΠΡΟΣ : ΚΟΙΝ.: Ι. ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ

Κείµενο [Οι διαδικτυακές επαφές στο περιβάλλον του Facebook]

- Κωνσταντίνος Δ. Μαλαφάντης. Ο πόλεμος. ' ttbiiif' 'ιίβίϊιιγ' ^ *"'** 1 ' 1 ' 11 ' ' στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη <KAOS<\S Ι>ΗΡΟΡ*Η

Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις

ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ. Το κίνημα του ρομαντισμού κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.

Από τον Όμηρο στον Αισχύλο: Η Τριλογία του Αχιλλέα

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

109 Φιλολογίας Αθήνας

Χρήση εργαλείων ορολογίας και ανάγκες σε ορολογία

Ύλη Ενδοσχολικών Εξετάσεων Α Τάξης. Εξετάσεις περιόδου Μαΐου-Ιουνίου 2013 ΑΓΓΛΙΚΑ

2. Αναγέννηση και ανθρωπισμός

<<Γυναίκες στην ρομαντική εποχή της λογοτεχνίας>>

Όταν χαλά η γλώσσα, χαλάει η σκέψη

Ελεύθερη αρµονική ταλάντωση χωρίς απόσβεση

II29 Θεωρία της Ιστορίας

Ενδογλωσσική Μετάφραση

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥ ΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΕΙ ΙΚΟ ΜΕΡΟΣ: ΚΛΑ ΟΣ ΠΕ02 (78 ώρες)

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Καλές και κακές πρακτικές στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας. Άννα Ιορδανίδου ΠΤΔΕ Παν/μίου Πατρών

ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗΣ

Αν και η πρώτη αντίδραση από πολλούς είναι η γελοιοποίηση για τη ανάλυση τέτοιων θεμάτων, παρόλα αυτά τα ερωτηματικά υπάρχουν.

ΕΚΦΡΑΣΗ ΕΚΘΕΣΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Μπορεί να συναντηθεί ο έφηβος με το δάσκαλο; Προσέγγιση των δυσκολιών στη σχέση μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

Η λειτουργία των Εδρών Νεοελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού και τα προγράμματα Ελληνικών σπουδών στη Λετονία

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑΣ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ. Τι, πώς, γιατί;

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΩΣ ΜΕΣΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΒΙΑΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ Το κωμικό και η Ποιητική της Ανατροπής

Η Κοινωνική ιάρθρωση: ιαστρωµάτωση, Κινητικότητα, Μετάταξη

Transcript:

EN OΓΛΩΣΣIKH ANIΣOTIMIA.N. Mαρωνίτης H εισήγησή µου αφορµάται από ένα, απροσδόκητο ίσως, ερώτηµα, το οποίο στη σχηµατική και προληπτική διατύπωσή του έχει ως εξής: η διάζευξη ισχυρών και ασθενών γλωσσών (µε τους επιθετικούς προσδιορισµούς εντός ή εκτός εισαγωγικών) αποτελεί µόνον διαγλωσσικό πρόβληµα στο πλαίσιο της Eυρωπαϊκής Ένωσης; ή µήπως εµφανίζεται και ως ενδογλωσσική διαβάθµιση, µπορεί και διαµάχη, µε προβλεπόµενες και απρόβλεπτες συνέπειες; Tο ζήτηµα τούτο προκύπτει, κατά τη γνώµη µου, όταν και όπου µια εθνική γλώσσα διαθέτει αποδεδειγµένως µακράς διάρκειας ένδοξο παρελθόν, όπως λ.χ. συµβαίνει µε την αρχαία ελληνική και σε µικρότερο ίσως βαθµό µε τη λατινική. Σ αυτές τις περιπτώσεις η ενδογλωσσική διαβάθµιση στηρίζεται σε µια καταστατική σύγχυση, βάσει της οποίας ταυτίζονται η ίδια η γλώσσα και η παραγόµενή της γραµµατεία. Για να διατυπώσω το θέµα απλούστερα: η ανάδειξη της λογοτεχνικής παραγωγής µιας εποχής σε κλασική υποβάλλει συγχρόνως τη θέση ότι και ο βασικός γλωσσικός της τύπος είναι και αυτός κλασικός. Kάτι περισσότερο: η υψηλή στάθµη των λογοτεχνικών έργων σ αυτές τις περιπτώσεις αποδίδεται, εν µέρει ή εν όλω, στην υψηλή στάθµη της γλώσσας της. Έτσι δηµιουργείται το ζεύγος: κλασική γλώσσα-κλασική λογοτεχνία, λίγο πολύ ως σχέση αιτίου και αιτιατού. εν θα επιµείνω περισσότερο στον έλεγχο του αυθαίρετου αυτού ζεύγους, που έτσι κι αλλιώς θυµίζει το σοφιστικό δίληµµα αν το αβγό γέννησε την κότα ή η κότα το αβγό. Γεγονός πάντως παραµένει ότι η ενδογλωσσική αυτή ιδεολογία στιγµάτισε πολύ νωρίς την ελληνική γλώσσα, δηµιουργώντας ρήγµα ανάµεσα στην οµιλούµενη και στην επίσηµη γραπτή µορφή της. Yπαινίσσοµαι προφανώς το κίνηµα του Aττικισµού, το οποίο εµφανίζεται και εγκαθίσταται στον ελληνόφωνο, πολυεθνικό πια, χώρο στα όψιµα ελληνιστικά χρόνια. Kατά πόσο η γένεση του Aττικισµού θα πρέπει να χρεωθεί στους επιφανείς Γραµµατικούς της αλεξανδρινής εποχής ή και στην ίδια την επιστήµη της φιλολογίας, που τότε ιδρύεται, παραµένει ακόµη αµφίβολο ζητούµενο, µε το οποίο δεν πρόκειται εδώ να ασχοληθώ. Όταν ωστόσο ο Aττικισµός συστηµατοποιήθηκε και τελικώς κυριάρχησε, προέβαλε µε έµφαση ως υπόδειγµα προς µίµηση την αττική γλώσσα, σε µιαν εποχή που η αρχαία ελληνική γλώσσα είχε καταφανώς εξελιχθεί και έτεινε στη διαµόρφωση της κοινής. H απαίτηση της αναχρονιστικής αυτής γλωσσικής µίµησης κατέληξε να γίνει λίγο πολύ δόγµα, σύµφωνα µε το οποίο η παραγωγή αξιόλογης γραµµατείας στο παρόν δεν είναι δυνατή παρά µόνον µε δύο όρους: αν η γλώσσα γραφής µιµηθεί την προγενέστερη κλασική µορφή της αν τα παραγόµενα λογοτεχνικά έργα έχουν ως πρότυπα τα κείµενα της κλασικής περιόδου.

Tούτο βεβαίως σηµαίνει αυτόµατη υποτίµηση της οµιλούµενης γλώσσας, η οποία εφεξής θεωρείται ανεπαρκής, τουλάχιστον για να καλύψει τις εκφραστικές φιλοδοξίες των εγγραµµάτων. Ή για να µιλήσω µε όρους του Συνεδρίου µας η αττική γλώσσα και η αττική λογοτεχνία εκτιµήθηκαν ως ισχυρές µορφές, σε αντίθεση προς την ασθένεια της κοινής, η οποία κρίθηκε κατάλληλη µόνον για την παραγωγή παραλογοτεχνίας και για την κάλυψη των γλωσσικών αναγκών του αµαθέστερου λαού. εν θα επιµείνω περισσότερο. Θυµίζω µόνον ότι στον ελληνιστικό Aττικισµό ανάγονται οι αφορµές του γνωστού γλωσσικού µας ζητήµατος: το οποίο προχώρησε στα βυζαντινά και µεταβυζαντινά χρόνια οξύνθηκε στην περίοδο του νεοελληνικού διαφωτισµού δραµατοποιήθηκε προς τα τέλη του 19ου αιώνα και, µε την αντίσταση του µαχητικού δηµοτικισµού, εξελίχθηκε σε γενικότερο πολιτικό και ιδεολογικό πρόβληµα του καιρού µας. Yποτίθεται ότι ύστερα από τη µεταδικτατορική µεταρρύθµιση της δεκαετίας του 70, το χρόνιο γλωσσικό µας ζήτηµα βρήκε την οριστική λύση του προς όφελος της δηµοτικής. H λύση όµως αυτή παραµένει µερική και µάλλον τυπική, αν συνυπολογιστούν οι αυξανόµενες (µέσα στη δεκαετία του 80 και στη δεκαετία του 90) καταγγελίες για την ανεπάρκεια της οµιλούµενης γλώσσας, η πενία της οποίας προτείνεται να θεραπευθεί µε έµµεση έστω αναγωγή της στην αρχαία ελληνική γλώσσα και στις νεότερες λόγιες παραλλαγές της. Συµπέρασµα πρώτο και πρόχειρο: σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την ελληνική γλώσσα (σε µικρότερο ίσως βαθµό και την ελληνική λογοτεχνία), η αντίθεση ισχύος και ασθένειας παραµένει σταθερή το γλωσσικό παρελθόν διεκδικεί τον τίτλο του ισχυρού, ενώ το γλωσσικό παρόν εκτιµάται ως ελλειµµατικό και ασθενές. H καθιέρωση ανισοτιµίας ανάµεσα στην αρχαία ελληνική και στη νέα ελληνική γλώσσα ελέγχεται και στη µεταφραστική µας θεωρία και πρακτική, καθώς αµφισβητείται, απολύτως ή σχετικώς, η µεταφρασιµότητα της πρώτης στη δεύτερη ας πούµε της ισχυρότερης στην ασθενέστερη γλώσσα. Προτού εκθέσω, µε αναγκαστική συντοµία, τη γνώµη µου για τη βασιµότητα ή µη της προηγούµενης επιφύλαξης, οφείλω να οµολογήσω δύο τουλάχιστον ερείσµατα της δικής µου θέσης: το ένα είναι θεωρητικό, το άλλο πρακτικό το πρώτο δάνειο, το δεύτερο προσωπικό. Για να µην τα πολυλογώ: ως προς το γενικό πρόβληµα της µεταφρασιµότητας των κλασικών γλωσσών και των κλασικών κειµένων, παραπέµπω ευθέως στο συναρπαστικό µελέτηµα του Jean René Ladmiral, υπό τον ερωτηµατικό τίτλο «La traduction: des textes classiques?» (1991, 9-29). Ως προς το ειδικό εξάλλου ζήτηµα, κατά πόσον και πώς µεταφράζεται στις µέρες µας και στη γλώσσα µας η αρχαία ελληνική λογοτεχνία, επικαλούµαι την προσωπική µου εµπειρία, κυρίως από τη συνεχιζόµενη µετάφραση της οµηρικής Oδύσσειας.

εν έχει νόηµα να εκθέσω εδώ διεξοδικώς τις µεταφραστικές θέσεις του Ladmiral, οι οποίες προοδευτικώς τον οδηγούν στο ριζοσπαστικό του συµπέρασµα. Για λόγους αναγκαστικής συντοµίας, σχηµατοποιώ στο έπακρο τη βασική του υπόθεση. ιακρίνοντας ο Ladmiral, στη µεταφραστική θεωρία και πρακτική, δύο, αντικείµενες λίγο πολύ µεταξύ τους, επιλογές, εκείνη των «πηγαίων» και την άλλη των «στοχευόντων» [1] (οι όροι προφανώς αντιστοιχούν στο δίδυµο της µεταφρασεολογίας «γλώσσα-πηγή» και «γλώσσαστόχος») µελετά και ελέγχει τόσο τη µία όσο και την άλλη, από γλωσσολογική, φιλοσοφική, εν µέρει και από ψυχαναλυτική σκοπιά. Tο τελικό του πόρισµα είναι ότι: η δογµατική προσήλωση στην αξιολογική προτεραιότητα της γλώσσας-πηγή (την οποία οφείλει να υπηρετήσει και να µιµηθεί κατά το δυνατόν η γλώσσαστόχος), οδηγεί σε µια θεολογία της κλασικής γλώσσας [2] και των κλασικών κειµένων µε την έννοια ότι εδώ προϋποτίθεται ένας αρχικός και πρότυπος Λόγος, η µετάφραση του οποίου, αν δεν είναι εξ ορισµού αδύνατη, παραµένει εξ αποτελέσµατος γλωσσικά εξαρτηµένη και πληµµελής. Στον βαθµό όµως που ο Ladmiral συζητεί τη µεταφρασιµότητα κλασικών κειµένων της ελληνορωµαϊκής αρχαιότητας στις νεότερες γλώσσες, απορρίπτει την a priori υποτέλεια της µεταφραστικής γλώσσας στη µεταφραζόµενη γλώσσα και αντιπροτείνει τη γλωσσική τους ισοτιµία σε αναλογική βάση ενόψει µιας οµογενούς γλωσσικής πραγµατικότητας, η οποία εξειδικεύεται κατά περίπτωση στα οµόλογα «ιδιώµατά» της. Mε αυτό το µέτρο όλες οι γλώσσες κρίνονται συγχρόνως ίδιες και ί δ ι ε ς. [3] H µεταφορά της µεταφραστικής θεωρίας και πρακτικής του Ladmiral στα καθ ηµάς φαίνεται να λύνει το πρόβληµα της µεταφρασιµότητας των κλασικών κειµένων της αρχαίας ελληνικής γραµµατείας, χωρίς να θέτει ζήτηµα ανισοτιµίας ανάµεσα στη γλώσσα-πηγή και στη γλώσσαστόχος. Παρά ταύτα το συγκεκριµένο µεταφραστικό ζήτηµα εµφανίζεται στα γράµµατά µας κάπως ιδιόρρυθµο, επειδή στην περίπτωσή µας η γλώσσα-πηγή και η γλώσσα-στόχος συνανήκουν στον ίδιο γλωσσικό κορµό, όσο κι αν αποτελούν διακεκριµένους κλώνους στην εξέλιξή του. Mε τους όρους αυτούς θα περίµενε κάποιος ότι, στον τόπο µας και στις µέρες µας, η µετάφραση των αρχαιοελληνικών κειµένων θα ήταν και ευκολότερη και ευτυχέστερη, εξαιτίας της εσωτερικής συγγένειας, ή και συνέχειας, µεταφραζόµενης και µεταφραστικής γλώσσας. Στην πραγµατικότητα όµως συνέβη του αντίθετο. Aκριβώς επειδή, βάσει της µακραίωνης ενδογλωσσικής ιδεολογίας για την οποία µίλησα, η νεοελληνική θεωρήθηκε πενιχρό αποβλάστηµα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, της αµφισβητήθηκε και η µεταφραστική της ικανότητα, ειδικότερα ως προς τα κλασικά κείµενα της ελληνικής αρχαιότητας. Έτσι από καλός µεταφραστικός αγωγός, η δηµοτική γλώσσα αντιµετωπίστηκε ως ιδιαζόντως κακός αγωγός. Aποτέλεσµα της ενδογλωσσικής αυτής

ιδεοληψίας ήταν να αναπτυχθούν στη συντηρητική µεταφραστική θεωρία και πράξη του τόπου µας δύο, συµπληρωµατικές µεταξύ τους, τάσεις: η δογµατικότερη απέρριπτε εξαρχής τη δυνατότητα µετάφρασης των κλασικών κειµένων στη σύγχρονη νεοελληνική η µετριοπαθέστερη θεώρησε τη συγκεκριµένη µεταφραστική παραγωγή λύση εκπαιδευτικής και µόνον ανάγκης, επιµένοντας ότι οι νεοελληνικές µεταφράσεις κλασικών κειµένων µεταφέρουν απλώς το νόηµα του πρωτοτύπου, κατά κανένα όµως τρόπο δεν αποτελούν γλωσσικό και λογοτεχνικό ισοδύναµό του. Aξιοσηµείωτο είναι ότι η µεταφραστική αυτή υποτίµηση της νεοελληνικής περιορίστηκε στην αρχαία γλώσσα και στα αρχαία κείµενά της, ενώ δεν επεκτάθηκε, εµφανώς τουλάχιστον, στις νεοελληνικές µεταφράσεις και της ξενόγλωσσης λογοτεχνίας. O δηµοτικισµός και οι δηµοτικιστές αντέδρασαν σθεναρώς στην ιδεολογική αυτή ενδογλωσσική προκατάληψη, µεταφράζοντας διάσηµα κείµενα της αρχαιοελληνικής γραµµατείας, για να αποδείξουν έµπρακτα τη µεταφραστική επάρκεια της νεοελληνικής. Kατά τη γνώµη µου ωστόσο η µεταφραστική αυτή εξόρµηση σκόνταψε σε δύο, ιστορικά εξηγήσιµες, παρεξηγήσεις: αφενός συντήρησε την παραδοσιακή διάκριση ανάµεσα σε φιλολογικές και λογοτεχνικές µεταφράσεις αφετέρου χρησιµοποίησε κατά κανόνα ως µεταφραστικό γλωσσικό όργανο τον εκφραστικό κώδικα του µαχητικού δηµοτικισµού ή, στην καλύτερη περίπτωση, της µεσοπολεµικής µας λογοτεχνίας. Aποτέλεσµα της αναχρονιστικής αυτής, γλωσσικής και υφολογικής, µεταφραστικής επιλογής ήταν να παράγονται µέχρι πρό τινος νεοελληνικές µεταφράσεις κειµένων της αρχαίας γραµµατείας, που δεν παρακολουθούσαν την εξέλιξη της λογοτεχνικής µας γλώσσας, ύστερα µάλιστα από τον εµβολιασµό της µε τους τρόπους του ευρωπαϊκού µοντερνισµού. Θα κλείσω τη συνοπτική αυτή εισήγηση µεταφράζοντας τους προηγούµενους αρνητικούς προσδιορισµούς της µεταφραστικής αγωγής σε θετικούς, και τον αντικειµενικό της τόνο σε υποκειµενικό: 1. Tο γεγονός ότι στις νεοελληνικές µεταφράσεις των κλασικών κειµένων η γλώσσαπηγή και η γλώσσα-στόχος ανάγονται στο ίδιο γλωσσικό δέντρο (προκειµένου για την οµηρική Oδύσσεια θα έλεγα: στις ρίζες και στα πρόσφατα φυλλώµατά του) ευνοεί την ανάπτυξη ανάµεσα στις δύο συµβαλλόµενες γλώσσες (την πρωτότυπη και τη µεταφραστική) µιας ολικής σχέσης, που δηλώνει συγχρόνως οικειότητα και ανοικειότητα. Για να χρησιµοποιήσω ακόµη µια φορά µεταφρασµένους όρους του Ladmiral: την οµοιότητα και την «ιδιότητά» τους. 2. H µετάφραση σ αυτές τις περιπτώσεις αποτελεί την ασφαλέστερη µέθοδο διεισδυτικής και ωφέλιµης ανάγνωσης τόσο της πρωτότυπης γλώσσας όσο και του πρωτότυπου κειµένου. Θυµίζω εδώ, προς υποστήριξη, µια σχετική διάσηµη φράση του Derrida: «Mόνον όταν πληροφορούµαι πως κάποιος µεταφράζει ένα κείµενό µου, τότε είµαι βέβαιος πως µε διαβάζει πραγµατικά».

3. Όρος για να λειτουργήσει η γλώσσα-στόχος ισότιµα προς τη γλώσσα-πηγή, είναι να ενεργοποιηθούν και οι δύο συµβαλλόµενες γλώσσες µέσα στο µεταφραστικό κύκλωµα. Tούτο σηµαίνει, προκειµένου λ.χ. για τη µετάφραση της Oδύσσειας: το καταγραµµένο και «αδρανές» κείµενο κινητοποιείται µέσω της µετάφρασής του αλλά και η µεταφραστική γλώσσα αποκτά τη µέγιστη δυνατή κινητικότητα και ευλυγισία της. Έτσι επιτυγχάνεται µια ισότιµη διασταύρωση, η οποία συνεπάγεται την περιδίνηση των δύο συµβαλλοµένων γλωσσών, θα τολµούσα να πω: τον εναγκαλισµό τους. 4. Mε τους όρους αυτούς η διάκριση ανάµεσα σε φιλολογική και λογοτεχνική µετάφραση όχι µόνον δεν έχει πια αποχρώντα λόγο, αλλά στρεβλώνει εξαρχής τη µεταφραστική δοκιµή καθώς επιµένει στις διαφορές των δύο συµβαλλοµένων γλωσσών και θεωρεί εξ αποτελέσµατος αναπόφευκτη την ανισόρροπη σχέση τους, προς τη µία ή την άλλη κατεύθυνση. Όποιος, κατά την εκτίµησή µου, δεν µπορεί, ή δεν θέλει, να παρακάµψει το εκβιαστικό δίληµµα της φιλολογικής ή της λογοτεχνικής µετάφρασης, φρονιµότερο είναι να παραιτηθεί από τη µεταφραστική περιπέτεια. Προπαντός, όταν και όπου το προς µετάφραση κείµενο θεωρείται κλασικό αριστούργηµα. Γιατί µία από τις ιδιότητες των κλασικών κειµένων είναι ότι δεν επιδέχονται διχοτοµικού τύπου µεταφραστικές εισβολές. 5. Tέλος, προϋπόθεση για τη µετάφραση των αρχαίων ελληνικών κειµένων είναι η αποκαθήλωσή τους από τη συµβατική τους σταύρωση στο εικονοστάσι της κλασικής τελετουργίας. ιαφορετικά ο µεταφραστής ενδίδει είτε στον αποτρόπαιο τρόµο είτε στην παρακλητική προσευχή. Γιατί, όσο κι αν φαίνεται τερατώδες, το µεγάλο κείµενο δεν µεταφράζεται παρά µόνον µε όρους µεταφορικής ισοτιµίας. Για να το πω αλλιώς: το σθένος της ισχυρής γλώσσας συµβάλλεται µε το σθένος της ασθενούς γλώσσας στην ίδια στάθµη προσωρινά έστω, και όσο διαρκεί η µετάφραση. Βιβλιογραφικές αναφορές LADMIRAL, J. R. 1991. La traduction: des textes classiques? Στο La Traduzione dei testi classici. Teoria, prassi, storia (Πρακτικά συνεδρίου, Παλέρµο 6-9 Απριλίου1988), επιµ. S. Nicosia, 9-29. Νάπολη: M. D Αuria. [1] Κείµενο 1: Ladmiral, J.-R. 1991. La traduction: des textes classiques? Στο La traduzione dei testi classici. Teoria, prassi, storia (Πρακτικά συνεδρίου, Παλέρµο 6-9 Απριλίου1988), επιµ. S. Nicosia, 9-29. Nάπολη: M. D Auria, σελ. 10-11.

Από την εποχή του Κικέρωνα -ο οποίος αντιθέτει δύο µεταφραστικούς τρόπους, τον µεταφραστή ο οποίος ενεργεί «ως συγγραφέας» (ut orator) και τον µεταφραστή ο οποίος ενεργεί «ως µεταφραστής» (ut interpres), ως κοινός κι απλός µεταφραστής- µέχρι ένα σύγχρονο γλωσσολόγο, όπως ο Eugene A. Nida, ο οποίος αντιθέτει τη «δυναµική ισοδυναµία» στη «µορφική ισοδυναµία», στην πραγµατικότητα µία και µόνη διάκριση απασχολεί τη µετάφραση, την πρακτική της µετάφρασης και (στον ίδιο τουλάχιστον βαθµό) τη θεωρία της µετάφρασης. Να αναφέρω ακόµη τον Georges Mounin, ο οποίος αντιθέτει παράλληλα τις µεταφράσεις που είναι «σαν γυαλιά διάφανα», σε όσες είναι «σαν γυαλιά χρωµατιστά». Με άλλα λόγια, µου είχε φανεί χρήσιµο να επαναδιατυπώσω την απορία και είχα αναγκαστεί να ονοµάσω εκ νέου τους δύο πόλους της διάκρισης, επινοώντας αντίστοιχα τους νεολογικούς όρους πηγαίοι (sourciers) και στοχεύοντες (ciblistes) και βέβαια, πέρα από µια απλή αλλαγή των σηµαινόντων της ορολογίας, πρόκειται για έναν κάπως «εκσυγχρονισµένο» τρόπο να θέσω το πρόβληµα µε όρους λίγο διαφορετικούς και λίγο πιο συγκεκριµένους... Οι «πηγαίοι» µου είναι οι κατά λέξη µεταφραστές οι οποίοι µεταφράζουν ut interpr(et)es, εφαρµόζουν τη «µορφική ισοδυναµία» και η µετάφρασή τους είναι «σαν γυαλιά χρωµατιστά»: µένουν προσκολληµένοι στο σηµαίνον (στη «σηµατοδοτική δυνατότητα») της γλώσσας του κειµένου-πηγή που πρόκειται να µεταφράσουν. Αντίθετα, οι «στοχεύοντες» µεταφράζουν ut orator(es), εφαρµόζουν τη «δυναµική ισοδυναµία», οι µεταφράσεις τους είναι «διάφανα γυαλιά»: αφουγκράζονται το σηµαινόµενο ή, ακριβέστερα, τη σηµασία του λόγου-πηγή, µε άλλα λόγια του πρωτότυπου κειµένου που πρόκειται να αποδώσουν χάρη στα ίδια αποθέµατα που διαθέτει η γλώσσα-στόχος... Μετάφραση Θεόφιλος Τραµπούλης [2] Κείµενο 2: Ladmiral, J.-R. 1991. La traduction: des textes classiques? Στο La traduzione dei testi classici. Teoria, prassi, storia (Πρακτικά συνεδρίου, Παλέρµο 6-9 Απριλίου1988), επιµ. S. Nicosia, 9-29. Nάπολη: M. D Auria, σελ. 23-25. Η µετάφραση είναι πάντα κατά κάποιον τρόπο µετάφραση κλασικών κειµένων η παραδοχή αυτή µπορεί να διατυπωθεί µε µια άλλη σηµασία ευρύτερη και πιο «βαθιά», σηµασία φιλοσοφική, ακόµη ακόµη και σηµασία «θεολογική». Το κλασικό κείµενο είναι ένα κείµενο αναφοράς, ένα κείµενο που θεµελιώνει παράδοση: την παράδοση εκείνη, για παράδειγµα, που µας περιβάλλει και η οποία µε τη σειρά της προδικάζει και επιβάλλει την ερµηνεία που θα δώσουµε στα κείµενα και, εποµένως, και τη µετάφρασή τους. Τα κλασικά «µας» κείµενα συνιστούν τα ιστορικά θεµέλια του πολιτισµού µας συστήνουν τη πολιτισµική συνείδηση της παράδοσής µας.

Το κλασικό κείµενο είναι ένα κανονιστικό κείµενο µε την έννοια ότι συνιστά αυθεντία. Ο συγγραφέας ενός σπουδαίου κειµένου, ενός κειµένου κλασικού, είναι εγγυητής (auctor), πρότυπο. Και το ίδιο το κείµενο είναι ο εγγυητής αυτού που εγγράφεται στην υστεροφηµία του, µε άλλα λόγια αυτού που εγγράφεται στην παράδοση που το κείµενο εγκαινιάζει, στην ιστορία που έπεται και προκύπτει από το ίδιο το θεµελιώδες κείµενο. Εντούτοις, η αυθεντία του κειµένου γίνεται τυραννική για τους πηγαίους, οι οποίοι θεωρούν ως υποχρέωσή τους την οµολογία πίστης προς το γράµµα του κειµένου, το οποίο, αίφνης, δικαιολογεί απόλυτα την όνοµά του ως «κείµενο-πηγή» (µε όλες τις σηµασίες της λέξης), µέχρι τις παραµικρές του λεπτοµέρειες, µέχρι τα σηµαίνοντα της ίδιας της γλώσσας-πηγή. Το µεταφρασεολογικό ολίσθηµα είναι κατά τα λοιπά ένας µόνιµος πειρασµός για τον καθένα µας κι όχι µόνο για αυτούς που αποκαλώ «πηγαίους». Κάθε φορά που ο µεταφραστής βρίσκεται αντιµέτωπος µε ένα πρόβληµα στο οποίο δυσκολεύεται να δώσει λύση, τείνει να αναζητά την ψευδαίσθηση της ασφάλειας που του παρέχει η αναδίπλωση στο γράµµα του κειµένου-πηγή, γιατί του φαίνεται πως είναι το µόνο στέρεο πράγµα στο οποίο µπορεί να βασιστεί. Νοµίζει έτσι πως διακινδυνεύει λιγότερο: «κρατιέται απ τα κλαδιά», για να το πούµε έτσι. Οι δυσκολίες τον ξεπερνούν και εκείνος είναι αναγκασµένος να επιστρέψει στις σφαλερές διευκολύνσεις που του παρέχει η λέξη προς λέξη µετάφραση, τακτική που αντιστοιχεί σε κάποιο προγενέστερο στάδιο της δίγλωσσής του ικανότητας. Πρόκειται, το διαπιστώνουµε ξεκάθαρα, για το ίδιο το σχήµα της παλινδρόµησης. Ακόµη βαθύτερα, όµως, το σχήµα αυτό παραπέµπει σε µια ευρύτερη θεώρηση, στο βαθµό που ανήκουµε όλοι στον «πολιτισµό του βιβλίου» -θα έλεγα παραφράζοντας τη διατύπωση του Mohamed Arkoun- και ειδικότερα στον πολιτισµό του Βιβλίου. Εν αρχή ην ο Λόγος, µε άλλα λόγια το ιερό Κείµενο. Τούτο ισχύει τόσο για τους Χριστιανούς όσο και για τους Εβραίους και τους Μουσουλµάνους και ισχύει ακόµη και για τους άθεους και τους αγνωστικιστές της νεωτερικότητας, οι οποίοι ανδρώνονται στους κόλπους της δυτικής παράδοσης που είναι πάντα χριστιανική (ή, αν το προτιµάτε, ιουδαιοχριστιανική, όπως λένε), παρόλη -ή καλύτερα: εξαιτίας της ίδιας της εκκοσµίκευσης από την οποία προέκυψε ο σύγχρονος κόσµος. Όταν µου λέει κάποιος στην Γαλλία πως είναι άθεος, του απαντώ: «Μα και βέβαια! Πείτε µου µόνο, άθεος εβραίος ή άθεος χριστιανός;». Αφήνει κατάλοιπα µια παράδοση δισχιλιετής! Υπό αυτή την έννοια είµαστε όλοι «βιβλιολάτρες» -και θα επαύξανα, θα έλεγα πως είµαστε όλοι «βιβλιολάγνοι»...παίρνοντας την ελευθερία να προσδώσω στο τελευταίο αυτό επίθηµα την ισχυρή του σηµασία, τη σηµασία που παίρνει σε όρους όπως «οφθαλµολάγνος», «γεροντολάγνος», «κοπρολάγνος» κλπ, ωσάν να επρόκειτο για µια διαστροφή, για ένα µανιακό πάθος! Κατά τα άλλα, η ετυµολογία σε αυτή την περίπτωση εµπεριέχει και ένα φαινόµενο αντονοµασίας, το οποίο µας υπενθυµίζει ακουστικά πως διαβάζοντας ένα οποιοδήποτε βιβλίο διαβάζουµε λιγάκι και τη Βίβλο την οποία εσαεί νοσταλγούµε...

Η παρούσα µελέτη, λοιπόν, έχει ως ορίζοντα τη θεολογία της µετάφρασης. Παραµένοντας στην ίδια συλλογιστική ισοτοπία, θα ήταν δελεαστικό να προσοµοιάσουµε τους πηγαίους µε «αιρετικούς!», καθώς θύουν και αυτοί στην «ειδωλολατρία» του κειµένου-πηγή, το οποίο, κατά τη γνώµη τους, δεν είναι µονάχα ένα κλασικό κείµενο, αλλά ακόµη περισσότερο ένα Κείµενο ιερό κάνουµε λόγο δε για «ειδωλολατρία», γιατί ακριβώς σε αυτή την περίπτωση υπάρχει αναγωγή του γράµµατος του κειµένου, του σηµαίνοντος (το οποίο για την περίπτωση µεταβαπτίζεται ως «σηµατοδοτική δυνατότητα») σε φετιχιστικό αντικείµενο. Πρόκειται για διαστροφή της σχέσης µε τον γραπτό λόγο. Και διαπιστώνουµε πως εδώ µε όρους τέτοιους όπως η «αναγωγή σε φετιχιστικό αντικείµενο», η «διαστροφή» ή κιόλας η «παλινδρόµηση», περνάµε εύκολα από την ηθολογική ισοτοπία στην ψυχαναλυτική ισοτοπία... Αν τώρα πάλι πάρω κάποια απόσταση από την ίδια τη θεωρητική µου δέσµευση και αφήσω για λίγο τον πολεµικό οίστρο στον οποίον κινδύνευσα να παρασυρθώ, θα έλεγα πιο απλά πως υπάρχουν κατά βάση δύο εκδοχές της θεολογίας της µετάφρασης: η θεολογία του Γράµµατος και η θεολογία του Πνεύµατος. Την πρώτη την έκρινα ήδη ή, µάλλον, έκρινα, τις κατά γράµµα θεολογικές τις συνέπειες αποτόλµησα να διαγνώσω πως αποτελούν το άρρητο και υπονοούµενο µεταφυσικό αδια-νόητο στον λόγο όσων αποκάλεσα «πηγαίους» στον χώρο της µετάφρασης (κι ίσως ακόµη περισσότερο στον χώρο της θεωρίας της µετάφρασης, της µεταφρασεολογίας)... Μετάφραση Θεόφιλος Τραµπούλης [3] Κείµενο 3: Ladmiral, J.-R. 1991. La traduction: des textes classiques? Στο La traduzione dei testi classici. Teoria, prassi, storia (Πρακτικά συνεδρίου, Παλέρµο 6-9 Απριλίου1988), επιµ. S. Nicosia, 9-29. Nάπολη: M. D Auria, σελ. 27-28. Όταν καταλογίζουµε στον µεταφραστή πως δεν έχει σεβαστεί τα σηµαίνοντα της γλώσσαςπηγή -µε άλλα λόγια, πως δεν τα έχει αντιγράψει!- δεν θέλουµε στην πραγµατικότητα να δούµε, προτιµάµε δηλαδή να «αγνοούµε» (µε την έννοια του γερµανικού ignorien) τη διαφορική ιδιοσυγκρασία των γλωσσών, τον «ιδιωµατικό» καθαρά τρόπο της λειτουργίας τους. Έτσι, θέλουµε πάση θυσία το γερµανικό Angst να µεταφράζεται στα γαλλικά-στόχο ως angoisse, λες και το ζήτηµα είναι «να µεταφράσουµε ψυχαναλυτικά την ψυχανάλυση». Το ίδιο συµβαίνει όταν θέλουµε να µεταφράσουµε κατά λέξη το αγγλικό tea party µε το γαλλικό (;) partie de thé. Το ίδιο συµβαίνει κι όταν θέλουµε ο στίχος της Αντιγόνης του Σοφοκλή «Τί δ εστι; δηλοίς γαρ τι καλχαίνουσ έπος» να αναφέρεται στη «βαφή ενός κόκκινου λόγου». Σε όλα αυτά υπάρχει κάτι που παίρνει τη µορφή µιας υπερβουλησιοκρατικής, σκοταδιστικής άρνησης «της αρχής της γλωσσικής πραγµατικότητας». Είναι σαν να λησµονούµε τον θεµελιώδη πλουραλισµό των γλωσσών. Αυτό τον πλουραλισµό ακριβώς απηχεί ο µύθος της

Βαβέλ, της οποίας η αιώνια κατάρα είναι σαν το ίχνος που άφησε στο συλλογικό φαντασιακό του πολιτισµού µας η ουλή ενός πρωτόγονου τραύµατος έτσι θα την παροµοίαζα για να επιστρέψω στη θρησκευτική ισοτοπία που διαπερνά τη συλλογιστική µου, η οποία ισχυρίζοµαι πως µας διαπερνά ανέκαθεν όλους, ακόµη και παρά τη θέλησή µας. Είναι σαν να λησµονούµε πως η ανθρώπινη γλώσσα δεν υπάρχει παρά µόνον µέσα στις φυσικές γλώσσες. Είναι σαν να λησµονούµε πολύ απλά πως κάθε γλώσσα είναι από µόνη της ένα ολόκληρο σύµπαν ή, όπως θα έλεγε ο φιλόσοφος Χάιντεγγερ, ένα «πλάσµα του κόσµου». Το ίδιο, εξάλλου, µας δίδαξε εδώ και καιρό η δοµική γλωσσολογία. Μπορούµε µάλιστα να πούµε πολύ απλά τα πράγµατα: Μια γλώσσα δεν είναι µια άλλη γλώσσα! Μπορούµε µάλιστα να υποκύψουµε στην κάπως «παρωχηµένη» µόδα της γλωσσολογικής «τυποποίησης», γράφοντας τον τύπο: Γχ#Γψ. Κάθε γλώσσα έχει την δική της ταυτότητα η λεγόµενη «αρχή της γλωσσικής πραγµατικότητας» έγκειται ακριβώς σε αυτή την ιδιοσυγκρασία των γλωσσών. Αυτό κάνει τις γλώσσες και είναι ο εαυτός τους -και είναι, όπως το υπαινίσσεται πολύ σωστά και η ετυµολογία (δεν πειράζει αν την επικαλεστούµε µια φορά!): «ιδιώµατα». Εάν το παραγνωρίσουµε, δεν θα βρισκόµαστε πια εντός των ορίων της θεωρίας (της «µεταφρασεολογίας»), αλλά ως επί το πλείστον µέσα στην οµίχλη της ιδεολογίας και καµιά φορά, ας το αναγνωρίσουµε, µέσα στις εναλάµψεις της ποίησης... Αν όµως δεν µας εξυπηρετεί αυτή η πραγµατικότητα, γιατί θέλουµε να ασχολούµαστε µε τη µετάφραση; να µιλάµε για τη µετάφραση;... Μετάφραση Θεόφιλος Τραµπούλης