Η Θεωρία των Διεθνών Μετακινήσεων Κεφαλαίου
Περιεχόμενα Κεφαλαίου Η Ανάπτυξη της Διεθνούς Επιχειρηματικής Δραστηριότητας Τρόποι Άσκησης της Διεθνούς Επιχειρηματικής Δραστηριότητας και Ανάλυση των Πλεονεκτημάτων και Μειονεκτημάτων Το Διεθνές Επιχειρηματικό Περιβάλλον και οι Παράγοντες που Επηρεάζουν τη Διεθνή Επιχειρηματική Δραστηριότητα Οι Πολυεθνικές Επιχειρήσεις: Χαρακτηριστικά, Πλεονεκτήματα και Μειονεκτήματα
Στην περίοδο μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου πολλές επιχειρήσεις επιχείρησαν να επεκταθούν διεθνώς, επιδιώκοντας οφέλη όπως: Η εκμετάλλευση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος Η αύξηση των πωλήσεων Ο πολλαπλασιασμός της ισχύος τους Η απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος Οι φορολογικές ελαφρύνσεις Η επιμήκυνση της ζωής των προϊόντων Η αύξηση των κερδών Από τη στιγμή που μία επιχείρηση αποφασίσει να στοχεύσει σε μία συγκεκριμένη χώρα ή χώρες, θα πρέπει να αποφασίσει ποια είναι η καλύτερη μέθοδος εισόδου. Οι επιλογές που έχει είναι: η έμμεση εξαγωγή, η άμεση εξαγωγή, η εκχώρηση δικαιωμάτων, η μικτή επιχείρηση (κοινοπραξία) και η άμεση επένδυση.
Κάθε επιτυχημένη στρατηγική προϋποθέτει περισσότερη δέσμευση, κίνδυνο, έλεγχο και δυνατότητες κέρδους. Ο συνήθης τρόπος που (αρχικά τουλάχιστον) ασχολείται μια επιχείρηση με μια ξένη αγορά είναι μέσω των εξαγωγών. Οι επιχειρήσεις συνήθως ξεκινούν με έμμεσες εξαγωγές, δηλαδή κινούνται μέσω ανεξάρτητων και ενδιάμεσων φορέων της αγοράς και στη συνέχεια μπορούν να περάσουν σε άμεσες. Η διαφορά άμεσων και έμμεσων εξαγωγών έγκειται στο εξής: Στις άμεσες εξαγωγές οι επιχειρήσεις τελικά αναλαμβάνουν να διεκπεραιώσουν μόνες τους τις εξαγωγές τους. Η επένδυση και ο κίνδυνος είναι κάπως μεγαλύτερος, αλλά μεγαλύτερη είναι και η πιθανή απόδοση. Στις έμμεσες εξαγωγές η διεκπεραίωση ανατίθεται σε κάποιον τρίτο. Ο κίνδυνος και η απαιτούμενη δαπάνη είναι πιθανά μικρότερα σε σχέση με την άμεση εξαγωγή, αλλά η απόδοση είναι πολύ μικρότερη.
Η εκχώρηση άδειας είναι ένας απλός τρόπος για να εισχωρήσει μια εταιρεία στην αγορά μιας ξένης χώρας. Ο εκχωρών την άδεια έρχεται σε μια συμφωνία με τον χρήστη της άδειας στην ξένη αγορά, προσφέροντάς του το δικαίωμα της χρήσης μιας διαδικασίας παραγωγής, ενός εμπορικού σήματος, μιας ευρεσιτεχνίας, ενός εμπορικού μυστικού ή κάποιου άλλου αντικειμένου αξίας έναντι κάποιας αμοιβής ή δικαιωμάτων. Ο εκχωρών την άδεια εξασφαλίζει την είσοδο στην αγορά με μικρό κίνδυνο. Ο κάτοχος της άδειας αποκτάει εμπειρία παραγωγής ή ένα πολύ γνωστό προϊόν ή όνομα χωρίς να χρειάζεται να ξεκινήσει από το μηδέν. H εκχώρηση άδειας μπορεί να πάρει τη μορφή της συμφωνίας παραχώρησης δικαιωμάτων εκμετάλλευσης (Licensing Agreement) όπου δίνεται η άδεια παραγωγής ενός προϊόντος ή υπηρεσίας και της εμπορικής επωνυμίας ή του σήματός του σε μια ξένη επιχείρηση με αντάλλαγμα ένα προκαθορισμένο ποσό ή ποσοστό επί των πωλήσεων.
Μπορεί επίσης να πάρει τη μορφή της συμφωνίας διεθνούς δικαιόχρησης (Franchising Agreement), όπου, επιπλέον όσων ισχύουν για τη συμφωνία παραχώρησης δικαιωμάτων, η μητρική επιχείρηση αναλαμβάνει να προμηθεύει στον ανάδοχο προϊόντα, εξοπλισμό, τεχνογνωσία κ.λπ. Οι εταιρείες μπορούν να εισέλθουν σε ξένες αγορές και με άλλους τρόπους. Μια εταιρεία μπορεί να πουλήσει ένα συμβόλαιο μάνατζμεντ στο οποίο προσφέρεται να αναλάβει το μάνατζμεντ της εταιρείας έναντι κάποιας αμοιβής. Σε αυτή την περίπτωση, η εταιρεία εξάγει μια υπηρεσία αντί για κάποιο προϊόν. Το συμβόλαιο μάνατζμεντ είναι μια μέθοδος εισόδου σε μια ξένη αγορά με μικρό κίνδυνο και αποδίδει εισόδημα από την αρχή.
Όσον αφορά τις Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ) είναι σημαντικό να σημειωθεί πρώτα το κριτήριο που χρησιμοποιείται στη διάκριση μεταξύ των ΞΑΕ και του αντίστοιχου χαρτοφυλακίου τους και άλλων τύπων ξένων επενδύσεων. Ο Διεθνής Οργανισμός Εμπορίου επισημαίνει ότι οι «Ξένες άμεσες επενδύσεις εμφανίζονται όταν ένας επενδυτής που βρίσκεται σε μία χώρα (εν προκειμένω στην χώρα καταγωγής του) αποκτά ένα εταιρικό περιουσιακό στοιχείο σε μία άλλη χώρα (χώρα υποδοχής) με την πρόθεση να διαχειριστεί το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο. Η διαχειριστική διάσταση αποτελεί το κριτήριο που διακρίνει τις ΞΑΕ από την επένδυση χαρτοφυλακίων σε ξένες μετοχές, ομόλογα και άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα.» Στις μικτές επιχειρήσεις (joint ventures), κάποιοι ξένοι επενδυτές συνεργάζονται με τοπικούς επενδυτές για να δημιουργήσουν μια νέα εταιρεία στην οποία έχουν κοινή ιδιοκτησία και έλεγχο. Ο σχηματισμός μιας μικτής εταιρίας μπορεί να είναι απαραίτητος ή επιθυμητός για οικονομικούς ή πολιτικούς λόγους.
Η ξένη επιχείρηση μπορεί να μην διαθέτει τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους, τις δυνάμεις ή το κατάλληλο μάνατζμεντ για να αναλάβει μόνη της την επιχείρηση ή η ξένη κυβέρνηση μπορεί να θέτει σαν προϋπόθεση για την είσοδο στην αγορά τη δημιουργία μιας κοινοπραξίας. Οι ΞΑΕ περιλαμβάνουν τρία συστατικά: α) Νέο κεφάλαιο από τη μητρική εταιρεία της χώρας προέλευσης της προς τη θυγατρική εταιρεία στη φιλοξενούσα χώρα υποδοχής. β) Επαναεπενδυμένα κέρδη της θυγατρικής εταιρείας, και γ) Μακροχρόνια και βραχυπρόθεσμα καθαρά δάνεια από τη μητρική εταιρεία προς την αντίστοιχη θυγατρική. Αναφορικά με τους παράγοντες που επηρεάζουν τις ΞΑΕ, αναφέρονται τρεις προσεγγίσεις που εστιάζουν σε διαφορετικές ομάδες επιδιωκόμενων πλεονεκτημάτων και συγκεκριμένα: α) Τα πλεονεκτήματα ιδιοκτησίας β) Τα πλεονεκτήματα τοποθεσίας και γ) Τα πλεονεκτήματα εσωτερικοποίησης.
6. Η πρόσβαση σε υψηλή τεχνολογία 7. Το μέγεθος και οι προοπτικές της τοπικής αγοράς. 8. Η αποφυγή των εμποδίων και των περιορισμών στις εξαγωγές. 9. Η εξυπηρέτηση πελατών. 10. Αντεπίθεση στον ανταγωνισμό. Στα πιθανά κέρδη από τη λειτουργία των πολυεθνικών επιχειρήσεων περιλαμβάνονται: η μεταφορά τεχνολογίας στις χώρες υποδοχής. η αυξανόμενη παραγωγική αποδοτικότητα λόγω του ανταγωνισμού. η βελτίωση στην ποιότητα των παραγόντων της παραγωγής οφέλη στο ισοζύγιο πληρωμών μέσω της εισροής επενδυτικών κεφαλαίων και αυξήσεων στις εξαγωγές. αυξήσεις στην αποταμίευση, την επένδυση, το ΑΕΠ και την απασχόληση. η βελτίωση της ποιότητας του εργατικού δυναμικού. τέλος, χαμηλότερες τιμές και την καλύτερη ποιότητα προϊόντων.
Αυτές οι δεσπόζουσες θεωρητικές προσεγγίσεις δεν είναι απόλυτες ή απόλυτα πλήρεις. Καλύπτουν, ωστόσο, τους περισσότερους από τους πρακτικούς λόγους για τους οποίους οι επιχειρήσεις επενδύουν στο εξωτερικό, όπως παραδείγματος χάριν, η πρόσβαση στις αγορές, το κόστος εργασίας, η εγγύτητα στις πρώτες ύλες, πιο «χαλαρή» προσέγγιση στο περιβάλλον, και οπωσδήποτε διάφορα ευνοϊκά φορολογικά κίνητρα. Οι λόγοι που ωθούν τις επιχειρήσεις να επεκτείνουν τις παραγωγικές τους δραστηριότητες στις διεθνείς αγορές, αναδεικνύονται μέσα από τη συνεχή επιδίωξη και την επίμονη προσπάθειά τους να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να αυξήσουν τις πωλήσεις και τα κέρδη τους και συνοψίζονται ως εξής: 1. Ο κορεσμός της εγχώριας αγοράς. 2. Η εντατικοποίηση του ανταγωνισμού στην τοπική αγορά. 3. Η μείωση του κόστους παραγωγής. 4. Η εκμετάλλευση πρώτων υλών. 5. Η στρατηγική θέση της χώρας και η πρόσβαση σε νέες αγορές.
Στα πιθανά αρνητικά αποτελέσματα των πολυεθνικών συμπεριλαμβάνουμε αυτά στο ισοζύγιο πληρωμών που οφείλονται, παραδείγματος χάριν, σε μία αύξηση στην εισαγωγή των προϊόντων από αυτά τα υποκαταστήματα και στις πληρωμές των μερισμάτων και των δικαιωμάτων στο εξωτερικό. Επίσης, ο αντίκτυπος των πολυεθνικών επιχειρήσεων στο ανταγωνιστικό περιβάλλον είναι ένα κρίσιμο θέμα. Οι πολυεθνικές μπορεί να έχουν ευρύτερα τεχνολογικά οφέλη μέσω των αποτελεσμάτων διάχυσής τους, θα μπορούσαν επίσης να αποθαρρύνουν την ανάπτυξη της σοβαρής τεχνογνωσίας από τις τοπικές εταιρείες και τα ιδρύματα, σε βάρος της αύξησης της εσωτερικής παραγωγής και της εθνικής οικονομίας. Εάν αποτύχουν να παραγάγουν επαρκείς και αποτελεσματικούς συνδέσμους με την τοπική οικονομία, οι πολυεθνικές θα έχουν λιγότερα ευεργετικά αποτελέσματα και μπορεί, τελικά, να είναι επιβλαβείς.
Μια άλλη αρνητική επίπτωση αναφέρεται στη μεταφορά τιμολόγησης (transfer pricing), η οποία, μεταξύ άλλων, μειώνει τα φορολογικά έσοδα που πηγαίνουν στις κυβερνήσεις των φιλοξενούντων χωρών, καθώς οι πολυεθνικές επιδιώκουν να εμφανίζουν (πλασματικά) μικρά κέρδη ή και ζημίες στις χώρες όπου η φορολογία είναι υψηλή, προκειμένου να φορολογηθούν τα κέρδη τους σε χώρες με χαμηλή φορολογία, τους λεγόμενους «φορολογικούς παραδείσους».