ΣΧΟΛΙΑ Συντάκτης και παραλήπτες του υπομνήματος, Πτολεμαϊκοί αξιωματούχοι Συντάκτης του υπομνήματος είναι ο Πτολεμαίος, γιος του Γλαυκία, Μακεδόνας (Lewis 1986: 74 79). Ο πατέρας του Γλαυκίας ήταν κληρούχος Μακεδονικής καταγωγής εγκατεστημένος στην κώμη Ψίχιν, στον Ηρακλεοπολίτη νομό, και πέθανε το 164 π.χ. κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων στην Αίγυπτο μάλλον με βίαιο τρόπο (UPZ I 9 και 14). Γνωστά είναι ακόμη τρία αδέλφια του Πτολεμαίου, ο Ίππαλος, ο Σαραπίων και ο Απολλώνιος (UPZ I 9), ο οποίος μάλιστα στρατολογήθηκε ως κληρούχος το 158/7 π.χ., μετά από αίτημα του αδελφού του Πτολεμαίου προς τους βασιλείς (UPZ I 14). Ο ίδιος ο Πτολεμαίος εγκαταστάθηκε το 172 π.χ., γύρω στα τριάντα του χρόνια, ως κάτοχος στο Μεγάλο Σαραπιείο της Μέμφιδας και συγκεκριμένα στο Ἀσταρτιεῖον, το μικρό ναό της Αστάρτης που βρισκόταν στο συγκρότημα του Σαραπιείου (βλ. παρακ.). Το υπόμνημα του Πτολεμαίου απευθύνεται, όπως και άλλα δικά του υπομνήματα (UPZ I 2, 5, 8), στο Διονύσιο, το στρατηγό του Μεμφίτη νομού, όπου βρισκόταν το Μεγάλο Σαραπιείο. Ο στρατηγός κατείχε αρχικά τη στρατιωτική κυρίως εξουσία στο επίπεδο του νομού, αργότερα όμως, από τα μέσα περίπου του 3ου αι. π.χ., συγκέντρωσε στα χέρια του και ένα μεγάλο μέρος της διοικητικής εξουσίας, που έως τότε βρισκόταν στα χέρια του νομάρχη, αποκτώντας έτσι πολύ μεγαλύτερη δύναμη. Ο Διονύσιος κατέχει επίσης τον τιμητικό τίτλο τῶν φίλων (τοῦ βασιλέως). Πρόκειται για τίτλο συνηθισμένο στις αυλές των ελληνιστικών ηγεμόνων (πρβλ. Ε5). Στο πτολεμαϊκό βασίλειο ο τίτλος αυτός περιοριζόταν αρχικά σε άτομα τα οποία ανήκαν στην αυλή του μονάρχη, στελέχωναν τα βασιλικά συμβούλια και κατείχαν τα ανώτερα αξιώματα όμως το 2ο αι. π.χ. έπαψε να δίνεται μόνο σε μέλη της αυλής και επεκτάθηκε σε όσους κατείχαν κάποιο συνήθως ανώτερο αξίωμα στην πτολεμαϊκή γραφειοκρατία. Στα μέσα του 2ου αι. π.χ. μαρτυρούνται κατά ιεραρχική σειρά οι εξής τιμητικοί τίτλοι που υποδηλώνουν σχέση με το πρόσωπο του βασιλέα (Mooren 1977: 1 73, ειδικά για τους τίτλους που αποδίδονταν στους στρατηγούς σ. 97 108): συγγενής, πρῶτος φίλος, ἀρχισωματοφύλαξ, φίλος, διάδοχος, σωματοφύλαξ. Συνεπώς, ο Διονύσιος δεν είναι υψηλόβαθμος στην ιεραρχία της πτολεμαϊκής αυλής. Ο Μενέδημος είναι ο υφιστάμενος αξιωματούχος στον οποίο προωθείται το υπόμνημα από το στρατηγό Διονύσιο. Ο ίδιος ο Πτολεμαίος ζητά από το στρατηγό να δώσει διαταγή στο Μενέδημο, τῷ παρὰ σοῦ ἐν τῷ Ἀνουβιείῳ, να επιληφθεί του θέματος. Φαίνεται, λοιπόν, ότι πρόκειται για αντιπρόσωπο του
στρατηγού στο Ανουβιείο (μάλλον δεν ταυτίζεται με τον ομώνυμο ἀρχιφυλακίτη στο UPZ I 5 στ. 6). Tο Μεγάλο Σαραπιείο της Μέμφιδας και η ιδιότητα του κατόχου Ο Μακεδόνας Πτολεμαίος εμφανίζεται ως κάτοχος στο Μεγάλο Σαραπιείο. Από τη φαραωνική εποχή στη Μέμφιδα είχε κατασκευασθεί ένα σημαντικό συγκρότημα ναών για τη λατρεία των σπουδαιότερων αλλά και κάποιων λιγότερο σημαντικών θεοτήτων της Κάτω Αιγύπτου. Κεντρική θέση κατείχε η λατρεία του θεού ταύρου Άπιδος, ο οποίος στη χθόνια εκδοχή του λατρευόταν ως Όσιρις Άπις. Από εδώ προέρχεται η ονομασία του Σαράπιδος, νέας θεότητας που συνδύασε στοιχεία της αιγυπτιακής και ελληνικής λατρείας και εισήχθη για πολιτικούς λόγους από τον Πτολεμαίο Α Σωτήρα (Staumbaugh 1972 Fraser 1972: I 246 276 Hornbostel 1973). Μετά τη δημιουργία της νέας λατρείας οι Πτολεμαίοι επέκτειναν το ιερό της Μέμφιδας, που από τότε αναφερόταν ως το Μεγάλο Σαραπιείο (Thompson 1988: 212 215). Εκτός από το Σάραπι στο συγκρότημα της νεκρόπολης της Μέμφιδας συνέχισαν να λατρεύονται και άλλες θεότητες σχετιζόμενες ή μη με τη λατρεία του Σαράπιδος, όπως η Ίσις, ο Ιμχοτέπ (θεότητα που ταυτιζόταν με τον Ασκληπιό), ο Άνουβις αλλά και η Αστάρτη, στο ναό της οποίας ζούσε ως κάτοχος ο Πτολεμαίος. Οι κάτοχοι ζούσαν στο ναό και απολάμβαναν την προστασία του θεού προσφέροντας σε αντάλλαγμα κάποιες ιερές υπηρεσίες (Delekat 1964: 176 181 Dunand 1973: 183). Ενδεχομένως λειτουργούσαν ως εκπρόσωποι του θεού δίνοντας χρησμούς και ερμηνεύοντας όνειρα (Cumont 1937: 148 149 Merkelbach 1995: 73, 210 211). Οι πάπυροι που αφορούν τον Πτολεμαίο δεν αναφέρουν ποια ήταν τα ακριβή καθήκοντά του στην υπηρεσία του θεού. Οι πηγές μας δείχνουν ότι οι χωροταξικοί περιορισμοί της κατοχής δεν ήταν απόλυτοι. Ορισμένοι κάτοχοι είχαν ελευθερία κινήσεων σε ολόκληρο το τέμενος του Σαραπιείου, άλλοι παρέμεναν έγκλειστοι σε ένα ναό, ενώ σε ειδικές περιστάσεις μπορούσαν να εγκαταλείψουν για ορισμένο διάστημα το ιερό. Έτσι, ο Πτολεμαίος μπόρεσε να αφήσει για λίγο τον ιερό χώρο στον οποίο ζούσε, προκειμένου να παραστεί στο γάμο του αδελφού του Σαραπίωνα και γενικά διατηρούσε τους δεσμούς του με τον έξω κόσμο, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι επικοινωνούσε ελεύθερα με τα αδέλφια του (UPZ I 66, 67, 71, 75), αλλά και με την πτολεμαϊκή διοίκηση (UPZ I 5 11, 14). Ο Πτολεμαίος φαίνεται ότι έζησε τουλάχιστον για είκοσι χρόνια στο Μεγάλο Σαραπιείο, πιθανόν ώς το θάνατό του (Lewis 1986: 75).
Η φιλονικία Οι εμπλεκόμενοι Ο Πτολεμαίος απευθύνεται στο στρατηγό της Μέμφιδας Διονύσιο, επειδή δέχθηκε επίθεση από τους καλλυντάς και ἀρτοκόπους (στ. 6 14), δηλ. τους καθαριστές και τους αρτοποιούς που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στο Μεγάλο Σαραπιείο. Από αυτούς κατονομάζει κάποιον Ἀρχήβιν, ἰατρόν, και ένα Μῦν, ἱματιοπώλην, ενώ αναφέρει ότι συμμετείχαν και άλλοι, τα ονόματα των οποίων δεν γνωρίζει. Ο γιατρός είναι Αιγύπτιος και ταυτίζεται με τον ομώνυμο κλυστήν που συμμετείχε και σε μεταγενέστερη επίθεση εναντίον του Πτολεμαίου (UPZ I 8 στ. 34). Ο Μῦς θα μπορούσε βάσει του ονόματός του να είναι Κάρας ή Αιγύπτιος και συμμετείχε επίσης στην προαναφερθείσα μεταγενέστερη επίθεση (UPZ I 8 στ. 33) ίσως να ταυτίζεται με τον ομώνυμο κοπροξύστην (πρόκειται γι αυτόν που καθαρίζει ένα χώρο από την κοπριά), που υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές των συμπλοκών στο Μεγάλο Σαραπιείο κατά το έτος 156 π.χ. (UPZ I 119 στ. 39). Στη μεταγενέστερη επίθεση που δέχτηκε ο Πτολεμαίος (UPZ I 8 στ. 32 34) λαμβάνουν μέρος και κατονομάζονται εκτός από τον Αρχήβι και τον Μυ ένας σακκοφόρος (αχθοφόρος), ένας σιτοκάπηλος (πωλητής σιτηρών), ένας ἀσιλλοφόρος (πρόκειται γι αυτόν που φέρει ζυγό για μεταφορά φορτίων) και ένας ταπιδύφος (υφαντής ταπήτων) όλοι αυτοί υπηρετούν στο Μεγάλο Σαραπιείο, σύμφωνα με τον Πτολεμαίο, ως καλλυνταί (UPZ I 8 στ. 6). Πρόκειται, επομένως, για Αιγυπτίους (όπως φαίνεται από τα ονόματά τους) λαϊκούς οι οποίοι πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στο ιερό μόνο για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κάθε έτος (ίσως ένα συγκεκριμένο μήνα), εκ περιτροπής με άλλες ομάδες, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τη φράση τῶν νυνὶ ἐφημερευόντων (στ. 9). Το ακριβές αντικείμενο εργασίας των καλλυντῶν δεν είναι εύκολο να καθορισθεί. Τα χάλκινα ξυστήρια που αναφέρονται στο στ. 29 φαίνεται ότι αποτελούσαν τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν στην εργασία τους. Αν θεωρήσουμε ότι ευσταθεί η ταύτιση του Μυός με τον ομώνυμο κοπροξύστην στο UPZ I 119 (εκεί φαίνεται να υπηρετεί κατά τη διάρκεια του μήνα Παῦνι και όχι του Φαῶφι, όπως στο κείμενό μας), τότε οι καλλυνταί θα μπορούσαν να είναι αυτοί που σκούπιζαν στο χώρο του Μεγάλου Σαραπιείου. Η χρήση, ωστόσο, χάλκινων ξυστήρων υποδεικνύει ότι ίσως ήταν επιφορτισμένοι με μία πιο λεπτή εργασία, όπως με τον καθαρισμό κάποιου ιερού χώρου ή ιερών αντικειμένων (UPZ I σ. 137). Στη συμπλοκή αναφέρεται και κάποιος Ἀρμάις, Αιγύπτιος που δέχθηκε επίθεση, επειδή ανήκε στον κύκλο του Πτολεμαίου. Ο Αρμάις αυτός πιθανώς ταυτίζεται με τον κάτοχον Αρμάι (Pros.Ptol. IX 7325), αποστολέα του
υπομνήματος UPZ I 2 στο στρατηγό Διονύσιο εξαιτίας μίας άλλης επίθεσης που υπέστη στο Μεγάλο Σαραπιείο (Goudriaan 1988: 44). Αίτια και συνθήκες της φιλονικίας Το περιστατικό της επίθεσης ήταν κάθε άλλο παρά μεμονωμένο. Ο Πτολεμαίος αναφέρει ότι είχαν επιχειρήσει να τον βλάψουν και κατά τη διάρκεια παλαιότερης εξέγερσης (στ. 19 21). Η εξέγερση αυτή ταυτίζεται, όπως φαίνεται, με εκείνη που αναφέρεται στο UPZ I 14 στ. 9 (ἐν τοῖς ταραχῆς χρόνοις) κατά την οποία πέθανε ο πατέρας του Πτολεμαίου, Γλαυκίας, και εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο των εξεγέρσεων που είχαν ξεσπάσει μεταξύ των ετών 168 164 π.χ. στην Αίγυπτο (Veisse 2004: 36 38, 132 134) και οι οποίες πιθανόν σχετίζονται με τη σύγχρονη εξέγερση του Διονυσίου Πετοσαράπιδος στην Αλεξάνδρεια (Διόδωρος 31.15a για τις εξεγέρσεις των Αιγυπτίων βλ. και McGing 1997). Δύο χρόνια μετά το παρόν υπόμνημα ο Πτολεμαίος απευθύνεται εκ νέου στο στρατηγό Διονύσιο παραπονούμενος πάλι για επίθεση που δέχτηκε (UPZ I 8), ενώ ανάλογα περιστατικά φαίνεται ότι έλαβαν χώρα και στη συνέχεια και οδήγησαν τον Πτολεμαίο να απευθυνθεί στους ίδιους τους βασιλείς το 156 π.χ. (UPZ I 15). Ο Πτολεμαίος συνδέει την επίθεση που δέχτηκε, όπως και αυτή που είχε υποστεί κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, με το ότι είναι Έλληνας (στ. 21 22), αποδίδοντας έτσι την εχθρότητα των Αιγυπτίων που εργάζονταν στο Μεγάλο Σαραπιείο προς εκείνον σε φυλετικούς λόγους. Το ίδιο επαναλαμβάνει και σε άλλα κείμενα (UPZ I 8 στ. 14, 15 στ. 16 17). Οι δράστες παρουσιάζονται, λοιπόν, από τον Πτολεμαίο ως μία ομάδα ατόμων που διαπράττουν βίαιες επιθέσεις, επειδή τρέφουν αισθήματα αντιπάθειας απέναντι στους Έλληνες. Τόσο η περίπτωση του Πτολεμαίου, όσο και διάφορα άλλα κείμενα που αναφέρουν αντίστροφα παράπονα των Αιγυπτίων για κακομεταχείριση από τους Έλληνες (π.χ. P.Yale I 46 P.Col. IV 66), αποκαλύπτουν τη δυσαρέσκεια που ένιωθαν κάποιοι Αιγύπτιοι απέναντι στα μέλη της ελληνικής τάξης. Αυτή η δυσφορία προς την προνομιακή θέση των Ελλήνων εκφράσθηκε πολλές φορές με βίαιο τρόπο περί τα μέσα του 2ου αι. π.χ., όταν λόγω των συνεχών δυναστικών ερίδων και των εξωτερικών απειλών η πτολεμαϊκή εξουσία έδειξε εμφανή σημάδια εξασθένησης (Lewis 1986: 85 87, βλ. τις εξεγέρσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω). Ίσως η διείσδυση του Έλληνα Πτολεμαίου σε ένα αιγυπτιακό ιερό όξυνε την ήδη υπάρχουσα δυσαρέσκεια κάποιων Αιγυπτίων, ιδιαίτερα σε μία εποχή εντάσεων, όταν μαίνονταν εξεγέρσεις σε διάφορα σημεία της αιγυπτιακής χώρας.
Ωστόσο, όπως αποκαλύπτουν τα κείμενα από το Σαραπιείο, στον κύκλο του Πτολεμαίου ανήκουν και Αιγύπτιοι, όχι μόνον ο Ἀρμάις, που αναφέρεται στον υπό εξέταση πάπυρο, αλλά και οι δίδυμες Θαυῆς και Ταοῦς, τις οποίες ο Πτολεμαίος παλιός φίλος του πατέρα τους είχε υπό την προστασία του ενεργώντας ως εκπρόσωπός τους στις επαφές τους με την πτολεμαϊκή διοίκηση. 1 Οι φιλικές σχέσεις που διατηρούσε ο Πτολεμαίος με κάποιους γηγενείς Αιγυπτίους καταδεικνύουν ότι σε καθημερινή βάση η συμβίωση μεταξύ των δύο λαών μπορούσε να είναι κάτω από ορισμένες συνθήκες αρκετά ομαλή. Αποδίδοντας τις επιθέσεις που δέχτηκε στο ότι είναι Έλληνας, ο Πτολεμαίος ίσως δίνει απλά τη δική του εξήγηση στα γεγονότα. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να αποκρύπτει συνειδητά την αληθινή αιτία της φιλονικίας και να εκμεταλλεύεται την ένταση που υπήρχε εκείνη την περίοδο μεταξύ Ελλήνων και Αιγυπτίων πιστεύοντας ότι έτσι έχει περισσότερες πιθανότητες να δικαιωθεί από τον Έλληνα στρατηγό (Huss 2001: 589 590). Ο ισχυρισμός του, άλλωστε, για το φυλετικό χαρακτήρα της επίθεσης στο πρόσωπό του φαίνεται να προσκρούει στο γεγονός ότι θύμα των καλλυντῶν και ἀρτοκόπων είναι και ο Αιγύπτιος Αρμάις. Η διαμάχη του, επομένως, με τους Αιγυπτίους που υπηρετούσαν στο Σαραπιείο θα μπορούσε να αποδοθεί περισσότερο σε προσωπική αντιπάθεια που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας παραμονής του Πτολεμαίου στο αιγυπτιακό ιερό εξαιτίας της καθημερινής του συναναστροφής με τα άτομα που υπηρετούσαν εκεί. Ιδιαίτερα οι εμπορικές του δραστηριότητες στην περιοχή του Σαραπιείου αποτέλεσαν, πιθανόν, την κύρια αιτία της αντιπαράθεσής του με άτομα όπως ο ἱματιοπώλης, ο σιτοκάπηλος και ο ταπιδύφος που δραστηριοποιούνταν στον ίδιο χώρο και ενδεχομένως ένιωθαν να απειλούνται από εκείνον (Goudriaan 1988: 230 Veisse 2004: 132 134). 1 Οι δίδυμες αναφέρονται σε περίπου πενήντα κείμενα, βλ. ενδεικτικά UPZ I 20, 41, 42, 45, 47, 56. Επειδή μάλλον δεν γνώριζαν να γράφουν ελληνικά, ο Πτολεμαίος είχε συντάξει εκ μέρους τους αρκετές αιτήσεις προς την πτολεμαϊκή διοίκηση και τους ίδιους τους βασιλείς: π.χ. UPZ I 20, 41, 42.